Στις μέρες μας που η τεχνολογία τρέχει με χίλια δεν προλαβαίνουμε να μάθουμε καλά καλά το ένα gadget και η σκυτάλη περνάει γρήγορα στο επόμενο κομψοτέχνημα.
Θυμάμαι τώρα μια περίοδο που όλοι είχαν μπει στο τριπάκι με τις mini dv κάμερες και αίφνης προέκυψε η κάμερα που γράφει κατευθείαν dvd.
Η ακόμη μια άλλη εποχή που τα Dual Disc είχαν αρχίσει να γίνονται το νέο κόλπο απόλαυσης της μουσικής
Δίσκοι διπλής όψεως, που από τη μια πλευρά παίζουν σαν κανονικά cd και από την άλλη σαν dvd…τους έβλεπες προ ετών και έλεγες τι άλλο με περιμένει…Μέχρι το επόμενο κολπάκι μέχρι την επόμενη πρωτοτυπία που θα σου κλείσει το μάτι στη γωνία..
Σήμερα λοιπόν που ακόμη είμαστε στο ξεκίνημα εμπειριών που θα ζήσουμε αναπολούμε στοιχεία που δεν θα ξανάρθουν ποτέ. Θυμάμαι τη χρονιά του 2005 όταν τα album με αναβαθμισμένη ποιότητα ήχου που είναι συνήθως Surround άρχισαν να αντικαθιστούν σε παγκόσμια κλίμακα τα θεωρούμενα πλέον παραδοσιακά audio cd.
Φανταστείτε εδώ λοιπόν το σκηνικό στη δεκαετία του 80. Κλείστε τα μάτια και ονειρευτείτε.
Ένα νέο εύρημα έχει εισβάλει στη ζωή καθενός και σταδιακά είχε αρχίσει να παίρνει διαστάσεις φαινομένου. WALKMAN κυρίες και κύριοι.
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr
Οι punk χορεύουν στο Λυκαβηττό με τον Μιχάλη Μενιδιάτη.
Τα αντάρτικα και τα επαναστατικά περνούν σιγά σιγά στο περιθώριο.
Ο Νταλάρας μαζεύει 160 χιλιάδες κόσμου σε δύο συνεχόμενες συναυλίες που κάνει στο ΟΑΚΑ.
Η βιομηχανία παραγωγής βιντεοκασετών που έχει έρθει ως συνέχεια του πάλαι ποτέ λαμπρού ελληνικού σινεμά κυριαρχεί.
Δεκάδες φτηνές παραγωγές έρχονται στην επιφάνεια.
Μια νέα γενιά ηθοποιών επιχειρεί να αλλάξει το σκηνικό.
Τα πρωτοσέλιδα έχουν θέμα
Ο Βλάσσης Μπονάτσος είναι ζευγάρι με την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Ο Νίκος Καρβέλας νυμφεύεται την Άννα Βίσση.
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr
Οι εορταστικές ετοιμασίες αρχίζουν πλέον από πολύ νωρίς. Βιτρίνες, δρόμοι, καταστήματα στολίζονται με πολύχρωμα λαμπάκια, όχι μόνο για την αισθητική αξία, αλλά και για να μας βάλουν όλους σε ανάλογη διάθεση με απώτερο σκοπό φυσικά τις αγορές. Είναι όμως έτσι για όλους;
Πολλοί φίλοι έχουν αρχίσει να μετράνε τις μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα από τον Οκτώβριο ακόμα, σύμφωνα με την παράδοση γνωστού πολυκαταστήματος. Μιλώντας ωστόσο με μια φίλη πρόσφατα, ανακάλυψα για κάποιους είναι λίγο διαφορετικά. Ναι, φυσικά απολαμβάνουμε τις επερχόμενες διακοπές, τις υποσχέσεις για τα καινούρια και τα καλά που θα έρθουν με τον καινούριο χρόνο, τα δώρα που θα πάρουμε και τα πρόσωπα που θα δούμε. Αν όμως είναι έτσι, γιατί δεν νιώθουμε όλοι μας αυτή τη γλυκιά αναμονή;
Η φίλη μου, και μαζί της μερικές ακόμη εκατοντάδες ανθρώπων στον πολιτισμένο δυτικό κόσμο, δεν είναι τόσο ανυπόμονη. Νιώθει κούραση, δεν θέλει να σηκωθεί από το κρεβάτι, δεν έχει την ίδια διάθεση για βόλτες και ψώνια –κάτι που κανονικά απολαμβάνει- είναι πιο ευερέθιστη και τα βρίσκει όλα μάταια. Όλα αυτά περιγράφονται με σαφήνεια από τους ερευνητές που ασχολούνται με το φαινόμενο που λέγεται «κατάθλιψη των γιορτών».
Πριν προλάβεις εσύ που μας διαβάζεις τώρα να πεις ότι ίσως είναι μόνη, έχει περάσει κάποια προσωπική τραγωδία ή κάτι τέτοιο, να σε διαβεβαιώσω ότι δεν συμβαίνει τίποτα από όλα αυτά. Είναι μια χαρά, έχει μια οικογένεια και ένα σύντροφο που την αγαπούν και μια δουλειά ικανοποιητική για τα δεδομένα της εποχής. Τι φταίει τότε;
Κάθε χρόνο, με τον ερχομό των άγιων τούτων ημερών, βομβαρδιζόμαστε από εικόνες τελειότητας και αφθονίας, λαμπερούς χώρους, κεφάτους ανθρώπους που δεν κουράζονται, δεν έχουν προβλήματα, δεν τσαλακώνονται. Κι εμείς, κατάκοποι και βαρυγκομώντας από την καθημερινότητα, επιστρέφουμε στις συνηθισμένες ζωές μας, προσπαθώντας να τα προλάβουμε όλα. Και κάνοντας τον απολογισμό μας, φαινόμαστε λίγοι και ανίκανοι.
«Κάποτε κάναμε πάρτυ με το παραμικρό» είπε η φίλη. Ε, και τώρα ποιος μας εμποδίζει; Ποιος επιβάλλει φανταχτερά δώρα και ξόδεμα πολλών χρημάτων για να νιώσουμε καλά, ενώ χρειαζόμαστε μόνο μια βραδιά με οικογένεια και φίλους και δυο κουβέντες από καρδιάς; Γιατί να χαραμίζουμε ενέργεια στις τύψεις αντί στο να αλλάξουμε ό,τι δεν μας αρέσει;
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr
Αν κλείσεις τα μάτια και ακούσεις πως προσφωνεί ένα παιδί την μητέρα του ή πως αναφέρεται σε αυτήν θα καταλάβεις πάνω- κάτω και την ηλικία του παιδιού, αλλά και τι πιστεύει γι’αυτήν πραγματικά.
Τα μωρά φωνάζουν όλη την ημέρα «μα» «μααααα» «μαμΑΑΑΑΑ», σε όλους τους τόνους και σε όλες τις αποχρώσεις . Στην πραγματικότητα θέλουν τα πάντα από αυτό το ταλαίπωρο άτομο που απαντά σε αυτό τους το κάλεσμα, και φαγητό και νερό και παρηγοριά και παρέα και αγκαλιά και να τα κοιμήσουν όταν νυστάζουν και να παίξουν ακόμα και στις τρεις τη νύχτα.
Στο βάθος του μικρού μυαλού τους , ενστικτωδώς, πιστεύουν ότι αυτό το πλάσμα που τα προσφέρει όλα αυτά είναι ένα τρελό παιχνίδι με μπαταρίες που δεν τελειώνουν ποτέ και η φωνή τους είναι το start.
Μην με ρωτάτε πως το ξέρω , αν υπάρχει το μητρικό ένστικτο, τότε υπάρχει και το παιδικό.
Τα μεγαλύτερα παιδιά, αυτά που πια μιλάνε καλά και πηγαίνουν στις πρώτες τάξεις του σχολείου, φωνάζουν «μαμά», «μαμάκα» «μάμη» «μανούλα» «μανουλίτσα» και άλλα χαριτωμένα , ζαχαρογλυώδη, χωρίς να έχει βελτιωθεί στο ελάχιστο η απαίτηση για άμεση ανταπόκριση. Το μόνο που αλλάζει είναι ότι έχουν ήδη μάθει πως με το καλόπιασμα ε, κάτι παραπάνω πετυχαίνεις! Οπότε, σε καλές στιγμές και όταν θέλουν κάτι πολύ, προσθέτουν ένα «σε παρακαλώ» μαζί με μία αγκαλιά ή ένα φιλί.
Στην περίπτωση βέβαια που δεν γίνει το δικό τους , το πρώτο που θα πουν είναι «είσαι κακιά» και το πρώτο που θα σκεφτούν είναι «είναι τρελή».
Και περνάμε στην εφηβεία, εδώ το «μαμά» είναι κοφτό ακόμα και αν είναι για να ζητήσουν για χάρη τον ουρανό με τ’ άστρα!!! Μπορεί να γίνει και «μάνα», συνήθως η φράση «άσε με ρε μάνα» συνοδεύει τις περισσότερες απαντήσεις , όλες αρνητικές προφανώς.
Κατά βάθος πιστεύουν ότι έχουν να κάνουν με ..
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr
Διαβάστε όλο το ρεπορτάζ στο viewtag.gr
Εδώ και λίγο καιρό, για επαγγελματικούς λόγους , ασχολούμαι με τα ελληνικά πανεπιστήμια! Ανακαλύπτω λοιπόν ότι τα πράγματα δεν είναι όπως νομίζουμε "οι απ΄έξω"!
Ναι δεν υπάρχει ευρώ τσακιστό!
Ναι έχουν τεράστιες ελλείψεις!
Ναι πολλά πράγματα όντως πρέπει να αλλάξουν !
Δεν βρήκα όμως τη μιζέρια που ήμουν σίγουρη ότι θα βρω βρω!
Βρήκα ανθρώπους – διδακτικό προσωπικό και φοιτητές – αποφασισμένους για το καλύτερο!
Είδα καθηγητές να μαζεύουν τα σκουπίδια, είδα το διοικητικό προσωπικό να βάζει λεφτά από την τσέπη του για το χαρτί των εκτυπωτών και το κυριότερο βρήκα, νέα μυαλά ,δημιουργικά μυαλά, φωτισμένα παιδιά!
Φοιτητές που μπροστά τους δεν "πιάνουν μία" συμφοιτητές τους, των μεγαλύτερων πανεπιστημίων του κόσμου!
Πρωτοετείς που κατατροπώνουν φοιτητές των πιό προβεβλημένων πανεπιστημίων ,σε παγκόσμιους διαγωνισμούς!
Είδα παιδιά που αύριο θα είναι περιζήτητα στην αγορά εργασίας όλου του κόσμου!
Νομίζω ότι γενικά, έριξα μια ματιά στο μέλλον και ενθουσιάστηκα!
Θα μου πεις ότι οι πιο πολλοί θα φύγουν!
Ναι, είναι αλήθεια!
Με όσους μίλησα και σας διαβεβαιώνω ήταν πολλοί, κατάλαβα ότι δεν έχει και τεράστια σημασία!
Γιατί αυτά τα νέα παιδιά – όσο και αν δεν το πιστεύουμε – έχουν μέσα στην ψυχή τους – τόση Ελλάδα, που μόνο καλό θα κάνουν στη χώρα μας, όπου και αν βρεθούν, το δε μυαλό τους είναι μόνο στην επιστροφή στην πατρίδα!
Δεν ξέρω αν θα καταφέρουν να επιστρέψουν , αλλά έστω και εξ αντανακλάσεως ,θα πρέπει να είμαστε περήφανοι!
Θα μου πείτε αυτά μας τα΄παν κι άλλοι ! Το ξέρω !
Αλλά δεν θέλω να συνεχίσουμε αυτό το μίζερο υβρεολόγιο για τα ελληνικά πανεπιστήμια!
Δεν είναι κάποιες μειονότητες που τα καθορίζουν!
Έχουμε σπουδαίους δασκάλους και φοιτητές!
Και εντάξει εγώ μπορεί να γράφω συναισθηματικά,οι γνωρίζοντες όμως όχι!
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ.
Ξεκίνησα να διαβάζω «Το Χαμένο Νόμπελ – Μια αληθινή ιστορία» του Κώστα Αρκουδέα, με τον Νίκο Καζαντζάκη στο εξώφυλλο με μεγάλη προσμονή να μάθω για τον Καζαντζάκη, που έχω διαβάσει μόνο τρία βιβλία του, πολλά χρόνια πριν, αλλά πάντα είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι κάτι πρέπει κάνω ακόμη για να τον γνωρίσω.
Άρχισα την ανάγνωση και μόνο για τον Καζαντζάκη δεν διάβαζα. Φυλλομέτρησα το βιβλίο να σιγουρευτώ. Ο Καζαντζάκης ήταν το θέμα, όμως ο συγγραφέας κατάφερε – κι αυτό το ζούσα σελίδα σελίδα – να φτιάξει όλο το περιβάλλον μέσα στο οποίο έζησε, έγραψε και κυνηγήθηκε ο μεγάλος κρητικός συγγραφέας.
Το βιβλίο του Κώστα Αρκουδέα είναι μια «βιογραφία» του εικοστού αιώνα, με ιδιαίτερη έμφαση στην πολιτική ιστορία, την ιστορία της λογοτεχνίας, και τελικά μια ξεχωριστή παρουσίαση του μεγάλου έλληνα συγγραφέα με όλα τα πλεονεκτήματα του μυθιστορηματικού λόγου αλλά και τις αρετές ενός πολυδιάστατου συναρπαστικού δοκιμίου.
Ένα βιλίο - αφορμή για τον αναγνώστη που δεν έχει μπει ακόμη στον συγκλονιστικό κόσμο του Νίκου Καζαντζάκη, αλλά και ένα "εγχειρίδιο" για όποιον θέλει να γνωρίσει καλύτερα τον "ενοχλητικό" για πολλούς - ακόμη και σήμερα συγγραφέα!
Λίγο πριν φτάσω στις τελευταίες σελίδες τον πήρα στο τηλέφωνο να του ζητήσω συνέντευξη και μόλις πέρασε ένα εικοσιτετράωρο από την τελευταία σελίδα συναντηθήκαμε στο Παγκράτι και μιλήσαμε για βιβλία, για τα παιδιά μας , τον Καζαντζάκη, την Αθήνα, το σήμερα.
Είναι ακόμη, τόσους μήνες μετά από την συγγραφή του βιβλίου του, μέσα στην ιστορία, όπως είμαι κι εγώ ως αναγνώστης. Η γραφή και ο τρόπος που αποφάσισε να μας αφηγηθεί ένα πραγματικό περιστατικό εξαιρετική.
-Πώς αποφάσισες να γράψεις με αυτόν τον τρόπο το βιβλίο σου;
Η λογοτεχνία είναι το κεντρικό όχημα. Το θέμα γεννήθηκε από ένα άρθρο στην εφημερίδα, έμεινε μέσα μου καιρό και κάποια στιγμή, και αφού είχα συγκεντρώσει πολύ υλικό, είπα τώρα πρέπει να το γράψω.
Είναι ένα χρονικό που όμως δεν μένει στα στενά όρια αλλά επεκτείνεται και σε πολλούς άλλους τομείς όπως ιστορία, η πολιτική, τα κοινωνικά κινήματα και όλα αυτά.
Διάβαζα βιβλία που ήταν στεγνά: ασχολούνται πολύ σωστά με ένα θέμα αλλά δεν με άγγιζαν. Μόνο πληροφορία. Το όνειρο μου ήταν να γράψω ένα βιβλίο που θα κέρδιζε τον αναγνώστη να το ρουφήξει. Όχι με βαρύ τρόπο, όσο γίνεται πιο απλό αλλά με τρόπο που θα τραβούσε το ενδιαφέρον.
Αυτή ήταν η πυξίδα μου.
Το χαμένο νόμπελ του Καζαντζάκη ήταν η αφορμή για να μιλήσω για ολόκληρο τον εικοστό αιώνα και να φτάσω μέχρι τις μέρες μας.
Να αυτό πάλι: διάβαζα βιβλία για ένα συγκεκριμένο θέμα αλλά δεν ήξερα τον περίγυρο. Δεν ήξερα τι είχε συμβεί ώστε να φτάσουμε στην κατάσταση και το κυριότερο δεν μου λέγανε τίποτα για το μετά! Τις συνέπειες του γεγονότος στο σήμερα.
Η έκπληξη για τον αναγνώστη είναι ότι διαβάζει το πρώτο μέρος του βιβλίου, που αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια και δεν βλέπει καθόλου Καζαντζάκη.
Ξεκίνησα να γράφω για τον Άλφρεντ Νόμπελ, πώς θέσπισε τα βραβεία γιατί νομίζω λίγος κόσμος γνωρίζει την ιστορία του. Όλοι ξέρουν ότι ο Νόμπελ ήταν ένας πολεμικός βιομήχανος.
Όλα ξεκίνησαν από ένα δημοσιογραφικό λάθος: όταν πέθανε ο αδερφός του, οι εφημερίδες της Γαλλίας τον μπέρδεψαν με τον Άλφρεντ. Έγραψαν λοιπόν με πηχυαίους τίτλους: ΠΕΘΑΝΕ Ο ΕΜΠΟΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ. Τον συντάραξε αυτό και τότε αποφάσισε να αλλάξει τη διαθήκη του και να θεσπίσει τα βραβεία. Είναι πέντε και πρόσφατα μπήκε ακόμη ένα της Οικονομίας. Τα αρχικά νόμπελ ήταν: Ιατρικής, Φυσικής, Χημείας, και τα δύο τελευταία που είναι αμφιλεγόμενα, αυτό της Λογοτεχνίας και της Ειρήνης. Ε, για το Νόμπελ Ειρήνης δεν χρειάζεται να πούμε πολλά: από τη στιγμή το πήρε ο Κίσιγνκερ και δεν το πήρε ο Γκάντι, αυτό τα λέει όλα. Μόνο αυτό τα απαξιώνει αρκετά στα μάτια μου.
Το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας είναι επίσης αμφιλεγόμενο γιατί κατά καιρούς έχει δοθεί σε πολύ σημαντικούς λογοτέχνες αλλά έχει απονεμηθεί και σε πολύ αμφιλεγόμενους λογοτέχνες που δεν αναφέρονται ούτε καν στις χώρες τους. Μην πάμε μακριά: πρόπερσι απονεμήθηκε στον Πατρίκ Μοντιανό, από τη Γαλλία. Και δεν το πήρε ο Μίλαν Κούντερα. Έχουν εμμονές εκεί στη Σουηδική Ακαδημία.
Οι τέσσερις μεγαλύτεροι λογοτέχνες του εικοστού αίωνα δεν πήραν ποτέ Νόμπελ: Ο Ναμπόκοφ, ο Τζόις, ο Προυστ και ο Χόρχε Λουίς Μπορχες.
Πέρσι το πήρε η Αλεξίεβιτς, αλλά αυτή κάνει ρεπορτάζ, είναι μάχιμη αλλά δεν τη θεωρώ λογοτέχνη, και φέτος το πήρε ο Ντίλαν.
Τρέφω απεριόριστο σεβασμό στον Ντίλαν, μεγάλωσα με τα τραγούδια του, αλλά δεν είναι λογοτέχνης. Υπάρχουν και σημαντικότεροι λογοτέχνες που περιμένουν χρόνια μια βράβευση: για παράδειγμα ο Φίλιπ Ροθ.
Ο μακαρίτης ο Λεονάρντ Κοέν το είπε πολύ καλά για αυτό το Νόμπελ: είναι σαν να καρφώνεις μια σημαία στο Εβερεστ που να λέει ότι είναι η ψηλοτερη κορυφή του κόσμου. Δεν έχει νόημα. Είναι κορυφή.
-Ας ξαναγυρίσουμε στον δικό μας κορυφαίο, λοιπόν, τον Καζαντζάκη.
Δείχνω πώς προσπάθησε να γίνει μέλος της Ακαδημίας Αθηνών για να λύσει το οικονομικό του πρόβλημα, και δεν τα κατάφερε για δύο ψήφους. Αντ’ αυτού Σκίππης. Εκείνη τη χρονιά δεν μπήκαν ούτε ο Βάρναλης ούτε ο Σικελιανός, γι’ αυτό και υπάρχει μέσα στο βιβλίο η «ορατή» και η «αόρατη» Ακαδημία.
Κι αυτή η «αόρατη» Ακαδημία είναι πολύ πιο σημαντική γιατί σ’ αυτήν υπάρχουν: ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης, ο Σικελιανός, ο Καζαντζάκης, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, όλα αυτά τα τεράστια μεγέθη δεν έγιναν ποτέ μέλη της Ακαδημίας!
...
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του Κώστα Αρκουδέα στο viewtag.gr
φωτογραφίες Χρήστος Διαμάντης
Το κείμενο που έχει γράψει πάνω στην ιδέα της, η Αναστασία Μουτσάτσου και σκηνοθέτησε με συμβολισμούς ελιάς η Ελένη Γκασούκα, δίνει μια δυνατή μπουνιά στο στομάχι του πατριαρχικού στερεότυπου της ελληνικής κοινωνίας, θέλοντας μέσα από την εξομολόγηση της ανελεύθερης γυναίκας και της πονεμένης παραδοχής των δεσμών που την κρατάνε (πάνω απ'όλα μέσα της) φυλακισμένη σε ευτελείς ρόλους, να αναδείξει την δύναμη της ελευθερίας και του θεμέλιου λίθου της, της αγάπης. Η Μυρτώ Αλικάκη είναι σχεδόν σπαρακτική. Κλαίει, κυλιέται , φλερτάρει, ουρλιάζει σε μια μοναδική ερμηνεία καταπιεσμένων συναισθημάτων και παθών ζωής.
Το ψυχοθεραπευτικό ταξίδι αυτό με μαέστρο στο πιάνο τον Γιώργο Τσοκάνη, συνοδεύουν με τις μοναδικές φωνές της η Φωτεινή Βελετσιώτου (με την πληθωρική παρουσία της) και η Αναστασία Μουτσάτσου (σαν αερικό). Όχι διακοσμητικά, όχι σαν ευχάριστο διάλειμμα, αλλά ουσιαστικά και λυτρωτικά,ο θεατής νιώθει πως χωρίς αυτές τις δύο μουσικές ερμηνείες, η ψυχή της πρωταγωνίστριας θα είχε μείνει μισή. Θα είχε μείνει το ένα τρίτο.
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr
Η χρυσή κορνίζα με τις δύο κίτρινες κάλτσες που κρέμονται από έναν σπάγκο τραβάνε το μάτι περισσότερο από το τραπέζι του πινγκ-πονγκ όταν μπαίνεις στο σπίτι του Βασίλη Αλεξάκη.
Δεύτερο υπόγειο, αλλά στο Κολωνάκι. Σε κάθε περίπτωση δεύτερο υπόγειο.
Μας υποδέχτηκε με πολύ χαρά για να γιορτάσουμε μαζί του την πρώτη μέρα κυκλοφορίας του καινούργιου του βιβλίου με τίτλο «Το Κλαρινέτο».
Σαν κουκέτα υποβρυχίου το διαμέρισμα, δεύτερο υπόγειο αλλά με τον δικό του μικρό κηπάκο και ολόφωτο. Όπως και η άλλη του πατρίδα, η πόλη του φωτός, το Παρίσι.
Ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος, Δημοσιογράφοι, ο εκδότης του, , οι συνεργάτες των εκδόσεων Μεταίχμιο από τη μια πλευρά του τραπεζιού, ο Αλεξάκης στην άλλη, οι ρακέτες σε ένα μαρμάρινο τραπεζάκι δεν χρειάστηκαν γιατί το παιχνίδι με τις λέξεις, που τόσο αγαπάει ο συγγραφέας άρχισε :Το να γράφεις είναι όπως το πλέξιμο, που θέλει δύο βελόνες! Δεν πλέκεις με μια βελόνα!
Έτσι και το γράψιμο, εκτός αν είσαι πολύ μεγάλος δεξιοτέχνης.
Εμένα τα δύο θέματα του βιβλίου είναι ο θάνατος του εκδότη μου που σιγά σιγά έρχεται και το ελληνικό δράμα.
Ήρθα σε επαφή με άστεγους, πούλησα τη σχεδία, έκανα μια έρευνα όσο πιο σοβαρά μπορούσα.
Το μυθιστόρημα είναι θέμα φαντασίας, χωρίς φαντασία μένει ένα κολλημένο πράγμα. Το ότι είναι όμως θέμα φαντασίας δεν μου επιτρέπει εμένα τα λάθη. Άλλο το λάθος άλλο η φαντασία.
Διαβάστε τη συνέντευξη στον Γιάννη Καφάτο εδώ
Τι είναι η δυσλεξία, πότε βλέπουμε τα πιθανά πρώτα συμπτώματα;
Είναι "ασθένεια" ή ένας άλλος τρόπος σκέψης του παιδιού; Πώς την καταλαβαίνουμε, πού πρέπει να απευθυνθούν οι γονείς;
«Είναι ζωηρό, πανέξυπνο και με τεράστια φαντασία, γιατί δεν τα πηγαίνει καλά στο σχολείο;» Ένα από τα συνήθη ερωτήματα των γονιών, των οποίων τα παιδιά ξεκινούν την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και έρχονται σε επαφή με τη γραφή και κάποιες πιο σύνθετες έννοιες. Πλέον, γονείς και εκπαιδευτικοί είναι ενημερωμένοι για τις μαθησιακές δυσκολίες και η διάγνωση της δυσλεξίας είναι πιο εύκολη και έγκαιρη, πότε όμως αυτό είναι πραγματική κατάσταση και δεν οφείλεται σε απλή ανησυχία ή άλλη κατάσταση;
Η δυσλεξία ορίζεται ως δυσκολία νευροβιολογικής και νευροαναπτυξιακής φύσης με κληρονομική προδιάθεση.
Επηρεάζει τις γνωστικές διεργασίες του εγκεφάλου που αφορούν την κατάκτηση των δεξιοτήτων ανάγνωσης, γραφής, ορθογραφίας.
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ στο viewtag.gr
Βλέπω όλους σας να στολίζετε και να βάζετε εορταστικές βιτρίνες στα προφίλ σας, στα καταστήματά σας και πάει λέγοντας! Είχα αποφασίσει να κόψω τις ζαχαροπλαστικές μου αναμνήσεις αλλά με προκαλείτε επικίνδυνα!
Φυσικά δεν πρόκειται να σας “απειλήσω” με τα κλασικά μελομακάρονα ή με τους αχνισμένους κουραμπιέδες!
Θα θυμηθώ ένα ζαχαροπλαστείο που δεν υπάρχει πια για να μπορούμε να είμαστε ασφαλείς και ύστερα να μην μπορείτε να μου πείτε ότι σας έκανα και τρέχατε να βρείτε ζαχαροπλαστείο ανοιχτό για να σβήσετε την κάψα σας! Πάμε λοιπόν στου Ζαβορίτη! Αν δεν σας λέει τίποτα το όνομα, σας θυμίζω τη Μαρίκα Νέζερ που περίμενε ματαίως τον Νίκο Σταυρίδη έξω από του Ζαβορίτη στην ταινία “Τζιπ, περίπτερο κι αγάπη”!
Ένα ακόμα σπουδαίο καφεζαχαροπλαστείον το οποίο δεν υφίσταται πλέον. Ο Ζαβορίτης ήταν εκεί στην πλατεία Συντάγματος με τις βιτρίνες του γεμάτες πειρασμούς άψυχους και…έμψυχους! Ώρα για ένα ρόφημα ή για μια πάστα σοκολατίνα. Το ρόφημα, τσάι φυσικά, μόνο σε ώρες που ήταν η αίθουσα ανοιχτή. Για τα υπόλοιπα γλυκά υπήρχε το full time ωράριο! Με γκαρσόνια μιας κάποιας ηλικίας, με στολές, με τρόπους και με δεξιότητες επί του δίσκου!
Πάστες, παστούλες και παστάρες φιγουράριζαν στις βιτρίνες των υπερσύγχρονων, τότε, ψυγείων με τις στρογγυλεμένες γωνίες! Και ήθελες να τις τσακίσεις μαζί με το ψυγείο ανεξάρτητα από το αν πλησίαζαν γιορτές ή όχι!
Οι όμορφες κυρίες με τα καπέλα τους και τα ακριβά ρούχα τους, περνούσαν ένα δημιουργικό δίωρο με τσάι, κουτσομπολιό και Καρέλια Αγρινίου ελαφρύ! Οι κύριοι συζητούσαν για επαγγελματικά ενώ κάπου στο βάθος κάποιοι θεατρικοί συγγραφείς ετοίμαζαν το επόμενο έργο της σεζόν. Κι όλα αυτά με το άρωμα της ζάχαρης, της κρέμας, της σοκολάτας, του καφέ, της κανέλας και του τσαγιού!
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ.
Αυτή την έξαψη της μεγάλης στιγμής, αυτό το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο, το γελαστό και οργισμένο μαζί, αυτή η αιωνιότητα που περιγράφεται από την "άγνοια κινδύνου" ενός νέου ανθρώπου, αυτή που αψηφά ακόμα και τη σαρωτική ορμή ενός τεθωρακισμένου, αυτό το σπάσιμο στη φωνή, όχι από δειλία, αλλά από ακραία συγκίνηση, αυτό το αδιαπραγμάτευτο "όχι" ακόμα κι σ' αυτούς που μοιάζουν αήττητοι, αυτό το όραμα, αυτή η ουτοπία, που τρέχει με την ταχύτητα του φωτός να συνταντήσει το μέλλον του, όλα αυτά είναι το μήνυμα του Πολυτεχνείου.
Δεν είναι ούτε οι κενολογίες, ούτε τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, ακόμα και από – λιγους- πρωταγωνιστές του, δεν είναι η μνήμη των μεσηλίκων. Είναι η φλόγα που σιγοκαίει μέσα σε κάθε νέο άνθρωπο και που ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να προβλέψει πότε θα γίνει πυρκαγιά και θα τα σαρώσει όλα. Το Πολυτεχνείο είναι η μεγαλύτερη πολιτική παρακαταθήκη στα μεταπολεμικά χρόνια. Δεν είναι ούτε σχολική γιορτή, δεν είναι ούτε μια ευκαιρία για γραφικές προσομοιώσεις του, δεν είναι τυπική ενός λεπτού σιγή για τα θύματα, δεν είναι ένα μνημείο για κατάθεση στεφάνων...
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag
Διαβάστε περισσότερα εδώ.
“Γεμίσαμε πούστηδες” Αυτό είναι το μότο σου, γλυκέ μου κι ας μην το λες πάντα φωναχτά. Επειδή πρέπει πάντα κάτι να επιβεβαιώνει τη δική σου “ορθότητα”, το δικό σου καβλί, το οποίο είναι αμφίβολο αν λειτουργεί πλέον. Για τον δικό σου μικρόκοσμο, ακόμα και δεν υπήρχε η “πουστάρα” δίπλα σου, θα την είχες εφεύρει.
Γιατί τη γαμημένη σου ζωή σου τη γάμησε η μάνα σου, τα αφεντικά σου, η εφορία, ο κώλος που έγλειφες για να πάρεις καμιά έξοδο στον στρατό, ο κώλος που έγλειφες για να πάρεις μια θεσούλα ή μια δουλίτσα, οι πίπες που έκανες στα πεθερικά επειδή κονόμησες προίκα σπίτι και εξοχικό.
Καμιά πουστάρα δεν επηρεάσε τη ζωή σου. Στο ελάχιστο. Σε αντίθεση με σένα που την ξεφτίλιζες την πουστάρα στο σχολείο, στο στρατό, στη δουλειά. Το θέμα σου δεν είναι γιατί έχει τη χ ή την ψ επιλογή. Το θέμα σου είναι γιατί δεν δέχεται αδιαμαρτήρητα να την ξεφτιλίζεις.
Ξέρεις, γλυκιέ μου, κι εγώ δεν πάω σε drag show. Δεν μου αρέσουν. Όπως δεν μου αρέσει ο πατσάς, ο δύοσμος και τα ρεθύβια. Αντίθετα εσένα μπορώ να σε φανταστώ μεταμφιεσμένο εκεί να τον παίζεις κάτω από το τραπέζι και την άλλη μέρα να ξερνάς χολή για τις «πουστάρες»Και στα ΜΜΕ, που έχεις μάθει τα πάντα γι αυτά, ξερόλα μου, υπάρχουν πολλές πουστάρες. «Κι αυτές κάνουν κουμάντο. Αν δεν είσαι..
Διαβάστε όλο το άρθρο εδώ.
"Είναι με βαθύτατη λύπη που ανακοινώνουμε ότι ο θρυλικός ποιητής, τραγουδοποιός και καλλιτέχνης Λέναρντ Κόεν απεβίωσε. Έχουμε χάσει έναν από τους πιό αξιοθαύμαστους και παραγωγικούς οραματιστές. Ένα μνημόσυνο θα λάβει χώρα στο Λος Άντζελες στο μέλλον. Η οικογένειά του ζητά να σεβαστείτε την ιδιωτική της ζωή κατά τη διάρκεια του πένθους της"
Γεννήθηκε στο Μόντρεαλ του Καναδά. Ο πατέρας του ήταν ευκατάστατος έμπορος υφασμάτων. Σε ηλικία έξι ετών, ο Κόεν έχασε τον πατέρα του κάτι που τον σημάδεψε για όλη του την ζωή. Έφηβος έμαθε κιθάρα και έγινε μέλος του μουσικού γκρουπ Buckskin Boys, που έπαιζε κάντρυ. Αργότερα, τον καιρό που ήταν σπουδαστής στο Πανεπιστήμιο McGill εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα που τον έκαναν γνωστό στους λογοτεχνικούς κύκλους του Καναδά. Το 1963 εγκαταστάθηκε στην Ύδρα, όπου συνέχισε να γράφει. Το 1966 με το μυθιστόρημα Beautiful Losers (Θαυμάσιοι αποτυχημένοι) γνώρισε την παγκόσμια επιτυχία ως συγγραφέας. Ωστόσο, το 1967 αποφάσισε να εγκατασταθεί στις ΗΠΑ για να αφοσιωθεί στην μουσική.
Η πρώτη επιτυχία ήρθε στις ΗΠΑ το 1967 όταν η Τζούντυ Κόλλινς έκανε γνωστό το τραγούδι του Κόεν Suzanne. Έτσι την ίδια χρονιά, ο Κόεν μπόρεσε να κυκλοφορήσει τον πρώτο του δίσκο με τίτλο Songs of Leonard Cohen. Ακολούθησαν πολλοί άλλοι δίσκοι, μεταξύ των οποίων και ο δίσκος Songs of Love and Hate που περιέχει το τραγούδι – ύμνο στην αγάπη και τη μοναξιά Famous Blue Raincoat με την φωνή της Τζένιφερ Γουαρνς.
{youtube}vHI9BTpGkp8{/youtube}
Το 1992 κυκλοφόρησε τον πιο πολιτικοποιημένο δίσκο του με τίτλο The Future, και δύο χρόνια κατόπιν ασπάστηκε τον βουδισμό, μέχρι που χειροτονήθηκε μοναχός. Το 1999 εγκαταλείπει τον μοναστικό βίο, για να εκδώσει δύο ακόμα δίσκους.
Ο Κόεν δεν παντρεύτηκε ποτέ, αλλά ήταν πατέρας δύο παιδιών, του Άνταμ (1972) και της Λόρκα (1974), που απέκτησε με την Σούζαν Έλροντ
Το βίντεο είναι του 1988 γυρισμένο στην Ύδρα
Διαβάστε περισσότερα στο εδώ
«Η Αφιέρωση», του Αντώνη Γκόλτσου είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα για όλους όσοι «ψάχνουν απαντήσεις εκεί που δεν πρέπει».
Μια ιστορία που αρχίζει στα χρόνια της δικτατορίας και τελειώνει με αναπάντεχο τρόπο στην φλεγόμενη Αθήνα μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου.
Δεν πρόκειται για πολιτικό, αλλά για ένα καθαρόαιμο αστυνομικό μυθιστόρημα με καταιγιστική δράση κι έναν ήρωα που δεν σταματάει αν δεν πετύχει αυτό που θέλει.
Δεν σταματά και πληρώνει το κόστος των πράξεών του με την επιμονή ενός παιδιού, και την οίηση ενός ανθρώπου που δεν δέχεται το «όχι» ως απάντηση.
Ο συγγραφέας δοκιμάζεται πρώτη φορά σε μυθιστόρημα, αν και είναι μάλλον από τους πλέον αναγνωρίσιμους γραφιάδες και μελετητές της αστυνομικής λογοτεχνίας. Πέραν των δικών του διηγημάτων, εδώ και δέκα χρόνια είναι η ψυχή της Ελληνικής Λέσχης Ανάγνωσης Αστυνομικής Λογοτεχνίας των εκδόσεων Μεταίχμιο με εκατοντάδες φανατικούς, και χιλιάδες σελίδες κριτικών σημειώσεων.
Η συζήτηση μαζί του είναι απολαυστική. Με την εντελώς ραδιοφωνική του φωνή, μια εξαιρετική ευγένεια και ένα ιδιαίτερο χιούμορ μας ταξιδεύει στον κόσμο του ήρωά του, του Αλκιβιάδη Πικρού, αλλά και στα "ενδότερα" ενός λογοτεχνικού είδους που συναρπάζει εκατομμύρια αναγνώστες. Στο τέλος μας προτείνε 4 + 2 αστυνομικά για αρχάριους (και όχι μόνο)
-Αντώνη, σύστησέ μας τον ήρωα σου , τον Αλκιβιάδη
Στη μικρή κόκκινη ροζέτα του εξωφύλλου περιγράφεται σε οκτώ λέξεις η υπόθεση του βιβλίου: ψάχνοντας την απάντηση όταν και όπου δεν πρέπει.
Ο Αλκιβιάδης Πικρός, είναι ένας 35αρης συγγραφέας αστυνομικών αρκετά εμμονικός. Βλέπει μόνο τον στόχο και ποτέ τη διαδρομή για να φτάσει ως εκεί. Αυτό δημιουργεί προβλήματα στον ίδιο και στους δικούς του ανθρώπους. Τους εκθέτει σε μεγάλους και ανεπανόρθωτους κινδύνους.
Τι ψάχνει; Είναι ένας άνθρωπος που έχασε τους γονείς του αρκετά νωρίς. Η μητέρα του υπήρξε θύμα ενός «σειριακού» δολοφόνου – αν είναι σωστή η μετάφραση του serial killer – όταν αυτός ήταν εννιά μηνών, και στα εννιά του χρόνια έχασε και τον πατέρα του από ένα ατύχημα που για τον ίδιο είναι βέβαιο ότι δεν ήταν απλό ατύχημα.
Αμέσως μετά ο θείος του –αδελφός του πατέρα του – τον διώχνει στην πραγματικότητα από την Ελλάδα και τον στέλνει εσώκλειστο σε σχολείο στο Μπιαρίτς στη Γαλλία για να αποφύγει τον «κίνδυνο», έναν κίνδυνο που ο ίδιος δεν αντιλαμβάνεται, ούτε του τον εξήγησε ποτέ ο θείος.
Όταν γυρίζει από τη Γαλλία, βάζει στόχο να μάθει την ιστορία των γονιών του και βρει πώς πέθαναν . Το έναυσμα σ’ αυτή την προσπάθεια είναι μια αφιέρωση. Μία αφιέρωση που ανακάλυψε σε ένα βιβλίο του πατέρα του από μια γυναίκα που αγνοεί την ταυτότητα της. Κανείς δεν την ξέρει. Μέχρις εδώ η ιστορία έχει κάτι το βιωματικό.
Είχα κι εγώ ένα βιβλίο με μια αφιέρωση μιας γυναίκας σε ένα στενό συγγενικό μου πρόσωπο, που δεν γνωρίζω και δεν την ξέρει κάνεις. Μέχρι εκεί όμως. Από εκεί και πέρα είναι μυθοπλασία
Ο Αλκιβιάδης εχει κάποια προβλήματα, αν και η λέξη είναι μάλλον λίγη, που καλείται ν’ αντιμετωπίσει.
-Αντώνη εδώ μπορούμε να πούμε ότι ο πατέρας του είχε κάποιες σχέσεις με τη χούντα των συνταγματαρχών, δεν μας λες αν ήταν χουντικός , πάντως ήταν στο περιβάλλον. Η μητέρα του στον αντίποδα ήταν δικηγόρος και πολέμιος του καθεστώτος.
Πολιτικά η οικογένεια του Αλκιβιάδη ήταν «διπολική». Το μέλλον της ήταν προδιαγεγραμμένο, αν δεν μεσολαβούσε η δολοφονία της μητέρας.
Επίτρεψέ μου όμως να ανοίξω μια παρένθεση: το βιβλίο δεν είναι πολιτικό και ιστορικό μυθιστόρημα. Η περιγραφή της πολιτικής κατάστασης είναι ένας βατήρας που μου δίνει τη δυνατότητα να κινηθώ σε εποχές δύσκολες όπου τα πάντα ήταν σε «απόχρωση» κανείς δεν ήξερε πού ακριβώς βρίσκεται.
Το βιβλίο είναι και χρονικά «δίπολο» γιατί η τελευταία του εξέλιξη διαδραματίζεται τον Δεκέμβριο του 2008, με την δολοφονία του Γρηγορόπουλου.
Χρειαζόμουν έναν βατήρα, όπως σου είπα, και αυτός ήταν μια πόλη σε παράκρουση, όπως ήταν η Αθήνα την εποχή εκείνη.
Ο ήρωας κινείται σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, κι έχει να κάνει με μια μητέρα η κηδεία της οποίας έγινε λαϊκό προσκύνημα, και η δολοφονία της ήταν η τρίτη μιας σειράς δολοφονιών.
Το πρώτο ερώτημα που βάζει στον εαυτό του ένας Αλκιβιάδης Πικρός που ενίσταται και υποψιάζεται τα πάντα, είναι αν πάλι πρόκειται για μια δολοφονία εν σειρά ή είναι μια δολοφονία που λειτουργεί όπως το βότσαλο που ταράζει τη λίμνη, και αποσταθεροποιεί, μια πολιτική δολοφονία;
-Θα ανοίξω κι εγώ "παρένθεση" με αφορμή αυτό που είπες: σήμερα, πώς βλέπεις εσύ την Αθήνα. Τότε μου είπες η Αθήνα ήταν σε παράκρουση (τον Δεκέμβριο του 2008)
Σήμερα επικρατεί μια άλλου είδους παράκρουση. Κάποτε η παράκρουση εκτυλισσόταν στον δρόμο σήμερα νομίζω ότι είναι εσωτερική. Ο κόσμος ζει αυτό που ζει με κάποια εσωστρέφεια. Ένα ερώτημα που είχα πάντα και την έχω κάνει σε πολύ κόσμο από χειρώνακτες μέχρι καθηγητές πανεπιστημίου, αλλά και στον εαυτό μου είναι γιατί δεν κατεβαίνει ο κόσμος στους δρόμους όπως το έκανε μέχρι το 2012. Παραμένει ερώτηση χωρίς απάντηση. Το κίνητρο για αντίδραση υπάρχει, απλά η αντιμετώπιση είναι διαφορετική.
-Λείπει ένας ηγέτης, μια μορφή να εμπνεύσει τον κόσμο;
Εάν πω ναι, θα είναι ότι παραδέχομαι ότι υπάρχει πρόβλημα συντονισμού. Πρόβλημα εστίασης σε κάποιον που μπορεί να μην υπάρχει σήμερα/ Δεν είναι θέμα εστίασης. Όταν ο κόσμος κατεβαίνει σήμερα ο κόσμος κατεβαίνει για να διαμαρτυρηθεί, να δείξει την οργή του τελεία. Δεν εκβιάζει την παρουσία κάποιου ηγέτη. Δεν περιμένει κάποιο αποτέλεσμα
Είναι αυτή η έλλειψη έφεσης στην διαμαρτυρία ή την επίδειξη της οργής, η απουσία της οργής και της διαμαρτυρίας που με ξαφνιάζει. Προσπαθώ να απομονώσω το στοιχείο που έχει επιβάλει αυτή την συμπεριφορά από το 2012 και μετά, αυτό δεν μπορώ να βρω.
Διαβάστε όλη τη συνέντευξη εδώ.
Μετά από πολύ σουηδική και σκανδιναβική εν γένει αστυνομική λογοτεχνία στις πλάτες μου, το βιβλίο της Τούβε Αλστερνταλ «Οι γυναίκες στην Παραλία» ήρθε να ανανεώσει όχι μόνο το είδος (το οποίο μου αρέσει) αλλά να μου συστήσει μια ακόμη πιο κοινωνική ματιά στην αστυνομική λογοτεχνία.
Στο πρώτο της βιβλίο, η Τούβε Άλστερνταλ έχει ως βασικό θέμα το σύχρονο δουλεμπόριο στο κέντρο της Ευρώπης, αλλά και τα θύματα των προσφύγων που τους πνίγουν οι δουλέμποροι στη μεσόγειο.
Και τα δύο θέματα είναι πια τόσο οικεία ως εικόνες που πολλές φορές ξεχνάμε ότι αφορούν πραγματικούς ανρθώπους!
Η Τούβε φοβάται αυτό που συμβαίνει με την άνοδο του εθνικισμού όχι μόνο στην πατρίδα της αλλά σε όλον τον κόσμο, διατηρεί όμως την αισιοδοξία της ότι αυτό θα αλλάξει.
Γνωρίζοντας από κοντά την συγγραφέα, μια ευγενέστατη και χαμογελαστή μητέρα τριών παιδιών, είχα την ευκαιρία να λύσω κάποιες από τις απορίες μου για την αστυνομική λογοτεχνία της πατρίδας της αλλά και κουβεντιάσω με τον εγγύτερο δυνατό «αρμόδιο» το θέμα της βράβευσης του Bod Dylan από τους συμπατριώτες της στην Ακαδημία.
-Πώς εξηγείς αυτό το «μπουμ» της αστυνομικής λογοτεχνίας της πατρίδας σου;
Στη Σκανδιναβία έχουμε μακρά παράδοση στην αστυνομική λογοτεχνία από τη δεκαετία του 1970. Και μάλιστα η λογοτεχνία μας από εκείνη την εποχή είχε αναφορές σε κοινωνικά φαινόμενα.
Η μοντέρνα λογοτεχνία της Σουηδίας πάνω από είκοσι χρόνια έχει συγγραφείς που πειραματίζονται στη γλώσσα, στο ύφος, στον ρυθμό αλλά και κατέγραφαν το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Οι άνθρωποι σήμερα ενδιαφέρονται πιο πολύ για την κοινωνία που ζουν. Η ασφάλεια και η ηρεμία της Σουηδίας παίζουν το ρόλο τους στην διαμόρφωση αυτής της λογοτεχνίας.
Υπάρχει κι ένας άλλος λόγος: αν δεις πόσους καλούς τενίστες έχουμε… Μετά τον Borg και την επιτυχία του όλοι ήθελαν να γίνουν τενίστες, και πολλοί το κατάφεραν.
Το ίδιο και μετά τους Abba στη μουσική, κι έτσι έχουμε μια σπουδαία μουσική βιομηχανία.
Κι όταν λοιπόν κάπου κάποιος πετυχαίνει πολύς κόσμος λέει από μέσα του: αφού μπορεί αυτός, θα μπορέσω κι εγώ. Κι έτσι ασχολούνται.
Και τελικά το αποτέλεσμα είναι ότι έχουμε μερικά πραγματικά πολύ καλά βιβλία!
-Ναι , αλλά αν πάρει τοις μετρητοίς κανείς όσα διαβάζει στα αστυνομικά της πατρίδας σου θα έλεγε ότι θυμίζει πεδίο συνεχόμενων μαχών…
Πράγματι θα μπορούσες να αναρωτηθείς αν «έμεινε τελικά κανείς ζωντανός στη Σουηδία». Δεν είναι όμως έτσι. Και η Σουηδία αλλάζει. Βεβαίως όσο και αν μοιάζει με διακεκαυμένη ζώνη, η πραγματικότητα δεν είναι έτσι. Αλλά όλη αυτή αίσθηση της ασφάλειας και της ηρεμίας ωθεί τους συγγραφείς στο να δημιουργήσουν αυτούς τους φανταστικούς κόσμους βίας, δολοπλοκιών κλπ. Θέλουν να αναμετρηθούν με το κακό!
Διαβάστε όλη τη συνέντευξη εδώ.