Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα την «Παρέλαση» στη Β’ Σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας

Ο Άρης και η Ζωή. Δύο έφηβα αδέλφια κλεισμένα στο παιδικό τους δωμάτιο. Κάπου. Κάποτε. Ένα παιχνίδι εξουσίας μέσα σε τέσσερις τοίχους. Κι έξω από το παράθυρο η πόλη. Μία παρέλαση που πρόκειται να γίνει. Ο άλλος κόσμος που τους περιβάλλει. Με τους δικούς του κανόνες, τις δικές του ψευδαισθήσεις. Πόσο διαπλέκεται το μέσα με το έξω; Πού συναντά το ιδιωτικό το δημόσιο; Πόσο ξέχωρα είναι τελικά;

Δεν υπάρχουν πολλοί Έλληνες συγγραφείς της γενιάς του ’60 και του ’70, των οποίων τα έργα τους να μπορούν να συνομιλήσουν αποτελεσματικά με το σήμερα. Η Λούλα Αναγνωστάκη είναι μία εξαίρεση. Ίσως γιατί είχε εγκαίρως καταλάβει αυτό που δήλωνε στην τελευταία, πριν από περίπου έναν χρόνο, συνέντευξή της: «Ένα καλό έργο -δεν μιλάω για τα δικά μου, αυτό να το γράψετε παρακαλώ- πρέπει να έχει πάντα κάτι που να το κάνει επίκαιρο».

Το μονόπρακτο «Η Παρέλαση» της Αναγνωστάκη γράφτηκε το 1965, αλλά θα μπορούσε να είχε γραφτεί και σήμερα. Έργο πολιτικό, αλληγορικό, αλλά βαθιά ανθρωποκεντρικό, που κρύβει στον πυρήνα του αυτή την αλλόκοτη δύναμη της ποίησης. Ένας ρεαλισμός που σιγά σιγά αποκαλύπτει τις ρωγμές του. Μία ομολογία της ήττας. Για τον κόσμο που φτιάξαμε, για το τέρας μέσα μας.

Ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος και η Ελένη Στεργίου, που παρουσιάζουν το έργο σε δική τους σκηνοθεσία, κρατώντας παράλληλα και τους δύο βασικούς ρόλους, στη Β’ Σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας, κατανόησαν τη βαθύτερη ουσία του, συντονίστηκαν με τις παύσεις του και τις ανάσες του, βούτηξαν στα σκοτάδια του χωρίς να παραγνωρίζουν το πικρό του χιούμορ και μας χάρισαν μία παράσταση σφιχτή και παλλόμενη, με λόγο ύπαρξης. Είναι εντυπωσιακή η ενέργεια και η χημεία τους επί σκηνής και πολύ ενδιαφέρουσες οι σκηνοθετικές, αλλά και οι σκηνογραφικές τους λύσεις που βρήκαν με την αρωγή της Ζωής Μολυβδά-Φαμέλη  και του Μπάμπη Καμπανόπουλου. Ο σχεδιασμός του ήχου (Νεφέλη Σταματογιαννοπούλου) και των φωτισμών (Μελίνα Μάσχα) συμπληρώνουν ιδανικά ένα πολύ αξιόλογο σκηνικό αποτέλεσμα, που αναδεικνύει στο έπακρο τη διαχρονική δύναμη του κειμένου της Αναγνωστάκη.