Τελευταία Νέα
Από τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη στην παιδοκτόνο της Πάτρας Ζητούνται ηθοποιοί από το Εθνικό Θέατρο Πέθανε η σπουδαία τραγουδίστρια Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη Είδα τους «Προστάτες», σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Ανακοινώθηκε το Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου Είδα το «Hyperspace ή αλλιώς…» , σε σκηνοθεσία Δανάης Λιοδάκη   «Καραϊσκάκενα, O Θρύλος» Της Σοφίας Καψούρου στον Πολυχώρο VAULT «Μπες στα παπούτσια μου - Ταυτίσου με τη διαφορετικότητα αυτοσχεδιάζοντας» στο Θέατρο Όροφως Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου 2022 – Το μήνυμα του Peter Sellars Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου ανοίγει Mοτέλ στη Φρυνίχου Η πρώτη δήλωση του Νέου Καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΚΘΒΕ Δράσεις του Εθνικού Θεάτρου για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου Ακρόαση ηθοποιών για την νέα παράσταση του Γιάννη Κακλέα Είδα το «Γράμμα στον πατέρα», σε σκηνοθεσία Στέλιου Βραχνή (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Κερδίστε διπλές προσκλήσεις για την παράσταση «Η σιωπηλή Λίμνη»
 
viewtag.gr

viewtag.gr

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο «Μικροί Δρόμοι της Αθήνας» του Νίκου Βατόπουλου έχω την αίσθηση ότι περπατάω σε γειτονιές και γωνίες της πόλης όχι με την τουριστική διάθεση κατανάλωσης εικόνων αλλά με την «ευλάβεια» ενός κατοίκου αυτής της πόλης.

 

Τα παλιά, τα καινούργια, τα ξεχασμένα κτίρια της πόλης «μιλάνε» αρκεί να έχει κανείς το χρόνο και τη διάθεση να «ακούσει» τις ιστορίες τους.
Ο ήχος της πόλης είναι παρών αρκεί, όπως ο συγγραφέας, να έχει κανείς τις αισθήσεις του σε εγρήγορση, και να σέβεται την πόλη που τον φιλοξενεί.
Έχουν προηγηθεί εκατομμύρια και θα ακολουθήσουν άλλα τόσα, και η πόλη έχει διάθεση να μας μεταλαμπαδεύσει τη ζωή της. Είπαμε, αρκεί να είμαστε ανοιχτοί, λιγότερο βιαστικοί και να έχουμε τόλμη και διάθεση να σκαλίζουμε τη μνήμη.

Οι «Μικροί δρόμοι της Αθήνας» (εκδόσεις Μεταίχμιο) στάθηκε η αφορμή να γνωρίσω τον αρθρογράφο και συγγραφέα Νίκο Βατόπουλο και να σας παρουσιάσω τον άνθρωπο που του αρέσει να περιδιαβαίνει την πόλη, την Αθήνα και τις γειτονιές της και να μας μεταφέρει τον παλμό της.

Η πιο κλισέ ατάκα της επικαιρότητας στον καιρό της κρίσης ήταν “στις λεπτομέρειες κρύβεται ο διάβολος”. Στους μικρούς δρόμους της μεγάλης Αθήνας τι κρύβεται;

Στους μικρούς δρόμους της Αθήνας συναντώ πάντα κάτι που θα με εκπλήξει. Αλλά, ας πω, ότι ξεκινώ με σκοπό να βρω ένα στοιχείο αιφνιδιασμού, μία διάσταση έξω από τη στερεότυπη ανάγνωση της πόλης. Αυτό μπορεί να είναι ένα άδειο οικόπεδο, που έχει προέλθει από κατεδάφιση παλιού σπιτιού, και έχει γεμίσει με αγριόχορτα ενώ στα ξέφτια του παλιού σπιτιού μπορεί κανείς να δει χρωματιστούς τοίχους και τα ράφια από μια ντουλάπα. Μπορεί, ακόμη, αυτό το οικόπεδο να έχει ένα εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο, ένα Fiat της δεκαετίας του ’80 ή μια Mercedes της δεκαετίας του ’60. Μπορεί σε αυτές τις περιηγήσεις να παρατηρήσω μια μεγάλη συκιά ή μια χαρουπιά, που να τη θεωρήσω σημαντικό κομμάτι του αστικού τοπίου, ή να εντοπίσω απλώς το εσωτερικού ενός σπιτιού από το σπασμένο τζάμι της εξώθυρας.

Τι είναι αυτό που σε τραβάει για να αποτυπώσεις ένα παλιό κτίριο;

Περισσότερο από τη μορφολογία του, την όψη του, δηλαδή, με τραβάει η αύρα του, η πατίνα, εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, συχνά χαμηλόφωνα και για πολλούς επουσιώδη, που το κάνουν να ξεχωρίζει, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια. Ένα παλιό κτίριο έχει εγγενή αφηγηματική ικανότητα. Αυτήν προσπαθώ να εντοπίσω. Μπορεί να είναι ένα απλό σπίτι κατοικίας, μια τριπλοκατοικία, μια αποθήκη, ένα κλειστό μαγαζί, ένα χάλασμα ή ένα αρχοντικό.

Τα καινούργια κτίρια θα έχουν κάτι αντίστοιχο να τραβήξει το μάτι του περιπατητή στην Αθήνα του μέλλοντος;

Σαφώς. Το βλέμμα αλλάζει και αποκτά μνήμη και ευρυχωρία. Αυτό που ελκύει το βλέμμα δεν είναι μόνο η αισθητική ή η ιστορική αξία αλλά και το σώμα των αναμνήσεων, η συναισθηματική επένδυση κα η δυνατότητα ανάσυρσης συνειρμών.  Παλαιότερα, δεν με συγκινούσαν π.χ., ιδιαίτερα, τα κτίρια μετά το 1960 αλλά με την πάροδο των ετών απέκτησαν και αυτά πατίνα και εντάχθηκαν στη μυθολογία της πόλης. Όσο λιγοστεύουν οι μάρτυρες με ζώσα μνήμη από την εποχή που χτίστηκαν τα κτίρια, τόσο ενισχύεται ο μύθος τους.

Μας έλεγες στην παρουσίαση του βιβλίου σου ότι η πόλη όταν αλλάζει, εκτός από αυτά που βλέπει το μάτι, έχει το δικό της ήχο. Σήμερα τι ήχο διαδίδει η πόλη; Είναι ήχος αλλαγής, ή κάποιας αναμονής;

Η πόλη σήμερα παράγει πολλούς ήχους, ίσως πιο δυνατούς από παλιά, αλλά κάθε εποχή είχε τον ήχο της. Τον 19ο αιώνα ας πούμε υπήρχε ο καλπασμός των αλόγων που έσερναν τις άμαξες, υπήρχαν κοκόρια σε αυλές και ταράτσες, υπήρχαν οι φωνές των μικροπωλητών και πραματευτάδων. Σήμερα, ακούμε πολλά ringtones, τις φωνές όσων συνομιλούν δυνατά στο κινητό τους σε δημόσιο χώρο, έχουμε φρεναρίσματα, κομπρεσέρ, τον ήχο του συρμού στο μετρό και τόσα άλλα. Θα έλεγα ότι είναι ο ήχος μιας διαρκούς μεταβολής σε έναν αέναο κύκλο. Όπως είναι η ζωή.

Τι σκέφτεσαι όταν βλέπεις αυτά, που κάποιοι λένε σκωπτικά «γκρέμια», τα χαλάσματα στο κέντρο και τις γειτονιές της Αθήνας;

Με συγκινούν. Πάντα πλησιάζω ένα αστικό ερείπιο όπως πλησιάζει κάποιος ένα ζώο που κοιμάται. Με αργά βήματα. Μπαίνω στην αύρα των χαλασμάτων και παρατηρώ τις στρώσεις της τοιχοποιΐας τους, τη «σάρκα» τους, τις πέτρες, τα τούβλα, τον σοβά. Σαφώς, σκέφτομαι τις μέρες που τα σπίτια αυτά ζούσαν και φιλοξενούσαν μια καθημερινότητα που με δυσκολία μπορούμε να αναπαραστήσουμε σήμερα στη φαντασία μας.

Πιστεύεις ότι η ευκολία του κινητού, που κάνει τους πάντες “φωτογράφους” μπορεί να διασώσει κομμάτια της πόλης που χάνεται;

Τα τελευταία χρόνια έχουν ληφθεί περισσότερες φωτογραφίες παρά ποτέ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχουμε βελτίωση της ποιότητας. Ελάχιστο υλικό από όσο υπάρχει σήμερα σε κινητά και  υπολογιστές θα παραδοθεί στις μελλοντικές γενιές ως αρχειακό υλικό ή ως υλικό τεκμηρίωσης. Το ζήτημα είναι σύνθετο. Σαφώς, βέβαια, επειδή φωτογραφίζονται σχεδόν τα πάντα, όσες φωτογραφίες ερασιτεχνών και ευκαιριακών φωτογράφων διασωθούν θα αποτελούν τεκμήριο. Υπάρχει και μια κατηγορία ερασιτεχνών και επαγγελματιών (τους βλέπω στο Instagram) που έχουν δώσει εξαιρετικά ωραίες και πολύτιμες εικόνες της Αθήνας. Ελπίζω να οργανώσουν το αρχείο τους με τη σκέψη στο μέλλον.

Νίκος Βατόπουλος
Η παρουσιάση του βιβλίου “Μικροί Δρόμοι της Αθήνας” στο Booktalks ήταν μια πολύ ωραία βραδιά, σαν μια βόλτα με φίλους στην πόλη. Και φυσικά αφορμή να γνωρίσουμε τον Νίκο Βατόπουλο

Αν και στις φωτογραφίες σου λείπουν οι άνθρωποι, εγώ τουλάχιστον δεν θα τις έλεγα νεκρές φύσεις. Διαβάζοντας τις ιστορίες σου, διέκρινα σωστά ότι ο κάτοικοι της πόλης σε ενδιαφέρουν εξίσου με το περιβάλλον τους;

Ναι, με ενδιαφέρουν εξ ίσου. Θα έλεγα ότι η ανθρωπολογική προσέγγιση της Αθήνας προέχει στο βλέμμα μου έναντι της αυστηρά αρχιτεκτονικής. Με ενδιαφέρει το ίχνος του ανθρώπου στο άστυ. Με κάθε μορφή. Γι’ αυτό με ενδιαφέρουν τόσο τα σημαντικά, από αρχιτεκτονικής απόψεως, κτίρια όσο και τα «κοινά» σπίτια της λεγόμενης ανώνυμης αρχιτεκτονικής. Περιηγούμαι την πόλη επιδιώκοντας την κατανόηση της εξέλιξής της. Κυκλοφορώ με πολλά ερωτήματα στο νου, οπότε σε αυτήν την αναζήτηση η δραστηριότητα του ανθρώπου, οι ζωές που πέρασαν, οι άνθρωποι που δούλεψαν και χάρηκαν σε αυτήν την πόλη, είναι ψηλά στις προτεραιότητές μου. Φωτογραφίζω τα σπίτια ως κελύφη ζωής.

Ποια είναι μυρωδιά της Αθήνας; 

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr 

Παγκόσμια ημέρα μετάφρασης… ακούγεται τόσο “βαρετή” όσο και άλλες λιγότερο διάσημες παγκόσμιες ημέρες.
Εκείνο που την κάνει ξεχωριστή (όπως και κάθε βαρετή παγκόσμια ημέρα) είναι ότι γίνεται αφορμή! Αφορμή για μια σκέψη. Μικρή, φευγαλέα, μεγάλη, επίμονη, βασανιστική … όπως του βγει του καθενός!

 

Η μετάφραση είναι είναι μια πολύ πιο σοβαρή διαδικασία από ό,τι φανταζόμαστε.
Για σκέψου τι θα είμαστε χωρίς μεταφράστριες και μεταφραστές; Πόσο λιγότερα θα ξέραμε, θα βλέπαμε, θα καταλαβαίναμε!

Οι μεταφραστές είναι οι συνοδοιπόροι μας σε ταξίδια που χωρίς τη δική τους μεσολάβηση δε θα κάναμε ποτέ! Τουλάχιστον οι περισσότεροι από εμάς!

Αφορμή λοιπόν, η παγκόσμια ημέρα Μετάφρασης, για να μιλήσουμε δύο ελληνίδες μεταφράστριες (με αλφαβητική σειρά) τις κυρίες Δήμητρα Δότση, που μεταφράζει ιταλικά, και Κλαίρη Παπαμιχαήλ που μεταφράζει από τα αγγλικά.

Οι μεταφράστριες

Πώς διαλέξατε να γίνετε μεταφράστριες;

Δ.Δότση
Η μετάφραση δεν ήταν όνειρο ζωής για μένα. Προέκυψε στις αρχές του 2000, με αφορμή το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Μετάφραση-Μεταφρασεολογία» του ΕΚΠΑ, το οποίο παρακολούθησα με απώτερο σκοπό να ειδικευτώ στη συνέχεια στη διδασκαλία της ιταλικής λογοτεχνίας. Κατά τη διάρκεια του μεταπτυχιακού κι ενώ εργαζόμουν ήδη ως καθηγήτρια ιταλικής γλώσσας, ανέλαβα τις πρώτες μου μεταφράσεις, κάτι που έκανα μάλλον εν είδει πειραματισμού. Κάπως έτσι συνειδητοποίησα ότι η μετάφραση μου δημιουργούσε ένα αίσθημα πληρότητας, που προφανώς δεν είχα βιώσει με τη διδασκαλία.

Κ.Παπαμιχαήλ
Τυχαία. Ήθελα να φύγω από το σπίτι μου, έψαχνα τι δουλειά μπορούσα να κάνω, ήξερα πολύ καλά αγγλικά και τα λάτρευα κι έτσι άρχισα να μεταφράζω. Ούτως ή άλλως, αγαπούσα από πολύ μικρή τη λογοτεχνία και διάβαζα πάρα πολύ. Μετά… κόλλησα. Δεν ήθελα να κάνω τίποτε άλλο στη ζωή μου.

Η μετάφραση είναι τέχνη ή τεχνική;

Δ.Δότση
Είναι μια τέχνη, η οποία, ωστόσο, διέπεται από ορισμένες τεχνικές, τις οποίες οι παλιότεροι μεταφραστές κατακτούσαν έπειτα από πολλά χρόνια συστηματικής δουλειάς, αποκτώντας την κατάλληλη εμπειρία. Σήμερα, τις τεχνικές αυτές διδάσκουν έμπειροι επαγγελματίες, μυώντας τους επίδοξους μεταφραστές στην τέχνη της μετάφρασης. Οι τεχνικές αυτές ουσιαστικά σε βοηθούν να ξεδιπλώσεις πιο εύκολα – και πιο γρήγορα – το ταλέντο σου, που ούτως ή άλλως αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να επιβιώσεις σ’ αυτό το επάγγελμα.  

Κ.Παπαμιχαήλ
Μολονότι χρειάζονται τεχνικές γνώσεις [ορθογραφία, γραμματική, συντακτικό], θεωρώ ότι η μετάφραση είναι τέχνη, γιατί είναι κάτι πολύ παραπάνω από απλή μεταφορά από τη μια γλώσσα στην άλλη. Όπως κάθε είδους τέχνη, θέλει «ψυχή».

Πόσο η επαφή με τον/την συγγραφέα μπορεί να βοηθήσει τη μετάφραση;

Δ.Δότση
Προσωπικά με έχει βοηθήσει πάμπολλες φορές να λύσω τυχόν απορίες ή αμφιβολίες μου, ιδίως σε θέματα ιδιόλεκτου ή αμφισημίας. Η αλήθεια είναι πως, μόλις αναλάβω μια καινούρια μετάφραση, η πρώτη μου κίνηση είναι να επικοινωνήσω με τον συγγραφέα.  Με τους περισσότερους συγγραφείς μου έχω πλέον φιλικές σχέσεις, κάτι που με βοηθάει εξαιρετικά στο να μπαίνω με μεγαλύτερη ευκολία στο μυαλό τους. Τα πιθανά προβλήματα προκύπτουν όταν ο συγγραφέας δεν βρίσκεται εν ζωή, αλλά και σε αυτή την περίπτωση η λύση είναι το Διαδίκτυο και η πρόσβαση σε αντίστοιχα βιβλία, μελέτες ή μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες, ιδίως αν πρέπει να αναμετρηθούμε με κάποιον κλασικό συγγραφέα.

Διαβάστε τη συνέχεια εδώ

Στην εφηβεία είχα ερωτική σχέση με τον Καραγάτση- λάτρευα τα βιβλία του, τα διάβαζα και τα ξαναδιάβαζα. Ανάμεσα στους κλασικούς, στα βιβλία φαντασίας και τρόμου, σε όλον αυτόν τον αχταρμά που ήταν τα εφηβικά μου αναγνώσματα, ο Καραγάτσης ξεχώριζε πάντα. Έκτοτε δεν τον είχα ξαναπιάσει. Ίσως γιατί ήξερα τα βιβλία του απέξω πια. Ή γιατί έλεγα με ύφος γεμάτο τουπέ πως «τον έχω ξεπεράσει». [Θα παρατηρήσατε την ερωτική ορολογία, αυτό δεν αλλάζει, πάντα με τέτοιους όρους θα τον σκέφτομαι].

Ξαναδιάβασα τον Κίτρινο φάκελο για τις ανάγκες της Λέσχης Ανάγνωσης του Booktalks. Βυθίστηκα στο εμμονικό δίχτυ που στήνει ο Μάνος Τασάκος για τους συμπρωταγωνιστές του, μπήκα στον άρρωστο ψυχισμό του διάσημου συγγραφέα Κωστή Ρούση, στη διαστροφική και φλογερή καρδιά της Μαρίας, θυμήθηκα τι αριστοτέχνης της περιγραφής είναι ο Καραγάτσης, πόσο έξοχος ψυχογράφος. Ένας μάγος της αφήγησης.

