Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ» σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιμούλη

Το θεατρικό έργο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» του Έντουαρντ  Άλμπι, το οποίο θεωρείται πλέον κλασικό, το 1962 που πρωτοπαίχτηκε τάραξε τα νερά του παγκόσμιου θεατρικού γίγνεσθαι, καθώς παρουσίασε ψυχρά και 

κυνικά επί σκηνής την πολιτική και κυρίως την κοινωνική παρακμή της μεταπολεμικής αμερικανικής κοινωνίας. Ο συγγραφέας με το εν λόγω κείμενο στόχο έχει να καταρρεύσει η εικόνα του ευυπόληπτου διανοούμενου, του ακαδημαϊκού, μπροστά στα μάτια του θεατή. Βάζει λοιπόν στο στόμα των δύο πρωταγωνιστών ένα χυδαίο, ένα φτηνό υβρεολόγιο, προκειμένου να φέρει στο φως την προβληματική τους σχέση σε στενά πλαίσια, ενώ ευρύτερα προβάλλει την παθογένεια μιας ολόκληρης κοινωνίας που πορεύεται με μη ανιδιοτελή κίνητρα.

Στο κέντρο του ενδιαφέροντος τοποθετείται η συμπλεγματική σχέση ενός ζευγαριού, της Μάρθας και του Τζορτζ, οι οποίοι, στο πλαίσιο συνθήκης παιχνιδιού αλληλοεξόντωσης, επιδίδονται σε εκατέρωθεν προσβολές για να υπάρξουν. Η Μάρθα και ο Τζορτζ, αν και μεσόκοποι ενήλικες, συμπεριφέρονται σαν ανήλικα παιδιά, σαν εχθροί στην αρχή και σαν σύμμαχοι στο τέλος. Παλεύουν ασταμάτητα σαν άγρια θηρία, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη ένα παιχνίδι ισχύος, πάντα υπό την επήρεια αλκοόλ και πάντα με την εκτόξευση μιας σειράς χλευασμών. Η Μάρθα τον αποκαλεί άχρηστο: «Μα πόσο άχρηστος είσαι». Και όταν ο Τζορτζ δηλώνει κουρασμένος, του απαντά: «Ποτέ σου δεν κάνεις τίποτα». Τον προστάζει να ανοίξει την πόρτα όταν το κουδούνι χτυπάει, για να πάρει την ειρωνική απάντησή του: «Αμέσως, αγάπη μου». Εκείνη στην ειρωνεία του αποκρίνεται με ένα «Άντε γαμήσου». Η Μάρθα θίγει το χιούμορ του και αργότερα τον πατάει εκεί που πονάει: «Ο Τζορτζ είναι ιστορικός, δεν έχει όμως την έδρα της ιστορίας». Συνεχίζει αναφερόμενη στο πότε τον παντρεύτηκε: «Έψαχνα να βρω μνηστήρα του θρόνου. Ο μοναδικός μνηστήρας ήταν ο Τζορτζ και, όταν αποσυρόταν ο μπαμπάς, όλο το πανεπιστήμιο θα ήταν δικό του». Ο Τζορτζ με τη σειρά του εκτοξεύει τα δικά του βέλη σε αδύνατα σημεία της: «Η Μάρθα δεν έχει αρρωστήσει ποτέ, εκτός από τις φορές που μπαινοβγαίνει σε ιδρύματα». Επίσης, τονίζει την εξάρτησή της από το αλκοόλ, ενώ δηλώνει πόσο μεγάλη είναι συγκρινόμενη μαζί του: «Η Μάρθα σε ένα μήνα γίνεται ενενήντα». Σε αυτό το καθ’ όλα νοσηρό παιχνίδι έχουν βαρεθεί να ξεσκίζονται μεταξύ τους και θέλουν θεατές. «Show Time», αναφωνεί η Μάρθα όταν χτυπάει το κουδούνι και εμφανίζεται στη σκηνή το καθοριστικό για την πλοκή δεύτερο ζευγάρι πρωταγωνιστών. Ο Νικ, βιολόγος, γύρω στα τριάντα, καινούργιος στο πανεπιστήμιο, όπου πρύτανης είναι ο μπαμπάς της Μάρθας, και η αστή σύζυγός του, η Χάνι, η οποία κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο σπίτι του Τζορτζ και της Μάρθας δεν σταματάει να ξερνάει. Ο Τζορτζ το ερμηνεύει ως εξής: «Εξαρτάται από το τι βλέπει».

