Τελευταία Νέα
Από τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη στην παιδοκτόνο της Πάτρας Ζητούνται ηθοποιοί από το Εθνικό Θέατρο Πέθανε η σπουδαία τραγουδίστρια Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη Είδα τους «Προστάτες», σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Ανακοινώθηκε το Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου Είδα το «Hyperspace ή αλλιώς…» , σε σκηνοθεσία Δανάης Λιοδάκη   «Καραϊσκάκενα, O Θρύλος» Της Σοφίας Καψούρου στον Πολυχώρο VAULT «Μπες στα παπούτσια μου - Ταυτίσου με τη διαφορετικότητα αυτοσχεδιάζοντας» στο Θέατρο Όροφως Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου 2022 – Το μήνυμα του Peter Sellars Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου ανοίγει Mοτέλ στη Φρυνίχου Η πρώτη δήλωση του Νέου Καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΚΘΒΕ Δράσεις του Εθνικού Θεάτρου για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου Ακρόαση ηθοποιών για την νέα παράσταση του Γιάννη Κακλέα Είδα το «Γράμμα στον πατέρα», σε σκηνοθεσία Στέλιου Βραχνή (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Κερδίστε διπλές προσκλήσεις για την παράσταση «Η σιωπηλή Λίμνη»
 
Γιώτα Δημητριάδη

Γιώτα Δημητριάδη

Είναι δημοσιογράφος και φιλόλογος. Τελείωσε τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, το Εργαστήρι Δημοσιογραφίας και έκανε μεταπτυχιακό πάνω στο θέατρο. Πού τη χάνεις, πού τη βρίσκεις, σε κάποια παράσταση της πόλης θα είναι. Της αρέσουν οι συνεντεύξεις - συναντήσεις, που της επιτρέπουν να γνωρίσει ένα κομμάτι των ανθρώπων από κοντά.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Ο Γιάννης Νιάρρος είναι ο φετινός νικητής του «Βραβείο Δημήτρης Χορν» όπως ανακοινώθηκε πριν από λίγο. Το σταυρό του παρέδωσε ο περσινός νικητής Κωνσταντίνος Μπιμπής. Το βραβείο δίνεται φέτος για δέκατη όγδοη χρονιά. Ο ηθοποιός τιμήθηκε για την ερμηνεία του στο  έργο του Γιάννη Οικονομίδη «Στέλλα κοιμήσου», σε σκηνοθεσία Γιάννη Οικονομίδη (Εθνικό Θέατρο/Σκηνή "Νίκος Κούρκουλος"). Ο ηθοποιός ευχαρίστησε την οικογένειά του, την κοπέλα του, τον Γιάννη Οικονομίδη, την θεατρική του "μητέρα" Αγγελική Κιρκινούδη, τον Θέμη Πάνου και τον Ακύλλα Καραζήση.
 
Για την ίδια παράσταση βραβεύτηκε με το βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» χθες η Ιωάννα Κολλιοπούλου. Μαζί με το σταυρό που φορούσε ο Δημήτρης Χορν το βραβείο, συνοδεύεται από μια περγαμηνή και από ένα χρηματικό ποσό. 
Υποψήφιοι ήταν επίσης οι :
 
Γιώργος Βουρδαμής για τον ρόλο του Κρις Κέλλερ στο έργο του Άρθουρ Μίλλερ «Ήταν όλοι τους παιδιά μου», σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου (Εμπορικόν).
 
Δημήτρης Πασσάς για την ερμηνεία του στο έργο του Ζοέλ Πομμερά «Η επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα», σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη (Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν "Υπόγειο").
 
Βασίλης Σαφός για την ερμηνεία του στο έργο του Ρόμπερτ Μούζιλ «Οι αναστατώσεις του οικότροφου Τέρλες», σε σκηνοθεσία Γεωργίας Μαυραγάνη (Πόρτα).
 
Πάνος Παπαδόπουλος για το ρόλο του Βατλέν στο έργο του Ζωρζ Φεντώ «Το Έξυπνο πουλί», σε σκηνοθεσία Μάνου Βαβαδάκη και Γιώργου Κατσή (Tempus Verum - Εν Αθήναις).
 
 
Στην εκδήλωση της απονομής o Θανάσης Αλευράς μίλησε για το πόσο τον βοήθσε το βραβειό στην καριέρα του αλλά και το χρηματικό ποσό. Στο θεσμό του Βραβείου αναφέρθηκε ο πρόεδρος της επιτροπής, Κώστας Γεωργουσόπουλος (μέλη της επιτροπής είναι ο Σταμάτης Φασουλής, η Ξένια Καλογεροπούλου, η Λυδία Κονιόρδου και η δημοσιογράφος Αντιγόνη Καράλη).
 
Το βραβείο θεσμοθέτησε ο Σταμάτης Φασουλής και το χρηματοδοτεί ο Γιάννης Χορν.
 
 *Κεντρική Φωτό Σπύρος Σιακαντάρης

Η Ιωάννα Κολλιοπούλου είναι η νικήτρια του 12ου Θεατρικού Βραβείου«Μελίνα Μερκούρη», όπως ανακοινώθηκε πριν από λίγο. Η ηθοποιός τιμήθηκε για την ερμηνεία της στην παράσταση «Στέλλα Κοιμήσου» (Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης, Εθνικό Θέατρο). Η ίδια μάλιστα αφιέρωσε το βραβείο στο σκηνοθέτη της «Γιατί χωρίς εκείνον δεν θα γινόταν ποτέ αυτή η παράσταση».

Η απονομή πραγματοποιήθηκε στο Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη.

mekrouri2018a

Η νεαρή ηθοποιός παρέλαβε την καρφίτσα της από την Αλκη Ζέη, καθώς η περσινή νικήτρια Ανθή Ευστραριάδου απουσίαζε από την τελετή βράβευσης. 

Φετινές υποψήφιες για το βραβείο ήταν και οι: Ευγενία Δημητροπούλου, Αμαλία Καβάλη και Αλεξάνδρα Καζάζου

 

kolliopoulou

Το βραβείο ανέρχεται σε 3.000 ευρώ και η τιμώμενη ηθοποιός κρατά για ένα χρόνο την καρφίτσα της Μελίνας Μερκούρη, την οποία παραδίδει στην ομότεχνή της που διακρίνεται την επόμενη χρονιά. Την επιτροπή του βραβείου αποτελούν οι Μάγια Λυμπεροπούλου (πρόεδρος), Δηώ Καγγελάρη, Ματίνα Καλτάκη, Δημήτρης Λιγνάδης και Ρένη Πιττακή (μέλη).

merkouri2018

Με την άνοιξη να μην αποτελεί πλέον υπόσχεση, αλλά με τις ακτίνες του ήλιου να λούζουν επίμονα τον αττικό ουρανό δηλώνοντας το βροντερό παρόν της, η Νάντια κι η μικρή Lovett κάνουν την εμφάνισή τους στο πιο χαριτωμένο καφέ στην πλατεία Χαλανδρίου κλέβοντας, φυσικά, τις εντυπώσεις των θαμώνων.

Λίγα εικοσιτετράωρα πριν κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο Παλλάς, με την παράσταση «Αναζητώντας τον Αττίκ», η Νάντια Κοντογεώργη μοιράζεται μαζί μου τον ενθουσιασμό της για τον «ρηξικέλευθο καλλιτέχνη», ο οποίος κατάφερε να αποτυπώσει μέσα από τους στίχους και τη μουσική του, μια ολόκληρη εποχή, στην οποία οι άνθρωποι μπορούσαν να ερωτευτούν ολοκληρωτικά…

Για το απόλυτο δόσιμο, την «παράπλευρη συντροφικότητα» της εποχής μας, την επιτυχία της, τα όνειρα, τα σχέδια, την αναγνωρισιμότητα, τις κριτικές και την αισιοδοξία που την χαρακτηρίζει θα μιλήσουμε τα επόμενα λεπτά σε μια χαλαρή ανοιξιάτική κουβέντα, όπως επιβάλλει και η διάθεσή σας επηρεασμένη, σαφώς και από τις ρομαντικές ιστορίες ,πίσω από τα τραγούδια του Αττίκ και την εποχής της θρυλικής του «Μάντρα».

Kontogiorgi Attik

Στην παράσταση θα σε δούμε να ερμηνεύεις τις μούσες του Αττίκ;

Ναι, διαβάζω για όλες τις μούσες του. Είχε τη Σούρα, τη σταθερή σύζυγό του, παρ’ όλες τις απιστίες του, τη μητέρα του με την οποία είχε τεράστιο έρωτα, τα πρώτα και τα τελευταία τραγούδια του ήταν για τη μάνα του κι η αυτοκτονία του κάπως συνδέεται μ’ εκείνη και τη Δανάη, με την οποία ενώ δεν υπήρξε ποτέ κάτι το ερωτικό, αλλά κάτι ανταγωνιστικό, το οποίο δεν άφησαν ποτέ να φανεί, ήταν η μούσα του. Κάθε γυναίκα καθρέφτισε μέσα του ένα τελείως διαφορετικό πράγμα. Ήταν σαν να προέβαλλε την ψυχή του, κάθε φορά, σε διαφορετικά πανιά. Οπότε αισθάνομαι ότι ο Αττικ ερωτευόταν τον εαυτό του και τη ζωή μέσα από κάθε γυναίκα.

Δεν είναι δύσκολο να ερμηνεύεις τόσους ρόλους;

Δεν υπάρχει το περιθώριο να ερμηνεύουμε την κάθε προσωπικότητα. Περισσότερο γίνονται αναφορές, γιατί ουσιαστικά μιλάμε για μια ολόκληρη εποχή. Παρ’ όλα αυτά, και μόνο οι στιγμές που πάω στην ακρόαση ως νεαρή Δανάη, η οποία έχει κάνει κλασικό τραγούδι και μετά ξεκινάει και γίνεται η Δανάη, η τραγουδίστρια, είναι κάτι που ακουμπάει σε πολύ δικά μου πράγματα. Πώς ήμουν εγώ όταν πήγαινα στις πρώτες μου ακροάσεις, πώς ήταν όταν πήρα του πρώτους μου πρωταγωνιστικούς ρόλους κ.λπ. Μετά, όταν βγαίνω ως Κάκια Μένδρη και τραγουδάω το «Είναι η αγάπη Χίμαιρα» με μια απογοήτευση και μια ματαίωση, σκέφτομαι συνειρμικά τις δικές μου απογοητεύσεις ή ματαιώσεις, οπότε ουσιαστικά είναι σαν σε μια παράσταση να μου δίνεται η ευκαιρία να περάσω από πολλές φάσεις της ζωής μου.

Η παράσταση «Αναζητώντας τον Αττίκ» επιστρέφει στο θέατρο Παλλάς μετά τη μεγάλη επιτυχία που γνώρισε πριν έξι χρόνια στο Badminton. Γιατί πιστεύεις ότι η ιστορία του Αττίκ συγκινεί τόσα χρόνια μετά το κοινό;

 Ο Αττίκ ήταν μια ρηξικέλευθη καλλιτεχνική προσωπικότητα, δεν έζησε μια κανονική ζωή. Ούτε εγώ τη γνώριζα. Ήξερα μόνο το έργο του που με συγκινούσε, άκουγα πάντα τα τραγούδια του και μου άρεσαν πολύ, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ την τόσο ιδιαίτερη ζωή του. Νομίζω, λοιπόν, πως αυτό που συγκινεί πολύ είναι η βαθιά τρυφερότητα των στίχων του και της μουσικής του. Πρόκειται, ουσιαστικά μια ολόκληρη εποχή, όπου επειδή περιέγραφαν το συναίσθημα πιο ρομαντικά, έτσι ακριβώς το βίωναν. Υπήρχε μια άλλου είδους αθωότητα και τρυφερότητα κι ένας άλλος ρομαντισμός. Μακριά από τα μπλεξίματα της εποχής μας, που όλοι θέλουμε την ανεξαρτησία μας, αλλά και κάτι παραπλεύρως που θα μας ικανοποιήσει ως συντροφικότητα.

Παραπλεύρως συντροφικότητα;

Ναι, ενώ νιώθω ότι ακούγοντας αυτά τα τραγούδια οι άνθρωποι ερωτεύονταν αλλιώς, αγαπούσαν αλλιώς, πληγώνονταν αλλιώς….Τώρα είμαστε σε μια εποχή, όπου όλα είναι έμμεσα. Έτσι είναι κι ο τρόπος που επικοινωνούμε με τον άλλον κι ερχόμαστε κοντά, πάντα, έμμεσος…

ATTIK 2

Δεν μπορούμε να δοθούμε ολοκληρωτικά κάπου;

Ναι, και δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε κι ανοιχτά. Δίνουμε ένα κομμάτι μας, κρατώντας, πάντα, «μια πισινή». Ο Αττίκ αυτό που έκανε πάντα, ως άνθρωπος κι ως καλλιτέχνης, είναι ότι τα έδινε όλα γενναιόδωρα, ακόμα κι όταν έπαιζε κι έχανε. Αυτός νομίζω είναι ένας σημαντικός τρόπος να ζεις. Ακόμα και με τον τρόπο που επέλεξε να πεθάνει ήταν δική του επιλογή.

Εσύ στον έρωτα δίνεσαι ολοκληρωτικά;

Δεν ξέρω, δεν νομίζω. Προσπαθώ σ’ όλες μου τις σχέσεις, στις φιλίες και στον έρωτα να δίνω, όσο αντέχω και «το όσο αντέχω» εύχομαι, με τα χρόνια, να ανοίγει περισσότερο και να ανοίγω κι εγώ…

Με τα χρόνια, όμως, αυτό δεν είναι αντιστρόφως ανάλογο;

Εγώ προσπαθώ να κάνω το αντίθετο. Προσπαθώ να ανοίγομαι περισσότερο και βλέπω πως αυτό συμβαίνει. Εμπιστεύομαι περισσότερο τους ανθρώπους.

Πώς το καταφέρνεις αυτό;        

Βλέπω ότι χάνω όταν κλείνομαι. Βλέπω ότι όταν δεν επενδύεις στις σχέσεις και κλείνεσαι στον εαυτό σου, επενδύεις στη μοναχικότητά σου. Ενδιαφέρουσα είναι κι αυτή, αλλά μου αρέσει πιο πολύ να επενδύω στους ανθρώπους. Όσο ρίσκο κι αν ενέχει, νομίζω ότι η ζωή είναι σχέσεις και νιώθω ευτυχής, όταν ξέρω ότι οι άνθρωποί μου είναι εκεί κι έχω δώσει ένα κομμάτι που το έχουν δικό τους. Και αν χαθεί ξέρω, πια, ότι μπορώ να το διαχειριστώ. Δεν θα χαθώ.

Και καλλιτεχνικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχεις κάνει πολλά «ανοίγματα» κι ότι έχεις δοκιμαστεί σε διαφορετικά πράγματα. Εσύ πως νιώθεις γι’ αυτό; Σε τι φάση είσαι;

Νιώθω πολύ τυχερή, γιατί είναι τόσο δύσκολη αυτή η εποχή της κρίσης. Υπάρχουν τόσο ταλαντούχοι καλλιτέχνες, οι οποίοι όχι μόνο δεν μπορούν να πειραματιστούν πάνω στη δουλειά, αλλά, ενώ έχουν όλες τις περγαμηνές να κάνουν τόσα πράγματα, δεν μπορούν ούτε καν να βιοποριστούν. Οπότε αναγνωρίζω την τύχη μου σε σχέση μ’ αυτό. Διότι, σίγουρα μπορεί να δουλεύω κ.λ.π., αλλά υπάρχει κι ένα κομμάτι που δεν είναι στον έλεγχό μου. Από την άλλη, κάπως έτσι το είχα φανταστεί όσο ήμουν στη σχολή. Επειδή έτσι λειτουργώ και στη ζωή μου. Δηλαδή, με προετοιμάζω γι’ αυτό που θα ήθελα να έρθει, χωρίς να ξέρω, αν θα έρθει ποτέ, ούτε πάω να το διεκδικήσω ενεργητικά, να πάω για παράδειγμα να ζητήσω συνεργασία, αλλά προετοιμάζω τον εαυτό μου για να αντιμετωπίσω το ρεπερτόριο που θέλω να μου προταθεί…

Είχες φανταστεί - ονειρευτεί την επιτυχία σου δηλαδή;

Βγήκα από τη σχολή το 2005 κι είχα πει ότι μέχρι το 2020 θα μου δοθεί η ευκαιρία να κάνω κάποια, τελείως, διαφορετικά πράγματα. Έτσι είχα την ευκαιρία να δω όλη την παλέτα της ελληνικής θεατρικής πραγματικότητας, να δω που είμαι καλά, που ανθίζω, που δυσκολεύομαι. Οπότε, τώρα, είμαι σε μια μεταβατική φάση σε σχέση με το που θέλω να κινηθώ την επόμενη φορά.

Την οποία επόμενη φάση την έχεις φανταστεί κι αυτή;

(Γελάει). Τώρα είμαι σ’ αυτή την πορεία, στην οποία συγκεκριμενοποιώ τις επόμενες ανάγκες μου. Γιατί τα είδα, τα μύρισα τα πράγματα και, τώρα, θέλω να δω προς τα πού θα κινηθώ…

Η επιτυχία ήρθε πολύ ξαφνικά. Τουλάχιστον εμείς σε γνωρίσαμε σε χρόνο ρεκόρ μέσα από το «Κάτω Παρτάλι»….

Κατάλαβες, τι εννοώ τύχη; Μου ήρθε μια πάρα πολύ προσεγμένη σειρά, σε μια εποχή που δεν γίνονται τέτοιες σειρές, ούτε σε επίπεδο παραγωγής. Είχα την τύχη να γράψει ένας πάρα πολύ καλός σεναριογράφος, όπως είναι ο Λευτέρης Παπαπέτρου, έναν ρόλο που μου πήγαινε πάρα πολύ. Αυτό όμως, προϋπέθετε και δέκα χρόνια στο θέατρο, όπου με είδε ο Παπαπέτρου σε διάφορες παραστάσεις σκέφτηκε πράγματα, συνέδεσε, αποφάσισε ποιοι άλλοι έπρεπε να είναι μαζί….Εννοώ, ότι αν δεν υπήρχαν τα δέκα προηγούμενα χρόνια που δούλευα κι έκανα πράγματα, τα οποία πολλές φορές μπορεί και να με κούραζαν και να με στεναχωρούσαν δεν θα είχα πάρει ποτέ αυτόν τον ρόλο. Γενικά, αυτό «το ξαφνική επιτυχία» δεν νομίζω πως υφίσταται. Η επιτυχία είναι μέρος μιας διαδρομής κι έρχεται σαν μια φωτεινή στιγμή, όπως έρχονται και πολλές σκοτεινές στιγμές.

Οπότε δεν σου ήταν δύσκολο να διαχειριστείς την ξαφνική αναγνωρισιμότητα;

Όχι, ξέρεις επειδή εγώ είχα κάνει και μια σειρά όταν ήμουν παιδάκι στο Γυμνάσιο. Ήξερα πως είναι αυτό το κομμάτι με την αναγνωρισιμότητα και τότε, μάλιστα, το είχα βιώσει και σε πιο κλειστό χώρο, στο σχολείο και στην εφηβεία κι έτσι το είχα απομυθοποιήσει από πολύ νωρίς. Δεν ήταν κάτι που με αφορούσε ως στόχος. Το έβλεπα πάντα σαν μια θετική απόρροια της δουλειάς μου. Είχα ζήσει και την αναγνωρισιμότητα από την άλλη πλευρά όταν έκανα καθημερινό και έπαιζα την κακιά…Τότε δεν είχα καθόλου θετικές αντιδράσεις στο δρόμο. Ειδικά με γιαγιάδες και παππούδες που ήξεραν ότι εγώ είχα κάνει τον φόνο (γέλια). Οπότε μετά το «Παρτάλι», όπου ήμουν θετικά καταγεγραμμένη μέσα τους, ήρθε μια ισορροπία. Πάντως, εκείνη η περίοδος ήταν πολύ φωτεινή κι έντονη, κι εγώ, απλώς, ήμουν συντονισμένη σε τέτοια ενέργεια, δεν κοιμόμουν για να τα προλάβω όλα, τα γυρίσματα, τις πρόβες και τις συνεντεύξεις. Έπρεπε να είσαι λίγο alert, γιατί ξαφνικά έπρεπε να διαχειριστείς τη γνώμη των άλλων και το προφίλ σου, οπότε ήταν όλα πάρα πολλά, μια περίοδος συντονισμένη σε υψηλές ταχύτητες.

Έπρεπε «να διαχειριστείς τη γνώμη των άλλων» μου λες. Η γνώμη των άλλων πόσο σε επηρεάζει;

Κοίτα να λέω ότι δεν με επηρεάζει … Η αλήθεια είναι με επηρεάζει πάρα πολύ. Απλώς, νομίζω ότι το διαχειρίζομαι πια.

Κριτικές διαβάζεις;

Ναι, αλλά με κάποιες συμφωνώ με κάποιες διαφωνώ. Δηλαδή, και καλά να γράψουν έχω διαφωνήσει κι άσχημα να γράψουν έχω συμφωνήσει.

Όλη αυτή η αίσθηση της αισιοδοξίας που βγάζεις από πού πηγάζει;

Θα ήμουν αχάριστη, αν δεν ήμουν έτσι. Πέρασα πολλά χρόνια που ένιωθα ενοχικά, γιατί μου έχουν παρασχεθεί 34 υπέροχα χρόνια. Έχω εισπράξει αγάπη, αποδοχή, κάνω το επάγγελμα το αγαπάω, έχω πολλούς φίλους, την οικογένειά μου, την υγειά μου, θα ήμουν αχάριστη να γκρινιάζω. Οπότε, δεν έχω κανένα λόγο να μην είμαι αισιόδοξη.

Πιστεύεις ότι υπάρχει μια τάση οι καλλιτέχνες να είναι κάπως ταλαιπωρημένοι ή θλιμμένοι - καταθλιπτικοί;

Πιστεύω, πως ο καθένας έχει το κοινό του σ’ αυτή τη ζωή. Αν θες να επικοινωνεί η θλίψη σου κι η βαθιά σου απελπισία, φυσικά όλοι την κουβαλάμε, θα έρθει και το αντίστοιχο κοινό. Κι εγώ μπορεί σε κάποια φάση της ζωής μου να θελήσω να το κάνω, γενικώς όμως είμαι ένας άνθρωπος που θέλω να εστιάσω σ’ ό,τι μπορεί να είναι φωτεινό και να αποτελεί μια διέξοδο στα καθημερινά εμπόδια. Αυτός πιστεύω ότι είναι κι ο τρόπος για να πηγαίνεις μπροστά: η ζωή είναι νερό που ρέει, αν σταματάς συνέχεια στις πέτρες δεν θα φύγει το ποτάμι, θα βρωμήσουν τα νερά. Πρέπει να φεύγεις μαζί με τη ροή και να προχωράς. Είναι χαζό να μένουμε σε πράγματα που μπορεί να μας σκοτεινιάζουν γιατί αποτελούν παρελθόν. Κάθε στιγμή είναι άλλη, αλλάζουν τα κύτταρά μας, αλλάζουν τα μαλλιά μας, γιατί να μην πηγαίνει κι η ψυχή μας μαζί μ’ αυτό;

Και μετά τον «Αττίκ» το καλοκαίρι Αριστοφάνης και «Θεσμοφοριάζουσες»…

Πολλές συμπτώσεις μαζεμένες και χαίρομαι πολύ! Γιατί έλεγα εδώ και δύο χρόνια ότι ήθελα να συνεργαστώ με τον (Οδυσσέα) Παπασπηλιόπουλο. Στη «Μουρμούρα» αγαπήθηκα πολύ με τον Γιώργο Χρυσοστόμου και τον Μάκη Παπαδημητρίου, τον θεωρώ από τους καλύτερους ηθοποιούς τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Επίσης, είχα δει και την (Ελένη) Ουζουνίδου στο θέατρο κι είχα τρελαθεί, έλεγα: «Τι ηθοποιάρα είναι αυτή!». Με πήρε, λοιπόν, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος και μου είπε: «Λοιπόν, θα κάνω τις Θεσμοφοριάζουσες και θα είναι ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, ο Γιώργος Χρυσοστόμου, ο Μάκης Παπαδημητρίου κι η Ελένη Ουζουνίδου!» Εντάξει! Ενθουσιάστηκα! Επίσης, ο ρόλος που θα κάνω εγώ είναι η πρώτη γυναίκα, ένα κομμάτι που είχα δώσει και πέρασα στο Εθνικό. Ένιωσα ότι ανοίγει ένας καινούργιος κύκλος. Ήθελα πολύ να συνεργαστώ και με τον Βαγγέλη, με τον οποίο δεν είχαμε ξαναδουλέψει μαζί και, πάντα, η Επίδαυρος είναι μια μεγάλη χαρά. Περιμένω με αγωνία τις πρόβες.

ATTIK 4

Info:

Η Νάντια Κοντογεώργη πρωταγωνιστεί στο «Αναζητώντας τον Αττίκ» Πρεμιέρα 13 Απριλίου στο Θέατρο Παλλάς και για λίγες παραστάσεις.

 Και στις «Θεσμοφοριάζουσες» που κάνουν πρεμιέρα 27-28 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και θα ακολουθήσει περιοδεία σε κάποιες πόλεις της Ελλάδας.

 

 

ΕΚΕΙΝΗ μπαίνει στο μπαράκι. ΕΚΕΙΝΟΣ την προσέχει αμέσως. Το βλέμμα της καρφώνεται επάνω του. Το παιχνίδι έχει μόλις αρχίσει… Επιδίδονται στο κυνήγι της ευτυχίας. Ανταγωνίζονται ποιος αγαπάει περισσότερο! Στο τέλος και οι δύο δεν θα θέλουν να θυμούνται.

Οι ήρωες του έργου δεν έχουν συνηθισμένα καθημερινά ονόματα, ώστε να ταυτιστείς μαζί τους, ούτε κάτι μεγαλόπρεπες, που να εντυπώνεται στη μνήμη. Εξάλλου, όπως μου εξηγεί η συγγραφέας και πρωταγωνίστρια του «Έλα να παίξουμε» Γεωργία Πιερρουτσάκου: «Ο ΕΚΕΙΝΟΣ κι η ΕΚΕΙΝΗ είναι δυο πρόσωπα χωρίς όνομα, χωρίς ηλικία ή ιδιότητα, που προσδιορίζονται μόνο από τη μεταξύ τους σχέση στο πέρασμα του χρόνου, κι έτσι ο καθένας θα μπορούσε ίσως να δει κάτι από τον εαυτό του μέσα τους. Αυτή η αίσθηση πως όλοι έχουμε ζήσει κάποτε κάτι παρόμοιο που, όμως, δεν μπορεί ποτέ να είναι ίδιο με κάποιου άλλου».

Η Γεωργία μίλησε στο texnes-plus για την τριπλή της ιδιότητα στην παράσταση, όπου πέρα από τη συγγραφή του κειμένου, επιμελείται και τη σκηνοθεσία μαζί με τον Λάζαρο Βαρτάνη και συμπρωταγωνιστεί με τον Στέφανο Παπατρέχα στο Black Box του Θεάτρου Επί Κολωνώ. Η πρεμιέρα αναμένεται για μετά το Πάσχα (14 Απριλίου). Παράλληλα μας αποκάλυψε την εσωτερική ανάγκη που την οδήγησε στη συγγραφή αλλά τι σηματοδοτεί για την ίδια ο έρωτας…

Pierroutsakou1

Ποια ανάγκη σε οδήγησε στο Στούντιο Νέων Συγγραφέων του Εθνικού Θεάτρου;

 

Ας πούμε πως η δυσκολία μου να κοιμηθώ με έκανε να συνειδητοποιήσω την ανάγκη του παραμυθά μέσα μου! Ανά διαστήματα, κάπως υποφέρω από αϋπνίες εδώ και χρόνια… κι έτσι νομίζω άρχισα να φτιάχνω ιστορίες που να μου φέρνουν όνειρα... Κι ύστερα με τον καιρό, όταν άρχισαν να αποκτούν ενδιαφέρον κάποιες από αυτές, τις έβλεπα να συνεχίζονται το επόμενο άγρυπνο βράδυ… και να συνεχίζονται. Να εξελίσσονται. Οι αρχικές φιγούρες που αχνοφαίνονταν στην αρχή, αποκτούσαν νύχτα με τη νύχτα φωνή - καθεμία τη δική της μάλιστα – και λόγο, και προσωπικότητα. Κι ύστερα τρεις διαστάσεις. Και χρώματα. Και ήχους. Οπότε σιγά σιγά άρχισα να μην μπορώ να κοιμηθώ ακόμη περισσότερο, γιατί ήθελα να δω τη συνέχεια της ιστορίας. Κι έπειτα δημιουργήθηκε η ανάγκη να γράψω τη συνέχεια αυτή. Κι ολοκληρωμένη πια την ιστορία να τη δουλέψω ξανά και ξανά. Να την επεξεργαστώ. Να τη φιλτράρω μέσα από τα εργαλεία και τη λειτουργία του ηθοποιού, να ελέγχω για παράδειγμα, πώς μιλιέται καλύτερα μια φράση, πιο φυσικά, πώς αποκτάει προφορικότητα και αμεσότητα ο λόγος και γίνεται πιο ελλειπτικός και πώς αλλάζει η σύνταξη όταν γινόμαστε πιο λυρικοί. Η συγγραφή, βέβαια, έχει τα δικά της εργαλεία και τις δικές της τεχνικές. Ήδη από τη σχολή στο Παρίσι είχα έρθει σε επαφή με τεχνικές θεατρικής συγγραφής, μάλιστα είχα και μάθημα Συγγραφής, Υποκριτικής και Σκηνοθεσίας, ένα πολύ απαιτητικό μάθημα.

Αφού επέστρεψα, όμως, στην Ελλάδα δεν είχα καθόλου στο μυαλό μου ν’ ασχοληθώ με το γράψιμο. Ήταν μόνο για προσωπική μου χρήση. Δεν είχα δείξει ποτέ γραπτό μου παρά μόνο στην αδερφή μου. Εκείνη με προέτρεψε να στείλω κείμενο στο Στούντιο Νέων Συγγραφέων του Εθνικού Θεάτρου. Επέμεινε πολύ. Και την ευγνωμονώ γι’ αυτό γιατί τελικά έστειλα. Το πρώτο σκαρίφημα του «Έλα να παίξουμε». Και με επέλεξαν. Και κάπως έτσι συνειδητοποίησα πόσο μ’ αρέσει να εκφράζομαι μέσα από το γράψιμο.

Στο «Έλα Να Παίξουμε» όλα ξεκινούν από τη συνάντηση δύο νέων σ’ ένα μπαρ και καταλήγουν να τους παρακολουθούμε μόνους «Να μη θέλουν να θυμούνται». Γιατί πιστεύεις ότι μετά από έναν έρωτα επιλέγουμε τη λήθη;

Όταν τελειώνει μία σχέση ερωτική, ή φιλική - ή και επαγγελματική ακόμη - η ροή της καθημερινότητας δε σταματάει στη στιγμή του τέλους. Αντιθέτως η ζωή τρέχει, συμβαίνουν τεράστιες αλλαγές, ιδίως όταν τελειώνει μια μακροχρόνια σχέση. Οι συνήθειες αλλάζουν άρδην – τα μέρη που συχνάζουμε, οι συναναστροφές. Kαι ξαφνικά βλέπουμε και πάλι φίλους και γνωστούς που ίσως είχαμε καιρό να δούμε ή γνωρίζουμε από την αρχή ανθρώπους και σιγά σιγά δημιουργούμε καινούριες εικόνες. Και καινούρια στέκια. Και ο κύκλος μας ανανεώνεται. Και φτιάχνουμε έτσι καινούριες εμπειρίες που γεμίζουν το χρόνο και τη σκέψη μας.Η λήθη έχει την ιδιότητα να κάνει χώρο. Για να χωρέσει ό,τι νέο και διαφορετικό.Όπως όταν σβήνουμε από το στικάκι περσινές λίστες τραγουδιών για να βάλουμε άλλες και να κάψουμε καινούριο cd για το δρόμο. Χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια, ότι το παλιό το cd δεν υπήρξε ποτέ. Το να επιλέγεις να μην το χρησιμοποιείς πια δε σημαίνει ότι διαγράφηκε. Είναι επιλογή, το να φτιάχνεις χώρο για το διαφορετικό, για το επόμενο. Και είναι και ελευθερία. Αυτό είναι η λήθη νομίζω.

Pierroutsakou2

Για εσένα ο έρωτας είναι ένα παιχνίδι; Γι’ αυτό έδωσες και αυτόν τον τίτλο στην παράσταση;

Ο τίτλος είναι αναφορά σε στίχο του ποιήματος του Μανώλη Αναγνωστάκη «Το Σκάκι». Έτσι αρχίζει. Μου αρέσουν οι αναφορές γενικώς. Και να τις ανακαλύπτω σε διάφορα έργα, λογοτεχνικά, ταινίες, εικαστικά. Και προσωπικά να δουλεύω με αναφορές. Σαν ένα παιχνίδι δικό μου.Έτσι την περίοδο που δούλευα πάνω στο συγκεκριμένο κείμενο κι ενώ διάβαζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου, ήρθε μια στιγμή μπροστά στα μάτια μου «Το Σκάκι», μετά από πολύ καιρό, και κάπως φωτίστηκε αυτή η ανεξήγητη αλλά καθολικά και αδιαπραγμάτευτα υπαρκτή μάχη ανάμεσα σε δύο εραστές.Δύο είναι οι βασικοί στόχοι του παιχνιδιού. Η διασκέδαση και η νίκη. Και πραγματικά δεν ξέρω ποιος έρχεται πρώτος και ποιος δεύτερος.Στον έρωτα, πάλι, ψάχνει κανείς να κάνει δικό του το αντικείμενο του πόθου του, να του επιβληθεί, να το κερδίσει. Και ασφαλώς θέλει να περάσει όμορφα. Ακόμα κι όταν παιδευόμαστε, ωραία είναι, το ευχαριστιόμαστε, κακά τα ψέματα. Όλα τα υπομένουμε αρκεί να ‘χουμε την προσοχή του άλλου.Κάπως έτσι μοιάζει να ‘ναι ο έρωτας. Ένα παιχνίδι διασκεδαστικό και ανταγωνιστικό ταυτόχρονα. Έχει κανόνες. Στρατηγική. Σαν το σκάκι. Στο μόνο που διαφέρουν ίσως είναι ότι στον έρωτα ή κερδίζουν ή χάνουν και οι δύο. Κι ας παίζουν σε αντίπαλα στρατόπεδα.Αν πάλι καταφέρουν και βρεθούν απ’ την ίδια πλευρά του τείχους, και αποδεχτούν ο ένας τη διαφορετικότητα του άλλου, τότε ο έρωτας μπορεί να μετουσιωθεί σε αγάπη, που είναι η βάση για κάθε υγιή και ουσιαστική σχέση. Δυστυχώς – ή ευτυχώς – δεν έχουν όλοι οι έρωτες την ίδια κατάληξη.

Στην παράσταση έχεις μια ολοκληρωτική καλλιτεχνική σχέση, έχεις γράψει το κείμενο, σκηνοθετείς και πρωταγωνιστείς. Ελλοχεύουν κίνδυνοι όταν κάποιος είναι τόσο «μέσα» σε ένα δικό του έργο;

Οι λειτουργίες είναι ανεξάρτητες αλλά και συμπληρωματικές μεταξύ τους. Για παράδειγμα μου ήταν καθαρό το σκηνοθετικό πλαίσιο, έχοντας γράψει το κείμενο, ενώ συγχρόνως δουλεύοντας στις πρόβες, ανακάλυψα και συνειδητοποίησα πράγματα εκ νέου ως προς το περιεχόμενό του, μέσα από τις αναλύσεις με τους συνεργάτες μου.Από την άλλη, υπάρχουν σίγουρα κίνδυνοι, γιατί η έκθεση πλέον είναι σε κάθε επίπεδο και η συναισθηματική εμπλοκή μεγάλη, οι λειτουργίες πολλαπλές και το πέρασμα από τη μία στην άλλη απαιτητικό και κοπιαστικό. Παρόλα αυτά μια από τις μεγαλύτερες ευλογίες στο θέατρο είναι ότι είναι ομαδική δουλειά. Στηριζόμαστε ο ένας στον άλλον. Αφηνόμαστε ο ένας στα χέρια του άλλου. Κι αυτό προϋποθέτει εμπιστοσύνη. Έτσι κι εγώ εμπιστεύτηκα το Λάζαρο Βαρτάνη που σκηνοθετούμε μαζί και το Στέφανο Παπατρέχα για να μοιραστούμε τη σκηνή. Όπως με εμπιστεύτηκαν κι εκείνοι. Και μαζί με όλους μας τους συνεργάτες δουλεύουμε και συνδημιουργούμε την παράστασή μας. Και αυτή η συνεργασία είναι το μεγαλύτερο κέρδος μου νιώθω. Το ρίσκο είναι μεγάλο, ίσως. Σημασία έχει, όμως, ακόμα και όταν τρως τα μούτρα σου να σηκώνεσαι και να συνεχίζεις, έχοντας μάθει κάτι καινούριο.

Pierroutsakou3

Τι θες να θυμάται ο θεατής μετά την παράσταση;

Θα μου άρεσε να του ‘ρθει στο νου μια προσωπική ανάμνηση. Από κάποιο του έρωτα. Ένα στιγμιότυπο που ‘χει στη μνήμη χαραγμένο - κι ενδεχομένως να είχε και καιρό να αναπολήσει - να ξυπνήσει μέσα του στη διάρκεια της παράστασης, βλέποντας τα πρόσωπα του έργου.Άλλωστε ΕΚΕΙΝΟΣ κι ΕΚΕΙΝΗ είναι δυο πρόσωπα χωρίς όνομα, χωρίς ηλικία ή ιδιότητα, που προσδιορίζονται μόνο από τη μεταξύ τους σχέση στο πέρασμα του χρόνου, κι έτσι ο καθένας θα μπορούσε ίσως να δει κάτι από τον εαυτό του μέσα τους. Αυτή η αίσθηση πως όλοι έχουμε ζήσει κάποτε κάτι παρόμοιο που, όμως, δεν μπορεί ποτέ να είναι ίδιο με κάποιου άλλου. Αυτό κάνει ΕΚΕΙΝΟΝ κι ΕΚΕΙΝΗ να είναι ξεχωριστοί καθ’ όλα και σε τίποτα, την ίδια στιγμή.Το ξύπνημα μιας προσωπικής και ακριβής του στιγμής θα μ’ άρεσε, λοιπόν, να πάρει ο θεατής μαζί του. Ένα άγγιγμα χεριών κάτω από κάποιο τραπέζι, στα κλεφτά. Τη μυρωδιά απ’ τα φρεσκολουσμένα μαλλιά του αγαπημένου προσώπου. Πώς ηχούσε το γέλιο του κάποιο καλοκαιριάτικο απόγευμα.Αυτό το συναίσθημα. Της αφύπνισης μιας ολότελα δικής του ανάμνησης.

Τι είναι αυτό που σου δίνει ώθηση να συνεχίζεις να δημιουργείς στην Ελλάδα της κρίσης;

 Η ανάγκη για έκφραση και επικοινωνία. Να πλησιαστούμε κάπως, να βρίσκουμε αφορμές να τα λέμε, να εκτονώνουμε ό,τι χρειάζεται να εκτονωθεί, να περνάμε όμορφα, να ξεκαρδιζόμαστε, να ανταλλάσσουμε προβληματισμούς. Το θέατρο, η τέχνη, δε δίνουν απαντήσεις. Θέτουν ερωτήματα. Όπως τα παιδιά.Τέτοια ερωτήματα νιώθω πως θέλω να εκφράσω.

 Από πού αντλείς έμπνευση;

Από οτιδήποτε. Απ’ όσα ακούω και βλέπω. Όσα διαβάζω. Όσα συμβαίνουν γύρω μας, στην πόλη μας, στους καλοκαιρινούς προορισμούς, στα ταξίδια, στο μετρό, στις ουρές των ATM, στις καφετέριες που πάντα θα μου πιάσει τ’ αυτί κάτι που συζητάνε στο διπλανό τραπέζι και θα χάσω για λίγο την κουβέντα της δικής μου παρέας. Πάντα θα βρεις ν’ ακούσεις κάτι ενδιαφέρον. Στις φιλικές κουβέντες. Και στις εχθρικές ακόμη.Ακόμη και σ’ εκείνες που κάνω με πρόσωπα αγαπημένα που δεν είναι πια στη ζωή μου.Στα λόγια και τις ιδέες των άλλων γύρω μου, στο διαφορετικό τρόπο σκέψης, βρίσκω τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα. Τα πιο απλά. Τα πιο εντυπωσιακά

Μελλοντικά σχέδια

Στις 14 Απριλίου σηκώνει αυλαία το «Έλα να παίξουμε» στο Black Box του Επί Κολωνώ μέχρι τις 13 Μαΐου, ενώ μόλις ολοκλήρωσε τον κύκλο της για δεύτερη χρονιά η παράσταση «Στέλλα Βιολάντη», στο θέατρο Χορν, μια πολύ αγαπημένη δουλειά όπου ήμουν βοηθός σκηνοθεσίας. Θα πάω και στην Κύπρο για λίγες μέρες για κάποια γυρίσματα, λίγο μετά την πρεμιέρα μας. Στο μεταξύ ολοκληρώνω ένα καινούριο κείμενο, που ήδη έχουμε αρχίσει να συζητάμε για την ερχόμενη χρονιά. Και ακολουθεί μια μετάφραση θεατρικού κειμένου από τα γαλλικά. Κάπως έτσι θα με βρει το καλοκαίρι, καλά να ‘μαστε!

 

Το θέατρο φαίνεται να γοητεύεται από τις αληθινές ιστορίες. Τη φετινή σεζόν είδαμε στις αθηναϊκές σκηνές, περίπου, είκοσι βιογραφίες. Οι ζωές σπουδαίων ανθρώπων από τον χώρο της Τέχνης, της Επιστήμης και της Ιστορίας έγιναν πηγή έμπνευσης για τους Έλληνες δημιουργούς και σκηνοθέτες. Ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Φρίντα Κάλο, η Έμμα Ρέγιες, ο Μάρκος Βαμβακάρης, η Μαρί Κιουρί είναι, μόνο, μερικές προσωπικότητες, οι οποίες «ζωντάνεψαν» στα θέατρα της πόλης. Με τα αποτελέσματα, πολλές φορές, να είναι, ακόμη, κι εντυπωσιακά, σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, όμως, οι παραστάσεις στάθηκαν πολύ μικρές μπροστά στο μέγεθος του «μύθου», που έπρεπε να αναπαριστήσουν επί σκηνής.

FRIDA ΚΙ ΑΛΛΟ NEW 5

Τις εντυπώσεις κέρδισαν με την ξεχωριστή «Frida κι Άλλο» η Κατερίνα Δαμβόγλου κι ο Ρόμπιν Μπίαρ στο Θέατρο 104. H ηθοποιός ερμήνευσε την πολυτάραχη ζωή της Μεξικανής ζωγράφου μέσα σε ένα ξεχωριστό περιβάλλον με video art και πολυμέσα, λειτουργώντας ζωντανά πάνω στη σκηνή , ενώ ο δεύτερος συνθέτοντας ένα, άκρως, εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Η Δαμβόγλου κατάφερε να χτίσει τη σκηνική φιγούρα της ζωγράφου και να διηγηθεί την ιστορία της με τέτοια αμεσότητα που σπαρταρούσε στη σκηνή. Η θυελλώδης προσωπικότητα της ζωγράφου, το ατύχημα που τη σημάδεψε, ο γάμος της με τον μέντορα και ζωγράφο Ντιέγκο Ριβέρα γίνονται μια συναρπαστική ιστορία . «Ο θάνατος είναι σαν το βιολί. Δεν αρκεί να έχεις ταλέντο, θέλει και συστηματική εξάσκηση», λέει η Φρίντα μέσα στο υπέροχο αυτό εικαστικό σύμπαν παρασύροντάς σε, όπως κι οι πίνακές της. Εξαιρετικό είναι, επίσης, και το σκηνικό της Ερμίνας Αποστολάκη.

Emma Protopappa

Τη ζωή μιας ακόμη ζωγράφου με πολυτάραχο βίο και πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια παρακολουθήσαμε στη Β’ σκηνή του Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας. Η Μαρία Πρωτόπαππα, στην έκτη σκηνοθετική της δουλειά, διασκευάζει το βιβλίο της Κολομβιανής ζωγράφου, Έμμα Ρέγιες, «Αναμνήσεις δι' αλληλογραφίας» (εκδ. Ίκαρος, μτφρ. Μαρίας Παλαιολόγου), δημιουργώντας έναν μονόλογο εξαιρετικής ροής με αρετές απεύθυνσης και ζωντανού λόγου, που σε ταξιδεύουν.

Μια σπουδαία ηθοποιός σε μια μοναδική θεατρική στιγμή καταφέρνει να διηγηθεί, τόσο ουσιαστικά, την ιστορία της Κολομβιανής ζωγράφου καθηλώνοντας τον θεατή σε μια παράσταση - διαμάντι! Μια ερμηνεία, που βρίθει αλήθειας κι απογειώνεται από τη γνήσια συγκίνηση.

Η Πρωτόπαππα μεταμορφώνεται σε παιδάκι από τη Μπογκοτά, το οποίο παίζει στις χωματερές ματώνοντας τα γόνατά του. Ένα παιδί, που, αντί για κούκλες, διασκεδάζει με το να αδειάζει το καθίκι της τουαλέτας και να φτιάχνει ήρωες με λάσπες. Ένα τετράχρονο, που βιώνει βαθιά την αδικία κι όταν ο ενήλικος εαυτός του λέει: «τότε κατάλαβα πως είναι ένα παιδί τεσσάρων ετών, να μπορεί να μη θέλει να ζει…», σε κάνει να σπαράζεις για όλα τα παιδιά του κόσμου.

markos vamvakaris

Δεν θα μπορούσαμε να μην μνημονεύσουμε τον Θανάση Παπαγεωργίου για το ρεσιτάλ ερμηνείας του ως Μάρκος Βαμβακάρης στο Θέατρο Στοά. Στην παράσταση «Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης», την οποία υπογράφει και σκηνοθετεί ο ίδιος, ανεβαίνει μόνος στη σκηνή, και, με μια αφοπλιστική παραστατικότητα, πείθει απόλυτα, έχοντας ως συμπρωταγωνιστή του μόνο το μπουζούκι του. «Ο άνθρωπος, για να λέγεται αληθινός άνθρωπος, πρέπει να έρχεται στη θέση του άλλου, του ομοίου του», θα πει μεταξύ άλλων ο Μάρκος, ο οποίος «υπόφερνε» στη ζωή και το έβγαζε στην «πενιά»… Το κείμενο έγραψε η Νάνση Τουρμπακάρη κι είναι βασισμένο στις αφηγήσεις του ίδιου του Μάρκου, έτσι όπως καταγράφηκαν στο βιβλίο της Αγγελικής Βέλλου-Κάϊλ «Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία». Την παράσταση επένδυσε μουσικά ο γιος του Στέλιος.

chaplin

Σημαντική ήταν κι η ερμηνεία του Θανάση Τσαλταμπάση στο θέατρο Ακροπόλ. Ο ηθοποιός ήρθε αντιμέτωπος με ένα μεγάλο υποκριτικό στοίχημα, υποδυόμενος τον αγαπημένο Τσαρλς Σπένσερ ή αλλιώς «Τσάρλι Τσάπλιν», ο οποίος έγινε γνωστός στην Ελλάδα με το προσωνύμιο «Σαρλό». Η ανέμπνευστη κι επίπεδη, όμως, σκηνοθεσία, όπως κι οι περισσότερες από τις υπόλοιπες ερμηνείες, οι οποίες ήταν μετριότατες, με εξαίρεση αυτή της Μαρίνας Ψάλτη και του Γιώργου Κωνσταντίνου, υποβάθμισαν το τελικό αποτέλεσμα μη αφήνοντας το βραβευμένο έργο του Daniel Colas να απογειωθεί.

kazatzidis meletis

Η ζωή του Έλληνα μεγάλου λαϊκού τραγουδιστή ζωντανεύει μέσα από την παράσταση «Στέλιος Καζαντζίδης - Η ζωή του όλη», που έγραψε η Μιμή Ντενίση μαζί με την Κωνσταντίνα Γιαχαλή, στηριζόμενες στο βιβλίο των Ν. Τζινιδάκη και Π. Υφαντή «Απομεσήμερο με τον Στέλιο» (Οδός Πανός). Η πρώτη υπογράφει και τη σκηνοθεσία της παράστασης, όπου δεν υπάρχει καθόλου ζωντανή μουσική, καθώς όλα τα τραγούδια του Στέλιου ακούγονται ηχογραφημένα με τη δική του φωνή. Επιλογή ορθή, γιατί όπως κι η ίδια είχε δηλώσει στη συνέντευξη Τύπου (11/12): «Σ’ ένα έργο που είναι η ζωή του Στέλιου, μου φαινόταν περίεργο να βγαίνει κάποιος τραγουδιστής και να κάνει πως είναι ο Στέλιος». Ο Μελέτης Ηλίας κλήθηκε να ερμηνεύσει τον λαϊκό τραγουδιστή, ο οποίος έγινε σύμβολο και λατρεύτηκε όσο λίγοι. Η πρόκληση ήταν μεγάλη κι η προσπάθεια του ηθοποιού σημαντική, καθώς κατάφερε να περάσει την εικόνα του αντι-σταρ, που δεν ενδιέφεραν οι κοσμικότητες, αλλά είχε επαφή μόνο με απλούς ανθρώπους φωτίζοντας, έτσι, κάποιες πλευρές της προσωπικότητας και του χαρακτήρα του ερμηνευτή. Σε καμία περίπτωση, όμως, το κοινό δεν κατάφερε να ταυτιστεί μαζί του. Βεβαίως, οφείλουμε να πούμε ότι από όλες τις βιογραφίες που ανέβηκαν φέτος, αυτή αφορούσε τον πιο λαοφιλή καλλιτέχνη και πιο πρόσφατα χαμένο, αφού ο Καζαντζίδης έχει, μόλις, 17 χρόνια που απεβίωσε. Επομένως, το εγχείρημα ήταν τολμηρό. Σαρωτική η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου στον ρόλο της μητέρας του τραγουδιστή, κομβική η παρουσία της και δραματουργικά, καθώς όλη η ιστορία φαντάζει μέσα από τα δικά της μάτια.

zampetas aliki

Αντίθετα, ο Πέτρος Ζούλιας στο «Μάλιστα κύριε Ζαμπέτα...» προσπαθώντας να αποφύγει αυτόν τον σκόπελο δεν μας παρουσίασε κανέναν ηθοποιό στον ρόλο του Γιώργου Ζαμπέτα στο Θέατρο Αλίκη. Η παράσταση σκιαγραφεί τον μύθο του μέσα από τις δραματοποιημένες αφηγήσεις της γυναίκας της ζωής του, της μητέρας και του πατέρα του, της αδερφής του και των στενών του συνεργατών. Έτσι γίνεται μάλλον, περισσότερο ένα αφιέρωμα, παρά μια βιογραφία. Ακούμε για εκείνον ιστορίες από τη Βίκυ Σταυροπούλου, η οποία ερμηνεύει, με μπρίο, τη γυναίκα της ζωής του. Ο Τάσος Χαλκιάς είναι συγκινητικός στον ρόλο του πατέρα του, όπως κι η Χριστίνα Τσάφου στον ρόλο της μητέρας του Γιώργου Ζαμπέτα. Η Ελένη Καρακάση ξεχωρίζει με τη φωνή της, αλλά ο Ζαμπέτας δεν υπάρχει πουθενά. Παρ’ όλα αυτά, η παράσταση είναι μια ευχάριστη μουσική εμπειρία.

 valtinos zorbas

Μετά τη μεγάλη της καλοκαιρινή περιοδεία η παράσταση «Αλέξης Ζορμπάς» παρουσιάζεται, από τον Οκτώβριο, στο Θέατρο Βέμπο. Το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», που μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη το 1964 σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη με τον συγκλονιστικό Άντονι Κουίν στον ομώνυμο ρόλο, σε μια ταινία όπου καθιερώθηκε το συρτάκι του Μίκη Θεοδωράκη ως ελληνικό παγκόσμιο soundtrack, διασκεύασαν οι Μιχάλης Ρέππας και Θανάσης Παπαθανασίου. Την παράσταση σκηνοθέτησε ο Σταμάτης Φασουλής και τον ομώνυμο ρόλο ερμηνεύει ο Γρηγόρης Βαλτινός, ο οποίος ως μιναδόρος μακεδονικής καταγωγής, μιας ύπαρξης αχόρταγης, που ζει τη ζωή του χωρίς προκαταλήψεις, δείχνει να απολαμβάνει την κάθε του στιγμή στο σανίδι. Στην υπόλοιπή διανομή, όμως, υπάρχουν σημαντικές αδυναμίες, όπως και στο εικαστικό κομμάτι της παράστασης.

diafani

Μια έξυπνη ιδέα είδαμε, φέτος, και στον Πολυχώρο Vault, στα πλαίσια του θεατρικού project «Ο Γιος μου», όπου επτά σκηνοθέτες ετοιμάζουν επτά παραστάσεις στηριγμένες πάνω σε επτά βιογραφίες. Επτά μάνες μιλούν για τους γιους τους. Επτά γυναίκες - ηθοποιοί παρουσιάζουν επτά γυναικείους μονολόγους , μιλούν για τα παιδιά τους, τα οποία εμείς γνωρίσαμε ως σπουδαίους και διακεκριμένους άντρες και τα οποία έλαμψαν με την προσωπικότητα, το έργο, την ευφυία, το ταλέντο, την τέχνη ή την επιστήμη τους. Μέχρι στιγμής, έχουν ανέβει οι τέσσερις από τους επτά μονολόγους

Παρακολούθησα την «Αγγέλικα Νίκλη Σολωμού ή Διάφανη», την οποία έγραψε και σκηνοθέτησε ο Περικλής Μοσχολιδάκης. Στην παράσταση η Μάγδα Κατσιπάνου, δίνει μια εκπληκτική ερμηνεία στον ρόλο της μητέρας του Διονύσιου Σολωμού, χρησιμοποιώντας, μάλιστα, την επτανησιακή διάλεκτο του 19ου αιώνα. Την παράσταση ντύνει μουσικά με το βιολοντσέλο του, ο Κωνσταντίνος Χίνης με τις νότες του, κάποιες στιγμές, να γίνονται συνοδοιπόροι της αφήγησης. Το κοινό, πέρα από την απόλαυση της παράστασης, έχει την ευκαιρία να έρθει σε επαφή και με την ιστορική γνώση, μαθαίνοντας την ιστορία μιας άσημης, εκπάγλου όμως ομορφιάς γυναίκας, η οποία έφερε στον κόσμο τον εκφραστή του Ύμνου της Ελευθερίας των Ελλήνων.

Από τη Γιώτα Δημητριάδη

 

Είχα να βιώσω τέτοια θεατρική χαρά, εδώ κι ένα χρόνο περίπου, όταν πέρσι τον Μάιο, είδα τον «Χαρτοπόλεμο» του Βαγγέλη Ρωμνιού στο Ιλίσια- Βολανάκης σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη, το πρώτο και τελευταίο του έργο, αφού ο Βαγγέλης έφυγε πολύ νωρίς.

Δυστυχώς, είναι εξαιρετικά σπάνιο για τα θεατρικά μας δρώμενα ο θεατής να απολαμβάνει καλά ελληνικά έργα και ακόμη πιο σπάνιο τα κείμενα να βρίσκονται στα χέρια σκηνοθετών, οι οποίοι καταφέρνουν να αποδώσουν τις λεπτές αποχρώσεις και τη βαθιά τους ευαισθησία.

Δέκα μήνες μετά, λοιπόν, και με την εμπειρία του «Χαρτοπόλεμου», με ενδιάμεσο σταθμό ενός νέου ελληνικού έργου, το οποίο να με συγκίνησε, πραγματικά, να μπορώ να εντάξω μόνο την «Γρανάδα» του Γιάννη Καλαβριανού, έρχεται ένα θεατρικό δώρο που ακούει στο όνομα «Mute», από τον ηθοποιό και συγγραφέα Γιώργο Αδαμαντιάδη. Ένα έργο, στο οποίο πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο συγγραφέας στην παράσταση κι επιλέγει κάποιον άλλον να αναστήσει σκηνικά το συγγραφικό του παιδί. Έτσι, σκηνοθέτης της παράστασης είναι ο Στέλιος Πατσιάς.

Το «Mute» είναι ένα διαμάντι κι επειδή «εν αρχή ην ο Λόγος», εν προκειμένω, το θαυμάσιο κείμενο του Γιώργου Αδαμαντιάδη, ιστορικό, βρίθει έρευνας κι ενασχόλησης με την περίοδο που απεικονίζει, αλλά πάνω από όλα είναι θέατρο: ζωντανός λόγος, που σπαρταρά, ήρωες με αλήθειες, αδυναμίες, φόβους, εξαιρετική πλοκή και σασπένς.

Η ιστορία μας πάει στον Όλυμπο, το 1925, όταν δύο αδελφοί, αγανακτισμένοι από κάθε μορφή εξουσίας, ανεβαίνουν στο βουνό βρίσκοντας καταφύγιο στη ληστρική ζωή. Αποκομμένοι από τον δυτικό πολιτισμό συγκροτούν ομάδες επιστρέφοντας σε άλλες μορφές κοινωνικής ύπαρξης. Έρχονται σε σύγκρουση με όλες τις κρατικές και «παρακρατικές» δομές, καθώς το νεοελληνικό κράτος έχει χάσει κάθε διάστασηδικαιοσύνης, αφού υπερασπίζεται τους πλούσιους της εποχής,απογόνους των κοτζαμπάσηδων. Η δράση απέναντι στην κρατική διαφθορά οδηγεί, όχι μόνο, στη μυθοποίηση των δύο αδελφών ληστών στα μάτια των τοπικών πληθυσμών, αλλά και στη μετατροπή τους σε λογοτεχνικούς ήρωες στα αστικά κέντρα. Από τη μία, εκτελούν φιλανθρωπικό έργο, καθώς χτίζουν εκκλησίες και συντηρούν χήρες κι ορφανά, κι   από την άλλη, λειτουργούν ως τοπικές μαφίες, ζητώντας αντίτιμο για τις υπηρεσίες τους κι απειλώντας με μαζικές ανθρωποκτονίες.

Μπορεί οι ληστές να κάνουν πράξεις, τις οποίες η κοινωνία της εποχής καταδικάζει,αλλά μέσα σ’ αυτές βρίσκεται και μια μορφή επανάστασης ενάντια στο κατεστημένο. «Αν κάποιος πάρει χρήματα για να κάνει κάτι και δεν το κάνει ληστής δεν είναι;», ρωτά ο Μάρκος τον παπά του χωριού και συνεχίζει: «Λένε εμάς κακούργους, αλλά αυτοί κάνουν χειρότερα».

Πρόκειται για ένα κείμενο γεμάτο αλληγορίες, με σπουδαίες σκηνές, όπως αυτή με τον Λουκά να κάνει καψόνια στους υποτακτικούς τους,με ερωτήματα σχετικά με τα πάθη του Χριστού, θίγοντας ζητήματα που ακόμη αφορούν την ελληνική κοινωνία, όπως οι μισαλλοδοξίες, τα δαιμόνια και το φλέγον θέμα της ιστορικής εκπαίδευσης. «Τι ιστορία μαθαίνουμε στο σχολείο;»«Πώς να συντρίβουμε τον εχθρό.», είναι η απάντηση με τα παραδείγματα του Μέγα Αλέξανδρου, του Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου, του Κολοκοτρώνη,του Καραϊσκάκη. Μαθαίνουμε για τον «Ιερό Πόλεμο», τι είναι, όμως,ιερό στον πόλεμο αναρωτιέται ο Πετράκης; Το «Mute» μας (υπεν) θυμίζει πόσο ζώα γίνονται όλοι στο πεδίο της μάχης και, κυρίως, πόσο λυσσομανούν προκειμένου να επιβάλλουν την εξουσία τους στον αδύναμο. Έλληνας ήταν εκείνος που βίαζε την ανήλικη Τουρκάλα.

Εμβληματικός και ευφυής ο τίτλος του έργου, «Mute» σε μια Ελλάδα, σε μια Ευρώπη, σε μια κοινωνία ολόκληρη, η οποία μένει - ή προτιμά να μένει - «βουβή» σ’ ό,τι συμβαίνει, πατώντας το κουμπάκι και συνεχίζοντας την πορεία της σαν ρομπότ.

 Ο Στέλιος Πατσιάς κατάφερε, με τη σκηνοθεσία του, να αναδείξει το έργο, φωτίζοντας κάθε λεπτή απόχρωσή του. Με ένα λιτό, αλλά ουσιαστικό ανέβασμα, χρησιμοποιώντας ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα, παίζοντας με τα κουστούμια (Γιάννης Μυρσιώτης)και τα σκηνικά (Μαρία Παλάντζα), καθώς και με τους φωτισμούς (Δημήτρης Λογοθέτης) έστησε μια παράσταση, την οποία θα θυμόμαστε για καιρό.

Οι έξι ηθοποιοί (Γιώργος Αδαμαντιάδης, Νικόλας Αλεξίου,Παύλος Ιορδανόπουλος, Σήφης Μηλιαράκης, Αλέξανδρος Σιάτρας και Χρόνης Barbarian),παρόντες στη σκηνή καθ’ όλη τη

διάρκεια του έργου, σε κερδίζουν με τη σκηνική τους ενέργεια, την αφοσίωση στο στόχο τους και την εντυπωσιακή κι εξαιρετική τους επικοινωνία.Μεγάλο ατού της παράστασης η ζωντανή μουσική, ο Γιώργος Καρανικολάου, ο οποίος παίζει τύμπανα.Η μουσική αξιοποιείται μοναδικά, χωρίς να εκβιάζει το συναίσθημα.

Αντίθετα, οι ήχοι γίνονται συμπρωταγωνιστές στο όλο εγχείρημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το φλυτζανάκι στην πρώτη σκηνή, που μάχεται με τις νότες από τα τύμπανα και την ανθρώπινή ανάσα… Σκηνική ποίηση.

Δείτε το «Mute» μένουν δύο ακόμη παραστάσεις σήμερα 26 και αύριο 27 Μαρτίου στο Θέατρο Σημείο. Είμαι σίγουρη όμως ότι θα υπάρξει συνέχεια…

  

  mute afisa

  

  

  

  

  

  

  

  

  

  

Μια βραδιά μνήμης, αφιερωμένη στη ζωή και το σπουδαίο καλλιτεχνικό έργο του Νίκου Κούρκουλου, διοργάνωσε ο Δήμος Ζωγράφου σε συνεργασία με τον Θανάση Παπαγεωργίου και το Θέατρο Στοά, τη Δευτέρα 19 Μαρτίου. Για τον ηθοποιό και καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, μίλησαν η Υπουργός Πολισμού, Λυδία Κονιόρδου, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο Σταμάτης Φασουλής, η Άννα Φόνσου κι ο οικοδεσπότης Θανάσης Παπαγεωργίου.

Η πρωτοβουλία εντάσσεται στον εορτασμό των 70 χρόνων του Δήμου και μ’ αφορμή την επέτειο αυτή, τιμώνται σπουδαίες προσωπικότητες της πόλης. Η δήμαρχος, Τίνα Καφατσάκη ανακοίνωσε, μάλιστα, τη μετονομασία της οδού «Γαΐου» σε οδό «Νίκου Κούρκουλου». Σ’ αυτό τον δρόμο βρισκόταν το πατρικό του ηθοποιού, όπου και μεγάλωσε με τη μητέρα του Αυξεντία, τον πατέρα του Αλκίνοο, καθώς και τα άλλα τρία του αδέρφια.

nikos kourkoulos

Η Λυδία Κονιόρδου ανεβαίνοντας στο βήμα είπε: «Όταν καλούμαι να μιλήσω για τον Νίκο Κούρκουλο, μόνο βιωματικά μπορώ να το κάνω. Δεν μπορώ να μιλήσω σαν υπουργός. Είμαι παιδί του Εθνικού. Απομακρύνθηκα και γύρισα, όταν εκείνος ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής, γιατί ένιωσα ότι μαζί του γύρισε σελίδα το Εθνικό». Στη συνέχεια, τόνισε το σπουδαίο έργο του, ως καλλιτεχνικού διευθυντή, αφού εξαιτίας του « οι παραστάσεις του Εθνικού ταξίδεψαν στην υφήλιο. Άνοιξε η Πειραματική Σκηνή, το Παιδικό Στέκι, αλλά και το Εθνικό Θέατρο έγινε ανοιχτό για όλους, χαρίζοντάς μας αυτό το υπέροχο κτίριο, για το οποίο, τώρα, καμαρώνουμε». Η κ. Κονιόρδου στάθηκε πολύ και στον χαρακτήρα του Νίκου Κούρκουλου, λέγοντας χαρακτηριστικά: « Είχε μπέσα. Ο λόγος του ήταν συμβόλαιο».

Ο Θανάσης Παπαγεωργίου θυμήθηκε την πρώτη τους γνωριμία στη γειτονιά του Ζωγράφου, αλλά και μια περιοδεία τους στην Αυστραλία, κι όπως είπε, είδε «την αποθέωση του σταρ σε θέατρα 2.500- 7.000 θέσεων». Επιστρέφοντας στο σήμερα, όπου ο ίδιος είναι πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου, δήλωσε πως, ακόμα, νιώθει από τους εργαζομένους «τη λατρεία» που τρέφουν για τον Νίκο Κούρκουλο.

«Ακριβές» χαρακτήρισε και τις τέσσερις συνεργασίες που είχε με τον Νίκο Κούρκουλο, ο Σταμάτης Φασουλής, ο οποίος τόνισε πως «ο Κούρκουλος δεν καταδέχθηκε ποτέ να παίξει στο θέατρο αυτά που είχε κάνει στο σινεμά». Ενώ για τις τραγωδίες, στις οποίες είχε παίξει, διηγήθηκε μια ιστορία του «κακού» , όπως είχε αναφέρει κι ο Μινωτής, ο οποίος είχε παραδεχθεί πως «μετά από εκείνον, μόνο ο Κούρκουλος ήταν πολύ καλός στον Οιδίποδα». Στη συνέχεια κι εκείνος, τόνισε το σημαντικόέργο του Νίκου Κούρκουλου στο Εθνικό Θέατρο, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Τελείωσα το Εθνικό και δεν είχα πατήσει το πόδι μου ποτέ πριν αναλάβει εκείνος. Χρωστάω στον Κούρκουλο τη μεγάλη μου επιτυχία ‘’Βύρα τις Άγκυρες ‘’. Δεν ερχόταν να δει τις πρόβες. Ήρθε, μόνο, στην πρεμιέρα και χειροκρότησε ».

Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος φώτισε μιαν άλλη πλευρά του ηθοποιού, σχετική με την εκπαίδευση που έλαβε ο ίδιος, ως μαθητής στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, με καθηγητές την Κατίνα Παξινού και τον Άγγελο Τερζάκη. Υπενθύμισε πως ο Κούρκουλος ήταν στην πρώτη παράσταση της Επιδαύρου το 1954, όταν την εγκαινίασε ο Δημήτρης Ροντήρης κι έπαιζε στον χορό του «Ιππόλυτου», με πρωταγωνιστή, τότε, τον Αλέκο Αλεξανδράκη (φωτογραφία υπάρχει και στο θεατρικό μουσείο). Σύμφωνα με τον Γεωργουσόπουλο, αυτή η παιδεία τον οδήγησε, αργότερα, στο θέατρο ρεπερτορίου, ανεβάζοντας, έτσι, Μπρεχτ, Πίντερ, Ανούιγ και, μάλιστα, με τόσο υψηλές προδιαγραφές. «Διάλεγε συνεργάτες στο ύψος του, όχι μικρότερους για να φαίνεται ο ίδιος στην κορυφή», τόνισε ο κ. Γεωργουσόπουλος.

Για μια πιο προσωπική στιγμή τους στη σκηνή μίλησε η Άννα Φόνσου, η οποία μοιράστηκε με το κοινό τα πρώτα χρόνια που έπαιζε μαζί με τον Νίκο Κούρκουλο στο θέατρο Προσκήνιο, τονίζοντας πως ήταν πάντα φίλοι γι’ αυτό δεν έπαιξε και πότε στο Εθνικό όσο εκείνος ήταν διευθυντής.

Κατά τη διάρκεια της βραδιάς παρουσιάστηκαν βίντεο με αποσπάσματα από ταινίες και παραστάσεις του ηθοποιού κι ακούστηκαν τραγούδια, που ερμήνευσαν η Εύα Καμινάρη, η Ανδριάνη Κυλάφη κι ο Σταύρος Παπασταύρου και ο αείμνηστος ηθοποιός είχε ερμηνεύσει στον κινηματογράφο και το θέατρο.

Το Θέατρο Στοά ήταν ασφυκτικά γεμάτο από καλλιτέχνες, φίλους και κατοίκους της περιοχής που είτε γνώρισαν από κοντά τον καλλιτέχνη είτε τον αγάπησαν μέσα από τις ταινίες και την πορεία του στο θέατρο.

stoa kourkoulos

Ο Νίκος Κούρκουλος μπορεί να έφυγε από κοντά μας εδώ και έντεκα χρόνια,(30/1/2007) το έργο και η προσωπικότητά του, όμως άφησαν άφησαν γερή παρακαταθήκη.

«Πριν ξεκινήσω για τον κόσμο, ανάσανα έναν αέρα που μύριζε αλλιώς».

Η Κολομβιανή καλλιτέχνις, Έμμα Ρέγιες, ξεδιπλώνει την απίστευτη αυτοβιογραφία της μέσα από τις επιστολές, που έστελνε στον φίλο της Χερμάν Αρσινέγας. Εκείνος, συγκλονισμένος από τις επώδυνες αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας, δείχνει τα κείμενα στον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο οποίος ενθάρρυνε τη Ρέγιες να συνεχίσει το γράψιμο. Η αλληλογραφία κράτησε ως το 1997. Σ' αυτό το διάστημα, ο Αρσινέγας κατάφερε να πάρει την έγκριση της Έμμα Ρέγιες, προκειμένου να εκδώσει τις επιστολές αυτές μετά τον θάνατό της (το 2003, στο Μπορντό, 83 ετών).

Έτσι, το βιβλίο οι «Αναμνήσεις δι' αλληλογραφίας» (εκδ. Ίκαρος, μτφρ. Μαρίας Παλαιολόγου), με μια γραφή ξεχωριστή, για την εντιμότητα και την απουσία κάθε επιτήδευσης, είναι από τα πιο συγκλονιστικά αυτοβιογραφικά κείμενα της πρόσφατης λατινοαμερικανικής πεζογραφίας, σύμφωνα με την εφημερίδα «Semana». Το καλύτερο βιβλίο των τελευταίων ετών στην Κολομβία, η αφήγηση μιας ζωής πέρα από τα όρια, πέρα από κάθε φαντασία.

Η Ρέγιες αφηγείται τις αντιξοότητες των παιδικών της χρόνων στην Κολομβία στις αρχές του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στη Μπογκότα το 1919. Μεγάλωσε χωρίς γονείς και ταυτότητα. Η γυναίκα, που την είχε υπό την επίβλεψή της, την εγκατέλειψε μαζί με την αδερφή της σ' ένα μοναστήρι, από όπου και δραπέτευσε κάνοντας ωτοστόπ. Χωρίς αυτολύπηση, με ευφυΐα ενηλίκου και ματιά κοριτσιού, καταφέρνει να μεταδώσει, με ακρίβεια, στον αναγνώστη τα συναισθήματά της.

Η Μαρία Πρωτόπαππα, στην έκτη σκηνοθετική της δουλειά, διασκευάζει το βιβλίο της Κολομβιανής ζωγράφου, δημιουργώντας έναν μονόλογο εξαιρετικής ροής με αρετές απεύθυνσης και ζωντανού λόγου, που καθηλώνουν.

Παράλληλα, ανεβαίνει μόνη στη μικρή, αλλά τόσο φιλόξενη, Β΄ σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας, για να μας υπενθυμίσει μέσα στο συνονθύλευμα από ποιοτικές, δήθεν ποιητικές και «με άποψη» παραστάσεις που παρακολουθούμε, το τόσο απλό κι ουσιαστικό, που έχουμε χάσει: τις ρίζες του θέατρου. Μια εξαιρετική ηθοποιός ερμηνεύει στη σκηνή και, με πηγαία συγκίνηση, σε παρασύρει με την ιστορία της.

Η Πρωτόπαππα γίνεται το παιδάκι στη Μπογκοτά, το οποίο παίζει στις χωματερές και ματώνει τα γόνατά του. Ένα παιδί, που, αντί για κούκλες, διασκεδάζει με το να αδειάζει το καθίκι της τουαλέτας και να φτιάχνει ήρωες με λάσπες. Ένα τετράχρονο, που βιώνει βαθιά την αδικία κι όταν ο ενήλικος εαυτός του λέει: «τότε κατάλαβα πως είναι ένα παιδί τεσσάρων ετών, να μπορεί να μη θέλει να ζει…» σε κάνει να σπαράζεις για όλα τα παιδιά του κόσμου. Ένα κοριτσάκι, που δεν γνώρισε αγάπη και γονείς.

Όλα αυτά, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, αλλά με μια πηγαία αλήθεια, μια γνήσια συγκίνηση, που βγαίνει αβίαστα.

Ντυμένη μ’ ένα γαλάζιο κουστούμι, σαν μια μαγική νιφάδα, μια νεράιδα σε μουσικό κουτί, ζωντανεύει, στην αποτελούμενη μόνο με βελούδινες κόκκινες κουρτίνες σκηνή, έναν ολόκληρο κόσμο, αυτόν της Κολομβίας των αρχών του 20ου αιώνα, μέσα σε μια ατμόσφαιρα Λατινοαμερικάνικου μυστικισμού και Καθολικής αυστηρότητας.

Όσο το παιδάκι μεγαλώνει, ο μεγάλος του σύμμαχος το όνειρο, το εγκαταλείπει. Έτσι κι η μαγική νιφάδα σιγά-σιγά, αποδομείται από την ίδια την ηθοποιό επί σκηνής (κουστούμια – σκηνικά: Μαρία Πανουργιά)

Μ’ αυτό το στοιχείο του ονείρου, συνδιαλέγεται πολύ η σκηνοθεσία, προτάσσοντας την παιδικότητα, την αγνότητα της ψυχής, την αφέλεια και τη φαντασία κι επιτυγχάνοντας εξαιρετικά, όμως, τις μετακινήσεις στο χρόνο (flashback) με έξυπνες σκηνοθετικές λύσεις, όπως είναι η χρήση της σκιάς και του φωτός (φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης), καθώς και τα ενδιάμεσα μουσικά χαλιά. Η παράσταση σε κερδίζει, αδιαμφησβήτητα, λόγω της αμεσότητάς της. Η Μαρία Πρωτόπαππα είναι σαν να καταθέτει την ιστορία στον κάθε θεατή προσωπικά κι αυτό είναι ένα θεατρικό δώρο, που δεν το ξεχνάς εύκολα.

Στην παράσταση δεν γίνεται λόγος για τα έργα και την πορεία της ζωγράφου, για τις σπουδαίες συναντήσεις της (συγχρωτίστηκε με καλλιτέχνες, όπως ο Ντιέγκο Ριβέρα και διανοούμενους, όπως η Έλσα Μοράντε και ο Αλμπέρτο Μοράβια), για την προσωπική της ζωή (υπήρξε σύζυγος του γλύπτη Μποτέρο πριν παντρευτεί τον Ζαν Περομάτ, τον γιατρό που την κουράρησε στο πλοίο, που την έφερε στην Ευρώπη), για το γεγονός ότι έγινε προστάτιδα των κολομβιανών ζωγράφων, που την αποκαλούσαν «μεγάλη μαμά» τους.

Πρωταγωνίστρια είναι μόνο η μικρούλα Έμμα κι όλα όσα πέρασε στην παιδική της ηλικία. Η ενήλικη καλλιτέχνις μοιάζει να απουσιάζει. Αν, όμως, ρίξει κανείς μια απλή ματιά στα έργα της θα τη βρει εκεί, παρούσα. Τι σπουδαιότερο από μια παράσταση, με την οποία σου «συστήνεται», με έναν τόσο γλυκό τρόπο, μια καλλιτέχνιδα;

emma pinakas

Από τη Γιώτα Δημητριάδη 

«Ο θάνατος υπάρχει είναι εκεί, Μώρις ,και εσύ απλά σβήνεις τις ημέρες από το ημερολόγιο».
 
 
Η Ομάδα Νάμα ανεβάζει, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το έργο «Η λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας» του Ιρλανδού συγγραφέα Κόνορ Μακφέρσον κι έτσι έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε ένα ακόμη έργο του, μετά τον «Φάρο», που σκηνοθετήθηκε από τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη στο Θέατρο Αθηνών.
 
Ο θεατής μπορεί, πολύ εύκολα, να εντοπίσει αρκετές ομοιότητες ανάμεσα στα δύο κείμενα, τα οποία, φέτος, συστήνονται στο αθηναϊκό κοινό μέσα από δύο εξαιρετικές παραστάσεις.
 
Ο «Ιρλανδός Τσέχοφ», όπως συνηθίζουν να αποκαλούν τον συγγραφέα οι Άγγλοι γείτονές του, τοποθετεί στο επίκεντρο του έργου του τα αδιέξοδα του μέσου Ιρλανδού, ο οποίος προσπαθεί να επιβιώσει ζώντας μέσα σ’ ένα σάπιο σύστημα καταναλώνοντας πολύ αλκοόλ και κάνοντας κι άλλες καταχρήσεις, χωρίς οικογενειακή θαλπωρή, χωρίς σταθερή επαγγελματική σχέση και σε άθλια οικονομική κατάσταση.
 
Στα έργα του εντοπίζουμε, σχεδόν πάντα, και κάποιον ήρωα με αναπηρία (στον «Φάρο» ο Ρίτσαρντ είναι τυφλός, στη «Λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας» ο Ντοκ είναι νοητικά καθυστερημένος). Επιπλέον, οι ήρωες του λειτουργούν σαν το ζωικό βασίλειο, σαν μια τροφική αλυσίδα απέναντί στο πιο δυνατό ζώο. Πάντα υπάρχει κάποιος, ο οποίος νομίζει ότι ο άλλος είναι πιο ισχυρός. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, καθώς ο ένας ζηλεύει τον άλλον, κυριεύεται από ενοχές, και πνίγεται από τη σχέση αυτή, κανείς, όμως, δεν μπορεί να ξεφύγει. Ήρωες, οι οποίοι εθελοτυφλούν στη μιζέρια τους, οι οποίοι βλέπουν το δέντρο, αλλά χάνουν το δάσος. Σας θυμίζουν κάτι;
 
Στο δια ταύτα, όμως, η «Λάμψη της ασήμαντης νύχτας» (The Night Alive, 2013) ανέβηκε, για πρώτη φορά, σε σκηνοθεσία του ιδίου του συγγραφέα, στο θέατρο Donmar Warehouse στο Λονδίνο, τον Ιούνιο του 2013 ως μαύρη κωμωδία.
 
Η ιστορία επικεντρώνεται στη ζωή ενός άνδρα κοντά στα πενήντα, του Τόμμυ, ο οποίος έχει αποχωριστεί την οικογένειά του και ζει μόνος του, πια, σε ένα τμήμα του σπιτιού τού θείου του τού Μώρις, σε μια συνοικία του Δουβλίνου. Οι δουλειές του ποδαριού που κάνει με τον κολλητό φίλο του Ντοκ, οι γκρίνιες του θείου Μώρις κι οι τηλεφωνικοί καυγάδες με την πρώην γυναίκα του αποτελούν την καθημερινότητα του αποτυχημένου και μοναχικού Τόμμυ. Τη ζωή του έρχεται να ταράξει μια νεαρή κοπέλα, η Αϊμέ, που μόλις σώθηκε από μια άγρια επίθεση από τον σύντροφό της Κένεθ, ο οποίος την είχε σπρώξει στην πορνεία. Η ερωτική σχέση του Τόμμυ με την Αϊμέ θα αναστατώσει τη ζωή των πέντε ηρώων.
 
Η Ελένη Σκότη βρίσκει πρόσφορο έδαφος στο έργο σκηνοθετώντας το με τον προσφιλή της τρόπο, τον ρεαλισμό, καθώς δουλεύοντας με τη συγκεκριμένη ομάδα ηθοποιών κι έχοντας τα εχέγγυα της ευθύβολης μετάφρασης του Γιώργου Χατζηνικολάου οδηγείται σε μια παράσταση στην οποία δικαιώνεται απόλυτα.
 
Η σκηνοθεσία καταφέρνει να διεγείρει τόσα πολλά συναισθήματα στο θεατή, ώστε το έργο διατηρώντας την αξία και το ενδιαφέρον ενός θρίλερ και μιας μαύρης κωμωδίας, παράλληλα, συγκινεί.
 
Οι συντελεστές δεν αμέλησαν μια σημαντική παράμετρο του κειμένου: το εξαιρετικό χιούμορ του. Το διατήρησαν και το φώτισαν στις ανάλογες δόσεις.
 
Αυτό που μένει, όμως, από την παράσταση είναι οι εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών και όπως κι οι μεταξύ τους σχέσεις, που δουλεύτηκαν εξονυχιστικά.
 
Ο Δημήτρης Αλεξανδρής μοιάζει να μην παίζει τον Τόμμυ, αλλά να είναι ο ίδιος ο Τόμμυ, εξαιτίας της φυσικότητάς του και της άνεσής του με στον σκηνικό χώρο, που, σπάνια, κατακτά ένας ηθοποιός. Η φθορά του ήρωα κι η εσωτερική ένταση αντικατοπτρίζονταν στο πρόσωπό του, σαν όλα να έχουν βιωθεί βαθιά.
 
Ο Ερρίκος Λίτσης καταφέρνει να φέρει στη σκηνή μια άλλη κοινωνική τάξη κι έναν άλλο κόσμο, ο οποίος εξακολουθεί να επιζεί μέσω των αναμνήσεων του. Η πάλη των δύο κόσμων είναι, πάντα, παρούσα με τη μορφή της αναμέτρησης των ανθρώπινων υπάρξεων, γεγονός που κατάφερε να αποδώσει, περίφημα, ο ηθοποιός με την ερμηνεία του, ο οποίος ήταν εξαιρετικός στη σκηνή περιγράφοντας όσα συνέβησαν στο μνημόσυνο.
 
Ο Γιώργος Τριανταφυλλίδης κλέβει την παράσταση με τον αβανταδόρικο ρόλο του Ντοκ. Μια φιγούρα, η οποία ξεχωρίζει και, με πολύ χιούμορ, αποδίδει τις πιο τραγικές καταστάσεις. Υποψήφιος, πέρσι, για την ερμηνεία του στο έργο του Φέρντιναντ Μπρούκνερ «Η αρρώστια της νιότης», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λάλου, για το βραβείο «Δημήτρης Χορν» 2017, μ’ αυτή την ερμηνεία του δεν μπορεί να μην διεκδικήσει και, πάλι, τον Χρυσό Σταυρό του Ηθοποιού.
 
Η Κατερίνα Μαούτσου χάρισε στην Αϊμέ μια αυθεντικότητα. Ήταν λιτή, ουσιαστική και καίρια. Η σκηνή του εφιάλτη κι η συζήτηση που ακολούθησε με τον Τόμμυ (Δημήτρη Αλεξανδρή) ήταν, ίσως, η καλύτερη  σκηνή της παράστασης. Οι δύο ήρωες περιγράφουν τη συνουσία και ό,τι συνέβη μεταξύ τους προσπαθώντας, πίσω από τη σαρκική επαφή, να βρουν κάτι για να πιαστούν. «40 ευρώ εντάξει…Γιατί σε μια γνωριμία θέλει και όλο αυτό το ψηστήρι…» θα της πει ο Τόμμυ κι εκείνη θα προσπαθήσει δειλά να τον αγκαλιάσει...
 
Ο Αργύρης Σαζακλής, στον ρόλο του Κένεθ, εγκλωβίστηκε, ίσως, από τη σκηνοθεσία, στη γραφική φιγούρα του «κακού» κι η ερμηνεία του παρά ήταν εξωτερική.
 
Μεγάλο ατού της παράστασης αποτελεί και το σκηνικό του Γιώργου Χατζηνικολάου, που υπηρετώντας πιστά το πνεύμα αυτής, δηλ. το τμήμα του σπιτιού τού θείου του Μώρις, σε μια συνοικία του Δουβλίνου, μεταφέρεται στη σκηνή του Επί Κολωνώ με κάθε λεπτομέρεια, είτε αυτή είναι ένα μικρό βιβλίο pocket στη γωνία, είτε η αφίσα στον τοίχο δένοντας, έτσι, αρμονικά με τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Αντώνη Παναγιωτόπουλου.
 
 
Μια παράσταση που μας συστήνει, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ένα σύγχρονο βραβευμένο έργο. (Την περίοδο κατά την οποία παίχτηκε στο Atlantic Theater της Νέας Υόρκης, απέσπασε το βραβείο Καλύτερου Έργου 2014 ενώ, ταυτόχρονα, ήταν υποψήφιο για τα βραβεία Drama Desk & Lucille Lortell, όπως και για το Βραβείο Ολίβιε). Μια, ακόμα, εξαιρετική παράσταση από την ομάδα Νάμα.
 
Από τη Γιώτα Δημητριάδη

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας αναζητήσαμε ιστορίες γυναικών που με τον τρόπο ζωή τους, την παρουσία τους, το καλλιτεχνικό τους έργο ή τη στάση τους στα πράγματα, επηρέασαν και ενέπνευσαν τόσο άλλες γυναίκες όσο και γενικότερα το περιβάλλον τους.

Μπορεί η πρώτη Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας να γιορτάστηκε το 1909 με πρωτοβουλία του Σοσιαλιστικού Κόμματος των ΗΠΑ και να υιοθετήθηκε δύο χρόνια αργότερα από τη Σοσιαλιστική Διεθνή. Όμως σίγουρα κάποιες κυρίες για τις οποίες θα διαβάσετε εδώ, αν και γεννημένες δεκαετίες πριν καθιερωθεί η γιορτή, ανήκουν αναμφίβολα στα γυναικεία πρότυπα, διεκδικώντας ξεχωριστή θέση και στο φεμινιστικό κίνημα.

Έξι αληθινές ιστορίες γυναικών που ζωντανεύουν στις αθηναϊκές σκηνές από αντίστοιχες γυναίκες ηθοποιούς που μάλιστα έχουν το θάρρος να τις ενσαρκώνουν στο πιο απαιτητικό είδος θεάτρου, τον μονόλογο.

maria protopapappa2

Μαρία Πρωτόπαππα – «Έμμα Ρέγες»

Η Έμμα Ρέγιες γεννήθηκε στη Μπογκοτά το 1919, όπου μεγάλωσε χωρίς γονείς και ταυτότητα, ζώντας μαζί με την αδελφή της σε μοναστήρι για χρόνια, από το οποίο δραπέτευσε κάνοντας οτοστόπ. Άρχισε να ζωγραφίζει με ένα ταλέντο τόσο πηγαίο κι εκρηκτικό, που έκανε τον Ντιέγκο Ριβέρα, αλλά και τον Πάμπλο Πικάσο να ξετρελαθούν.

Έγινε γνωστή στο Παρίσι τη δεκαετία του ’60. Υπήρξε σύζυγος του γλύπτη Μποτέρο, πριν παντρευτεί τον Ζαν Περομάτ, τον γιατρό που την κουράρησε στο πλοίο που την έφερε στην Ευρώπη. Εξέθεσε έργα της σε διάφορες πόλεις του κόσμου και συγχρωτίστηκε με καλλιτέχνες, όπως ο Ντιέγκο Ριβέρα και διανοούμενους, όπως η Έλσα Μοράντε κι ο Αλμπέρτο Μοράβια. Έγινε προστάτιδα των Κολομβιανών ζωγράφων, οι οποίοι την αποκαλούσαν «μεγάλη μαμά» τους.

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές την παρότρυνε να γράψει την ιστορία της ζωής της, όπως την περιέγραφε στα γράμματα που έστελνε στον καλό της φίλο Χερμάν Αρσινέγας. Έτσι, προέκυψαν οι «Αναμνήσεις δι' αλληλογραφίας», που κυκλοφορούν στη χώρα μας, από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε μετάφραση Μαρίας Παλαιολόγου.

Αυτό το βιβλίο αποτέλεσε το πρώτο υλικό για τη Μαρία Πρωτόπαππα, η οποία ερμηνεύει, σε δική της σκηνοθεσία, στη Β’ Σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας, την Κολομβιανή ζωγράφο δηλώνοντας σε συνέντευξή της στο texnes-plus : «Αυτή τη δουλειά δεν τη σκηνοθετώ. Τη φτιάχνω ως ηθοποιός με τα εργαλεία του. Δεν με νοιάζει η τέχνη σήμερα. Με ενδιαφέρει το παιδάκι. Η Έμμα. Σε όλα τα άλλα, θα ήθελα να βάλω μια μεγάλη φωτιά και να τα εξαφανίσω».

 epagelma porni

Αλεξάνδρα Παλαιολόγου- «Επάγγελμα Πόρνη»

Η Λιλή Ζωγράφου γεννήθηκε το 1922 στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Ο πατέρας της ήταν εκδότης εφημερίδας με φιλελεύθερες, για την εποχή του, ιδέες . Σπούδασε φιλολογία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Στη γερμανική κατοχή και, ενώ ήταν έγκυος, φυλακίστηκε για αντιστασιακή δράση γεννώντας την κόρη της στη φυλακή. Όρθωσε το ανάστημά της στο φασισμό, αλλά και, γενικότερα, στα «πρέπει» της εποχής της.

Στην παράσταση «Επάγγελμα Πόρνη», ο σκηνοθέτης Ένκε Φεζολλάρι παρουσιάζει, με τη δική του λιτή και ουσιαστική ματιά, τη γυναίκα Λιλή Ζωγράφου. Η Αλεξάνδρα Παλαιολόγου ενσαρκώνει αυτόν τον χαρακτήρα μέσα από την κομψή της παρουσία, αλλά και την δυναμική της στον λόγο, στην έκφραση και στις απαιτήσεις ενός μονολόγου. Ελεύθερη, ανυπότακτη και συνειδητοποιημένη η Λιλή Ζωγράφου μεταφέρει στα βιβλία της τη ζωή που έζησε, τη ζωή που της αντιστάθηκε, αλλά και άλλη τόση που της παραδόθηκε άνευ όρων. Δεν είναι εύκολο να πλησιάσεις αυτές τις «γαζέλες» της ζωής και της ύπαρξης. Ο Ένκε Φεζολλάρι μας έδωσε τη δυνατότητα, μέσα από μια σκηνοθεσία που σέβεται τη μνήμη, την ιστορία και τη ζωή, να δούμε και να ακούσουμε, χωρίς υπερβολές, τον λόγο μιας αγωνίστριας – μιας γυναίκας ελεύθερης.

Η συγκεκριμένη παράσταση ξεκίνησε το ταξίδι της από το ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης τον Δεκέμβριο του 2014. Στη συνέχεια, έκανε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα με μεγάλη επιτυχία. Επιστρέφει στην Αθήνα, στις 9 του Μάρτη, στο Τempus Verum - Eν Αθήναις.

lela karagianni2

Μαίρη Βιδάλη- «Λέλα Καραγιάννη- Η μάνα της Αντίστασης »

Η Λέλα Καραγιάννη γεννημένη το 1989 στο χωριό Λίμνη της Εύβοιας, έγινε η «Μπουμπουλίνα», η οποία εκτελέστηκε από τους Ναζί. Μια Ευβοιώτισσα, η οποία δεν δίστασε να μετατρέψει το σπίτι της σε αρχηγείο της αντιναζιστικής οργάνωσης «Μπουμπουλίνα», δείχνοντας, με αυτόν τον τρόπο, την αντίθεσή της απέναντι στους κατακτητές. Περιέθαλψε Έλληνες φαντάρους, που επέστρεφαν από το μέτωπο και περίπου 140 συμμάχους.

Τον Ιούλιο του 1944, η Λέλα Καραγιάννη συνελήφθη από τη Γκεστάπο μαζί με τα πέντε από τα παιδιά της. Βασανίστηκε στα μπουντρούμια των Ες-Ες, στην οδό Μέρλιν και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου Αττικής. Τελικά, άκαμπτη στις ανακρίσεις και τα βασανιστήρια, ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο κι εμψυχώνοντας, έως την τελευταία στιγμή τους μελλοθανάτους, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς κατακτητές, μαζί με άλλους 27 αγωνιστές της Αντίστασης, στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 στο 'Αλσος Χαϊδαρίου.

Την ιστορία της σπουδαίας Ελληνίδας αγωνίστριας ερμηνεύει η Μαίρη Βιδάλη στο Διάχρονο Θέατρο, ενώ τη σκηνοθεσία υπογράφει η Γιώτα Κουνδουράκη. Η παράσταση βασίζεται σε κείμενο του Γιώργου Α. Χριστοδούλου. Η παράσταση συνεχίζεται για 3η χρονιά. Η Μαίρη Βιδάλη τιμήθηκε από την Ακαδημία Κορφιάτικων Βραβείων με το Α’ Βραβείο ερμηνείας μονολόγου «Αντιγόνη Βαλάκου» 2016-2017.

Γυναίκες – μάνες σπουδαίων ανδρών

 

Στο Πολυχώρο Vault, στα πλαίσια του θεατρικού project «Ο Γιος μου», επτά σκηνοθέτες ετοιμάζουν επτά παραστάσεις στηριγμένες πάνω σε επτά βιογραφίες. Επτά μάνες μιλούν για τους γιους τους. Επτά γυναίκες ηθοποιοί παρουσιάζουν επτά μονολόγους γυναικών, μιλούν για τα παιδιά τους, τα οποία εμείς γνωρίσαμε ως άντρες σπουδαίους και διακεκριμένους και τα οποία έλαμψαν με την προσωπικότητα, το έργο, την ευφυία, το ταλέντο, την τέχνη ή την επιστήμη τους. Αυτή την περίοδο, παρουσιάζονται οι τρεις από αυτούς.

spylioti

Χρύσα Σπηλιώτη - «Ο Γιος μου Νικόλαος Μάντζαρος»

Η Ρεγγίνα Μάντζαρου ήταν μητέρα του Νικόλαου Χαλικιόπουλου - Μάντζαρου συνθέτη του Εθνικού Ύμνου. Υπήρξε η πρώτη του δασκάλα στο πιάνο.

Αντάρτισσα η ίδια, παρά τις επιταγές της τάξης και της εποχής της, ερωτεύεται παράνομα. Προσπαθεί να σώσει το παιδί της και τον εαυτό της από τη μέγγενη των κοινωνικών περιορισμών και της υποκρισίας, που εκφράζει κι επιβάλλει ο δεσποτικός σύζυγός της Γιάκωβος. Εμπνέει στον γιο της, χωρίς καν να το αντιλαμβάνεται, αγάπη για τη ζωή και την ελευθερία. «Εγώ το μόνο που ‘κανα ήταν να τον αφήνω λεύτερο, να χαίρεται μέχρι τις πατουσίτσες του», καταφέρνοντας το σχεδόν ακατόρθωτο: Να δώσει τα εφόδια σ' έναν αριστοκράτη να γράψει τη μουσική για τον ξεσηκωμό των Ελλήνων.

Η Χρύσα Σπηλιώτη πρωταγωνιστεί στο μονόλογο, που έγραψε η ίδια, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Αυγουστίνου Ρεμούνδου ζωντανεύοντας τον μικρόκοσμο της ηρωίδας σαν παιδικό κουρδιστό παιχνίδι εποχής και δημιουργώντας έναν ολόκληρο κόσμο μέσα από σύμβολα.

 diafani

Μάγδα Κατσιπάνου-«Αγγέλικα Νίκλη Σολωμού η Διάφανη»

 Η Αγγέλικα Νίκλη πουλήθηκε σε ηλικία 13 ετών στον Κόντε Νικόλαο Σαλαμών για να γίνει παλλακίδα του – μαντενούτα του και έκανε μαζί του δύο νόθα αγόρια, τον Διονύσιο, ο οποίος αναδείχτηκε σε Εθνικό ποιητή των Ελλήνων και τον Δημήτριο, ο οποίος έγινε Γερουσιαστής των Ιονίων Νήσων. Η προσωπική της ιστορία και το δράμα της συγκλονίζουν.

Από αυτή τη σχέση λατρείας που για πολλά χρόνια δεν υφίσταται, λόγω της απόστασης που τους χώρισε και των οικογενειακών διαφορών, του Εθνικού μας ποιητή με τη μητέρα του εμπνεύστηκε ο Περικλής Μοσχολιδάκης κι έγραψε το μονόλογο, τον οποίο και σκηνοθετεί στη μικρή σκηνή του Vault. Μέσα από τον χειμαρρώδη μονόλογο της Αγγέλικας, την οποία ενσαρκώνει με την καταπληκτική της ερμηνεία η Μάγδα Κατσιπάνου, ξετυλίγεται η δραματική, άγνωστη ιστορία μίας άσημης, εκπάγλου, όμως, όμορφης γυναίκας, η οποία έφερε στον κόσμο τον Διονύσιο Σολωμό, παρ’ όλο που η ίδια διασύρθηκε και απαξιώθηκε τόσο όσο ο αγαπημένος της γιος αναγνωρίστηκε και δοξάστηκε. Μια παράσταση που την απολαμβάνεις και γοητεύεσαι από την εξαιρετική υποκριτική της πρωταγωνίστριας που αν και μόνη στη σκηνή με ένα μουσικό σε παρασύρει στον κόσμο της ηρωίδας της.

Makrigianni2

Ευγενία Αποστόλου- «Βασιλική Τριανταφύλλου: Αχ, Γιάννη μ’!» "Ο γιος μου Γιάννης Μακρυγιάννης"

 Ο Γιάννης Μακρυγιάννης γεννήθηκε το 1797-’98, στο Αβορίτι της Δωρίδας. Ήταν ενός έτους, όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας του, Δημήτρης Τριανταφύλλου, από τους Τούρκους. Ο Γιάννης, ονομάστηκε, αργότερα, Μακρυγιάννης για το ψηλό του ανάστημα. Η μάνα του, η Βασιλική, φτωχή αγρότισσα, τον είχε γεννήσει επιστρέφοντας από το χωράφι στο σπίτι. Αναγκάστηκε να φύγει για τη Λειβαδιά. Άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματά του το 1829, ένα μνημείο λόγου και ιστορίας. «…Ό,τι πιο σπουδαίο πράμα τα γράμματα, η μόρφωση, να μη σε κοροϊδεύουν. Να δώσει να ’ρθει μια μέρα σ’ αυτό τον τόπο, που ο κόσμος θα ’ναι μορφωμένος και δεν θα μπορούν να κοροϊδεύουν τους ανθρώπους». Μέσα από την προσωπική του ιστορία, ξεδιπλώνεται ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας της Ελλάδας. Με τα «κολλυβογράμματά του» κάνει μια καταγραφή σημαντικών ιστορικών γεγονότων και μέσα από τη ματιά και την αφήγηση της μητέρας του Βασιλικής Τριανταφύλλου, διαπιστώνουμε, για άλλη μια φορά, πως η ιστορία επαναλαμβάνεται με τις ίδιες ακριβώς αντιστοιχίες. Σχέσεις με την υπόλοιπη Ευρώπη, συμφέροντα ξένων και ντόπιων και μια χώρα, η Ελλάδα, πάντα χρεωμένη, διχασμένη και έρμαιο των ξένων Κυβερνητών ή Βασιλέων, να αγκομαχά και να υποφέρει.

Μια παράσταση, στη διάρκεια της οποίας, μέσα από τη ζωή του γιου ανακαλύπτουμε τη μητέρα και, από τα λίγα που ξέρουμε γι’ αυτήν, ανακαλύπτουμε το γιο.

Το κείμενο είναι του Γιώργου Μεσολλογγίτη , σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Πολυχρονοπούλου και στο ρόλο της Βασιλικής Τριανταφύλλου θα δούμε την Ευγενία Αποστόλου. (Πρεμιέρα 7/3)

 

Από τη Γιώτα Δημητριάδη και τη Κατερίνα Κασελίμη 

Πολλές φορές αναρωτιέμαι: «Τι κάνει μια παράσταση πετυχημένη;» Θέμα για μελέτη θα μου πείτε. Αν όμως, μπορούσαμε να το αποκωδικοποιήσουμε μέσα σε λίγες λέξεις, κάποιες από αυτές, ίσως, ήταν: η επικοινωνία, η ζωντάνια, η αμεσότητα, η επικαιρότητα, η φρεσκάδα, το ταλέντο, οι ιδέες, η συγκίνηση, η εγγύτητα και η  αισθητική.

Όλα αυτά τα απολαμβάνει ο θεατής στον «Μισ@νθρωπο» τον οποίο παρουσιάζει η ομάδα  4frontal, σε σκηνοθεσία του Σταύρου Γιαννουλάδη, στο Θησείον. Με εφτά χρόνια ιστορίας  κι έχοντας δώσει το καλλιτεχνικό τους στίγμα στον θεατρικό χάρτη της πόλης, τα μέλη της ομάδας παρουσιάζουν, αυτήν την περίοδο, έναν Μολιέρο on line! Το κοινό, όχι μόνο δεν υποχρεούται να κλείσει το κινητό του τηλέφωνο, αλλά προτρέπεται από τους ηθοποιούς να μπει στο facebook, να τραβήξει φωτογραφίες, να σχολιάσει, ακόμα, και να ανέβει στη σκηνή.

Με αφορμή αυτήν την ευφάνταστη παράσταση, συνάντησα τις τρεις πρωταγωνίστριες και ιδρυτικά μέλη της ομάδας, Ελένη Κουτσιούμπα, Αμαλία Νίνου και Αριστέα Σταφυλαράκη, σε μια απόπειρα βολιδοσκόπησης όλων, όσων κρύβονται πίσω από αυτήν την πολύ «facebook» παράσταση, που κάνει αίσθηση  έχοντας κερδίσει κοινό και κριτικούς.

 

ninou koutsioumpa stafilaraki3 texnes plus

Από τη δραματοποίηση διηγημάτων («Μουνής», «Οικογένεια Μπες-Βγες») σ’ ένα κλασικό θεατρικό έργο….

Αμαλία Νίνου: Δύο είναι οι σκηνοθετικές δυνάμεις  της ομάδας μας: ο ένας είναι ο Σταύρος Γιαννουλάδης κι ο άλλος ο Θανάσης  Ζερίτης.  Με τη δραματοποίηση διηγημάτων ασχολείται, κυρίως, ο Θανάσης. Ο Σταύρος έχει μια κλίση προς το κλασικό ρεπερτόριο, χωρίς αυτό που λέω να είναι κανόνας.

Ελένη Κουτσιούμπα: Η προηγούμενη σκηνοθεσία του Σταύρου ήταν ο «Βόυτσεκ» Γκέοργκ Μπίχνερ….Φέτος μας σκηνοθετεί στον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου.

Αμαλία Νίνου: Αλλά ο ένας παίζει στις σκηνοθεσίες του άλλου…(γέλια)

Ελένη Κουτσιούμπα: Ευτυχώς, δεν υπάρχει αντίρρηση σ’ αυτό.

 ninou koutsioumpa stafilaraki5 texnes plus

Μολιέρος αλλιώς…

Αμαλία Νίνου: Τον κάναμε όπως τον καταλάβαμε και όπως θέλαμε να τον πούμε.

Αριστέα Σταφυλαράκη: Εγώ, δεν βρίσκω και μεγάλη διαφορά, έχουμε κρατήσει το κείμενο όπως έχει με ελάχιστες διαφορές. Οι χαρακτήρες και η πλοκή είναι ίδια.

Η μοναδική παράσταση που αντί να πείτε στο κοινό: «Απενεργοποιείστε τα κινητά σας τηλέφωνα» του λέτε :«Ενεργοποιείστε τα κινητά σας τηλέφωνα»

Αμαλία Νίνου: Στο αθόρυβο βέβαια! Ναι, το λέμε, γιατί το κινητό είναι μέρος της παράστασης. Έχουμε χρησιμοποιήσει αυτόν το διαδικτυακό κόσμο,  ο οποίος βοηθάει και εμάς, αλλά και την εξέλιξη της παράστασης. Προφανώς, υπάρχει και ένα όριο. Δεν θα μας είναι ευχάριστο να χτυπήσει κάποιο κινητό την ώρα που εξελίσσεται η δράση, γιατί αυτό θα αποσπάσει, τόσο τη δική μας προσοχή, όσο και την προσοχή του κοινού.

 aristea stafilaraki1 texnes plus

Ένας «Μις@νθρωπος» on line τέσσερις μήνες: ο απολογισμός για το τεχνολογικό πείραμα

Ελένη Κουτσιούμπα: Νομίζω, ότι είναι ένας τρόπος να μιλήσεις στους ανθρώπους, με τους κώδικες που αναγνωρίζουν και χρησιμοποιούν σήμερα. Δεν ζητάμε, δηλαδή, από τον θεατή να έχει διαβάσει το έργο, ή να έχει εμπειρία στο θέατρο. Του ζητάμε, όμως, να χρησιμοποιήσει ένα εργαλείο, που χρησιμοποιεί στην καθημερινότητά του, ως μέσο επικοινωνίας με εμάς, είτε τραβώντας μια φωτογραφία, είτε γράφοντας κάτι που σκέφτηκε κατά  τη διάρκεια της παράστασης.

Αμαλία Νίνου: Και μεταξύ τους βέβαια, γιατί έχουν ξεκινήσει οι διάλογοι και μεταξύ των θεατών.

Ελένη Κουτσιούμπα: Για μένα, πάντως, το πιο ουσιαστικό θα ήταν αυτοί οι άνθρωποι να γνωριστούν φεύγοντας. Θα το ήθελα πάρα πολύ! Όπως και το να ανοίξει ένα κανάλι επικοινωνίας με όλους μας, τελικά, κοινό και ηθοποιούς.

Αμαλία Νίνου: Όλο αυτό το «διαδικτυακό» πάντως, είναι κάτι που μας απασχολεί, γενικά, στη ζωή μας και το βρήκαμε ταιριαστό στο συγκεκριμένο έργο.  Συνήθως, θέλουμε το θέατρο διαχωρισμένο απόλυτα από τέτοια μέσα, όμως, δεν μπορείς να αρνηθείς ότι ζεις σ’ αυτή την εποχή και η επικοινωνία γίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο.

Αριστέα Σταφυλαράκη:  Βέβαια, υπάρχει και κόσμος που  λέει «εγώ δεν πρόλαβα να ψηφίσω ή να μπω στο γκρουπ», γιατί ήθελα να παρακολουθήσω τι γινόταν στη σκηνή. Φυσικά,  κι αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό feedback για εμάς. Διότι χρησιμοποιώντας την τεχνολογία με κριτική ματιά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη μερίδα του κοινού, που, από επιλογή, αφήνει στην άκρη  το κινητό του για να παρακολουθήσει, με προσήλωση, την παράσταση. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω, ότι οι περισσότεροι απολαμβάνουν το σημείο όπου βγάζουν φωτογραφίες την ώρα της παράστασης.

eleni koutsioumpa1 texnes plus

Αποξένωση VS Επικοινωνία στα social media

Ελένη Κουτσιούμπα: Είναι πολύ οριακό αυτό, γιατί, από τη μια, λες ασχολούμαι με το τηλέφωνό μου, άρα δεν βλέπω εσένα που είσαι εδώ, απέναντί μου, ταυτόχρονα, όμως, ασχολούμαι και με το τηλέφωνό μου κι αυτό το βλέπουν άλλοι τόσοι άνθρωποι, οι οποίοι μπορεί να είναι σε μια αντίστοιχη κατάσταση με εμένα και να μου πουν μια απλή κουβέντα που, αν έχει ειλικρίνεια, θα με φέρει πιο κοντά του/σου. Είναι σαν σε μια ζυγαριά νομίζω…Δεν μπορώ να πάρω θέση ακριβώς…

Αμαλία Νίνου: Βέβαια στα social media, υπάρχει και μια άλλη παγίδα. Νιώθεις ότι μπορείς να μιλάς και να φέρεσαι ανώνυμα, χωρίς  αυτό, όμως, στην πραγματικότητα να συμβαίνει. Και, ταυτόχρονα, δεν υπάρχει η ίδια η αμεσότητα. Ο κόσμος μπορεί να γίνει άγριος όχλος, χωρίς να αναλάβει την ευθύνη….

 Σύγχρονη διαδικτυακή βία VS Υποκρισία στην αυλή του βασιλιά επί Μολιέρου

Αριστέα Σταφυλαράκη: Αυτό ακριβώς μας ενέπνευσε και για την παράσταση, ώστε να χρησιμοποιήσουμε το facebook. Τι κάνουμε ουσιαστικά όλοι μας, εκεί; Φτιάχνουμε ένα προφίλ και παρουσιάζουμε στιγμές που θέλουμε, έναν εαυτό όπως τον θέλουμε, που, φυσικά, απέχουν, κατά πολύ, από την πραγματικότητα. Κρύβεσαι πίσω από μια οθόνη και κανείς δεν μπορεί να επιβεβαιώσει, αν αυτό που λες είναι αλήθεια. Κανείς δεν μπορεί να επιβεβαιώσει, αν αισθάνεσαι για παράδειγμα, πραγματικά χαρούμενος, ή αν θα ήθελες να είσαι. Αυτό είναι και το βασικό χαρακτηριστικό, που είναι κοινό με το έργο. Μιλάμε για ανθρώπους, οι οποίοι, επειδή βρίσκονται στην αυλή του βασιλιά, όλοι θέλουν να τα πηγαίνουν καλά με όλους και όλοι παλεύουν για το «φαίνεσθαι». Οι σχέσεις μεταξύ τους δεν είναι πραγματικές, όλοι  διεκδικούν τον έρωτα, αλλά χωρίς κανένα ρίσκο.

Αμαλία Νίνου: Επίσης, και στην αυλή και στον διαδικτυακό κόσμο υπάρχει αυτό το κοινό στοιχείο, της «ταμπέλας». Μπαίνει πολύ εύκολα η «ταμπέλα», τόσο στα social media, όσο και στον Μολιέρο.  Αυτή είναι η «ωραία», αυτή είναι η «γεροντοκόρη». Τα λένε οι ήρωες μεταξύ τους, κουτσομπολεύοντας ο ένας τον άλλον.

amalia ninou2 texnes plus

Φιλέντ:«Υπάρχουν περιπτώσεις, που η απόλυτη ειλικρίνεια καταντάει γελοία και δεν επιτρέπεται»

 Αμαλία Νίνου: Για μένα, η ειλικρίνεια είναι τεράστιο προτέρημα ενός ανθρώπου. Τεράστιο προτέρημα, όμως, θεωρώ και τον πολιτισμό. Δηλαδή, αν στο όνομα της ειλικρίνειας επιλέγεις να γίνεις προσβλητικός και να τραυματίσεις τον άλλον, πιστεύω πως είναι  μεγάλο λάθος. Υπάρχουν χίλιοι τρόποι να είσαι ειλικρινής, πραγματικά, χωρίς να χρυσώνεις το χάπι, χωρίς να γίνεσαι ισοπεδωτικός. Εγώ, αυτό ψάχνω στη ζωή μου, πώς μπορεί να συμβαδίζει η ειλικρίνεια με τον πολιτισμό.

Αριστέα Σταφυλαράκη:  Έχω, πολλές φορές, σκεφτεί, ότι η ειλικρίνεια συνοδεύεται από πολύ έντονα συναισθήματα. Στην παράσταση ο «Μισάνθρωπος» είναι ένας άνθρωπος που λέει εξ’ αρχής: «Εγώ τους μισώ τους ανθρώπους». Είναι, λοιπόν, πολύ δύσκολο να επικροτήσεις τη στάση του, όταν από την αρχή ξεκινάει με μια τόσο επικριτική άποψη, καθώς δείχνει ότι είναι έτοιμος να μιλήσει άσχημα και να σε προσβάλλει. Το ίδιο συμβαίνει και με τους καβγάδες. Όσο  δίκιο και να έχεις, όταν μιλάς άσχημα και φωνάζεις, δεν υπάρχει περίπτωση ο άλλος να σε ακούσει.

 ninou koutsioumpa stafilaraki2 texnes plus

«Σκυλί που γαβγίζει δε δαγκώνει»

 Αμαλία Νίνου: Ένας άνθρωπος όταν λέει «Τους μισώ όλους», συνήθως, βρίσκεται σ’ έναν διαρκή αγώνα για να τους καταλάβει. Είναι σαν αυτό που κάνουν τα παιδιά. Βγάζουν μια αντίδραση θυμού,  όταν, στην πραγματικότητα, θέλουν να σου προκαλέσουν ένα άλλο συναίσθημα.

Ελένη Κουτσιούμπα: Λένε «δεν μ’ αγαπάς αρκετά» και γι’ αυτό πετάνε και σπάνε πράγματα…

Αμαλία Νίνου: Ναι, είναι μια συμπεριφορά, που έχουν πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι κρύβονται πίσω από τον θυμό τους.

Ελένη Κουτσιούμπα: Ο Μισάνθρωπος, έτσι κι’ αλλιώς, μέσα από τη δική μας ανάγνωση, τουλάχιστον, δεν είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος μισεί την ανθρωπότητα, επειδή όλοι είναι φαύλοι, ενώ αυτός είναι ο καλύτερος, αλλά γιατί θα ήθελε οι άνθρωποι να είναι πιο απλοί  πιστεύοντας στην ικανότητά τους ότι μπορούν να γίνουν καλύτεροι. Επίσης,  ο έρωτας που νιώθει για τη Σελιμέν μας δείχνει ότι είναι ικανός να αγαπήσει.

 ninou koutsioumpa stafilaraki6 texnes plus resize

Η επιχορήγηση

Αριστέα Σταφυλαράκη: Αυτό ήταν από τα καλύτερα πράγματα που μας έχει συμβεί. Έχουμε να κάνουμε παράσταση με τόσους ηθοποιούς από τότε που ξεκινήσαμε. Ήταν μια πολυδάπανη παραγωγή, αν υπολογίσει κανείς όλους τους συνεργάτες, η οποία δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά.

Κάθε φορά, όμως, είναι μια νέα αρχή. Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Δεν μπορείς να επαναπαυτείς στο γεγονός, ότι έχουμε εφτά χρόνια ιστορία, γιατί ο ανταγωνισμός στο χώρο είναι πάρα πολύ μεγάλος.

 ninou koutsioumpa stafilaraki4 texnes plusteliki resize

H 4frontal- Το σπίτι μας

Αμαλία Νίνου:  Η ομάδα είναι το σπίτι μου. Δεν μπορώ να φανταστώ τη δουλειά μου χωρίς τα παιδιά. Γιατί δεν είναι μόνο οι συναισθηματικοί δεσμοί και τα τόσα χρόνια γνωριμίας από τη σχολή, ακόμη. Είναι η κοινή αισθητική που ακολουθούμε. Η σχεδόν τυφλή εμπιστοσύνη, που νιώθουμε ο ένας για τον άλλον. Είναι ότι απελευθερώνεσαι τελείως από κάθε αίσθημα ανταγωνιστικό που μπορεί να υπάρχει. 

Ελένη Κουτσιούμπα: Έχουμε επέτειο δέκα ετών σε λίγο κι έχουμε δουλέψει πολύ για να τα πετύχουμε όλα αυτά, που λέει η Αμαλία. Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Ποτέ. Είμαστε σαν μια οικογένεια με τα καλά και τα  άσχημά της.

Αριστέα Σταφυλαράκη: Πιστεύω ότι επαναπροσδιορίζουμε τη σχέση μας κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Κάθε φορά που γίνεται μια νέα παραγωγή, όσοι συμμετέχουν σ’ αυτή ξέρουν πολύ καλά γιατί το κάνουν. Αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας  κι αυτό κάνει τα πράγματα πολύ ξεκάθαρα.

 

Επόμενος στόχος….Το Μέγαρο...

Ελένη Κουτσιούμπα: Η αλήθεια είναι, ότι θα θέλαμε να έχουμε έναν χώρο, τόσο για τις πρόβες μας  για να μην τρέχουμε από εδώ και από εκεί, όσο και για να παρουσιάζουμε τις παραστάσεις μας. Επίσης, είμαστε πολλά άτομα, γι’ αυτό λέμε ότι χρειαζόμαστε ένα «Μέγαρο 4frontal»

ninou koutsioumpa stafilaraki texnes plus

Συνέντευξη: Γιώτα Δημητριάδη

Φωτογραφίες: Κοσμάς Ινιωτάκης

 

Ευχαριστούμε το «Αλώνι» Τριών Ιεραρχών 170, στα Πετράλωνα, για τη φιλοξενία της φωτογράφησης

Τελευταίες 7 παραστάσεις για τον "Μισ@νθρωπο" κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00

Στοιχεία Παράστασης:

Παραστάσεις: Δευτέρα και Τρίτη, έως 27 Μαρτίου

Ώρα Έναρξης: 21.00

Κλείστε τα εισιτήριά σας εδώ

Χώρος: Θησείον, Ένα Θέατρο Για Τις Τέχνες. Τουρναβίτου 7, Ψυρρή Τηλ.: 2103255444

Ταυτότητα παράστασης:

Μετάφραση: Νίκος Ζιώγας

Σκηνοθεσία - Μουσική : Σταύρος Γιαννουλάδης

Σκηνικά - Κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού

Επιμέλεια κίνησης: Πατρίσια Απέργη

Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος

Επιμέλεια μακιγιάζ: Ρούλα Λιανού

Hair Styling: Κων/νος Κολιούσης

Βοηθός Σκηνοθέτη: Ελένη Τσιμπρικίδου

Φωτογραφίες: Σταύρος Χαμπάκης

Βίντεο-Προβολές: Χρυσούλα Κοροβέση, Μάριος Γαμπιεράκης

Ερμηνεύουν: Θανάσης Ζερίτης (Αλσέστ), Ελένη Κουτσιούμπα (Σελιμέν), Χάρης Κρεμμύδας (Ορόντ), Γιώργος Κισσανδράκης (Φιλέντ), Αμαλία Νίνου (Αρσινοέ), Κωνσταντίνος Πλεμμένος (Ακάστ), Αριστέα Σταφυλαράκη (Ελιάντ), Πάνος Τοψίδης (Κλιτάντρ).

 

 Πόσοι συγγραφείς δεν γοητεύτηκαν από τον μικρόκοσμό τους και τον αποτύπωσαν στη σκηνή; Από τον Τσέχοφ και τον Τ. Ουίλιαμς μέχρι τους σύγχρονους δραματουργούς οι σκηνές γεμίζουν με αδιέξοδα καλλιτεχνών και το θέατρο μέσα στο θέατρο, γίνεται πόλος έλξης και πηγή έμπνευσης. Εμείς εντοπίσαμε τέσσερα, τελείως, διαφορετικά έργα, που αυτή τη στιγμή ανεβαίνουν στις αθηναϊκές σκηνές: Τα δυο είναι ξένων συγγραφέων και τα άλλα δύο είναι πρωτότυπα ελληνικά έργα, που, μάλιστα, ανεβαίνουν για πρώτη φορά έχοντας τη μορφή μουσικών παραστάσεων.

 

 

 «Αμπιγιέρ», Β’ σκηνή Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας

 

Στην πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, ο Μανώλης Δούνιας επιλέγει τον «Αμπιγιέρ» του Χάργουντ και μια μικρή σκηνή για την προσομοίωση όσων συμβαίνουν πίσω από αυτή.

 Ο Ρόναλντ Χάργουντ γράφει το 1981 τον «Αμπιγιέρ», ένα από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας δραματουργίας που αφορούν στον κόσμο του θεάτρου. Το έργο είναι αυτοβιογραφικό, με πηγή έμπνευσης την εμπειρία του ως αμπιγιέρ του Άγγλου ηθοποιού Ντόναλντ Γούλφιτ.

Αμπιγιέρ, σ’ ένα ρεσιτάλ ερμηνείας ο Μάνος Βακούσης, που κατά τη γνώμη μου, στη ρωγμή  του ρόλου του, χαρίζει στην παράσταση την καλύτερη στιγμή της.

Εξαιρετικός στον ρόλο του Σερ, ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο το αιώνιο ζήτημα της υστεροφημίας. «Οι ηθοποιοί ζουν μονάχα στις αναμνήσεις των άλλων…Μίλα καλά για μένα. Το ομορφότερο πράγμα στη ζωή είναι να σε θυμούνται».

Ο Μάνος Βακούσης κι ο Αλέξανδρος Μυλωνάς έχουν μοναδική σκηνική χημεία. Όμως, κι  ο υπόλοιπος θίασος στέκεται επάξια.

 

«Ο Αδαής και ο Παράφρων», Θέατρο Πορεία 

Το έργο του Μπέρνχαρντ ευτύχισε να ανέβει από μια ιδιοφυή και προσεγμένη στη λεπτομέρεια παράσταση από τον Γιάννο Περλέγκα.

Στον «Αδαή και τον Παράφρωνα» η ιστορία είναι χωρισμένη σε δύο πράξεις,  σε ισάριθμους σκηνικούς τόπους: στο καμαρίνι της σοπράνο και στο ακριβό εστιατόριο «Οι τρεις Ουσάροι».

 Η δραματουργική ευφυΐα του συγγραφέα αποδεικνύεται από το γεγονός,  ότι τον κύριο όγκο του λόγου εκφέρει ένας φιλότεχνος ιατροδικαστής, ο οποίος, κατά βάση, απευθύνεται στον αλκοολικό, τυφλό  πατέρα της σοπράνο, ενόσω την περιμένουν να έρθει για την παράσταση.

Ολόκληρος ο λόγος του είναι ένας σαρκασμός για την υπέρμετρη αφοσίωση του καλλιτέχνη ή του επιστήμονα στο αντικείμενό του, καθώς το έργο συνδέει, με τρόπο έξυπνο, την επιστήμη με την τέχνη.

 Οι  ηθοποιοί της παράστασης είναι συγκλονιστικοί. Η Ανθή Ευστρατιάδου, ως Βασίλισσα της Νύχτας, με ένα Βραβείο Μερκούρη στις αποσκευές της γι’ αυτή της την ερμηνεία, ο Γιάννος Περλέγκας, ως Ιατροδικαστής και ο Χρήστος Μαλάκης, ως Πατέρας δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό  για να ανταποκριθούν στις προσκλήσεις της συγκεκριμένης παράστασης. Τέλος, πολύ  καλός είναι κι ο Γιάννης Καπελέρης στον μικρότερο ρόλο που καλείται να ερμηνεύσει.

Ειδική μνεία πρέπει να γίνει και στο αισθητικό κομμάτι της παράστασης, στα εμπνευσμένα σκηνικά- κουστούμια της Λουκίας Χουλιάρα  και τους φωτισμούς του Νίκου Βλασόπουλου.

 

 

«Σου φυλάξαμε μια θέση», Θέατρο του Νέου Κόσμου

Μια θεατρίνα που ζει με τις μνήμες της, με τα παλιά της κουστούμια, καθισμένη, άλλοτε, στον θρόνο της  κι, άλλοτε, συνομιλώντας με τους δύο μουσικούς, οι οποίοι παίζουν live στη σκηνή, είναι η Ελένη Κοκκίδου στο «Σου φυλάξαμε μια θέση», που έγραψε η ίδια μαζί με  τη Μάρθα Φριτζήλα. Σε κάποια σκηνή, μάλιστα, παρομοιάζει τον ηθοποιό με τον ταυρομάχο και το κοινό με τον ταύρο που είναι έτοιμος να το κατασπαράξει.

 Ο κόσμος του θεάτρου ζωντανεύει με την ηθοποιό να ερμηνεύει φράσεις από την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, τη «Μήδεια» του Ευριπίδη, τον «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ, τη «Λοκαντιέρα» του Γκολντόνι, το «Θείο Βάνια» και τον «Γλάρο» του Τσέχοφ και με απίστευτο αυτοσαρκασμό τη Μάρθα από το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ» του Άλμπι.

Στην κάτω σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, η παράσταση δίνει στον θεατή τη δυνατότητα να ακούσει κι ένα ποτ-πουρί από αποσπάσματα συνεντεύξεων σπουδαίων προσωπικοτήτων όπως, (η Κατίνα Παξινού, η Μαρία Κάλλας, ο Τζιμ Μόρισσον), ενώ η ίδια η Ελένη Κοκκίδου διαβάζει επιστολές  του Γιώργου Σεφέρη, της Μαρίας Πολυδούρη, της Ελένης Κοντού, του Κονσουέλο Σουνσίν και άλλων.

 Φυσικά, δεν θα μπορούσε να μην εκμεταλλευτεί τον μεγάλο άσσο στο μανίκι της και την εκπληκτική της φωνή, έτσι ώστε οι θεατές να την απολαμβάνουν σε τραγούδια  του Μάνου Χατζηδάκι, του Νίκου Γούναρη, του Γιώργου Μητσάκη, του Μάρκου Βαμβακάρη, αλλά και του Τζιάκο Πουτσίνι, της Μέυ Γουέστ και του Κουρτ Βάιλ με τον Παναγιώτη Τσεβά να τη συνοδεύει με το πιάνο και το ακορντεόν και τον Κώστα Νικολόπουλο με τις κιθάρες και τα ιδιόφωνα.

 

 «Όνειρα Γλυκά», Σύγχρονο Θέατρο

 Μια μετακόμιση γίνεται αφορμή για μια αναδρομή στα παιδικά χρόνια, τις εφηβικές στιγμές, τα όνειρα και τα λάθη μιας γυναίκας, η οποία συνομιλώντας με τον φανταστικό μελλοντικό της εαυτό, συμφιλιώνεται με τους φόβους και τον χρόνο  ξαναβρίσκοντας τον ονειροπόλο εαυτό της.

 Μια γυναίκα η οποία σπούδασε ηθοποιός, αλλά τελικά  την κέρδισε το τραγούδι. Η Σαλίνα Γαβαλά παρουσιάζει τη μουσική παράσταση «Όνειρα Γλυκά» με συνοδοιπόρο της, στη σκηνή του Σύγχρονου Θέατρου, την Ελπίδα, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Αντώνη Λουδάρου.

 Μπροστά από έναν φωτισμένο καθρέφτη καμαρινιού, θυμάται τα χρόνια της στη  δραματική σχολή της Θεσσαλονίκης,  ενώ στο έργο η ίδια ερμηνεύει  τη Νίνα, από τον «Γλάρο» του Τσέχοφ, όπως έκανε για να περάσει στις εξετάσεις. «Είμαι ένας γλάρος…Όχι, ηθοποιός είμαι…»

 Με τη συνοδεία των τριών μουσικών (Γιώργος Τσολάκος: πιάνο, Αχιλλέας Διαμαντής: κιθάρα και Μιχάλης Κεχαγιάς: μπάσο, κρουστ) οι δύο ερμηνεύτριες ταξιδεύουν το κοινό μέσα από αγαπημένες επιτυχίες του ελληνικού πενταγράμμου και για να μην ξεχνάμε τα κόνσπετ μας, το προτελευταίο τραγούδι της παράστασης είναι το «Καληνύχτα μη φοβάσαι»  σε στίχους Λίνας Νικολακοπούλου και μουσική Σταμάτη  Κραουνάκη.

 

«Καληνύχτα μη φοβάσαι

 

δε σε ξέχασε κανείς

 

πάντα εσύ στο τέλος θα ‘σαι

 

η μεγάλη της σκηνής»

 

Μεγάλη επιτυχία της παράστασης, κατά τη γνώμη μου, είναι  η φοβερή σύνδεση των τραγουδιών, όπου το ένα  διαδέχεται το άλλο, σαν να ακουμπούν οι λέξεις στις ιστορίες  κι οι μνήμες στα τραγούδια, κάτι που, πραγματικά, δεν είναι αυτονόητο.

 

 Από τη Γιώτα Δημητριάδη

 

 

 

 

 

 

 

 Για πρώτη φορά στην Ελλάδα παρουσιάζεται η κωμωδία του Φεϋντώ «Η Λεονί εν αναμονή ή το όμορφο κακό» (πρωτ. τίτλος «Leonie est en avance ou le mal joli») σε σκηνοθεσία Αθηνάς Κεφαλά, με τους Μάνια Παπαδημητρίου, Όλγα Δαμάνη, Στέλιο Πετράκη, Βιργινία Ταμπαροπούλου, Μανώλη Γιούργο και Άννα Μωραΐτου, από τις 16 Μαρτίου στη Β’ Σκηνή του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας. 

 Στη μονόπρακτη κωμωδία του Φεϋντώ «Η Λεονί εν αναμονή ή το όμορφο κακό» η σχέση του ζευγαριού είναι ενδεικτική μιας κραυγαλέας ανισότητας. Η Λεονί, κόρη αριστοκρατικής γενιάς, ο σύζυγός της Τουντού λαϊκής καταγωγής και η οικογενειακή τους κατάσταση είναι ένας συνεχής αγώνας σκληρότητας μέσα σε αντιθέσεις γενεαλογίας. Η Λεονί περιμένει παιδί κι αυτό επιδεινώνει τις ενδοοικογενειακές τους εντάσεις, γιατί οι απαιτήσεις της αυξάνονται και γίνονται παράλογες, παιδεύει τον σύζυγό της, τον αναγκάζει να προβεί σε γελοιότητες, κι αυτός υποκύπτει σ' όλα της τα καπρίτσια. Όταν έρχονται οι γονείς της, ο Τουντού γίνεται αντικείμενο χλευασμού, ειρωνείας, καζούρας, ακόμα και η μαία και η υπηρέτρια του σπιτιού έχουν υποτιμητική συμπεριφορά απέναντί του. Ο σύζυγος της αριστοκρατικής κόρης βιώνει καταστάσεις θηριωδίας. Αυτή η συμπεριφορά δημιουργεί αμήχανες συναντήσεις, κακοτυχίες που διαμορφώνουν το όνειρο σε εφιάλτη, οι ήρωες αφήνονται σ' έναν τρελό αγώνα μιας παράλογης λογικής που γίνεται σουρεαλιστική…

 Η παράσταση μεταφέρει το έργο στις αρχές της δεκαετίας του ’60, με τις αναφορές που δίνουν οι μελετητές στις επιρροές που έχει το παράλογο θέατρο από το Γαλλικό αστικό Θέατρο, του οποίου ο Φεϋντώ είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπoς.

Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Palais Royale (9 Δεκεμβρίου 1911). Ο Φεϋντώ χρησιμοποιεί τις κωμικές καταστάσεις για να ασκήσει δριμεία κριτική στην ευρωπαϊκή αστική τάξη. Το έργο χαρακτηρίστηκε ως «ένα μικρό κόσμημα του διάσημου δραματουργού του Γαλλικού θεάτρου» (un petit bijou du célèbre dramaturge). 

 

 Συντελεστές:

 Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Αθηνά Κεφαλά

 Επιμέλεια κειμένου: Άννα Δαμιανίδη

 Μουσική: Πλάτων Ανδριτσάκης

 Κοστούμια – Σκηνογραφική επιμέλεια: Μαριάννα Ζαχαριάδου  

 Κίνηση: Μυρτώ Δελημιχάλη

 Α' βοηθός σκηνοθέτη: Άννα Μωραΐτου 

Β' βοηθός σκηνοθέτη: Λίντα Πεπέ

Επικοινωνία: Ανζελίκα Καψαμπέλη-Έλενα Γρίβα

Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας

 

Ερμηνεύουν: Μάνια Παπαδημητρίου, Όλγα Δαμάνη,  Στέλιος Πετράκης, Βιργινία Ταμπαροπούλου,  Μανώλης Γιούργος, Άννα Μωραΐτου

 Ευχαριστούμε ιδιαιτέρως το ΒΕΣΤΙΑΡΙΟ, τον Κώστα Κυριακάκη, τη γκαλερί ΗΩΣ, την κα Αριστέα Δαμιανίδη.

 INFO:

Β’ Σκηνή  του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας

Κεφαλληνίας 18 Κυψέλη

Πληροφορίες – κρατήσεις: 2114117878 (νέο τηλέφωνο επικοινωνίας)

 Ημέρες και ώρες παραστάσεων:

Από 16 Μαρτίου 

Παρασκευή 18.00

Σάββατο 21.00

Κυριακή 21.00

 

Διάρκεια:

1 ώρα και 10 λεπτά

Τιμές εισιτηρίων:

Κανονικό: 15 ευρώ

Μειωμένο: 10 ευρώ

Ατέλειες: 5 ευρώ 

Προπώληση: 

Viva.gr, 11876, Seven Spots, Reload, Media Markt, Ευριπίδης, Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων, Αθηνόραμα.gr, Viva Kiosk Σύνταγμα

 

 

 

 

 Το νέο μυθιστόρημα της Μαίρης Βασάλου, με τίτλο «Το χαμένο άλλοθι», παρουσιάστηκε σε μια ζεστή βραδιά στο Café του Ιανού, την προηγούμενη Τετάρτη(21/2).

 

Μπορεί η πόλη να έβραζε λόγω της ψηφοφορία στη Βουλή για την προκαταρκτική της Novartis, και τα Μ.Μ.Ε να είχαν προκηρύξει απεργία, αλλά τα παραπάνω γεγονότα δεν εμπόδισαν φίλους και αναγνώστες να κατακλίσουν τον πάνω όροφο του βιβλιοπωλείου για να τιμήσουν τη συγγραφέα και τους ομιλητές.

Η Μαίρη Βασάλου, μετά τη μεγάλη επιτυχία που γνώρισε με την «Πόρτα» (εκδόσεις Καστανιώτη), επιστρέφει στη συγγραφή με το βιβλίο «Το Χαμένο Άλλοθι» από τις Εκδόσεις Διάπλαση.

Έτσι, με το δικό της μυθιστόρημα, οι Εκδόσεις Διάπλαση εγκαινιάζουν σειρά ενηλίκων. Ο εκδότης Κυριάκος Καραϊσκος δήλωσε: «Η Μαίρη έφερε γούρι στη σειρά. Δεν σκοπεύαμε να ξεκινήσουμε βιβλία για ενήλικες, αλλά αυτό το βιβλίο είναι συγκλονιστικό, δεν μας άφησε περιθώριο».

Η Ελένη Γκίνα, δημοσιογράφος και συγγραφέας, χαρακτήρισε το βιβλίο «σαν ένα μυθιστόρημα παλιάς κοπής, πολυεπίπεδο, που το κλειδί βρίσκεται στον τίτλο του».

Ο Ανδρέας Ροδίτης, στάθηκε στη γλώσσα της Μαίρης Βασάλου που είναι, όπως είπε «υπόδειγμα». Ο δημοσιογράφος, όμως, έκανε ειδική μνεία και στην πλοκή του βιβλίου, το οποίο παρομοίασε με «φιλμ» και συνέχισε: «θα το ευχόμουν, να γίνει ταινία, αν η Βασάλου ζούσε στην Αμερική, θα της το είχαν ήδη ζητήσει για ταινία, ελπίζω όμως να της το ζητήσουν και εδώ».

Η Ευγενία Καριώτη, μέλος και εκείνη του εκλεκτού πάνελ των ομιλητών, ούσα φιλόλογος, έκανε μια πιο αναλυτική παρουσίαση των χαρακτήρων του βιβλίου και των κινήτρων τους, χαρακτηρίζοντας την συγγραφέα ως «μια ανατόμο της ψυχής των ηρώων της, μια βυθοσκόπο που εξερευνά με οξύτητα κάθε πτυχή, αναλύοντας με κοπτερό μαχαίρι».

Η Δήμητρα Γκουντούνα, δεν μίλησε με την ιδιότητα της δημοσιογράφου, αλλά μέσα από την καρδιά της για την αδερφή της Μαίρη Βασάλου και μας συγκίνησε. «Η Μαίρη είναι το ουράνιο τόξο μας, πάντα έπαιρνε το ένα βραβείο μετά το άλλο….Είχε άπειρα χειρόγραφα στα συρτάρια της…» είπε μεταξύ άλλων η κ. Γκουντούνα.

Τέλος, το λόγο πήρε η ίδια η συγγραφέας, που δεν μπορούσε να κρύψει τη συγκίνησή της. Η Μαίρη Βασάλου, αφού ευχαρίστησε έναν προς έναν προσωπικά τους παρευρισκόμενους, αποκάλυψε από πού εμπνεύστηκε την ιστορία του βιβλίου της.

Μας κατέστησε σαφές, πως πρόκειται για ένα αληθινό γεγονός, ενώ η αφορμή για να ξεκινήσουν όλα στάθηκε μια φωτογραφία. Η ίδια μας είπε: «Είδα τη φωτογραφία στο περιοδικό ‘’Εποχή’’ στο Μοναστηράκι, τυχαία, κοίταξα τα μάτια αυτής της κοπέλας, της Όλγας Μιλόσοβα, έτσι την έλεγαν, μου έδιναν την αίσθηση ενός ανθρώπου παρατημένου, που η φωνή του δεν θα ακουστεί…»

Έτσι, λοιπόν, ένα αληθινό γεγονός στην Αθήνα του μεσοπολέμου, που διάβασε μια μέρα στο Μοναστηράκι οδήγησαν σ’ ένα υπέροχο μυθιστόρημα.

Όμως, όπως δηλώνει και η ίδια μπορεί η ηρωίδα της να είναι πλαστή υπάρχει κάτι που παραμένει αληθινό και αυτό είναι οι προκαταλήψεις μας. Η Μαίρη Βασάλου δήλωσε με νόημα : «Τότε η κοινωνία δεν ήταν έτοιμη για τον ξένο. Τώρα, τόσα χρόνια μετά, τι έχουμε αλλάξει; Φτιάξαμε μια κοινωνία πρότυπο;»

Αποσπάσματα από το βιβλίο διάβασαν με θεατρικότητα, η Όλγα Πολίτου και ο Γιώργος Τσακίρης, ενώ τη βραδιά έντυσαν μουσικά η Μαρία Κανελλοπούλου με την υπέροχη φωνή της και ο Δαυίδ Ναχμιάς στο πιάνο.

 

 

H

Από τη Γιώτα Δημητριάδη

Δεν με εντυπωσιάζουν τόσο τα πλακάτ και οι διαμαρτυρίες κάποιων ανθρώπων έξω από το Θέατρο Ακροπόλ, που έγιναν το τελευταίο διάστημα, με αφορμή την παράσταση «Jesus Christ Superstar». Έχω αποδεχθεί ότι ζω σε μια τριτοκοσμική χώρα, όπου μέλη παραεκκλησιαστικών οργανώσεων μπορούν με ασήμαντη αφορμή να σπείρουν τον πανικό και μάλιστα αγνοώντας και τον λόγο για τον οποίο το κάνουν.

Σήμερα η ψυχολογία της μάζας δρα τόσο ενισχυτικά, που είναι φυσικό να βλέπει κανείς μια ομάδα ανθρώπων να καταστρέφει ένα έργο τέχνης με το έτσι θέλω.

Παρόμοια γεγονότα τα έχουμε ξανασυναντήσει και αν θέλουμε να μιλήσουμε για τη θεατρική πραγματικότητα, ας μην πάμε πολύ μακριά: το «Corpus Christi» στο Θέατρο Χυτήριο ήταν μόλις πριν μια πενταετία, όπου ζήσαμε επεισόδια με τα ΜΑΤ, καθώς έξω από το θέατρο εξελίχθηκαν σκηνές ξυλοδαρμού και μάλιστα με πρωταγωνιστές βουλευτές της Χρυσής Αυγής.

Στην Ελλάδα του 2018, μια θεατρική παράσταση ανεβαίνει και ανεξάρτητα από το καλλιτεχνικό της αποτέλεσμα, επίσημος φορέας της εκκλησίας, όπως είναι ο Μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφείμ καταθέτει μήνυση για κακόβουλη βλασφημία.

Η μήνυση αφορά στην παραβίαση των άρθρων 198 και 199 του Ποινικού Κώδικα για κακόβουλη βλασφημία και καθύβριση θρησκεύματος.

Όλα αυτά, είναι ένα κακόβουλο χιλιοπαιγμένο σίριαλ και εδώ ο όρος «σίριαλ» δεν είναι τυχαίος…Χθες τα ξημερώματα, παρακολουθώντας ένα άλλο «σίριαλ» αυτό της ψηφοφορίας στη Βουλή για την προανακριτική της πολύκροτης υπόθεσης  Novartis, έπεσα πάνω σε εκπομπή γνωστού καναλιού…

Χθεσινός τους καλεσμένος, ο Μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφείμ για να μιλήσει για τους «βλάσφημους» και «αμαρτωλούς» καλλιτέχνες που «κάθε φορά που έρχεται Σαρακοστή ανεβάζουν τέτοια έργα βλάσφημα, γιατί από πίσω υπάρχει σχέδιο» και άλλα πολλά…Και φυσικά να ξεσηκώσει τον λαό  να συνεχίσει τον αγώνα για την πατρίδα και την ορθοδοξία! Όλα αυτά δεν επιδέχονται κανενός σχολιασμού, τα έχουμε συνηθίσει να ακούγονται συχνά από τους εκπροσώπους της εκκλησίας μας, που πρεσβεύουν την αγάπη.

 Ο δημοσιογράφος της εκπομπής  όμως παρουσιάζοντας τον σεβαστό μητροπολίτη ήταν ακόμη πιο έξαλλος από εκείνον και κουνώντας το δάκτυλο στην οθόνη έλεγε απευθυνόμενος σ’ έναν εκ των πρωταγωνιστών της παράστασης :«Μουτσινά, τι είναι αυτά τα πράγματα!» και συμπλήρωνε:«Είναι αδιανόητο ένα καλό παιδί να παίζει σε αυτά τα βλάσφημα έργα! Όχι κύριε Νίκο…όχι όλα για τα λεφτά!» Το τι ειπώθηκε σ’ αυτά τα περίπου πέντε λεπτά που παρακολούθησα είναι απλώς ανεκδιήγητο και αναρωτιέται  κανείς  που είναι το ΕΣΡ, και αν υπάρχει. Διότι αν το πρόβλημα για τα παιδιά μας είναι μήπως δουν ένα φιλί ομοφυλόφιλων, όπως έγινε τότε με τη σειρά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, και όχι να ακούσουν ότι όλα ξεκίνησαν από τον βλάσφημο τον Νίκο Καζαντζάκη!

Εν έτη 2018, μια ομάδα ανθρώπων μπορεί να σπέρνει τον πανικό και να εμποδίζει τους καλλιτέχνες να ανεβάζουν μια παράσταση. «Άνθρωποι του Θεού» καταριούνται με την πρόφαση ότι σ’ αυτή την παράσταση ο Θεάνθρωπος παρουσιάζεται, όπως λένε ως κοινός θνητός με πάθη και αδυναμίες. Ποιος Θεός σε ποια θρησκεία δίδαξε το μίσος; Είναι δυνατόν «άνθρωποι του Θεού» να μοιράζουν κατάρες; Και ποια δημοσιογραφική δεοντολογία μας δίδαξε να κουνάμε το δάκτυλο;

Ο Μεσαίωνας είναι εδώ…

Η εκπομπή συνεχίστηκε με το «βελούδινο» διαζύγιο Λιάγκα- Σκορδά.

 «Κύριε Ελέησον»!

 

 

 

Τέσσερις δεκαετίες στο σανίδι, παραστάσεις, ρόλοι, συνεργασίες, ομάδες που διέγραψαν λαμπρή ιστορία αλλά διαλύθηκαν και «τώρα στα γεράματα», όπως μου δηλώνει με έντονη αίσθηση αυτοσαρκασμού και χιούμορ, η ίδια αυτοπροσδιορίζεται ως: «η μούσα του Underground» συνεχίζοντας να ελπίζει στο όνειρο με το οποίο ξεκίνησε να κάνει αυτή τη δουλειά, να υπάρχει καλλιτεχνικά σε μια ομάδα, αλλά ουσιαστικά, καταφέρνοντας να συμπορευτούν όλοι μαζί μ’ ένα κοινό όραμα, όπως τότε.

 «Πήρα σύνταξη και κάνω τρελίτσες, κατάλαβες;» Θα μου πει μ’ ένα αφοπλιστικό χαμόγελο η Αλεξάνδρα Παντελάκη, καθισμένη αναπαυτικά στον καναπέ του δωματίου της, όπου με υποδέχθηκε. Χώρος που μάλλον με καμαρίνι μοιάζει, γεμάτος φωτογραφίες, θεατρικά προγράμματα και αξεσουάρ.

Σαν από κάθε γωνιά του, να σου χαμογελά και ένα γνώριμο πρόσωπο της θεατρικής μας οικογένειας, μια παλιά της συνεργασία, καθένας τους και μια ιστορία. Εκείνη ανάβοντας ένα τσιγάρο και ρουφώντας μια τζούρα μπορεί να σου πει τόσες ιστορίες θεάτρου και ζωής που δύσκολα ξεχωρίζει η μια από την άλλη….

Αυτή την περίοδο την απολαμβάνουμε σε έναν ξεχωριστό ρόλο στη «Φονική Παγίδα» του Ira Levin στο Αγγέλων Βήμα, όμως αυτό δεν της είναι αρκετό. Πάσχοντας από το «σύνδρομο των οκτώ», όπως δηλώνει, κάνει παράλληλα εντατικές πρόβες για το «Ex-Να ψοφήσουν οι πρωταγωνιστές» του Γκαμπριέλ Καλντερόν που θα κάνει πρεμιέρα σε λίγες μέρες(24/2) στο 104.

 

Σας βλέπουμε στη «Φονική Παγίδα» στο Θέατρο Αγγέλων Βήμα. Πείτε μας δύο λόγια για την παράσταση.

Τη «Φονική Παγίδα»( Deathtrap)μου την πρότειναν ο Γιάννης Λασπιάς μαζί με τον Αντώνη Λουδάρο. Τον Γιάννη τον γνώρισα τώρα, είναι νέο παιδί στο χώρο και εξαιρετικός στη δουλειά του, τον Αντώνη τον ήξερα χρόνια, είχαμε συνεργαστεί πολλές φορές και στο Εθνικό Θέατρο. Η διάρκεια των προβών ήταν για εμένα από τις πιο ευχάριστες περιόδους στην καριέρα μου. Είναι απόλαυση να βλέπεις τον Λουδάρο επί σκηνής μυρίζει θέατρο, με την ευκολία που είναι στη κρεβατοκάμαρά του, είναι και στη σκηνή! Επιπλέον είναι και τρομερά γενναιόδωρος συνάδελφος, να σε προστατέψει, να σου «ανεβάσει» τη σκηνή, αλλά ακόμα και στα καμαρίνια σαν μπαμπάς μας να μας βάψει και να μας χτενίσει. Είναι χαρά να δουλεύεις με αυτόν το συνάδελφο,δε χρειάζεται να συγκεντρωθείς στο ρόλο σου, συγκεντρώνεσαι σε εκείνον.

Στην επιτυχία συμβάλλει και το ίδιο το έργο πιστεύετε;

Φυσικά! Το έργο το ξέρουμε όλοι από την ταινία του 1982 με πρωταγωνιστή τον  Michael Caine, αλλά και ο συγγραφέας του έργου, ο Ira Levin, έχει γράψει πασίγνωστα θρίλερ, αρκεί να σκεφτεί  κανείς ότι έχει γράψει το «Μωρό της Ρόζμαρι». Δεν είναι τυχαίο ότι η « Φονική Παγίδα» ήταν από τις μεγαλύτερες  επιτυχίες στην ιστορία  του Broadway. Η δική μας παράσταση έχει και αυτή τρελή επιτυχία και νομίζω, ότι είναι κρίμα που παίζουμε μόνο Δευτερότριτο. Διότι, αν παίζαμε περισσότερες μέρες πάλι γεμάτο θα ήταν το θέατρο. Δεν μπορούσαμε όμως, γιατί ο Αντώνης  (Λουδάρος) πρωταγωνιστεί τις άλλες μέρες στην παράσταση η «Ζωή του όλη» που σκηνοθετεί η Μιμή Ντενίση, όπου οι όροι είναι πιο επαγγελματικοί από την άποψη της αμοιβής. Διότι, εδώ, είμαστε με ποσοστά, 50% το θέατρο και 50% εμείς.

Είμαστε όσοι είμαστε, μπορείς να καταλάβεις …Αλλά και πάλι κάτι μένει. Επειδή παίζουμε γεμάτοι και επειδή το Αγγέλων Βήμα δεν είναι χωρητικότητας  σαράντα θέσεων. Δεν πειράζει που τα λέω αυτά, να τα ξέρει ο κόσμος, για να γνωρίζουν κάτω από ποιες συνθήκες δουλεύουν οι ηθοποιοί.

Στην παράσταση σας βλέπουμε σ’ έναν κόντρα ρόλο. Όχι για παράδειγμα, στον ρόλο της μάνας που κάνετε συχνά.

Έχω βαρεθεί να κάνω τις μάνες από τη σχολή ακόμα, τη Σχολή Κατσέλη, τελείωσα, μου έδιναν τέτοιους ρόλους και του έλεγα του Κατσέλη:«Δάσκαλε, αν κάνω από τώρα τις μάνες, τι θα απομείνει για όταν μεγαλώσω;». Κι εκείνος μου απαντούσε :«τις ίδιες μάνες καλύτερα παιδί μου. Και να ευχαριστείς το θεό που είσαι καρατερίστα και όχι ενζενί, κι έτσι θα έχεις δουλειά μέχρι τα ογδόντα» το είπε και έγινε! Έχω γράψει έναν κατάλογο εδώ σε πόσους Έλληνες ηθοποιούς έκανα την μάνα, πρέπει να είναι πάνω από σαράντα! Μερικοί από αυτούς ήταν μεγαλύτεροι από εμένα…

Όπως ο Λευτέρης Βογιατζής…

Ναι, στο «Θείο Βάνια» που τότε ήμουν 36 χρονών και κάθε μέρα με έβαφε, μου φορούσε περούκα… Μέχρι που κάποια στιγμή μου λέει: «Τα χέρια σου είναι νεανικά» «Εντάξει, ρε Λευτέρη να φορέσω γάντια» και μου είπε με το γνωστό του ύφος : «Ευκολίες, ευκολίες! Όπως όλοι οι Έλληνες ηθοποιοί!» Και τελικά, βάφαμε και τα χέρια!

 

Ο Λευτέρης Βογιατζής με την Αλεξάνδρα Παντελάκη στο "Βόυτσεκ

Τώρα λοιπόν, είστε μέντιουμ;

Ναι, τώρα αυτή η ηρωίδα είναι διαφορετική, είναι Ολλανδέζα, έχει ένα αξάν, προσδίδει σασπένς και χιούμορ στο έργο. Είναι ένας ρόλος περίεργος, μυστηριώδης, αλλά αποφασίσαμε με τον σκηνοθέτη της παράστασης(Γιάννη Λασπιά) να μην την βγάλουμε με το κλισέ της μάγισσας. Την παρουσιάσαμε σαν τη γυναίκα της διπλανής πόρτας και από εκεί, αφήσαμε να προκύψει και η επικινδυνότητά της.

Επομένως, σας αρέσει να δοκιμάζετε πράγματα στη σκηνή;

Εγώ πιστεύω, ότι γίναμε ηθοποιοί για να μεταμορφωνόμαστε. Δε γίναμε ηθοποιοί, ούτε για να δείχνουμε τον εαυτό μας, ούτε για να κάνουμε τις ωραίες. Κάθε φορά, που ο ρόλος είναι μια πρόκληση για μεταμόρφωση, ενθουσιάζομαι!

Είπαμε, προηγουμένως, για το «Ανοιχτό Θέατρο», την εποχή που παίζατε με τον Λευτέρη Βογιατζή. Τότε αντιμετωπίζατε την λογοκρισία, σήμερα ο κλάδος σας έχει άλλα προβλήματα….

Ίσως, μεγαλύτερα…

Ποια είναι αυτά; Πώς βιώνετε τώρα την κατάσταση;

Το «Ανοιχτό Θέατρο» ήταν μια ομάδα που ιδρύθηκε μέσα στη Δικτατορία από τον Γιώργο Μιχαηλίδη και από εμάς, που ήμασταν μωρά τότε, ο Λευτέρης Βογιατζής, που τότε δεν ήταν ο «Λευτέρης Βογιατζής» ήταν ένας ηθοποιός, κανονικός, σαν και εμάς, τη Σοφία Σπυράτου, τη Μαριάννα Τζιραλίδου κ.α. Μπήκαμε και αρχίζαμε και χτίζαμε….και όταν λέω «χτίζαμε» κυριολεκτώ, ήταν το κτίριο που είναι τώρα το θέατρο της Μπέττυς Αρβανίτη. Ήταν μια ηρωική πράξη αυτό το πράγμα και προσπαθούσαμε να ανεβάσουμε έργα, τα οποία να μιλάνε εκ παραβολών. Για παράδειγμα, ανεβάσαμε το «Βόυτσεκ» και το βάλαμε σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης που ούτως ή άλλως είναι, εκεί ήταν σαφής η αναφορά ή τον «Κυριακάτικο περίπατο» που έδειχνε κάποια πράγματα και ήταν και το μεγάλο μας σουξέ. Τότε, όμως, δεν υπήρχε και σε κάθε γωνιά και μια ομάδα. Η κάθε ομάδα που υπήρχε είχε ένα φοβερά σοβαρό λόγο ύπαρξης, είτε να κάνει αντίσταση είτε να προτείνει κάτι. Δεν είναι όπως τώρα, που κάθε παιδί που τελειώνει τη δραματική σχολή κάνει και μια ομάδα. Αυτή η πληθώρα, που υπάρχει τώρα, έχει σαν αποτέλεσμα θεατής να μπερδεύει την «ήρα από το στάρι». Τότε ήμασταν μια μονάδα υπολογίσιμη και ήξερε το κοινό γιατί να μας επιλέξει.

Επιπλέον, δεν μπορώ να πω ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η λογοκρισία, το πιο δύσκολο ήταν η φτώχεια, η πείνα, τα ελάχιστα μέσα για να κάνουμε τη δουλειά μας. Αυτό όμως που διαφοροποιούσε εκείνη την εποχή με το σήμερα είναι, πως τότε υπήρχε ένα κοινό όραμα και φοβερή πίστη…

 

Στα χρόνια της Σχολής κάτω αριστερά ο Δημήτρης Καταλειφός.

Η πίστη στον σκηνοθέτη έχετε πει…

Η πίστη στο σκηνοθέτη, ούτως ή άλλως και στο σκοπό για τον οποίο κάνουμε θέατρο. Η πίστη στο σκηνοθέτη με τα χρόνια κακώς ή καλώς έχει ατροφήσει, δηλαδή η νέα γενιά δεν μπορεί να ζήσει με τις προσωπολατρίες που ζούσαμε εμείς και ίσως πολύ καλά κάνει. Γιατί η προσωπολατρία εμπνέει και ένα φόβο και ο φόβος είναι ανασταλτικό πράγμα, ενέχει μια αποποίηση ευθυνών, αυτό πλέον δεν υπάρχει, από την άλλη μεριά όμως,υπάρχει τρομακτικά μεγάλη προχειρότητα! Δεν είναι δυνατόν κάθε ηθοποιός να δουλεύει σε τρεις δουλειές. Δε γίνεται!

Και δουλεύει σε τρεις δουλειές μήπως βγάλει το βασικό! Αναγκαστικά, η ποιότητα θα πέσει. Τότε υπήρχε μια πίστη ότι αυτό που προσφέρουμε στον κόσμο είναι τρομερά σημαντικό, τώρα τα πράγματα γίνονται περισσότερο για να καλύψουν οι ηθοποιοί μια ανάγκη έκφρασης προσωπική. Δεν καταλαβαίνω, πως είναι δυνατόν 700 άνθρωποι που βγαίνουν κάθε χρόνο από τις δραματικές σχολές να έχουν τόση ανάγκη έκφρασης. Γίναμε ξαφνικά όλοι καλλιτέχνες; Έχει κατέβει ο πήχης και με τον θάνατο του Λευτέρη(Βογιατζή) κατέβηκε ακόμη περισσότερο, γιατί ήταν ένα σημείο αναφοράς. Και πραγματικά, μπορείς  να βρεις διαμάντια, ανάμεσα σ’ αυτές τις 1.500 παραστάσεις, αλλά άντε να τα ξεχωρίσεις…

Και τι θα γίνει, πιστεύετε;

Ο χρόνος θα δείξει! Το ποια ομάδα θα αντέξει από όλες αυτές που παίζουν στο φουαγιέ, στο καμπινέ, στον λουτροκαμπνινέ, στην αποθήκη και τον άλλο χρόνο διαλύονται οι περισσότερες. Οι ομάδες που αντέχουν, ήδη, έχουν φανεί οι περισσότερες.

Μετανιώσατε που δεν παραμείνατε σε κάποια ομάδα, όπως τότε με το «Ανοιχτό Θέατρο» ;

Από το «Ανοιχτό» έφυγα τελευταία…Μετά που ήμουν στο θέατρο του Λευτέρη («Σκηνή») πάλι διαλύθηκε. Είναι η μοίρα των ομάδων στην Ελλάδα. Σου μιλάω για ομάδες τρομακτικές ακόμα και το «Ελεύθερο», που ήταν η ιστορική ομάδα κάποια στιγμή διαλύθηκε, αφού όμως είχαν παράξει πολύ σπουδαίο έργο.

Θα ήθελα ιδανικά να ανήκω σε μια ομάδα, αλλά σε ομάδα! Κάπου, που να έχουμε κοινούς στόχους και να πορευόμαστε μαζί καλλιτεχνικά, δηλαδή γι’ αυτό έγινα και ηθοποιός. Δεν την έχω εγκαταλείψει αυτή τη φιλοδοξία. Οι άνθρωποι της ηλικίας μου, όμως, όπως βλέπεις κάνουν μεμονωμένο θέατρο. Δεν έχω μια ομάδα εγώ με τον Δημήτρη Καταλειφό, τον συμμαθητή μου, και αν συνεργαστούμε, θα γίνει για ένα έργο και από πίσω θα είναι τα Αθηναϊκά Θέατρα.

Φαντάζομαι για λόγους βιοποριστικούς….Όπως μου λέγατε και πριν.

Ναι, γιατί και εγώ και ο Καταλειφός και οι άνθρωποι της γενιάς μου, είχαμε μάθει να ζούμε από το θέατρο. Δεν εννοούνταν να μην πληρωνόμαστε τις πρόβες, τα δώρα των Χριστουγέννων, τα επιδόματα μας, όλα κανονικά. Θα μου πεις τότε υπήρχε και ο θεσμός των επιχορηγήσεων ή τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ στα οποία θήτευσα επί μακρόν. Εγώ ήμουν τυχερή, είχα δουλέψει στη Λάρισα με τον Κώστα Τσιάνο, στην Πάτρα, με την Μάγια Λυμπεροπούλου. Τότε ήταν η άνθιση των ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ και έγιναν ωραίες παραστάσεις και εκτός Αθηνών. Εμείς πληρωνόμασταν μέχρι δεκάρας και ζούσαμε από τη δουλειά μας, οι σημερινοί ηθοποιοί δεν ζουν από τη δουλειά τους, ούτε θα ζήσουν ποτέ. Στη παράσταση που ετοιμάζουμε τώρα, που παίζουν μαζί μου νέα παιδιά, όλα μα όλα, κάνουν άλλη δουλειά και έρχονται πεθαμένα στην πρόβα, γιατί δουλεύουν σε μπαρ. Και μετά από την παράσταση τι θα βγάλουν; Όταν το θέατρο έχει 40 θέσεις και είμαστε εφτά και πρέπει να βγει και το  νοίκι! Θα ήθελα να ήμουν στον Τάρλοου ή στην Μπέττυ Αρβανίτη που πληρώνει! Αυτούς που πληρώνουν πρέπει να τους κάνουμε ένα άγαλμα πλέον….

Εύλογα, λοιπόν, θα ρωτούσε κανείς, τι κάνετε εσείς, με τόση εμπειρία, σ’ αυτά τα θέατρα;

Εγώ, επειδή είχα την τύχη και έβγαλα σύνταξη, κάνω τρελίτσες τώρα! Έτσι ξαφνικά, σ’ αυτή την ηλικία που είμαι, έγινα η μούσα του Underground… (γέλια).Εκεί που ήμουν στο Εθνικό βασίλισσα επί (Νίκου) Κούρκουλου, ήρθε ο (Γιάννης) Χουβαρδάς και πάνε οι παλιοί… Έρχεται ο (Σωτήρης)Χατζάκης επιστρέφω πάλι, αναλαμβάνει ο (Στάθης) Λιβαθινός έχει κλείσει το ρεπερτόριο και μέχρι του χρόνου δεν είμαι πουθενά….Σήμερα, ή το Εθνικό θα σε πάρει ή η Στέγη για ένα τρίμηνο να σε πληρώνει ή το Ωνασείο, που κάνει μόνο όπερες, αλλά δεν τραγουδάω. Παρ’ όλα αυτά και έτσι, ως «μούσα του Underground», έχω κάνει δουλειές που τις έχω απολαύσει πολύ, χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το περσινό με την «Παράλειψη της Οικογένειας Κόλεμαν» ένα έργο καρδιάς του Κλαούντιο Τολκατσίρ (σκην. Μαριτίνα Πάσσαρη).

Στην παράσταση η «Παράλειψη της Οικογένειας Κόλεμαν» στη Β' σκηνή του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας 

Έχετε κάνει και πολλές τηλεοπτικές δουλειές αυτές τις ευχαριστηθήκατε εξίσου;

Επειδή εμείς μεγαλώσαμε με τη λάθος αντίληψη «τηλεόραση-φτου-κακά» αναγκάστηκα να κάνω τηλεόραση, όταν αρρώστησε ο πατέρας μου και στην αρχή το έκανα με πίεση. Μετά από λίγο καιρό, όμως, ανακάλυψα ότι είναι ένα μέσον, που αν το εκμεταλλευτείς σωστά είναι τρομερά εποικοδομητικό για έναν ηθοποιό, διότι έχει το «εδώ και τώρα». «Τώρα θα κλάψεις», «Τώρα θα πεθάνεις» αναφέρομαι στη «10η Εντολή» που στις έξι το πρωί έπρεπε να πεθάνεις, δεν υπήρχε η δυνατότητα να το μελετήσεις στο σπίτι σου. Αυτό σε κρατάει σε μια κατάσταση ετοιμοπόλεμη του να μη σκέφτεσαι, να μην υπεραναλύεις, να μη φοβάσαι, να τα δίνεις όλα στο εδώ και το τώρα! Αυτά είναι τρομακτικά εργαλεία για τη δουλειά μας.

Την αναγνωρισιμότητα πώς τη διαχειρίζεστε;

Μόνο χαρά μου δίνει! Δεν καταλαβαίνω τους συναδέλφους που λένε το αντίθετο. Αφού ξέρω ότι με το «Ευτυχισμένοι μαζί» μπήκα στα σπίτια όλης της Ελλάδας, είχαμε ένα ποσοστό 40% και τώρα το βλέπουν και οι επόμενες γενιές. Είναι φυσικό λοιπόν, ο κόσμος να μου μιλάει στο δρόμο και έχω και τα «τυχερά» μου!

Δηλαδή;

Οι ταξιτζίδες δεν μου παίρνουν λεφτά, πάω στα νοσοκομεία και μου λένε: «περάστε». Έβγαλα σύνταξη πολύ πιο γρήγορα στο ΙΚΑ, γιατί με αναγνώρισαν οι κυρίες εκεί. Πήγε η Λυδία Κονιόρδου και έκανε τρία χρόνια να βγάλει! Εντάξει αυτό είναι αδικία, τεράστια αδικία μιλάμε για την μεγαλύτερη Ελληνίδα τραγωδό, σκασίλα τους! Αυτοί βλέπουν τηλεόραση! Πέρα από αυτά τα οφέλη, που τα λέμε για να γελάσουμε, εμένα με συγκινεί αυτή αγάπη του κόσμου. Καταρχάς δεν με λένε «Αλεξάνδρα» με λένε «Κυρία Ιφιγένεια» γεγονός που σημαίνει ότι ήμουν καλή στο ρόλο και πως με αγαπήσαν και αυτό θα μου προκαλεί θλίψη; Τόση διαστροφή δεν την αντέχω…

Είναι λίγο «δηθενιά» όλο αυτό από κάποιους συναδέλφους σας;

Αν ήμουν τόσο διάσημη, σαν την Βουγιουκλάκη, να μην μπορούσα να βγω από το σπίτι, μπορεί και να είχα θέμα. Τι να σου πω; Εγώ δεν είμαι. Μπορώ και το διαχειρίζομαι. Ούτε πήραν τα μυαλά μου αέρα σ’ αυτή την ηλικία. Ήταν πολύ αργά για να γίνει αυτό. Επίσης, κάνει και άλλο καλό η τηλεόραση. Αυτοί που σ’ έχουν δει στο «Ευτυχισμένοι μαζί» έχεις μια ελπίδα να έρθουν στο θέατρο. Θυμάμαι κάποτε που ο μακαρίτης ο Μηνάς ο Χατζησάββας έπαιζε «Άμλετ» στο θέατρο του Μιχαηλίδη και τον ίδιο καιρό παιζόταν η «Αναστασία» και έλεγε :«Δόξα τον Θεό που προβάλλεται και η σειρά, γιατί όσοι την βλέπουν έχουν την ευκαιρία να μάθουν και τον Σαίξπηρ». Δεν είναι πάντα κακή η τηλεόραση, άσε που ήταν και υπέροχη σειρά η «Αναστασία».

Και είχατε κάνει και μαζί πολλά μαζί με τον Μηνά Χατζησάββα…

Ναι, το πουλάκι μου, εξαιρετικός συνάδελφος, αυτός λείπει πολύ….

Οπότε είστε ανοιχτή και σε τηλεοπτικές προτάσεις…

Μακάρι να μπορούσα να ξανακάνω τηλεόραση, αλλά πρέπει να εξοριστώ στην Κύπρο για να πληρωθώ. Εδώ, βλέπεις τι γίνεται, έκοψαν ακόμα και την «Παρθένα Ζωή» που έκανε νούμερα που να παίξω; Στο «Τατουάζ»; Δεν με παίρνουν…

Δεν έχετε πάει στο «Survivor» γι’ αυτό μάλλον…Εκεί πήραν τον «Ντάνο».

Ε, ναι! Όταν φτάσαμε ένας λαός να βλέπουμε «Survivor» μετά θα κάνουμε και το συλλαλητήριο στο Σύνταγμα, αυτά είναι αλληλένδετα! Το μυαλό έχει φτάσει στον πάτο! Αυτός που βλέπει αυτή τη σαχλαμάρα σίγουρα θα πάει μετά και στο Σύνταγμα να αποφασίσει δεν ξέρω γιατί...

Για την Μακεδονία, λένε…

Ναι, και τώρα θυμήθηκαν τη «Novartis» και μετά κάτι άλλο…για να πουλάνε τα κανάλια. Είναι ανέκδοτο αυτό το πράγμα.

Ας, επανέλθουμε όμως στα δικά σας. Μου έκαναν  μεγάλη εντύπωση δύο περιστατικά από την πορεία σας. Το ένα ήταν ότι στην παράσταση «Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού» μάθατε σε λίγα εικοσιτετράωρα και τα λόγια σας και τη νοηματική(!) και ότι κάποτε χάσατε την μητέρα σας αλλά συνεχίσατε να παίζετε….

«Οι αντικαταστάσεις σώζουν ζωές», αυτός είναι ο τίτλος! Είναι απαραίτητες στο θέατρο και αλίμονο αν δεν είναι έτοιμος ο ηθοποιός να τις κάνει. Τότε με την μητέρα μου, ήμουν εικοσιέξι χρονών, δούλευα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος με σκηνοθέτη τον Γιώργο Σεβαστίκογλου. Ο ίδιος είχε κάνει τη διασκευή του κειμένου και είχε προσθέσει το ρόλο της υπηρέτριας, της χήρας Λουτσέτα. Εγώ λοιπόν ήμουν η υπηρέτρια της Κατερίνα, της στρίγγλας, ρόλο που υποδυόταν η Μάγια Λυμπεροπούλου. Εκείνη την περίοδο, λοιπόν, πέθανε η μητέρα μου. Ενώ ήμουν στο θέατρο με ειδοποίησαν ότι αργοσβήνει. Ο τότε καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ, Σπύρος Ευαγγελάτος, φροντίζει ώστε αμέσως μετά την παράσταση να φύγω για την Αθήνα. Δυστυχώς, δεν την πρόλαβα για λίγα λεπτά. Όταν έφτασα στο νοσοκομείο, είχε ήδη φύγει· δεν την πρόλαβα για δέκα λεπτά. Μετά την κηδεία, πήρα το αεροπλάνο και το βράδυ έπαιξα κανονικά στην παράσταση.

Αυτό ήταν ότι πιο δύσκολο σας έχει συμβεί στη σκηνή;

Όχι και να σου εξηγήσω γιατί. Πέραν του ότι με βοήθησε πολύ ο Σπύρος Ευαγγελάτος, που ήταν πολύ κοντά στους ηθοποιούς σ’ αυτά τα θέματα, εγώ σ’ αυτό το τραγικό: «Πέθανε η μάνα μου και έπαιζα» θα απαντούσα : « Ευτυχώς που έπαιζα» γιατί είσαι εκτός σπιτιού και το μυαλό σου απασχολείται με κάτι άλλο για να μην βουλιάξεις τελείως στο πένθος. Σε βοηθάει αυτό το πράγμα, μπορεί την ίδια μέρα να είναι κάπως επώδυνο, αλλά γενικά, είναι καλό να απασχολείσαι με κάτι άλλο, αλλιώς σε παίρνει από κάτω η απώλεια. Αντίθετα, θα θεωρούσα πολύ πιο δύσκολο το να παίζω άρρωστη, το οποίο, βεβαίως έχει συμβεί σ’ όλους. Θυμάμαι στο Θεσσαλικό που έπαιζα με τρομερούς πόνους περιόδου και ενέσεις καθισμένη σε καρέκλα.

Έχετε δηλώσει ότι «Το θέατρο ήταν τελείως διαφορετικό από αυτό που ονειρευόμουν». Τι ονειρευόσασταν κ. Παντελακη;

Αυτό που σου είπα πριν, ονειρευόμουν ομάδα! Το μεγαλύτερο πλήγμα για εμένα ήταν η διάλυση της «Σκηνής» γιατί ήταν η ομάδα, των ομάδων! Το θέατρο που έκαναν όλοι αυτοί οι σπουδαίοι άνθρωποι μαζί και δεν μου άρεσε που είδα ότι έφυγε αλλού ο Βασίλης (Παπαβασιλείου), αλλού η Άννα (Κοκκίδου), αλλού ο Τάσος (Μπαντής). Θα μου πεις, ήταν τόσο ισχυρές προσωπικότητες που θα ήταν αδύνατον να συνυπάρξουν. Απόδειξη ότι ο καθένας έκανε το δικό του θέατρο! Όπως είχε πει κάποιος : «Αυτό δεν ήταν ‘’Σπασμένη στάμνα’’ ήταν ‘σπασμένη μήτρα΄΄! Εφτά θέατρα βγήκαν!» Εγώ όμως είχα πιστέψει πολύ, ήθελα αυτοί οι φωτισμένοι άνθρωποι να μείνουν μαζί.

Σε λίγες μέρες, έχετε πάλι πρεμιέρα, πείτε μας για την νέα παράσταση.

Ως μούσα του Underground και με τον φόβο του κενού, γιατί η «Φονική παγίδα» παίζεται μόνο δύο φορές την εβδομάδα, είπα «ναι» και σ’ αυτή τη δουλειά. Γιατί ο ηθοποιός έχει αυτό που λέει ο Βουτσάς, το «σύνδρομο των οκτώ» το ξέρεις αυτό;

Όχι…

Α, είναι αυτό το πολύ γνωστό σύνδρομο, που λέει ότι στις οκτώ ανεβάζω πυρετό, γιατί όλοι είναι στην κουΐντα και εγώ τι κάνω ο μαλάκας σπίτι μου! (γέλια). Αυτό βέβαια, δεν έχει καμία σχέση με τέχνη έχει σχέση με ψυχοπαθολογία για να λέμε και του στραβού το δίκιο.

Και τι θα κάνετε λοιπόν για να απαλλαγείτε αυτού του συνδρόμου;

Η παράσταση λέγεται «Ex-Να ψοφήσουν οι πρωταγωνιστές» και σκηνοθετεί ο Πάνος Κούγιας, το έργο δεν έχει καμία σχέση με πρωταγωνιστές θεάτρου, αφορά τους πολιτικούς και το έγραψε ο Ουρουγουανός Γκαμπριέλ Καλντερόν. Η πρεμιέρα θα γίνει στις  24 Φεβρουαρίου στο «104» και θα παίζουμε Σαββατοκύριακα. Στη σκηνή θα δείτε τον Αργύρη Γκαγκάνη, την Δάφνη Μανούσου, τον Ιωάννη Αθανασόπουλο, τον Αδριανό Γκάτσο, τον Χρήστο Καρανικόλα και τη  Γεωργία Παντέλη. Σύμφωνα με την υπόθεση, η Άννα, μια νέα που προσπαθεί να μάθει την αλήθεια για το τί συνέβη στην οικογένειά της την περίοδο της δικτατορίας στην Ουρουγουάη, αποφασίζει, με τη βοήθεια του εφευρέτη συντρόφου της, του Ταδέο, να συγκεντρώσει ξανά όλους τους συγγενείς της γύρω απ’ το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Με τη βοήθεια μιας χρονομηχανής που έχει κατασκευάσει ο Ταδέο, συγγενείς απ’ το παρόν και απ’ το παρελθόν, ζωντανοί και νεκροί, μαζεύονται σ’ ένα παράξενο δείπνο δημιουργώντας τραγελαφικές καταστάσεις και προκαλώντας απροσδόκητες εξελίξεις.

 

 

 

 

 

 

 

«Το να αγαπάς τους ανθρώπους είναι εύκολο. Το να αγαπάς έναν άνθρωπο, αυτό είναι κάτι διαφορετικό. Κάτι που θα σε φέρει ακριβώς στην κόψη».

Tο πολυβραβευμένο έργο «Φεγγίτης» (Skylight) ‒Tony Καλύτερης Παράστασης (2015) και Olivier Καλύτερου Έργου (1996)‒ του Βρετανού θεατρικού συγγραφέα, σεναριογράφου και σκηνοθέτη David Hare ανέβηκε για πρώτη φορά το 1995 στο Λονδίνο από το Εθνικό Θέατρο και αργότερα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία στο West End και στο Broadway.

Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά έναν χρόνο αργότερα (σεζόν 1996-1997) στο Θέατρο των Εξαρχείων με τον τίτλο «Γυάλινος Ουρανός», σε σκηνοθεσία του Τάκη Βουτέρη και με τον ίδιο να πρωταγωνιστεί μαζί με την Αννίτα Δεκαβάλλα.

Έπειτα από είκοσι δύο χρόνια ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης με τη νέα μετάφραση της Μιρέλλας Παπαοικονόμου έρχεται να μας συστήσει και πάλι το έργο του συγγραφέα που στη χώρα μας έγινε γνωστός παρά τα τριάντα(!) κείμενά του κυρίως με τις δύο ταινίες του που ήταν υποψήφιες για Όσκαρ ‒ «Οι Ώρες», Στίβεν Ντάλντρι (2002), «Σφραγισμένα Χείλη», Στίβεν Ντάλντρι (2008).

Σύμφωνα με την ιστορία, ένα χειμωνιάτικο παγωμένο βράδυ στο Λονδίνο ο επιτυχημένος επιχειρηματίας Τομ Σάρτζεντ (Δημήτρης Καταλειφός) εμφανίζεται απρόσμενα στο διαμέρισμα της Κύρα Χόλις (Λουκία Μιχαλοπούλου), τρία χρόνια μετά το τέλος της ερωτικής σχέσης τους.

Λίγο πριν έχει κάνει την εμφάνισή του και ο γιος του, ο Έντουαρντ (Μιχάλης Πανάδης), για να ενημερώσει την Κύρα για τη «δύσκολη» κατάσταση που βιώνει ο πατέρας του μετά τον θάνατο της μητέρα του από καρκίνο πριν από έναν χρόνο.

Ο Τομ είναι ένας εύπορος ιδιοκτήτης χώρων εστίασης και μετά τον χαμό της συζύγου του επιδιώκει επανασύνδεση με την πρώην ερωμένη του, την Κύρα, η οποία έχει γυρίσει σελίδα στη ζωή της και πλέον εργάζεται ως δασκάλα σε ένα σχολείο στην πιο υποβαθμισμένη περιοχή του Λονδίνου.

Οι δυο τους κατά τη διάρκεια της βραδιάς, παρά τις διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις τους, την αντίληψή τους για τη ζωή και τα προβλήματα του παρελθόντος, θα επιχειρήσουν να επανεξετάσουν τη σχέση τους ‒ για να διαπιστώσουν αν η παλιά φλόγα ανάμεσά τους μπορεί να αναζωπυρωθεί.

Αυτή είναι μια φαινομενικά απλή συναισθηματική ιστορία στον «Φεγγίτη». Ωστόσο  δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με έναν απωθημένο έρωτα, με την παράνομη σχέση του Τομ και της Κύρα, που παρέμενε μυστική για έξι χρόνια μέσα στο ίδιο το σπίτι του πρώτου. Αντίθετα, αυτή αποτελεί μόνο το πλαίσιο για να αποκαλυφθούν η μοναξιά και η απελπισία που βιώνουν οι ήρωες.

Οι δυο τους είναι καταδικασμένοι σε έναν κόσμο ειδώλων, με την Κύρα να επιλέγει τον ρόλο του μεσσία που θέλει να σώσει τον κόσμο και τους κατατρεγμένους. Η ίδια αναφέρει για τη δουλειά-«αποστολή» της: «Ξυπνάω στις πέντε και τέταρτο με πεντέμισι. Μέχρι να σταματήσει το ξυπνητήρι. Σκέφτομαι: ‘‘Τι κάνω; Γιατί το κάνω όλο αυτό; […] Θέλω να πω, όταν είσαι δάσκαλος, το μόνο πράγμα που έχει αξία… είναι να βρεις έναν καλό μαθητή».

Ο Τομ, από την άλλη, διαλέγει το είδωλο του επιτυχημένου επιχειρηματία και του κυρίαρχου άνδρα που ελέγχει τους πάντες, νιώθοντας σαφώς ανώτερός τους ‒«Όταν ξεκινάς ένας λαϊκός άνθρωπος, ένα πράγμα γλιτώνεις, τη μελοδραματική ψευδαίσθηση ότι οι λαϊκοί άνθρωποι έχουν κάτι να σε διδάξουν»‒, διατηρώντας την αυταπάτη ότι όλα μπορούν να του συγχωρεθούν και φυσικά η απιστία ‒ από τη σύζυγό του.

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης καταθέτει μια ιδιοφυή σκηνοθετική προσέγγιση. Μελετώντας ενδελεχώς το έργο, δεν μένει στο προφανές, στην ερωτική ιστορία. Αντίθετα, χτίζοντας πίσω από αυτή, επιλέγοντας τον δρόμο του ρεαλισμού, όπως προτάσσει και ο συγγραφέας, δουλεύει εξονυχιστικά τις λεπτομέρειες με τους σπουδαίους πρωταγωνιστές, αφήνοντας να φανερωθούν στη σκηνή οι ουσιαστικές σχέσεις, τα βαθύτερα «θέλω» των χαρακτήρων και μέσω των λεκτικών διαξιφισμών τους όλα τα πολιτικοκοινωνικά μηνύματα του Hear, που, αν και έχουν περάσει είκοσι τρία χρόνια από τότε που γράφτηκε το έργο, τολμώ να πω ότι η καθολικότητά τους το κάνει –ή θα το κάνει– κλασικό.

Όσο οι ήρωες ετοιμάζουν ένα απλό σπαγγέτι, βράζουν στο ζουμί τους, όπως τα μακαρόνια στην κατσαρόλα, μέχρι που κάποια στιγμή εκρήγνυνται.

Η παράσταση δεν θα ήταν τόσο σπουδαία αν τον ρόλο του Τομ δεν έπαιζε ο Δημήτρης Καταλειφός και την Κύρα δεν υποδυόταν η Λουκία Μιχαλοπούλου.

Ο Δημήτρης Καταλειφός με την εμπειρία και τη σκηνική μαεστρία του αποδίδει μοναδικά αυτό τον νάρκισσο καπιταλιστή άνδρα που γίνεται ένα παιδί, εκλιπαρώντας για την αγάπη. Εξαιρετικός στο δεύτερο μέρος, είχε την αξιοπρέπεια και την πικρόχολη ειρωνεία με τις οποίες η υπερήφανη φύση του Τομ αντιμετωπίζει την απόρριψη.

Η Λουκία Μιχαλοπούλου με αυτή την παράσταση αναδεικνύεται στην απόλυτη πρωταγωνίστρια. Αυτό το γνωρίζουμε εδώ και πολλά χρόνια –προσωπικά, από τότε που την είδα στο «Bella Venezia» του Γιώργου Διαλεγμένου (2005-2006) σε σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή– και μας το αποδεικνύει συνεχώς. Ηθοποιός που δεν επαφίεται στις δάφνες και στα βραβεία, δίνει με την Κύρα της μια ερμηνεία που δεν μπορεί παρά να σε καθηλώσει.

Παρούσα στη σκηνή από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό της παράστασης, με μοναδικό εσωτερικό ρυθμό, εξαιρετική τεχνική που δεν φαίνεται, αλλά δουλεύεται ακούραστα και μεθοδευμένα, καταθέτει μια ερμηνεία λεπτών αποχρώσεων, ξεπερνώντας κατά πολύ τα συνήθη μέτρα. Από τα μάτια της Μιχαλοπούλου περνάνε πραγματικά όλα όσα βίωσε η Κύρα σε αυτή τη σχέση και ο θεατής δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος, κυρίως με τη σπαρακτική ερωτική εξομολόγησή της λίγο πριν από το φινάλε: «Σ’ αγαπάω, που να πάρει. Ακόμα σ’ αγαπάω. Σ’ αγάπησα όσο δεν αγάπησα κανέναν άλλο στον κόσμο. Αλλά δεν θα σ’ εμπιστευτώ ποτέ, ύστερα απ’ αυτό που έγινε».

Στον ρόλο του δεκαοκτάχρονου γιου βλέπουμε τον Μιχάλη Πανάδη, που ξεχωρίσαμε πέρυσι στην «Παράλειψη της Οικογένειας Κόλεμαν» (σκην. Μαριτίνα Πάσσαρη) και τώρα με τη δυναμική ερμηνεία του στέκεται επάξια στον «Φεγγίτη» και ως Έντουαρντ. Σαν άλλος αγγελιαφόρος αρχαίας τραγωδίας, μεταφέρει με την ορμή της νιότης τα γεγονότα που έχουν συμβεί στη ζωή της οικογένειας όσο η Κάρυ ήταν απούσα.

Πατέρας (Δημήτρης Καταλειφός) και γιος (Μιχάλης Πανάδης) δεν συναντιούνται ποτέ στη σκηνή, έχει όμως μεγάλο ενδιαφέρον, σκηνοθετικά και από γραφής, το πώς εισβάλλουν ουσιαστικά με τον ίδιο τρόπο, αν και με τις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες και κοσμοθεωρίες τους, στο σπίτι της Κύρα (Λουκίας Μιχαλοπούλου) και σε κάνουν να σκεφτείς πως ο ένας είναι η συνέχεια του άλλου, όσο και αν δεν θέλουν να το παραδεχτούν.

Το ίδιο συμβαίνει και με την απομονωμένη ηρωίδα όμως, που πριν από χρόνια αποφάσισε να ζήσει μαζί τους για να ξεφύγει από τον πατέρα της και τώρα έχει καταλήξει να είναι ίδια με εκείνον. Τα φροϋδικά συμπλέγματα κάνουν πάρτι στο έργο, δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι γίνεται αναφορά και στο βιβλίο του πατέρα της ψυχανάλυσης.

Αποκαλυπτικό της ατμόσφαιρας του έργου είναι και το συνθετικό αρχιτεκτονικό σκηνικό της Αθανασίας Σμαραγδή, που επέτρεπε μια διεισδυτική ματιά στο διαμέρισμα της ηρωίδας. Φωτισμένο ιδανικά από τον Αλέκο Γιάνναρο και με τα κοστούμια της Μαρίας Κοντοδήμα να συμβάλλουν στο αισθητικό αποτέλεσμα.

Τέλος, θα ήθελα να κάνω ειδική μνεία στη μουσική του Μίνωα Μάτσα, καθώς ένας άλλος κόσμος γεννήθηκε για την παράσταση και συμπορεύτηκε μοναδικά μαζί της. Μαγική!

Από τη Γιώτα Δημητριάδη

 

Δεν είναι συνηθισμένη περίπτωση ηθοποιού. Είναι μια καλλιτέχνις που ψάχνεται συνεχώς, εναποθέτοντας κάθε κομμάτι της ζωής που την εξιτάρει στη σκηνή, γι’ αυτό και οι ερμηνείες της μένουν αξέχαστες.

Τα τελευταία χρόνια η Μαρία Πρωτόταππα έχει αποδείξει ότι δεν είναι μόνο σπουδαία ηθοποιός. Μπορεί άνετα να καθίσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη «με τα εργαλεία του ηθοποιού», όπως παραδέχεται στο texnes-plus, και να ανεβάσει παραστάσεις που κάνουν αίσθηση.

Στην έκτη σκηνοθετική δουλειά της θα αναλάβει να σκηνοθετήσει μόνο τον εαυτό της, από τις 27/2, στη Β΄ Σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας.

Έμπνευση για την παράσταση αποτέλεσε το βιβλίο «Αναμνήσεις δι’ αλληλογραφίας» (εκδ. Ίκαρος, μτφρ. Μαρίας Παλαιολόγου), που έγραψε η Κολομβιανή ζωγράφος Έμμα Ρέγιες έπειτα από προτροπή του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και, όπως μου εξομολογήθηκε, σε αυτή τη δουλειά «τη νοιάζει το παιδάκι»… Αυτό το κοριτσάκι λοιπόν, που με τα μαγικά πινέλα του τη γοήτευσε τόσο πολύ, προσπαθήσαμε να γνωρίσουμε λίγο καλύτερα, πριν από την πρεμιέρα, μέσω μιας σύντομης κουβέντας ανάμεσα σε εντατικές πρόβες.

 

Τι σε γοήτευσε στην ιστορία της Έμμα Ρέγιες και αποφάσισες να την παρουσιάσεις στη σκηνή;
Ήθελα να νιώσω την περιπλάνηση στο τυχαίο, στην ελεύθερη πορεία. Ζω λες και μπορώ να ελέγξω το σήμερα, το τώρα. Η αγωνία να παραμείνω ασφαλής σε γνώριμα μέρη είναι μεγάλη και περιορίζει το ζωτικό χώρο και τη χαρά. Τα αναπάντεχα της ζωής με έκαναν να νιώσω τέτοιες στιγμές ηδονής και ευφορίας, που θέλησα να τις βρω σε μια ξένη ζωή, όπου κάθε μέρα όλα ήταν αβέβαια και ζωντανά. Για να ξεφοβηθώ δανείζομαι την εμπειρία της Έμμα.

