Γνωριστήκαμε σε άσχετο περιβάλλον με το striptease και προφανώς έμεινα με το στόμα ανοιχτό όταν μου είπε τι δουλειά κάνει.
Διαβάστε τη συνέντευξη εδώ
Το 2017 διάβασα πολλά και ξεχωριστά βιβλία, για πολλά από αυτά σας είπα και τη γνώμη μου, είτε συνομίλησα με τους συγγραφείς τους.
Αντί μιας ακόμη «λίστας» για το 2017 εδώ και πολύ καιρό προσπάθησα να συγκεντρώσω τα αγαπημένα βιβλία που διάβασαν οι άνθρωποι που … διαλέγουν βιβλία για εμάς, τους αναγνώστες.
Πριν σας παρουσιάσω τους φίλους που μπήκαν στον κόπο προχριστουγεννιάτικα, που η εκδοτική κίνηση κορυφώνεται, να ασχοληθούν και να μας γράψουν δύο κουβέντες, θέλω να τους ευχαριστήσω πολύ για την συμμετοχή τους, αλλά και για όλη τη δουλειά που κάνουν με τους συνεργάτες τους ώστε να φτάνουν στα χέρια μας βιβλία με ποιότητα και αισθητική.
Η παρουσίαση γίνεται αλφαβητικά με την ονομασία του εκδοτικού οίκου, οπότε ξεκινάμε..
Διαβάστε τις επιλογές των εκδοτών στο viewtag.gr
Τα έφερε έτσι η ροή των γεγονότων και θα είναι το τελευταίο βιβλίο για το οποίο θα γράψω δύο κουβέντες για το 2017. Ομοίως και η συνέντευξη με τον συγγραφέα του, Νίκο Ξένιο.
Μια γραφή που ξεχωρίζει για την αμεσότητα της, δύο ιστορίες τόσο «ξένες» φαινομενικά μεταξύ τους, αλλά και σε εμάς, που είμαστε στον βολικό καναπέ μας και διαβάζουμε, όσο και οικείες τελικά αλληλεπιδρούν με έναν έξοχο τρόπο και δημιουργούν μια μοναδική ατμόσφαιρα σε ένα συναρπαστικό «μίνι» μυθιστόρημα.
Λέω «μίνι» λόγω της μικρής έκτασης. Μπαίνοντας όμως στις σελίδες του ένας στιβαρός μυθιστορηματικός κόσμος και λόγος προβάλλει και παρασύρει και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη.
Η ιστορία των προσφύγων του σήμερα «ακούει» γύρω από τη φωτιά την ιστορία της Πριγκίπισσας Μερσούδας, που εκτυλίσσεται στον 16 αιώνα και έχουν και οι δύο έναν κοινό παρανομαστή: Τον κατατρεγμό.
Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη εδώ.
Μέχρι πού μπορείς να φτάσεις για να κάνεις τα όνειρά σου πραγματικότητα; Πόσο ανθρωποφάγος μπορεί να γίνει ένας έρωτας;
Ο Σωτάκης έχει γράψει ένα τίμιο βιβλίο. Ένας κανίβαλος τρώει έναν Ρουμάνο. Αυτό που λέει στον τίτλο συμβαίνει, δεν σου λέω κάτι για να χαλάσω την ιστορία. Το μυθιστόρημα είναι ένα μεγάλο ψυχογράφημα, χωρίς διδακτισμούς, χωρίς ενοχές για το πού μπορεί να φτάσει κάποιος για να βρει την ευτυχία του, όπως την φαντάζεται.
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη στο viewtag.gr
Όταν λοιπόν ο Παύλος Παπαχριστοφίλου ανακοίνωσε ότι «επιστρέφουμε» αμέσως μου γεννήθηκε η ανάγκη να τον γνωρίσω.
Η εγκάρδια κουβέντα έγινε αυτή η συνέντευξη, που ακολουθεί.Προσωπικά μου έλυσε κάποιες απορίες και ως φανατικού αναγνώστη μου δημιούργησε την προσμονή για νέες βιβλιοφιλικές περιπέτειες.
Γιατί τώρα τα Ελληνικά Γράμματα;
Το 2010 που μπήκε το λουκέτο, έδωσα μια υπόσχεση στο αναγνωστικό κοινό ότι “τα Ελληνικά Γράμματα Δεν είπαν την τελευταία τους λέξη”. Ως εκ τούτου ήμουν υποχρεωμένος να τηρήσω τον λόγο μου.
