Συμμετέχοντας στον παγκόσμιο εορτασμό για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (1918-2007), το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων - Λευτέρης Βογιατζής ανεβάζει το έργο «Μετά την πρόβα» σε σκηνοθεσία Περικλή Μουστάκη, που ξεκίνησε ως τηλεοπτική ταινία το 1984, με ένα ξεχωριστό επιτελείο ηθοποιών: Ερλαντ Γιόζεφσον, Λένα Ολίν, Ινγκριντ Τούλιν. Έκτοτε το «Μετά την πρόβα», του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, έγινε ένα από τα πιο αγαπητά κείμενα παγκοσμίως, στον κόσμο του θεάτρου.
Κείμενο, ξεκάθαρα, αυτοβιογραφικό, στο οποίο αποτυπώνεται όλη η αντίληψη του Μπέγκμαν για το θεατρικό γίγνεσθαι. Με πρωταγωνιστές έναν ηλικιωμένο σκηνοθέτη τον Χένρικ Βόγκλερ (Περικλή Μουστάκη), ο οποίος ανεβάζει για πέμπτη φορά στην καριέρα του, το «Ονειρόδραμα» του Στρίντμπεργκ, αγαπημένου θεατρικού συγγραφέα του ίδιου του Μπέργκμαν, ο οποίος δεν σταμάτησε ποτέ να τον διαβάζει και να τον μελετά, ενώ συνήθιζε να λέει: «δεν κατάφερα να γράψω ούτε μια φράση αντάξιά του», η παράσταση ξεκινάει με τον σκηνοθέτη μόνο σ’ ένα χώρο μετά την πρόβα, όταν ξαφνικά εισβάλλει στη σκηνή η Άννα Έγκερμαν (Πηνελόπη Τσιλίκα), η νεαρή ηθοποιός που παίζει τον ρόλο της Άγκνες στο «Ονειρόδραμα». Η συζήτηση μεταξύ τους εξελίσσεται σ’ ένα ψυχογράφημα του δίπολου ηθοποιού- σκηνοθέτη, με πολλά παράπλευρα και ενδιαφέροντα δίπολα να τροφοδοτούνται από αυτό το κυρίαρχο, καθώς ο συγγραφέας μεγαλουργεί, ως ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής αφοπλίζοντας με τις αλήθειες του υποσυνειδήτου, που αναδίδονται στην επιφάνεια τόσο άμεσα κι ωμά.
Το παρόν στη σκηνή, ως κυρίαρχη μορφή, δίνει κι η 46χρονη Ράκελ (Μαρία Ναυπλιώτου) - η νεκρή πια μητέρα της Άννας και πρώην ερωμένη του σκηνοθέτη - μια ωραία, νευρωσική κι αλκοολική γυναίκα. Έτσι, το παρόν και το παρελθόν των ηρώων μπλέκονται σε ένα επίπονο ταξίδι καλλιτεχνικής, αλλά κι εσωτερικής αναζήτησης.
Ο Περικλής Μουστάκης, έχοντας ως οδηγό του την εξαιρετική μετάφραση του Χρήστου Μαρσέλλου, μοιάζει να έχει εντρυφήσει στον Σουηδό σκηνοθέτη κι ανεβάζει το έργο με χειρουργική ακρίβεια. Δεν είναι τυχαίο που τοποθετεί στο κέντρο της σκηνής ένα μεταλλικό χειρουργικό τραπέζι (σκηνικά: Νίκη Ψυχογιού), πάνω στο οποίο διαδραματίζονται οι πιο αποκαλυπτικές σκηνές των δύο ηρωίδων, όλες οι ενδόμυχες σκέψεις και τα πιο βαθιά τους «θέλω».
Εξάλλου, ο ίδιος ο Μπέργκμαν εξομολογείται ότι αντιμετώπιζε τις πρόβες σαν «εγχειρήσεις», μέσα σε χώρους όπου επικρατούσε «η αυτοπειθαρχία, η καθαριότητα, το φως»: «Η πρόβα είναι μια σοβαρή δουλειά και όχι προσωπική θεραπεία για τον σκηνοθέτη και τον ηθοποιό». Η παράσταση κερδίζει με τον καλοδουλεμένο ρυθμό της και τις εκπληκτικές παύσεις της.
Το σκηνοθετικό εύρημα με την εμφάνιση του αγοριού (Σπύρος Γουλιέλμος ή Άγγελος Τσενέκος) σε καίρια σημεία, ως δρον υποσυνείδητο κι υπόμνημα μιας παιδικότητας, που δεν ήταν ποτέ ανέμελη κι ευτυχής, λειτουργεί έξοχα, χωρίς να αποπροσανατολίζει από την κύρια δράση. Ενώ, στο δεύτερο μέρος, το παιχνίδι με τους φωτισμούς (Αλέκος Αναστασίου) και τις γρήγορες επανεμφανίσεις των ηθοποιών βάζει τον θεατή σε μια μαγική χρονοκάψουλα και σ’ ένα συναρπαστικό παιχνίδι, προκειμένου αυτός να παρακολουθήσει τις μύχιες σκέψεις ενός ερωτικού τριγώνου.
Ο Περικλής Μουστάκης, ως Χένρικ Βόγκλερ, επεσήμανε με εξαιρετική ενάργεια και πειστικότητα τις φάσεις και τα διαδοχικά στάδια ενός καλλιτέχνη, πριν ολοκληρωθεί ένα παραστατικό γεγονός. Πολλές φράσεις του σε κάνουν τόσο πολύ να ταυτιστείς, που δεν σου αφήνουν περιθώριο παρά να συγκινηθείς βαθιά.
Η Πηνελόπη Τσιλίκα, από τα πρώτα λεπτά στη σκηνή, κερδίζει το στοίχημα με την αφοπλιστική της αμεσότητα και με μια παλλόμενη εσωτερική ένταση, που εκρήγνυται στις σωστές δόσεις.
Αποφεύγοντας τον σκόπελο η ερμηνεία της να μοιάζει με αυτή της Μπλανς, καθώς κι εκείνη ακροβατούσε μεταξύ λογικής και τρέλας, η Μαρία Ναυπλιώτου σχεδίασε πειστικά την Ράκελ της σαν ένα πλάσμα που η έλλειψη πίστης στους ανθρώπους το οδήγησε στην απελπισία. Η αλαφράδα, η χάρη της ηρωίδας από τη χρήση αλκοόλ, αλλά κι η ανησυχία που εμφανίζεται με τη συνειδητοποίηση του μικρού ρόλου που οδηγεί στο τέλος μιας καριέρας για να υψωθεί, στη συνέχεια, σε θανάσιμη αγωνία σε συνδυασμό μ’ έναν υποβόσκοντα ερωτισμό απογείωσαν την ερμηνεία της.
Η παράσταση, όπως προαναφέρθηκε, εντάσσεται στο αφιέρωμα του θεάτρου στο «Έτος Μπέργκμαν», ενώ θα ακολουθήσουν το «Σχετικά με τις μαριονέτες και τη ζωή τους» και το «Μπροστά σ’ έναν κλόουν», σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου και Γιώργου Σκεύα αντίστοιχα. Ευχή μας να μας χαρίσουν μια ανάλογα συναρπαστική θεατρική εμπειρία.
Από τη Γιώτα Δημητριάδη
Έχοντας εγγραφεί στο μυαλό μας μέσα από την σπαρακτική κραυγή της Όρσας στην ταινία «Μικρά Αγγλία», αλλά και την εκπληκτική της ερμηνεία ως «Βοσκοπούλα» στο θέατρο του Νέου Κόσμου, η Πηνελόπη Τσιλίκα μας συστήνεται ξανά στον ρόλο της νεαρής ηθοποιού Άννα σε μια διασκευή της γνωστής ταινίας του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, «Μετά την Πρόβα». Το έργο θα ανέβει στη σκηνή του Θεάτρου της οδού Κυκλάδων - Λευτέρης Βογιατζής με αφορμή τα 100 χρόνια από την γέννηση του μεγάλου Σουηδού σκηνοθέτη. Πρωταγωνιστώντας σε μία θεατρική διασκευή ενός έργου, που ξεκίνησε ως τηλεοπτική ταινία το 1984, η Πηνελόπη μοιράζεται τις σκέψεις της για τις δομικές διαφορές του κινηματογράφου με το θέατρο, για τη σύνδεση του θεάτρου με την καθημερινότητα που μας περιβάλλει, και αποκαλύπτει την μεγάλη πρόκληση, που αντιμετώπισε παίζοντας την νέα ταινία του Βαρδή Μαρινάκη, «Ζίζοτεκ».
Η Υπόθεση:
Το έργο «Μετά την πρόβα» είναι η συνάντηση ενός σκηνοθέτη με μια ηθοποιό ύστερα από μία πρόβα, που έχουν κάνει μαζί. Ο σκηνοθέτης, Χένρικ Βόγκλερ, έχει παραμείνει στο θέατρο, και ενώ όλοι έχουν φύγει η νεαρή Άννα –ο χαρακτήρας που υποδύομαι- χρησιμοποιεί σαν πρόφαση πως έχει χάσει το βραχιόλι της στην διάρκεια της πρόβας για να τον συναντήσει. Μέσα σε αυτή την συνάντηση, ξετυλίγεται ένα μεγάλο νήμα, που αφορά τόσο την επαγγελματική τους σχέση, όσο και τις προσωπικές τους σχέσεις. Το παρελθόν της Άννας συνδέεται άρρηκτα με τον σκηνοθέτη, καθώς ο Βόγλερ ήταν και στενός φίλος των γονιών της.
Το έργο:
Το «Μετά την Πρόβα» είναι ένα έργο φαινομενικά για το θέατρο. Αυτό, όμως, που κάνει ο σκηνοθέτης του, Περικλής Μουστάκης, είναι το κάνει μία παράσταση για την ζωή. Δηλαδή, ο Περικλής έχει δημιουργήσει ένα κόσμο, όπου υπάρχουν άνθρωποι πάνω στην σκηνή που διαπραγματεύονται θέματα, που δεν έχουν να κάνουν μόνο με την αμιγή επαγγελματική σχέση ηθοποιού-σκηνοθέτη, αλλά και την σχέση του ανθρώπου με τον θεό, τη σχέση του με τον άλλον άνθρωπο, την σχέση μίας κόρης με την μητέρα της. Έχει να κάνει με το πώς διαχειριζόμαστε όλες αυτές τις ανθρώπινες σχέσεις. Βλέπουμε στην σκηνή την πιθανότητα μίας ερωτικής σχέσης μεταξύ του Βόγκλερ και της Άννας. Μέσα από αυτή την συνάντηση, αυτή η ερωτική σχέση δεν γίνεται, αλλά επειδή έγινε αυτή η συνάντηση, η Αννα φεύγει από εκεί ένας διαφορετικός άνθρωπος. Όλη αυτή η συνάντηση επι σκηνής είναι μία διαδρομή και του σκηνοθέτη, και της ηθοποιού και της μητέρας της ηθοποιού, που την υποδύεται η Μαρία Ναυπλιώτου. Μία διαδρομή συνείδησης!