Αυτή η παράσταση είναι η έκτη σκηνοθετική δουλειά σου. Ποια ανάγκη σε οδηγεί κάθε φορά στην καρέκλα του σκηνοθέτη;
Ίσως δεν πρόκειται για ανάγκη. Ασχολούμαι τριάντα τέσσερα χρόνια με το θέατρο. Είναι ο τρόπος ζωής μου. Αυτή τη δουλειά δεν τη σκηνοθετώ. Τη φτιάχνω ως ηθοποιός με τα εργαλεία του. Δεν με νοιάζει η τέχνη σήμερα. Με ενδιαφέρει το παιδάκι. Η Έμμα. Σε όλα τα άλλα θα ήθελα να βάλω μια μεγάλη φωτιά και να τα εξαφανίσω.

Μετά τη μεγάλη επιτυχία του «Αύγουστου», που συνεχίζεται στο Θέατρο «Δημήτρης Χορν», θα σε δούμε σε ένα μικρό θέατρο, μόνη στη σκηνή. Εδώ ποιο είναι το καλλιτεχνικό στοίχημα;
Μακάρι να μην ήταν καν θέατρο. Να μη χρειάζονταν τίτλοι, παρουσιάσεις, δηθενιές. Στη Β΄ Σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας πήγα γιατί ήταν σαν να με φώναξαν στο «σπίτι» τους ο Αλέξανδρος και η Μαίρη. Και θα περάσει κάποιος κόσμος για βόλτα. Θα είμαστε παρέα.

Στο δελτίο Τύπου της παράστασης η Ράγιες αναφέρεται ως «ένας θηλυκός Όλιβερ Τουίστ». Ο Ντίκενς είχε δηλώσει: «Με τις περιπέτειες και τη δυστυχισμένη ζωή του μικρού Όλιβερ θέλησα να αποδείξω ότι το πνεύμα του καλού καταφέρνει πάντα να υπερνικά κάθε αντίξοη περίσταση και τελικά να θριαμβεύει». Συμβαίνει το ίδιο και με τη Ράγιες;
Στην Έμμα δεν τίθεται θέμα καλού κακού. Δεν υπάρχει τέτοιο δίλημμα. Τα διλήμματα ηθικής φύσεως μοιάζουν με ανθρώπινες κατασκευές. Εδώ το ζήτημα είναι η επιβίωση και ο χώρος η πραγματική ζωή. Η Έμμα δεν προτείνει καλοσύνη. Δεν προτείνει τίποτα. Είναι αθώα και υπάρχει. Έχει μια ευκολία να ξεκινά από την αρχή. Χωρίς να μεμψιμοιρεί.

Η Έμμα Ρέγιες έστειλε στο φίλο της, τον ιστορικό Χερμάν Αρσινιέγας, την πρώτη από τις είκοσι τρεις επιστολές που περιγράφουν τις σκληρές συνθήκες μέσα στις οποίες κύλησε η παιδική της ηλικία. Αυτές οι συνθήκες πιστεύεις ότι καθόρισαν και τα έργα της;
Η ίδια λέει σε συνέντευξη ότι ζωγραφίζει βουβά ουρλιαχτά. Συνάντησε πολύ κόσμο στο διάβα της. Πολλές απίθανες ιστορίες καθημερινών ανθρώπων. Ενώθηκε μαζί τους. Έλιωσε μαζί τους. Ήταν μία από το πλήθος. Δεν ήταν η ασφαλής καλλιτέχνις που έκλεβε από τα παράθυρα ξένες ζωές. Ο διευθυντής της σχολής ζωγραφικής στο Παρίσι την είχε παροτρύνει να ακολουθήσει δικό της δρόμο. Πολλοί ξέρουν τη δουλειά, αλλά δεν έχουν τι να πουν. Εσύ δεν έχεις ιδέα από σχέδιο, όμως έχεις να πεις πράγματα. Άρχισε να ζωγραφίζει άφοβα με την αφέλεια παιδιού. Θεοί, ζώα, άνθρωποι, τέρατα έγιναν ένα. Και με τόσο χρώμα.

Εσένα πόσο σε επηρέασαν καλλιτεχνικά τα παιδικά σου χρόνια;
Υποθέτω πολύ, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Η Alice Miller (στο βιβλίο της «Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας») γράφει μεταξύ άλλων: «Η αυτόματη, φυσική επαφή με τα συναισθήματα και τις ανάγκες μας μας δίνει δύναμη και αυτοεκτίμηση». Πόσο χρήσιμο εργαλείο είναι για έναν ηθοποιό η επαφή με το συναισθηματικό του κόσμο; Πόσο εφικτό και πόσο επώδυνο;
Η επαφή με την εσωτερική ζωή μάς ξεχωρίζει από τους νεκρούς και από τα ζόμπι. Ηθοποιός, μπακάλης, οδηγός λεωφορείου, τι σημασία έχει; Αν δεν είναι αυτονόητη αυτή η επαφή, φοβάμαι ότι μιλάμε για ψυχοπαθολογία. Αλλά, τι λέω, εδώ έχουμε αποχωρήσει από τα σώματά μας οι περισσότεροι. Ζούμε και κατοικούμε από το λαιμό και πάνω. Τρομερές μεταλλάξεις. Δεν είναι επώδυνο να νιώθεις.

«Εκτιμώ περισσότερο τι έχεις ζήσει, πολύ λιγότερο αυτό που έχεις διαβάσει». Τι σημαίνει για σένα αυτή η φράση; Καλλιτεχνικά και προσωπικά.
Αυτός που εκφράζεται καλλιτεχνικά οφείλει να είναι βαθιά προσωπικός. Να μιλά για τη δική του ζωή, για τα δικά του εμπόδια. Αλλιώς φλυαρεί. Ναι, πιστεύω πως γίνεσαι η ζωή σου. Οι άνθρωποι που έχουν ζήσει είναι οι κόσμοι που θες να ταξιδέψεις. Αυτούς τους θησαυρούς εν ζωή τους παραγκωνίζουμε. Δεν είναι της μόδας. Τους… βαριόμαστε.

Επόμενα επαγγελματικά σχέδια.
Θα είμαι η Κλυταιμνήστρα στον «Αγαμέμνονα» σε σκηνοθεσία του Τσέζαρις Γκραουζίνις, που θα παρουσιαστεί στις 6-7 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.

 

Η «ΕΜΜΑ» της Μαρίας Πρωτόπαππα, διασκευή βασισμένη στο βιβλίο «Αναμνήσεις δι’ αλληλογραφίας» (εκδ. Ίκαρος, μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου), παρουσιάζεται από τις 27 Φεβρουαρίου στη Β΄ Σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας, για 10 παραστάσεις, κάθε Δευτέρα και Τρίτη.

Παραγωγή: Kart Productions

 

Πρεμιέρα Τρίτη 20 Φεβρουαρίου

Πρόκειται μάλλον για σύμπτωση, γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι οι τρεις αυτές παραστάσεις που επαναλαμβάνονται για δεύτερη σεζόν και φιλοξενούνται στην ίδια θεατρική στέγη, στο Tempus Verum, στο Γκάζι, καταφέρνουν να συνεπάρουν, έχοντας ως κοινό παρονομαστή τις δυνατές ερμηνείες, τη στιβαρή σκηνοθεσία, το έξυπνο κείμενο και το ανύπαρκτο σκηνικό;

 

Παρά το low-budget του σκηνογράφου, έχουν παραδώσει στο κοινό θεατρικές σκηνές που θα θυμόμαστε, καθώς ξεχωρίζουν για τη φρεσκάδα και την καλλιτεχνική έμπνευση των δημιουργών τους. Επηρεασμένες από το φτωχό θέατρο του Γκροτόφσκι, βάζουν στο επίκεντρο τη ρίζα του θεάτρου, τον ηθοποιό, και, όπως φαίνεται, κερδίζουν το στοίχημα με την πλατεία. 

 

«Πνεύμονες» με μια μπλούζα
Για 2 ακόμα Δευτερότριτα, μέχρι τις 20/2

Το έργο του βραβευμένου θεατρικού συγγραφέα Duncan Macmillan, ένα από τα πιο σημαντικά της σύγχρονης θεατρικής βρετανικής σκηνής, γράφτηκε με τις εξής οδηγίες: «Να παιχτεί σε άδεια σκηνή,  να μην υπάρχουν σκηνικά,  να μην υπάρχουν έπιπλα, ούτε φροντιστήριο ούτε παντομίμα. Να μην υπάρχουν αλλαγές κοστουμιών. Το φως και ο ήχος να μη χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν αλλαγή στο χρόνο ή στο χώρο». Αυτές λοιπόν τις υποδείξεις αξιοποίησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ο Δημήτρης Λάλος και σκηνοθέτησε εμπνευσμένα το κείμενο.

Η Βάσω Καβαλιεράτου και ο Μάξιμος Μουμούρης υποδύονται εξαιρετικά τα μέλη του  νεαρού ζευγαριού που βιώνουν από κοινού το ζήτημα της ενηλικίωσής τους και προσπαθούν να ωριμάσουν για να φτάσουν στο επόμενο στάδιο. Χάρη στο ταλέντο τους και στη σκηνική εγρήγορσή τους δεν γίνεται αντιληπτό ότι είναι σκηνικά «γυμνοί». Μια μπλούζα μετατρέπεται σε χιλιάδες αντικείμενα και η φαντασία των συντελεστών σε παρασύρει σε μια υπέροχη ιστορία αγάπης που σίγουρα γνωρίζεις πολύ καλά… Το ζωτικό οξυγόνο του έρωτα βρίσκεται στο επίκεντρο μιας παράστασης που βρίθει από χιούμορ και συναισθήματα και ξεσηκώνει με το κέφι των πρωταγωνιστών.

 

 «Περιστατικά» με το χέρι της κούκλας 

Κάθε Τετάρτη στις 19:00, μέχρι τις 28/2 

 

Τα διηγήματα του Δανιήλ Χαρμς γοήτευσαν τη νεαρή ηθοποιό Νάνσυ Μπούκλη, που  πέρυσι πήρε το βάπτισμα του πυρός στη σκηνοθεσία με την παράσταση «Περιστατικά» στο Bios. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές και η παράσταση φέτος επαναλαμβάνεται στο Tempus Verum. Το κείμενο του Χαρμς ζωντανεύουν μοναδικά τρεις ταλαντούχοι ηθοποιοί που θα σας εκπλήξουν ευχάριστα, η Άννα Χανιώτη, ο Γρηγόρης Μπαλλάς και η Μαριάννα Λιανού. Η σκηνική επικοινωνία τους είναι μοναδική και, καθώς δεν υπάρχουν σκηνικά, παρά μόνο ένα πουφ και δύο καρέκλες, αλλάζουν θέσεις σε χρόνο ντε-τε και υποδύονται τους Ρώσους ήρωες με τον ιλιγγιώδη ρυθμό στον οποίο εξελίσσεται η παράσταση. Κάποια στιγμή σκηνικά αντικείμενα, όπως το χέρι μιας κούκλας, ένα γάντι ή απλά φωτάκια, γίνονται συνοδοιπόροι τους σε αυτή τη χαμηλού κόστους παραγωγή που χαρακτηρίζεται από  έμπνευση και πρωτοπορία. 

 

 «Όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα» με χαρτιάκια post-it

Κάθε Σάββατο στις 19.00, για 8 μόνο παραστάσεις

Θέατρο με post-it καρδούλες. Φυσικά αυτό είναι μόνο η αρχή ή μάλλον ένας από τους έξυπνους τρόπους που η παράσταση γίνεται διαδραστική, καθώς η Μελίνα Θεοχαρίδου δεν αφήνει στην κυριολεξία κανένα θεατή αμέτοχο στην ιστορία της. Μάλιστα, κάποιοι μετατρέπονται σε συμπρωταγωνιστές της.

Το πολυβραβευμένο «Όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα» των Duncan Macmillan και Jonny Donahοe ευτύχησε, χάρη στη μετάφραση του Αντώνη Γαλέου, τη σκηνοθεσία της Ιόλης Ανδρεάδη και την ελεύθερη διασκευή της ίδιας και του Άρη Ασπρούλη, να γίνει μια ευφυής, πολυεπίπεδη και σπάνιας ευαισθησίας παράσταση.

Η ταλαντούχα Μελίνα Θεοχαρίδου, μόνη στη σκηνή, εντυπωσιάζει με την απίστευτη ευκολία που μεταβαίνει από τη μια συναισθηματική κατάσταση στην άλλη καθώς και με την ετοιμότητά της να εισαγάγει τους θεατές στο παιχνίδι. Ένα σακάκι μεταμορφώνεται σε σκύλο και η ίδια από εφτάχρονη σε έφηβη και σε νύφη.

 Η παράσταση έκλεψε τις καρδιές του κοινού πέρσι, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, αποσπώντας παράλληλα εξαιρετικές κριτικές και το Σάββατο(10/2) κάνει πρεμιέρα στο πετρόχτιστο θέατρο στο Γκάζι. 

 

Το «Λεωφορείον ο Πόθος» γίνεται «Το τραμ με το όνομα Πόθος» στην παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού που ανεβαίνει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Έτσι η λέξη «streetcar» μεταφράζεται «τραμ», αντί για το σύνηθες «λεωφορείο» στον τίτλο του έργου, γεγονός που συνάδει και με την εποχή στην οποία γράφτηκε ‒ στην καλοδουλεμένη και σύγχρονη μετάφραση του Αντώνη Γαλέου.

Το έργο ανεβαίνει πολύ συχνά στη χώρα μας και είχα την τύχη να δω πολλές εκδοχές του. Καμία όμως μέχρι σήμερα, από αυτές που έχω παρακολουθήσει εγώ τουλάχιστον, δεν νομίζω ότι κατάφεραν να αποτυπώσουν τη ρομαντική διάθεση και τον ωμό ρεαλισμό, που συνοδοιπορούν σε όλα τα έργα του Ουίλιαμς.

Αυτό το ένιωσα να συμβαίνει το Σεπτέμβριο του 2014, όταν παρακολούθησα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε ζωντανή μετάδοση το ριζοσπαστικό ανέβασμα, διάρκειας 3,5 ωρών, του ανατρεπτικού σκηνοθέτη Μπένεντικτ Άντριους. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία στην ιστορία του Young Vic, με πρωταγωνιστές την Τζίλιαν Άντερσον, που ενσάρκωσε τη μαραμένη καλλονή του αμερικανικού Νότου, την Μπλανς Ντιμπουά, τον Μπεν Φόστερ στο ρόλο του Στάνλεϊ Κοβάλσκι και τη Βανέσα Κίρμπι στο ρόλο της Στέλλας.

Ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει για το «Λεωφορείο ο Πόθος»: «Πιστεύω ότι το μεγαλύτερο προτέρημα του έργου είναι η αυθεντικότητά του, η πιστότητά του στη ζωή. ∆εν υπάρχουν ‘‘καλοί’’ ή ‘‘κακοί’’ άνθρωποι. Ορισμένοι είναι λίγο καλύτεροι ή λίγο χειρότεροι, ωστόσο όλοι ενεργούν περισσότερο µε βάση την παρανόηση παρά την κακία. Από τυφλότητα σε ό,τι συµβαίνει στην καρδιά του άλλου. Ο Στάνλεϊ δεν βλέπει την Μπλανς σαν ένα απελπισµένο πλάσµα, αλλά σαν µια υπολογίστρια σκύλα. Κανείς δεν ‘‘βλέπει’’ κανέναν πραγµατικά, ο κάθε ήρωας βλέπει τον άλλον µόνο µέσα από τις ρωγµές του εγωισµού του. Είναι επόµενο ένα έργο σαν αυτό να έχει ως βασικό θέµα εκείνο της κατανόησης, της ανθρώπινης επικοινωνίας. Πρόκειται για µια τραγωδία µε τον κλασικό στόχο να φέρει µια κάθαρση, προκαλώντας το έλεος και τον φόβο του θεατή. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο η Μπλανς πρέπει να κερδίσει στο τέλος την κατανόηση και τη συµπόνια του κοινού. Κι αυτό πρέπει να γίνει χωρίς να µετατραπεί σε τέρας ο Στάνλεϊ. Η παρανόηση κι όχι ο Στάνλεϊ οδηγεί την Μπλανς στην καταστροφή. Στο τέλος ο θεατής πρέπει να πει: ‘‘Αν γνώριζαν ο ένας για τον άλλον…»*

Στο προκείμενο όμως, στην παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού βρίσκει κανείς πολλές αρετές, ενδιαφέροντα ευρήματα και μια Μαρία Ναυπλιώτου στο ρόλο της Μπλανς που θα θυμάται για καιρό.

Ο σκηνοθέτης δεν επιλέγει το δρόμο του ρεαλισμού σε όλες τις σκηνές. Αρωγός του σε αυτό γίνεται πρώτα από όλα το κατακερματισμένο, πολυεπίπεδο και πολυσήμαντο σκηνικό (Εύα Νάθενα). Οι ήρωες εδώ δεν θα κλειστούν σε ένα σπίτι με δύο δωμάτια, όπως προτάσσει ο Ουίλιαμς, αλλά θα πάρουν το χώρο τους στην ευρύχωρη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, ακόμα και έξω από αυτή. Αυτό  πολλές φορές θα χαρίσει στην παράσταση μια μαγεία και μια ποιητικότητα, όπως, για παράδειγμα, στην υπέροχη σκηνή του πρώτου ραντεβού της Μπλανς με τον Μιτς, πριν από το διάλειμμα, όπου η ηρωίδα λαμβάνει μια κατακόκκινη ανθοδέσμη και ξεκινά ουσιαστικά η αποκαθήλωσή της ‒ παράλληλα όμως θα στερήσει κάτι πολύ βασικό από το ρεαλισμό του κειμένου, αυτό το «πνίξιμο» που βιώνουν οι ήρωες στον κοινό χώρο, την καταπάτηση του ιδιωτικού στοιχείου. Δεν μπορεί, λόγου χάρη, να γίνει σαφής αυτή η άρνηση της Μπλανς, ότι η αδερφή της ζει σε μια φτωχογειτονιά της Νέας Ορλεάνης, όταν τη βλέπουμε να απολαμβάνει το μπάνιο της με φόντο μια υπέροχη μπανιέρα, στην οποία θα μπορούσε άνετα να βουτήξει και η βασίλισσα Κλεοπάτρα της Αιγύπτου!

Αντίθετα, η χρήση κάμερας και ασπρόμαυρων προβολών έρχεται πολύ συχνά να τονίσει τις ρωγμές των ηρώων, όπως και ο τέταρτος τοίχος που υπάρχει για να «σπάει» ακόμα και σε δραματικές σκηνές, με αποκορύφωμα το φινάλε.

Σκηνοθετικό εύρημα που μοιάζει να έχει δουλευτεί πολύ και να κουμπώνει εξαιρετικά σε όλη τη διάρκεια της παράστασης είναι η χρήση του φωτός (φωτισμοί Γιάννης Δρακουλαράκος). Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός προτάσσει ένα μεγάλο κινηματογραφικό προβολέα στο κέντρο της σκηνής. Όλες οι σκληρές αλήθειες που ακούγονται στο έργο «φωτίζονται» έντονα, με πρώτη την παραδοχή της Μπλανς ότι πούλησε το κτήμα στο Μπελ-Ρεβ και αποκορύφωμα την αποκάλυψη της κρυφής ζωής της στον Μιτς.

Η παράσταση ευτύχησε να έχει και την εμπνευσμένη μουσική που συνέθεσε ο Άγγελος Τριανταφύλλου και κατάφερε να τραγουδήσει και να παίξει ζωντανά σαν μια καλοδεμένη ensemble η ομάδα των ηθοποιών.

Κάτι ανάλογο δυστυχώς δεν ισχύει και για τις ερμηνείες τους, αφού ο θίασος μοιάζει να μη μιλά την ίδια υποκριτική γλώσσα.

Η Μαρία Ναυπλιώτου σε έναν από τους δυσκολότερους ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου τα καταφέρνει περίφημα. Από τα πρώτα της βήματα στο σανίδι βλέπει κανείς το πριν του ρόλου. Η Μπλανς της έχει διανύσει όλη την τροχιά της πτώσης, είναι εύθραυστη, φαντασμένη, μυθομανής, αφελής, ψυχικά διαταραγμένη και εκφράζει με μοναδική ευαισθησία ότι αυτό που την οδηγεί στο όνειρο και στη φαντασίωση δεν έχει καθόλου να κάνει με τους ηθικούς φραγμούς αλλά με ένα αίσθημα αυτοσυντήρησης. Η Μπλανς της στηρίχτηκε κυρίως στη μεγάλη πληγή που της άφησε η πρώτη αγάπη, ίσως γι’ αυτό είναι και μια αποκάλυψη στη σκηνή που διηγείται την αυτοκτονία του αγαπημένου της και γενικότερα στις σκηνές της με τον Άγγελο Τριανταφύλλου (Μιτς), όπου ξεδιπλώνεται μοναδικά ο χαρακτήρας. Μια ερμηνεία με συνέπεια, γοητεία και την απαιτούμενη δραματική ένταση.

Μου έλειψε μόνο ένα κομμάτι πιο κυνικό, που θα δικαιολογούσε και τον «αμαρτωλό» της βίο καθώς και τον ξεπεσμό της. Εδώ περισσότερο υπογραμμίστηκε μια «αγγελική» πλευρά.

Ο Χάρης Φραγκούλης έχει μια εξαιρετική σκηνή, όταν μετά τον τσακωμό και το μεθύσι κραυγάζει για να γυρίσει πίσω η Στέλλα (Θεοδώρα Τζήμου), όπου η σκηνοθεσία επιλέγει ξεκάθαρα να δώσει τον ήρωα μέσα από την κινηματογραφική εκδοχή της ταινίας του Ελία Καζάν (1951) με τον Μάρλον Μπράντο.

Βρεγμένος και με το πρόσωπο παραμορφωμένο από την απόγνωση, σαν πληγωμένο ζώο, ο άξεστος Πολωνός καλεί την αγαπημένη του και εκείνη ανταποκρίνεται με τις αντίστοιχες ζωώδεις κραυγές. Γιατί, όπως θα ομολογήσει η ίδια στην επόμενη σκηνή στην Μπλανς, «μερικά πράγματα που γίνονται στο σκοτάδι, ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα, αξίζουν τόσο πολύ, που τα υπόλοιπα δεν λογαριάζονται…»

Αυτή ήταν ίσως και η μόνη σκηνή που με έπεισε ο ηθοποιός, ο οποίος σαφώς, με βάση τη σκηνοθετική γραμμή, αρκέστηκε να παρουσιάσει έναν απαθή Στάνλεϊ, που συχνά έμοιαζε να απαγγέλλει, με σπασμωδικές χειρονομίες και κινήσεις εντυπωσιασμού – άσκοπο γυμνό, κατανάλωση εμφιαλωμένων μπουκαλιών νερού αντί μπίρας, καταβρόχθιση φρούτων κ.λπ.

Αποκορύφωμα αυτής της ερμηνευτικής και σκηνοθετικής γραμμής ήταν το απογοητευτικό αποτέλεσμα της δέκατης σκηνής, όπου ο Στάνλεϊ επιβάλλει τη σωματική του κυριαρχία στην Μπλανς και ο ηθοποιός καταβροχθίζει και πάλι, αυτή τη φορά τα λευκά πούπουλα της ρόμπας της. Ίσως βέβαια το νόημα να υποβόσκει στη φράση «Το πνίξανε το κουνέλι» ‒στην αρχαία Ελλάδα άλλωστε οι ιέρειες του σεξ αποκαλούσαν το αντρικό μόριο κόνικλο (κουνέλι)‒ και ο σκηνοθέτης να ήθελε να δώσει μια άλλη διάσταση…

Γενικότερα, σκηνική επικοινωνία μεταξύ του Χάρη Φραγκούλη και της Μαρίας Ναυπλιώτου δεν υπήρξε ποτέ. Οι δυο τους δίνουν την εντύπωση ότι χρησιμοποιούν άλλους υποκριτικούς κώδικες, όπως υποψιαζόμασταν και μετά τη «Μήδεια» της Μαριάννας Κάλμπαρη που είδαμε τον Αύγουστο στην Επίδαυρο. 

Αντίθετα πολύ ευχάριστη έκπληξη ήταν ο Μιτς του Άγγελου Τριανταφύλλου και οι σκηνές τους με την Μπλανς από τις καλύτερες της παράστασης. Ποιητικότητα, ρεαλισμός, παιχνίδι, ευαισθησία είναι μερικά τάλαντα που διακρίνει κανείς.

Η Στέλλα της Θεοδώρας Τζήμου, αν και αποπροσανατολισμένη σε σημεία, πέτυχε να αποδώσει την κυριαρχία των αισθήσεων και το γήινο στοιχείο σε αντιπερισπασμό με τον ονειρικό κόσμο της Μπλανς που εισέρχεται στο σπίτι της.

Η Ευαγγελία Καρκατσάνη και ο Αdrian Frieling κλήθηκαν να ερμηνεύσουν το ζευγάρι των φίλων και γειτόνων. Η πρώτη δίνει πόντους στην παράσταση και με την υπέροχη φωνή της.

Δεν μπορεί να μην εγκωμιάσει κανείς τα υπέροχα κοστούμια της Εύας Νάθενα, καθώς, εκτός από το υψηλής αισθητικής γούστο τους, η παλέτα των χρωμάτων τους δεν έπεσε καθόλου τυχαία, αφού έντυσε με λευκό την Μπλανς, πράσινο τη Στέλλα και πορτοκαλί τον Στάνλεϊ.

*Απόσπασµα από γράµµα που έγραψε ο Τ. Ουίλιαµς στον Ε. Καζάν το 1947, στο Brenda Murphy, Tennessee.

 Από τη Γιώτα Δημητριάδη

popolaros banner

popolaros banner

lisasmeni mpalarina

Video

 

sample banner

Ροή Ειδήσεων

 

τέχνες PLUS

 

Ποιοι Είμαστε

Το Texnes-plus προέκυψε από τη μεγάλη μας αγάπη, που αγγίζει τα όρια της μανίας, για το θέατρο. Είναι ένας ιστότοπος στον οποίο θα γίνει προσπάθεια να ιδωθούν όλες οι texnes μέσα από την οπτική του θεάτρου. Στόχος η πολύπλευρη και σφαιρική ενημέρωση του κοινού για όλα τα θεατρικά δρώμενα στην Αθήνα και όχι μόνο… Διαβάστε Περισσότερα...

Newsletter

Για να μένετε ενημερωμένοι με τα τελευταία νέα του texnes-plus.gr

Επικοινωνία