Τα Ελληνικά Γράμματα έχουν μια πολύ μακρά ιστορία. Ιδρύθηκαν το 1957 από τον συχωρεμένο τον πατέρα μου. Στη συνέχεια αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα και μεσουράνησαν τη δεκαετία του 1990 και του 2000. Τότε συνεργάστηκα με τον ΔΟΛ που εξαγόρασε ένα ποσοστό της εταιρείας, εν συνεχεία το 2007 με διάφορες πιέσεις που δέχτηκα εκείνα τα χρόνια αναγκάστηκα να αποχωρήσω από τα Ελληνικά Γράμματα και το 2010 ο ΔΟΛ που είχε πλέον το 100% της εταιρείας, έκλεισε τις εκδόσεις. Έτσι 7 χρόνια αργότερα επιστρέφουμε!
Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr
Η σφραγίδα του Κώστα Καζάκου (σκηνοθέτη) είναι έντονη στη διδασκαλία των ηθοποιών και το στήσιμο της παράστασης.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης στο έργο “Ο Δρόμος περνά από μέσα” στήνει ένα στρατευμένο έργο για έναν κόσμο που κατρρέει.
Καταρρέει η μεγαλοαστική τάξη, αλλά παρασέρνει στην παθογένειά της και τον ήρωα μικροαστό καταφερτζή κι εν τέλει μικροαπατεώνα.
Με στιβαρούς χαρακτήρες που παλεύουν να διατηρήσουν ότι χάνουν, αλλά και με έναν διδακτισμό, που γίνεται ακόμη πιο έντονος μέσα από τη σκηνοθεσία του Κώστα Καζάκου.
Ένα κείμενο εξαιρετικό, απαιτητικό, που φλερτάρει με την τραγωδία, και το πικρό χιούμορ. Μέτρο σε όλα τα στοιχεία και έναν ρυθμό που ξεκινάει από τη ραθυμία και καταλήγει σε ένα συναισθηματικό ποδοβολητό.
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr
Γνώρισα πιτσιρικάς στο Παρίσι έναν βρετανό γίγαντα της μουσικής λίγο μετά την απόφαση του να αφήσει πίσω του το κεφάλαιο των Police. Καινούρια δουλειά εκείνες τις μέρες και παγκόσμια κυκλοφορία της για τον πασίγνωστο αρχηγό των «Πολίς», τον Στινγκ, σε συνδυασμό με μια σειρά εμφανίσεων του σε Ευρώπη, Αμερική και Ιαπωνία. Το ξεκίνημα της παγκόσμιας αυτής περιοδείας έγινε με μια εβδομάδα εμφανίσεων του με το συγκρότημά του στο θέατρο Μογκαντόρ στην πρωτεύουσα της Γαλλίας.
Μάιος στο Παρίσι με τον Sting να καταφέρνει να ισορροπεί το χρόνο του ανάμεσα στον κινηματογράφο και τη μουσική. Με σπουδές ψυχολογίας και την ικανότητα να γνωρίζει τη «συνύπαρξη» του Καλού και του Κακού. Μια γνώση που τον βοηθάει – λέει – τόσο στη σκηνή όσο και στη ζωή του γενικότερα.
Τον είδα και εντυπωσιάστηκα. Ήταν αποφασισμένος να βάλει κάποια ονοματάκια της σειράς που βαφτίστηκαν από κάποιους σούπερσταρ… να περάσουν απλά στο περιθώριο.
Τον είχα δει με τους Police για πρώτη φορά στο Σπόρτινγ πριν από πολλά χρόνια σε εκείνη την τεράστια από πλευράς επιτυχίας για τα Αθηναϊκά δεδομένα εμφάνιση τους που μπορεί να είχε άθλιο ήχο αλλά χαρακτηρίστηκε από απίστευτο ενθουσιασμό.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 80, λοιπόν, στα πρώτα του σόλο βήματα είχα τη τύχη να απολαύσω δύο συναυλίες του στο Παρίσι. Για να ευλογήσω τα γένια μου ήταν η πρώτη συνέντευξη του σε ελληνικό περιοδικό.
Όταν του έδειξα ένα εξώφυλλο που του είχαμε κάνει στο περιοδικό Και έδειξε λες και δεν πίστευε στα μάτια του.
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ στο viewtag.gr.
Ο συγγραφέας, χάρη και στην άριστη μετάφραση της κυρίας Φωτεινής Ζερβού, μας μεταφέρει το ζοφερό περιβάλλον που κινούνται οι ήρωές του. Και με τον ίδιο έξοχο τρόπο μας μεταφέρει στον δαιδαλώδη ψυχισμό του ήρωά του, του αστυνόμου Λουίτζι Αλφρέντο Ριτσιάρντι. Ένας άνθρωπος με υψηλή αίσθηση του καθήκοντος, απόμακρος, και «κακό σπυρί» για τους ανωτέρους του.
Ο Ιταλός συγγραφέας τολμάει κάτι που κατά τη γνώμη μου του «βγαίνει». Παίζει με τη μεταφυσική. Ένα προνομιακό πεδίο των νοτιοαμερικάνων συγγραφέων, αλλά όπως σας είπα του «βγαίνει». Ένας βασανισμένος άνθρωπος όπως είναι ο αστυνόμος Ριτσιάρντι έχει το δικό του τρόπο να «μιλάει» με τα νεκρά θύματα βίαιων ενεργειών.
Παρ’ όλα αυτά δεν είναι ένας απόμακρος σούπερ- ήρωας. Είναι ένας πονεμένος άνθρωπος με δημοκρατικές αρχές σε μια χώρα που παραλληρεί υπέρ του φασισμού του Ντούτσε με έδρα τη Νάπολη.
Δύσκολο παζλ για να επιβιώσει – κυρίως στην αστυνομία.
Όταν μάλιστα το θύμα της δολοφονίας που πρέπει να εξιχνιάσει είναι ο διάσημος τενόρος, Αρνάλντο Βέτσι – μια μοναδική φωνή επενδεδυμένη από έναν άθλιο χαρακτήρα, που εκτός όλων των άλλων είναι και φίλος του Ντούτσε – τότε τα πράγματα είναι δύσκολα, πολύ δύσκολα για τον ίδιο.
Ήδη είπα πολλά, αφού δεν συνηθίζω να γράφω για την υπόθεση ή την πλοκή του βιβλίου που παρουσιάζω. Με ενδιαφέρει η …αίσθηση!
Το βιβλίο του Ντε Τζοβάνι «Η Αίσθηση του πόνου» είναι αστυνομικό, βαθύτατα υπαρξιακό με έναν ιδιοφυή ρεαλισμό και κυρίως με έναν ουμανισμό που διατρέχει τις σελίδες του.
Ήταν μια καλή ευκαιρία για να γνωρίσουμε τον άνθρωπο που μας το «σύστησε». Η μεταφράστρια, Φωτεινή Ζερβού, έχει αποδώσει τόσο δυνατά τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των ηρώων του βιβλίου, αλλά και τις εικόνες που έχει φανταστεί ο συγγραφέας.
Με αφορμή τον Ντε Τζοβάννι, η κουβέντα μας πήγε και στη δουλειά της.
Υπάρχει μυστικό για μια καλή μετάφραση;
Πιστεύω ότι δεν υπάρχει κάποιο μυστικό, απλά όταν αγαπάς τη δουλειά σου και προσπαθείς συνεχώς να βελτιωθείς το αποτέλεσμα σίγουρα θα είναι καλό. Βέβαια οι γνώσεις και η πείρα παίζουν σημαντικό ρόλο όπως συμβαίνει σε όλα τα επαγγέλματα άλλωστε.
Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr
Τα «παιδιά», η παρέα που παρουσιάζει η συγγραφέας είχαν όνειρα που τα εκπλήρωσαν, τα έζησαν, τα τσαλαπάτησαν αλλά στο τέλος τη λύση – όπως ξέρουμε – τη δίνει η ζωή. Κι έτσι μέσα στην κρίση όλα άλλαξαν.
Και για να αντέξουν πρέπει να αλλάξουν κι αυτοί. Οι ήρωες του βιβλίου της Κολλάρου αντιμετωπίζουν μιια συνεχή αναμέτρηση με τους ίδιους τους τους εαυτούς.
Η αυτοκτονία της ψυχής της παρέας γίνεται ο καταλύτης για μια βαθιά βουτιά στα προηγούμενα με στόχο να αντιμετωπίσουν το αδυσώπητο αύριο.
Το βιβλίο της Ιφιγένειας Κολλάρου είναι η ελεγεία μια γενιάς που χάθηκε μαζί τον ερχομό της κρίσης.