 

Ο Κίτρινος φάκελος ξεκινά ως αστυνομικό μυθιστόρημα- ένας άντρας, ο Μάνος Τασάκος, γνωστός λογοτέχνης και δικηγόρος, βρίσκεται νεκρός. Στα χαρτιά του αφήνει σημείωμα αυτοκτονίας, όμως το σκηνικό δεν συνάδει με μια τέτοια κατάσταση. Η αστυνομία κλείνει την υπόθεση. Αρκετά χρόνια μετά, ο φίλος του και συνάδελφος Μ. Καραγάτσης συναντά στον τάφο του μια γυναίκα. Εκείνη, θα του δώσει τον κίτρινο φάκελο, που έχει τα στοιχεία για το τελευταίο μυθιστόρημα του Τασάκου και τον θάνατό του.
Ο Μάνος Τασάκος είναι στενός φίλος του νομπελίστα Κωστή Ρούση- ενός υποχόνδριου που αρνείται να δει το φως της μέρας, έχει παθολογική αγάπη στον ανεπρόκοπο ανιψιό του Νίκο και είναι μεγαλοφυής. Ο Τασάκος καταφέρνει να μπει στο πολύ κλειστό σαλόνι του Ρούση, κάνοντας τα γλυκά μάτια στην σταφιδιασμένη υπηρέτρια του, την Κατερίνα. Ο Ρούσης έχει έξη από την Κατερίνα, γιατί τρέφει την οπιομανία του.
Εκεί ο Τασάκος με τα χρόνια εδραιώνεται, γίνεται μέλος της οικογένειας σχεδόν και συλλαμβάνει ένα σχέδιο: να κινήσει αυτός τα νήματα, να στήσει ένα μυθιστόρημα στην πράξη. Στα δίχτυά του πλέκει τον ανιψιό του Ρούση, Νίκο, τη νεαρή Μαρία που τραβολογιέται με τον Νίκο στα παγκάκια του Ζαππείου για μια δεκαετία, αλλά και τον χαμένο γιο του Ρούση, χωροφύλακα Μίλτο. 
Όμως ο Τασάκος υπολογίζει χωρίς τον ξενοδόχο, μια γυναίκα που αποδεικνύεται ίση του στην περιπέτεια της ζωής, τη Μαρία. Μεταξύ τους θα υπάρξει ένας παθιασμένος έρωτας, καταραμένος και τελικά μακάβριος. Οι δολοπλοκίες του Τασάκου θα καταλήξουν σε έναν περίεργο και ανίερο γάμο, θα βγάλουν τον Κωστή από την μιζέρια του, θα καταστρέψουν τον Νίκο, θα οδηγήσουν τον Μίλτο στην απόλυτη επιτυχία και τον ίδιο στο θάνατο.
Ο Μάνος Τασάκος, εμβληματικός χαρακτήρας, αλαζόνας και υπερόπτης, ένας μικρός Νιτσεϊκός θεός, είναι στην ουσία όλα όσα ονειρεύτηκε κάθε συγγραφέας για τον ήρωα του. Είναι συγγραφέας επί του πεδίου, πανίσχυρος, διαπράττει ύβρη και τελικά πέφτει. Με πάταγο.
Όμως πέρα από τον Μάνο, η Μαρία είναι ηρωίδα εξίσου ενδιαφέρουσα και δυνατή. Είναι η θηλυκή εκδοχή του, με όλα της τα πάθη, αλλά και το ηθικό ανάστημα να βρεθεί απέναντι του, στο πλάι του και στο κρεβάτι του. Η απόδειξη πως ο Καραγάτσης, αν και λεκτικά είναι μισογύνης, στην πράξη λατρεύει τις γυναίκες.

Ο Κίτρινος φάκελος έχει πολλά μεταμοντέρνα στοιχεία, είναι ένα μυθιστόρημα σαφώς επηρεασμένο από τον νατουραλισμό, αλλά αυτό που το ξεχωρίζει δεν είναι ούτε το αφηγηματικό κόλπο του φακέλου, ούτε καν η ίδια η ιστορία με τη γεμάτη εντάσεις πλοκή. Είναι οι χαρακτήρες. Αυτούς θυμάσαι, με αυτούς ταυτίζεσαι, αυτούς θέλεις να ταρακουνήσεις όσο κάνουν τα λάθη τους και παραδίδονται στα πάθη τους. 

 

Διαβάστε το υπόλοιπο άρθρο εδώ

 

Ο ενθουσιασμός μου όταν διάβασα «Τα χαμένα» του Μιχάλη Φακίνου ήταν μεγάλος. 
Ένα σπουδαίο βιβλίο για τον έρωτα, την απώλεια, τη ζωή.

Πριν ακόμη γράψω τις σκέψεις μου επ’ αυτού έψαξα τον κύριο Φακίνο στο Facebook να του στείλω ένα μήνυμα. Άφαντος. Κι έτσι κατέφυγα στο σταθερό τηλέφωνο. Ευγενής και φιλόξενος. Έτσι κανονίσαμε αυτή την «κουβέντα». 
Μιλήσαμε για το βιβλίο του φυσικά, αλλά και για θέματα που πιστεύω ότι αξίζει να κουβεντιάζονται. Συγγραφέας-δημοσιογράφος (στον κ.Φακίνο αναφέρομαι): ένας καλός συνδυασμός για μια ωραία συζήτηση. Για τη συγγραφή, την πολιτική και όχι μόνο!

 

Μου είπατε στο τηλέφωνο ότι είναι ένα δύσκολο βιβλίο. Τι εννοούσατε;

Έπρεπε να αντιμετωπίσω την περίπτωση του Αλτσχάιμερ της ηρωίδας με σεβασμό και δέος μπροστά στο άγνωστο. Κουβέντιασα με ειδικούς και συγγενείς που συντρόφευαν τέτοια άτομα, για τις μικρολεπτομέρειες. Όμως έπρεπε να σπάσω τον τοίχο της σιωπής, να διεισδύσω στα άδυτα των αδύτων του ανέκφραστου σώματος, να προκαλέσω ερεθίσματα με ήχους, με λέξεις, με αντικείμενα, μήπως και γίνει κάποιο θαύμα κι ανάψουν πάλι τα λαμπάκια της μνήμης και μάθουμε τι κρύβεται, τι πέρασε, πώς έζησε τη ζωή της τούτη η γυναίκα. Και το ρόλο αυτόν τον ανέθεσα στον σύντροφό της, σύντροφο εξ απαλών ονύχων.

Πώς γράφετε τα βιβλία σας;

Μέσα στη σιωπή. Στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου. Ενώπιον ενός λευκού χαρτιού που με προκαλεί να του ξεπαρθενέψω τη λευκότητα με λέξεις. Μ’ ένα στυλό διαρκείας στο χέρι. Η μόνη μουσική που με συνοδεύει είναι οι ήχοι της πόλης: συναγερμοί από κάποιο σπίτι ή αυτοκίνητο, το σκουπιδιάρικο που αδειάζει τους κάδους, το μεγάφωνο του παλιατζή του «Αλέξανδρου, του καλού παιδιού που ξεμορφώνει το χώρο σας», που και που κάποιοι αναστεναγμοί από γειτονικά παράθυρα, φωνές παιδιών στο διάλειμμα από το διπλανό σχολείο. Βοηθάει, ξέρετε, καλύτερα από Σοπέν.

Πότε μια απώλεια γίνεται αβάσταχτη;

Η ζωή μας είναι γεμάτη απώλειες. Απώλεια πορτοφολιού, απώλεια όρασης, απώλεια μιας περιουσίας στον τζόγο, απώλεια θέσης εργασίας και πώς θα θρέψω την οικογένεια, απώλεια αξιοπρέπειας, απώλεια μνήμης. Η μεγαλύτερη απώλεια όμως είναι η ανθρώπινη. Δεν αντιμετωπίζεται, δεν διορθώνεται. Η ώρα του πένθους που κάθε άνθρωπος τη ζει με τον δικό του τρόπο. Στην ιστορία που αφηγούμαι σε τούτο το βιβλίο έχουμε να κάνουμε με πολλαπλές απώλειες μιας ζωής, όμως δεν είναι ένα «μαύρο βιβλίο», αφού, κάθε τόσο, ξεπηδούν φωτεινές και γλυκύτατες σκηνές νεότητα και ομορφιάς, καλοκαίρια με μπάνιο σε μια στέρνα, θερινά σινεμά, ροκ εν ρολ, ερωτικά σκιρτήματα κι ένα τσιγάρο Camel. Η μνήμη που χάθηκε ζει στους συντρόφους.

Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η αγάπη, ο έρωτας και η αφοσίωση προς τον ερωτικό σύντροφο; Μπορεί ένα άτομο να εξαφανιστεί προκειμένου να συνεχίσει να ζει τον έρωτα;

Η αγάπη, ο έρωτας δεν έχει ορατά όρια. Δεν είναι προκαθορισμένες οι συμπεριφορές. Ο καθείς κι ο έρωτάς του.

Πόσο άνθρωπος παραμένει κάποιος που απλώς κοιτάει μια κλειστή τηλεόραση χωρίς μνήμες, χωρίς ενσυνείδητες αισθήσεις;

Εδώ ρωτάς για την ηρωίδα του βιβλίου. Είναι ένα σώμα που έχει χάσει    την ωραιότητα και τη σπιρτάδα της νεότητας αλλά ο σύντροφός της την αντιμετωπίζει σαν ένα μυστήριο, σαν ένα ναό που περιέχει τις μνήμες και δεν πιστεύει πως η φθορά του χρόνου πρέπει να συνοδεύεται κι απ’ τη φθορά της μνήμης.

Ο κύριος Ευτύχιος βλέπει τη γυναίκα του, τη Ζωή, σαν τη σιωπή του Θεού. Σαν να είναι κλειδωμένη σ’ ένα δωμάτιο και τον έχει αφήσει απέξω. Και προσπαθεί να ξεκλειδώσει με την αγάπη του.

Μου έχει κάνει εντύπωση ότι απέχετε από κάθε είδους ηλεκτρονικό «πολιτισμό». Όχι μόνο μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ούτε μέιλ δεν διαθέτετε. Πώς αισθάνεστε «εκεί έξω» μόνος σας;

Πολύ καλά, ευχαριστώ. Ο καθείς και το χάος του. Εγώ κάθε μέρα παίζω παρτίδα σκάκι με το δικό μου χάος. Όσο για το «εκεί έξω» σας πληροφορώ ότι εκτός από εξωγήινους υπάρχουν και άνθρωποι, υπάρχει πολιτισμός.

Σήμερα εσείς ενημερώνεστε;

Ειδησεογραφικά από εφημερίδες, ραδιόφωνο και τηλεόραση.

Από δημοσιογράφος γίνατε συγγραφέας. Σε μια εποχή που οι δημοσιογράφοι γίνονταν πολιτικοί πώς τοποθετείστε εσείς απέναντι στο φαινόμενο.

Ήμουνα δημοσιογράφος και συγγραφέας. Όσο για τους δημοσιογράφους που γίνονται πολιτικοί πού βλέπετε το κακό. Κάθε πολίτης έχει αυτό το δικαίωμα.  Ο «σοφός λαός» ψηφίζει…

Διδάξατε στο Πάντειο δημοσιογραφία. Τι δεν ξέρουν, τι δεν μαθαίνουν οι νέοι δημοσιογράφοι, και τι δεν έμαθαν οι παλαιότεροι με τα γνωστά αποτελέσματα αισθητικής και αγραμματοσύνης που συναντάμε εντύπως και ηλεκτρονικώς;

Τα προβλήματα αισθητικής και αγραμματοσύνης πάντα υπήρχαν στο δημοσιογραφικό επάγγελμα. Τολμώ να πω όμως ότι τώρα, κυρίως με τον ηλεκτρονικό  «πολιτισμό», έχουν γίνει περισσότερα και πιο ευδιάκριτα.  Εκτός κι αν έχουν αλλάξει πια οι έννοιες «αισθητική» και «αγραμματοσύνη» και δεν το έχω πάρει χαμπάρι γιατί βρίσκομαι «εκεί έξω».

 

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr και τον Γιάννη Καφάτο εδώ

Ο «Οδηγός φόνων» του Αντώνη Γκόλτσου (Εκδόσεις Μεταίχμιο) διαθέτει όλες τις αρετές ενός αστικού νουάρ αλλά και ενός ψυχολογικού θρίλερ που κρατάει τον αναγνώστη σε εγρήγορση ως την τελευταία του σελίδα.

 

Πριν από περίπου τρία χρόνια, όταν είχε κυκλοφορήσει «Η Αφιέρωση» είχαμε κάνει μια συζήτηση για το βιβλίο του και την αστυνομική λογοτεχνία μετά μουσικής στο στούντιο του trollradio.gr και από την επαφή μας μου έμεινε η ευγένεια, η οξύνοια και η αγάπη του για τα βιβλία και τη μουσική.

Με αφορμή το καινούργιο του μυθιστόρημα κάναμε μια virtual συζήτηση για τις δικές μου απορίες που σημείωσα όταν τέλειωσα το βιβλίο του.

Στον «Οδηγό φόνων» ο συγγραφέας – βασικός ήρωας ψυχολογικά εξαντλημένος, παραιτημένος και ετοιμόρροπος από τις αποκαλύψεις με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπος στο πρώτο βιβλίο, βρίσκεται να παίζει έναν φρικαλέο ρόλο: τον ινστρούχτορα του δολοφόνου. 
Κι ενώ όλα αρχίζουν ως ένα μοναχικό παιχνίδι συγγραφής, ο κατά συρροήν δολοφόνος, οι (αστυνομικές) αρχές και εν τέλει οι «αρχές του» αναγκάζουν τον Αλκιβιάδη Πικρό να παίξει ένα φονικό παιχνίδι ως το τέλος. 
Το σπιράλ θανάτου που επιλέγει – μη μπορώντας να κάνει αλλιώς ο Πικρός – να εμπλακεί είναι ένας λεπτεπίλεπτος ιστός που με τις λέξεις και τις παράλληλες ιστορίες που έχει στήσει ο Γκόλτσος κανένας αναγνώστης δεν μπορεί να ξεφύγει! Και στο τέλος, ο αναγνώστης, βγαίνει κερδισμένος!

Είπα «δολοφόνος» αλλά μην το δέσετε! Άλλωστε μιλάμε για ένα βιβλίο γεμάτο διανοητικούς δαιδάλους, ανατροπές και  δράση μέσα στην ίδια τη… δράση του βιβλίου.

Μην περιμένετε όμως περισσότερα από εμένα γιατί δεν θέλω να χαλάσω την ατμόσφαιρα και τις εκπλήξεις που τόσο έξυπνα έχει ετοιμάσει ο συγγραφέας διανθισμένες με το στιλ γραφής του που σίγουρα τον κατατάσσει ως έναν ξεχωριστό Έλληνα γραφιά.  

Από θεωρητικός και αναλυτής της αστυνομικής λογοτεχνίας, συγγραφέας. Πόσο δρόμο διένυσες για να φτάσεις στον «Οδηγό φόνων»;

Ακριβώς 42 χιλιόμετρα και 195 μέτρα… Πρόκειται για έναν Μαραθώνιο, που δεν έχω τρέξει, αλλά που τον έχω “μετρήσει”. Και υποθέτω πως, όσοι γράφουμε -μυθιστόρημα, νουβέλα ή και διήγημα- είμαστε δρομείς μεγάλων αποστάσεων. Του “τυπωθείτω”, δεν προηγείται μόνο ο χρόνος συγγραφής, αλλά και το διάβασμα, και οι σημειώσεις, και οι πειραματισμοί, και οι συζητήσεις για την ιστορία σου (αν είσαι αρκετά -έως σκανδαλωδώς- τυχερός, να βρεις κάποιον που τον ενδιαφέρει να τη συζητήσει), όπως και η ατέρμονη προσπάθεια -ηθελημένη ή αθέλητη- διαμόρφωσης προσωπικού ύφους. Προσωπικά, ορίζω τον Μαραθώνιο όχι τόσο σε όρους συγγραφής, όσο σε όρους χρόνου αφιερωμένου στην Επιμέλεια, στις διορθώσεις και στο σκίσιμο σελίδων∙ οι οικολόγοι του χαρτιού θα πρέπει να με μισούν. Μιλώντας για διορθώσεις, υπάρχει, εδώ, ένα πρόβλημα και οι διατεινόμενοι ότι η ανηλεής διόρθωση “σκοτώνει” τον αυθορμητισμό και το άμεσο, μπορεί να έχουν δίκιο∙ μάλλον έχουν δίκιο. Και επιχειρώ να σκηνοθετήσω τον αυθορμητισμό. Αδυνατώ να πιστέψω πως με την πρώτη, ή τη δεύτερη, ή την έκτη, μπορώ να έχω το επιθυμητό, σε μένα τουλάχιστον, αποτέλεσμα. Ίσως να φταίει και η έλλειψη έφεσης στο ανεμπόδιστο και πηγαίο γράψιμο (είμαι ο έσχατος της αυτόματης γραφής), ίσως να παίζουν και κάποια κατάλοιπα επαγγελματικής εμμονής, όταν έπρεπε να εστιάζω στην ακρίβεια της κάθε λέξης∙ και ξεκίνησα να γράφω, εξαιρετικά αργά, χάνοντας τη συγγραφική μου εφηβεία, αν όχι και ενηλικότητα.    

Αν και η εποχή που εξελίσσεται η δράση του βιβλίου σου δεν είναι πολύ μακρινή, μου έκανε εντύπωση η παντελής απουσία του «παράγοντα»… social media στην εξέλιξη της ιστορίας σου. Γιατί;

 

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr

 Η Ευτυχία Γιαννάκη, συγγραφέας της γνωστής – πλέον – Τριλογίας της Αθήνας (Στο πίσω κάθισμαΑλκυονίδες μέρεςΠόλη στο φως)  έχει αποδείξει ότι ήρθε για να μείνει στην Ελληνική λογοτεχνία. Το αστυνομικό είδος που υπηρετεί στα τρία βιβλία της την έχει κερδίσει, όπως η γραφή και το στιλ της έχει κερδίσει τους αναγνώστες που την παρακολουθούν.


Πάντα ανήσυχη, αυτή την εντύπωση έχω αποκομίσει από όσες φορές έχουμε συναντηθεί για να κάνουμε συνεντεύξεις και σε άλλες βιβλιοφιλικές ευκαιρίες, η Ευτυχία Γιαννάκη τολμάει μια βουτιά σε πολύ ιδιαίτερα νερά: αυτά της λογοτεχνίας για παιδιά. 
Το εικονογραφημένο βιβλίο  «Μυστήριο στη Λίμνη Λαμπίκο» με τον υπέρτιτλο «Πιτσιμπουίνοι – Τα πρώτα μου μυστήρια» είναι το πρώτο της σειράς με παιδικό «νουάρ».  (Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος σε εικονογράφηση Σοφίας Τουλιάτου)

Το «Μυστήριο στη Λίμνη Λαμπίκο» είναι φυσικά παιδικό βιβλίο αλλά μέσα στην παιδικότητα του έχει στο… παιδικό του όλα τα στοιχεία μιας νουάρ ιστορίας.

 

Ο ήρωας είναι ο Μικρός Μπλε, που είναι περίεργος και δεν μπορεί να μένει χωρίς απαντήσεις – όπως κάθε ντετέκτιβ που σέβεται τον εαυτό του.

Τα παιδιά μου δεν είναι πια σε ηλικία για να με ανεχτούν να τους διαβάζω, αυτό δηλαδή που αναζητούσαν ως μικρά παιδιά, αλλά όσο διάβαζα το βιβλίο της Ευτυχίας Γιαννάκη, ζούσα τη χαρά του μπαμπά που διαβάζει κάτι πολύ όμορφο στα παιδιά του κι εκείνα τον κοιτούν χαρούμενα ανακαλύπτοντας τον κόσμο της συγγραφέως μέσα από τις ολοζώντανες και εξίσου παιδικές (κι αυτό είναι παράσημο) εικόνες της Σοφίας Τουλιάτου.

Διαβάστε το υπόλοιπο άρθρο του Γιάννη Καφάτου στο viewtag.gr 

Ανακάλυψα τον Θανάση Σκρουμπέλο στο μπαρ «Αισθηματίες». Ένα ξημέρωμα κουβεντιάζοντας για βιβλία με τον Κώστα (Παντιώρα) μου είπε: «Διάβασε Μπλε Καστόρινα Παπούτσια». Του λέω: «Στείλε μου μήνυμα τώρα, γιατί με τόσα ποτά θα το ξεχάσω το πρωί». Κι όμως, την άλλη μέρα, Κυριακή ήταν, θυμόμουν τον τίτλο, τον έψαξα και τον παρήγγειλα στο Booktalks και τη Δευτέρα μπήκα στον κόσμο του Θανάση Σκρουμπέλου. Κι αφού τελείωσαν τα Μπλε Καστόρινα Παπούτσια, πήρα το Bella Ciao, τον Μαύρο ΜακεδόναΤα φίδια στον Κολωνό, και φυσικά τη Βέλβετ Παλμ (όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν από τον Τόπο-Μοτίβο Εκδοτική) για την οποία είχα γράψει εδώ στο viewtag.

Ο κόσμος στα βιβλία του Θανάση Σκρουμπέλου είναι τόσο αναγνωρίσιμος γιατί παίρνει θραύσματα της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας μας, αυτή που είτε αγνοούμε είτε λησμονούμε, και με τους ζωντανούς χαρακτήρες που φτιάχνει, τη γλώσσα που χρησιμοποιεί και την έντονη κοινωνική ματιά του δημιουργεί ένα σύμπαν άγριας οικειότητας.

 

Η συζήτησή μας ήταν εξίσου αποκαλυπτική για μένα όσο και τα βιβλία του. Θέλω να τονίσω ότι διάβασα τα βιβλία του, όλα μερικά χρόνια μακριά από την πρώτη ημερομηνία έκδοσης. Γεγονός που ενισχύει την άποψή μου ότι τα καλά βιβλία «σε βρίσκουν» ή τα βρίσκεις μακριά από λίστες ευπώλητων (όχι ότι είναι κακό να τις συμβουλεύεται κάποιος) ή το τρέχον μάρκετινγκ του «μόλις κυκλοφόρησε».

Προτείνω και πάλι σε κάθε αναγνώστη που θέλει να γνωρίσει μια Αθήνα που χάνεται στην εποχή της ανακαίνισης λόγω Airbnb, και κομμάτια της πολιτικής ιστορίας –κυρίως της αριστεράς– να αναζητήσει τα βιβλία του Θανάση Σκρουμπέλου.

Ειδικά στους «απόλυτους» που λένε, «Δεν διαβάζω Έλληνες συγγραφείς», προτείνω να σταματήσουν να είναι απόλυτοι και να ανακαλύψουν ιδιαίτερους τρόπους γραφής και ωραίες ιστορίες – ακόμη κι όταν αυτές είναι για σκληρές και πληγιασμένες καταστάσεις!

Τριακόσιες λέξεις… λογοδιάρροιας. Μάλλον ήθελα να μεταφέρω τον ενθουσιασμό μου.

Ο λόγος τώρα στον Θανάση Σκρουμπέλο!

Πώς μπορεί η λογοτεχνία να είναι φορέας ιστορίας;

Η λογοτεχνία έτσι κι αλλιώς ως παιδί της εποχής της κουβαλάει μέσα της την ιστορία του βιωμένου χρόνου και των βιωμάτων του συγγραφέα. Τίποτα, ούτε καν ο «φαντασιακός» λόγος δεν υπάρχει εν κενώ και έξω από τον χρόνο. Όλοι μας ως υπάρξεις είμαστε οχήματα ιστορίας και ως αυτόπτες και ως ακροατές της ιστορίας των άλλων. Η λογοτεχνία λοιπόν είναι έτσι κι αλλιώς φορέας της ιστορίας. Ακόμη και μια φάρσα, ακόμη και το πιο «ελαφρύ» κείμενο είναι όχημα ιστορίας της εποχής που γράφτηκε.

Γιατί η ιστορία μας ενώ είναι τόσο πλούσια σε πτυχές και υλικό είναι τόσο παραγκωνισμένη; Φταίνε οι πολιτικοί, φταίνε οι πρωταγωνιστές;

Όχι, δεν είναι παραγκωνισμένη η ιστορία. Όμως η ιστορία για να γίνει λογοτεχνία θέλει τον αναγκαίο χρόνο, την αναγκαία απόσταση από το ιστορικό γεγονός. Να χωνευτεί, να ζυμωθεί ώστε από πληροφορία να μετατραπεί σε πρώτη ύλη για πλάσιμο εικόνων, λόγου, χαρακτήρων, αφηγήματος, μύθου. Ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας ποτέ δεν είναι μονοδιάστατος ή πρωτογενής, είναι συμπίλημα πολλών, όχημα που μεταφέρει σκέψεις, πράξεις παραδειγματικές μιας ολόκληρης εποχής. Ακόμη και η δισδιάστατη φιγούρα του θεάτρου σκιών είναι πολυδιάστατο όχημα ιστορίας και πολιτισμού.

Ο λαός πόση ευθύνη έχει για την άγνοια της καθημερινής ιστορίας της πόλης που ζει, κινείται και δραστηριοποιείται;

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr

Πηγή: viewtag.gr

Η τρίτη σεζόν του TRUE DETECTIVE, της αστυνομικής τηλεοπτικής σειράς του HBO, μπορεί να μη φτάνει την εκπληκτική πρώτη σεζόν ποιοτικά, αλλά στέκεται δίπλα της, σχεδόν ισάξια, σβήνοντας από τη μνήμη μας την μετριότατη παρένθεση της δεύτερης σεζόν. Πέντε χρόνια έχουν περάσει από το 2014, από το πρώτο επεισόδιο της πρώτης σεζόν, και οι αναμνήσεις από τον ενθουσιασμό που είχε προκαλέσει η σειρά δεν έχουν σβήσει ακόμα. Προσπαθώντας να εκμεταλλευτούν την επιτυχία της, οι συντελεστές της σειράς, επανήλθαν ένα χρόνο αργότερα, με την δεύτερη σεζόν, απογοητεύοντας τόσο πολύ το κοινό, που δεν περίμενα κάποια συνέχεια, ήρθε όμως η τρίτη σεζόν, να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση τους.

Για όσους δεν γνωρίζουν, τι ακριβώς είναι το TRUE DETECTIVE (και ίσως θα πρέπει να σταματήσουν να διαβάζουν αυτό το κείμενο), να πω ότι η σειρά ακολουθεί το τυπικό μιας καθαρά αστυνομικής ιστορίας – ένας ή δύο ντετέκτιβ προσπαθούν να εξιχνιάσουν μια υπόθεση, πιο κοινότοπο (είναι η αλήθεια) δεν έχει.
Με αυτό το τρικ, ο ιδιοφυής δημιουργός της σειράς, σεναριογράφος και παραγωγός (αλλά και βραβευμένος συγγραφέας) Nick Pizzolatto, που σκηνοθετεί αρκετά επεισόδια σε όλους τους κύκλους, προκαλεί το αρχικό ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού, για να ανατρέψει τους κανόνες στην συνέχεια. Οι διάφορες σεζόν δεν έχουν κάποια συνεχόμενη πλοκή, ούτε έχουν ένα κοινό ήρωα, οπότε δεν χρειάζεται να παρακολουθήσεις την πρώτη σεζόν για να δεις τις υπόλοιπες, μπορεί κανείς να τις παρακολουθήσει αυτόνομα.

TRUE DETECTIVE 3 
 

Στην πρώτη σεζόν, οι δύο ντετέκτιβ (έξοχα ερμηνευμένοι από τους Μ. Μακόναχι και Γ. Χάρελσον) βρίσκονται στο κυνήγι ενός σίριαλ-κίλερ στη Λουιζιάνα που επανεμφανίζεται δεκαεπτά χρόνια μετά τον πρώτο φόνο. Στην δεύτερη σεζόν, η δράση μεταφέρεται στην Καλιφόρνια, σε μια μπερδεμένη ιστορία, διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα. Παρά την καλή σκηνοθεσία και τους γνωστούς σταρ που επιστρατεύτηκαν (Κ.Φάρελ, Ρ.Μακάνταμς και άλλοι), το μόνο που μπορεί να θυμηθεί κανείς, είναι μερικές ωραίες σκηνές και την υπερβολική βία.

Στην τρίτη σεζόν, εκεί που οι περισσότεροι είχαμε ξεχάσει την γεύση της πρώτης, γίνεται η έκπληξη – ο Πιτσολάτο μάλλον έμαθε από τα λάθη του, και άφησε στην άκρη τις υπερβολές και τους φθηνούς εντυπωσιασμούς της δεύτερης σεζόν, προσφέροντάς μας 8 υπέροχα επεισόδια, που θυμίζουν σε πολλά σημεία την σκοτεινή και γκόθικ ατμόσφαιρα της πρώτης σεζόν, με μια whodunit ιστορία, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα με πολλές ανατροπές, όπου δεσπόζει η μοναδική ερμηνεία του σπουδαίου Mahershala Ali.

Η ιστορία εκτυλίσσεται σε τρείς χρονικές περιόδους, το 1980, το 1990 και το 2015, στα βόρεια της πολιτείας του Αρκάνσας, στην οροσειρά των Όζαρκς. Βαθιά Αμερική, με ότι αυτό συνεπάγεται, συντήρηση και ρατσισμός, μισαλλοδοξία και τσαμπουκάδες, φτώχεια και εγκατάλειψη, συνθέτουν ένα νοσηρό κλίμα που εντείνεται από μια υπόθεση εξαφάνισης δύο μικρών παιδιών για την οποία κανείς δεν άκουσε ή είδε τίποτα.

Η αρχή της ιστορίας είναι στο 1980, και τα δύο μικρά αδέρφια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, που βγαίνουν για μια βόλτα με τα ποδήλατά τους, δεν επιστρέφουν ποτέ σπίτι. Οι δύο ντετέκτιβ που αναλαμβάνουν την υπόθεση (ο Mahershala Ali και Stephen Dorff στους ρόλους), διαπιστώνουν ότι τα παιδιά ζούσαν σε μια ουσιαστικά διαλυμένη οικογένεια, με τον πατέρα αλκοολικό και μονίμως θυμωμένο, την μητέρα ουσιαστικά απούσα, και έναν περίεργο ξάδελφο να έχει φιλοξενηθεί για αρκετό καιρό στο σπίτι. Όταν το πτώμα του μικρού αδελφού βρίσκεται σε στάση προσευχής σε μια σπηλιά, οι έρευνες εντείνονται, όπως και οι πολιτικές πιέσεις να βρεθεί ο ένοχος. Η καχυποψία στη πόλη μεγαλώνει και όσο δεν βρίσκεται πουθενά κάποιο ίχνος της μικρής, ο εκνευρισμός είναι διάχυτος, ενώ κατά την διάρκεια των ερευνών, Ali γνωρίζει την δασκάλα των παιδιών (στον ρόλο η έξοχη και πολύ όμορφη Carmen Ejogo).

TRUE DETECTIVE 3

Το δεύτερο χρονικό πλαίσιο της δράσης, είναι το 1990 και ο Mahershala Ali, που είναι παντρεμένος με δύο μικρά παιδιά με την πρώην δασκάλα, καλείται να βοηθήσει στις έρευνες που ξαναζωντανεύουν μετά από δέκα χρόνια, καθώς ένα αποτύπωμα της εξαφανισμένης μικρής βρίσκεται σε μια απόπειρα ληστείας ενός μαγαζιού, ανατρέποντας την κοινή πεποίθηση ότι ήταν νεκρή. Ένα ακόμα ενδιαφέρον και πολύ σημαντικό στοιχείο της ιστορίας, είναι ότι η σύζυγος του Ali, έχει γράψει ένα επιτυχημένο βιβλίο με την ιστορία των εξαφανισμένων παιδιών, και τώρα μετά την αποκάλυψη ότι η μικρή είναι ζωντανή, ετοιμάζει την συνέχεια της ιστορίας. Ο Ali μετά τις άκαρπες αναζητήσεις του 1980 είχε φύγει από την “μονάδα σημαντικών εγκλημάτων”, σαν μιας μορφής υποβιβασμό, και τώρα, βρίσκει τον πρώην συνεργάτη του, να προΐσταται των ερευνών που θα πάρουν μια περίεργη τροπή, με τις σχέσεις των δύο συνεργατών και κάποτε καλών φίλων να χαλάνε οριστικά.

Σε τρίτο χρόνο, είναι πλέον το 2015, ο Ali έχει συνταξιοδοτηθεί, η σύζυγός του έχει πεθάνει και εκείνος πάσχει από αρχές αλτσχάιμερ. Ένα τηλεοπτικό συνεργείο, επανεξετάζει την υπόθεση που είναι ακόμα ανοιχτή και παίρνει συνέντευξη από τον Ali που προσπαθεί να θυμηθεί τα γεγονότα με την μνήμη του να χάνεται και να επανέρχεται. Είναι πλέον ένας γηραιός άνθρωπος που ζει με τα φαντάσματα του παρελθόντος, που την ζωή του έχει στοιχειώσει αυτή η υπόθεση και τώρα, στα τελειώματα, την βρίσκει μπροστά του ξανά.

Ακούγεται μπερδεμένο, αλλά δεν είναι. Σε κάθε επεισόδιο, παρακολουθούμε τις εναλλαγές των χρονικών περιόδων της ιστορίας, η οποία κορυφώνεται στο τελευταίο επεισόδιο με το υπέροχο και αμφίσημο φινάλε. Ο Mahershala Ali, ερμηνεύει ιδανικά, τον στιβαρό και σίγουρο πρώην ανιχνευτή του στρατού, με τον ρομαντισμό του 1980, τον δυναμισμό και τον εγωισμό του πανίσχυρου ντετέκτιβ του 1990, την αμηχανία από την αδυναμία του μυαλού να θυμηθεί, την θολή ματιά και την ήττα του 2015. Μέσα από την σωματική και διανοητική του ερμηνεία περνάει η ιστορία, με τα συνεχή πισωγυρίσματα, τα πισώπλατα μαχαιρώματα και τις ανατροπές καθώς όλες οι βεβαιότητες ανατρέπονται. Δίπλα του στέκεται επάξια, η Carmen Ejogo, που δεν είχα προσέξει ιδιαίτερα στην αρκετά πλούσια καριέρα της μέχρι τώρα.

Υπνωτιστική και σκοτεινή ατμόσφαιρα, η νύχτα που είναι πάντα υγρή, τοπίο όμορφο και σκληρό, μυστηριώδεις κούκλες που παραπέμπουν σε μυστικιστικές τελετές, αρκετά γκόθικ στοιχεία όπως και όπως και στην πρώτη σεζόν, αγωνία και οξύ κοινωνικό σχόλιο. Η ιστορία μπορεί να φαίνεται και ίσως είναι παραφορτωμένη σε σημείο να ξεστρατίζει και κάποιες φορές να πλατειάζει αλλά δεν χάνει το ενδιαφέρον και την γοητεία της ούτε λεπτό. Η σύγκριση με την πρώτη σεζόν, αναπόφευκτη αλλά το τελικό συμπέρασμα είναι πολύ θετικό, εγώ προσωπικά απόλαυσα το TRUE DETECTIVE 3 και πέρασα θαυμάσια μαζί του.

Πηγή: viewtag.gr

 

«Τα τάπερ της Αλίκης» της Έλενας Ακρίτα (εκδόσεις Διόπτρα) είναι το καινούργιο μυθιστόρημα της δημοσιογράφου και συγγραφέως που ήρθαν τη φετινή άνοιξη  με εικόνες και μυρωδιές μιας Αθήνας που χάνεται.

 

Εκείνο που δεν χάνεται όμως, και δίνει ακόμη μεγαλύτερη αξία στο βιβλίο είναι τα συναισθήματα των ηρωίδων του βιβλίου αλλά και τα μηνύματα κατά της βίας εναντίον των γυναικών και των ομοφυλόφιλων. Μη φανταστείς ότι πρόκειται για ένα βιβλίο –μανιφέστο από κάποιον που μας «κουνάει το δάχτυλο» – έχουμε γεμίσει από τέτοιους στην καθημερινότητά μας (και την πραγματική και την διαδικτυακή – κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης).

Η Έλενα Ακρίτα έχει γράψει ένα τρυφερό και συνάμα σκληρό κωμειδύλλιο με φόντο την Αθήνα των τελευταίων δεκαετιών. Μια πόλη που αλλάζει, και μαζί της αλλάζουν και οι άνθρωποι. Η οικονομική ευμάρεια και η  προσμονή του «καλύτερου» που ευαγγελίζονται οι πολιτικοί, και βλέπουν οι πολίτες κρύβει την σκληρότητα που υπάρχει και που επειδή ενοχλεί κάποιοι τη βάζουν κάτω από το χαλί. Η Έλενα σηκώνει αυτό το «χαλί» και περιγράφει το χάλι της διαπόμπευσης και των οδυνηρών σχέσεων που πολλές φορές γίνονται χάπια μιας απόπειρας αυτοκτονίας, ή μελανιές που προσπαθεί το θύμα να κρύψει άτσαλα με ένα φτηνό μέικαπ.

Οι ηρωίδες του έργου είναι περισσότερες από τους άνδρες, όμως το να κατατάξει κανείς το βιβλίο στην ετικέτα «γυναικεία λογοτεχνία» μάλλον είναι  μια ευκολία του κριτικού και σίγουρα αδικεί το τελικό αποτέλεσμα.

«Τα τάπερ της Αλίκης»  είναι μια παρέλαση όλων των εικόνων που κουβαλάει κάποιος άνω των 40 από την Αθήνα και  την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ως εικόνες αλλά και ως νοοτροπίες.  Και όλα αυτά γίνονται αβίαστα: μέσα από τις περιγραφές, τη γλώσσα και τους χαρακτήρες που έχει δημιουργήσει η Έλενα Ακρίτα. Κι αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που κάνει το μυθιστόρημα ενδιαφέρον.

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, είναι η νονά της ηρωίδας του έργου – κι αυτό δεν είναι σπόιλερ. Το γράφει στο οπισθόφυλλο. Μαζί με την Αλίκη όμως περνάνε από τις σελίδες του μυθιστορήματος και άλλα τρομερά «παιδιά» του δημόσιου βίου.

Η Έλενα Ακρίτα με το δημοσιογραφικό της κριτήριο και το συγγραφικό της τάλαντο καταπιάνεται όμως , όπως ήδη ανέφερα, και με θέματα που ακόμη και σήμερα – πολύ πιο έντονα μάλιστα – απασχολούν ή πρέπει να απασχολούν κάθε σκεπτόμενο πολίτη:  τη βία στα σχολεία, την ενδοοικογενειακή  βία όπως αυτή εκφράζεται στις γυναίκες και στους ομοφυλόφιλους.

Τα πρόσωπα του βιβλίου είναι χαρακτήρες πραγματικοί με σάρκα και οστά – που κάποιους θες να τους χαστουκίσεις κι άλλους να τους δώσεις μια τρυφερή αγκαλιά. 
Ο λόγος της Ακρίτα, ένα κέντημα: Χιούμορ και σαρκασμού στα καλύτερά του, με μια αφήγηση που ρέει με πολύ γρήγορους ρυθμούς, σαν  βλέπεις ένα φλασμπακ σε timelapse – γρήγορη κίνηση!

Τελειώνοντας το βιβλίο σκέφτηκα κι εγώ τις επιδείξεις τάπερ στο σπίτι με τη μαμά και τις φίλες της. Και τις σκέψεις, και τα συναισθήματα που μένουν καταχωνιασμένα και πρέπει να βγουν, να πάρουμε παρέα τον άερά μας!