Θέατρο και Ζωή:
Στη διάρκεια της συζήτησης της Άννας Έγκερμαν με τον Χένρικ Βόγκλερ, βλέπουμε πως οι άνθρωποι, ακόμα και όταν δεν είναι ηθοποιοί, παίζουνε ρόλους στην κοινωνική τους ζωή. Μου προξενεί τεράστιο ενδιαφέρον το πως στην κοινωνική μας ζωή φοράμε μία μάσκα και δεν δείχνουμε το κανονικό μας πρόσωπο, δεν εκφραζόμαστε όπως θα θέλαμε. Εκφραζόμαστε με τον τρόπο που θα μας κάνει αρεστούς και αποδεκτούς. Αυτό για μένα είναι μία ιδιαίτερη σύνδεση του θεάτρου με την πραγματική ζωή.
Μία ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν που σε συνεπήρε:
Έχει βγάλει τόσο πολλές. Ωστόσο, αυτή που μου ήρθε πρώτη στο μυαλό είναι το «Κραυγές και Ψίθυροι», και για να μου ήρθε πρώτη κάτι θα σημαίνει αυτό. Είναι μια ταινία, που βλέπει από πολύ κοντά και με αφοπλιστική ειλικρίνεια τις οικογενειακές σχέσεις. Πρωταγωνιστούν τρεις αδελφές, εκ των οποίων η μία είναι ετοιμοθάνατη. Ο Μπέργκμαν μέσω μιας κρίσιμης οικογενειακής στιγμής αποκαλύπτει το ψυχολογικό πορτρέτο της καθεμίας με ένα δικό του μοναδικό τρόπο.
Μετά από μία πραγματική πρόβα:
Γυρίζω σπίτι και ξεκουράζομαι.
Αγαπημένη ατάκα από το έργο:
Θα πω πάλι την πρώτη, που μου έρχεται… «Ποιος με ξεγέλασε και με έβαλε να υποκρίνομαι συναισθήματα;» Έχει πάλι να κάνει με αυτό που σου είπα στην αρχή, ότι οι άνθρωποι υποκρίνονται συναισθήματα, παίζοντας ρόλους. Είναι κάτι που το βλέπω σε όλους τους ανθρώπους γύρω μου. Και έχω τον ίδιο προβληματισμό με την Άννα: Πως και κανένας δεν μου είπε από την αρχή να μην το κάνω, αλλά ξεγελάστηκα και υποκρίνομαι.
Θέατρο VS Κινηματογράφου:
Το πιο σημαντικό στοιχείο στο θέατρο είναι ο λόγος. Διαπραγματευόμαστε μέσω του λόγου επί σκηνής ζητήματα που έχουν μεγάλη αξία και προβληματίζουν βαθιά. Επίσης, το απίστευτο με το θέατρο είναι πως ξέρεις πως από τις εννέα μέχρι τις έντεκα θα δημιουργηθεί ένα κόσμος μέσα σε ένα δωμάτιο, μία ξεχωριστή στιγμή, στην οποία κανένας άλλος, που βρίσκεται απ’ έξω, δεν θα έχει την ευκαιρία να την βιώσει ακριβώς ίδια. Στον κινηματογράφο, από την άλλη, υπάρχει το μεγάλο ατού της εστίασης. Μπορείς να εστιάσεις στα βλέμματα, στις λεπτομέρειες, ενώ παράλληλα έχεις μία μεγαλύτερη δυνατότητα σύνθεσης.
Ζίζοτεκ
Το «Ζίζοτεκ» είναι μία καινούργια ταινία που κάναμε με τον Βαρδή Μαρινάκη. Είναι η ιστορία ενός αγοριού. Παρακολουθούμε την ζωή του για λίγες μέρες στο σπίτι με την μητέρα του. Οι δύο τους –μητέρα και παιδί- πηγαίνουνε μία εκδρομή. Παίρνουνε το τρένο και φεύγουνε βόρεια στην Ελλάδα, και φτάνουνε σε ένα πανηγύρι της Παναγίας. Εκεί η μητέρα αφήνει το παιδί και φεύγει. Ο μικρός καταλαβαίνει πως έχει εγκαταλειφθεί από την μητέρα του και ξεκινά ένα ταξίδι μέσα στο δάσος για να αναζητήσει νέα οικογένεια. Εγώ υποδύομαι την μητέρα του παιδιού, και αυτό ήταν μεγάλη πρόκληση για μένα. Έπρεπε να προσεγγίσω τον χαρακτήρα μια γυναίκας που εγκαταλείπει το παιδί της, να καταλάβω τον ψυχισμό της και το πώς οδηγήθηκε σε αυτό το σημείο. Παράλληλα, δεν έπρεπε να την κρίνω, αλλά να την καταλάβω για να καταφέρω να υποστηρίξω τον ρόλο. Είχε κάτι όμορφό και ιδιαίτερο αυτό, το να προσπαθήσεις να κατανοήσεις ένα τέτοιο χαρακτήρα, που υπάρχει και στα αλήθεια. Έχουμε δει γυναίκες στην πραγματική ζωή να εγκαταλείπουν τα παιδιά τους και όλοι τις έχουμε κατακρίνει.
Επόμενο Βήμα
Η παράσταση «Βρικόλακες» σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κωνσταντάτου, που θα ανέβει στο Φεστιβάλ Αθηνών, στις 17-19 Ιουλίου.
Φωτογραφίες: Νίκος Πανταζάρας
Συνέντευξη: Αριλένα Δημητρίου
Info
Θέατρο της Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής
Διεύθυνση: Κεφαλληνίας και Κυκλάδων 11, Κυψέλη
Τηλ: 210 8217877
Εισιτήρια
Εισιτήρια:https://www.ticketservices.gr/event/meta-tin-prova-theatro-odoy-kykladon/?lang=el
Εκδοτήριο: Πανεπιστημίου 39, Στοά Πεσμαζόγλου
Τηλεφωνικά: 210 7234567
Συμμετέχοντας στον παγκόσμιο εορτασμό για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (1918-2007), το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής, ανεβάζει το έργο «Μετά την Πρόβα» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Η παράσταση προβλέπεται να ανέβει στις 12 Απριλίου, με νέα μετάφραση του Χρήστου Μαρσέλλου και σκηνοθεσία του Περικλή Μουστάκη. Πρωταγωνιστούν οι Περικλής Μουστάκης, Μαρία Ναυπλιώτου και Πηνελόπη Τσιλίκα.
