Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα τη «Σοφία Λασκαρίδου: Μια αγάπη μεγάλη» από τους 4Fontral

«Η υπέρτατη ηδονή του έρωτα μόνο με την υπέρτατη ηδονή του θανάτου μπορεί να συγκριθεί».

Αθήνα 1960. Πώς η μεγαλύτερη ευτυχία και δυστυχία της ζωής μπορεί να κριθεί από μία και μόνο συνάντηση; Το ποτάμι του Ιλισού, ο μενεξεδένιος Υμηττός, ο συννεφιασμένος ουρανός, η αττική γη στρώνουν το σκηνικό του μεγάλου έρωτα. Κάπου εκεί θα δοθεί και το πρώτο τους πύρινο φιλί.

Εκείνη προικισμένη με ένα θεϊκό ταλέντο θα γίνει η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος που θα ζητήσει χάρη από το βασιλιά και θα σπουδάσει στο Πολυτεχνείο, ενώ θα συνεχίσει για μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό. Εκείνος θα μείνει πιστός στο φως της Αθήνας και θα συνεχίσει να γράφει διηγήματα, να μεταφράζει έργα μέχρι να κάψει ό,τι δημιούργησε με τα ίδια του τα χέρια.

Σοφία Λασκαρίδου και Περικλής Γιαννόπουλος έζησαν ένα μυθιστορηματικό έρωτα με τραγικό φινάλε, που απελπισμένος επέλεξε ο ίδιος ο Γιαννόπουλος, πραγματοποιώντας μια υπόσχεση που της είχε δώσει «αν ποτέ τη χάσει…»

Στεφανωμένος πάνω στο άσπρο άλογό του μπαίνει στη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Αυτοκτονεί με μια σφαίρα στο κεφάλι.

Στην παράσταση παρακολουθούμε την ιστορία από την πλευρά της Σοφίας Λασκαρίδου. Η σκηνοθεσία του Παντελή Δεντάκη δίνει στο θεατή τα απαραίτητα στοιχεία για να ταξιδέψει με τη φαντασία του. Από την εποχή κρατά το κοστούμι (σκηνικά-κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης) και τη νοσταλγική μουσική (μουσική σύνθεση: Λευτέρης Βενιάδης). Έτσι στη σκηνή του 104 βλέπουμε τέσσερις Σοφίες ντυμένες στα λευκά, σαν αιώνιες νύμφες πιστές στην υπόσχεση το πρώτου έρωτα.

Η Ελένη Κουτσιούμπα, η Νεφέλη Μαϊστράλη, η Αμαλία Νίνου και η Αριστέα Σταφυλαράκη κατορθώνουν αντίστοιχα να χρωματίσουν με τις ερμηνείες τους εξαιρετικά κάθε έκφανση αυτής της πολύκροτης προσωπικότητας.

Ο Σταύρος Γιαννουλάδης δίνει μια πιο μελαγχολική φιγούρα στον Περικλή Γιαννόπουλο που σε ταξιδεύει σε μια belle époque. Δυναμική και η παρουσία του Θανάση Ζερίτη, τόσο στο ρόλο του ποιητή όσο και στους υπόλοιπους – χαρακτηριστική η σκηνή με το βασιλιά Γεώργιο.

Το πιο δυνατό χαρτί της παράστασης είναι το φινάλε της. Η Μαριέττα Σγουρδαίου, χωρίς κοστούμι της εποχής, ακίνητη, ανάμεσά μας, μας εξιστορεί τους προβληματισμούς μιας γυναίκας λίγο πριν από τη δύση της ζωής.

Και εκεί συνειδητοποιείς ότι η ιστορία αυτή δεν ήθελε κατακερματισμό.

Υπήρχαν σημεία που ένιωθα ότι χρειαζόμουν περισσότερο λόγο σε κάποια ηθοποιό, να μου αφηγηθεί ακόμα και απνευστί την ερωτική έξαψη ή την απόγνωση της ζωγράφου και όχι τόσο πολύ μοίρασμα. Σαν να με διασπούσε όλο αυτό το πινγκ πονγκ από τη μια γωνιά της αίθουσας στην άλλη. Σαν να μίκραινε η ιστορία.

Παρ’ όλα αυτά η σύντομη διάρκεια της παράστασης, η χημεία της ομάδας, οι καλοδουλεμένες ερμηνείες και η δυνατή ιστορία κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον.