Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα τη «Δύναμη του σκότους» του Λέοντος Τολστόι στο Σύγχρονο Θέατρο

Μία ευφυής σκηνοθετική ανάγνωση ενός - άγνωστου στους περισσότερους - θεατρικού έργου του Τολστόι, που μας θυμίζει ότι όλα είναι ζήτημα ηθικής.

«Η δύναμη του σκότους» ανήκει στα λιγοστά θεατρικά έργα του Τολστόι, που έγινε παγκοσμίως γνωστός κυρίως χάρη στα κορυφαία πεζογραφήματά του. Με αφορμή ένα αληθινό περιστατικό που λαμβάνει χώρα το 1880 κάπου στη ρωσική επαρχία και θέλει έναν μουζίκο να ομολογεί στον γάμο της προγονής του, με την οποία διατηρούσε παράνομη σχέση, τη δολοφονία του νεογέννητου μωρού τους, ο Τολστόι γράφει τη «Δύναμη του σκότους» στρέφοντας το ενδιαφέρον του από την καλή κοινωνία της τσαρικής Ρωσίας, την οποία έχει κριτικάρει ανελέητα σε προηγούμενα εμβληματικά μυθιστορήματά του όπως το «Πόλεμος και ειρήνη» και το «Άννα Καρένινα», στις λαϊκές τάξεις και δη στους απλούς, «αγνούς» χωρικούς, που έχει αγκαλιάσει σε προηγούμενα έργα του.

Στην πραγματικότητα όμως ο Τολστόι συνεχίζει να ασχολείται με την ίδια θεματική, που βρέθηκε στο επίκεντρο του συνόλου του συγγραφικού του έργου και δεν είναι άλλη από την εξερεύνηση της ανθρώπινης ψυχής, τη μάχη που συντελείται μέσα μας ανάμεσα στη ζωική μας φύση και το θείο φως που παραμένει στον πυρήνα μας και επιτρέπει στον άνθρωπο να αναγνωρίσει το αγαθό. Το περιστατικό με τον μουζίκο μοιάζει να συγκλονίζει τον Τολστόι, ο οποίος έτρεφε μεγάλη αγάπη στους μουζίκους και τη ζωή τους, και τον κάνει να αντιληφθεί ότι το ζήτημα δεν είναι ταξικό, ούτε οικονομικής φύσης, αλλά ηθικό. Ο Τολστόι πιστεύει ακράδαντα σε αυτόν τον πυρήνα ηθικής που υπάρχει σε κάθε άνθρωπο, σε αυτό το φως που σιγοκαίει στα βάθη ακόμα και της πιο σκοτεινής ψυχής και το μόνο που έχει να κάνει κάποιος για να απελευθερωθεί από τα δεινά της ανθρώπινης φύσης είναι να το επικαλεστεί. 

«Θυμάσαι;» μονολογεί στο τέλος του έργου ο Νικήτας, ο μουζίκος που το χρήμα και η μεγάλη ζωή του πήραν το μυαλό, τον αλλοτρίωσαν και τον οδήγησαν στο πιο φρικτό έγκλημα. Και είναι αυτό το «θυμάσαι;» που σηματοδοτεί την επίκληση στην αρετή, στο καλό που ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο όσο και να το πολεμήσει. Από αυτή την άποψη ο Τολστόι είναι ένας βαθιά αισιόδοξος συγγραφέας. Ο ίδιος ο άνθρωπος – ανεξαρτήτως τάξης, φυλής και φύλου – γεννάει το Κακό, αλλά ο ίδιος είναι και σε θέση να το νικήσει. 

Έχοντας κατανοήσει βαθιά τον πυρήνα του έργου – γι’ αυτό άλλωστε φαντάζομαι επέλεξε να το παρουσιάσει σήμερα, αφού η «Δύναμη του σκότους» σχολιάζει με υπαινικτικό τρόπο την ηθική διάσταση της κρίση που βιώνουμε  – η Ελένη Σκότη, αν και άριστη γνώστης του ρεαλισμού, απέφυγε σοφά να ακολουθήσει μία αυστηρά νατουραλιστική σκηνοθετική γραμμή, αφού αυτό θα μίκρυνε το έργο και θα το περιόριζε σε ένα ηθογραφικό πλαίσιο. Η σκηνοθεσία της ακουμπά στον ρεαλισμό, κυρίως όσον αφορά την εκφορά του λόγου, αλλά την ίδια στιγμή τον υπονομεύει σε κινησιολογικό και αισθητικό επίπεδο. Η επιλογή αυτή, πέραν του ότι φώτισε μοναδικά τη διαχρονικότητα του κειμένου, έχω την αίσθηση ότι απελευθέρωσε και τη φαντασία της Σκότη, που απαλλαγμένη από τις συμβάσεις του νατουραλισμού, μας χαρίζει, κατά τη γνώμη μου, την πιο ευφυή της σκηνοθεσία μέχρι σήμερα.

Μετακινώντας συνεχώς μία σειρά από μαύρα, παραλληλόγραμμα μπλοκ – σαν μέρη ενός διασπασμένου τείχους – που αποτελούν το λιτό, αλλά εξαιρετικά λειτουργικό σκηνικό του Γιώργου Χατζηνικολάου, η Σκότη έπαιξε με τα επίπεδα και τα σχήματα, άλλαξε πολλαπλούς σκηνικούς χώρους υπηρετώντας τη σχεδόν κινηματογραφική ροή του έργου, αρκέστηκε στην αναφορά της εκάστοτε συνθήκης και όχι στην αυστηρή σκηνογραφική της αποτύπωση. Την ίδια γραμμή ακολούθησε και στην κινησιολογία με τους ηθοποιούς της – κυρίαρχα στο πρώτο μέρος – να υπογραμμίζουν το σημαινόμενο και όχι το σημαίνον. 

Μέσα σε αυτή τη συνθήκη ταίριαξε αρμονικά η χρήση φυσικών οργάνων από τους ηθοποιούς, που παίζουν τις εξαιρετικές συνθέσεις που έγραψαν ειδικά για την παράσταση η Βαλέρια Δημητριάδου και ο Γιώργος Παπαγεωργίου και αποτελούν αναφορά και όχι αποτύπωση της μουσικής των μουζίκων της τσαρικής Ρωσίας. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν και τα κοστούμια του Γιώργου Χατζηνικολάου, που έχουν ρεαλιστικές αναφορές χωρίς να επιχειρούν μία πιστή αναπαράσταση της εποχής.

Η ρεαλιστική γραμμή φάνηκε πιο καθαρά στις ερμηνείες των ηθοποιών, που λειτούργησαν ως ένα υποδειγματικό ensemble. Ο Γιώργος Παπαγεωργίου στον ρόλο του Νικήτα σκιαγράφησε εξαιρετικά τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του ήρωά του σε μία από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του. Η Πέγκυ Τρικαλιώτη, υποδυόμενη την Ανίσα, τιθάσευσε αποτελεσματικά τη μανιέρα της αποκαλύπτοντας μας διαφορετικές πτυχές του ταλέντου της σε έναν ρόλο που ακολουθεί αντίθετη πορεία από αυτή του Νικήτα, από το φως στο σκοτάδι. Η Αγορίτσα Οικονόμου κλέβει σε στιγμές την παράσταση ούσα απολαυστική στη Ματριόνα της, αν και, κατά τη γνώμη μου, εστιάζει περισσότερο στην κωμική πλευρά της παρά το γεγονός ότι η ηρωίδα της κρύβει και άλλα επίπεδα μην έχοντας καμία ηθική αναστολή. Ο Χρήστος Σαπουντζής είναι υποδειγματικός στον ρόλο του εργάτη Μίτριτς, που φαίνεται να έχει συμβιβαστεί με τη μοίρα του, ενώ εξίσου αποτελεσματικοί είναι ο Θανάσης Χαλκιάς και ο Μιχαήλ Γιαννικάκης. Η Αθηνά Αλεξοπούλου καταφέρνει να κάνει αισθητή την παρουσία της μέσα από μία χαρακτηριστική φιγούρα που χτίζει ως Μαύρα, ενώ λίγο πιο αδύναμες, αλλά επαρκείς, βρήκα τις Αθανασία Κουρκάκη και Μαρία Προϊστάκη.

Συμπερασματικά, η «Δύναμη του σκότους» είναι μία παράσταση που αξίζει να δείτε κυρίαρχα για τον ευφυή τρόπο που έχει σκηνοθετηθεί από τη Σκότη και τις πολύ καλές ερμηνείες των ηθοποιών της.