Τελευταία Νέα
Από τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη στην παιδοκτόνο της Πάτρας Ζητούνται ηθοποιοί από το Εθνικό Θέατρο Πέθανε η σπουδαία τραγουδίστρια Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη Είδα τους «Προστάτες», σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Ανακοινώθηκε το Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου Είδα το «Hyperspace ή αλλιώς…» , σε σκηνοθεσία Δανάης Λιοδάκη   «Καραϊσκάκενα, O Θρύλος» Της Σοφίας Καψούρου στον Πολυχώρο VAULT «Μπες στα παπούτσια μου - Ταυτίσου με τη διαφορετικότητα αυτοσχεδιάζοντας» στο Θέατρο Όροφως Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου 2022 – Το μήνυμα του Peter Sellars Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου ανοίγει Mοτέλ στη Φρυνίχου Η πρώτη δήλωση του Νέου Καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΚΘΒΕ Δράσεις του Εθνικού Θεάτρου για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου Ακρόαση ηθοποιών για την νέα παράσταση του Γιάννη Κακλέα Είδα το «Γράμμα στον πατέρα», σε σκηνοθεσία Στέλιου Βραχνή (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Κερδίστε διπλές προσκλήσεις για την παράσταση «Η σιωπηλή Λίμνη»
 
viewtag.gr

viewtag.gr

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Άρχισα να διαβάζω το βιβλίο της Ισμήνης Καρυωτάκη, «Οι ληστές της ανθολογίας του μαύρου χιούμορ» (Εκδόσεις Ποταμός), ένα κυριακάτικο μεσημέρι στο παλιό αλλά κραταιό στέκι «Ιπποπόταμος» στον πεζόδρομο της οδού Δελφών. Σχεδόν δηλαδή στη γειτονιά που εκτυλίσσεται η δράση της νουβέλας της. Είχα όσο χρόνο χρειαζόμουν για να γεμίσω με τις εικόνες και την καταιγιστική δράση του, μέχρι να το ολοκληρώσω. Το έκανα. Κι αμέσως μετά άρχισα να κόβω βόλτες στη μνήμη μου φέρνοντας μπροστά ό,τι μπορούσα να θυμηθώ από τα τέλη του 80 και τις αρχές της δεκαετίας του 90, τότε που ζούσαν οι ήρωές της.

Δεν είναι τυχαία η αρχιτεκτονική που διέπει το βιβλίο της αρχιτεκτόνισσας Ισμήνης Καρυωτάκη.
Οι διηγήσεις αλλάζουν οπτική ανάλογα με το πρόσωπο που βάζει μπροστά και μας λέει τη δική του περιπέτεια, τη δική του συναισθηματική ανταπόκριση στις πράξεις των άλλων αλλά και του ίδιου του του εαυτού μερικές φορές.

 

Μαζί με τους ήρωες πρωταγωνίστρια και η πόλη, η Αθήνα, η Νεάπολη, τα Εξάρχεια.

Το βιβλίο της κυρίας Καρυωτάκη, στα δικά μου μάτια, είναι ένας φρενήρης σπαραγμός μιας νιότης που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της, που αναζητά το αδύνατο, που διεκδικεί τη ζωή, τον έρωτα και τη λύτρωση.

Τόσο προσεγμένο με λέξεις τόσο ξεχωριστά διαλεγμένες και με ένα μαύρο χιούμορ – ιάμα στην εποχή της πολιτικής-δήθεν-ορθότητας.

Οι ήρωες του βιβλίου είναι νέα παιδιά που ζητούν να ζήσουν, μια γιαγιά, μια μάνα κι ένα περιβάλλον (οικονομικό, πολιτικό, αισθητικό) που αλλάζει. Και σ’ αυτή την αλλαγή κάποιοι αντέχουν και συνεχίζουν και κάποιοι όχι.

Συνεχίζω την πάγια τακτική μου να μην αναφέρω πολλά ή σχεδόν τίποτα για την υπόθεση αυτή καθαυτή του βιβλίου αλλά τα συναισθήματα και τις σκέψεις που μου προκάλεσε η ανάγνωση του. Και σήμερα που γράφω αυτές τις γραμμές, ένα μήνα σχεδόν μετά την ανάγνωσή του νομίζω ότι κατηφορίζω με ένα σκέιτ την Αλεξάνδρας και περπατάω χέρι χέρι με έναν εφηβικό μου έρωτα που χάθηκε σε κάποια αντανάκλαση μιας βιτρίνας.

Η επικοινωνία με την κυρία Καρυωτάκη ήταν σχεδόν άμεση με τη λήξη της ανάγνωσης και την ευχαριστώ για την υποδοχή, την καλή της διάθεση και τον χρόνο που αφιέρωσε για να απαντήσει στις ερωτήσεις μου.

Πόσες ομοιότητες έχουν Νεάπολη και Εξάρχεια σήμερα, σε σχέση με την εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία του βιβλίου σας; 

Είμαι κάτοικος της Νεάπολης Εξαρχείων από το ’75 – επιστρέφοντας από το Παρίσι στην αρχή της μεταπολίτευσης – και συχνάζω στα Εξάρχεια από την εποχή που σπούδαζα στο Πολυτεχνείο – από το ’65. Πριν μερικές μέρες, κάποια φίλη «ανέβασε» μια φωτογραφία από το σπίτι με τον αρ. 30 της Δαφνομήλη – αυτό με την αυλή, τον φοίνικα και το γιασεμί, και μια γαζία που η μυρωδιά των λουλουδιών της σε συνοδεύει σε όλο το μήκος του δρόμου –  στο σχόλιο έλεγε ότι πρόκειται για το σπίτι της Φλώρας – της ηρωίδας του Τσίρκα στη «Χαμένη Άνοιξη». Μόλις μερικά σπίτια πιο κάτω – στον αρ. 8 – βρίσκεται ένα άλλο διώροφο νεοκλασικό όπου στεγαζόταν η Ταβέρνα του Μάνθου – στέκι αντιστασιακών στην χούντα και «ιστορημένη»  από τον «Κακομοίρα», επίσης ήρωα του Τσίρκα στη «Χαμένη Άνοιξη» – συχνάζαμε εκεί στη μεταπολίτευση, ως τις αρχές της εποχής των «Ληστών της Ανθολογίας του Μαύρου χιούμορ».

h
Φωτογραφία από το αρχείο της Ισμήνης Καρυωτάκη


Η περιοχή της Νεάπολης με κέντρο τα Εξάρχεια είναι η γειτονιά όπου επιμένει να ανθεί η ισορροπία των αντιθέσεων. Η ενέργεια και η ζωντάνια χέρι-χέρι με την ένταση και την επικινδυνότητα, η ομορφιά  της ριζωμένης ιστορικότητας αγκαλιά με την φθορά, σε γεωμετρική ίσως πρόοδο από τότε μέχρι σήμερα. Ένα θέλω να πω, ότι η πλατεία Εξαρχείων και η περιρρέουσα, ποτέ δεν με απέπεμψε, ούτε με αποπέμπει.  Κυκλοφορώ στους δρόμους και κατεβαίνω στα στέκια της με την ίδια εμπιστοσύνη που κυκλοφορούσα την δεκαετία του ’60 σαν φοιτήτρια και αργότερα σαν κάτοικος της ευρύτερης περιοχής –από το ’70 ως τα σήμερα.

Ως αρχιτεκτόνισσα πείτε μου, αν η νουβέλα σας ήταν κτίριο, ποιο θα ήταν; 

Χμμ, ωραία ερώτηση… Ε, λοιπόν  «οι Ληστές της Ανθολογίας μας» αν ήταν κτίσμα θα έλεγα πως θα τους ταίριαζε γάντι το ανεπανάληπτο «καταφύγιο» της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ στην Αίγινα. Κι αυτό γιατί, το τεράστιο οίκημα με τον απέραντο φυστικόκηπο – όπου είχα την τύχη να φιλοξενηθώ πολλές φορές όσο ζούσε η μυθική ποιήτρια, στη διάρκεια του ’80 και του ’90 – είχε ταυτόχρονα –και έχει– την ανεπιτήδευτη ομορφιά, την απλότητα, και την πατίνα της φθοράς καθώς έστεκε –και στέκει– αφρόντιστο και φροντισμένο μαζί,  με μια συναρπαστική ειλικρίνεια, φυσικότητα, και αυθεντικότητα –ταυτισμένο με τη σαγήνη του κατ’ επανάληψη «ανεκπλήρωτου» στους στίχους της ποιήτριας.

Το σπίτι της ποιήτριας Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ στην Αίγινα (ευχαριστώ την φίλη μου Μαρία Γουσέτη τράβηξε αυτές τις φωτογραφίες)

Κάθε δομικό στοιχείο αυτού του κτίσματος, με παραπέμπει στην διαχρονική γνησιότητα της Νεάπολης και των σκαλοπατιών της,  στην οπωσδήποτε ανυπόκριτη ιστορικότητα των χώρων της και πάνω απ’ όλα στο ανέφικτο του «καθωσπρεπισμού» της. Αλλά ακόμη και στην αύρα και την διάθεση που κατακλύζει τους κατοίκους –όσους…–, τους διαβάτες και περαστικούς της Νεάπολης,  αυτό το ίδιο αίσθημα που διακατέχει και τους ήρωες της «Ανθολογίας» μου,  τον Λουκά και τον Μανόλο και την Ξένη, την Νιόβη και την Μυρσίνη.

Ο Λουκάς κι ο Μανόλο, σήμερα, πού θα κυκλοφορούσαν; 

 

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη εδώ 

 

Όταν πιάσεις  στα χέρια σου «Τα Λύτρα» (Εκδόσεις Διόπτρα), το δεύτερο μυθιστόρημα του δημοσιογράφου, Πάνου Αμυρά, δύσκολα θα το αφήσεις μέχρι να φτάσεις στην τελευταία σελίδα του. Κι εκεί όμως ακόμη σε περιμένει μια (ευχάριστη) έκπληξη.

«Τα Λύτρα» είναι ένα νουάρ μυθιστόρημα, με φόντο την Αθήνα του 1943, με πολλά στοιχεία ενός γνήσιου κατασκοπικού θρίλερ. Παράλληλα η τεκμηρίωση των ιστορικών στοιχείων που υπάρχουν έντεχνα ενταγμένα στην φανταστική πλοκή που έχει στήσει ο συγγραφέας  θα μπορούσε να το εντάξει και στην κατηγορία του ιστορικού μυθιστορήματος.
Πάρα τις «ετικέτες» που μόλις έβαλα, το βιβλίο του Πάνου Αμυρά είναι πάνω απ’ όλα ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα που δεν θα αφήσει απογοητευμένο τον αναγνώστη του.

 

Οι Ναζί, οι δοσίλογοι, οι πατριώτες, οι θαρραλέοι και οι δειλοί είναι όλοι παρόντες στις σελίδες του βιβλίου.
Οι ήρωες του Αμυρά, στα «Λύτρα» είναι χαμένοι στις διαφορετικές ταυτότητες που καλούνται να υπηρετήσουν. Η ηθική είναι παρούσα όπως η ανηθικότητα, όπως άλλωστε συνέβαινε στην κατοχική Αθήνα.

Πέραν της αστυνομικής πλοκής όμως ο Πάνος Αμυράς φέρνει στο φως τη δράση μιας όχι και τόσο γνωστής στο πλατύ κοινό αντιστασιακής οργάνωσης της : «Υπηρεσίας  5 – 165». Το έργο της σπουδαίο και τα δεινά που υπέστησαν τα μέλη της από την «Ειδική Ασφάλεια» (που επανασύστησε η κυβέρνηση Ράλλη) περισσότερα.

Η δημοσιογραφική έρευνα του Πάνου Αμυρά με στοιχεία, ονόματα και διευθύνσεις μπλεγμένη με τη μυθοπλασία του κάνουν «Τα Λύτρα» ένα απολαυστικό βιβλίο για απαιτητικούς αναγνώστες.

Η έκπληξη που ανέφερα στην αρχή του κειμένου έρχεται στο τέλος της μυθοπλασίας. Αρχίζουν τότε μερικές σελίδες που αναφέρουν ιστορικά στοιχεία για τα πρόσωπα –χαρακτήρες του έργου αλλά και μια ξεχωριστή ενότητα με τόσα στοιχεία για τα πραγματικά πρόσωπα της εποχής που περιγράφοντται στο βιβλίο ώστε να κάνουν τον αναγνώστη να σπεύσει για ακόμη περισσότερες πληροφορίες.

Ο Πάνος Αμυράς είχε την καλοσύνη, αφού υπέβαλε σε τόσες «ανακρίσεις» τους ήρωές του, να υποστεί και τη δική μου, και τον ευχαριστώ πολύ για την «κουβέντα» που θα διαβάσετε παρακάτω. Το βιβλίο του στάθηκε μια καλή αφορμή για να μιλήσουμε όχι μόνο για ιστορία, αλλά και για δημοσιογραφία, ηθική και προδοσία.

Πότε η δημοσιογραφία μετατρέπεται σε …ιστορία;

Η δημοσιογραφία πολλές φορές γίνεται μέρος της ιστορίας, είναι ένας σημαντικός κρίκος της. Ο δημοσιογράφος καταγράφει γεγονότα, όχι πάντα με την επιστημονική τεκμηρίωση και κυρίως με την απόσταση που διαθέτει ένας ιστορικός, όμως μπορώ να σας βεβαιώσω ότι και οι ιστορικοί κατά τη διάρκεια των ερευνών τους προσφεύγουν στον τύπο της εποχής για να αντλήσουν πληροφορίες και να οσμισθούν την ατμόσφαιρα της εποχής.

Λογοτέχνης, συγγραφέας, δημοσιογράφος. Ποια ιδιότητα σου ταιριάζει περισσότερο;

Νομίζω ότι η ιδιότητα του γραφιά είναι αυτή που με ακολουθεί παντού, σαν μία σκιά που άλλοτε με γιγαντώνει και άλλοτε με εξαφανίζει από τον ορίζοντα. Ακόμη και στον Στρατό, μου αποδόθηκε η ειδικότητα του “τεχνικού γραφέα”, ένα ακόμη σημάδι της τύχης μου. Στη δημοσιογραφία συμπληρώνω φέτος 35 χρόνια δράσης, στο χώρο του βιβλίου είμαι νέος αλλά χαίρομαι ιδιαίτερα που τα δύο μυθιστορήματά μου, ο “Λιμός” και “Τα λύτρα” αποτελούν ένα μικρό μέρος του υπέροχου αυτού κόσμου.    

 Δύο ιστορικά μυθιστορήματα «μετά» και με μια μακρόχρονη δημοσιογραφική καριέρα, έχεις καταλάβει γιατί η Ιστορία μας δεν διδάσκεται σωστά στους νέους;

Όλα είναι εκπαίδευση, όλα ξεκινούν από την παιδεία. Δεν ξέρω εάν υπάρχει σωστή ή λάθος διδασκαλία της ιστορίας, ωστόσο είμαι βέβαιος ότι είναι ελλιπής με αποτέλεσμα να χάνει τον βασικό της προορισμό:  Την κατανόηση των γεγονότων του παρελθόντος, την αναζήτηση των αιτιών που κινούν τις εξελίξεις, την αναγνώριση των προσωπικοτήτων που έδρασαν υπερβαίνοντας την εποχή τους. 

Αμυράς
 Ο Πάνος Αμυράς έξω από την πόρτα της διαβόητης “Κομαντατούρ” στην Αθήνα

 

Οι ήρωές σου, και στα «Λύτρα» – κυρίως ο Αγραφιώτης – ζουν διαφορετικές ζωές ανάλογα με την ταυτότητά τους. Πόσο η «ταυτότητα» καθορίζει έναν χαρακτήρα, ή τελικά ο χαρακτήρας δίνει νόημα στην «ταυτότητα»;

Η ταυτότητα είναιένα σημαντικό στοιχείο του χαρακτήρα, αρκεί να μην μετατρέπεται σε αυτοσκοπό, τότε θα μοιάζει με ένα κυνήγι μαγισσών. Στα βιβλία μου, ο κεντρικός ήρωας, ο υπαστυνόμος Νίκος Αγραφιώτης, καθοδηγείται κυρίως από τη δική του ηθική. Για αυτό ακόμη και όταν χάνει την ταυτότητά του, αναζητεί τη λύτρωση ακολουθώντας το δικό του δρόμο, όχι πάντα ορθόδοξο, που εκπορεύεται ωστόσο από την καρδιά του.

Δημοσιογράφοι και κοινό ζούμε στον εφιάλτη των fake news. Ως δημιουργός και ως δημοσιογράφος πιστεύεις ότι υπάρχει «fake» δημιουργία;

Σε μία σύνθετη εποχή, όπου η πληροφορία μεταδίδεται με την ταχύτητα των ιών και κάθε χρήστης μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει πρόσβαση στην παγκόσμια σφαίρα είναι σχεδόν αναπότρεπτο ότι θα διακινούνται fake news. Αυτό όμως δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για την κάθε μορφής εξουσία, που επιχειρεί να βάλλει κατά των μέσων ενημέρωσης επικαλούμενη τα “fake news”. Οι μεγαλύτερες αποκαλύψεις για πολιτικά πρόσωπα και καταστάσεις έγιναν από δημοσιογράφους, οι οποίοι συνάντησαν διαψεύσεις ή και διαπόμπευση πριν από τη δικαίωση. Πιστεύω στην ελευθερία του τύπου, με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και fake news υπάρχουν και fake δημιουργία υφίσταται, αλλά έχω την πεποίθηση ότι πάντα κερδίζει η αλήθεια.

Η απαξίωση ΜΜΕ και δημοσιογράφων από μεγάλη μερίδα του κόσμου πού πιστεύεις ότι οφείλεται;

Η δημιουργία εχθρών είναι πάντα μία εύκολη λύση, ιδίως σε περιόδους κρίσης, πάντα υπάρχει η ανάγκη για έναν αποδιοπομπαίο τράγο. Τα μέσα ενημέρωσης είναι ένας κομβικός πυλώνας της δημοκρατίας και θα έλεγα το “αποκούμπι” του πολίτη απέναντι σε φαινόμενα κατάχρησης εξουσίας. Η απαξίωση έρχεται όταν ξεχνούμε το ρόλο μας, όταν αντί να ελέγχουμε την εξουσία θέλουμε να “γίνουμε” μέρος της. Και εδώ έχουμε ευθύνες όλοι. Από την άλλη πλευρά βλέπουμε, και σε παγκόσμιο επίπεδο, λαϊκιστές και δημαγωγούς πολιτικούς να επιτίθενται μέρα και νύχτα κατά των μέσων ενημέρωσης, σε μία προσπάθεια να καλύψουν τα δικά τους ατοπήματα.

Πιστεύεις ότι ΜΜΕ και πολιτικοί αντιμετωπίζουν το κοινό όχι ως υπεύθυνο ενήλικα αλλά ως «πελάτη» που του κάνουν όλα τα χατίρια σαν κακομαθημένου παιδιού;

Όσοι θεωρούντους πολίτες χειραγωγούμενους ή “πελάτες” μπορεί αρχικά να πετυχαίνουν κάποιες πρόσκαιρες νίκες αλλά τελικώς ηττώνται ολοκληρωτικά. “Μπορείς να κοροϊδέψεις πολλούς για λίγο, ή λίγους για μεγάλο διάστημα, αλλά ποτέ όλους για πάντα”. Αυτό ισχύει τόσο στην ενημέρωση όσο και στην πολιτική. Εάν οι πολιτικοί χάσουν τον καθοδηγητικό ρόλο που έχουν στην κοινωνία τότε το κενό θα το καλύψει ο λαϊκισμός με ολέθρια αποτελέσματα.

 

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη του συγγραφέα στον Γιάννη Καφάτο και το viewtag.gr 

Η βραδιά ήταν πολύ λονδρέζικη, όπως ο Σερ Βέμπερ, που μας έχει τινάξει τα μυαλά στον αέρα με τις μελωδίες του – χρόνια τώρα. Έβρεχε και πάρα την ταλαιπωρία τους οι παρκαδόροι στο  Christmas Theater χαμογελαστά και με ευγένεια μας οδηγούσαν να παρκαρούμε.  Μακριά, αφού το θέατρο ήταν «πίτα»!

 

Phantom of the opera: Η παράσταση της Αθήνας με ταξίδεψε πολλά χρόνια πριν στο “Her Majesty’s Theater” του Λονδίνου που είχα δει για πρώτη φορά  το «φάντασμα». Εκεί είχε πρωτανέβει το 1986 και άφησε για πάντα τα ίχνη του στ’ «αυτιά» του πλανήτη!

Συγκλονιστική μουσική, μοναδικές ερμηνείες, φαντασμαγορικά σκηνικά φτιαγμένα όχι μόνο για να σαγηνέψουν το μάτι αλλά για να είναι απολύτως λειτουργικά σε μια παράσταση υψηλών απαιτήσεων. Τι άλλο θες για να πεις: πέρασα καλά;

Α, μια και μιλάμε για ροκ-όπερα θες και φωνές. Και οι θεατές της Αθηναϊκής εκδοχής του Phantom of the Opera είμαστε πολύ τυχεροί γιατί οι τρεις βασικοί χαρακτήρες ερμηνεύονται από τρεις κορυφαίους τραγουδιστές που δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό.
Οι ερμηνείες τους πλησιάζουν το κατ’ εμέ απόλυτο της παράστασης του 1986 με τους Michael Crawford στο ρόλο του φαντάσματος και της Sarah Brightman στο ρόλο της Κριστίν.

Η Αθήνα δονείται από το απόκοσμο πάθος του κυρίου Ben Foster που υποφέρει από έρωτα και έλλειψη αγάπης και μας δίνει ένα μοναδικό «φάντασμα».
Το ίδιο και η κυρία Celinde Schoenmaker αποδίδει με μια κρυστάλλινα μαγευτική φωνή την εύθραυστη Κριστίν που καταφέρνει να ξεμπερδέψει τα συναισθήματά της.
Το τρίο των πρωταγωνιστών συμπληρώνεται από τον επίσης εξαιρετικό Nadim Naaman στον ρόλο του Ραούλ, Υποκόμη του Σανί και αντίζηλο του «φαντάσματος» στην καρδιά της Κριστίν.

Η κυρία Vallery Cutco αποδίδει την «μαντάμ Ζιρί» χορογράφο της Όπερας του Παρισιού – εκεί που εκτυλίσσεται η δράση – με μια ξεχωριστή παρουσία. Καταφέρνει να κλέβει τη ματιά του θεατή ακόμη κι όταν απλώς στέκεται στη σκηνή.

Αν ξεφυλλίσεις το πρόγραμμα με την ταυτότητα της παράστασης θα δεις φυσικά πολλά ελληνικά ονόματα. Εξαιρετικοί επαγγελματίες σε άριστη συνεργασία με τους μετακληθέντες συναδέλφους τους προσφέρουν  μια πραγματικά πρωτόγνωρη εμπειρία μουσικού θεάτρου στο αθηναϊκό κοινό.

Διαβάστε τη συνέχεια εδώ

Μετά το «AGORÁ – Από την Δημοκρατία στις Αγορές» που προκάλεσε αίσθηση και βραβεύτηκε διεθνώς, ο Γιώργος Αυγερόπουλος επιστρέφει με την δεύτερη ταινία του για την ελληνική κρίση, το AGORÁ II – Δεσμώτες.

Για περίπου 5 χρόνια (2015-2019), ο Αυγερόπουλος παρακολουθεί την κοινωνία της χώρας του σε διαφορετικά επίπεδα, με πρωταγωνιστές τον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, τον υπουργό οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη, ένα ζευγάρι προσφύγων απ’ τη Συρία, μία τραγική μάνα, μία οικονομική μετανάστρια και έναν νέο γιατρό.

 

Με αποκαλυπτικό υλικό που για πρώτη φορά θα δει τα φώτα της δημοσιότητας, κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές, αλλά και με την μακροχρόνια παρακολούθηση των χαρακτήρων του, ο Αυγερόπουλος συνθέτει στο AGORÁ II – Δεσμώτες το κινηματογραφικό μωσαϊκό της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας, θέτοντας θεμελιώδη ερωτήματα για το μέλλον τόσο της πατρίδας του όσο και της Ευρώπης.

Παίζεται από τις 13 Φεβρουαρίου στους Κινηματογράφους.

ΑΘΗΝΑ

✔ CINE IDEAL: Πανεπιστημίου 46 (στάση μετρό Πανεπιστήμιο), Τηλ: 2103826720
✔ Ααβόρα: Ιπποκράτους 180 (στάση μετρό Αμπελόκηποι), Τηλ.: 2106423271
✔ Γαλαξίας: Μεσογείων 6 (στάση μετρό Αμπελόκηποι), Τηλ: 2107773319
✔ Κινηματογράφος Μικρόκοσμος / Mikrokosmos Cinema: Λεωφ. Συγγρού 106, (στάση μετρό Συγγρού-Φιξ), Τηλ: 2109230081
✔ Σπόρτιγκ Digital Cinema: Κ. Παλαιολόγου 18, Ν. Σμύρνη, Τηλ: 2109313360

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

✔ Ολύμπιον: Πλατεία Αριστοτέλους 10, Τηλ. 231 037 8404

ΚΡΗΤΗ

Ηράκλειο :
✔ Βιντσέτζος Κορνάρος | Texnopolis Park , Μαλικούτη 18 – 20, Τηλ. 2810 821400

Χανιά:
✔ Cine Αττικόν, Ηρ. Πολυτεχνείου & Δραγούμη 1, Tηλ. 28210 27717

Ρέθυμνο:
✔ Cineland Pantelis, Εμμ. Πορτάλιου 3-5, Τηλ. 28310 29241

★ Η λίστα των κινηματογράφων θα ανανεώνεται διαρκώς. Οι μέρες και ώρες προβολής θα ανακοινωθούν σύντομα.

 INFO

Τίτλος Ταινίας: AGORÁ II – Δεσμώτες
Διάρκεια: ~110 λεπτά
Σενάριο, Σκηνοθεσία: Γιώργος Αυγερόπουλος
Παραγωγή: SmallPlanet Productions
Σε συμπαραγωγή με το: Westdeutscher Rundfunk (WDR)
Σε συνεργασία με το: ARTE
Έτος Κυκλοφορίας: 2020

Γιώργος Αυγερόπουλος – Who Is Who

Ο Γιώργος Αυγερόπουλος είναι  ντοκιμαντερίστας και δημοσιογράφος, ιδρυτής και δημιουργός της σειράς ντοκιμαντέρ Εξάντας. Η δουλειά του έχει διακριθεί διεθνώς με περισσότερα από 40 βραβεία σε φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Πρώην πολεμικός ανταποκριτής και ρεπόρτερ πρώτης γραμμής, ο Αυγερόπουλος στράφηκε στη δημιουργία ντοκιμαντέρ το 2000. Έκτοτε έχει δημιουργήσει δεκάδες κοινωνικοπολιτικές ταινίες σε περισσότερες από 50 χώρες. Τα τελευταία του έργα AGORA-Από τη Δημοκρατία στις Αγορές (2015) και Μέχρι την Τελευταία Σταγόνα (2017) προβλήθηκαν από τηλεοπτικά δίκτυα παγκοσμίως, ενώ τιμήθηκαν με σημαντικά βραβεία συμπεριλαμβανομένων των Rockie Award στο Banff World Media Festival (Καναδάς), Gold Hugo στο Chicago International Film Festival TV Awards, Best Documentary στο Los Angeles Greek Film Festival καθώς και με το Otto Brenner Special Award for Critical Journalism (Γερμανία).

Τον Μikeius  τον γνώρισα από τα παιδιά μου που ήταν φανατικοί θεατές του στο διαδίκτυο.
Πολλές φορές κόλλησα μαζί τους και  παρατηρούσα τον τύπο που μας έλεγε με έναν δικό του ξεχωριστό τρόπο ενδιαφέροντα πράγματα.

Πέραν του χαβαλέ του, που πέρασε στα πιτσιρίκια – κι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, μη νομίζετε ότι το λέω υποτιμητικά! – η αφεντιά μου ως πιο εξοικειωμένος με την τηλεόραση (λόγω δουλειάς) έβλεπα έναν νέο άνθρωπο που είχε κάτι! Αυτό το κάτι που κάθε τηλεοπτικός διευθυντής προγράμματος και περιεχομένου αναζητά. Πάνω απ’ όλα όμως ο Mikeius, στα δικά μου μάτια, εξέπεμπε μια ευγένεια. Ακόμη κι όταν ως ρόλος έλεγε καφρίλες που έκαναν τα παιδιά μου κι εμένα να τον παρακολουθώ. Ακόμη και τότε η ευγένεια του ήταν εμφανής.
Την ίδια ευγένεια διαπίστωσα όταν συνομίλησα μαζί του για να κάνουμε τη συνέντευξη που θα διαβάσετε με αφορμή την έντυπη εκδοχή του «What the Fact»
Το βιβλίο του Mikeius  είναι επαρκώς «οπτικοποιημένο»  στο στήσιμο των σελίδων και κερδίζει τον διστακτικό χρήστη βιβλίων αλλά προσφέρει και ενδιαφέρουσες στιγμές σε κάποιον που αγαπά το διάβασμα.

Η κουβέντα μας έγινε με ενδιαφέρουσα χρήση της τεχνολογίας  και ιδού ο Mikeius: ένας πολύ ενδιαφέρον τύπος που συναρπάζει το διαδίκτυο!

 

Είσαι  αυτό που πολλοί θέλουν γίνουν. Ένας διάσημος youtuber. Πώς τα κατάφερες;

Με δουλειά και τύχη όπως γίνεται σε κάθε δουλειά.
Έγγραφα σε ένα μπλογκ το 2010 το… «φάε ένα μαλάκα.blogspot.gr» Και εκείνη την εποχή το comedyLab  επικοινώνησε μαζί μου γιατί  έψαχναν για δημιουργούς περιεχομένου. Συμφωνήσαμε να κάνουμε τα κείμενα μου βίντεο και έτσι ξεκίνησε το ΜΠΡΑΦ. Κάπως έτσι ξεκίνησα. Γενικά πρέπει να κατεβάζεις συνέχεια ιδέες. Αυτές που αποτυγχάνουν να τις πετάς και τις άλλες που πάνε καλά να τις εξελίσσεις. Συνεχίζω να δουλεύω έτσι, η γνωστή δαρβινική μέθοδος !

Ποια είναι η απορία στην οποία ακόμη δεν μπορείς να βρεις απάντηση ;

Περίεργη ερώτηση! Είναι πολλές οι απορίες που δεν έχουμε βρει απάντηση και τις μοιράζομαι και εγώ με τον κόσμο. Αν υπάρχει ζωή εκτός γης, αυτή είναι η απορία στην οποία  δεν έχουμε βρει την απάντηση ούτε εγώ ούτε κανείς άλλος.

Πώς είναι το 24ωρο σου ως youtuber ;

Είναι εύκολη δουλειά  αλλά είναι και αγχωτική.  Έχει στρες αλλά τα ωράρια είναι πολύ ευέλικτα. Είσαι ελεύθερος επαγγελματίας. Δεν έχω πρωινό ξύπνημα αλλά από την άλλη δεν έχω την πολυτέλεια να κοιμάμαι όποτε θέλω. Κοιμάμαι όταν τελειώσει η δουλειά μου! Πολύ σπάνια δύο εικοσιτετράωρα είναι ίδια. Το πρωί κυρίως απαντάω σε email. Πρέπει να κάνεις τον μάνατζερ του εαυτού σου. Αφού τελειώσει αυτό το κομμάτι αρχίζει το γράψιμο. Εκεί τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα γιατί μπορεί να έχεις έμπνευση και σε τρεις ώρες να έχεις γράψει ένα κείμενο που άλλες φορές  να θες δύο μέρες. Υπάρχουν και μέρες που κοιτάς το χαρτί και δεν κατεβαίνει ιδέα ή γραφεις και δεν είναι καλό και ξανά.

Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα;

Είμαι αντίθετος σ’ αυτή τη φράση και το νόημά της γιατί  χάρη σε αυτή τη γάτα που πέθανε ανακαλύψαμε το διπλανό σπήλαιο, τον διπλανό καταρράκτη, το διπλανό πλανήτη …!

Πόσο σέξι είναι η επιστήμη;

Ναι ρε συ είναι πολύ! Πέφτουν οι γκόμενες. Τους λέω ιστορίες για τα άστρα. Μπορεί να είναι πολύ σέξι! (γελώντας)
Πέρα από την πλάκα ένα από τα πιο ωραία κοπλιμέντα που μου έχουν κάνει είναι από έναν τύπο που μου είπε ότι η εκπομπή τον βοήθησε να δηλώσει θετική κατεύθυνση γιατί είδε ότι μπορεί να τα μάθει! Επίσης το πιο κολακευτικό μήνυμα είναι από έναν κάγκουρα που μου έγραψε: ευχαριστώ Mikeius γιατί χθες την έπεσα σε μία γκόμενα και της έλεγα για τα μυρμήγκια που είχα δει σε ένα επεισόδιο και την εντυπωσίασα.

Βιβλία Vs YouTube

Μπορείς να μορφωθείς από βίντεο στο YouTube αλλά μπορείς να έχεις πολύ επιφανειακή γνώση από ένα βιβλίο. Είναι η καραμέλα «διαβάζω βιβλία και μορφώνομαι». Εξαρτάται τι διαβάζεις. Αν μόνο διαβάζεις Δημουλίδου (και καλά κάνεις) οκ. Υπάρχουν βιβλία που είναι απλώς για απόδραση από την πραγματικότητα και βιβλία που είναι ενημερωτικά. Το ίδιο και στο YouTube υπάρχουν επεισόδια μιάμισης ώρας με περιεχόμενο. Εξαρτάται αν τα βλέπει κάποιος επιφανειακά. Και εννοείται ότι μιλάμε για τα απλά βιβλία, όχι τα πανεπιστημιακά συγγράμματα.

Το Googlάριμα … σκοτώνει την έρευνα ;

 

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στον Γιάννη Καφάτο και το viewtag. gr 

«Ο Μεγάλος Υπηρέτης» του Δημήτρη Σωτάκη (εκδόσεις Κέδρος) είναι ένα συνταρακτικό μυθιστόρημα που περιγράφει με μοναδικό τρόπο τον σύγχρονο άνθρωπο χωρίς ταυτότητα.

Πόσες ταυτότητες έχει ένας άνθρωπος; Πώς το διαδίκτυο παρασύρει κάποιους σε μια εικονική ζωή και τελικά χάνουν τη δική τους, την πραγματική;
Και  όπως μου λέει ο συγγραφέας στη συνέντευξή μας είναι άλλο πράγμα η φαντασία του ανθρώπου και άλλο η εικονική ζωή. Χωρίς τη φαντασία ο Δημητρης Σωτάκης θα έχανε την ταυτότητά του.

 

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο βιβλίο, πριν περάσουμε στην κουβέντα με τον συγγραφέα.

Ο ήρωας του Δημήτρη Σωτάκη μεταμορφώνεται. Πρώτα από τη δυνατότητα να ασκήσει εξουσία σε έναν άλλον άνθρωπο. Στη συνέχεια όμως ο ήρωας μεταμορφώνεται σε σημείο που με έναν τρόπο (δεν θα πω …) αφανίζεται από τον φόβο και το άγχος να ζήσει τη ζωή του. Κι αυτός είναι ένας σπαραγμός του σύγχρονου ανθρώπου.

Είναι πολύ ξεχωριστός ο τρόπος που ο συγγραφέας περιγράφει τη βία, που είναι απότοκο της εξουσίας που αποκτά ο ήρωας. Η βία στον Μεγάλο Υπηρέτη είναι μικρογραφία μιας κατάστασης που επικρατεί γύρω μας. Το γεγονός ότι η βία μέσα στο σπίτι δεν ασκείται σε μια γυναίκα – όπως μας έχει συνηθίσει η επικαιρότητα να συμβαίνει – αλλά σε έναν άντρα κάνει ακόμη πιο έντονο το μήνυμα που έλαβα εγώ διαβάζοντας.

Ο Δημήτρης Σωτάκης με τον «Μεγάλο Υπηρέτη» πιστεύω ότι αφήνει ένα σπουδαίο έργο στη νέα ελληνική λογοτεχνία. Σύγχρονη γλώσσα, πικρό χιούμορ, έντονα συναισθήματα και δημιουργική πλοκή, οικείες εικόνες χαρακτήρων που μεταλλάσσονται χαμένοι σε φόβους και μια δυσανεξία στην ίδια τη ζωή είναι τα κομμάτια που αποτελούν αυτό κοινωνικό ψυχογράφημα.

Πολλές μέρες μετά την ανάγνωση του βιβλίου το σκέφτομαι ως ένα θεατρικό μονόλογο με δύο πρόσωπα επί σκηνής. Θα μπορούσε «Ο Μεγάλος Υπηρέτης» να γίνει ένας σύγχρονος «Αμπιγιέρ»;  Μακάρι !

Τα καλά βιβλία είναι πάντα αφορμή για ωραίες συζητήσεις . Πάμε λοιπόν στον συγγραφέα Δημήτρη Σωτάκη:

Η «εξουσία» χαλάει / αλλοιώνει τον χαρακτήρα του ανθρώπου έτσι κι αλλιώς ή πρέπει να το έχει μέσα του έτσι κι αλλιώς;

Η εξουσία είναι χωρίς δεύτερη σκέψη ένα ισχυρό δέλεαρ. Το ζήτημα δεν είναι να την αρνηθούμε, αλλά από ποια οπτική γωνία θα την δούμε. Το πόσο θα μας αλλοιώσει σχετίζεται με την ηθική ασπίδα του καθενός από εμάς, απέναντι σε κάθε τι που μπορεί να μας προσφέρει εύκολη ηδονή, επίπλαστη κυριαρχία. Το να την κατέχει κανείς δεν είναι απαραίτητα κακό, όμως την ίδια ώρα μπορεί να αποβεί καταστροφικό.

Ο Υπηρέτης (σου) έχει στοιχεία υπαρκτών ανθρώπων, πώς τον σκιαγράφησες πριν μπει στις σελίδες του βιβλίου σου;

Θα έλεγα ότι ο Υπηρέτης μου είναι ο σύγχρονος άνθρωπος. Αγκιστρωμένος από επιθυμίες, απωθημένα,  πάθη, αλλά την ίδια στιγμή αυτιστικός, κλεισμένος σε ένα καβούκι. Τρέχει πίσω από την ευτυχία, μοιράζεται  τη ζωή του με τους υπόλοιπους ανθρώπους, αλλά ταυτόχρονα εγκλωβισμένος σε μια ζωή γεμάτη αδιέξοδα. Εν ολίγοις, δεν ήταν καθόλου δύσκολο να τον σκιαγραφήσω, βρίσκεται πάντα δίπλα μου. 

Πώς ένας άβουλος άνθρωπος, όπως ο Υπηρέτης, μεταμορφώνεται και μεταλλάσσεται ως προσωπικότητα;

Δεν είμαι βέβαιος ότι μεταλλάσσεται. Ναι, φαινομενικά δείχνει ένας άλλος, ωστόσο μέσα μας δεν ζει μόνο ένας άνθρωπος, είμαστε φτιαγμένοι από πολλά συστατικά, που περιμένουν να πάρουν το ρόλο τους στην παράσταση της ζωής μας. Και βέβαια η πηγή της μετάλλαξής του είναι η στάση του δεύτερου ήρωα, εκείνος είναι η κινητήριος δύναμη που τον μεταμορφώνει. Έτσι αντιδρούμε, πράττουμε πάντα σύμφωνα με τα όρια που μας θέτει αυτός που βρίσκεται απέναντί μας, έτσι κάνει, λοιπόν, και αυτός, όταν βρίσκει μια χαραμάδα, ξεγλιστράει και γίνεται αυτός που γίνεται.

Η εικονική ζωή, σαν αυτή που ζει ο ήρωας του βιβλίου, σε τρομάζει; Έχεις γνωρίσει ανθρώπους που του μοιάζουν;

Η ηλεκτρονική ζωή που ζει ο πλανήτης τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργήσει τέτοιους ανθρώπους. Είναι πλέον πολλοί εκείνοι που ζουν μέσα σε μια κάψουλα ημιπραγματικότητας, τα όρια μεταξύ αληθινού και φαντασιακού είναι δυσδιάκριτα, είναι βέβαια μια συζήτηση που μπορεί να διαρκέσει για πολύ, πόσο πραγματικό είναι αυτό που συμβαίνει, ας πούμε, διαδικτυακά; Αληθινοί άνθρωποι, με σάρκα και οστά δεν κατευθύνουν αυτή τη συνθήκη; Με ποιο τρόπο,  όμως,  αντανακλά όλο αυτό στη ζωή μας; Δεν είμαι κι εγώ βέβαιος.

Το διαδικτυακό φλερτ, όπως το περιγράφεις στο βιβλίο, πιστεύεις ότι είναι κυρίαρχο στη ζωή μας σε σχέση με αυτό που έχουμε στο μυαλό μας οι άνω των 40 περί φλερτ;

 

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr 

«Η σκιά του Κυβερνήτη» του Άρη Σφακιανάκη (Εκδόσεις Κέδρος) είναι ένα συναρπαστικό οδοιπορικό σε ένα κομμάτι της ιστορίας μας, που (φυσικά) οι περισσότεροι αγνοούμε.

Είναι όμως και μια «ματιά» σε ό,τι ζούμε γιατί ο συγγραφέας μας παρασύρει σε μια ανάγλυφη παρουσίαση της πολιτικοκοινωνικής κατάστασης του πρώιμου ελληνικού κράτους και των παθογενειών που πληρώνουμε (κυριολεκτικά και μεταφορικά) σήμερα.

 

Ο μυθιστορηματικός ήρωας που γίνεται «Η σκιά του Κυβερνήτη» είναι ο ιδεώδης «ξεναγός» σε αυτό το ταξίδι της ιστορίας μας.

Ο καταιγιστικός ρυθμός που επιλέγει ο συγγραφέας κάνει την ανάγνωση ενός ιστορικού μυθιστορήματος απολαυστική και συναρπαστική. Στοιχεία νουάρ και κατασκοπευτικού θρίλερ με έκαναν να μην αφήσω το ογκώδες βιβλίο από τα χέρια μου μέχρι να φτάσω στην τελευταία σελίδα.

Ο Καποδίστριας ήταν μια ευκαιρία για την Ελλάδα που χάθηκε. Ο Άρης Σφακιανάκης πιστεύει ότι το μεγαλύτερο λάθος του πρώτου Κυβερνήτη εκείνης της μικρής Ελλάδας ήταν «Η απόλυτη –σχεδόν εμμονική – αφοσίωση στο όραμά του για την Ελλάδα».

Οι μικρότητες, οι συμπεριφορές και οι κουτοπονηριές που υποθήκευσαν το μέλλον του ελληνικού κράτους αλλά και διάβρωσαν την ελληνική κοινωνική ζωή παρουσιάζονται εν τη γενέσει τους στο βιβλίο του Άρη Σφακιανάκη «Η σκιά του Κυβερνήτη».

Αξίζει να ζήσει ο κάθε αναγνώστης την εμπειρία του βιβλίου του Άρη Σφακιανάκη γιατί η «σκιά» εκείνης της εποχής έχει καθορίσει  το μέλλον αυτού του τόπου (μας).
Ο λόγος τώρα στον ίδιο τον συγγραφέα:

Πώς αποφάσισες να γράψεις μια ιστορική βιογραφία;

Έβρεχε δυο μέρες συνέχεια, δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι –όχι χωρίς παπούτσια κόλετζ, τέλος πάντων- γύρω μου βρίσκονταν σκόρπια βιβλία σχετικά με την Ελληνική Επανάσταση (αφού είχα μόλις τελειώσει το μυθιστόρημά μου για την Έξοδο του Μεσολογγίου) κι έπιασα πάλι το μολύβι.

Γιατί ο Καποδίστριας;

Αφού είχα αποφασίσει να γράψω μια τριλογία για την γένεση του νέου Ελληνικού κράτους, θεωρώ ότι ο Καποδίστριας ήταν μια ιστορική στιγμή του έθνους που δεν γινόταν –και βέβαια δεν  ήθελα- να αγνοήσω.

Δουλεύοντας για το βιβλίο σου αισθάνθηκες ότι ιστορικώς είμαστε λίγο αναλφάβητοι, ελέω εκπαιδευτικού συστήματος;

Το εκπαιδευτικό μας σύστημα λειτουργούσε ανέκαθεν αποτρεπτικά σε κάθε επίπεδο γνώσης ή έρευνας. Γι’ αυτό και δεν διαβάσαμε ποτέ τους αρχαίους έλληνες συγγραφείς,  δεν μάθαμε ποτέ την Ιστορία μας και δεν ξέρουμε να ξεχωρίσουμε την 28η Οκτωβρίου από την 25η Μαρτίου.

Ποια πτυχή της προσωπικότητας του Καποδίστρια, πιστεύεις ότι ήταν  η «κερκόπορτά» του;

Η απόλυτη –σχεδόν εμμονική – αφοσίωση στο όραμά του για την Ελλάδα.

Ποιο ήταν το  μεγαλύτερο του προτέρημα;

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr

Το βιβλίο του Κώστα Αρκουδέα «Επικίνδυνοι συγγραφείς» είναι ένα εγχειρίδιο για κάθε βιβλιόφιλο αλλά συγχρόνως και ένα βαθύτατα πολιτικό κείμενο, και πιστεύω ότι αξίζει να διαβαστεί με τη διπλή του αυτή «ταυτότητα».

Ο συγγραφέας για μια τετραετία έκανε μια σπουδαία – εκ του αποτελέσματος – έρευνα και μας έχει παραδώσει σε μια εξαιρετική έκδοση (Καστανιώτης) με σκληρό εξώφυλλο ένα μεγάλο έργο που καταγράφει κριτικά τους σπουδαίους λογοτέχνες του πλανήτη που κυνηγήθηκαν από την κρατική λογοκρισία.

 

Κάθε κεφάλαιο είναι μια αφορμή να βάλεις λίγα ευρώ στην άκρη για να πάρεις να διαβάσεις έργα γνωστά ή και λιγότερο γνωστά ή και μια αφορμή να ξαναδιαβάσεις βιβλία που ίσως βρίσκονται σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης σου με άλλο μάτι.

Ο Κώστας Αρκουδέας καταφέρνει να φτιάξει ένα εγχειρίδιο που ξεφεύγει από τα στενά όρια της λογοτεχνίας και μας δίνει με πλούσιο υλικό και το δικό του φίλτρο κομμάτια της παγκόσμιας ιστορίας και της εξέλιξης των κοινωνικών κινημάτων. Οι «Επικίνδυνοι συγγραφείς» αντιμετωπίστηκαν ως τέτοιοι από πολιτικοκοινωνικές εξουσίες, τις οποίες ο Αρκουδέας μας παρουσιάζει ανάγλυφα.
Οι παραπομπές από τα έργα που παρουσιάζει κάνουν την αναγνώση του βιβλίου ακόμη πιο συναρπαστική και σχεδόν σου επιβάλλουν να αναζητήσεις (όπως λέγαμε παραπάνω) κάποια, αν όχι όλα, από τα έργα που μελέτησε.

Στο βιβλίο υπάρχει ειδικό κεφάλαιο για την Ελλάδα και τους συγγραφείς που διώχθηκαν.

Η λογοκρισία λοιπόν ήταν η αφορμή και το βασικό περιεχόμενο της συνέντευξης που μου παραχωρησε:

 Τελικά υπήρξε κάποια λογοκρισία που πέτυχε να μην διαδοθεί το μήνυμα ενός βιβλίου;

Υπήρξε. Στη Νότιο Αφρική, για παράδειγμα, όταν έπεσε το καθστώς του Απαρτχάιντ, οι τίτλοι των απαγορευμένων βιβλίων έφταναν τους είκοσι χιλιάδες. Ιδού το σχετικό απόσπασμα:

Η λογοκρισία στη Νότια Αφρική, με την αγριότητα που την διέκρινε, απέτρεψε πολλούς νέους από το να ασχοληθούν με τη συγγραφή, μη επιτρέποντας έτσι να γεννηθούν μια σειρά από πνευματικά έργα –μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, πραγματείες και δοκίμια– που θα μπορούσαν να είχαν γραφεί.

          Επίσης, το σταλινικό καθεστώς όχι μονάχα εμπόδισε αλλά και θανάτωσε μια πλειάδα νέων συγγραφέων χρησιμοποιώντας διάφορες ευφάνταστες κατηγορίες. Ο πρόεδρος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων Αλεξάντρ Φαντέγιεφ, ο οποίος εξωθήθηκε στο περιθώριο από τη νέα ηγεσία για να καταλήξει αλκοολικός και να αυτοκτονήσει το 1965 με μια σφαίρα στην καρδιά, έγραψε στο σημείωμα που άφησε πίσω του:   

«Τα καλύτερα στελέχη της λογοτεχνίας μας έχουν βιολογικά εξοντωθεί ή έχουν πεθάνει εξαιτίας της εγκληματικής συνενοχής των γραφειοκρατών. Οι καλύτεροι λογοτέχνες πέθαναν σε αφύσικα νεαρή ηλικία. Όλοι οι υπόλοιποι που ήταν ικανοί να παραγάγουν αληθινά έργα αξίας πέθαναν πριν φτάσουν τα σαράντα πενήντα χρόνια. Τώρα η λογοτεχνία έχει τεθεί υπό τον έλεγχο ατάλαντων, μικροπρεπών και μνησίκακων ανθρώπων. […] Η αυταρέσκεια των νεόπλουτων στα μεγάλα διδάγματα του Λένιν, ακόμα κι όταν ορκίζονται πίστη σε αυτά, με κάνει να δυσπιστώ απέναντί τους. Αυτοί είναι χειρότεροι ακόμα και από τον σατράπη Στάλιν. Εκείνος ήταν τουλάχιστον καλλιεργημένος, ενώ αυτοί είναι αστοιχείωτοι».

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr 

Θα είμαι εκεί! Ξέχνα ποιος είμαι. Το “Θα είμαι εκεί” είναι για όλους εκεί έξω που νιώθουν πως το φινάλε της Χρυσής Αυγής είναι προσωπική υπόθεση. Οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής των Αιγυπτίων αλιεργατών καλούν τον κόσμο να παραστεί στο εφετείο ανήμερα της απολογίας του Εθνικού Φύρερ Μιχαλολιάκου.

Σε μια περίοδο που η αντίσταση κατά της Ναζιστικής κατοχής “μαρκάρεται” από μέινστριμ κυβερνητικές υποπερσόνες ως εθελοντική δράση -όχι συνειδητή αντίδραση κατά του φασισμού, ολοκληρωτισμού- η καταδίκη της Ναζιστικής οργάνωσης αλλά και το μήνυμα πως υπάρχουν αντανακλαστικά ελευθερίας ανάμεσα μας είναι απαραίτητη.

 

Και είμαι περίεργος αύριο και μεθαύριο τα “κανονικά” μέσα ενημέρωσης που θα έχουν το θέμα της κατάθεσης Μιχαλολιάκου. Πώς θα της συμπεριφερθούν

#Χρυσή_Αυγή

Θα είμαι εκεί

Κυκλοφορούμε ανάμεσα σε μισανθρώπους και βλαμμένους. Είναι περισσότεροι και δεν πρέπει να μας παίρνει από κάτω!
Να χθες ο άλλος ντύθηκε αρχαίος, πήρε τη σάρισα και έστησε μπλόκο να μην περάσει πούλμαν με προσφυγες/μετανάστες.
Τελικά το πούλμαν μετέφερε γραίες που πήγαιναν ομαδόν για νυχτερινό πικ νικ!
(δεν μάθαμε αν τελικά έγινε το υπαίθριο τσιμπούσι!)
#ρατσισμός

(Φωτογραφία του του μουσικοσυνθέτη Κώστα Καλδάρα / Facebook)

Το υπουργείο του Βασίλη Κικίλια, της Υγείας, στο πλαίσιο του αντικαπνιστικού νόμου, σκοπεύει να επιδοτήσει θερμάστρες για να μην κάθεται ο κόσμος που καπνίζει στο κρύο!!!

#λατρεμένη_επιθεώρηση

Θα είμαι εκεί
Η μάχη του μπάρμπεκιου

Ο Γιαννούλης του ΣΥΡΙΖΑ είπε ότι είναι κτηνωδία να μαζεύονται κάποιοι έξω από τους χώρους κράτησης (ε, με συγχωρείτε) διαμονής (άθλιας) μεταναστών και προσφύγων που είναι κατά βάση μουσουλμάνοι και να στήνει ψησταριές με χοιρινά (που ως γνωστόν απαγορεύονται από τη θρησκεία τους) και ο Κυρανάκης της ΝΔ αρχισε ν’ αλυχτάει ότι ο ΣΥΡΙΖΑς θέλει να απαγορέψει  το μπάρμπεκιου στους Έλληνες.
Και μόνο να διαβάσεις το θέμα βγάζει γέλιο. Οπότε η σάτιρα σιωπά και υποκλίνεται.
Βεβαίως η γαλάζια διάθεση για fake news είναι ένα θέμα. Και πολλά Media που γουστάρουν να τρομάζουν τους «νοικοκυραίους» με αυτά και άλλα ψεύδη είναι θέμα. Μεγάλο!

#Pulp_Politics

Κατά τα άλλα στο υπόλοιπο σύμπαν της νορμαλιτέ κάποια στιγμή, χτες – προχτές- από την τηλεόραση έπιασε το μάτι μου τον Κώστα Μπογδάνο.

Κάτι είπε πως στην Πλατεία Αμερικής το πράγμα πάει καλύτερα στο ματσάκι Νομιμότητα Vs Παραβατικότητα.

Εκεί χαμογέλασα γλυκόπικρα. Αν κατεβαίνεις την Πατησίων κάθε μέρα ξέρεις τι εννοώ…

Το πρώτο είναι πως ο Κώστας  δεν ξέρει τι λέει…

#Μπογδανισμός

Ο Χάρης και η Αντελίνα Βαρθακούρη τσακώνονται μπροστά στην κάμερα και γίνονται In και ασχολούνται τα κανάλια μαζί τους. Εγώ ξέρετε τι καλά που τσακώνομαι με τον δικό μου και δεν παίρνω και φράγκο; Μόνο καμιά βαλεριάνα για να ηρεμήσω

 

#eleos-kapou

Είδα το «Ενώπιος Ενωπίω»  και θυμήθηκα τον εαυτό μου, 20 χρόνια πριν παιδί να το βλέπει κρυφά και να σκέφτομαι….”Αυτή είναι ωραία δουλειά!”
 Αχ! Που να ήξερα; Πάντως και 20 χρόνια μετά ο Νίκος Χατζηνικολάου, μας θυμίζει τι θα πει “συνέντευξη”, χωρίς κιτρινίλες, με χιούμορ και αμεσότητα. Για να μην πω το αυτονόητο! Ενημερωμένος!

#enopios_enopio

Είδα και τον “Τζόκερ” θα μου πεις τώρα μαντάμ; Τι να κάνω;  Έχω λιώσει στο θέατρο….Λοιπόν, μπορείτε να μου πείτε γιατί πρέπει να μου αρέσει αυτή η αρρώστια και η βία; Από εμένα είναι “Όχι”.
Τόσο σκληρή ταινία δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί.
 #Joker

Αν όμως δίδασκα σε σχολείο ή ήμουν μητέρα θα είχα πολλά να συζητήσω μ’ ένα έφηβο. Να μιλάμε με τα παιδιά!

Σε Γενικές Γραμμές. Τρεις δημοσιογράφοι, τρία site, σε ιστορίες καθημερινής τρέλας!Η Γιώτα Δημητριάδη @Τεχνες-Plus, ο Γιάννης Καφάτος @Viewtag.gr και ο Γιάννης Παναγόπουλος @Fragilemag.gr φτιάχνουν μια λίστα μ’ όλα όσα άκουσαν, είδαν και σκέφτηκαν την εβδομάδα που πέρασε, βολτάροντας στην πόλη, διαβάζοντας πρωτοσέλιδα εφημερίδων, κουβεντιάζοντας μεταξύ τους, κοιτώντας βιτρίνες μαγαζιών, ακούγοντας μουσική και συμφωνώντας πως ο διάβολος στις λεπτομέρειες βρίσκεται.

Σε ένα πόλεμο χαμένος πάντα είναι αυτός που δεν έχει επιλέξει στρατόπεδο. Αυτός που είναι ανένταχτος γιατί θέλει να έχει καθαρή συνείδηση. Το ήξερε καλά αυτό η Ελένη Παπαδάκη και το επαναλάμβανε αρκετά συχνά το τελευταίο διάστημα της ζωής της. Συνήθως με σκωπτική διάθεση. Πολλές φορές σαρκαστική. Ήξερε ότι προκαλούσε την μοίρα της.

Της το έλεγαν όλοι οι κοντινοί της άνθρωποι και περισσότερο από όλους η μητέρα της. Κάποια φορά μάλιστα ήταν τόση η ένταση που της μίλησε, που η Ελένη έφυγε χτυπώντας  την πόρτα με όλη της την δύναμη. Η κ. Αικατερίνη μία μεγολοαστή της εποχή της σοκαρίστηκε εκείνο το απόγευμα , παρόλο που φαινόταν από τα νηπιακά της  κιόλας χρόνια ότι η Ελένη δεν ήταν συνηθισμένο πλάσμα.
Είναι γνωστό σε όσους την  έχουν μελετήσει (έστω και λίγο από τις αποσπασματικές πηγές του διαδικτύου) το περιστατικό από το οποίο φάνηκε με τον πιο παραστατικό τρόπο ότι η Ελένη Παπαδάκη προοριζόταν, προαλειφόταν μάλλον από την μοίρα, να γίνει η μεγαλύτερη ντίβα του Θεάτρου.

Σε βρεφική και εφηβική ηλικία με τον πατέρα της που την λάτρευε και την αποκαλούσε πριγκίπισσά του. 
 

Την εποχή εκείνη, όπως συνηθιζόταν, η μητέρα της δεχόταν κόσμο στο σπίτι και έπαιζε πιάνο… κάποια στιγμή ακούστηκε θόρυβος και φωνές από το διπλανό δωμάτιο. Έτρεξαν όλοι να δουν τι συμβαίνει και βρέθηκαν μπροστά σε ένα θέαμα σουρεαλιστικό!

Μία υπέροχη παιδική φωτογραφία με τον αδερφό της

Η μικρή Ελένη Παπαδάκη,νήπιο είχε ανέβει πάνω σε ένα έπιπλο και έπαιζε τον πρώτο της ρόλο. Είχε φροντίσει όμως πριν να τοποθετήσει καρέκλες για το κοινό της. Γιατί μία θεατρίνα έχει πάντα κοινό.

https://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2019/10/papadaki-teleftaia-foto-viewtag-152x270.jpg 152w, https:/
Η Ελένη Παπαδάκη σε μία από τις Τελευταίες φωτογραφίες της. Ίσως είναι η τελευταία φωτογραφία Μέσα στο σπίτι της. Η αδυναμία και η θλίψη είναι εμφανής. Στο φόντο διακρίνονται τα 2 κηροπήγια που βρίσκονται πάνω στο πιάνο.

Η μητέρα της λοιπόν ανησυχούσε για το ποια θα ήταν η τύχη της  κόρης της όταν θα τελείωνε ο πόλεμος. «Όλοι αυτοί που τώρα βοηθάς και σώζεις από το εκτελεστικό απόσπασμα νομίζεις ότι θα είναι εκεί για σένα όταν θα χρειαστείς εσύ βοήθεια;”

Η μεγαλύτερη σταρ του μεσοπολέμου

Στο μικρό της δάχτυλο η Ελένη Παπαδάκη φορά το δαχτυλίδι από το οποίο αναγνωρίστηκε το πτώμα της

Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή. Η Παπαδάκη χρησιμοποίησε την γνωριμία που είχε με τον Δήμαρχο τον Αρχιεπίσκοπο και τον Πρωθυπουργό προκειμένου να σώζει αγωνιστές της Αντίστασης. Τον τελευταίο μάλιστα τον ήξερε πολλά χρόνια πριν γίνει Κατοχικός Πρωθυπουργός. Ήταν φίλος του πατέρα της και οικογενειακός φίλος και συνέτρωγε κάποιες Κυριακές μαζί τους στην οικία των Παπαδάκηδων.

Όσο έβλεπε την Ελένη να μεγαλώνει τόσο γοητευόταν από την χάρη και την πνευματικότητα της αλλά ποτέ δεν της εξέφρασε αυτόν τον θαυμασμό  όσο ζούσε ο πατέρας της.


Στο πιάνο σε νεαρή ηλικία

Όταν λοιπόν έγινε Πρωθυπουργός τύπου Κουίσλινγκ αποφάσισε να κρατήσει για τον εαυτό του και τον τίτλο του προέδρου του Συμβουλίου που διευθύνει διοικητικά το Εθνικό Θέατρο. Έτσι θα την έβλεπε πιο συχνά.

Η Παπαδάκη βέβαια ήταν ήδη πια αυτή που ήτανε. Η μεγαλύτερη ηθοποιός της εποχής αλλά και η μεγαλύτερη σταρ (γιατί ήταν η μεγαλύτερη σταρ του Μεσοπολέμου). Έχει σημασία αυτό για την πορεία της.

 Το κοινό την ήξερε και την λάτρευε και είναι γνωστό σε όλους του πνευματικούς κύκλους ότι πολύ συχνά αναρωτιόντουσαν όλοι μετά από μία καλή ή πολύ καλή ερμηνεία «ναι αλλά πως θα το έπαιζε άραγε η Παπαδάκη;» Εφημερίδες της εποχής έγραψαν «Λατρεύτηκε και μισήθηκε όσο καμία» και  «για αυτήν έχουν χυθεί τόνοι μελάνης».


Στο πατρικό της

Γιατί η Παπαδάκη ήταν μια αντισυμβατική προσωπικότητα με πολύ ριζοσπαστικές αντιλήψεις για την εποχή της παρόλο που οι περισσότεροι την κατατάσσουν στην λεγόμενη «συντήρηση» λόγω της αστικής καταγωγής της.

 Δείτε τις υπόλοιπες φωτογραφίες στο viewtag.gr
 

Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο «Μικροί Δρόμοι της Αθήνας» του Νίκου Βατόπουλου έχω την αίσθηση ότι περπατάω σε γειτονιές και γωνίες της πόλης όχι με την τουριστική διάθεση κατανάλωσης εικόνων αλλά με την «ευλάβεια» ενός κατοίκου αυτής της πόλης.

 

Τα παλιά, τα καινούργια, τα ξεχασμένα κτίρια της πόλης «μιλάνε» αρκεί να έχει κανείς το χρόνο και τη διάθεση να «ακούσει» τις ιστορίες τους.
Ο ήχος της πόλης είναι παρών αρκεί, όπως ο συγγραφέας, να έχει κανείς τις αισθήσεις του σε εγρήγορση, και να σέβεται την πόλη που τον φιλοξενεί.
Έχουν προηγηθεί εκατομμύρια και θα ακολουθήσουν άλλα τόσα, και η πόλη έχει διάθεση να μας μεταλαμπαδεύσει τη ζωή της. Είπαμε, αρκεί να είμαστε ανοιχτοί, λιγότερο βιαστικοί και να έχουμε τόλμη και διάθεση να σκαλίζουμε τη μνήμη.

Οι «Μικροί δρόμοι της Αθήνας» (εκδόσεις Μεταίχμιο) στάθηκε η αφορμή να γνωρίσω τον αρθρογράφο και συγγραφέα Νίκο Βατόπουλο και να σας παρουσιάσω τον άνθρωπο που του αρέσει να περιδιαβαίνει την πόλη, την Αθήνα και τις γειτονιές της και να μας μεταφέρει τον παλμό της.

Η πιο κλισέ ατάκα της επικαιρότητας στον καιρό της κρίσης ήταν “στις λεπτομέρειες κρύβεται ο διάβολος”. Στους μικρούς δρόμους της μεγάλης Αθήνας τι κρύβεται;

Στους μικρούς δρόμους της Αθήνας συναντώ πάντα κάτι που θα με εκπλήξει. Αλλά, ας πω, ότι ξεκινώ με σκοπό να βρω ένα στοιχείο αιφνιδιασμού, μία διάσταση έξω από τη στερεότυπη ανάγνωση της πόλης. Αυτό μπορεί να είναι ένα άδειο οικόπεδο, που έχει προέλθει από κατεδάφιση παλιού σπιτιού, και έχει γεμίσει με αγριόχορτα ενώ στα ξέφτια του παλιού σπιτιού μπορεί κανείς να δει χρωματιστούς τοίχους και τα ράφια από μια ντουλάπα. Μπορεί, ακόμη, αυτό το οικόπεδο να έχει ένα εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο, ένα Fiat της δεκαετίας του ’80 ή μια Mercedes της δεκαετίας του ’60. Μπορεί σε αυτές τις περιηγήσεις να παρατηρήσω μια μεγάλη συκιά ή μια χαρουπιά, που να τη θεωρήσω σημαντικό κομμάτι του αστικού τοπίου, ή να εντοπίσω απλώς το εσωτερικού ενός σπιτιού από το σπασμένο τζάμι της εξώθυρας.

Τι είναι αυτό που σε τραβάει για να αποτυπώσεις ένα παλιό κτίριο;

Περισσότερο από τη μορφολογία του, την όψη του, δηλαδή, με τραβάει η αύρα του, η πατίνα, εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, συχνά χαμηλόφωνα και για πολλούς επουσιώδη, που το κάνουν να ξεχωρίζει, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια. Ένα παλιό κτίριο έχει εγγενή αφηγηματική ικανότητα. Αυτήν προσπαθώ να εντοπίσω. Μπορεί να είναι ένα απλό σπίτι κατοικίας, μια τριπλοκατοικία, μια αποθήκη, ένα κλειστό μαγαζί, ένα χάλασμα ή ένα αρχοντικό.

Τα καινούργια κτίρια θα έχουν κάτι αντίστοιχο να τραβήξει το μάτι του περιπατητή στην Αθήνα του μέλλοντος;

Σαφώς. Το βλέμμα αλλάζει και αποκτά μνήμη και ευρυχωρία. Αυτό που ελκύει το βλέμμα δεν είναι μόνο η αισθητική ή η ιστορική αξία αλλά και το σώμα των αναμνήσεων, η συναισθηματική επένδυση κα η δυνατότητα ανάσυρσης συνειρμών.  Παλαιότερα, δεν με συγκινούσαν π.χ., ιδιαίτερα, τα κτίρια μετά το 1960 αλλά με την πάροδο των ετών απέκτησαν και αυτά πατίνα και εντάχθηκαν στη μυθολογία της πόλης. Όσο λιγοστεύουν οι μάρτυρες με ζώσα μνήμη από την εποχή που χτίστηκαν τα κτίρια, τόσο ενισχύεται ο μύθος τους.

Μας έλεγες στην παρουσίαση του βιβλίου σου ότι η πόλη όταν αλλάζει, εκτός από αυτά που βλέπει το μάτι, έχει το δικό της ήχο. Σήμερα τι ήχο διαδίδει η πόλη; Είναι ήχος αλλαγής, ή κάποιας αναμονής;

Η πόλη σήμερα παράγει πολλούς ήχους, ίσως πιο δυνατούς από παλιά, αλλά κάθε εποχή είχε τον ήχο της. Τον 19ο αιώνα ας πούμε υπήρχε ο καλπασμός των αλόγων που έσερναν τις άμαξες, υπήρχαν κοκόρια σε αυλές και ταράτσες, υπήρχαν οι φωνές των μικροπωλητών και πραματευτάδων. Σήμερα, ακούμε πολλά ringtones, τις φωνές όσων συνομιλούν δυνατά στο κινητό τους σε δημόσιο χώρο, έχουμε φρεναρίσματα, κομπρεσέρ, τον ήχο του συρμού στο μετρό και τόσα άλλα. Θα έλεγα ότι είναι ο ήχος μιας διαρκούς μεταβολής σε έναν αέναο κύκλο. Όπως είναι η ζωή.

Τι σκέφτεσαι όταν βλέπεις αυτά, που κάποιοι λένε σκωπτικά «γκρέμια», τα χαλάσματα στο κέντρο και τις γειτονιές της Αθήνας;

Με συγκινούν. Πάντα πλησιάζω ένα αστικό ερείπιο όπως πλησιάζει κάποιος ένα ζώο που κοιμάται. Με αργά βήματα. Μπαίνω στην αύρα των χαλασμάτων και παρατηρώ τις στρώσεις της τοιχοποιΐας τους, τη «σάρκα» τους, τις πέτρες, τα τούβλα, τον σοβά. Σαφώς, σκέφτομαι τις μέρες που τα σπίτια αυτά ζούσαν και φιλοξενούσαν μια καθημερινότητα που με δυσκολία μπορούμε να αναπαραστήσουμε σήμερα στη φαντασία μας.

Πιστεύεις ότι η ευκολία του κινητού, που κάνει τους πάντες “φωτογράφους” μπορεί να διασώσει κομμάτια της πόλης που χάνεται;

Τα τελευταία χρόνια έχουν ληφθεί περισσότερες φωτογραφίες παρά ποτέ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχουμε βελτίωση της ποιότητας. Ελάχιστο υλικό από όσο υπάρχει σήμερα σε κινητά και  υπολογιστές θα παραδοθεί στις μελλοντικές γενιές ως αρχειακό υλικό ή ως υλικό τεκμηρίωσης. Το ζήτημα είναι σύνθετο. Σαφώς, βέβαια, επειδή φωτογραφίζονται σχεδόν τα πάντα, όσες φωτογραφίες ερασιτεχνών και ευκαιριακών φωτογράφων διασωθούν θα αποτελούν τεκμήριο. Υπάρχει και μια κατηγορία ερασιτεχνών και επαγγελματιών (τους βλέπω στο Instagram) που έχουν δώσει εξαιρετικά ωραίες και πολύτιμες εικόνες της Αθήνας. Ελπίζω να οργανώσουν το αρχείο τους με τη σκέψη στο μέλλον.

Νίκος Βατόπουλος
Η παρουσιάση του βιβλίου “Μικροί Δρόμοι της Αθήνας” στο Booktalks ήταν μια πολύ ωραία βραδιά, σαν μια βόλτα με φίλους στην πόλη. Και φυσικά αφορμή να γνωρίσουμε τον Νίκο Βατόπουλο

Αν και στις φωτογραφίες σου λείπουν οι άνθρωποι, εγώ τουλάχιστον δεν θα τις έλεγα νεκρές φύσεις. Διαβάζοντας τις ιστορίες σου, διέκρινα σωστά ότι ο κάτοικοι της πόλης σε ενδιαφέρουν εξίσου με το περιβάλλον τους;

Ναι, με ενδιαφέρουν εξ ίσου. Θα έλεγα ότι η ανθρωπολογική προσέγγιση της Αθήνας προέχει στο βλέμμα μου έναντι της αυστηρά αρχιτεκτονικής. Με ενδιαφέρει το ίχνος του ανθρώπου στο άστυ. Με κάθε μορφή. Γι’ αυτό με ενδιαφέρουν τόσο τα σημαντικά, από αρχιτεκτονικής απόψεως, κτίρια όσο και τα «κοινά» σπίτια της λεγόμενης ανώνυμης αρχιτεκτονικής. Περιηγούμαι την πόλη επιδιώκοντας την κατανόηση της εξέλιξής της. Κυκλοφορώ με πολλά ερωτήματα στο νου, οπότε σε αυτήν την αναζήτηση η δραστηριότητα του ανθρώπου, οι ζωές που πέρασαν, οι άνθρωποι που δούλεψαν και χάρηκαν σε αυτήν την πόλη, είναι ψηλά στις προτεραιότητές μου. Φωτογραφίζω τα σπίτια ως κελύφη ζωής.

Ποια είναι μυρωδιά της Αθήνας; 

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr 

Παγκόσμια ημέρα μετάφρασης… ακούγεται τόσο “βαρετή” όσο και άλλες λιγότερο διάσημες παγκόσμιες ημέρες.
Εκείνο που την κάνει ξεχωριστή (όπως και κάθε βαρετή παγκόσμια ημέρα) είναι ότι γίνεται αφορμή! Αφορμή για μια σκέψη. Μικρή, φευγαλέα, μεγάλη, επίμονη, βασανιστική … όπως του βγει του καθενός!

 

Η μετάφραση είναι είναι μια πολύ πιο σοβαρή διαδικασία από ό,τι φανταζόμαστε.
Για σκέψου τι θα είμαστε χωρίς μεταφράστριες και μεταφραστές; Πόσο λιγότερα θα ξέραμε, θα βλέπαμε, θα καταλαβαίναμε!

Οι μεταφραστές είναι οι συνοδοιπόροι μας σε ταξίδια που χωρίς τη δική τους μεσολάβηση δε θα κάναμε ποτέ! Τουλάχιστον οι περισσότεροι από εμάς!

Αφορμή λοιπόν, η παγκόσμια ημέρα Μετάφρασης, για να μιλήσουμε δύο ελληνίδες μεταφράστριες (με αλφαβητική σειρά) τις κυρίες Δήμητρα Δότση, που μεταφράζει ιταλικά, και Κλαίρη Παπαμιχαήλ που μεταφράζει από τα αγγλικά.

Οι μεταφράστριες

Πώς διαλέξατε να γίνετε μεταφράστριες;

Δ.Δότση
Η μετάφραση δεν ήταν όνειρο ζωής για μένα. Προέκυψε στις αρχές του 2000, με αφορμή το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Μετάφραση-Μεταφρασεολογία» του ΕΚΠΑ, το οποίο παρακολούθησα με απώτερο σκοπό να ειδικευτώ στη συνέχεια στη διδασκαλία της ιταλικής λογοτεχνίας. Κατά τη διάρκεια του μεταπτυχιακού κι ενώ εργαζόμουν ήδη ως καθηγήτρια ιταλικής γλώσσας, ανέλαβα τις πρώτες μου μεταφράσεις, κάτι που έκανα μάλλον εν είδει πειραματισμού. Κάπως έτσι συνειδητοποίησα ότι η μετάφραση μου δημιουργούσε ένα αίσθημα πληρότητας, που προφανώς δεν είχα βιώσει με τη διδασκαλία.

Κ.Παπαμιχαήλ
Τυχαία. Ήθελα να φύγω από το σπίτι μου, έψαχνα τι δουλειά μπορούσα να κάνω, ήξερα πολύ καλά αγγλικά και τα λάτρευα κι έτσι άρχισα να μεταφράζω. Ούτως ή άλλως, αγαπούσα από πολύ μικρή τη λογοτεχνία και διάβαζα πάρα πολύ. Μετά… κόλλησα. Δεν ήθελα να κάνω τίποτε άλλο στη ζωή μου.

Η μετάφραση είναι τέχνη ή τεχνική;

Δ.Δότση
Είναι μια τέχνη, η οποία, ωστόσο, διέπεται από ορισμένες τεχνικές, τις οποίες οι παλιότεροι μεταφραστές κατακτούσαν έπειτα από πολλά χρόνια συστηματικής δουλειάς, αποκτώντας την κατάλληλη εμπειρία. Σήμερα, τις τεχνικές αυτές διδάσκουν έμπειροι επαγγελματίες, μυώντας τους επίδοξους μεταφραστές στην τέχνη της μετάφρασης. Οι τεχνικές αυτές ουσιαστικά σε βοηθούν να ξεδιπλώσεις πιο εύκολα – και πιο γρήγορα – το ταλέντο σου, που ούτως ή άλλως αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να επιβιώσεις σ’ αυτό το επάγγελμα.  

Κ.Παπαμιχαήλ
Μολονότι χρειάζονται τεχνικές γνώσεις [ορθογραφία, γραμματική, συντακτικό], θεωρώ ότι η μετάφραση είναι τέχνη, γιατί είναι κάτι πολύ παραπάνω από απλή μεταφορά από τη μια γλώσσα στην άλλη. Όπως κάθε είδους τέχνη, θέλει «ψυχή».

Πόσο η επαφή με τον/την συγγραφέα μπορεί να βοηθήσει τη μετάφραση;

Δ.Δότση
Προσωπικά με έχει βοηθήσει πάμπολλες φορές να λύσω τυχόν απορίες ή αμφιβολίες μου, ιδίως σε θέματα ιδιόλεκτου ή αμφισημίας. Η αλήθεια είναι πως, μόλις αναλάβω μια καινούρια μετάφραση, η πρώτη μου κίνηση είναι να επικοινωνήσω με τον συγγραφέα.  Με τους περισσότερους συγγραφείς μου έχω πλέον φιλικές σχέσεις, κάτι που με βοηθάει εξαιρετικά στο να μπαίνω με μεγαλύτερη ευκολία στο μυαλό τους. Τα πιθανά προβλήματα προκύπτουν όταν ο συγγραφέας δεν βρίσκεται εν ζωή, αλλά και σε αυτή την περίπτωση η λύση είναι το Διαδίκτυο και η πρόσβαση σε αντίστοιχα βιβλία, μελέτες ή μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες, ιδίως αν πρέπει να αναμετρηθούμε με κάποιον κλασικό συγγραφέα.

Διαβάστε τη συνέχεια εδώ

Στην εφηβεία είχα ερωτική σχέση με τον Καραγάτση- λάτρευα τα βιβλία του, τα διάβαζα και τα ξαναδιάβαζα. Ανάμεσα στους κλασικούς, στα βιβλία φαντασίας και τρόμου, σε όλον αυτόν τον αχταρμά που ήταν τα εφηβικά μου αναγνώσματα, ο Καραγάτσης ξεχώριζε πάντα. Έκτοτε δεν τον είχα ξαναπιάσει. Ίσως γιατί ήξερα τα βιβλία του απέξω πια. Ή γιατί έλεγα με ύφος γεμάτο τουπέ πως «τον έχω ξεπεράσει». [Θα παρατηρήσατε την ερωτική ορολογία, αυτό δεν αλλάζει, πάντα με τέτοιους όρους θα τον σκέφτομαι].

Ξαναδιάβασα τον Κίτρινο φάκελο για τις ανάγκες της Λέσχης Ανάγνωσης του Booktalks. Βυθίστηκα στο εμμονικό δίχτυ που στήνει ο Μάνος Τασάκος για τους συμπρωταγωνιστές του, μπήκα στον άρρωστο ψυχισμό του διάσημου συγγραφέα Κωστή Ρούση, στη διαστροφική και φλογερή καρδιά της Μαρίας, θυμήθηκα τι αριστοτέχνης της περιγραφής είναι ο Καραγάτσης, πόσο έξοχος ψυχογράφος. Ένας μάγος της αφήγησης.

 

Ο Κίτρινος φάκελος ξεκινά ως αστυνομικό μυθιστόρημα- ένας άντρας, ο Μάνος Τασάκος, γνωστός λογοτέχνης και δικηγόρος, βρίσκεται νεκρός. Στα χαρτιά του αφήνει σημείωμα αυτοκτονίας, όμως το σκηνικό δεν συνάδει με μια τέτοια κατάσταση. Η αστυνομία κλείνει την υπόθεση. Αρκετά χρόνια μετά, ο φίλος του και συνάδελφος Μ. Καραγάτσης συναντά στον τάφο του μια γυναίκα. Εκείνη, θα του δώσει τον κίτρινο φάκελο, που έχει τα στοιχεία για το τελευταίο μυθιστόρημα του Τασάκου και τον θάνατό του.
Ο Μάνος Τασάκος είναι στενός φίλος του νομπελίστα Κωστή Ρούση- ενός υποχόνδριου που αρνείται να δει το φως της μέρας, έχει παθολογική αγάπη στον ανεπρόκοπο ανιψιό του Νίκο και είναι μεγαλοφυής. Ο Τασάκος καταφέρνει να μπει στο πολύ κλειστό σαλόνι του Ρούση, κάνοντας τα γλυκά μάτια στην σταφιδιασμένη υπηρέτρια του, την Κατερίνα. Ο Ρούσης έχει έξη από την Κατερίνα, γιατί τρέφει την οπιομανία του.
Εκεί ο Τασάκος με τα χρόνια εδραιώνεται, γίνεται μέλος της οικογένειας σχεδόν και συλλαμβάνει ένα σχέδιο: να κινήσει αυτός τα νήματα, να στήσει ένα μυθιστόρημα στην πράξη. Στα δίχτυά του πλέκει τον ανιψιό του Ρούση, Νίκο, τη νεαρή Μαρία που τραβολογιέται με τον Νίκο στα παγκάκια του Ζαππείου για μια δεκαετία, αλλά και τον χαμένο γιο του Ρούση, χωροφύλακα Μίλτο. 
Όμως ο Τασάκος υπολογίζει χωρίς τον ξενοδόχο, μια γυναίκα που αποδεικνύεται ίση του στην περιπέτεια της ζωής, τη Μαρία. Μεταξύ τους θα υπάρξει ένας παθιασμένος έρωτας, καταραμένος και τελικά μακάβριος. Οι δολοπλοκίες του Τασάκου θα καταλήξουν σε έναν περίεργο και ανίερο γάμο, θα βγάλουν τον Κωστή από την μιζέρια του, θα καταστρέψουν τον Νίκο, θα οδηγήσουν τον Μίλτο στην απόλυτη επιτυχία και τον ίδιο στο θάνατο.
Ο Μάνος Τασάκος, εμβληματικός χαρακτήρας, αλαζόνας και υπερόπτης, ένας μικρός Νιτσεϊκός θεός, είναι στην ουσία όλα όσα ονειρεύτηκε κάθε συγγραφέας για τον ήρωα του. Είναι συγγραφέας επί του πεδίου, πανίσχυρος, διαπράττει ύβρη και τελικά πέφτει. Με πάταγο.
Όμως πέρα από τον Μάνο, η Μαρία είναι ηρωίδα εξίσου ενδιαφέρουσα και δυνατή. Είναι η θηλυκή εκδοχή του, με όλα της τα πάθη, αλλά και το ηθικό ανάστημα να βρεθεί απέναντι του, στο πλάι του και στο κρεβάτι του. Η απόδειξη πως ο Καραγάτσης, αν και λεκτικά είναι μισογύνης, στην πράξη λατρεύει τις γυναίκες.

Ο Κίτρινος φάκελος έχει πολλά μεταμοντέρνα στοιχεία, είναι ένα μυθιστόρημα σαφώς επηρεασμένο από τον νατουραλισμό, αλλά αυτό που το ξεχωρίζει δεν είναι ούτε το αφηγηματικό κόλπο του φακέλου, ούτε καν η ίδια η ιστορία με τη γεμάτη εντάσεις πλοκή. Είναι οι χαρακτήρες. Αυτούς θυμάσαι, με αυτούς ταυτίζεσαι, αυτούς θέλεις να ταρακουνήσεις όσο κάνουν τα λάθη τους και παραδίδονται στα πάθη τους. 

 

Διαβάστε το υπόλοιπο άρθρο εδώ

 

Ο ενθουσιασμός μου όταν διάβασα «Τα χαμένα» του Μιχάλη Φακίνου ήταν μεγάλος. 
Ένα σπουδαίο βιβλίο για τον έρωτα, την απώλεια, τη ζωή.

Πριν ακόμη γράψω τις σκέψεις μου επ’ αυτού έψαξα τον κύριο Φακίνο στο Facebook να του στείλω ένα μήνυμα. Άφαντος. Κι έτσι κατέφυγα στο σταθερό τηλέφωνο. Ευγενής και φιλόξενος. Έτσι κανονίσαμε αυτή την «κουβέντα». 
Μιλήσαμε για το βιβλίο του φυσικά, αλλά και για θέματα που πιστεύω ότι αξίζει να κουβεντιάζονται. Συγγραφέας-δημοσιογράφος (στον κ.Φακίνο αναφέρομαι): ένας καλός συνδυασμός για μια ωραία συζήτηση. Για τη συγγραφή, την πολιτική και όχι μόνο!

 

Μου είπατε στο τηλέφωνο ότι είναι ένα δύσκολο βιβλίο. Τι εννοούσατε;

Έπρεπε να αντιμετωπίσω την περίπτωση του Αλτσχάιμερ της ηρωίδας με σεβασμό και δέος μπροστά στο άγνωστο. Κουβέντιασα με ειδικούς και συγγενείς που συντρόφευαν τέτοια άτομα, για τις μικρολεπτομέρειες. Όμως έπρεπε να σπάσω τον τοίχο της σιωπής, να διεισδύσω στα άδυτα των αδύτων του ανέκφραστου σώματος, να προκαλέσω ερεθίσματα με ήχους, με λέξεις, με αντικείμενα, μήπως και γίνει κάποιο θαύμα κι ανάψουν πάλι τα λαμπάκια της μνήμης και μάθουμε τι κρύβεται, τι πέρασε, πώς έζησε τη ζωή της τούτη η γυναίκα. Και το ρόλο αυτόν τον ανέθεσα στον σύντροφό της, σύντροφο εξ απαλών ονύχων.

Πώς γράφετε τα βιβλία σας;

Μέσα στη σιωπή. Στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου. Ενώπιον ενός λευκού χαρτιού που με προκαλεί να του ξεπαρθενέψω τη λευκότητα με λέξεις. Μ’ ένα στυλό διαρκείας στο χέρι. Η μόνη μουσική που με συνοδεύει είναι οι ήχοι της πόλης: συναγερμοί από κάποιο σπίτι ή αυτοκίνητο, το σκουπιδιάρικο που αδειάζει τους κάδους, το μεγάφωνο του παλιατζή του «Αλέξανδρου, του καλού παιδιού που ξεμορφώνει το χώρο σας», που και που κάποιοι αναστεναγμοί από γειτονικά παράθυρα, φωνές παιδιών στο διάλειμμα από το διπλανό σχολείο. Βοηθάει, ξέρετε, καλύτερα από Σοπέν.

Πότε μια απώλεια γίνεται αβάσταχτη;

Η ζωή μας είναι γεμάτη απώλειες. Απώλεια πορτοφολιού, απώλεια όρασης, απώλεια μιας περιουσίας στον τζόγο, απώλεια θέσης εργασίας και πώς θα θρέψω την οικογένεια, απώλεια αξιοπρέπειας, απώλεια μνήμης. Η μεγαλύτερη απώλεια όμως είναι η ανθρώπινη. Δεν αντιμετωπίζεται, δεν διορθώνεται. Η ώρα του πένθους που κάθε άνθρωπος τη ζει με τον δικό του τρόπο. Στην ιστορία που αφηγούμαι σε τούτο το βιβλίο έχουμε να κάνουμε με πολλαπλές απώλειες μιας ζωής, όμως δεν είναι ένα «μαύρο βιβλίο», αφού, κάθε τόσο, ξεπηδούν φωτεινές και γλυκύτατες σκηνές νεότητα και ομορφιάς, καλοκαίρια με μπάνιο σε μια στέρνα, θερινά σινεμά, ροκ εν ρολ, ερωτικά σκιρτήματα κι ένα τσιγάρο Camel. Η μνήμη που χάθηκε ζει στους συντρόφους.

Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η αγάπη, ο έρωτας και η αφοσίωση προς τον ερωτικό σύντροφο; Μπορεί ένα άτομο να εξαφανιστεί προκειμένου να συνεχίσει να ζει τον έρωτα;

Η αγάπη, ο έρωτας δεν έχει ορατά όρια. Δεν είναι προκαθορισμένες οι συμπεριφορές. Ο καθείς κι ο έρωτάς του.

Πόσο άνθρωπος παραμένει κάποιος που απλώς κοιτάει μια κλειστή τηλεόραση χωρίς μνήμες, χωρίς ενσυνείδητες αισθήσεις;

Εδώ ρωτάς για την ηρωίδα του βιβλίου. Είναι ένα σώμα που έχει χάσει    την ωραιότητα και τη σπιρτάδα της νεότητας αλλά ο σύντροφός της την αντιμετωπίζει σαν ένα μυστήριο, σαν ένα ναό που περιέχει τις μνήμες και δεν πιστεύει πως η φθορά του χρόνου πρέπει να συνοδεύεται κι απ’ τη φθορά της μνήμης.

Ο κύριος Ευτύχιος βλέπει τη γυναίκα του, τη Ζωή, σαν τη σιωπή του Θεού. Σαν να είναι κλειδωμένη σ’ ένα δωμάτιο και τον έχει αφήσει απέξω. Και προσπαθεί να ξεκλειδώσει με την αγάπη του.

Μου έχει κάνει εντύπωση ότι απέχετε από κάθε είδους ηλεκτρονικό «πολιτισμό». Όχι μόνο μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ούτε μέιλ δεν διαθέτετε. Πώς αισθάνεστε «εκεί έξω» μόνος σας;

Πολύ καλά, ευχαριστώ. Ο καθείς και το χάος του. Εγώ κάθε μέρα παίζω παρτίδα σκάκι με το δικό μου χάος. Όσο για το «εκεί έξω» σας πληροφορώ ότι εκτός από εξωγήινους υπάρχουν και άνθρωποι, υπάρχει πολιτισμός.

Σήμερα εσείς ενημερώνεστε;

Ειδησεογραφικά από εφημερίδες, ραδιόφωνο και τηλεόραση.

Από δημοσιογράφος γίνατε συγγραφέας. Σε μια εποχή που οι δημοσιογράφοι γίνονταν πολιτικοί πώς τοποθετείστε εσείς απέναντι στο φαινόμενο.

Ήμουνα δημοσιογράφος και συγγραφέας. Όσο για τους δημοσιογράφους που γίνονται πολιτικοί πού βλέπετε το κακό. Κάθε πολίτης έχει αυτό το δικαίωμα.  Ο «σοφός λαός» ψηφίζει…

Διδάξατε στο Πάντειο δημοσιογραφία. Τι δεν ξέρουν, τι δεν μαθαίνουν οι νέοι δημοσιογράφοι, και τι δεν έμαθαν οι παλαιότεροι με τα γνωστά αποτελέσματα αισθητικής και αγραμματοσύνης που συναντάμε εντύπως και ηλεκτρονικώς;

Τα προβλήματα αισθητικής και αγραμματοσύνης πάντα υπήρχαν στο δημοσιογραφικό επάγγελμα. Τολμώ να πω όμως ότι τώρα, κυρίως με τον ηλεκτρονικό  «πολιτισμό», έχουν γίνει περισσότερα και πιο ευδιάκριτα.  Εκτός κι αν έχουν αλλάξει πια οι έννοιες «αισθητική» και «αγραμματοσύνη» και δεν το έχω πάρει χαμπάρι γιατί βρίσκομαι «εκεί έξω».

 

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr και τον Γιάννη Καφάτο εδώ

Ο «Οδηγός φόνων» του Αντώνη Γκόλτσου (Εκδόσεις Μεταίχμιο) διαθέτει όλες τις αρετές ενός αστικού νουάρ αλλά και ενός ψυχολογικού θρίλερ που κρατάει τον αναγνώστη σε εγρήγορση ως την τελευταία του σελίδα.

 

Πριν από περίπου τρία χρόνια, όταν είχε κυκλοφορήσει «Η Αφιέρωση» είχαμε κάνει μια συζήτηση για το βιβλίο του και την αστυνομική λογοτεχνία μετά μουσικής στο στούντιο του trollradio.gr και από την επαφή μας μου έμεινε η ευγένεια, η οξύνοια και η αγάπη του για τα βιβλία και τη μουσική.

Με αφορμή το καινούργιο του μυθιστόρημα κάναμε μια virtual συζήτηση για τις δικές μου απορίες που σημείωσα όταν τέλειωσα το βιβλίο του.

Στον «Οδηγό φόνων» ο συγγραφέας – βασικός ήρωας ψυχολογικά εξαντλημένος, παραιτημένος και ετοιμόρροπος από τις αποκαλύψεις με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπος στο πρώτο βιβλίο, βρίσκεται να παίζει έναν φρικαλέο ρόλο: τον ινστρούχτορα του δολοφόνου. 
Κι ενώ όλα αρχίζουν ως ένα μοναχικό παιχνίδι συγγραφής, ο κατά συρροήν δολοφόνος, οι (αστυνομικές) αρχές και εν τέλει οι «αρχές του» αναγκάζουν τον Αλκιβιάδη Πικρό να παίξει ένα φονικό παιχνίδι ως το τέλος. 
Το σπιράλ θανάτου που επιλέγει – μη μπορώντας να κάνει αλλιώς ο Πικρός – να εμπλακεί είναι ένας λεπτεπίλεπτος ιστός που με τις λέξεις και τις παράλληλες ιστορίες που έχει στήσει ο Γκόλτσος κανένας αναγνώστης δεν μπορεί να ξεφύγει! Και στο τέλος, ο αναγνώστης, βγαίνει κερδισμένος!

Είπα «δολοφόνος» αλλά μην το δέσετε! Άλλωστε μιλάμε για ένα βιβλίο γεμάτο διανοητικούς δαιδάλους, ανατροπές και  δράση μέσα στην ίδια τη… δράση του βιβλίου.

Μην περιμένετε όμως περισσότερα από εμένα γιατί δεν θέλω να χαλάσω την ατμόσφαιρα και τις εκπλήξεις που τόσο έξυπνα έχει ετοιμάσει ο συγγραφέας διανθισμένες με το στιλ γραφής του που σίγουρα τον κατατάσσει ως έναν ξεχωριστό Έλληνα γραφιά.  

Από θεωρητικός και αναλυτής της αστυνομικής λογοτεχνίας, συγγραφέας. Πόσο δρόμο διένυσες για να φτάσεις στον «Οδηγό φόνων»;

Ακριβώς 42 χιλιόμετρα και 195 μέτρα… Πρόκειται για έναν Μαραθώνιο, που δεν έχω τρέξει, αλλά που τον έχω “μετρήσει”. Και υποθέτω πως, όσοι γράφουμε -μυθιστόρημα, νουβέλα ή και διήγημα- είμαστε δρομείς μεγάλων αποστάσεων. Του “τυπωθείτω”, δεν προηγείται μόνο ο χρόνος συγγραφής, αλλά και το διάβασμα, και οι σημειώσεις, και οι πειραματισμοί, και οι συζητήσεις για την ιστορία σου (αν είσαι αρκετά -έως σκανδαλωδώς- τυχερός, να βρεις κάποιον που τον ενδιαφέρει να τη συζητήσει), όπως και η ατέρμονη προσπάθεια -ηθελημένη ή αθέλητη- διαμόρφωσης προσωπικού ύφους. Προσωπικά, ορίζω τον Μαραθώνιο όχι τόσο σε όρους συγγραφής, όσο σε όρους χρόνου αφιερωμένου στην Επιμέλεια, στις διορθώσεις και στο σκίσιμο σελίδων∙ οι οικολόγοι του χαρτιού θα πρέπει να με μισούν. Μιλώντας για διορθώσεις, υπάρχει, εδώ, ένα πρόβλημα και οι διατεινόμενοι ότι η ανηλεής διόρθωση “σκοτώνει” τον αυθορμητισμό και το άμεσο, μπορεί να έχουν δίκιο∙ μάλλον έχουν δίκιο. Και επιχειρώ να σκηνοθετήσω τον αυθορμητισμό. Αδυνατώ να πιστέψω πως με την πρώτη, ή τη δεύτερη, ή την έκτη, μπορώ να έχω το επιθυμητό, σε μένα τουλάχιστον, αποτέλεσμα. Ίσως να φταίει και η έλλειψη έφεσης στο ανεμπόδιστο και πηγαίο γράψιμο (είμαι ο έσχατος της αυτόματης γραφής), ίσως να παίζουν και κάποια κατάλοιπα επαγγελματικής εμμονής, όταν έπρεπε να εστιάζω στην ακρίβεια της κάθε λέξης∙ και ξεκίνησα να γράφω, εξαιρετικά αργά, χάνοντας τη συγγραφική μου εφηβεία, αν όχι και ενηλικότητα.    

Αν και η εποχή που εξελίσσεται η δράση του βιβλίου σου δεν είναι πολύ μακρινή, μου έκανε εντύπωση η παντελής απουσία του «παράγοντα»… social media στην εξέλιξη της ιστορίας σου. Γιατί;

 

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr

 Η Ευτυχία Γιαννάκη, συγγραφέας της γνωστής – πλέον – Τριλογίας της Αθήνας (Στο πίσω κάθισμαΑλκυονίδες μέρεςΠόλη στο φως)  έχει αποδείξει ότι ήρθε για να μείνει στην Ελληνική λογοτεχνία. Το αστυνομικό είδος που υπηρετεί στα τρία βιβλία της την έχει κερδίσει, όπως η γραφή και το στιλ της έχει κερδίσει τους αναγνώστες που την παρακολουθούν.


Πάντα ανήσυχη, αυτή την εντύπωση έχω αποκομίσει από όσες φορές έχουμε συναντηθεί για να κάνουμε συνεντεύξεις και σε άλλες βιβλιοφιλικές ευκαιρίες, η Ευτυχία Γιαννάκη τολμάει μια βουτιά σε πολύ ιδιαίτερα νερά: αυτά της λογοτεχνίας για παιδιά. 
Το εικονογραφημένο βιβλίο  «Μυστήριο στη Λίμνη Λαμπίκο» με τον υπέρτιτλο «Πιτσιμπουίνοι – Τα πρώτα μου μυστήρια» είναι το πρώτο της σειράς με παιδικό «νουάρ».  (Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος σε εικονογράφηση Σοφίας Τουλιάτου)

Το «Μυστήριο στη Λίμνη Λαμπίκο» είναι φυσικά παιδικό βιβλίο αλλά μέσα στην παιδικότητα του έχει στο… παιδικό του όλα τα στοιχεία μιας νουάρ ιστορίας.

 

Ο ήρωας είναι ο Μικρός Μπλε, που είναι περίεργος και δεν μπορεί να μένει χωρίς απαντήσεις – όπως κάθε ντετέκτιβ που σέβεται τον εαυτό του.

Τα παιδιά μου δεν είναι πια σε ηλικία για να με ανεχτούν να τους διαβάζω, αυτό δηλαδή που αναζητούσαν ως μικρά παιδιά, αλλά όσο διάβαζα το βιβλίο της Ευτυχίας Γιαννάκη, ζούσα τη χαρά του μπαμπά που διαβάζει κάτι πολύ όμορφο στα παιδιά του κι εκείνα τον κοιτούν χαρούμενα ανακαλύπτοντας τον κόσμο της συγγραφέως μέσα από τις ολοζώντανες και εξίσου παιδικές (κι αυτό είναι παράσημο) εικόνες της Σοφίας Τουλιάτου.

Διαβάστε το υπόλοιπο άρθρο του Γιάννη Καφάτου στο viewtag.gr 

Ανακάλυψα τον Θανάση Σκρουμπέλο στο μπαρ «Αισθηματίες». Ένα ξημέρωμα κουβεντιάζοντας για βιβλία με τον Κώστα (Παντιώρα) μου είπε: «Διάβασε Μπλε Καστόρινα Παπούτσια». Του λέω: «Στείλε μου μήνυμα τώρα, γιατί με τόσα ποτά θα το ξεχάσω το πρωί». Κι όμως, την άλλη μέρα, Κυριακή ήταν, θυμόμουν τον τίτλο, τον έψαξα και τον παρήγγειλα στο Booktalks και τη Δευτέρα μπήκα στον κόσμο του Θανάση Σκρουμπέλου. Κι αφού τελείωσαν τα Μπλε Καστόρινα Παπούτσια, πήρα το Bella Ciao, τον Μαύρο ΜακεδόναΤα φίδια στον Κολωνό, και φυσικά τη Βέλβετ Παλμ (όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν από τον Τόπο-Μοτίβο Εκδοτική) για την οποία είχα γράψει εδώ στο viewtag.

Ο κόσμος στα βιβλία του Θανάση Σκρουμπέλου είναι τόσο αναγνωρίσιμος γιατί παίρνει θραύσματα της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας μας, αυτή που είτε αγνοούμε είτε λησμονούμε, και με τους ζωντανούς χαρακτήρες που φτιάχνει, τη γλώσσα που χρησιμοποιεί και την έντονη κοινωνική ματιά του δημιουργεί ένα σύμπαν άγριας οικειότητας.

 

Η συζήτησή μας ήταν εξίσου αποκαλυπτική για μένα όσο και τα βιβλία του. Θέλω να τονίσω ότι διάβασα τα βιβλία του, όλα μερικά χρόνια μακριά από την πρώτη ημερομηνία έκδοσης. Γεγονός που ενισχύει την άποψή μου ότι τα καλά βιβλία «σε βρίσκουν» ή τα βρίσκεις μακριά από λίστες ευπώλητων (όχι ότι είναι κακό να τις συμβουλεύεται κάποιος) ή το τρέχον μάρκετινγκ του «μόλις κυκλοφόρησε».

Προτείνω και πάλι σε κάθε αναγνώστη που θέλει να γνωρίσει μια Αθήνα που χάνεται στην εποχή της ανακαίνισης λόγω Airbnb, και κομμάτια της πολιτικής ιστορίας –κυρίως της αριστεράς– να αναζητήσει τα βιβλία του Θανάση Σκρουμπέλου.

Ειδικά στους «απόλυτους» που λένε, «Δεν διαβάζω Έλληνες συγγραφείς», προτείνω να σταματήσουν να είναι απόλυτοι και να ανακαλύψουν ιδιαίτερους τρόπους γραφής και ωραίες ιστορίες – ακόμη κι όταν αυτές είναι για σκληρές και πληγιασμένες καταστάσεις!

Τριακόσιες λέξεις… λογοδιάρροιας. Μάλλον ήθελα να μεταφέρω τον ενθουσιασμό μου.

Ο λόγος τώρα στον Θανάση Σκρουμπέλο!

Πώς μπορεί η λογοτεχνία να είναι φορέας ιστορίας;

Η λογοτεχνία έτσι κι αλλιώς ως παιδί της εποχής της κουβαλάει μέσα της την ιστορία του βιωμένου χρόνου και των βιωμάτων του συγγραφέα. Τίποτα, ούτε καν ο «φαντασιακός» λόγος δεν υπάρχει εν κενώ και έξω από τον χρόνο. Όλοι μας ως υπάρξεις είμαστε οχήματα ιστορίας και ως αυτόπτες και ως ακροατές της ιστορίας των άλλων. Η λογοτεχνία λοιπόν είναι έτσι κι αλλιώς φορέας της ιστορίας. Ακόμη και μια φάρσα, ακόμη και το πιο «ελαφρύ» κείμενο είναι όχημα ιστορίας της εποχής που γράφτηκε.

Γιατί η ιστορία μας ενώ είναι τόσο πλούσια σε πτυχές και υλικό είναι τόσο παραγκωνισμένη; Φταίνε οι πολιτικοί, φταίνε οι πρωταγωνιστές;

Όχι, δεν είναι παραγκωνισμένη η ιστορία. Όμως η ιστορία για να γίνει λογοτεχνία θέλει τον αναγκαίο χρόνο, την αναγκαία απόσταση από το ιστορικό γεγονός. Να χωνευτεί, να ζυμωθεί ώστε από πληροφορία να μετατραπεί σε πρώτη ύλη για πλάσιμο εικόνων, λόγου, χαρακτήρων, αφηγήματος, μύθου. Ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας ποτέ δεν είναι μονοδιάστατος ή πρωτογενής, είναι συμπίλημα πολλών, όχημα που μεταφέρει σκέψεις, πράξεις παραδειγματικές μιας ολόκληρης εποχής. Ακόμη και η δισδιάστατη φιγούρα του θεάτρου σκιών είναι πολυδιάστατο όχημα ιστορίας και πολιτισμού.

Ο λαός πόση ευθύνη έχει για την άγνοια της καθημερινής ιστορίας της πόλης που ζει, κινείται και δραστηριοποιείται;

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr

Πηγή: viewtag.gr

Η τρίτη σεζόν του TRUE DETECTIVE, της αστυνομικής τηλεοπτικής σειράς του HBO, μπορεί να μη φτάνει την εκπληκτική πρώτη σεζόν ποιοτικά, αλλά στέκεται δίπλα της, σχεδόν ισάξια, σβήνοντας από τη μνήμη μας την μετριότατη παρένθεση της δεύτερης σεζόν. Πέντε χρόνια έχουν περάσει από το 2014, από το πρώτο επεισόδιο της πρώτης σεζόν, και οι αναμνήσεις από τον ενθουσιασμό που είχε προκαλέσει η σειρά δεν έχουν σβήσει ακόμα. Προσπαθώντας να εκμεταλλευτούν την επιτυχία της, οι συντελεστές της σειράς, επανήλθαν ένα χρόνο αργότερα, με την δεύτερη σεζόν, απογοητεύοντας τόσο πολύ το κοινό, που δεν περίμενα κάποια συνέχεια, ήρθε όμως η τρίτη σεζόν, να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση τους.

Για όσους δεν γνωρίζουν, τι ακριβώς είναι το TRUE DETECTIVE (και ίσως θα πρέπει να σταματήσουν να διαβάζουν αυτό το κείμενο), να πω ότι η σειρά ακολουθεί το τυπικό μιας καθαρά αστυνομικής ιστορίας – ένας ή δύο ντετέκτιβ προσπαθούν να εξιχνιάσουν μια υπόθεση, πιο κοινότοπο (είναι η αλήθεια) δεν έχει.
Με αυτό το τρικ, ο ιδιοφυής δημιουργός της σειράς, σεναριογράφος και παραγωγός (αλλά και βραβευμένος συγγραφέας) Nick Pizzolatto, που σκηνοθετεί αρκετά επεισόδια σε όλους τους κύκλους, προκαλεί το αρχικό ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού, για να ανατρέψει τους κανόνες στην συνέχεια. Οι διάφορες σεζόν δεν έχουν κάποια συνεχόμενη πλοκή, ούτε έχουν ένα κοινό ήρωα, οπότε δεν χρειάζεται να παρακολουθήσεις την πρώτη σεζόν για να δεις τις υπόλοιπες, μπορεί κανείς να τις παρακολουθήσει αυτόνομα.

TRUE DETECTIVE 3 
 

Στην πρώτη σεζόν, οι δύο ντετέκτιβ (έξοχα ερμηνευμένοι από τους Μ. Μακόναχι και Γ. Χάρελσον) βρίσκονται στο κυνήγι ενός σίριαλ-κίλερ στη Λουιζιάνα που επανεμφανίζεται δεκαεπτά χρόνια μετά τον πρώτο φόνο. Στην δεύτερη σεζόν, η δράση μεταφέρεται στην Καλιφόρνια, σε μια μπερδεμένη ιστορία, διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα. Παρά την καλή σκηνοθεσία και τους γνωστούς σταρ που επιστρατεύτηκαν (Κ.Φάρελ, Ρ.Μακάνταμς και άλλοι), το μόνο που μπορεί να θυμηθεί κανείς, είναι μερικές ωραίες σκηνές και την υπερβολική βία.

Στην τρίτη σεζόν, εκεί που οι περισσότεροι είχαμε ξεχάσει την γεύση της πρώτης, γίνεται η έκπληξη – ο Πιτσολάτο μάλλον έμαθε από τα λάθη του, και άφησε στην άκρη τις υπερβολές και τους φθηνούς εντυπωσιασμούς της δεύτερης σεζόν, προσφέροντάς μας 8 υπέροχα επεισόδια, που θυμίζουν σε πολλά σημεία την σκοτεινή και γκόθικ ατμόσφαιρα της πρώτης σεζόν, με μια whodunit ιστορία, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα με πολλές ανατροπές, όπου δεσπόζει η μοναδική ερμηνεία του σπουδαίου Mahershala Ali.

Η ιστορία εκτυλίσσεται σε τρείς χρονικές περιόδους, το 1980, το 1990 και το 2015, στα βόρεια της πολιτείας του Αρκάνσας, στην οροσειρά των Όζαρκς. Βαθιά Αμερική, με ότι αυτό συνεπάγεται, συντήρηση και ρατσισμός, μισαλλοδοξία και τσαμπουκάδες, φτώχεια και εγκατάλειψη, συνθέτουν ένα νοσηρό κλίμα που εντείνεται από μια υπόθεση εξαφάνισης δύο μικρών παιδιών για την οποία κανείς δεν άκουσε ή είδε τίποτα.

Η αρχή της ιστορίας είναι στο 1980, και τα δύο μικρά αδέρφια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, που βγαίνουν για μια βόλτα με τα ποδήλατά τους, δεν επιστρέφουν ποτέ σπίτι. Οι δύο ντετέκτιβ που αναλαμβάνουν την υπόθεση (ο Mahershala Ali και Stephen Dorff στους ρόλους), διαπιστώνουν ότι τα παιδιά ζούσαν σε μια ουσιαστικά διαλυμένη οικογένεια, με τον πατέρα αλκοολικό και μονίμως θυμωμένο, την μητέρα ουσιαστικά απούσα, και έναν περίεργο ξάδελφο να έχει φιλοξενηθεί για αρκετό καιρό στο σπίτι. Όταν το πτώμα του μικρού αδελφού βρίσκεται σε στάση προσευχής σε μια σπηλιά, οι έρευνες εντείνονται, όπως και οι πολιτικές πιέσεις να βρεθεί ο ένοχος. Η καχυποψία στη πόλη μεγαλώνει και όσο δεν βρίσκεται πουθενά κάποιο ίχνος της μικρής, ο εκνευρισμός είναι διάχυτος, ενώ κατά την διάρκεια των ερευνών, Ali γνωρίζει την δασκάλα των παιδιών (στον ρόλο η έξοχη και πολύ όμορφη Carmen Ejogo).

TRUE DETECTIVE 3

Το δεύτερο χρονικό πλαίσιο της δράσης, είναι το 1990 και ο Mahershala Ali, που είναι παντρεμένος με δύο μικρά παιδιά με την πρώην δασκάλα, καλείται να βοηθήσει στις έρευνες που ξαναζωντανεύουν μετά από δέκα χρόνια, καθώς ένα αποτύπωμα της εξαφανισμένης μικρής βρίσκεται σε μια απόπειρα ληστείας ενός μαγαζιού, ανατρέποντας την κοινή πεποίθηση ότι ήταν νεκρή. Ένα ακόμα ενδιαφέρον και πολύ σημαντικό στοιχείο της ιστορίας, είναι ότι η σύζυγος του Ali, έχει γράψει ένα επιτυχημένο βιβλίο με την ιστορία των εξαφανισμένων παιδιών, και τώρα μετά την αποκάλυψη ότι η μικρή είναι ζωντανή, ετοιμάζει την συνέχεια της ιστορίας. Ο Ali μετά τις άκαρπες αναζητήσεις του 1980 είχε φύγει από την “μονάδα σημαντικών εγκλημάτων”, σαν μιας μορφής υποβιβασμό, και τώρα, βρίσκει τον πρώην συνεργάτη του, να προΐσταται των ερευνών που θα πάρουν μια περίεργη τροπή, με τις σχέσεις των δύο συνεργατών και κάποτε καλών φίλων να χαλάνε οριστικά.

Σε τρίτο χρόνο, είναι πλέον το 2015, ο Ali έχει συνταξιοδοτηθεί, η σύζυγός του έχει πεθάνει και εκείνος πάσχει από αρχές αλτσχάιμερ. Ένα τηλεοπτικό συνεργείο, επανεξετάζει την υπόθεση που είναι ακόμα ανοιχτή και παίρνει συνέντευξη από τον Ali που προσπαθεί να θυμηθεί τα γεγονότα με την μνήμη του να χάνεται και να επανέρχεται. Είναι πλέον ένας γηραιός άνθρωπος που ζει με τα φαντάσματα του παρελθόντος, που την ζωή του έχει στοιχειώσει αυτή η υπόθεση και τώρα, στα τελειώματα, την βρίσκει μπροστά του ξανά.

Ακούγεται μπερδεμένο, αλλά δεν είναι. Σε κάθε επεισόδιο, παρακολουθούμε τις εναλλαγές των χρονικών περιόδων της ιστορίας, η οποία κορυφώνεται στο τελευταίο επεισόδιο με το υπέροχο και αμφίσημο φινάλε. Ο Mahershala Ali, ερμηνεύει ιδανικά, τον στιβαρό και σίγουρο πρώην ανιχνευτή του στρατού, με τον ρομαντισμό του 1980, τον δυναμισμό και τον εγωισμό του πανίσχυρου ντετέκτιβ του 1990, την αμηχανία από την αδυναμία του μυαλού να θυμηθεί, την θολή ματιά και την ήττα του 2015. Μέσα από την σωματική και διανοητική του ερμηνεία περνάει η ιστορία, με τα συνεχή πισωγυρίσματα, τα πισώπλατα μαχαιρώματα και τις ανατροπές καθώς όλες οι βεβαιότητες ανατρέπονται. Δίπλα του στέκεται επάξια, η Carmen Ejogo, που δεν είχα προσέξει ιδιαίτερα στην αρκετά πλούσια καριέρα της μέχρι τώρα.

Υπνωτιστική και σκοτεινή ατμόσφαιρα, η νύχτα που είναι πάντα υγρή, τοπίο όμορφο και σκληρό, μυστηριώδεις κούκλες που παραπέμπουν σε μυστικιστικές τελετές, αρκετά γκόθικ στοιχεία όπως και όπως και στην πρώτη σεζόν, αγωνία και οξύ κοινωνικό σχόλιο. Η ιστορία μπορεί να φαίνεται και ίσως είναι παραφορτωμένη σε σημείο να ξεστρατίζει και κάποιες φορές να πλατειάζει αλλά δεν χάνει το ενδιαφέρον και την γοητεία της ούτε λεπτό. Η σύγκριση με την πρώτη σεζόν, αναπόφευκτη αλλά το τελικό συμπέρασμα είναι πολύ θετικό, εγώ προσωπικά απόλαυσα το TRUE DETECTIVE 3 και πέρασα θαυμάσια μαζί του.

Πηγή: viewtag.gr

 

«Τα τάπερ της Αλίκης» της Έλενας Ακρίτα (εκδόσεις Διόπτρα) είναι το καινούργιο μυθιστόρημα της δημοσιογράφου και συγγραφέως που ήρθαν τη φετινή άνοιξη  με εικόνες και μυρωδιές μιας Αθήνας που χάνεται.

 

Εκείνο που δεν χάνεται όμως, και δίνει ακόμη μεγαλύτερη αξία στο βιβλίο είναι τα συναισθήματα των ηρωίδων του βιβλίου αλλά και τα μηνύματα κατά της βίας εναντίον των γυναικών και των ομοφυλόφιλων. Μη φανταστείς ότι πρόκειται για ένα βιβλίο –μανιφέστο από κάποιον που μας «κουνάει το δάχτυλο» – έχουμε γεμίσει από τέτοιους στην καθημερινότητά μας (και την πραγματική και την διαδικτυακή – κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης).

Η Έλενα Ακρίτα έχει γράψει ένα τρυφερό και συνάμα σκληρό κωμειδύλλιο με φόντο την Αθήνα των τελευταίων δεκαετιών. Μια πόλη που αλλάζει, και μαζί της αλλάζουν και οι άνθρωποι. Η οικονομική ευμάρεια και η  προσμονή του «καλύτερου» που ευαγγελίζονται οι πολιτικοί, και βλέπουν οι πολίτες κρύβει την σκληρότητα που υπάρχει και που επειδή ενοχλεί κάποιοι τη βάζουν κάτω από το χαλί. Η Έλενα σηκώνει αυτό το «χαλί» και περιγράφει το χάλι της διαπόμπευσης και των οδυνηρών σχέσεων που πολλές φορές γίνονται χάπια μιας απόπειρας αυτοκτονίας, ή μελανιές που προσπαθεί το θύμα να κρύψει άτσαλα με ένα φτηνό μέικαπ.

Οι ηρωίδες του έργου είναι περισσότερες από τους άνδρες, όμως το να κατατάξει κανείς το βιβλίο στην ετικέτα «γυναικεία λογοτεχνία» μάλλον είναι  μια ευκολία του κριτικού και σίγουρα αδικεί το τελικό αποτέλεσμα.

«Τα τάπερ της Αλίκης»  είναι μια παρέλαση όλων των εικόνων που κουβαλάει κάποιος άνω των 40 από την Αθήνα και  την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ως εικόνες αλλά και ως νοοτροπίες.  Και όλα αυτά γίνονται αβίαστα: μέσα από τις περιγραφές, τη γλώσσα και τους χαρακτήρες που έχει δημιουργήσει η Έλενα Ακρίτα. Κι αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που κάνει το μυθιστόρημα ενδιαφέρον.

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, είναι η νονά της ηρωίδας του έργου – κι αυτό δεν είναι σπόιλερ. Το γράφει στο οπισθόφυλλο. Μαζί με την Αλίκη όμως περνάνε από τις σελίδες του μυθιστορήματος και άλλα τρομερά «παιδιά» του δημόσιου βίου.

Η Έλενα Ακρίτα με το δημοσιογραφικό της κριτήριο και το συγγραφικό της τάλαντο καταπιάνεται όμως , όπως ήδη ανέφερα, και με θέματα που ακόμη και σήμερα – πολύ πιο έντονα μάλιστα – απασχολούν ή πρέπει να απασχολούν κάθε σκεπτόμενο πολίτη:  τη βία στα σχολεία, την ενδοοικογενειακή  βία όπως αυτή εκφράζεται στις γυναίκες και στους ομοφυλόφιλους.

Τα πρόσωπα του βιβλίου είναι χαρακτήρες πραγματικοί με σάρκα και οστά – που κάποιους θες να τους χαστουκίσεις κι άλλους να τους δώσεις μια τρυφερή αγκαλιά. 
Ο λόγος της Ακρίτα, ένα κέντημα: Χιούμορ και σαρκασμού στα καλύτερά του, με μια αφήγηση που ρέει με πολύ γρήγορους ρυθμούς, σαν  βλέπεις ένα φλασμπακ σε timelapse – γρήγορη κίνηση!

Τελειώνοντας το βιβλίο σκέφτηκα κι εγώ τις επιδείξεις τάπερ στο σπίτι με τη μαμά και τις φίλες της. Και τις σκέψεις, και τα συναισθήματα που μένουν καταχωνιασμένα και πρέπει να βγουν, να πάρουμε παρέα τον άερά μας!

Γιάννης Καφάτος

Η φωτο είναι από το Facebook της Έλενας Ακρίτα

Δύο πολύ καλές ταινίες για την εφηβεία και τα προβλήματά της, από δύο καταξιωμένους κωμικούς του κινηματογράφους που στις πρώτες τους σκηνοθετικές απόπειρες εντυπωσιάζουν. Οι δύο ταινίες, είναι το MID90’s του Jonah Hill (ιδιαίτερα γνωστού ηθοποιού που διακρίνεται σε κωμικούς ρόλους αλλά ήταν και υποψήφιος για Όσκαρ Β ανδρικού δύο φορές για τις ωραίες του δραματικές ερμηνείες στο “Moneyball” και στον «Λύκο της Γουόλ στριτ» πριν μερικά χρόνια), και το EIGHTH GRADE του νεότατου (1990), Bo Burnham (κωμικού περισσότερο γνωστού από την τηλεόραση).

Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι στα 13 αποτελούν τους πρωταγωνιστές των δύο ταινιών, στο MID90’s είναι ο ατίθασος Stevιe με την εμφάνιση 10άχρονου, και στο EIGHTH GRADE είναι η Kayla, η άχρωμη μικρούλα που τελειώνει την Όγδοη τάξη και ετοιμάζεται για το γυμνάσιο. Και τα δύο παιδιά ζουν σε μονογονεϊκές οικογένειες, ο Stevie με την μητέρα και τον μεγαλύτερο αδερφό του, η Kayla με τον πατέρα της. Οι εμφανείς ομοιότητες σταματούν κάπου εδώ – εξάλλου μιλάμε για διαφορετικές εποχές που διαδραματίζονται (κάτι που παίζει ουσιαστικό ρόλο τελικά), υπάρχουν βέβαια τα κοινά στοιχεία λόγω ηλικίας των πρωταγωνιστών τους, αλλά ας δούμε αναλυτικότερα τις δύο ταινίες.

 

Στο πολύ σκληρό, θαυμάσιο, MID90’s, ο Jonah Hill σκηνοθετεί μια περίοδο από τη ζωή ενός παιδιού στα μέσα της δεκαετίας του ’90 (εποχή που κι ο ίδιος ήταν στα 13 του) στο Λος Άντζελες. Ο πρωταγωνιστής του, ο Stevie (έξοχος ο μικρούλης Sunny Suljic), υφίσταται καθημερινό μπούλινγκ από τον μεγαλύτερο αδερφό του, τον 18άχρονο Ian (σε άλλη μια φοβερή ερμηνεία ο Lucas Hedges) με πολύ ξύλο (πολύ όμως – στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας, ο Stevie προσκρούει με πολλή δύναμη στον τοίχο του διαδρόμου μετά από σπρώξιμο του Ian) – είναι μόνος του και προσπαθεί να ενταχθεί κάπου όπως όλοι οι έφηβοι, μόνο που τα κοινωνικά δίκτυα δεν είχαν ακόμα μπει στη ζωή τους/μας.

Περνάει άπειρες ώρες στον δρόμο, το ίνδαλμά του είναι ο αδερφός του που τον ξυλοκοπάει καθημερινά, θέλει να μάθει skateboard και καταφέρνει να μπει στην παλιοπαρέα (με την κυριολεκτική έννοια), κάποιων αρκετά μεγαλύτερών του skaters που στην αρχή τον αντιμετωπίζουν σαν γραφικό στοιχείο αλλά αργότερα του φέρονται σαν να είναι ο μικρός τους αδερφός. Μαζί τους ο Stevie (που δεν φοβάται τίποτα και χώνεται μέσα σ΄όλα), θα αλητέψει, θα δοκιμάσει το πρώτο του τσιγάρο, θα κάνει τα πρώτα του ναρκωτικά, θα κινδυνεύσει να συλληφθεί από την αστυνομία, θα μάθει επιτέλους skate, θα έχει την πρώτη του ερωτική (όχι σεξουαλική) εμπειρία. Συνηθισμένος (και σίγουρα εθισμένος) στον πόνο, θα αντιδράει με αυτοτραυματισμούς όταν στενοχωριέται, θα βρίσει σκιωδώς την μητέρα του απειλώντας την, θα τσαμπουκαλευτεί στον αποκαθηλωμένο πλέον από το βάθρο αδερφό του, θα είναι επιτέλους το cool τυπάκι που προσπαθούσε να γίνει με όποιες συνέπειες μπορεί να έχει αυτό…

 

Απόηχοι από το KIDS (την ταινία του Larry Clark από το 1995), κάποιες διασκεδαστικές σκηνές αλλά και πολλές βίαιες και πολύ σκληρές σκηνές, εξαίρετη μουσική υπόκρουση από το τρομερό δίδυμο Trent Reznor και Atticus Ross , το MID90’s εντυπωσιάζει με τον ρεαλισμό και τον δυναμισμό του και με τις «αλήθειες» που θέτει χωρίς συναισθηματισμούς στην οθόνη. Υπάρχουν σκηνές ανθολογίας (όπως αυτή με την απόπειρα σεξ) αλλά υπάρχουν και αρκετά σεναριακά μειονεκτήματα που όσο κυλάει η ροή της ταινίας γίνονται εμφανή.

Το σενάριο είναι το αδύναμο σημείο του MID90’s, το σενάριο είναι το δυνατό σημείο του υπέροχου EIGHTH GRADE, μιας ταινίας που δεν σε αφήνει να εφησυχάσεις σε κανένα σημείο τηπαρότι πλασάρεται ως «κωμωδία» μόνο τέτοια δεν είναι.

Η Kayla (τι ερμηνεία από την Elsie Fisher!), είναι μια άχρωμη και αδιάφορη εμφανισιακά έφηβη, που ζει με τον πατέρα της στην πολιτεία της Ν.Υόρκης. Είναι αρχή του καλοκαιριού του 2017 και το δημοτικό σχολείο (στην Αμερική το δημοτικό είναι οκτατάξιο) τελειώνει, κι εκείνη συνειδητοποιεί την τεράστια μοναξιά της, κι όπως γράφει στο ημερολόγιο της «πρέπει να βρει κολλητούς», «πρέπει να βρει γκόμενο». Η Kayla νιώθει την ανάγκη να μπει σε παρέες αλλά είναι δειλή, έχει το κανάλι της στο youtube (το οποίο κανένας δεν βλέπει), που δίνει συμβουλές αυτοπεποίθησης σαν να μιλάει στον καθρέφτη της, ζει συνεχώς με το κινητό της σε λειτουργία, τραβώντας άπειρες selfies, ακούγοντας μουσική όταν τρώει, φρικάροντας συνέχεια με τον (συμπαθέστατο αλλά μάλλον χαζοχαρούμενο και πολύ αγχωμένο) πατέρα της, που μάταια προσπαθεί να την πλησιάσει – ενδεικτικές οι δύο σκηνές, στη μία κάθονται να φάνε και τον αγνοεί επιδεικτικά παίζοντας με το κινητό της, στην άλλη σκηνή, βρίσκονται στο αμάξι και του ουρλιάζει να μη της απευθύνει τον λόγο. Οι προσπάθειές της για κοινωνικοποίηση αποτυγχάνουν, ακολουθεί μάταια προσπαθώντας να φλερτάρει τον “ωραίο” της τάξης, αλλά όλοι συνεχίζουν να την αγνοούν εντείνοντας το άγχος και την απελπισία της.

Διαβάστε όλο το άρθρο στο viewtag.gr 

popolaros banner

popolaros banner

lisasmeni mpalarina

Video

 

sample banner

Ροή Ειδήσεων

 

τέχνες PLUS

 

Ποιοι Είμαστε

Το Texnes-plus προέκυψε από τη μεγάλη μας αγάπη, που αγγίζει τα όρια της μανίας, για το θέατρο. Είναι ένας ιστότοπος στον οποίο θα γίνει προσπάθεια να ιδωθούν όλες οι texnes μέσα από την οπτική του θεάτρου. Στόχος η πολύπλευρη και σφαιρική ενημέρωση του κοινού για όλα τα θεατρικά δρώμενα στην Αθήνα και όχι μόνο… Διαβάστε Περισσότερα...

Newsletter

Για να μένετε ενημερωμένοι με τα τελευταία νέα του texnes-plus.gr

Επικοινωνία