Γιάννης Καφάτος

Η φωτο είναι από το Facebook της Έλενας Ακρίτα

Δύο πολύ καλές ταινίες για την εφηβεία και τα προβλήματά της, από δύο καταξιωμένους κωμικούς του κινηματογράφους που στις πρώτες τους σκηνοθετικές απόπειρες εντυπωσιάζουν. Οι δύο ταινίες, είναι το MID90’s του Jonah Hill (ιδιαίτερα γνωστού ηθοποιού που διακρίνεται σε κωμικούς ρόλους αλλά ήταν και υποψήφιος για Όσκαρ Β ανδρικού δύο φορές για τις ωραίες του δραματικές ερμηνείες στο “Moneyball” και στον «Λύκο της Γουόλ στριτ» πριν μερικά χρόνια), και το EIGHTH GRADE του νεότατου (1990), Bo Burnham (κωμικού περισσότερο γνωστού από την τηλεόραση).

Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι στα 13 αποτελούν τους πρωταγωνιστές των δύο ταινιών, στο MID90’s είναι ο ατίθασος Stevιe με την εμφάνιση 10άχρονου, και στο EIGHTH GRADE είναι η Kayla, η άχρωμη μικρούλα που τελειώνει την Όγδοη τάξη και ετοιμάζεται για το γυμνάσιο. Και τα δύο παιδιά ζουν σε μονογονεϊκές οικογένειες, ο Stevie με την μητέρα και τον μεγαλύτερο αδερφό του, η Kayla με τον πατέρα της. Οι εμφανείς ομοιότητες σταματούν κάπου εδώ – εξάλλου μιλάμε για διαφορετικές εποχές που διαδραματίζονται (κάτι που παίζει ουσιαστικό ρόλο τελικά), υπάρχουν βέβαια τα κοινά στοιχεία λόγω ηλικίας των πρωταγωνιστών τους, αλλά ας δούμε αναλυτικότερα τις δύο ταινίες.

 

Στο πολύ σκληρό, θαυμάσιο, MID90’s, ο Jonah Hill σκηνοθετεί μια περίοδο από τη ζωή ενός παιδιού στα μέσα της δεκαετίας του ’90 (εποχή που κι ο ίδιος ήταν στα 13 του) στο Λος Άντζελες. Ο πρωταγωνιστής του, ο Stevie (έξοχος ο μικρούλης Sunny Suljic), υφίσταται καθημερινό μπούλινγκ από τον μεγαλύτερο αδερφό του, τον 18άχρονο Ian (σε άλλη μια φοβερή ερμηνεία ο Lucas Hedges) με πολύ ξύλο (πολύ όμως – στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας, ο Stevie προσκρούει με πολλή δύναμη στον τοίχο του διαδρόμου μετά από σπρώξιμο του Ian) – είναι μόνος του και προσπαθεί να ενταχθεί κάπου όπως όλοι οι έφηβοι, μόνο που τα κοινωνικά δίκτυα δεν είχαν ακόμα μπει στη ζωή τους/μας.

Περνάει άπειρες ώρες στον δρόμο, το ίνδαλμά του είναι ο αδερφός του που τον ξυλοκοπάει καθημερινά, θέλει να μάθει skateboard και καταφέρνει να μπει στην παλιοπαρέα (με την κυριολεκτική έννοια), κάποιων αρκετά μεγαλύτερών του skaters που στην αρχή τον αντιμετωπίζουν σαν γραφικό στοιχείο αλλά αργότερα του φέρονται σαν να είναι ο μικρός τους αδερφός. Μαζί τους ο Stevie (που δεν φοβάται τίποτα και χώνεται μέσα σ΄όλα), θα αλητέψει, θα δοκιμάσει το πρώτο του τσιγάρο, θα κάνει τα πρώτα του ναρκωτικά, θα κινδυνεύσει να συλληφθεί από την αστυνομία, θα μάθει επιτέλους skate, θα έχει την πρώτη του ερωτική (όχι σεξουαλική) εμπειρία. Συνηθισμένος (και σίγουρα εθισμένος) στον πόνο, θα αντιδράει με αυτοτραυματισμούς όταν στενοχωριέται, θα βρίσει σκιωδώς την μητέρα του απειλώντας την, θα τσαμπουκαλευτεί στον αποκαθηλωμένο πλέον από το βάθρο αδερφό του, θα είναι επιτέλους το cool τυπάκι που προσπαθούσε να γίνει με όποιες συνέπειες μπορεί να έχει αυτό…

 

Απόηχοι από το KIDS (την ταινία του Larry Clark από το 1995), κάποιες διασκεδαστικές σκηνές αλλά και πολλές βίαιες και πολύ σκληρές σκηνές, εξαίρετη μουσική υπόκρουση από το τρομερό δίδυμο Trent Reznor και Atticus Ross , το MID90’s εντυπωσιάζει με τον ρεαλισμό και τον δυναμισμό του και με τις «αλήθειες» που θέτει χωρίς συναισθηματισμούς στην οθόνη. Υπάρχουν σκηνές ανθολογίας (όπως αυτή με την απόπειρα σεξ) αλλά υπάρχουν και αρκετά σεναριακά μειονεκτήματα που όσο κυλάει η ροή της ταινίας γίνονται εμφανή.

Το σενάριο είναι το αδύναμο σημείο του MID90’s, το σενάριο είναι το δυνατό σημείο του υπέροχου EIGHTH GRADE, μιας ταινίας που δεν σε αφήνει να εφησυχάσεις σε κανένα σημείο τηπαρότι πλασάρεται ως «κωμωδία» μόνο τέτοια δεν είναι.

Η Kayla (τι ερμηνεία από την Elsie Fisher!), είναι μια άχρωμη και αδιάφορη εμφανισιακά έφηβη, που ζει με τον πατέρα της στην πολιτεία της Ν.Υόρκης. Είναι αρχή του καλοκαιριού του 2017 και το δημοτικό σχολείο (στην Αμερική το δημοτικό είναι οκτατάξιο) τελειώνει, κι εκείνη συνειδητοποιεί την τεράστια μοναξιά της, κι όπως γράφει στο ημερολόγιο της «πρέπει να βρει κολλητούς», «πρέπει να βρει γκόμενο». Η Kayla νιώθει την ανάγκη να μπει σε παρέες αλλά είναι δειλή, έχει το κανάλι της στο youtube (το οποίο κανένας δεν βλέπει), που δίνει συμβουλές αυτοπεποίθησης σαν να μιλάει στον καθρέφτη της, ζει συνεχώς με το κινητό της σε λειτουργία, τραβώντας άπειρες selfies, ακούγοντας μουσική όταν τρώει, φρικάροντας συνέχεια με τον (συμπαθέστατο αλλά μάλλον χαζοχαρούμενο και πολύ αγχωμένο) πατέρα της, που μάταια προσπαθεί να την πλησιάσει – ενδεικτικές οι δύο σκηνές, στη μία κάθονται να φάνε και τον αγνοεί επιδεικτικά παίζοντας με το κινητό της, στην άλλη σκηνή, βρίσκονται στο αμάξι και του ουρλιάζει να μη της απευθύνει τον λόγο. Οι προσπάθειές της για κοινωνικοποίηση αποτυγχάνουν, ακολουθεί μάταια προσπαθώντας να φλερτάρει τον “ωραίο” της τάξης, αλλά όλοι συνεχίζουν να την αγνοούν εντείνοντας το άγχος και την απελπισία της.

Διαβάστε όλο το άρθρο στο viewtag.gr 

Από τον Γιάννη Καφάτο 

 

Τα ονόματα με αλφαβητική σειρά: Νάσος Ηλιόπουλος, Κώστας Μπακογιάννης. 
Δύο αντίπαλοι στη μάχη για να κερδίσουν την ψήφο των Αθηναίων. Και οι δύο θέλουν να γίνουν δήμαρχοι. 
Ήταν πολύ θετικοί σ’ αυτο το ιδιότυπο «debate» για το viewtag.gr
Η διάθεσή μου ήταν να γνωρίσουμε τους δύο υποψηφίους και ελπίζω να το δείτε αυτό στις απαντήσεις που πολύ ευγενικά δέχτηκαν να μου δώσουν. 
Το “παιχνίδι” ήταν απλό: Ίδιες ερωτήσεις και στους δύο. 
Το βαρύ πρόγραμμα όλων μας ήταν μονοδρομος οπότε οι ερωτήσεις και απαντήσεις στάλθηκαν μέσω μέιλ και γι’ αυτό δεν υπάρχει συνέχεια σε θέματα που θίγουν.

 

Πάμε λοιπόν να …ακούσουμε τους δύο υποψηφίους Δημάρχους να μιλάνε για την δική τους Αθήνα, αλλά και ο ένας για τον άλλον.

Ποια είναι η πιο παλιά σας ανάμνηση περπατώντας στην Αθήνα;

Νάσος Ηλιόπουλος:
Οι τούμπες με το ποδήλατο που είχα πάρει δώρο για τα Χριστούγεννα και η μπάλα μέχρι εξάντλησης στο παρκάκι πίσω από τα σχολεία στη γειτονιά μου στα Κάτω Πατήσια. Περνάω ακόμα από εκεί και βλέπω ότι ο δήμος έχει βάλει εμπόδια που δεν επιτρέπουν το παρκάρισμα, αλλά δυστυχώς την ίδια στιγμή δεν επιτρέπουν το παιχνίδι.

Κώστας Μπαγκογιάννης:
Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς ήταν, αλλά μια χρονιά, δεκαετία 80, είχε ρίξει χιόνι μέσα στην Αθήνα και τελευταία στιγμή μας είπαν ότι δεν θα έχουμε σχολείο. Εμείς όμως είχαμε ήδη κατέβει στη στάση του σχολικού με την αδερφή μου και μας θυμάμαι με τις σάκες, να τρέχουμε μέσα στα στενά του Παγκρατίου, γύρω από την πλατεία Προσκόπων, ήταν και πρωί, λίγο σκοτεινά, με τα πρώτα φώτα της πόλης να ανάβουν. Λόγω χιονιά (που δεν είμασταν μαθημένοι), δεν είχε και πολλά αυτοκίνητα, οι άνθρωποι μου φαινόταν ότι όλοι χαμογελούσαν και υπήρχε μια αίσθηση ελευθερίας τρομερή!

Ποιο τραγούδι όταν το ακούτε σας θυμίζει την Αθήνα και πώς αποκτήσατε αυτόν τον «σύνδεσμο»;

Νάσος Ηλιόπουλος:
Το καλοκαίρι του 2000 εγώ τελείωνα το σχολείο και οι Radiohead έφταναν στην Αθήνα για τις δύο συναυλίες στον Λυκαβηττό. Με την παρέα μου είχαμε κανονίσει την πρώτη μέρα να ανεβούμε στα βραχάκια και τη δεύτερη να έχουμε εισιτήριο. Θυμάμαι ότι η εικόνα με όλους εμάς σκαρφαλωμένους έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση στο γκρουπ, που τη δεύτερη μέρα αφιέρωσαν το Karma Police στους ανθρώπους των βράχων. Ξέρω ότι είναι κάπως παράξενος ο συνειρμός, αλλά από τότε αυτό είναι το αθηναϊκό μου τραγούδι!

Κώστας Μπακογιάννης:
«Αυτή που περνάει» του Φοίβου Δεληβοριά. Όχι μόνο για την περιγραφή της πόλης, αλλά κυρίως για αυτόν τον κορυφαίο στίχο «ομορφαίνεις βάδισμά μου την Αθήνα».  Που όταν πρωτοβγαίναμε με τη Σία και πηγαίναμε σε διάφορα μέρη στο κέντρο, όταν την έβλεπα να έρχεται αυτό τον στοίχο σκεφτόμουν. Γιατί τελικά, μια πόλη είναι οι άνθρωποί της, οι άνθρωποι που αγαπάμε και όσα ζούμε μαζί τους μέσα σ’αυτή. Στιγμές είναι η πόλη, κι εμείς εδώ, απλώς να τις ντύσουμε λίγο καλύτερα προσδοκούμε τελικά.

Ποιες είναι σήμερα οι βασικές πιάτσες πρέζας στην Αθήνα, τις έχετε περπατήσει, και τι οργανώνετε ώστε να λύσετε το πρόβλημα αυτό;

Νάσος Ηλιόπουλος:
Ξέρω την απάντηση γιατί περπατάω από παιδί στην πόλη. Ξέρω την πλατεία Βάθης, τα στενά της Ομόνοιας, το Μεταξουργείο, το παρκάκι της Νομικής. Και η εικόνα που έχω, ενδυναμώνει την πεποίθησή μου ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε στο δρόμο της καταστολής που οδηγεί απλά σε χωρική μετάθεση της πιάτσας κάθε τόσο. 
Ξέρω επίσης ότι ο Δήμος, κανένας Δήμος, από μόνος του δεν αρκεί. Αλλά ο Δήμος μπορεί να κάνει πολλά. Η Ανοιχτή Πόλη, η παράταξη την οποία εκπροσωπώ, έχει καταρτίσει εδώ και χρόνια ένα ολοκληρωμένο σχέδιο παρέμβασης για την αντιμετώπιση του προβλήματος της ουσιοεξάρτησης βασιζόμενο και στην διεθνή εμπειρία. 
Τα βήματα είναι συνδυαστικά και ξεκινάμε από την πρόληψη μέσω ενημέρωσης, τη δουλειά στο δρόμο (street work) με στόχο την καταγραφή και τη συστηματική επαφή με τους χρήστες, την οριοθέτηση χώρων εποπτευόμενης χρήσης, τη δημιουργία ξενώνων βραχείας φιλοξενίας ιδιαίτερα για χρήστες που είναι και άστεγοι και καταλήγουμε σε προγράμματα κοινωνικής ένταξης με στόχο την επανασύνδεση με το εκπαιδευτικό σύστημα και την ένταξη στην εργασία. 
Θα επιμείνω στους χώρους εποπτευόμενης χρήσης: είναι μέτρο που διασφαλίζει την αξιοπρέπεια των τοξικοεξαρτημένων, εμπεδώνει την ασφάλεια των πολιτών και θέτει όρια στην σημερινή προβλητική εικόνα με τις πιάτσες.

Κώστας Μπακογιάννης:
Πριν από λίγους μήνες, πήγαμε με την οργάνωση steps χαμηλά στην Χαλκοκονδύλη και στην Ιάσωνος…  Είναι τετριμμένο προφανώς αυτό που θα πω, αλλά γύρισα άρρωστος. Μου πήρε καιρό να συνέλθω και για να σας είμαι ειλικρινής, αρκετά πράγματα, ακόμα και στην ανατροφή των παιδιών μου, τα είδα διαφορετικά.

Ας ξεκινήσω από το προφανές: ας διαχωρίσουμε επιτέλους, στα κεφάλια μας πρωτίστως, την αντιμετώπιση του εμπόρου από το ανθρώπινο ράκος που είναι ο χρήστης. Εμείς πιστεύουμε ότι η στρατηγική του Δήμου για τα ναρκωτικά πρέπει να τοποθετεί στο επίκεντρό της τον χρήστη. Γι αυτό και προτείνουμε την δημιουργία κλειστών ελεγχόμενων χώρων χρήσης, σε συνδυασμό με την εντατικοποίηση του street work, την διασύνδεση του χρήστη με τις κοινωνικές και νοσοκομειακές υπηρεσίες που χρειάζεται (και η συνοδεία του σε αυτές) καθώς και την υποστήριξή του για την έκδοση των απαιτούμενων εγγράφων. 
Μπορούμε επίσης να βοηθήσουμε πολύ ως δήμος στη δημιουργία δομών φιλοξενίας άστεγων χρηστών. Αυτές είναι μόνο κάποιες από τις πολλές πρωτοβουλίες που θέλουμε να πάρουμε.
Ζούμε στη μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δεν έχει εθνική στρατηγική στο θέμα των ναρκωτικών. Και είναι λόγος παραπάνω να αποκτήσουμε ως Δήμος.  Σύμφωνα με τις τελευταίες μελέτες, η Αθήνα αντιμετωπίζει το πρόβλημα αυτό περισσότερο από κάθε άλλη πόλη.

Οι πεζόδρομοι της Αθήνας, δε λέω του κέντρου (της μόστρας) είναι πολύ ρυπαροί. Αν μάλιστα είναι πεζόδρομοι με σκάλες η κατάσταση είναι θλιβερή για τους περαστικούς άθλια για τους μόνιμους κατοίκους. Πώς θα καθαρίσετε την πόλη;

Νάσος Ηλιόπουλος:
Εχετε δίκιο και τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Οι πεζόδρομοι είναι μια ψηφίδα της ακόλουθης εικόνας: η Αθήνα θα έπρεπε να ανακυκλώνει το 75%, αλλά ανακυκλώνει μόλις το 5% των απορριμμάτων της, ενώ την ίδια στιγμή στέλνει το 92% των απορριμμάτων της στη χωματερή της Φυλής η οποία κλείνει το 2020. 
Αν δεν δράσουμε άμεσα, όταν κλείσει η Φυλή, η σημερινή εικόνα θα φαντάζει  ειδυλλιακη. Το κύριο είναι να δράσουμε γρήγορα και αποτελεσματικά, έχοντας στόχο τη ριζική αλλαγή του μοντέλου διαχείρισης που επικρατεί έως τώρα. 
Πρώτον, η Αθήνα πρέπει άμεσα -χτες αν θα ήταν δυνατό- να αποκτήσει σύγχρονο τοπικό σχέδιο διαχείρισης απορριμμάτων. 
Δεύτερον, άμεση ενίσχυση των υπηρεσιών καθαριότητας σε εξοπλισμό και σε προσωπικό. 
Τρίτον, πρόγραμμα ανακύκλωσης και διαλογής στην πηγή που να λειτουργεί και να εκτείνεται στα βιολογικά απόβλητα με κομποστοποίηση.
Τέταρτον, μικρά και μεγάλα πράσινα σημεία εντός των ορίων του Δήμου για τη συλλογή συσκευών, επίπλων και αντικειμένων.

Κώστας Μπακογιάννης:
Πάμε λοιπόν. Σαράντα χρόνια τώρα συζητάμε το ίδιο θέμα! Δεν μπορεί να φταίνε πάντα τα πρόσωπα. Ας έχουμε το κουράγιο να πούμε επιτέλους ότι μπορεί να φταίει και το σύστημα. 
Η καθαριότητα των πεζοδρομίων συγκεκριμένα, είναι ένα πολύ ωραίο παράδειγμα όπου θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά η σύμπραξη του ιδιωτικού με τον δημόσιο τομέα. 
Και να τα πούμε ευθέως: να κρίνεσαι και να ΠΛΗΡΩΝΕΣΑΙ από το πόσες τσίχλες έχεις ξεκολλήσει (τρόπος του λέγειν προφανώς, μην αρχίσουμε τώρα) και το πόσο καθαρά είναι τα πεζοδρόμια. Συγκεκριμένα πράματα.  Το ίδιο ισχύει και για τους τοίχους, τα πάρκα και τους κάδους. 
Ας βοηθήσουμε τους ανθρώπους της καθαριότητας στο Δήμο να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους, δίνοντάς τους όλα τα εργαλεία που υπάρχουν. Χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες.

Πώς θα πείσετε τους ψηφοφόρους ότι είστε εδώ για την πόλη και όχι ως αντιπρόσωποι των δύο μεγάλων κομμάτων;

Ηλιόπουλος Vs Μπακογιάννης

Νάσος Ηλιόπουλος:
Αντιλαμβάνομαι ότι με ρωτάτε αν ενδιαφέρομαι όντως να ασχοληθώ με την πόλη ή απλά τη βλέπω σαν το επόμενο σκαλί σε μια πολιτική καριέρα. Ξέρετε, η δική μου πορεία είναι η αντίστροφη από τη συνηθισμένη: έφυγα από την κυβέρνηση για να έρθω στο Δήμο. Και το έκανα αυτό διότι η Αθήνα είναι το σπίτι μου και με πληγώνει να βλέπω τους κατοίκους της να τη θεωρούν χαμένη υπόθεση. Γιατί την ίδια στιγμή που έχει τόσα προβλήματα, ξέρω ότι έχει και απεριόριστες δυνατότητες. Αλλά για να τις ξεκλειδώσει κανείς τις δυνατότητες αυτές απαιτείται χρόνος. 
Είμαι λοιπόν εδώ για την πόλη και τους ανθρώπους της και θα συνεχίσω να είμαι για όσο χρειαστεί μέχρι να κάνω την Αθήνα μια σύγχρονη ευρωπαϊκή μητρόπολη που προσφέρει περισσότερα στους ανθρώπους της.

Κώστας Μπακογιάννης: 
Ας μιλήσει ο καθένας για τον εαυτό του. Σε ο,τι με αφορά μπορεί να κοιτάξει την πορεία μου των τελευταίων δέκα ετών. Οι πράξεις μας μιλούν καλύτερα από τα λόγια. Εχω πάντα συγκροτήσει υπερκομματικά ψηφοδέλτια, δεν ρωτάω κανέναν τι ψηφίζει, αρκεί να κάνουμε τη δουλειά μας και 8 στις 10 αποφάσεις στην Περιφέρεια παίρνονται με διευρυμένες πλειοψηφίες. Δεν κοιτάω ποτέ αν μια πρόταση είναι αριστερή ή δεξιά. Κοιτάω αν είναι αποτελεσματική για αυτό που καλούμαστε να κάνουμε. 
Η τοπική αυτοδιοίκηση έχει υποφέρει από την «κοματίλα». Πολύ. Και ο ρόλος του Δημάρχου είναι να είναι Δήμαρχος όλων. Γι αυτό και λέγεται Δήμος Αθηναίων και όχι Δήμος Αθήνας. Αυτή είναι και η μεγάλη του διαφορά από την κεντρική πολιτική σκηνή. Για τα υπόλοιπα, ρωτήστε τους υπουργούς.

Το Πεδίον του Άρεως (ναι, δεν ανήκει τυπικά στο δήμο αλλά οι δημότες θα έπρεπε να το χαίρονται) είναι ευκαιρία για εσάς ή μια πληγή που απλώς πρέπει να την επουλώσετε;

Νάσος Ηλιόπουλος:
Είμαι ο τελευταίος που θα κρυφτεί πίσω από αρμοδιότητες αν πρέπει να λυθεί κάποιο πρόβλημα προς όφελος των Δημοτών της Αθήνας. Ας δούμε όμως και την άλλη όψη.
Ο λόφος του Στρέφη, ένας χώρος πρασίνου που βρίσκεται 100% στην αρμοδιότητα του Δήμου Αθηναίων είναι σήμερα ένας από τους πιο παρατημένους δημόσιους χώρους της πόλης. Φανταστείτε ότι φεύγει χώμα από τον λόφο όχι μόνο όταν βρέχει αλλά ακόμη και όταν φυσάει! 
Ο Δήμος λοιπόν πρέπει να ξεκινήσει από τους χώρους που βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία του και να τους αξιοποιεί προς όφελος των κατοίκων του. Όσον αφορά το Πεδίο του Άρεως τώρα, από μια περιοχή η οποία αποτελούσε «μαύρη τρύπα» στο κέντρο της Αθήνας, πλέον έχει ξαναγίνει ένας χώρος πρασίνου και αναψυχής που μπορούν να τον απολαμβάνουν η γειτονιά και ολόκληρη η πόλη χάρη στο συντονισμένο σχέδιο που υλοποίησε η Περιφέρεια μαζί με τους συναρμόδιους φορείς. 
Ως μελλοντική Δημοτική Αρχή θα ήμουν πολύ ευχαριστημένος αν θα μπορούσαμε με συνδυαστικές δράσεις πολιτισμού, και αθλητισμού να συνεισφέραμε και εμείς στην αναγέννηση αυτού του εμβληματικού χώρου για την Αθήνα.

Κώστας Μπακογιάννης:
Είναι τρομερή ευκαιρία για μας,  και γι αυτό πιστεύω ότι πρέπει να περιέλθει στη δικαιοδοσία του Δήμου Αθηναίων, όπως άλλωστε και όλοι οι χώροι πρασίνου, οι δρόμοι και οι νησίδες, οι οποίοι βρίσκονται μέσα στα όρια του Δήμου Αθηναίων αλλά υπάγονται είτε στο κεντρικό κράτος είτε στην Περιφέρεια.

Τέρμα με το μπαλάκι των ευθυνών που στο τέλος δεν φταίει ποτέ κανείς. Αυτό είναι μια βασική διεκδίκησή που έχουμε από το κεντρικό κράτος και στην οποία θεωρώ ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι.

Αν σας ρωτούσε έναν φίλος σας από το εξωτερικό, που έρχεται στην Αθήνα για να μείνει ένα διάστημα , σε ποιες  περιοχές  θα του συστήνατε να μείνει και ποιες  να αποφύγει και γιατί; 

Νάσος Ηλιόπουλος:
Θα του πρότεινα να επιλέξει μια από τις γειτονιές της «πίσω αυλής» της Αθήνας. Θα τον καλούσα σίγουρα στη γειτονιά μου, τα Κάτω Πατήσια. Νομίζω ότι εκεί μπορεί να δει κανείς πιο έντονα τις αντιφάσεις αυτής της πόλης, τις ομορφιές αλλά και τα αδιέξοδά της. Να δει την ιδιαιτερότητα των μικτών χρήσεων, με την συνύπαρξη τόσων διαφορετικών δραστηριοτήτων που αποτελεί πλούτο για μια γειτονιά. Δε θα του έλεγα να αποφύγει κάτι αν και σίγουρα δε θα χαιρόμουν να βιώσει την Αθήνα σαν μια Disneyland βραχυχρόνια μίσθωσης όπως τείνουν να εξελιχθούν δυστυχώς κάποιες γειτονιές της. 

Ηλιόπουλος Vs Μπακογιάννηςhttps://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2019/03/Bakogiannis-Viewtag-360x270.jpg 360w, https://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2019/03/Bakogiannis-Viewtag-30x23.jpg 30w, https://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2019/03/Bakogiannis-Viewtag-678x509.jpg 678w, https://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2019/03/Bakogiannis-Viewtag-326x245.jpg 326w, https://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2019/03/Bakogiannis-Viewtag-80x60.jpg 80w, https://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2019/03/Bakogiannis-Viewtag.jpg 1024w" data-lazy-sizes="(max-width: 540px) 100vw, 540px" srcset="https://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2019/03/Bakogiannis-Viewtag-540x405.jpg 540w, /https://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2019/03/Bakogiannis-Viewtag-360x270.jpg 360w, https://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2019/03/Bakogiannis-Viewtag-30x23.jpg 30w, https://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2019/03/Bakogiannis-Viewtag-678x509.jpg 678w, https://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2019/03/Bakogiannis-Viewtag-326x245.jpg 326w, https://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2019/03/Bakogiannis-Viewtag-80x60.jpg 80w, https://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2019/03/Bakogiannis-Viewtag.jpg 1024w" sizes="(max-width: 540px) 100vw, 540px" style="margin:0px;padding:0px;font:inherit;vertical-align:bottom;border-radius:5px;max-width:100%;height:auto">

Κώστας Μπακογιάννης:
Κάθε γειτονιά της Αθήνας έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και τις ομορφιές της. Προσωπικά αγαπώ πολύ το Παγκράτι γιατί εκεί μεγάλωσα και τώρα έχει «ανθίσει» μοναδικά. Αλλά βεβαίως δεν μπορεί να μην πάει βόλτα στη Πλάκα και στην πλατεία Αγ. Ειρήνης. Για να μην μιλήσουμε για τα όμορφα Πετράλωνα και το Κουκάκι.  Και το δυστύχημα αυτής της ερώτησης είναι αν εξαιρέσω το θέμα της ασφάλειας, θα του έλεγα κυρίως να πάει στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές της πόλης για να δει τι είναι η Αθήνα πραγματικά σήμερα. Διότι αυτές οι περιοχές,  έχουν πολύ συχνά, εκπληκτικά κτίρια,  πολύχρωμες γωνιές, πρωτοποριακή τέχνη και πεντανόστιμα στέκια. Γιατί η Αθήνα είναι οι άνθρωποί της και οι άνθρωποί της δεν έχουν παραιτηθεί. Ούτε αυτοί που ήταν, ούτε αυτοί που ήρθαν. Και αυτή είναι η μαγεία της.

Αν είχατε ένα παιδί δώδεκα ετών , θα το αφήνατε να κυκλοφορήσει μόνο του στις 7:00 το απόγευμα , στον Άγιο Παντελεήμονα, στα Εξάρχεια, στον Βοτανικό;

Νάσος Ηλιόπουλος:
Κοιτάξτε, το να περιπλανιέται ένα δωδεκάχρονο παιδί σε περιοχές που δεν ξέρει είναι επικίνδυνο σε οποιαδήποτε πόλη του κόσμου. Αλλά  αν καταλαβαίνω σωστά με ρωτάτε για το ζήτημα της ασφάλειας. Αντιλαμβάνομαι ότι πολλοί κάτοικοι της Αθήνας δε νιώθουν ασφαλείς. 
Και αυτό είναι πρόβλημα και του δημάρχου γιατί μια πόλη με φοβισμένους ανθρώπους δεν μπορεί να ναι μια δημοκρατική πόλη. Και επειδή ασφαλείς γειτονιές είναι οι ζωντανές γειτονιές, δεσμεύομαι για μια σειρά από δράσεις που θα ζωντανέψουν τις γειτονιές, ενίσχυση του ηλεκτροφωτισμού, κίνητρα για εμπορικές χρήσεις, κοινωνική κατοικία και πολιτιστικές εκδηλώσεις σε κάθε διαμέρισμα.

Και φυσικά καμιά ανοχή στις μαφίες και στις παραβατικές συμπεριφορές.

Κώστας Μπακογιάννης:Μάλλον όχι. Εσείς; Αν και όλες οι γειτονιές που αναφέρατε δεν είναι ίδιες, ούτε έχουν τα ίδια προβλήματα. Μην τα μπερδεύουμε όλα. Ο Βοτανικός και τα Εξάρχεια π.χ. δεν είναι το ίδιο. 
Αν μιλάμε ωστόσο για το θέμα της εγκληματικότητας συνολικά, θα σας πω ότι πρώτα απ’όλα δεν πρέπει να ομφαλοσκοπούμε. Υπάρχει πολύ μεγάλο θέμα ασφάλειας στην Αθήνα και αυτή είναι μια μεγάλη διαφορά με το παρελθόν. 
Ο Δήμος μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός, κυρίως στο θέμα της πρόληψης. Μια πόλη φωτισμένη και καθαρή, μια πόλη με ευκαιρίες ανάπτυξης στην κάθε γειτονιά ξεχωριστά, είναι μια πόλη φιλική στον κάτοικο και τον επισκέπτη και εχθρική στην εγκληματικότητα. 
Ταυτόχρονα, να αναβαθμίσουμε τον ρόλο της δημοτικής αστυνομίας και να τις δώσουμε τα μέσα που χρειάζεται -ηλεκτρονικά και άλλα-  ώστε να μπορεί σε συνδυασμό με την ελληνική αστυνομία να λειτουργήσει σωστά.

Και «μια ερώτηση» …δέσμης: Αν η Αθήνα ήταν 
α) Ταινία, ποια;

Νάσος Ηλιόπουλος:
Θα διάλεγα εύκολα τον σκηνοθέτη και όχι την ταινία. Η Αθήνα θα μπορούσε να είναι μια ταινία του Woody Allen με τη γοητεία της να κρύβεται στις αντιφάσεις των χαρακτήρων και της ίδιας της πόλης. Συχνά, και δικαίως, γκρινιάζουμε για την πόλη μας και την ίδια στιγμή απολαμβάνουμε τη γλυκύτητά της. Είμαι σίγουρος ότι ο Allen κάτι θα σκάρωνε πάνω σε αυτό. Σίγουρα πάντως η Αθήνα δεν μου θυμίζει τον Batman. Δε ζούμε στη Gotham City όσο και αν κάποιοι θέλουν να μας πείσουν για αυτό.

Κώστας Μπακογιάννης:
Το Σινεμά ο Παράδεισος

β) Βιβλίο;

Νάσος Ηλιόπουλος:
“Οι αόρατες πόλεις” του Ίταλο Καλβίνο. Για τις πολλές ταυτότητες, τις αθέατες όψεις και τα διαδοχικά στρώματα χρονότοπων που έχει η Αθήνα.  


Κώστας Μπακογιάννης:
Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων

γ) Θετική σκέψη. Ποια;

Νάσος Ηλιόπουλος:
Η σκέψη που κάνεις μετά από μια δύσκολη μέρα ότι παρά τις αναποδιές και την απογοήτευση μπορείς να πάρεις τα πράγματα από την αρχή, για αυτό κιόλας το σύνθημα μας: Αθήνα από την αρχή!


Κώστας Μπακογιάννης:
Ολα γίνονται.

Ποιο είναι το στέκι σας στην Αθήνα;

Νάσος Ηλιόπουλος:
Τον καιρό που ήμουν στο ΣΕΠΕ και το Υπουργείο Εργασίας ανακάλυψα το περίφημο «2 γουλιές και 2 μπουκιές». Εκεί, πέρα από τον εξαιρετικό καφέ, εκτίμησα το φιλόξενο κλίμα και την απαγόρευση του καπνίσματο. Συχνάζω λοιπόν εκεί όποτε βρίσκω λίγο χρόνο μέσα στη μέρα μεταξύ των συναντήσεων και υποχρεώσεων, και πάντα με δικαιώνει. 

Κώστας Μπακογιάννης:
Το Ιτ

Ποιο είναι το μεγαλύτερο προτέρημα του αντιπάλου σας;

Νάσος Ηλιόπουλος:
Αναγνωρίζω ότι ο κύριος Μπακογιάννης είναι συνεχιστής μια μακράς παράδοσης με μεγάλη εμπειρία στην πολιτική και στη διαχείριση των κοινών.
Ίσως βέβαια αυτό να είναι ταυτόχρονα και μειονέκτημα γιατί δεν είμαι σίγουρος ότι έχει καταφέρει να πείσει πως η δημαρχία της Αθήνας είναι κάτι παραπάνω από ένα σκαλοπάτι στα πλαίσια ενός οικογενειακού πολιτικού προγραμματισμού.

Κώστας Μπακογιάννης:
Είναι νέος και ευγενής.

Ποιο είναι το μεγαλύτερο δικό σας πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου σας;

Νάσος Ηλιόπουλος:
Ότι κάθε πρωί που βγαίνω από το σπίτι μου συναντώ τους πραγματικούς κατοίκους της πόλης. Τους ξέρω και με ξέρουν. Δε ξέρω την Αθήνα από την τηλεόραση αλλά από πρώτο χέρι. Δεν έχω δει τη βιτρίνα, αλλά την λεγόμενη «πίσω αυλή» της και ξέρω τις πραγματικές ανάγκες και προβλήματα των ανθρώπων της. 

Κώστας Μπακογιάννης:
Ξέρω από Τοπική Αυτοδιοίκηση. Από την καλή και την ανάποδη, και το έχω κάνει πετυχημένα με πολλές διαφορετικές κυβερνήσεις.

Πώς σκέφτεστε τον εαυτό σας σε πέντε χρόνια;

Νάσος Ηλιόπουλος: 
Είναι παράξενο, αλλά η εμπειρία της κρίσης μας σήμανε, μεταξύ άλλων, τη συρρίκνωση της δυνατότητάς μας να σκεφτόμαστε μακροπρόθεσμα. Σκεφτόμασταν όλοι και όλες μας “μέρα με τη μέρα”. 
Σήμερα νιώθω ότι αυτό έχει αλλάξει. Σε πέντε χρόνια λοιπόν θα ήθελα να είμαι ο δήμαρχος Αθήνας που ανανέωσε την πόλη μέσα από την εμπέδωση της ανακύκλωσης, τον ολοκληρωμένο ηλεκτροφωτισμό, την ίδρυση δημοτικής συγκοινωνίας και την ανάπτυξη της κοινωνικής κατοικίας για νέους Αθηναίους. 
Και ξέρετε κάτι; Μόλις τα καταφέρουμε αυτά, θα πρέπει και πάλι να σκεφτούμε την Αθήνα από την αρχή. Αλλά θα είναι μια άλλη Αθήνα.

Κώστας Μπακογιάννης:
Να σας πω αυτό που θα ήθελα, διότι ως γνωστόν, όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια ο Θεός γελάει. 
Θα ήθελα να είμαι στη δεύτερη θητεία μου, να έχουμε αντιμετωπίσει πλέον τα προβλήματα της καθημερινότητας και να ξεκινάμε να υλοποιούμε τα μεγάλα.

Γιάννης Καφάτος

Ένα μεγάλο ευχαριστώ για τη βοήθεια από τους συναδέλφους μου: Σωτήρη Ξενάκη από το επιτελείο του Κώστα Μπακογιάννη και Κώστα Ταχτσίδη από το επιτελείο του Νάσου Ηλιόπουλου – κι εδώ αλφαβητικά!)

Μέσα στον σωρό των ταινιών που βγαίνουν στις κινηματογραφικές αίθουσες, και τον καταιγισμό δήθεν “αριστουργημάτων”, και ψεύτικων “διαμαντιών” που “πρέπει όλοι να δουν”, ξεχωρίζουν δύο ταινίες που δεν προσέχτηκαν ιδιαίτερα από το πλατύ κοινό (εν μέρει αναμενόμενο γιατί διακρίνονται για την εσωτερικότητα τους), όταν βγήκαν στις αίθουσες και μόνο οι συνεπείς σινεφίλ τις πρόσεξαν και σιγά σιγά μιλάνε γι’ αυτές. Πως όμως να μην εντυπωσιαστείς από τις έξοχες  “ΑΚΡΟΤΗΤΕΣ” (“First Reformed”) του βετεράνου σκηνοθέτη και σεναριογράφου Paul Schrader και το υπέροχο “Η ΝΗΠΙΑΓΩΓΟΣ” (“The Kindergarten Teacher”) της νεότατης σκηνοθέτιδας Sara Colangelo. Διαφορετικές ως προς την θεματική τους, οι δύο ταινίες ξεχωρίζουν για την υπαινικτικότητά τους, την στιβαρή σκηνοθετική τους ματιά αλλά και (ίσως κυρίως), για τις μοναδικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών τους.

 

Στο “First Reformed” (ατυχέστατος ο ελληνικός τίτλος “Ακρότητες”) ο αντιφατικός και άνισος σκηνοθέτης (που μόνιμα αδικεί τον εαυτό του και τις ικανότητές του), και σεναριογράφος Paul Schrader – που έχει σκηνοθετήσει ταινίες σαν το “Mishima” και το “Hardcore” αλλά και απίστευτες μπαλαφάρες όπως το “Dog eat dog” (“Τελευταία αρπαχτή” – κυριολεκτικά όμως) και “Canyons”, και έχει γράψει εμβληματικά σενάρια όπως αυτό, του “Ταξιτζή” και του “Οργισμένου ειδώλου” αλλά και “τέρατα” όπως το “Dying of the light” (“Μέχρι τέλους”) – φτιάχνει μια χαμηλότονη και σπαρακτική ταινία που παραπέμπει στο σινεμά του Μπρεσόν και του Ντράγιερ (σκηνοθετών που επηρέασαν πολύ τον Σρέιντερ). Η θεματική του Σρέιντερ δεν έχει αλλάξει με τα χρόνια, ο καλβινισμός, οι ενοχές, η ηθική άνοδος και η πτώση σε συνδυασμό με τα βασανιστικά ερωτικά συμπλέγματα και προβλήματα, είναι κι εδώ παρόντα, αυτό όμως που εντυπωσιάζει στο “First Reformed” είναι το χαμηλότονο και στοχαστικό ύφος που δεν συνηθίζει ο σκηνοθέτης.

Ο Ίθαν Χοκ ερμηνεύει τον ρόλο, του Τόλερ ενός αλκοολικού ιερωμένου σε μια από τις παλαιότερες καλβινιστικές εκκλησίες της Αμερικής, η οποία διατηρείται με την αρωγή μιας από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες πλαστικών της χώρας. Ο Τόλερ που ήταν πρώην στρατιωτικός ιερέας, παρότι λειτουργεί σε μια άκρως τουριστική εκκλησία, ο κόσμος που την επισκέπτεται είναι λιγοστός, και οι ώρες της μοναξιάς του ατελείωτες, ενώ όλη η πόλη προετοιμάζεται για την επέτειο των 250 χρόνων από την θεμελίωση του ναού.


Βασανισμένος από τα φαντάσματα του, τον θάνατο του γιού του στην Μέση Ανατολή και το διαζύγιο που ακολούθησε με την σύζυγό του, ο Τόλερ αποφασίζει να κρατήσει ένα ημερολόγιο, ενώ τα προβλήματα υγείας του εντείνονται. Την καθημερινότητά του θα διαταράξει η επίσκεψη της Μέρι, μιας όμορφης νεαρής εγκύου γυναίκας (στον ρόλο η άχρωμη και αδιάφορη Αμάντα Ζέιφριντ που χαλάει την εικόνα της ταινίας), η οποία του ζητάει να μιλήσει με τον ακτιβιστή σύζυγό της, ο οποίος είχε μπλέξει σε επεισόδια και φυλακίστηκε για μικρό χρονικό διάστημα, τώρα δε, που γύρισε σπίτι, αρνείται να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα, και ζητάει από την σύζυγό του να κάνει έκτρωση. Ο ιερωμένος επισκέπτεται το ζευγάρι, και συζητώντας με τον Μάικλ, τον εμφανώς καταθλιπτικό σύζυγο, ανησυχεί, διαπιστώνοντας, ότι εκείνος του μιλάει με φανατισμό για την ρύπανση του περιβάλλοντος, την καταστροφή του κόσμου λόγω της κλιματικής αλλαγής. Όταν μετά από λίγες ημέρες, ο Μάικλ αυτοκτονεί, τα περίεργα ευρήματα στο γκαράζ του σπιτιού του, που βρίσκει η συντετριμμένη Μέρι, όπως και τα έγγραφα με την μεγάλη περιβαλλοντολογική μόλυνση της περιοχής, συγκλονίζουν τον Τόλερ που έρχεται πιο κοντά στην Μέρι, διαπιστώνοντας ότι κάτι περίεργο και όχι τόσο αθώο υπάρχει στις τεράστιες χορηγίες προς την εκκλησία.

 

Διαβάστε το υπόλοιπο άρθρο στο viewtag.gr

Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια, από την απεγνωσμένη δήλωση της Σούζαν Σαράντον, ότι οι γυναικείοι ρόλοι στο Χόλιγουντ έχουν εκλείψει (ειδικά για τις γυναίκες άνω των 50 ετών). Υποθέτω ότι σε κάνα δυο χρόνια θα διαβάσουμε μια αντίστοιχη δήλωση από κάποιον διάσημο άνδρα ηθοποιό, καθώς απ’ ότι φαίνεται, οι ενδιαφέροντες ρόλοι πάνε πλέον σε γυναίκες.

Μπαίνοντας στην Οσκαρική εβδομάδα, βλέπω τις λίστες με τις υποψηφιότητες για Α και Β ρόλους και σκέπτομαι πόσο πιο ενδιαφέρουσες είναι οι γυναικείες κατηγορίες, πόσο πιο αξιομνημόνευτες παρουσίες έχουν, σε αντίθεση με τις ανδρικές κατηγορίες που μερικές επιλογές φαίνονται ακατανόητες. Λίγο το κίνημα του «metoo», λίγο η ανάγκη για να διαφοροποιηθεί η κινηματογραφική παραγωγή, οι γυναίκες στις ταινίες φαίνονται να κυριαρχούν, ακόμα και σε ταινίες blockbuster που απευθύνονται σε ένα πιο νεανικό κοινό, ακόμα και σε ταινίες που θεωρούνται καλλιτεχνικές και δεν θα φτάσουν στο ευρύ κοινό.

 

Οι καλύτερες ταινίες της κινηματογραφικής σεζόν που διανύουμε, βασίζονται εν πολλοίς σε εμβληματικούς γυναικείους ρόλους. Διότι δεν έχουμε μόνο τις Οσκαρικές υποψηφιότητες ως παράδειγμα, αλλά λόγω επικαιρότητας ας ξεκινήσω από εκεί. Τι να πρωτοπεί κανείς!

Για τις τρεις εκπληκτικές ερμηνείες των Κόλμαν, Γουάιζ, Στόουν, που ραδιουργούν ανελέητα στα παιχνίδια εξουσίας του εξαιρετικού «The Favourite» του Λάνθιμου (που υπονομεύει τις ιστορικές ταινίες εποχής και πάει το είδος ένα βήμα παραπέρα);

Για τις θαυμάσιες Απαρίσιο (που ήταν κι ερασιτέχνης ηθοποιός!) και Ντε Τάβιρα στο έξοχο (και αφάνταστα γοητευτικό) «Roma» του μεγάλου Κουαρόν (που εκμεταλλεύεται το φορμάτ του «Νεορεαλιστικού σινεμά» για να μιλήσει τόσο όμορφα, για τις δικές του μνήμες);

γυναικείους ρόλους

Να μιλήσουμε για την Γκλεν Κλόουζ που «κουβαλάει» πάνω της ολόκληρο το άνισο «The Wife», την (επιτέλους δικαιωμένη) Μελίσα Μακάρθι στο «Can you ever forgive me», την (πάντα υπέροχη) Amy Adams (που η ερμηνεία της στην τηλεοπτική σειρά «Sharp Objects» είναι για κινηματογραφικό Όσκαρ), στο αδιάφορο για το Ευρωπαϊκό κοινό «The Vice», έως τις μοναδικές ερμηνείες κάποιων σπουδαίων επιδόσεων της σεζόν που μείνανε αδίκως έξω από τις λίστες, όπως αυτήν της μοναδικής Βαϊόλα Ντέιβις στις πολύ καλές «Χήρες» του Μακουίν, της πάντα θαυμάσιας Τόνι Κολέτ (που μάζεψε ένα σωρό βραβεία) στην ταινία τρόμου «The Hereditary» (και πόσες ακόμα που δεν θυμάμαι ή αγνοώ), οι ερμηνευτικές αποστάσεις είναι ελάχιστες και κρίνονται στις λεπτομέρειες. Ακόμα δε και στην κατηγορία των υποψηφιοτήτων για ντοκιμαντέρ, ένα από τα φαβορί, το «RBG» έχει ως θέμα την ζωή μιας μοναδικής και πολύ σημαντικής γυναίκας, της ανώτατης δικαστίνας Ruth Bader Ginsburg. Η απονομή του αγαλματιδίου όπως ήδη γνωρίζουμε είναι πολύ σχετική και θα καθοριστεί από την συνολική πορεία στις βραβεύσεις των ταινιών που πρωταγωνιστούν όπως και από την πολιτική που θέλει να εφαρμόσει φέτος η Ακαδημία.   

Διαβάστε τη συνέχεια εδώ

Σήμερα θα σας μιλήσω εδώ για την Έλενα Αρβανίτη. Είναι ηθοποιός και παραγωγός ραδιοφώνου. Έχει κάνει εκπομπές στον Sky 100.4 ( 1989  – 1990 ), στον Αθήνα 9.84 ( 1990 – 1995 ) και στο Love Radio ( 1996 – 2006 ). Παράλληλα έχει κάνει και τηλεοπτικές μουσικές εκπομπές στην Ετ 1 – Ετ 2 ( Στο ρυθμό της νεολαίας – Μικτό Λύκειο 1990 – 1992 ). Τα τελευταία χρόνια ασχολείται επίσης συστηματικά με το θέατρο.

Η Έλενα είναι ένα κορίτσι χαμηλών τόνων. Είναι ρομαντική. Είναι ειλικρινής. Δεν έχουμε κάνει κολλητή παρέα αλλά θεωρώ ότι είναι ένα ευαίσθητο πλάσμα. Είναι μακριά από κλίκες και γνωστές γελοίες παρεούλες που κυριαρχούν στα media. Είναι μαμά. Είναι ταλαντούχα. Είναι ένα εξαιρετικό κορίτσι που γνώρισα στο τέλος των 80’s. Τότε ήμουν υπεύθυνος ξένου ρεπερτορίου και μέλος της πενταμελούς επιτροπής προγράμματος στον Sky 100,4 fm stereo. Εκεί στα εκπληκτικά στούντιο και στα γραφεία στην Παλλήνη. Επί ημερών Γραμμής. Έχουν ρημάξει όλα εκείνα πια κι αν περάσεις απέξω βλέπεις τα χαλάσματα ενός σουπερ μάρκετ που είχε ανοίξει για ένα φεγγάρι στο χώρο που γνώρισε τεράστια ακμή και δόξα. Θυμάμαι ακόμη την ευγένεια της Έλενας. Πάνω από όλα όμως μου έχει μείνει κολλημένο στη μνήμη το χαμόγελο της. Είναι κάτι που με τα χρόνια έγινε νομίζω και το βασικό σήμα κατατεθέν της. Τα πολλά λόγια είναι περιττά. Γνωρίστε την καλύτερα μέσα από τις γραμμές που ακολουθούν.

 

Πότε πρωτοέπιασες δίσκο στα χέρια σου ;

Αρχές δεκαετίας του ‘70,πολύ πιτσιρίκι. Κάτι 45άρια της Linguaphone με αγγλικά τραγουδάκια για παιδιά! Σύντομα ανακάλυψα στο σπίτι Λουκιανό, Θέμη Ανδρεάδη, τον Αττίκ στη μάντρα του, Βέμπο, Ελίζα Μαρέλλι, Μπιθικώτση και φορητό πικ απ βαλιτσάκι! Οι δικοί μου δίσκοι ήρθαν πιο μετά. Η βόλτα στα δισκάδικα, είχαμε τρία στη γειτονιά, ήταν μια αξέχαστη ,απελευθερωτική και συνάμα ερωτική τελετουργία.

Έλενα Αρβανίτηhttps://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2019/02/Elena-Viewtag-203x270.jpg 203w, https://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2019/02/Elena-Viewtag-23x30.jpg 23w, https://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2019/02/Elena-Viewtag.jpg 600w" data-lazy-sizes="(max-width: 304px) 100vw, 304px" srcset="https://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2019/02/Elena-Viewtag-304x405.jpg 304w, /https://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2019/02/Elena-Viewtag-203x270.jpg 203w, https://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2019/02/Elena-Viewtag-23x30.jpg 23w, https://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2019/02/Elena-Viewtag.jpg 600w" sizes="(max-width: 304px) 100vw, 304px" style="margin:0.3125rem 1.25rem 1.25rem 0px;padding:0px;font:inherit;vertical-align:bottom;border-radius:5px;max-width:100%;height:auto;display:inline;float:left">Ποιες θεωρείς ως τις πιο σημαντικές στιγμές της καριέρας σου;

Νομίζω ήταν στον 9.84. Μπόρεσα να κάνω πολλά και σε διαφορετικές ζώνες, με ωραίους συνεργάτες, έμπνευση, χιούμορ, αυθορμητισμό, να συναντηθώ με σημαντικούς παραγωγούς ραδιοφώνου, όπως τον Ζακ Μεναχέμ και τον Θόδωρο Σαραντή και να γνωρίσω πολλά και μεγάλα ονόματα της δισκογραφίας μέσα από συνεντεύξεις. Την ίδια εποχή ήρθε και η τηλεόραση,ΕΤ1-ΕΤ2, ελληνικό ροκ, Ξυδούς, Κουτουβός -καλή τους ώρα- διαγωνισμοί συγκροτημάτων και  σούπερ αποκλειστικότητες από την διεθνή σκηνή. Ανάμεσά τους, Scorpions και Duran Duran live στην εκπομπή με εκατοντάδες fans να κοιμούνται έξω από το πλατώ εκείνες τις μέρες, για να μην χάσουν το θέαμα!

Μεγαλύτερη χαρά ποια είναι;

Μεγαλύτερη χαρά στη ζωή, ο ερχομός του γιού μου! Ένα διαφορετικό παιδί, που μας μαθαίνει καθημερινά την αγάπη και την υπέρβαση. Στην καριέρα μου, αξέχαστη η χαρά της πρώτης φοράς στο ραδιόφωνο, στον Sky 100,4 της Παλλήνης. Είχα κολλήσει, απ’ την αγωνία, στο τραπέζι του talk room και οι χτύποι της καρδιάς μου περνούσαν στα ακουστικά και φυσικά στον αέρα! Λυτρωτικό το φινάλε με lady writer των Dire Straits,που πάντα μου προκαλεί ευφορία και …ανακούφιση !

Μεγαλύτερη απογοήτευση υπάρχει;

Δεν αφορά σε κάποιο γεγονός αλλά σε μια νοοτροπία ενδεχομένως. Το να βλέπω ανθρώπους που θαύμαζα στα media, να στενεύουν το μυαλό τους μεγαλώνοντας, να βολεύονται, να χάνουν κάθε όραμα, να επαναλαμβάνονται μέσα σε προχειρότητες και αρπαχτές.

Δεκαετία 80. Σου λείπει κάτι από τότε; –

Σίγουρα όχι τα ντραμοκούτια και οι σύνθι πλάτες στα τραγούδια! Μου λείπω …εγώ! Ο εαυτός μου στην αφετηρία του! Με την νεολαιίστικη ανεμελιά και το ριψοκίνδυνο σε όλες τις επιλογές. Και φυσικά ο ενθουσιασμός για κάποιους έρωτες! Αλλά και με τη μουσική, οι σχέσεις μας ήταν βαθύτερες. Ήταν μια περιπέτεια να ανακαλύψεις τραγούδια. Ήταν και το βινύλιο ακόμα που επέβαλλε μια συνθήκη στην ακρόαση και τη συμμετοχή. Νομίζω ότι όταν αρχίσαμε να πατάμε κουμπάκια, αρχίσαμε και να ξεπετάμε τα πράγματα. Βέβαια με τον καιρό, βρήκαμε μια ισορροπία ανάμεσα στην τεχνολογία και την έκφραση, αλλά οι πληροφορίες είναι τόσες πολλές πια και ο χρόνος τόσο λίγος για να δημιουργήσεις μια αληθινή σχέση, να βιώσεις τη μουσική!

Ποια είναι τα κορυφαία άλμπουμ Ελλήνων και ξένων ονομάτων για σένα και ποτε τα άκουσες για πρώτη φορά;

Κορυφαία δεν ξέρω γιατί δεν είμαι κριτικός, μιλάω πάντα συναισθηματικά για τα τραγούδια και τις κρυμμένες προσωπικές ιστορίες μου πίσω τους. Θα σταθώ λοιπόν στον  πρώτο μου Elvis,ένα κόκκινο greatest hits,τον οποίο πρωτοάκουσα παιδάκι ακόμα σε ένα κινηματοθέατρο στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 στην Κέρκυρα και κατηγοριοποίησε έκτοτε τα γούστα μου, σε ένα νέο και εκκεντρικό είδος: Τα Ξένα! Πολύ γρήγορα πέρασα στο κόκκινο και μπλε άλμπουμ των Beatles λόγω ξαφνικού έρωτα με τον McCartney, τον οποίο εγκατέλειψα αργότερα για τον Βowie που γνώρισα μέσα από μια κασέτα με το The rise and fall of Ziggy Stardust. Νέο χτυποκάρδι και τρέξιμο στα δισκάδικα! Καμιά φορά βέβαια όλοι αυτοί μου φαίνονταν φλώροι μπροστά σε ένα νιαούρισμα του Dylan, αλλά αισθανόμουν πολύ λίγη για να σηκώσω τα μάτια μου πάνω του! Το Freewheelin έχει τους αγαπημένους μου ύμνους. Αλλά και το Sticky Fingers από R. Stones το ‘λιωσα, το Wish you Where here από P. Floyd,το News of the world από Queen (διαβάζοντας τους στίχους μάθαμε αγγλικά) το L. A Woman από Doors που έμειναν χαραγμένοι στη στρατιωτική σχολική τσάντα μέχρι το τέλος του σχολείου. Σοβαροί καβγάδες ανάμεσα σε μουσικόφιλους για το ποιό άλμπουμ ήταν καλύτερο από Zepellin το ΙΙ ή το ΙV; Θα σας γελάσω! Αλλά και το Moondance από Van Morrison και Harvest από Neil Young είναι πάντα “έξω” έτοιμα για ακρόαση. Επίσης δίσκοι σαν το Nothing like the sun του Sting μου λείπουν σήμερα. Μπορεί να μην τα ακούω πια όλα αυτά, αλλά βρίσκονται μέσα σε ό,τι ακούω! Αλλά και στα δικά μας, ενώ οι μεγάλοι μας Μίκης και Μάνος μπαινόβγαιναν μέσα μου άλλοτε με ενθουσιασμό κι άλλοτε με αμφισβήτηση, το Φορτηγό και η Ρεζέρβα του Σαββόπουλου ήταν σταθερή αξία, το Ενέχυρο του Μούτση, ο Σταυρός του Νότου – Μικρούτσικος,ο Θεσσαλικός κύκλος του Μαρκόπουλου που θα θελα να τον δω σε θεατρικό ανέβασμα, Τα μπαράκια του Γερμανού, Ο Παύλος Σιδηρόπουλος, οι Τρύπες,τα Ζεστά ποτά των Κατσιμιχαίων.

 

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη εδώ

Από τον Γιάννη Καφάτο

Πηγή:www.viewtag.gr/oi-aoratoi-me-ta-kokkina-gileka-i-poylontas-gia-mia-ora-ti-schedia/

Ο αόρατος μανδύας του Χάρι Πότερ, το όνειρο κάθε παιδιού που θέλει να κάνει μια σκανταλιά και ενήλικα που θέλει να κρυφτεί από τους δαίμονες του δεν είναι τίποτα μπροστά στην αίσθηση να βρίσκεσαι ανάμεσα σε ένα πλήθος και να μην σε βλέπει κανείς τους.

Τα «κόκκινα γιλέκα» είναι οι άστεγοι πωλητές της Σχεδίας, το περιοδικό δρόμου που πουλώντας το εξασφαλίζουν τα ελάχιστα για την αξιοπρέπειά τους.

Το περασμένο Σάββατο, όπως κάθε δεύτερο Σάββατο του Φεβρουαρίου, το περιοδικό Σχεδία οργάνωσε την ενέργεια «Πωλητής για μια ώρα». Καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι και απλοί αναγνώστες που δηλώνουν «παρών» φορέσαμε για μια ώρα τα κόκκινα γιλέκα και …

 

…βιώσαμε στον απειροελάχιστο βαθμό σωματικά τι σημαίνει να εξαρτάται το μεσημεριανό σου φαΐ από την καλοσύνη των περαστικών.
Λέω σωματικά, γιατί συναισθηματικά ξέραμε ότι μετά τη μια ώρα θα επιστρέψουμε ο καθένας σπίτι στον περίγυρό του, θα κάνουμε ένα καυτό μπάνιο, θα φάμε ένα καλομαγειρεμένο φαγητό, θα συνεχίσουμε τη ζωή μας. Μια ζωή που όσες δυσκολίες κι αν καταγράφει είναι σαφώς πιο ασφαλής και χορτάτη από τους επίσημους πωλητές της Σχεδίας.

Οι αόρατοι

Το πόστο μου είχε καθοριστεί στη συμβολή της Κολοκοτρώνη με την Ευαγγελιστρίας, στο ιστορικό κέντρο. Λίγο πριν βάλω το δικό μου γιλέκο, οι συνάδελφοι από τον Αθήνα 9,84, Ελευθερία Κουμάντου και Ελεωνόρα Ορφανίδη έκαναν τη δική τους βάρδια.
Όλα κυλούσαν ομαλά. Ο κόσμος τις αγνοούσε. Εκτός από έναν καταστηματάρχη που βγήκε από το μαγαζί του και κινήθηκε με άγριες διαθέσεις προς το μέρος μας.
«Θα φύγετε μπροστά από το μαγαζί μου, δε μου το κλείσετε εσείς, ο κόσμος πρέπει να βλέπει τη βιτρίνα»!

Μια κυρία που σταμάτησε να αγοράσει το περιοδικό του έδωσε την καλύτερη απάντηση από τις δικές μας αιτιάσεις: Πρέπει να είστε περήφανος που έξω από το μαγαζί σας είναι οι άνθρωποι της Σχεδίας. Δεν σας κόβουν πελάτες.

Με αυτό το περιστατικό που μας αναστάτωσε γιατί φυσικά δεν μπορούσαμε να του απαντήσουμε ως άτομα αλλά ως εκπρόσωποι της Σχεδίας και με βασικό πράγμα στο κεφάλι μας ότι αύριο στο ίδιο πόστο θα ήταν ένας κανονικός σε ανάγκη συνάνθρωπός μας, φόρεσα κι εγώ το κόκκινο γιλέκο.
Η Ελευθερία αγόρασε το πρώτο μου τεύχος. Ήταν μια γλυκιά χειρονομία που μου έδωσε κουράγιο.

Η Μαρία, που είναι πωλητής της Σχεδίας, και η Ηρώ που είναι εθελόντρια, μου έδωσαν τη συμβουλή: Κρατάμε ψηλά το περιοδικό να φαίνεται, και λέμε σχετικά δυνατά – όχι πολύ: Σχεδία, περιοδικό δρόμου ή Σχεδία, κυκλοφόρησε το καινούργιο τεύχος. Δεν μιλάμε χαμηλόφωνα σα λεμέ μυστικό. Είμαστε περήφανοι που το πουλάμε.

Μια ώρα, πολλές «εκφωνήσεις» πολύ περπάτημα πάνω κάτω, όπου πίστευα ότι ο κόσμος που ανεβοκατέβαινε σε Κολοκοτρώνη και Ευαγγελιστρίας μπορεί να σταματούσε … και πολύ απογοήτευση. Ο καταστηματάρχης που είχε επιτεθεί στις συναδέλφους μου, έβγαινε κάθε τόσο να δει αν η απόστασή μου από την βιτρίνα του επηρεάζει τις πωλήσεις του.
Δεν με έβλεπε κανείς. Ήμουν αόρατος. Δεν αφορούσα κανέναν. Κανείς δε νοιάζεται αν κάποιος δίπλα του πεινάει και πουλάει ένα περιοδικό για να φάει κάτι.

Κάποιες στιγμές πριν πω το «Σχεδία, περιοδικό δρόμου» έβαλα και μια «καλημέρα». Ένα δύο κεφάλια γύρισαν και κοίταξαν. Μια κυρία χαμογέλασε. Προσπέρασε.
Η πρώτη ικανοποίηση ήρθε όταν ένας κύριος αντιγύρισε την «καλημέρα – το έχω αγοράσει όμως».

Μισή ώρα πάνω κάτω και τίποτα στην τσέπη. Μέχρι που μια κυρία, κι αυτή όπως οι άλλοι με τα ψώνια στα χέρια σταμάτησε μπροστά μου και μου ζήτησε ένα τεύχος κι άρχισε μια κουβέντα. Την έκοψα γρήγορα γιατί αυτή νόμισε ότι απευθύνεται σε έναν πωλητή. Της εξήγησα ότι είμαι εθελοντής, χαμογέλασε επίσης πλατιά, και συνέχισε το δρόμο της.

Περήφανος πωλητής του ενός τεύχους. Για μια στιγμή έφυγε το πέπλο που με έκανε αόρατο και αισθάνθηκα …λιγότερο μόνος.

Η μοναξιά μπορεί να είναι πιο άγρια από την πείνα; Δεν θέλω να μάθω ποτέ από πρώτο χέρι την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα.

Εκείνο που ξέρω κυρίως ως αναγνώστης της Σχεδίας είναι ότι εκτός από την αγορά του περιοδικού, μια καλή κουβέντα με τον κάθε πωλητή είναι βάλσαμο. Διώχνει, έστω και για λίγο τη μοναξιά.

Είναι πολύ σκληρό να είσαι αόρατος ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους.
Πώς έχουμε γίνει έτσι;

Η ώρα περνάει, παραμένω αόρατος και με τα περιοδικά απούλητα. Σκεφτόμουν διάφορα πράγματα όσο φώναζα «Σχεδία, περιοδικό δρόμου» και δεν μου έδινε κανείς σημασία.

Δεν έχει σημασία να πω τι σκεφτόμουν, αφού ήμουν αόρατος, δεν υπήρχα. Τι αξία έχουν οι σκέψεις κάποιου που δεν υπάρχει;

Η ώρα μου πέρασε. Παρέδωσα το κόκκινο γιλέκο μου στην Καλλιόπη, μια ακόμη εθελόντρια, αγόρασα κι εγώ ένα τεύχος για να πάρει κουράγιο και  άρχισα να περπατάω, ορατός πάλι ανάμεσα στους ανθρώπους, προς το Σύνταγμα.

Οι αόρατοι

 

Του Νότη Μαυρουδή

Τελευταία, όλο και περισσότερο ακούω για την ανάγκη επιστροφής στην Άδεια Ασκήσεως Επαγγέλματος Ηθοποιού, όπως και για καλύτερη —ουσιαστικότερη εκπαίδευση και αξιολόγηση των τίτλων σπουδών (διπλώματα-πτυχία), ώστε ένας ηθοποιός να επαγγέλλεται νομίμως και με τη δέουσα σοβαρότητα.

Παρουσιάζει ενδιαφέρον αυτή η άποψη, ιδίως εάν συνειδητοποιήσει κανείς το υπάρχον πλήθος των νέων ηθοποιών, είτε από αναγνωρισμένες θεατρικές σχολές, είτε από απλά εργαστήρια, είτε από το… πουθενά· ηθοποιοί (?) οι οποίοι όλο και περισσότεροι εμφανίζονται στο προσκήνιο, αναζητώντας εναγωνίως θεατρική εργασία στις υπάρχουσες (?) λιγοστές.
Το θέμα τής άδειας πάντα δίχαζε τον θεατρικό κόσμο. Η θεωρία πως, σε μια ελεύθερη αγορά, ο καθένας μπορεί να συμμετέχει, δεν αρκεί για να προσπεράσουμε το γεγονός ότι το θέατρο είναι μια πολύ σοβαρή και συλλογική τέχνη, ώστε να επιτραπεί να παρεισφρέουν στον χώρο ανεκπαίδευτοι και απροετοίμαστοι…

 

Θεωρώ πως σχεδόν όλα τα προβλήματα ξεκινούν από την πλημμελή σπουδή των δραματικών Σχολών στη χώρα μας, πολλές εκ των οποίων στηρίζονται στην προχειρότητα και τo κενό.

Από τη σύντομη διαδικασία διδασκαλίας των ειδικών μαθημάτων, έως και το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της τρίχρονης διάρκειας σπουδών, η τρίχρονη αυτή εμπειρία, έτσι όπως γίνεται σε πολλές θεατρικές σχολές, ακόμα και «αναγνωρισμένες από το κράτος», εκ των πραγμάτων δεν προλαβαίνει να αποτελέσει σπουδή σε βάθος για τον νέο, ο οποίος θα γραφτεί σε μια Σχολή μετά το Λύκειο, για να αφομοιώσει μια απέραντη ύλη ειδικών γνώσεων ενός πολυσύνθετου θεάματος, το οποίο αναπτύσσει και ανανεώνει το υλικό του (θεατρικούς συγγραφείς, μεταφραστές, διασκευαστές, σκηνοθέτες, νέα θεατρικά ρεύματα) σε ένα είδος τέχνης που έχει ως προορισμό, παράλληλα με το κλασικό ρεπερτόριο, να ασχολείται με ό,τι νεότερο δημιουργείται στον ορίζοντα και στις νέες αισθητικές θεωρίες.

Το ερώτημα λοιπόν είναι: δίπλωμα με άδεια ή ελεύθερα, δίχως κανένα χαρτί σπουδών για τους νέους ηθοποιούς;
Μια απάντηση στα γρήγορα και πρόχειρα, επαναλαμβάνω, θα ήταν επιπόλαιη και θα μπορούσε να «σκοντάψει» σε αντεπιχειρήματα του τύπου: το ταλέντο ή το ‘χεις ή δεν το ‘χεις· ή, γιατί να μην έχει ευκαιρία να ασχοληθεί με το θέατρο κι ένας εραστής αυτής της τέχνης, που όμως δεν έχει ιδιαίτερο ταλέντο; Εξ’ άλλου, οι τόσες θεατρικές παραστάσεις κατά τη διάρκεια των σχολικών σπουδών, είναι ήδη μια σπουδαία εμπειρία… ή, βλέπουμε και σπουδαγμένους ηθοποιούς που είναι χάλια… Το ζήτημα της άδειας του επαγγέλματος του ηθοποιού, αν δεν απατώμαι, «απελευθερώθηκε» ουσιαστικά επί Μελίνας, όταν οι καιροί ήταν διαφορετικοί, με λιγότερα θέατρα, λιγότερες Σχολές, λιγότερους ηθοποιούς, σκηνοθέτες, παραγωγούς, θεατρικές σκηνές.
Τώρα, στην εποχή τής έκρηξης της θεατρικής τέχνης, με δεκάδες θέατρα και με σχεδόν 1500 παραστάσεις τον χρόνο, με αμέτρητους πλέον ηθοποιούς στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο, ταλαιπωρημένοι οικονομικά και ανασφάλιστοι από πολλούς παραγωγούς, οι οποίοι τους αντιμετωπίζουν ως άτομα που έχουν εκλάβει την υποκριτική τέχνη σαν ένα απλό… χόμπι, το οποίο το εμφανίζουν, κακοπαιγμένο μάλιστα, στα τηλεοπτικά σήριαλ, το θέμα της άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος τίθεται έντονα και πλέον, ε π ι τ α κ τ ι κ ά.

Για την ιστορία, θυμίζω (και αντιγράφω) πως ο νόμος 1158/1981—ΦΕΚ 127/13-5-1981 περί οργανώσεως και διοικήσεως σχολών Ανωτέρας Καλλιτεχνικής Εκπαιδεύσεως, Κρατικού Βραβείου Θεάτρου και καταργήσεως Αδείας Ασκήσεως Επαγγέλματος Ηθοποιού, αποφασίστηκε τον Μάιο του 1981 με υπογραφή του πρώην υπουργού Ανδρέα Ανδριανόπουλου. Να πούμε και τη λεπτομέρεια πως, επειδή τον Οκτώβριο του ’81 ανέβηκε στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ, με την Μελίνα Μερκούρη στο ΥΠΠΟ, κακώς θεωρήθηκε πως η άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος του ηθοποιού καταργήθηκε από τη Μελίνα. Απλώς, η υπουργός κράτησε αυτή την απόφαση…
Από το 1981 έχουν περάσει 37 ολόκληρα χρόνια! Μέσα σ’ αυτό το διάστημα έγιναν τεράστιες αλλαγές και στο θέατρο με την κατάσταση να είναι παντελώς — ριζικά διαφορετική. Στο θέμα τής θεατρικής εκπαίδευσης, εάν εξαιρέσει κανείς το τμήμα Θεατρολογίας του πανεπιστημίου, όπου όμως δεν διδάσκεται συστηματικά η υποκριτική τέχνη, οι απλές Σχολές είναι πλέον τόσες πολλές ώστε να μπορούν να καλύψουν, αριθμητικά τουλάχιστον, τους ενδιαφερόμενους σπουδαστές.
Εκεί λοιπόν, με τον πλημμελέστατο έλεγχο από το ΥΠΠΟ, οι περισσότερες αναγνωρισμένες από το κράτος Σχολές έχουν γίνει τόποι εμπορίου ελπίδων και ξοδέματος ονείρων… Τόσοι συγγραφείς, τόσα θεατρικά είδη, τόση ιστορία, τόσες ανανεωτικές θεωρήσεις, νέες τεχνολογίες, θεωρητική γνώση των εποχών, των στιλ, των ρευμάτων… Πώς να… στριμωχτούν και να μαθευτούν όλα αυτά σε διάστημα τριών χρόνων;
Το υπάρχον πρόγραμμα της εκπαιδευτικής ύλης στις Σχολές θεάτρου, επαναλαμβάνω, είναι ελλειμματικό και ξεπερασμένο. Το γνωρίζω από πρώτο χέρι γιατί δούλεψα πάνω από δέκα χρόνια στη θεατρική εκπαίδευση και αντιμετώπισα τα προαναφερόμενα προβλήματα με έκπληξη και απορία…

Το ίδιο συμβαίνει και με τα Ωδεία· κεντρικά και περιφερειακά. Παρ’ όλο που το πρόγραμμα σπουδών των Ωδείων διαρκεί (κανονικά) δέκα χρόνια, και εκεί, οι σπουδές και τα συστήματα χωλαίνουν και εξαρτώνται— μόνο και αποκλειστικά — από την συνείδηση και την γνωστική επάρκεια του καθηγητή που θα βρεθεί στο διάβα τού μαθητή… Αυτό όμως δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον κύκλο σπουδών.
Μεγάλες οι ευθύνες των αρμόδιων θεσμικών φορέων. Έχουν προ πολλού απαξιώσει τέτοιου είδους πολιτισμική εκπαίδευση και έλεγχο στα υπό την ευθύνη τους εκπαιδευτικά ιδρύματα, είτε δημοτικά, είτε ιδιωτικά· όσον αφορά την έδρα μουσικής τής Μουσικολογίας και της Θεατρολογίας τού Πανεπιστημίου, δεν είμαι εγώ ο καταλληλότερος που θα ομιλήσει…

Η επαναφορά της άδειας εργασίας του ηθοποιού, σήμερα, ίσως αναζωογονήσει το ελληνικό θέατρο. Ίσως οι τόσες παραπαίουσες Σχολές θεάτρου να αντικατασταθούν από άλλες πιο οργανωμένες ή τουλάχιστον να παραμείνουν όσες δουλεύουν σοβαρά και με προγραμματισμό ο οποίος στοχεύει σε ποιοτικά αποτελέσματα.
Ούτως ή άλλως, το επάγγελμα του ηθοποιού δεν είναι από τα εύκολα και η εύρεση εργασίας με φυσιολογικές συνθήκες (αμοιβή για τις πρόβες, λογικός μισθός, ασφαλιστικά κλπ) είναι δύσκολη και ψυχοφθόρα. Η παράλληλη εργασία των νέων ηθοποιών σε ντελιβεράδες, οικοδόμους, σκόρπια μεροκάματα, συγχρόνως και σε άλλες παραστάσεις, δεν μπορούν να βοηθήσουν ούτε τον ηθοποιό, ούτε την ίδια τη θεατρική τέχνη.
Εάν η άδεια αναβαθμίσει αυτή την τελματωμένη κατάσταση, ας γίνει αύριο κιόλας! Τα ανακλαστικά τής πολιτείας δεν μπορεί να συνεχίζουν να είναι τόσο νωχελικά…
Δεν υποστηρίζω την επαναφορά της άδειας εξασκήσεως επαγγέλματος του ηθοποιού με ενθουσιασμό, επειδή γνωρίζω πως αυτό, αν πραγματοποιηθεί, θα «χτυπήσει» αναπόφευκτα πολλούς άνευ αδείας ηθοποιούς, ακόμα και ταλαντούχους. Θα κλείσουν θεατρικές Σχολές και θα αναστατωθούν οι συντεχνίες και ο κλάδος, αλλά τίποτα δεν γίνεται δίχως να σπάσεις αυγά…

Διαβάστε τη συνέχεια εδώ

Ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας είναι ένας χρυσός Ολυμπιονίκης του φωτορεπορτάζ. Ένας διεθνής Έλληνας που τίμησε τις φωτογραφικές του μηχανές όσο λίγοι στον κόσμο.

Είναι ένα παιδί από την Καισαριανή που λαχτάρησε την «γη της επαγγελίας», την Αμερική μετά τον πόλεμο, και μετά ήρθε μια άλλη Λαχτάρα στη ζωή του: Η φωτογραφία. Του έκανε «κλικ», και ξέχασε την Αμερική.
Έχει τραβήξει χιλιάδες φωτογραφίες αλλά και μόνο για τις τρεις φωτογραφίες με το τανκ της χούντας να εισβάλει στο Πολυτεχνείο θα μπορούσε να μπει στο πάνθεον αυτών που σώζουν την ιστορία και συμβάλλουν στην αποκάλυψη της  αλήθειας.

 

Τον έβλεπα μέχρι τα μέσα της δεκατίας του ’90 που συνταξιοδοτήθηκε να είναι έξω, στους δρόμους που βγαίναμε για ρεπορτάζ.
Οι φωτορεπόρτερ της γενιάς μου τον αγαπούν και τον τίμησαν και τις προάλλες καθώς είχαν γεμίσει τα έδρανα της Παλαιάς Βουλής στην παρουσίαση του βιβλίου του «Ζην επικινδύνως – 40 χρόνια φωτορεπορτάζ» (εκδόσεις Μένανδρος).

Ένας ευγενής άνθρωπος που παρά το γεγονός ότι έχει ζήσει τη φρίκη και την αγωνία του θανάτου σε πολεμικά πεδία σε πολλά σημεία του πλανήτη, όταν τον συναντάς βλέπεις ένα καθάριο βλέμμα γεμάτο λαχτάρα.

Το βιβλίο του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα δεν είναι μόνο ένα φωτογραφικό λεύκωμα. Είναι και αυτό καθώς έχει μερικές εκατοντάδες από τις ιστορικές φωτογραφίες του. Το βιβλίο του είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο με την αξία της προφορικής ιστορίας.
Διηγείται ό,τι έζησε πριν γίνει δημοσιογράφος – γιατι δεν μπορείς να είσαι φωτορεπόρτερ του δικού του βεληνεκούς αν δεν είσαι και πολύ καλός δημοσιογράφος, αλλά και ιστορικά γεγονότα, τεκμηριωμένα με ημερομηνίες και ονόματα.
Έτσι είχε μάθει να δουλεύει. Δεν νοείτω να στείλει φωτογραφία στο Associated Press στη Νέα Υόρκη χωρίς λεζάντες και χωρίς τα ονόματα των πρωταγωνιστών.

Το «Ζην επικινδύνως – 40 χρόνια φωτορεπορτάζ» θα έπρεπε να διδάσκεται σε κάθε σχολή δημοσιογραφίας και φωτογραφίας.
Με αφορμή αυτό το βιβλίο τον συνάντησα ένα απόγευμα και πίνοντας ένα τσάι μιλήσαμε για τη ζωή του φωτορεπόρτερ, φυσικά για την μοιραία βραδιά της 17ης Νοέμβρη και είχα τη χαρά να μου καταθέσει στιγμές που τον σημάδεψαν στη 40χρονη πορεία του.

Η συνέντευξη μας θα μπορούσε να κρατήσει πολλές ώρες γιατί όσο τον έβλεπα όταν μου διηγιόταν τη συναρπαστική του ζωή ένιωθα ένα δέος που λίγες φορές μου έχει συμβεί. Άλλωστε πόσους με πόσους θρύλους μπορείς να πιεις ένα τσάι και να τους ακούς να σου μιλάνε! Γι’ αυτό και τον ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο που μου διέθεσε και την εμπιστοσύνη.

-Όταν κλείνετε τα μάτια σας, το βράδυ, ποια φωτογραφία, ποια εικόνα από τις χιλιάδες που έχετε τραβήξει σας έρχεται στο μυαλό;

Είναι πολύ δύσκολη ερώτηση. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα της δουλειάς υπήρξαν πολλές συγκλονιστικές φωτογραφίες, πάρα πολλές. Γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο να πω ότι θυμάμαι μια συγκεκριμένη.

-Μια εικόνα που δε θέλετε να θυμάστε;

Κι αυτές είναι πολλές. Οι εικόνες που αντίκριζα στη Βυρηττό σε όλη τη δεκαετία του ’70, και στην Αφρική τον εμφύλιο μεταξύ των Χούτου και των Τούτσι, το 1994. Η σφαγή στην Ουγκάντα ήταν τρομερή. Τρομακτικές σκηνές. Δε θέλω να τις σκέφτομαι.

-Έχετε ωφελήσει με τα πορτραίτα σας πολλούς πολιτικούς. Έχουν συμπεριφερθεί με μπέσα; Ή απλώς σας χρησιμοποιούσαν

(γελώντας) Πολιτικός με μπέσα … είναι σα να σου πέφτει το λαχείο. Αλλά μην τους βάλουμε όλους σε ένα τσουβάλι. Υπήρχαν άνθρωποι σοβαροί. Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ανδρέας Παπανδρέου, Χαρίλαος Φλωράκης ήταν από τους ανθρώπους που μπορεί να μην πίστευαν αυτά που έλεγαν αλλά έκαναν τους άλλους να τους πιστεύουν.

Αν το …πάρουμε « ινδιάνικα», τους κλέβατε την ψυχή. Πώς ήταν η κατ΄ ιδίαν συνεργασία μαζί τους;

Σε κάθε συνάντηση έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από όλους. Γνωρίζοντας ότι η φωτογραφία που τους τραβούσα θα πήγαινε μέσω Associated Press σε όλον τον κόσμο, και ως έξυπνοι άνθρωποι μου παρείχαν κάθε ευκολία για να κάνω τη δουλειά μου.

 

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr 

Μετά το «Γάλα», την ιστορική πρώτη παρουσιάσή του στη σκηνή, και την ανάγνωση του βιβλίου δεν διάβασα, ούτε έτυχε να δω κάποια άλλα από τα έργα του Βασίλη Κατσικονούρη μέχρι που ο τίτλος «Καρό παιδιά ριγέ πατεράδες – Ιστορίες από δυο γενιές» (Εκδόσεις Καστανιώτη) ήρθε και με ξεσήκωσε, κι ευτυχώς τον …συνάντησα και πάλι.

Ο Κατσικονούρης  φτιάχνει τον πιο σαγηνευτικό ιστό που μπορεί να παρασύρει έναν ονειροπόλο βιβλιόφιλο. Ιστορίες και λέξεις και με ό,τι γεννούν αυτές – και στην περίπτωση του «Καρό παιδιά ριγέ πατεράδες» γεννούν πολλά – γίνονται ένα απολαυστικό ταξίδι σε δύο παράλληλους κόσμους: Αυτόν του συγγραφέα αλλά και ένα προσωπικό ταξίδι στον δικό μου κόσμο με τις αναμνήσεις, τις απογοητεύσεις, τις προσπάθειες.
Αυτή θεωρώ ότι είναι η μεγάλη αρετή αυτού του βιβλίου.

 Τα διηγήματά του Βασίλη Κατσικονούρη έχουν την πυκνότητα μυθιστορήματος και την ένταση δοκιμίων αλλά με μια απλότητα που τα κάνουν σαγηνευτικά μοναδικά! Αυτή η απλότητα κρύβει …όσα μυστικά μπορεί να αντέξει κάποιος!

 

Ενθουσιασμένος, μετά την ανάγνωση, σας  «συστήνω» τον κύριο Βασίλη  Κατσικονούρη μέσα από τις δικές του απαντήσεις στη συνέντευξη που μου παραχώρησε (και τον ευχαριστώ πολύ για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε!)

-Το βιβλίο σας τελειώνει με την παράγραφο που ξεκινάει: …Αλλά και μήπως γράφουμε μόνο για όσους μπορούν να τα διαβάζουν;  Ίσως, κι ας μην το ξέρουμε, πιο πολύ να γράφουμε για όσους πια δεν μπορούν. Ποια ανάγκη, σάς «κάθισε» πρώτη φορά σε μπροστά σε ένα χαρτί και το γεμίσατε με λέξεις; Σε ποιον απευθυνθήκατε ή απευθύνεστε;

Η λογοτεχνία είναι η απώλεια που γίνεται τέχνη. Αυτό που έγινε και δεν θα ξαναγίνει. Αυτό που χάθηκε και δεν θα ξαναβρεθεί. Με τη λογοτεχνία είναι κάπως σαν να φτιάχνουμε ένα τόπο όπου ξαναανταμώνουμε και συνομιλούμε για λίγο με όσα και όσους χάσαμε. Κι ας μην μας ακούνε, είναι μια παρηγοριά. Το όπιο ενός ευαίσθητου λαού.

Σήμερα τόσα γραπτά μετά, γιατί εξακολουθείτε να γράφετε. Αναζητάτε ή ξορκίζετε;

Αναζητώ την επικοινωνία με τους συνανθρώπους, ξορκίζω τις περιττές διατυπώσεις μεταξύ μας.

Με δύο παιδιά, μάθημα στο σχολείο, συγγραφή. Πώς γεμίζετε τις μπαταρίες του Βασίλη;

Μα, με τα δύο μου παιδιά (και τη μαμά τους), το σχολείο και τη συγγραφή.
Ο. Κ, παίζω και λίγο Pro στο playstation.

Συγγραφή ή διδασκαλία; Πού υπάρχουν κοινά σημεία και πού το ένα μπορεί να γίνει βραχνάς για το άλλο;

Η συγγραφή γίνεται «βραχνάς» σε όλα. Από τη στιγμή που της δοθείς, είσαι λίγο σαν καλόγερος σε κατάσταση αδιάλειπτης προσευχής. Ρίχνει ένα άλλο φως στα πράγματα και στις καταστάσεις της καθημερινότητας. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι γίνεσαι και λίγο αφηρημένος…

Ένα σύγχρονο «trend» είναι τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Δε σας θυμίζουν λίγο τις σχολές χορού, που καταλαβαίνεις τους «αποφοίτους» τους σε μια πίστα αφού δεν χορεύουν αλλά μετράνε (χορεύοντας);

Πολύ ωραία η παρομοίωσή σου. Δεν πιστεύω όμως ότι είναι κανείς τόσο χαζός ώστε να παίρνει τοις μετρητοίς αυτά που λέγονται σ` ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής. Προσωπικά θεωρώ αυτά τα μαθήματα σαν μία κλωτσιά στο κεφάλι για να ξυπνήσει ο συγγραφέας που κοιμάται ή χαζολογάει εκεί μέσα. Αν δεν υπάρχει κανείς τέτοιος εκεί, κάλλιστα μπορείς να ξεσηκώσεις τον αναγνώστη να διεκδικεί τα δικαιώματά του και να έχει τις απαιτήσεις του από ένα κείμενο. Στο κάτω κάτω, η αρχική προϋπόθεση για να γίνει κάποιος  καλός συγγραφέας είναι πρώτα να είναι καλός αναγνώστης.

Πώς εξαργυρώνει ένας συγγραφέας την επιτυχία του;

 

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο Γιάννη Καφάτο και το viewtag.gr

Εκεί που η λογοτεχνία συναντάει το σινεμά, βρίσκεις σκηνοθέτες σαν τον Nuri Bilge Ceylan. Έχει περάσει πάνω από μια βδομάδα που είδα την «Άγρια αχλαδιά», τη νέα ταινία αυτού του εξαιρετικού Τούρκου δημιουργού, που είχα γνωρίσει με το εκπληκτικό «Οι τρείς πίθηκοι» (δέκα χρόνια πριν), και ακόμα την σκέφτομαι.

Μόνο με βιβλία συμβαίνει (τουλάχιστον σε μένα) αυτό, να σε ακολουθούν εβδομάδες, μήνες μετά την ανάγνωσή τους, ελάχιστες ταινίες έχουν αυτή την επίδραση μέσα μου. Η «Άγρια αχλαδιά» είναι μία από αυτές.

 

Το σινεμά του Τζεϊλάν, είναι ιδιόμορφο, δεν απευθύνεται στην πλατιά μάζα των θεατών. Κρίνοντάς το όσο πιο αντικειμενικά μπορώ, αδυνατώ να βρω πολλούς θεατές που θα αφιερώσουν πάνω από 3 ώρες από τον χρόνο τους για να δουν μια αργόσυρτη, στοχαστική ταινία στα Τουρκικά, με άγνωστους ηθοποιούς, χωρίς κανένα γκλάμουρ και εντυπωσιακές σκηνές. Να δουν μια ταινία που σε προκαλεί να σκεφτείς και να βυθιστείς στην ατμόσφαιρά της για τόσο πολύ. Η «Άγρια αχλαδιά» είναι μια ταινία Δημιουργού, μια ταινία που αγγίζει πολλά θέματα. Μπορεί να μην φτάνει το επίπεδο της Τσεχοφικής προηγούμενης ταινίας του Τζεϊλάν, της εμβληματικής «Χειμερία νάρκη», η οποία ήταν ένα πραγματικό αριστούργημα, αλλά είναι έξοχη, γι’ αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία.

Η «Χειμερία νάρκη» εκτυλισσόταν στα εντυπωσιακά τοπία της Καππαδοκίας, η «Άγρια αχλαδιά» διαδραματίζεται στην ευρύτερη περιοχή των Δαρδανελίων, γύρω από την πόλη του Τσανάκαλε με τα αρχαία της Τροίας να δεσπόζουν στην περιοχή.

Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τον Σινάν, έναν νεαρό απόφοιτο του τοπικού πανεπιστημίου, που επιστρέφει στην μικρή του πόλη μετά τις σπουδές του. Ο Σινάν που έλειπε αρκετά χρόνια παρά την μικρή απόσταση που χωρίζει τις δύο πόλεις, βρίσκει την οικογένειά του σε αποσύνθεση, με τον δάσκαλο πατέρα να έχει χάσει τα πάντα από τα χρέη στον τζόγο (ακόμα και το σπίτι τους), την μητέρα του εμφανώς καταρρακωμένη να παρακολουθεί κατατονικά, σαπουνόπερες στην τηλεόραση, την κοπέλα που του άρεσε κάποτε, να παντρεύεται έναν εύπορο άντρα, πολύ μεγαλύτερό τους και την παλιούς του φίλους να του είναι τελείως ξένοι. Την μεγαλύτερη απογοήτευση την εισπράττει από τον πατέρα του, που τον βλέπει αποξενωμένο και καταθλιπτικό που το μόνο που τον ενδιαφέρει πλέον είναι να βρει νερό από ένα παλιό πηγάδι σε ένα κτήμα στο χωριό του.

Ο Σινάν θέλει να γίνει συγγραφέας και να διδάξει σε σχολείο. Προσπαθεί να βρει χρήματα να εκδώσει το βιβλίο που έχει γράψει όπως και να περάσει τις εξετάσεις (κάτι σαν το ΑΣΕΠ) μπας και προσληφθεί σε κάποιο σχολείο έστω και στα βάθη της Ανατολίας. Με τα πολλά καταφέρνει να βγάλει το βιβλίο του με δικά του έξοδα, αλλά αποτυγχάνει πανηγυρικά στις εξετάσεις του. Η αποξένωσή του από την οικογένεια και τοπική επαρχιακή κοινωνία είναι εμφανής, όπως και η ηθελημένη απομόνωσή του. Ξεσπάει μπροστά στη συνειδητοποίηση του αδιέξοδου, εκνευρίζεται, τσακώνεται με όλους και ψάχνει απαντήσεις παντού. Κάνει μεγάλους διαλόγους με μουσουλμάνους ιερείς στο χωριό, θυμώνει με έναν γνωστό συγγραφέα και του τα ψέλνει χωρίς εμφανή λόγο. Είναι ένας άλλος Μερσώ (ο Ξένος του Καμύ) αιχμάλωτος σε έναν αόρατο ιστό της αράχνης, αντιπαθής και μάλλον δυσάρεστος όχι μόνο στους οικείους του, αλλά και σε όποιον συναντάει, ακόμα και στον ίδιο τον θεατή, ο οποίος κάποια στιγμή αισθάνεται άβολα με αυτόν τον ιδιόρρυθμο τύπο, τον μονίμως θυμωμένο και εμφανώς αποπροσανατολισμένο. Το φινάλε πικρό και δραματικό θα τονίσει εμφαντικά το αδιέξοδο του πρωταγωνιστή θυμίζοντάς του ότι δεν μπορεί να αλλάξει τη μοίρα του, κι ότι δεν είμαστε τόσο διαφορετικοί από τους γονείς μας.

Διαβάστε τη συνέχεια εδώ

Συλλαλητήριο και στερεότυπα και η νέα συλλογική συνείδηση

  • Προφανώς ο κόσμος που μαζεύτηκε στο Σύνταγμα έχει τα αιτήματά του και όλα τα δικαιώματα να τα εκφράσει σε μια διαδήλωση, συλλαλητήριο.
  • Με αφορμή το συλλαλητήριο έχουν κυκλοφορήσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πολλά, άλλα χαριτωμένα, άλλα χοντροκομμένα, άλλα άθλια «αστεία» και αφορμή για να γράψω τις παρακάτω γραμμές στάθηκε ένα τέτοιο «κείμενο» ενός υποτιθέμενου χρήστη (προφανώς είναι ψεύτικο προφίλ για να προκαλέσει γέλιο)

 

νέα κοινωνική συνείδηση

  • Ο χρήστης λοιπόν «Οικογενειάρχης» (να ένα στερεότυπο) γράφει: Πολλοί αναρχικοί μπαίνουν  ντυμένοι πατριώτες στα λεωφορεία που φεύγουν για το συλλαλητήριο ώστε να μας σαμποτάρουν. Για να είμαστε σίγουροι ρωτάμε πάντα τον διπλανό μας πώς γράφεται το «συλλαλητήριο» και αν απαντήσει σωστά δεν τον αφήνουμε να επιβιβαστεί.
  • Δεν μπορώ να μην σκάσω στα γέλια διαβάζοντας την ανάρτηση αυτή. Προφανώς είναι ψεύτικη, το ξαναλέω. Έχει όμως περάσει στα σόσιαλ μίντια χιλιάδων χρηστών και πλέον είναι μια πραγματικότητα.
  • Γέλασα μέχρι δακρύων όταν τη διάβασα. Είναι πολύ μαύρο χιούμορ που αναπαράγει το στερεότυπο ότι οι πατριώτες είναι αγράμματοι. Ναι αλλά αυτό δεν είναι σωστό.
  • Αγράμματους σε κακουργηματικό βαθμό (κι αυτό είναι αστείο για να μην παρεξηγηθούμε) θεωρεί πολύς κόσμος τους χρυσαυγίτες.
  • Ας μην παραδώσουμε λοιπόν αυτούς που θεωρούν τον εαυτό τους πατριώτες, και που δεν έχουν σχέση με τους ευκαιριακούς «πατριώτες» στους φασίστες!
  • Επίσης γιατί θεωρούμε τους αναρχικούς de facto εγγράμματους;
  • Το πρώτο στερεότυπο που βλέπεις στην ανάρτηση είναι το όνομα του χρήστη: Οικογενειάρχης! Τι θέλει να μας πει ο… ποιητής; Εμπιστέψου αυτόν που υπογράφει γιατί δεν είναι κανένας «άπλυτος» , μοναχικός, άτεκνος. Είναι οικογενειάρχης, αρά εμπεδωμένα στυλοβάτης της κοινωνίας.

  • Γελάω λοιπόν με την δηκτικότητα του τύπου ή της τύπισσας που σκέφτηκε αυτό το όνομα χρήστη και φυσικά την υπόλοιπη ανάρτηση.
  • Σε 30 λέξεις (και λίγο παραπάνω) καταφέρνει να: κάνει πλάκα, και να μας δώσει ανάγλυφα μια συλλογική «εικόνα» για δύο κατηγορίες πολιτών. Μια «εικόνα» που έχει περάσει στη συλλογική συνείδηση μέσα από κείμενα, άρθρα, και φυσικά αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Διαβάστε το υπόλοιπο άρθρο του Γιάννη Καφάτου στο viewtag.gr

popolaros banner

popolaros banner

lisasmeni mpalarina

Video

 

sample banner

Ροή Ειδήσεων

 

τέχνες PLUS

 

Ποιοι Είμαστε

Το Texnes-plus προέκυψε από τη μεγάλη μας αγάπη, που αγγίζει τα όρια της μανίας, για το θέατρο. Είναι ένας ιστότοπος στον οποίο θα γίνει προσπάθεια να ιδωθούν όλες οι texnes μέσα από την οπτική του θεάτρου. Στόχος η πολύπλευρη και σφαιρική ενημέρωση του κοινού για όλα τα θεατρικά δρώμενα στην Αθήνα και όχι μόνο… Διαβάστε Περισσότερα...

Newsletter

Για να μένετε ενημερωμένοι με τα τελευταία νέα του texnes-plus.gr

Επικοινωνία