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr
Συνήθως, οι βολές προς τραγουδιστές-συνθέτες κλπ αποφεύγονται, ώστε να μη δημιουργούνται μεταξύ μας κόντρες, αντιπάθειες και εμπλοκές. Απέναντί μας, μη ξεχνάμε, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που μάς παρακολουθεί και του αρέσει να σχολιάζει…
Διαβάστε ολόκληρο ο κείμενο του Νότη Μαυρουδή στο viewtag.gr
Οι τέσσερις ήρωές του είναι όλοι οι νέοι άνθρωποι, σε όλον τον κόσμο, που τα όνειρά τους μπαίνουν στη μέγγενη της «κανονικότητας».
Το βιβλίο είναι γραμμένο με έναν αριστοτεχνικό τρόπο: Δυνατός λόγος, κινηματογραφική λογική. Βλέπεις το κάθε γεγονός μέσα από το υποκειμενικό πλάνο – όπως το αντιλαμβάνεται και το βιώνει ο κάθε ήρωας. Λεπτομέρειες φωτίζονται σαν από strobo lights.
Ο ρυθμός φρενήρης, τα συναισθήματα ξεχειλίζουν. Η μετάφραση του Κώστα Αθανασίου είναι έξοχη.
Το «Καρφίτσες στην Άμμο» θα μπορούσε να γίνει το My own Private Idaho, και το Stand By Me με άρωμα Trainspotting της εποχής μας. Ένας θρήνος για τη χαμένη νεότητα.
Με αυτά στο μυαλό μου, αλλά και τις εικόνες της Λίμα που είχα την ευκαιρία να δω με τα μάτια μου, πριν από πολλά χρόνια, έκανα μια κουβέντα με τον Σαντιάγο Ρονκαλιόλο για να γνωρίσω καλύτερα έναν εξαιρετικό, πολιτικό εν τέλει , συγγραφέα.
Τι κάνει σήμερα τους νέους ανθρώπους να αισθάνονται σαν «καρφίτσες στην άμμο», στο Περού και την Ευρώπη;
Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr
Η Έρη Ρίτσου στο βιβλίο της «Ο νεκρός δολοφονήθηκε» (Εκδόσεις Κέδρος) δεν γράφει απλώς ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με μια κοινωνική ματιά – όπως συνηθίζεται με επιτυχία πολλές φορές στην αστυνομική λογοτεχνία.
Το βιβλίο της Έρης Ρίτσου είναι μια κατάθεση ψυχής – ναι είναι λίγο κλισέ η φράση – ένα «αχ» για τον τρόπο που αντιλαμβάνεται όλα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα της κρίσης: Οικονομικής, πολιτικής, αισθητικής. Και μια άποψη γι' αυτά.
Η Ρίτσου έγραψε ένα πολιτικό βιβλίο με τη φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος και καταφέρνει να κερδίσει και τον φανατικό της αστυνομικής λογοτεχνίας – απαιτητικοί αυτοί οι αναγνώστες – αλλά και τον λάτρη της καλής λογοτεχνίας που κοιτάζει πώς οι λέξεις συνθέτουν έναν πίνακα ζωγραφικής που δεν τον απολαμβάνεις κοιτώντας αλλά διαβάζοντάς το.
Να μια καλή αφορμή για να γνωρίσω μια γυναίκα που γεύτηκε την αγάπη και την φροντίδα του αγαπημένου ποιητή Γιάννη Ρίτσου.
Ζει στη Σάμο, κι έτσι η επαφή μας έγινε κατ’ αρχήν τηλεφωνικώς. Μια ζεστή φωνή, γεμάτη αμεσότητα και ευγένεια.
Μιλήσαμε λίγο αλλά μου είπε πολλά! Κι έτσι προέκυψε αυτή κουβέντα – συνέντευξη.
Θα επαναλάβω ότι αποφεύγω να μιλάω για την υπόθεση του βιβλίου που μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Σημασία έχει η αίσθηση.
Ένα βιβλίο σε κερδίζει όταν σε «αρπάξει» και σε πάρει μαζί του. Στο λίγο χρόνο που διαθέτουμε πια όλοι οι πολυάσχολοι, ένα καλό βιβλίο μπορεί να κάνει εκείνα τα μαγικά που χρειάζεται η καθημερινότητα αλλά δεν υπάρχουν πια, στην εποχή που τα πάντα έχουν μετατραπεί σε «απλικέισο»!
Νομίζω ότι η συζήτηση με την κυρία Ρίτσου, θα ξεκαθαρίσει λίγα πράγματα για την υπόθεση – αν είναι αυτό που χρειάζεται ως έναυσμα κάποιος – αλλά η κουβέντα μας ξεστρατίζει ή μάλλον βαδίζει σε μονοπάτια που όλοι λίγο-πολύ έχουμε σκεφτεί.
Όσο ετοίμαζα την συνέντευξη είχα μεγάλο δισταγμό: Να την ρωτήσω κάτι για τον Ρίτσο, τον πατέρα της; Η οικειότητα που σου ανέφερα νίκησε τους δισταγμούς … ας αφήσω όμως τη δική μου πολυλογία και ιδου: Η κυρία Έρη Ρίτσου σε μια κουβέντα με αφορμή τον «νεκρό που δολοφονήθηκε».
Θα ξεκινήσω από εκεί που άρχισε η τηλεφωνική μας επικοινωνία. «Ήθελα να πω τον πόνο μου και μου βγήκε αστυνομικίζον – αστυνομικό βιβλίο». Ποιος είναι ο πόνος σας σήμερα;
Αυτός που είναι και όλων σ’ αυτή τη χώρα, νομίζω. Η διάλυσή της. Το «κατάντημα», όπως λένε, και η μη διαφαινόμενη προοπτική του να ξεφύγουμε απ’ αυτό. Η κρίση διαρκείας, που για την αντιμετώπισή της η εκάστοτε κυβέρνηση με την πολιτική της φτωχοποιεί όλο και μεγαλύτερες μερίδες του πληθυσμού, κάνει πια τους φτωχούς άπορους σωρεύει όμως πλούτο στα χέρια αυτών που ήδη τον είχαν, ξεπουλάει όλη την κρατική περιουσία καθιστώντας έτσι τους Έλληνες πολλαπλά φτωχούς, αυξάνοντας ολοένα τις περιπτώσεις αυτοκτονίας και φυσικά τη μετανάστευση των νέων. Μέσα λοιπόν από το αστυνομικό μου περνάνε στο βάθος τέτοια θέματα και μαζί με την αναζήτηση της λύσης του μυστηρίου που περιβάλλει τον θάνατο του ανθρώπου που βρέθηκε νεκρός , κάτω από περίεργες συνθήκες, σε μια ερημική περιοχή ενός νησιού, οι ήρωές μου μιλούν για όλα τα θέματα που τους απασχολούν: για το ασφαλιστικό, για τις περικοπές συντάξεων, για τους πρόσφυγες, για την άνοδο του φασισμού, για τη μετανάστευση.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΕΔΩ στο viewtag.gr
Είμαι πολύ περήφανος για το δημόσιο σχολείο που φοιτούν τα παιδιά μου.
Το 1ο Δημοτικό Παλαιού Φαλήρου πάντα βρίσκει τρόπους να μας εκπλήσσει, να μας συγκινεί και να μας γεμίζει περηφάνια.
Φέτος η γιορτή του σχολείου, για το τέλος της σχολικής χρονιάς ήταν ένα μεγάλο πανηγύρι 27 διαφορετικών πολιτισμών.
Παιδιά από 27 διαφορετικές χώρες φοιτούν παρέα. Μπορεί η μαμά ή ο μπαμπάς, ή και οι δύο να μιλάνε και άλλη γλώσσα, να γεννήθηκαν αλλού. Τα παιδιά μας όμως είναι συμμαθητές.
Κάθονται στα ίδια θρανία, γελάνε, παίζουν, μαλώνουν, φιλιώνουν. Ό,τι κάνουν τα παιδιά δηλαδή.
Η γιορτή του σχολείου ήταν μια γιορτή για να τιμηθούν όλες οι χώρες –δεύτερες πατρίδες – των παιδιών.
Γνωρίσαμε τις 27 πατρίδες, γευτήκαμε τις παραδοσιακές τους γεύσεις, ήπιαμε τα ποτά τους, είδαμε φωτογραφίες, ενημερωτικό υλικό. Είδαμε χορούς με παραδοσιακές στολές, ακούσαμε μπαμπάδες σε τραγούδια που μπορεί να μην καταλαβαίναμε τα λόγια τους αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία.
Καμαρώσαμε τα παιδιά μας.
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr
«Εγώ που λες αγόρι μου, είμαι παλιά πουτάνα. Ιστορική, του μουσείου. Για να καταλάβεις, έχω πάει μέχρι με τον Καρυωτάκη».
Έτσι ξεκινάει η «Ρένα» την αφήγηση της ζωής της, σε μια Ελλάδα που σπαράσσεται, αλλάζει, πονάει, πέφτει, σηκώνεται, σιωπά, κραυγάζει!
Ο Αύγουστος Κορτώ, όπως έχω ξαναγράψει, είναι ένας εραστής της γραφής και των βιβλίων. Υπήρξε κάποτε εργάτης σε αποθήκη εκδοτικού οίκου για να είναι μέσα στο χώρο που λατρεύει. Είναι πολυγραφότατος, (το πρώτο του βιβλίο ήταν μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο "Το βιβλίο των βίτσιων" και εκδόθηκε από τον "Εξάντα" το 1999) πολύ καλός μεταφραστής και έχει επιλέξει να εκτίθεται καθημερινά στο κοινό της μεγάλης «πλατείας του χωριού» που είναι το Facebook. (και μιλάμε για το θέμα στην κουβέντα που κάναμε!)
Αυτά δεν τα λέω ως απόδειξη του πόσο καλός συγγραφέας είναι.
Κατά τη γνώμη μου είναι πολύ καλός γραφιάς – ίσως ο καλύτερος της γενιάς του – που έχει δοκιμάσει διαφορετικές γραφές και στήνει ωραίες εικόνες και σκηνικά μέσα στα οποία βάζει τους ήρωές του. Το παιχνίδι με τις λέξεις που σκαρώνει φαίνεται ότι τον ευχαριστεί – όπως ένα μικρό παιδί ευχαριστιέται τα παιχνίδια του – κι αυτό κάνει πάντα την ανάγνωση των βιβλίων του μια απόλαυση.
Ο Κορτώ δοκιμάζει την «Ρένα» του σχεδόν σε όλα τα συναισθήματα που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας άνθρωπος και μας δίνει τροφή για σκέψη.
Δεν μου αρέσει να μιλάω για την υπόθεση βιβλίων που παρουσιάζω. Όμως ένα θα σου πω: Η «Ρένα» όσο προχωρούσα και απολάμβανα την ανάγνωσή της, στα μάτια μου έγινε μία εκδοχή του «Φόρεστ Γκαμπ». Είδε «τα πάντα» (δημοσιογραφική υπερβολή) και έζησε πολλά και βγήκε αλώβητη (;).
Το μυθιστόρημα αυτό είναι ό,τι πρέπει για μια συναρπαστική ταινία! – Αλλά αυτό είναι στο δικό μου μυαλό.
Ένα καλό βιβλίο είναι πάντα αφορμή για μια κουβέντα με τον συγγραφέα του, οπότε σας «παραδίδω» τον Αύγουστο Κορτώ και την μικρή μας κουβέντα
Είναι η «Ρένα» σου η ελληνίδα «Φόρεστ Γκαμπ»;
Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag
Όταν πρωτοάκουσα τον στίχο: «Και με κοίταζες λες κι ήμουν Atari, που βρήκες έπειτα από χρόνια στο πατάρι…» χαμογέλασα, θυμήθηκα ότι ποτέ δεν είχα – αλλά ευτυχώς είχαν φίλοι που μου ήρθαν στο μυαλό και κάτι μεσημέρια μετά από το σχολείο με τα μπλιμπλίκια (που φωνάζανε οι μανάδες μας).
Χαμογέλασα.
Το άκουγα συνέχεια, το έπαιζα στην εκπομπή στον trollradio.gr, έκανα εικόνες ό,τι έλεγε. Σε κάποιους που είπαν «μα είναι πολύ χαζοχαρούμενο» τους κατατρόπωσα με επιχειρήματα. Δεν ξέρω αν τους έπεισα, αλλά θέλει μαγκιά να κάνεις μια χυλόπιτα ένα εθιστικό ρυθμό και χαρά.
Έτσι ανακάλυψα λοιπόν τον καλλιτέχνη Δημήτρη Σαμόλη και περίμενα πώς και πώς να κυκλοφορήσει το άλμπουμ «Ένα σύμπαν στα μέτρα σου».
Ήρθε και το κομμάτι «Λέων με Κριό», δεν κατάφερα να πάω στο θέατρο να τον δω (ακόμη) αλλά μόλις πήρα το άλμπουμ στα χέρια μου άρχισα να το ακούω και να ταξιδεύω. Σε γειτονιές της Αθήνας, σε πόλεις της Ελλάδας, με Αερόστατο. Σκέφτηκα αυτά που ήθελα και δεν έκανα, αλλά χωρίς να παίρνει από κάτω. Αισιόδοξα, γιατί εδώ είμαστε και συνεχίζουμε.
Ο Δημήτρης Σαμόλης έχει καταφέρει να φτιάξει ένα σύμπαν που δεν διαφέρει από το δικό σου και το δικό μου, απλώς – και αυτό δεν σημαίνει απλοϊκά ή επιφανειακά – έχει κάνει αυτό το σύμπαν φωτεινό, αισιόδοξο και με μια δυναμική.
Ακούω τον δίσκο και μου φτιάχνει η διάθεση, μουρμουράω τα λόγια του και στο μυαλό μου σχηματίζονται πολύχρωμα σκηνικά και ένας κόσμος ανεκτικός, σαν αυτόν που θα ήθελα να αποτελεί την καθημερινότητά μου!
Διαβάστε τη συνέντευξη στο viewtag.gr
Είναι Πέμπτη απόγευμα, το ραντεβού για τις επτά. Έφτασα στου Ψυρρή νωρίτερα και μια βόλτα στα σοκάκια της πόλης είναι πάντα μια βαθιά ανάσα χαλάρωσης αλλά με βοηθάει να αδειάζω και να γεμίζω το μυαλό μου. Περπατούσα χωρίς πρόγραμμα. Άλλωστε θα πήγαινα σε ένα σεμινάριο αυτοσχεδιασμού. Ούτε ήξερα τι θα κάνω κι είχα επιλέξει να μην το ψάξω. Αυτόματα αποφάσισα να το κάνω πριν κάνω τη συνέντευξη με τον ιδρυτή του Improvibe στην Αθήνα.
Αυτοσχεδιάζοντας διαδρομές έφτασα και πάλι στην Λεπενιώτου, στο νούμερο 8, έξω από ένα μικρό, από εκείνα τα κτίρια-διαμαντάκια που λεω όταν τα βλέπω: γιατί να μην το είχε ο παππούς μου ως βιοτεχνία κάποτε εδώ…
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr
Είναι μερικά χρόνια που γνώρισα την Χίλντα Παπαδημητρίου από κοντά με αφορμή το πρώτο της βιβλίο: «Για μια χούφτα Βινύλια» (Μεταίχμιο, 2011). Τώρα η Χίλντα είναι στο τρίτο της βιβλίο, παραμένει ερωτευμένη με τη μουσική και τα βιβλία, και μας παρέδωσε το αστυνομικό μυθιστόρημα «Η συχνότητα του Θανάτου» (Μεταίχμιο) .
Στη «Συχνότητα του Θανάτου», της Χίλντας Παπαδημητρίου η αγάπη της για τη μουσική είναι διάχυτη. Δυνατή πλοκή, αληθινοί χαρακτήρες, μεστή δομή (χωρίς τους «κρυμμένους άσσους» που δείχνουν ότι κάπου στο δρόμο κάτι δεν κόλλησε και έπρεπε με ένα τρικ να ολοκληρωθεί η ιστορία), αγωνία του κλασικού νουάρ – ναι έκανε την πόλη μας ένα υπέροχο σκηνικό και πολύ μουσική, συγκίνηση και κάθαρση!
«Η συχνότητα του Θανάτου» είναι μια αστυνομική ιστορία, αλλά και μια καταγραφή του χάρτη των αγαπημένων μας FM, του ραδιοφώνου δηλαδή.
Είναι και ένα αδιάκοπο σουλάτσο σε μια πόλη με ανθρώπους που καταρρέουν – μάλλον και η πόλη καταρρέει αλλά αυτή έχει ακόμη έρμα και την κρατάει κάπως – είναι το βαρύ «αχ» των ηρώων της. Ένα «Αχ» που λέμε όταν όλα αλλάζουν κι εμείς δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Ή δεν φροντίσαμε να είμαστε εκεί που έπρεπε, όπως έπρεπε να ώστε να μην φτάσουν κάπου τα πράγματα. Αλλά, από την άλλη, σε έναν κόσμο που αλλάζει ρημαζόμενος τι να πρωτοπρολάβεις να κάνεις…
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr