Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα την παράσταση “Άφιξις” στη Μικρή Επίδαυρο

 

Εστιάζοντας στην 22η ραψωδία της “Οδύσσειας” – γνωστή και ως Μνηστηροφονία – η Ιώ Βουλγαράκη και η ομάδα ΠΥΡ φώτισαν μοναδικά μέσα από την παράσταση “Άφιξις”, που παρουσιάστηκε την Παρασκευή και το Σάββατο στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου, μία από τις πιο αιματηρές σκηνές της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.

 

Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Δημήτρης Μαρωνίτης, την εξαιρετική μετάφραση του οποίου χρησιμοποίησε η Ιώ Βουλγαράκη στην παράσταση, σε αυτό το σημείο του ομηρικού έπους “ο πολύτλας Οδυσσέας αντιστρέφεται σε πολύφονον”. Στο πέρασμά του σαρώνει τα πάντα. 108 άνδρες που διεκδικούν τη γυναίκα του και τον θρόνο θα πέσουν νεκροί από το σπαθί του και τα βέλη του σε μία ανελέητη σφαγή χωρίς προηγούμενο που συντελείται στο παλάτι. Μία αντίστοιχης βιαιότητας σκηνή έχουμε δει και στο πρώτο ομηρικό έπος, την Ιλιάδα, με τον Αχιλλέα να σκοτώνει αδιακρίτως σε κατάσταση ξέφρενης μανίας και αφόρητου πόνου εξαιτίας του θανάτου του Πάτροκλου.

 

Όμως εδώ ο Οδυσσέας δεν μοιάζει να παρασύρεται από κανένα πάθος του. Δρα ψυχρά και υπολογιστικά βάσει σχεδίου. Αρνείται να δεχτεί τις ικεσίες των μνηστήρων να τους χαρίσει τη ζωή με αντάλλαγμα την παραίτηση τους από τη διεκδίκηση του θρόνου του νησιού. Θέλει αίμα και μόνο αίμα, κάτι που μάλλον δεν συμβαδίζει με οποιαδήποτε έννοια ηθικής.

 

Επιστρέφοντας στην Ιθάκη μετά από είκοσι χρόνια απουσίας ο Οδυσσέας βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα “φάντασμα ονείρου”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Όμηρος. Η μνήμη τον έχει προδώσει. Τίποτα δεν τον θυμίζει στο νησί του. Νιώθει ξένος στην ίδια του την πατρίδα. Ο μόνος τρόπος για να υπάρξει ξανά στον τόπο του είναι να καταφέρει να ενώσει το νήμα της βασιλικής του διαδρομής. Να συνδέσει το “τώρα” με αυτό το χαμένο στον χρόνο “τότε”, που ψελλίζει ο Αργύρης Ξάφης ως Οδυσσέας στο τέλος της παράστασης. Έτσι μόνο θα ξαναβρεί την ταυτότητά του, θα θυμηθεί και ο ίδιος ποιος πραγματικά είναι. Όμως για να συμβεί αυτό πρέπει να σβήσει κυριολεκτικά είκοσι χρόνια ιστορίας μαζί με όσους και όσα τη συναποτελούν. Αυτό ουσιαστικά πράττει με τη μνηστηροφονία. Η ίδια του η συνέχεια της ύπαρξης προϋποθέτει το μακελειό και όχι κάποιος κανόνας δικαίου. Το τέλος της “Οδύσσειας” είναι πολύ πιο σκοτεινό απ’ όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Ο Όμηρος, μέσω της Μνηστηροφονίας, αποκαλύπτει έναν Οδυσσέα, που πέρα από “πολυμήχανος” είναι και αδίστακτος. Ξεκάθαρα θύτης και καθόλου θύμα.

 

Όλα τα παραπάνω τα φώτισε συναρπαστικά η παράσταση της Ιούς Βουλγαράκη με όχημα την πραγματικά σπουδαία μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, που συνιστά ουσιαστικά ένα νέο λογοτεχνικό επίτευγμα. Η σκηνοθετική προσέγγιση που δομήθηκε πάνω σε μία πάλλουσα αφήγηση διανθισμένη από μία έντονη σωματικότητα – στο μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος της παράστασης - και μία εγγενή μουσικότητα ανέδειξε την υπέροχη γλώσσα του κειμένου επιτρέποντας στον θεατή να κατανοήσει στο έπακρο την ιστορία, κάτι στο οποίο συνέβαλε θεωρώ καθοριστικά και η καίρια δραματουργική επεξεργασία της ίδιας της Βουλγαράκη.

 

Η παράσταση δεν επένδυσε στον ρεαλισμό, αλλά σε αυτή την ατμόσφαιρα ονείρου, έναν κόσμο σχεδόν στοιχειωμένο, που επικαλείται ο ίδιος ο Όμηρος. Μέσα σε ένα πολύ έξυπνο σκηνικό, που υπέγραψε η Άννα Φιοντόροβα και αποτελούνταν μόνο από φωτεινούς ράβδους με led παραπέμποντας ουσιαστικά στον σκελετό του παλατιού της Ιθάκης, σε ό,τι δηλαδή είχε διασωθεί από αυτό στη μνήμη του Οδυσσέα, η αφήγηση της ιστορίας από τους ηθοποιούς βαλλόταν συνεχώς από θραύσματα ονείρου, μέσα στα οποία φώλιαζαν μοναδικά οι μουσικοί πειραματισμοί της Σαβίνας Γιαννάτου μαζί με τους απόκοσμους ήχους τους και τους χαρακτηριστικούς λαρυγγισμούς τους. Μία μάλιστα από αυτές, που θέλει τον Οδυσσέα βουτηγμένο ήδη στο αίμα των μνηστήρων και χαμένο σε έναν εφιάλτη δίχως τέλος μέσα στα “ερείπια” της μνήμης του, μπορεί να θεωρηθεί, κατά τη γνώμη μου, σκηνή ανθολογίας που θα θυμόμαστε για καιρό.

 

Η σκηνοθετική ανάγνωση της Βουλγαράκη όμως θα έμοιαζε ελλιπής αν δεν υποστηρίζονταν σθεναρά από δύο άλλους βασικούς πυλώνες της παράστασης. Ο πρώτος ήταν η κίνηση των ηθοποιών που επιμελήθηκε η Σοφία Πάσχου. Είναι πραγματικά συναρπαστικό πώς μία σκηνή, όπως αυτή της μνηστηροφονίας, που για να αποτυπωθεί ρεαλιστικά χρειάζονται κανονικά περίπου 120 ηθοποιοί επί σκηνής ζωντάνεψε τόσο αποτελεσματικά με μόλις επτά ηθοποιούς! Με ευφυείς λύσεις και μία μοναδική αισθητική όσον αφορά την κίνηση των σωμάτων η Σοφία Πάσχου ουσιαστικά συν-σκηνοθέτησε με την Ιώ Βουλγαράκη τη μισή και πλέον παράσταση, υπακούοντας φυσικά στο σκηνοθετικό όραμα της δεύτερης. Χωρίς την καθοριστική της συμβολή το αποτέλεσμα πολύ εύκολα θα μπορούσε να καταστεί μονότονο. Μαζί φτιάξανε ένα σύμπαν, που ακροβατούσε ανάμεσα στον ρεαλισμό και την ψευδαίσθηση, την αλήθεια και το όνειρο, αφήνοντας παράλληλα να διαφανεί ενίοτε ένα υποδόριο χιούμορ, επιλογή που οφείλω να πω ότι πολύ εκτίμησα αφού κράτησε την παράσταση μακριά από μία σοβαροφάνεια που πολλές φορές φέρουν αντίστοιχοι πειραματισμοί.

 

Ο άλλος βασικός πυλώνας της παράστασης ήταν η μουσική της Σαβίνας Γιαννάτου. Νομίζω ότι στη δική της δουλειά οφείλει η παράσταση, σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό, την ονειρικά σκοτεινή της ατμόσφαιρα. Ο τρόπος που η Γιαννάτου επεξεργάζεται και νοηματοδοτεί εκ νέου τους ήχους του περιβάλλοντος και τους λαρυγγισμούς της ανθρώπινης φωνής είναι μοναδικός. Ειδικά στο τελευταίο μέρος της παράστασης, κατά το οποίο οι ηθοποιοί αφηγούνται την ιστορία στατικά γύρω από ένα μικρόφωνο που κρέμεται από πάνω τους, η συμβολή της Γιαννάτου στη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας ήταν κάτι παραπάνω από καθοριστική, αφού με βάση τις φωνές των ηθοποιών και τους ηχητικούς αυτοσχεδιασμούς του μουσικού Γιάννη Δεσποτάκη, που βρισκόταν στο βάθος της σκηνής, δημιούργησε ένα υποβλητικό μουσικό χαλί που συνόδευε μοναδικά την αφήγηση.

 

Και οι επτά ηθοποιοί της παράστασης υπηρέτησαν υποδειγματικά τη σκηνοθετική γραμμή αφήνοντας πραγματικά τις καλύτερες εντυπώσεις σε μία ουσιαστικά ομαδική δουλειά. Ο Αργύρης Ξάφης σκιαγράφησε εύστοχα στο πρόσωπο του Οδυσσέα του το κύρος, την αποφασιστικότητα, αλλά και την ορμή του ήρωά του όντας καθηλωτικός ανά στιγμές. Η Δέσποινα Κούρτη, σαγηνευτική Πηνελόπη μέσα στο φόρεμα της Μαγδαληνής Αυγερινού, που έντυσε προσεγμένα όλους τους ηθοποιούς, έμοιαζε λες και βγήκε από τις σελίδες του ομηρικού έπους, κερδίζοντας τις εντυπώσεις τόσο στον μονόλογό της, όσο και με τους λαρυγγισμούς της στη σκηνή του ονείρου. Ο Γιώργος Παπαγεωργίου και ο Αλέξανδρος Λογοθέτης ήταν πραγματικά απολαυστικοί υποδυόμενοι τους πάμπολλους μνηστήρες και όχι μόνο. Απέδειξαν για ακόμα μία φορά το πολύπλευρο ταλέντο τους. Ο Γιώργος Μπινιάρης έφερε στον Εύμαιο την εμπειρία των πολλών χρόνων του στο θέατρο, αλλά και μία εσωτερική ορμή που του χάριζε μία αναπάντεχη νεανικότητα επί σκηνής κυρίως στα ομαδικά μέρη. Τέλος, οι δύο νεότεροι ηθοποιοί, ο Γιώργος Δικαίος και η Μαίρη Μηνά ανταποκρίθηκαν εξαιρετικά στις απαιτήσεις των ρόλων τους ως Τηλέμαχος και Αθηνά αντίστοιχα. Με φωνή που στάθηκε υποδειγματικά στο μικρό θέατρο της Επιδαύρου, πολύ καλή κίνηση και αξιόλογες ερμηνευτικές επιδόσεις μοιάζουν να έχουν μέλλον.

 

Η “Άφιξις” ήταν ένα στοίχημα που κερδήθηκε. Ήταν ένας άλλος τρόπος για το πώς μπορεί να προσεγγιστεί με έμπνευση ένα κλασικό κείμενο της αρχαιότητας, που νομίζουμε ότι ξέρουμε, αν και στην πραγματικότητα το μόνο που ξέρουμε είναι ο μύθος. Θα ήθελα πραγματικά να δω την ίδια δημιουργική ομάδα να επιχειρεί σύντομα στη μικρή ή και στη μεγάλη Επίδαυρο την παρουσίαση μίας αρχαίας τραγωδίας. Με την ίδια τόλμη και την ίδια έμπνευση.