Τελευταία Νέα
Από τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη στην παιδοκτόνο της Πάτρας Ζητούνται ηθοποιοί από το Εθνικό Θέατρο Πέθανε η σπουδαία τραγουδίστρια Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη Είδα τους «Προστάτες», σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Ανακοινώθηκε το Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου Είδα το «Hyperspace ή αλλιώς…» , σε σκηνοθεσία Δανάης Λιοδάκη   «Καραϊσκάκενα, O Θρύλος» Της Σοφίας Καψούρου στον Πολυχώρο VAULT «Μπες στα παπούτσια μου - Ταυτίσου με τη διαφορετικότητα αυτοσχεδιάζοντας» στο Θέατρο Όροφως Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου 2022 – Το μήνυμα του Peter Sellars Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου ανοίγει Mοτέλ στη Φρυνίχου Η πρώτη δήλωση του Νέου Καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΚΘΒΕ Δράσεις του Εθνικού Θεάτρου για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου Ακρόαση ηθοποιών για την νέα παράσταση του Γιάννη Κακλέα Είδα το «Γράμμα στον πατέρα», σε σκηνοθεσία Στέλιου Βραχνή (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Κερδίστε διπλές προσκλήσεις για την παράσταση «Η σιωπηλή Λίμνη»
 

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

Το προηγούμενο σαββατοκύριακο (16-17 Ιουλίου) παρουσιάστηκε το έργο Γάλα, αίμα της Αλεξάνδρας Κ* σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα στη Μικρή Επίδαυρο. Το κείμενο γράφτηκε ως ανάθεση του Φεστιβάλ Αθηνών με αφορμή τη Μήδεια του Ευριπίδη και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη (θεατρική σειρά «Contemporary Ancients»). Πρόκειται για το δεύτερο –με τη σειρά που παραστάθηκαν- από τα τέσσερα έργα που γράφτηκαν με ανάθεση από Έλληνες συγγραφείς, μαζί με τα Το σπίτι με τα φίδια (Β. Χατζηγιαννίδης), Κρεουργία (Γ. Μαυριτσάκης) και Η Φαίδρα καίγεται (Α. Μιχαλοπούλου).

Το κείμενο

Το καλοκαίρι του ’58, σ’ ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας, μια γυναίκα σκοτώνει τα δυο της παιδιά. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, Αλεξάνδρα Κ*, το έργο μεταφέρει τη Μήδεια σε μια εποχή που η γυναίκα μόλις αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως η ζωή δεν επιφυλάσσει την ίδια τύχη στα δύο φύλα. Η Ξένη έχει περάσει χρόνια περιορισμένη στους ρόλους της κόρης, της συζύγου και της μητέρας, υπό το άγρυπνο μάτι της στενής κοινωνίας όπου την έφεραν να ζήσει. Όταν ο άντρας της παντρεύεται μιαν άλλη γυναίκα, και η ίδια δεν έχει πια κανέναν ρόλο να υπηρετήσει, ψάχνει να βρει τι έχει απομείνει απ’ αυτήν ακόμα ζωντανό.

Πρόκειται για ένα σύγχρονο τρίπρακτο έργο χωρισμένο σε δέκα σκηνές, μ’ ενότητα χώρου και χρόνου, ενώ η δράση εξελίσσεται εντός ενός 24ωρου στα πρότυπα του Αρχαίου Δράματος. Ο δραματικός χώρος τοποθετείται στο καλοκαίρι του 1958, σ’ ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας, στην Αργολίδα. Η επιλογή της περιοχής δεν είναι διόλου τυχαία, αφού η συγγραφέας επιθυμούσε ο σκηνικός και δραματικός χώρος να ταυτίζονται. Να πούμε βεβαίως πως αυτό είναι ένα προνόμιο που έχουν οι συγγραφείς μόνο όταν γνωρίζουν τον χώρο όπου θα παρασταθεί το έργο τους και κάτι τέτοιο συμβαίνει ευκολότερα όταν πρόκειται για ανάθεση.

Όσον αφορά τους χαρακτήρες του έργου, η Αλεξάνδρα Κ* διατηρεί σχεδόν το σύνολο των χαρακτήρων δίνοντάς τους ως όνομα την ιδιότητα ή το φύλο τους. Έτσι έχουμε την Ξένη (Μήδεια), τον Άντρα (Ιάσονας), τη Δασκάλα (Παιδαγωγός & Τροφός), το Φίλο (Αιγέας), τη Νέα (Νύφη), τον Πατέρα της (Κρέοντας), τα κορίτσια (αλλάζει το φύλο των παιδιών της Μήδειας και τους δίνει δραματική υπόσταση), ενώ προσθέτει τη Μητέρα του (πεθερά της Μήδειας) για να ενισχύσει τη θεματολογία της. Ο Χορός απουσιάζει με τη μορφή που είχε, αλλά διατηρεί έναν παρεμβατικό κοινωνικό περίγυρο που θυμίζει ελληνική επαρχία. Τέλος, μπορεί να μην έχουμε Αγγελιοφόρο, αλλά το τραγικό γεγονός αφηγείται η Δασκάλα.

Η Αλεξάνδρα Κ* συνέθεσε μ’ έναν πολύ δικό της τρόπο ένα φεμινιστικό σύγχρονο δράμα, που ενώ τηρεί το βασικό αφηγηματικό σκελετό, δε διστάζει να πάρει μερικές «τολμηρές» αποφάσεις που δίνουν μια νέα και πολύ προσφιλής στα σημερινά δεδομένα διάσταση. Το γάλα, αίμα είναι ένα πρώτης τάξεως οικογενειακό δράμα απόλυτα συνυφασμένο με την ελληνική πραγματικότητα και στο οποίο όλοι μας μπορούμε ν’ ανασύρουμε βιώματα από τον άμεσο ή ευρύτερο κοινωνικό κι οικογενειακό περίγυρο. Κι όμως, η Ξένη (έτσι ονομάζει τη Μήδεια) της Αλεξάνδρας Κ* δεν είναι απλώς η μάγισσα που έχει διαπράξει επανειλημμένα φόνους, μια γυναίκα που σκοτώνει από έρωτα, αλλά μια γυναίκα που βάλλεται και θεωρείται «ξένη» επειδή δίνει αξία στον εαυτό της και στο φύλο της, μια γυναίκα που δε δέχεται να θαφτεί ζωντανή από την κοινωνία-μάτι που είναι έτοιμη να κανιβαλίσει τη δυστυχία του διπλανού, μια γυναίκα που θέλει να προστατέψει τις κόρες της από τα κακώς κείμενα της ελληνικής επαρχίας.

Η παράσταση

Το έργο της Αλεξάνδρας Κ* ευτύχησε να σκηνοθετηθεί από το Γιάννο Περλέγκα (ο οποίος μάλιστα υποδύθηκε τον Πατέρα), στη Μικρή Επίδαυρο, τον θεατρικό χώρο για τον οποίο γράφτηκε. Καταρχάς, όπως προαναφέρθηκε, το έργο ήταν ανάθεση από το Φεστιβάλ Αθηνών κι άρα η συγγραφέας γνώριζε εκ των προτέρων σε ποιον χώρο θ’ ανέβαινε το έργο της. Έχοντας αυτό υπόψη, μετέφερε τη δράση της στο νομό Αργολίδος το 1958. Ο φυσικός χώρος της Επιδαύρου και τα σκηνικά της Λουκίας Χουλιάρα ήταν το απόλυτο σκηνικό περιβάλλον για το Γάλα, αίμα. Σας παραθέτω την σκηνική οδηγία της συγγραφέως για να καταλάβετε τη συνέπεια έργου και περιβάλλοντος: Στην αυλή του σπιτιού, μια μπουγάδα με ρούχα αντρικά και δύο φουστανάκια μικρών κοριτσιών. Μπροστά, στο αλώνι, ένας νέος άντρας με μπουζούκι κάνει πρόβα ένα δημοτικό τραγούδι. Μια νέα γυναίκα τον συντροφεύει στο τραγούδι καπνίζοντας. Ένας γέρος περνάει λούστρο σε τραπέζια και καρέκλες. Μια γριά κεντά μονογράμματα σ’ ένα βουνό από τραπεζομάντιλα. Δύο μικρά κορίτσια πλένουν στεφάνια με λουλούδια. Από το σπίτι ακούγεται κάτι να αλυχτά.

Βασικό δομικό χαρακτηριστικό της παράστασης, που διαφαίνεται στο έργο, αλλά αποκτά μεγαλύτερο χώρο είναι η μουσική. Γνωρίζοντας την καλλιτεχνική ταυτότητα του Γιάννου Περλέγκα, δε θα μπορούσε να λείπει από την παράσταση του συγκεκριμένου έργου η μουσική, με δημοτικά και ρεμπέτικά τραγούδια και την αίσθηση του κουτουκιού να είναι διάχυτη στην παράσταση (μουσική επιμέλεια: Στράτος Γκρίντζαλης). Δεν ήταν όμως μόνο η μουσική. Η παράσταση είχε έντονα λαϊκό χαρακτήρα κι αυτό βοηθούσε το έργο να επικοινωνηθεί με το κοινό: τα λαμπάκια και τα τραπέζια που θύμιζαν ταβέρνα, οι ηθοποιοί που έκαναν μικροδράσεις που παρέπεμπαν σ’ ελληνική επαρχία.

Το ενδυματολογικό κομμάτι είχε μεγάλο ενδιαφέρον, με τα φορέματα των γυναικών να θυμίζουν παραδοσιακές φορεσιές, ιδίως της Δασκάλας και της Μητέρας. Καλοντυμένες και καλοχτενισμένες, έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την ατημέλητη και «ανδροπρεπή» Ξένη. Η Έλενα Τοπαλίδου αντί για φόρεμα φορούσε παντελόνι και φανέλα, ενώ αργότερα φοράει το πουκάμισο του πατέρα της. Βασική προσθήκη του έργου είναι η μετατροπή των γιων του Ιάσονα και της Μήδειας σε κόρες και μάλιστα συμμετέχουν στην δραματουργία. Η τελευταία σκηνή της δεύτερης πράξης, όπου η Ξένη συμβουλεύει τις κόρες της να μένουν μακριά από τους άντρες, να εργαστούν και να μάθουν πως μπορούν να φύγουν αν χρειαστεί, είναι από τις πιο βαρύνουσας σημασίας για το συγκεκριμένο έργο. Αντίστοιχα, από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της παράστασης, είναι όταν η Ξένη νανουρίζει και στη συνέχεια στραγγαλίζει τις κόρες της στην αγκαλιά της μέσα στο χώμα.

gala aimaDimitris Christodoulou 02 Press kit

Ο θίασος της παράστασης ερμήνευσε υποδειγματικά τους ρόλους του έργου, με βασική πρωταγωνίστρια την Έλενα Τοπαλίδου ως Ξένη (Μήδεια). Η Έλενα Τοπαλίδου είναι μια μοναδική περίπτωση ηθοποιού –σίγουρα θα την είχατε θαυμάσει ως Γερτρούδη στον Άμλετ του Κακλέα ή ως Γιάννα η Κουλουρού στο Φεστιβάλ Αθηνών- ένα υποκριτικό αερικό. Έχοντας διαβάσει το έργο και στη συνέχεια παρακολουθήσει την παράσταση δε θα μπορούσα να φανταστώ διαφορετική ερμηνεύτρια για τον ρόλο της Ξένης. Σε μερικά χρόνια, η Τοπαλίδου θα ήταν μια ιδανική Φαίδρα ή Αγαύη.

 

sirmo keke

Ξεχωρίσαμε επίσης τη Σύρμω Κεκέ, ως Μάνα, τη μητέρα του Ιάσονα (ρόλος που δεν υπάρχει στον Ευριπίδη) που φάνηκε ιδιαιτέρως συγκροτημένη κι αιχμηρή. Έργο που έχει θέμα τη θέση της γυναίκας στην ελληνική επαρχία, δε θα μπορούσε να μην έχει μια «κακιά πεθερά», μια γυναίκα που επιλέγει την υποβάθμιση της για να συντηρήσει το παραδοσιακό πατριαρχικό μοντέλο. Αντίστοιχη φιγούρα, ο Πατέρας (ο αντίστοιχος Κρέοντας) του Γιάννου Περλέγκα ήταν ένα «αρσενικό παλιάς κοπής», ένας ανάλγητος λευκός άντρας στην εξουσία που είναι σε θέση ν’ αποφασίζει για όσα θηλυκά κι αρσενικά εξουσιάζει με το χρήμα και την κοινωνική του θέση.

Ο Μιχάλης Τιτόπουλος ως Άντρας φαινόταν αρχικά ιδιαίτερα μαλθακός κι αμέτοχος στη δράση, σε αντιστοιχία με τον Ιάσονα, σε μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη με την Ξένη. Η σκηνή της ερωτικής του εξομολόγησης προς την πρώην γυναίκα του και το παρατεταμένο φιλί που δεν είχα ανιχνεύσει στο κείμενο, οπότε μάλλον ήταν προσθήκη του σκηνοθέτη έδεσε υπέροχα, με τις κόρες τους να είναι παρούσες. Κάτι που εκτίμησα στη διαχείριση του θιάσου από τον σκηνοθέτη, ήταν η ταυτόχρονη παρουσία προσώπων επί σκηνής, κι η συνεχής αίσθηση πως όλα τα εν οίκω, βρίσκονται υπό κρίση του δήμου, της τοπικής κοινότητας. Με αυτόν τον τρόπο οι δευτερεύοντες ρόλοι, ο γέρος κι η γριά, τα κορίτσια, ο Φίλος (Γιώργης Βασιλόπουλος) κι η Δασκάλα (Μάγδα Καυκούλα), ήταν ένας ανεστραμμένος Χορός, οι «δικαστές», η μετουσίωση του πολύ ελληνικού «τι θα πει ο κόσμος;». Ο Γιάννος Περλέγκας δεν άφησε τίποτα στη φαντασία του θεατή, τα έθεσε όλα στο τραπέζι κι είχε την ανάλογη μουσική επιλογή στο προσκήνιο ή στο παρασκήνιο.

Από τις ελάχιστες αυθαιρεσίες του σκηνοθέτη ήταν η επιλογή να μην δείξει πως η Ξένη ποτίζει με βενζίνη το χώμα και μετά τον τελικό της μονόλογο βάζει φωτιά στο σπίτι τους, αφενός από τις τύψεις για το φονικό που διέπραξε κι αφετέρου για να καεί μαζί με τους τοίχους που την έπνιγαν. Η αλήθεια είναι πως σαν γνώστης του κειμένου μου έλειψε, αλλά εντέλει το φινάλε της παράστασης λειτούργησε άψογα και χωρίς αυτή τη λεπτομέρεια. Η Έλενα Τοπαλίδου ήταν συγκλονιστική στην τρίτη πράξη της παράστασης κι ο Μιχάλης Τιτόπουλος/Άντρας φαινόταν καταρρακωμένος από την αποκάλυψη του φονικού των παιδιών του.

Συμπερασματικά, η παράσταση Γάλα, αίμα του Γιάννου Περλέγκα ανέδειξε με τον καλύτερο τρόπο το κείμενο της Αλεξάνδρας Κ*, αποτελώντας την ζωντανή απόδειξη πως μια ανάθεση μπορεί ν’ αποτελέσει σημείο αναφοράς τόσο για μια θεατρική σειρά όσο και ένα θεατρικό καλοκαίρι. Το Γάλα, αίμα φέρει επάξια τον τίτλο «Contemporary Ancient», καθώς προβλέπω πως θα είναι ένα έργο που θα ξαναδεί σύντομα το φως της σκηνής. Τέτοιες θεατρικές φωνές αξίζει ν’ ακούγονται σε μεγαλύτερο εύρος και η πλατεία να τις αντιλαλεί.

 φωτογραφίες: Δημήτρης Χριστοδούλου

 

Διαβάστε επίσης:

 

Contemporary Ancients: Από Τη Μήδεια Στο «Γάλα, Αίμα» Της Αλεξάνδρας Κ*

 

Από την Τόνια Τσαμούρη 

 «Before we start, we need to stop».

Με αυτή τη φράση, η οποία νομίζω ότι συμπυκνώνει στο ακέραιο την κατάσταση που βιώνει ο πλανήτης και η ανθρωπότητα το τελευταίο διάστημα, ξεκινάει, κατ’ ουσίαν, η νέα παράσταση των RootlessRoot. Το Stones and Bones κάνει πρεμιέρα διαδικτυακά στο Youtube Channel της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση και θα είναι διαθέσιμη από την Πρωτοχρονιά του 2021 και για εικοσιτέσσερις ώρες.

Το σώμα, τα κόκκαλα, η σπονδυλική στήλη αποτελεί τη βάση και το λόγο ύπαρξης του κάθε ανθρώπου στη γη. Χωρίς αυτό, δε μπορεί να υπάρξει κάποιος. Αυτό το φθαρτό σώμα, το οποίο είναι το ίδιο για όλους τους ανθρώπους, βρίσκεται για να θυμίζει ότι όλοι είμαστε ίδιοι, αλλά και ότι όλοι δίνουμε την ίδια μάχη, αυτής της φυσικής επιβίωσης. Αυτή τη μάχη έρχονται να θυμίσουν οι RootlessRoot, εκκινώντας από την ιδιότυπη πάλη δύο γυναικών με την οποία ξεκινάει η performance. Αλλά και πιο έντονα, στη συνέχεια, καθώς στη σκηνή υπάρχουν μαρμάρινα γλυπτά που παραπέμπουν σε κόκκαλα ανθρώπινου σώματος. Με αυτά θα έρθουν σε τριβή, θα ταλαιπωρηθούν και θα ιδρώσουν οι πέντε γυναίκες που υπάρχουν στη σκηνή, θυμίζοντάς μας ότι αυτή η μοίρα όλων των ανθρώπινων οστών: να ταλαιπωρούνται και να καταπονούνται.

Πρόκειται για μια παράσταση η οποία συνδυάζει τη μουσική, το χορό και την performance σε ένα θέαμα που στόχο έχει να θυμίσει στον άνθρωπο όχι μόνον την καταγωγή του από τη φύση, αλλά και την επιστροφή του σε αυτήν. Πέντε γυναίκες επί σκηνής, πέντε γυναικεία σώματα, τα οποία κυλιούνται, αγκαλιάζονται, παλεύουν, εξερευνούν εαυτόν για να καταλήξουν όχι στις όποιες επιμέρους διαφορές, αλλά στην ειδοποιό ομοιότητα: της καταγωγικής συγγένειας. Σε αυτό συντείνει και η έντονη εμφανισιακή ανομοιογένεια που χαρακτηρίζει τις πέντε γυναίκες (Λίντα Καπετανέα, Έλενα Τοπαλίδου, Μάρθα Φριντζήλα, Hyaejin Lee, Anna Calsina Forrellad).

 

RoottlessRoot Stones Bones 09467Alexandros Papathanasopoulos 1068x601

Η ζωντανή, επί σκηνής μουσική, με τα υπέροχα κομμάτια (Μουσική Σύνθεση: Βασίλης Μαντζούκης) δίνει τον τόνο της παράστασης, η οποία σταδιακά κορυφώνεται προκειμένου να φτάσει στην αποδόμηση και την τελική επανα-σύμπτωση με την μάνα-γη. Είναι αληθινά εξαιρετικό το θέαμα, όταν οι τέσσερις performers παλεύουν με τα χέρια τους και με το χώμα που έχει πέσει πάνω στη σκηνή˙ καταλήγουν κουρασμένες, κάθιδρες και αποκαμωμένες, σαν σύγχρονες Μαινάδες, προτού αναλυθούν σε ένα γέλιο το οποίο σταδιακά θα προσεγγίσει τις ιαχές και άναρθρες κραυγές των ζώων στη ζούγκλα.

Η παράσταση η οποία ξεκίνησε με τον έναρθρο και δομημένο ανθρώπινο λόγο, καταλήγει στη γλώσσα των πρωτόγονων ζώων και των προϊστορικών ανθρώπων.

Πρόκειται για μια παράσταση-ύμνο στην ανθρώπινη φθαρτότητα, αλλά και τη σημασία της συνύπαρξης του ανθρώπου με τη φύση, στην οποία άλλωστε ανήκει.

 Live YouTube premiere για κοινό: Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021 | 21:00

Η παραγωγή θα παραμείνει διαθέσιμη στο YouTube του Ιδρύματος Ωνάση για 24 ώρες, έως τις 2 Ιανουαρίου στις 21:00, χωρίς αντίτιμο.

Από τη Γιώτα Δημητριάδη

Η Γιαννούλα, ένα κορίτσι που πουλούσε κουλούρια στους δρόμους της Πάτρας, ζούσε με τον καημό να παντρευτεί.

Είχε ελαφριά νοητική υστέρηση και αυτό το γεγονός, την έκανε αντικείμενο χλευασμού στην τοπική κοινωνία, τα μέλη της οποίας, έστηναν και εικονικούς γάμους για να «παίξουν με τον πόνο της» .Καθώς όλο και περισσότεροι συμμετείχαν στα «δρώμενα» που στήνονταν για τους εικονικούς γάμους της με διάφορους υποψήφιους «γαμπρούς», οι φάρσες σε βάρος της απέκτησαν διαστάσεις μαζικής διαπόμπευσης.

Δέκα χιλιάδες άτομα υπολογίστηκε ότι βρίσκονταν στην οδό Αγίου Νικολάου και την παραλία, συνοδεύοντας τη Γιαννούλα στην τελευταία τέτοια φάρσα που στήθηκε σε βάρος της. Μόλις η Γιαννούλα συνειδητοποίησε την αλήθεια τρελάθηκε. Μετά από λίγα χρόνια πέθανε φτωχή και μόνη. Η θλιβερή της ιστορία έγινε αστικός μύθος.

Αυτός ο μύθος, συγκίνησε τον Γιώργο Παπαγεωργίου και αποφάσισε να παρουσιάσει την ιστορία της άτυχης γυναίκας στο Φεστιβάλ Αθηνών με την Έλενα Τοπαλίδου στον ομώνυμο ρόλο.

Ο Παπαγεωργίου, φαίνεται να γοητεύεται από αληθινές ιστορίες (δες «Αρίστος», «Ωραία του Πέραν») και να έχει διαμορφώσει ένα προσωπικό στυλ αφήγησης. Ετσι οι παραστάσεις του, έχουν πολλές κοινές συνιστώσες με πρώτη τη ζωντανή μουσική, που είναι παρούσα σε κάθε στιγμή και σχολιάζει τα δρώμενα και τη διαμόρφωση ενός είδους χορού από τους ηθοποιούς του, που ισσοροπούν παράλληλα στους εκάστοτε ρόλους και τις αφηγήσεις τους.

Ακόμα και στα σκηνικά βλέπουμε κοινά στοιχεία, όπως τα περίφημα πανηγυριώτικου τύπου λαμπάκια. Ενα λαϊκό κατά βάση θέατρο, το οποίο φλερτάρει έντονα και με την Μπρεχτική αποστασιοποίηση ακόμα και στη μουσική του μέθοδο με τις ρυθμικές εναλλαγές και τα τινάγματα των πλήκτρων, καθώς και με την αντιστικτική λογική τους.

 Ενώ, λοιπόν, αυτή η σκηνοθετική αισθητική,μας έχει χαρίσει πετυχημένες παραστάσεις , οι οποίες κατά τη γνώμη μου καταφέρνουν να συγκινούν, στην περίπτωση της Γιαννούλας η αίθουσα Η, της Πειραιώς 260 ρούφηξε τόσο την ίδια την ιστορία, όσο και την παράσταση.

Ενα υπέροχο σκηνικό (Ευαγγελία Θεριανού) που έμεινε στην αφάνεια και μια αισθητή αδυναμία να αξιοποιηθεί ο τεράστιος σκηνικός χώρος. Ηθοποιοί που πηγαινοέρχονταν λέγοντας απλά λόγια και κάνοντας διάφορα χαζοευρήματα, τα οποία όχι μόνο δεν έπειθαν αλλά μάλλον εκνεύριζαν τον θεατή, όπως άλλωστε και η εκκωφαντική μουσική.

Νομίζω, ότι όλα ξεκίνησαν όμως από το κακό κείμενο της Θεοδώρα Καπράλου, που δεν πέτυχε να αποδώσει τα συναισθήματα των ηρώων, αλλά στάθηκε σε μια επιφανειακού τύπου ανάγνωση, με πολλές επαναλήψεις.

Πάνω σ’ αυτό το κείμενο, η σκηνοθεσία αποτύπωσε την ιστορία σαν κλασικά εικονογραφημένα και δεν άφησε στιγμή το κοινό, να φανταστεί και να δημιουργήσει εικόνες. Ο,τι έλεγαν οι ηθοποιοί, το έδειχναν κι’ όλας από την εφημερίδα, που ερχόταν ουρανοκατέβατη, μέχρι τα τσίγκινα ντενεκεδάκια.

giann2

Η Έλενα Τοπαλίδου με σαφέστατες αδυναμίες στην άρθωση του λόγου δεν κατάφερε να πείσει για το δράμα της Γιαννούλας, αντίθετα έδωσε μια φλατ ερμηνεία, χωρίς κορυφώσεις και με σαφέστατη απουσία του προσωπικού στίγματος.

Στους άχαρους ρόλους των αφηγητών οι :Μιχάλης Συριόπουλος, Κίμωνας Κουρής, και Αθανασία Κουρκάκη έκαναν ό,τι μπορούσαν αλλά δεν κατάφεραν και πολλά. Ξεχώρισε η κυρία της παρέας.

Εμπνευσμένη η μουσικής της Ματούλα Ζαμάνη αλλά η υπερβολική χρήση της, δεν την άφησε να φτάσει στην πλατεία.

Ωραίο και το νυφικό που σχεδίασε η Βασιλική Σύρμα αλλά μάλλον άστοχα τα μαύρα κουστούμια των αφηγητών, πολυφορεμένα και αταίριστα στη συνθήκη του καρναβαλιού.

Ο Αλέκος Αναστασίου φώτισε, όσο το δυνατόν καλύτερα το χώρο αλλά κούρασε με το ψυχρό φως του φινάλε.

Η παράσταση κατά τη γνώμη μου απέτυχε να δείξει το πιο σημαντικό: την ανάγκη όλων των ανθρώπων να αγαπηθούν «Να μ’ αγαπα ως τον ουρανό και ακόμα παραπάνω», λεει η Γιαννούλα αλλά κανείς δεν συγκινείται....

popolaros banner

popolaros banner

lisasmeni mpalarina

Video

 

sample banner

Ροή Ειδήσεων

 

τέχνες PLUS

 

Ποιοι Είμαστε

Το Texnes-plus προέκυψε από τη μεγάλη μας αγάπη, που αγγίζει τα όρια της μανίας, για το θέατρο. Είναι ένας ιστότοπος στον οποίο θα γίνει προσπάθεια να ιδωθούν όλες οι texnes μέσα από την οπτική του θεάτρου. Στόχος η πολύπλευρη και σφαιρική ενημέρωση του κοινού για όλα τα θεατρικά δρώμενα στην Αθήνα και όχι μόνο… Διαβάστε Περισσότερα...

Newsletter

Για να μένετε ενημερωμένοι με τα τελευταία νέα του texnes-plus.gr

Επικοινωνία