Το «Μετά την Πρόβα» ξεκίνησε ως τηλεοπτική ταινία το 1984, με ένα συναρπαστικό επιτελείο ηθοποιών: Έρλαντ Γιόζεφσον, Λένα Όλιν, Ίνγκριντ Τούλιν.Το έργο αναδεικνύει την περιπλοκότητα της σχέσης ανάμεσα στον σκηνοθέτη και τον ηθοποιό, η οποία ενίοτε αποκτά τον χαρακτήρα της μεταβιβαστικής και αντιμεταβιβαστικής σχέσης ψυχαναλυτή-ψυχαναλυόμενου: Oι εντάσεις ανάμεσα σε σκηνοθέτη και ηθοποιό, μέσα και από την επαναλαμβανόμενη ανάγνωση του έργου• η εμπλοκή της συναισθηματικής ζωής και του ασυνείδητου σκηνοθέτη και ηθοποιών• η σχέση του θεάτρου με τη ζωή και της ζωής με το θέατρο, αλλά και η σχέση του θεάτρου με τον θάνατο, είναι μερικά από τα θέματα που αγγίζει το σύνθετο και αποκαλυπτικό αριστούργημα του Μπέργκμαν.
Λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου
Ο ηλικιωμένος σκηνοθέτης Χένρικ Βόγκλερ –όπως και ο ίδιος ο Μπέργκμαν- ανεβάζει για πέμπτη φορά στη ζωή του, το αινιγματικό Ονειρόδραμα του Στρίντμπεργκ. Τον παρακολουθούμε μετά την πρόβα, στη σκηνή του θεάτρου, να σημειώνει τις παρατηρήσεις του. Ξαφνικά εισβάλλει στη σκηνή η Άννα Έγκερμαν, η νεαρή ηθοποιός που παίζει τον ρόλο της Άγκνες -της κόρης του Ίντρα στο Ονειρόδραμα- με το πρόσχημα ότι της είχε πέσει το βραχιόλι της. Γρήγορα, η συζήτηση μεταξύ τους γίνεται έντονη αναδεικνύοντας τη σχέση σκηνοθέτη-ηθοποιού σε όλη της την εμβέλεια: Ερωτισμός, εγωισμός, ναρκισσισμός, αβυσσαλέες αντιπαλότητες αλλά και αγιάτρευτα τραύματα και ενοχές, έρχονται στο φως.
Στην πορεία, εμφανίζεται στη σκηνή η 46χρονη Ράκελ - η νεκρή πια μητέρα της Άννας και πρώην ερωμένη του σκηνοθέτη- μια ωραία, νευρωσική και αλκοολική γυναίκα. Η ξαφνική εμφάνισή της έρχεται να αναδείξει το στοιχείο της επανάληψης που κυριαρχεί στη ζωή των ανθρώπων και της δομικής ανασφάλειας του ηθοποιού στη σκηνή του θεάτρου.
Λίγα λόγια για το έργο
Το «Μετά την Πρόβα» θεωρείται αυτοβιογραφία του ίδιου του Μπέργκμαν, γεγονός που πιστοποιείται μέσα από βιβλία του ίδιου του σκηνοθέτη. Ο μεγάλος σουηδός σκηνοθέτης είναι ευρύτερα γνωστός από τις αριστουργηματικές ταινίες του. Δεν είναι πολλοί αυτοί που γνωρίζουν ότι οι σκηνοθεσίες του στο θέατρο είναι εξίσου σημαντικές και εγγράφονται στις μεγάλες θεατρικές σκηνοθεσίες του 20ου αιώνα. Τα κείμενά του, οι εξαιρετικοί του διάλογοι και πολλά από τα σενάριά του, μεταξύ των οποίων και το «Μετά την Πρόβα», συμπεριλαμβάνονται στο θεατρικό ρεπερτόριο πολλών χωρών σε όλο τον κόσμο.
Το «Μετά την Πρόβα» είναι το πρώτο από τρία έργα που θα ανεβάσει το 2018 το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής, συμμετέχοντας στο Έτος Μπέργκμαν. Θα ακολουθήσουν:
1. Σχετικά με τις μαριονέτες και τη ζωή τους, Νοέμβριος 2018, σκηνοθεσία Γιάννης Μόσχος.
2. Μπροστά σ' έναν κλόουν, σκηνοθεσία Γιώργος Σκεύας (δεν έχει οριστεί ακόμα η ημερομηνία).
Και τα τρία έργα έχουν άμεση ή συμβολική- φιλοσοφική σχέση με το θέατρο.
Συντελεστές της παράστασης
Μετάφραση: Χρήστος Μαρσέλλος
Σκηνοθεσία: Περικλής Μουστάκης
Δραματουργική επεξεργασία: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου
Σκηνικά- Κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Ερμηνεύουν:
Περικλής Μουστάκης (Χένρικ Βόγκλερ)
Μαρία Ναυπλιώτου (Ράκελ)
Πηνελόπη Τσιλίκα(Άννα Έγκερμαν)
Γενικές Πληροφορίες:
Θέατρο της Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής: Κεφαλληνίας και Κυκλάδων 11, Κυψέλη
Τηλέφωνο Ταμείου: 210 8217877
Ώρες Λειτουργία Ταμείου: Καθημερινά 17.00-21.00
Πώληση Εισιτηρίων
https://www.ticketservices.gr/event/kores-epistrofi-theatro-odoy-kykladon
Εκδοτήριο: Πανεπιστημίου 39, Στοά Πεσμαζόγλου
Τηλεφωνικά: 210 7234567
Online: www.ticketservices.gr
Σε όλα τα καταστήματα PUBLIC και στο tickets.public.gr
«Δεν υπάρχει οργή πιο φοβερή και αθεράπευτη από αυτή που γεννιέται ανάμεσα σε ανθρώπους που είχαν αγαπηθεί».
Το Θέατρο Τέχνης επέστρεψε μετά από εφτά χρόνια στην Επίδαυρο και η καλλιτεχνική διευθύντρια Μαριάννα Κάλμπαρη ανέλαβε να υπογράψει τη σκηνοθεσία και τη δραματουργική επεξεργασία (μαζί με την Έλενα Τριανταφυλλοπούλου) της «Μήδειας» του Ευριπίδη (διδάσκεται για πρώτη φορά το 431 π.Χ. ως πρώτο έργο της τετραλογίας που εκείνη τη χρονιά κερδίζει το τρίτο βραβείο στους δραματικούς αγώνες) σε μια δουλειά που έχει έντονα το προσωπικό της καλλιτεχνικό στίγμα, γεγονός που αποδεικνύεται και από την ανάγκη της να συνυπάρξει με τους ηθοποιούς της σκηνικά κρατώντας έναν από τους ρόλους της παράστασης, αυτόν της Τροφού.
Η οπτική της πάνω στο έργο γίνεται σαφής πριν δει κανείς τους υποκριτές, τόσο από τη φράση «Η βαρβαρότητα του έρωτα» που ακολουθεί τη «Μήδεια» στον τίτλο της παράστασης και τις άκρως αισθησιακές φωτογραφίες του προγράμματος όσο και από το σκηνικό της. Ένα τεράστιο κρεβάτι έχει στηθεί στη θυμέλη (σκηνικά Κωνσταντίνος Ζαμάνης) που γύρω από αυτό περιστρέφεται όλη η δράση και πάνω του συμβαίνουν τα πιο τραγικά γεγονότα – π.χ., δολοφονία παιδιών, θάνατος Ιάσονα, αναγγελία θανάτων από Άγγελο.
Στο λόγο του Ευριπίδη θα προστεθούν και ένθετα από κείμενα και ποιήματα αρχαιοελληνικής γραμματείας (Πλάτων, Θεόκριτος, Παρθένιος, Πλούταρχος, Σαπφώ, Αρχίλοχος, Μελέαγρος κ.ά.), όλα για να εξυπηρετήσουν αυτόν το σκοπό, για να μιλήσει η «παράσταση για το ανεξήγητο του έρωτα.
Η σκηνοθετική άποψη ζωντανεύει επί σκηνής και τη Γλαύκη, τη νέα και ωραία βασιλοπούλα που πρόκειται να νυμφευθεί ο Ιάσονας, εγκαταλείποντας τη Μήδεια και τα παιδιά του και αδιαφορώντας για τη μοίρα τους. Ένα πρόσωπο που δεν έχει υπόσταση στην τραγωδία, παρά μόνο μέσα από τις περιγραφές. Παράλληλα, δίνει μορφή και στη δεύτερη όψη της Μήδειας, στο alter ego της, στη σκέψη της, στα μύχια της ψυχής της, στα άδυτα του μυαλού της. Θέλοντας ίσως έτσι να δικαιολογήσει και το «Δύο φορές βάρβαρη η Μήδεια, από καταγωγή και από έρωτα», όπως γράφει στον πρόλογο της μετάφρασής του ο Γιώργος Χειμωνάς.
Το πάθος του έρωτα και η πληγή της προδοσίας είναι πρωταγωνιστές στη «Μήδεια» της Μαριάννας Κάλμπαρη και το γνωστό τραγούδι «Του έρωτα μέγα κακό» ‒εδώ διασκευασμένο από τον Παναγιώτη Καλατζόπουλο, που ηχογραφήθηκε στο δίσκο «Ευριπίδη-Μήδεια» το 1990 με ερμηνεύτρια την Ελένη Βιτάλη, σε μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη, και ακούστηκε για πρώτη φορά στη «Μήδεια» που σκηνοθέτησε ο Ανδρέας Βουτσινάς το 1990 στην Επίδαυρο (Με Μήδεια τη Λυδία Φωτοπούλου και Ιάσονα τον Νίκο Σεργιανόπουλο) και τότε σε μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά‒ θα τραγουδηθεί, για πρώτη φορά από την ίδια τη σκηνοθέτιδα, στον ρόλο της Τροφού, από ένα μικρόφωνο που είναι τοποθετημένο στην άκρη της σκηνής δεξιά ‒πόσες φορές θα δούμε πια αυτό το μικρόφωνο!!‒ και από αυτό το σημείο θα τονίζονται όλες οι σημαντικές φράσεις από εκεί και πέρα...
Μέχρι εδώ λοιπόν θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχει μια κάποια συγκεκριμένη κεντρική οπτική που έχει η σκηνοθεσία πάνω στο έργο ‒δεν είναι μόνο αυτή, θα πρέπει να αναλύσουμε, για παράδειγμα, και μια πιο φεμινιστική στάση της Μήδειας γενικότερα, που και αυτή οδήγησε σ’ άλλα αποτελέσματα–, και που είναι πάντα ενδιαφέρουσα, όπως κάθε «ανάγνωση». Το ζήτημα είναι όμως πώς αυτή αναπαρίσταται και πώς οδηγούνται οι ηθοποιοί στην υλοποίησή της.
Προσωπικά, παρακολουθώντας την παράσταση ένιωσα ότι η κ. Κάλμπαρη πειραματίστηκε με πάρα πολλές ιδέες ,αλλά το τερμάτισε στην υπερβολή και σε κάποια σημεία επήλθε το χάος. Ένα χάος παρόμοιο με την τρύπα κάτω από το κρεβάτι του σκηνικού, όπου έριξε και τους ταλαντούχους ηθοποιούς της. Κάποιοι κρατιόνταν σε σκηνές από το χείλος του γκρεμού και έλαμπαν…
Είναι πολύ διαφορετικό να θες να μιλήσεις μέσα από μια τραγωδία, ακόμη για «την πληγή του έρωτα», από ό,τι από ένα οποιοδήποτε άλλο έργο. Το δράμα επιδιώκει να μας κάνει να συναισθανθούμε τον πόνο και τη λύπη ενός άλλου. Η τραγωδία επιδίωκε και στοχεύει να μας αναγκάσει να αλλάξουμε στάση απέναντι στα πράγματα, στο πώς σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε εμείς οι ίδιοι. Το δράμα έτσι αφορά πάντα τη δυνατότητα που έχουμε ως ανθρώπινα όντα να μπούμε στη θέση κάποιου άλλου ανθρώπου, ενώ η τραγωδία σκοπεύει να μας μετακινήσει εσωτερικά, να αλλάξει εμάς του ίδιους.
Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, όταν βλέπεις, για παράδειγμα, τόσους ηθοποιούς στη σκηνή (που δεν έχουν ρόλο) και αναρωτιέσαι γιατί υπάρχουν και στη συνέχεια τους παρακολουθείς να ντύνουν χορευτικά το «Του έρωτα μέγα κακό» σαν ομόφυλα και ετερόφυλα ζευγαράκια που τρέχουν για να αγκαλιαστούν σαν σε ταινία του ’60 σε κάποια ακρογιαλιά ή στη σκηνή της Eurovision (κίνηση Μαρίζα Τσίγκα), μάλλον λαϊκό ρομάντζο βλέπεις, δεν βλέπεις «Μήδεια».
Από την άλλη πλευρά, ενώ εννοείται ότι η παράσταση αντιμετώπισε το έργο αλλιώς και από αισθητικής απόψεως, σύγχρονα κοστούμια με επιρροές βικτοριανής εποχής, ακόμα και η ενδιαφέρουσα μουσική του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου, είχε ηλεκτρονικό ήχο και οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτου, που ήταν ευφάνταστοι, έδιναν μια άλλη κινηματογραφική διάσταση, με ένα μαγευτικό φινάλε, οι ηθοποιοί κλήθηκαν να παίζουν με στόμφο και απίστευτη φλυαρία στην κίνηση. Τουλάχιστον όμως ακούγονταν ξεκάθαρα, ακόμη και χωρίς μικρόφωνα, κάτι που σπάνια συμβαίνει.
Η Θεοδώρα Τζήμου, που πρώτη αποσχίζεται από τον κύκλο, περιγράφει αρχικά με λόγο καθαρό και μεστό πως «ο έρωτας είναι στη φύση μας από τα παλιά τα χρόνια» μια δυναμική έναρξη. Στη συνέχεια, η ηθοποιός θα ντυθεί με νυφικό και θα γίνει η Γλαύκη της ιστορίας. Απαγγέλλοντας κατά βάση τα περισσότερα ένθετα κείμενα που προστέθηκαν με τρόπο επιφανειακό και σε τέτοια έκσταση, που μάλλον Οφηλία μετά την τρέλα θύμιζε.
Οι Αλέξανδρος Μυλωνάς και Γεράσιμος Γεννατάς κατάφεραν να γίνουν πιο πειστικοί και να δώσουν ανάσες ρεαλισμού στον Κρέοντα και τον Αιγέα αντίστοιχα. Αν και ο τελευταίος, ποτέ δεν κατάλαβα, γιατί έπρεπε να κουνά συνέχεια τις δύο πλάγιες φάσες από το κοστούμι του ενώ μιλούσε.
Η Σύρμω Κεκέ και η Ιωάννα Μαυρέα, ως γυναίκες της Κορίνθου μαζί με τη Μαριάννα Κάλμπαρη (Τροφό), κλήθηκαν να καλύψουν τις ανάγκες του χορού και έκαναν ό,τι ήταν δυνατό. Γιατί ουσιαστικά οι νεότεροι που αναγράφονται ως χορός στο πρόγραμμα (Λήδα Κουτσοδασκάλου, Βασιλίνα Κατερίνη, Μάριος Κρητικόπουλος, Ευθύμης Χαλκίδης, Αλέξανδρος Σκουρλέτης) ήταν οι ηθοποιοί που πηγαινοέρχονταν και κυλιόνταν χωρίς λόγο και αιτία στο κοίλον, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω.
Η Κωνσταντίνα Τάκαλου, ως Άγγελος, είχε να αφηγηθεί ένα συγκλονιστικό κείμενο, αλλά και εκείνη οδηγήθηκε σε απίστευτες υπερβολές στην κίνηση και στην εκφορά του λόγου. Μέχρι και από τη μουσική διακόπηκε η αφήγησή της σε σημείο κορύφωσης! Αδυνατώ να καταλάβω γιατί, όταν έχεις μια τόσο σπουδαία ηθοποιό και μια αφήγηση τέτοιας δυναμικής, βάζεις μόνος σου εμπόδια στη λειτουργία τους.
Ο Ιάσονας του Χάρη Φραγκούλη ξένιζε αρκετά στην πρώτη του εμφάνιση. Αν όμως σκεφτεί κανείς ότι πέρα από την απιστία ο ήρωάς του φαίνεται να σφετερίζεται για τον εαυτό του τον ελληνικό πολιτισμό. Σκηνικά το στοιχείο αυτό έχει ενδιαφέρον αν παρουσιαστεί μ’ ένα λόγο αποκρουστικά εξορθολογισμένο και κυνικά χρησιμοθηρικό, που θα κρύβει και μια υποβόσκουσα ειρωνεία για να αναδείξει ίσως και ένα φεμινιστικό στοιχείο κόντρα στο μισογυνισμό του Ευριπίδη, και να έρθει στο φινάλε και η κατάρρευση του ήρωα. Δεν μπόρεσα όμως να αντιληφθώ αν αυτή η ερμηνεία είχε κάποιο τέτοιο ή άλλο ερμηνευτικό υπόβαθρο, σε πολλά σημεία πάντως ένιωθα τον ίδιο τον ηθοποιό να χλευάζει αυτό που κάνει, σαν να μην το πίστευε ούτε ο ίδιος.
Η ερμηνεία της Μαρίας Ναυπλίωτου στη Μήδεια είχε πολλές προδιαγραφές για να μας συγκινήσει, αλλά εγκλωβίστηκε και αυτή στη σκηνοθεσία. Όσο και να προσπαθούσε η ηθοποιός να μπει στην ψυχοσύνθεση της τραγικής ηρωίδας, πλάι της υπήρχε απίστευτη βαβούρα που αποπροσανατόλιζε τον θεατή. Πρώτα από όλα, και κυρίως η «Βάρβαρη» Μήδεια, η ηθοποιός Αλεξάνδρα Καζάκου, που, άσχετα από το ταλέντο της και την καλοδουλεμένη της κίνηση, εδώ χτυπιόταν και επαναλάμβανε φράσεις, χωρίς ούτε μία φορά όλο αυτό το σκηνοθετικό εύρημα να έχει κάποιο νόημα. Στη συνέχεια οι συμπαίκτες της, που όλοι θα έπρεπε να κάνουν και άλλα εκατό τσαλιμάκια παίζοντας, ενώ σίγουρα κάποιος θα πηγαινοερχόταν παράλληλα.
Παρ’ όλα αυτά, η Μαρία Ναυπλίωτου έδειξε ότι έχει τα εχέγγυα να τα καταφέρει σε αρκετές σκηνές. Ιδιαίτερα όταν η σκηνοθεσία την εμπιστευόταν και της άφηνε λίγο χώρο. Ήταν εξαιρετική στη σκηνή που έβαζε σε εφαρμογή το σχέδιό της. Έκανε μια εντυπωσιακή είσοδο, σαν αίλουρος με πλάτη στο κοινό, μιλώντας για ερπετά, και ένα εξαιρετικό φινάλε λουσμένη στο φως, σαν γνήσια κόρη του Ήλιου. Η σκληρή δουλειά που είχε κάνει φάνηκε και στον αγώνα λόγων με τον Ιάσονα, όπου, παρά την ιδιαίτερη ερμηνεία του συμπρωταγωνιστή της, εκείνη κράτησε τον ρυθμό της –και την ψυχραιμία της γενικότερα– , έτσι παρακολουθήσαμε ξεκάθαρα τους δύο διαφορετικούς κόσμους που με μαεστρία παρουσιάζει ο ποιητής να εξαρθρώνονται σε μια επίδειξη ρητορικής ευρεσιτεχνίας.
Η Μήδεια αναλαμβάνει αρχικά να αποκαλύψει και στη συνέχεια να συντρίψει αυτή την πολιτισμένη φενάκη που την περιβάλλει. Αντιπροτείνει τους κανόνες του δικού της πολιτισμού, που αρνείται κάθε λογικό διακανονισμό, κάθε ρητορική συζήτηση και τους διαχωρισμούς του Ιάσονα ως στηρίγματα της ερωτικής του απιστίας. Η Μήδεια υποστηρίζει μέχρι τέλους την παθολογία του έρωτα.
Η παιδοκτονία είναι το τρίτο μέρος μιας αποτρόπαιης κλίμακας που ξεκίνησε ως αδελφοκτονία για χάρη του Ιάσονα και συνεχίστηκε με την έμμεση πατροκτονία. Για τον αμοιβαίο έρωτα χύθηκε τόσο αίμα, γι’ αυτό και τώρα τον κατηγορεί πως η παιδοκτονία τού ανήκει. Στη βαρβαρότητα του πολιτισμού απαντά κανείς με τον πολιτισμό της βαρβαρότητας. Αυτή είναι και η μόνη νόμιμη άμυνα της Μήδειας.
Θέματα «δύσκολα», που άλλοτε μοιάζουν μακρινά και άπιαστα και άλλοτε οικεία και κοντινά, διότι η τραγική ποίηση, αν και ξεκινά πάντα από την υποκειμενικότητα, καταφέρνει και αντικειμενοποιεί πάντα το συμβολισμό της, γιατί δεν χάνει ποτέ την όψη της ολότητας του κόσμου και του χρόνου.
Οφείλουμε πάντως, παρά τις όποιες αντιρρήσεις μας για το συγκεκριμένο ανέβασμα, να παραδεχθούμε πως είναι μεγάλη επιτυχία το γεγονός ότι η κυρία Κάλμπαρη, ως καλλιτεχνική διευθύντρια, πέτυχε ένα μεγάλο στοίχημα: Να φέρει σε τόσο δύσκολες εποχές στην Επίδαυρο πάνω από 15.400 θεατές (6.500 την πρώτη μέρα και 8.900 τη δεύτερη) συμπράττοντας με το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων και το Φεστιβάλ Αθηνών, αναδεικνύοντας έτσι και τη σπουδαιότητα των συνεργασιών.
Πολύ κόσμο κατάφερε να φέρει στην Επίδαυρο η "Μήδεια" του Ευριπίδη που ανέβασε το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία της της Καλλιτεχνικής Διευθύντριας του θεάτρου Μαριάννας Κάλμπαρη με συμπαραγωγούς το Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου και το ΔηΠεΘε Ιωαννίνων.
Πιο συγκεκριμένα την παράσταση παρακολούθησαν πάνω από 15.400 θεατές (6.500 την πρώτη μέρα και 8.900 τη δεύτερη) που κατέκλυσαν το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου στις 4 και 5 Αυγούστου.
Η "Μήδεια" του Ευριπίδη / Η Βαρβαρότητα του Έρωτα" δεν τελείωσε το ταξίδι της στην Επίδαυρο, συνεχίζει με επόμενο σταθμό στο Φεστιβάλ Άνδρου, στις 19 Αυγούστου και κλείνει με το Ηρώδειο στις 3 Οκτωβρίου.
Δευτέρα, 4 Σεπτεμβρίου στο Κηποθέατρο Παπάγου
Τρίτη, 5 Σεπτεμβρίου στο Κηποθέατρο Παπάγου
Τετάρτη, 6 Σεπτεμβρίου στο Φεστιβάλ Αισχυλείων- Ελευσίνα
Τετάρτη, 13 Σεπτεμβρίου στην Ηλιούπολη
Παρασκευή, 22 Σεπτεμβρίου " στη Νέα Σμύρνη
Τρίτη, 3 Οκτωβρίου στο Ηρώδειο
Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς
Σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη
Σκηνικά – Κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος
Χορογραφία: Μαρίζα Τσίγκα
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Δραματολόγος παράστασης: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου
Α΄ Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Γεωργουδάκη
Β΄ Βοηθός σκηνοθέτη: Μαριλένα Μόσχου
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Μαρία Παπαδοπούλου
Βοηθός σχεδιαστή φωτισμών: Στέβη Κουτσοθανάση
Αγγλικοί υπέρτιτλοι: Λεωνίδας Καρατζάς
Παίζουν: Μαρία Ναυπλιώτου (Μήδεια), Χάρης Φραγκούλης (Ιάσονας), Αλεξάνδρα Καζάζου (Βάρβαρη), Μαριάννα Κάλμπαρη (Τροφός), Θεοδώρα Τζήμου (Γλαύκη), Σύρμω Κεκέ & Ιωάννα Μαυρέα (Γυναίκες της Κορίνθου), Κωνσταντίνα Τάκαλου (Άγγελος), Αλέξανδρος Μυλωνάς (Κρέοντας), Γεράσιμος Γεννατάς (Αιγέας)
Συμμετέχουν τέσσερις σπουδαστές της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης και τέσσερις μουσικοί.
«Μήδεια» του Ευριπίδη – Η Βαρβαρότητα του Έρωτα
«Δύο φορές βάρβαρη η Μήδεια, από καταγωγή και από έρωτα» γράφει στον πρόλογο της μετάφρασής του ο Γιώργος Χειμωνάς. Δύο όψεις έχει ο έρωτας: τη «βάρβαρη», τη βυθισμένη στον πόνο και στο σκοτάδι αλλά και την ονειρική, την ηδονική, την ιδανική. Μέσα από το μύθο της Μήδειας όπως αυτός παρουσιάζεται στο έργο του Ευριπίδη αλλά και μέσα από ένθετα στα στάσιμα του έργου κείμενα και ποιήματα αρχαιοελληνικής γραμματείας, η παράσταση του Θεάτρου Τέχνης επιθυμεί να μιλήσει για το ανεξήγητο του έρωτα. Γι’ αυτό το «μέγα κακό που σπαράζει τους ανθρώπους». Για τον πόθο που είναι δεμένος με τον πόνο, για τους όρκους αιώνιας αγάπης και πίστης που δίνονται για να καταπατηθούν, για την προδοσία, την εκδίκηση, την καταστροφή. Γι’ αυτό το τρομακτικό πέρασμα από το φως στο σκοτάδι της βαρβαρότητας του έρωτα. Γιατί «δεν υπάρχει οργή πιο φοβερή και αθεράπευτη από αυτήν που γεννιέται ανάμεσα σε ανθρώπους που είχαν αγαπηθεί».
Στην παράσταση χρησιμοποιούνται αποσπάσματα από έργα αρχαίων συγγραφέων όπως Θεόκριτου Ειδύλλια (μετάφραση Ιωάννη Πολέμη), Αρτεμίδωρου Ονειροκριτικά, Πλούταρχου Ερωτικός, Πλάτωνος Συμπόσιο κ.ά. (μετάφραση-απόδοση Μαριάννας Κάλμπαρη και Έλενας Τριανταφυλλοπούλου).
Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς
Σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη
Σκηνικά – Κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος
Χορογραφία: Μαρίζα Τσίγκα
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Δραματολόγος παράστασης: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου
Α΄ Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Γεωργουδάκη
Β΄ Βοηθός σκηνοθέτη: Μαριλένα Μόσχου
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Μαρία Παπαδοπούλου
Βοηθός σχεδιαστή φωτισμών: Στέβη Κουτσοθανάση
Αγγλικοί υπέρτιτλοι: Λεωνίδας Καρατζάς
Παίζουν: Μαρία Ναυπλιώτου (Μήδεια), Χάρης Φραγκούλης (Ιάσονας), Αλεξάνδρα Καζάζου (Βάρβαρη), Φωτεινή Μπαξεβάνη (Τροφός), Θεοδώρα Τζήμου (Γλαύκη), Σύρμω Κεκέ & Ιωάννα Μαυρέα (Γυναίκες της Κορίνθου), Κωνσταντίνα Τάκαλου (Άγγελος), Αλέξανδρος Μυλωνάς (Κρέοντας), Γεράσιμος Γεννατάς (Αιγέας)
Συμμετέχουν τέσσερις σπουδαστές της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης και τέσσερις μουσικοί.
Συμπαραγωγή: Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων και Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν
Δωδώνη | 22 & 23 Ιουλίου | Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης
Καβάλα | 25 Ιουλίου | Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων
Θεσσαλονίκη | 27 Ιουλίου | Θέατρο Δάσους
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου | 4 & 5 Αυγούστου