Στο αρρωστημένο παιχνίδι τους εμπλέκουν και το ανυποψίαστο στην αρχή νεαρό ζευγάρι. Αφού τελειώνει το παιχνίδι της Μάρθας ‒«Ξεφτιλίστε τον οικοδεσπότη» ‒, αρχίζει το παιχνίδι του Τζορτζ ‒ «Γαμήστε την οικοδέσποινα». Ο φιλόδοξος Νικ αποπειράται να συνουσιαστεί με την οικοδέσποινα ενώπιον σχεδόν του Τζορτζ. Όταν δεν καταφέρνει να την ικανοποιήσει σεξουαλικά, κρατάει υποτιμιτική στάση απέναντί του και τότε αρχίζει το παιχνίδι «Τσακίστε τους φιλοξενούμενους». Ο Τζορτζ αποκαλεί τη Χάνι συζυγοειδές κατασκεύασμα καθώς και άκωλο μεθυσμένο. Και ενώ συνεχίζεται το παιχνίδι «Τσακίστε τους φιλοξενούμενους», η Μάρθα διερωτάται: «Έχεις όρεξη, ε; Πού τη βρίσκεις;» Και παίρνει την απάντησή του: «Στην κατάντια των άλλων».

Τελευταίο παιχνίδι, «Φέρνω στο φως το παιδί». Εκεί ο Τζορτζ είναι αποφασισμένος να συντρίψει τη Μάρθα. Εκείνη αντιδρά, αλλά ο Τζορτζ επιμένει: «Δεν γίνεται να τα παρατάς επειδή χόρτασες αίμα! Αυτό θα το παίξουμε μέχρι θανάτου».

Αποκαλύπτεται η στειρότητα της Μάρθας: «Η Μάρθα δεν έχει υστερικές εγκυμοσύνες, δεν έχει καθόλου εγκυμοσύνες». Το νεαρό ζευγάρι αντιλαμβάνεται ότι η ιστορία για τον υποτιθέμενο γιο δεν ήταν παρά ένα ακόμα παιχνιδάκι τους και αποχωρεί.

Στη σκηνή μένουν οι δύο, η Μάρθα και ο Τζορτζ. Αγκαλιάζονται και βλέπουν μαζί ταινία σαν να μην προηγήθηκε τίποτα απολύτως. Μια σχέση αρρωστημένης αγάπης και απόλυτου μίσους, που αυτοπροσδιορίζεται και επιβιώνει κάπως έτσι.

Η παράσταση, που παίζεται για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Μεταξουργείο, με νέα διανομή στους γυναικείους ρόλους, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιμούλη, καταφέρνει να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού από την αρχή έως το τέλος.

Χαμηλός φωτισμός, λιτό σκηνικό, δυνατές ερμηνείες, συνθέτουν μια παράσταση καλή, ανάλογη με τη δυναμική του κλασικού αυτού έργου.

Ο φωτισμός (Κατερίνα Μαραγκουδάκη) είναι χαμηλός, όπως ταιριάζει σε ένα τέτοιο βράδυ, και το σκηνικό (Νίκος Αναγνωστόπουλος) λιτό. Αρκούν ένας καναπές, καρέκλες και ένα μπαρ με πολλά πολλά ποτά για να δοθεί το στίγμα του έργου. Η πινελιά του μοντέρνου, αν και κόντρα στις περιγραφές του κειμένου, πετυχαίνει το στόχο της.

Η σκηνοθεσία του Γιώργου Κιμούλη εστιάζει στην αρρωστημένη σχέση του ζευγαριού Μάρθας-Τζορτζ, βάζοντας σε δεύτερο πλάνο το νεαρό ζευγάρι, δίνοντας έτσι έμφαση στον παραλογισμό των σχέσεων. Εισάγει νεωτεριστικά στοιχεία, όπως το λάπτοπ του Τζορτζ, που δείχνουν ότι το έργο θα μπορούσε να είναι και σύγχρονο.

Η Δήμητρα Χατούπη ως Μάρθα καταθέτει μία από τις καλύτερες ερμηνείες της. Πείθει ότι είναι η αλκοολική, τελειωμένη, μια γυναίκα που αγαπάει να μισεί το σύζυγό της επειδή για κακή του τύχη την αγάπησε ενώ κατά τη γνώμη της δεν το άξιζε.

Ο Άκις Βλουτής ως Τζορτζ είναι απλώς συγκλονιστικός. Εξαιτερική κίνηση, διαπεραστικό βλέμμα, ικανότητες μίμου. Αποδίδει έναν ήρωα πωρωμένο, απογοητευμένο και συμβιβασμένο απόλυτα με τη σχέση του με τη Μάρθα.

Ο Σαράντος Γεωγλερής είναι πράγματι ο κυνικός και φιλόδοξος ακαδημαϊκός Νικ, πρόθυμος να κάνει πολλά προκειμένου όχι μόνο να κρατήσει τη θέση του, αλλά και να εξελιχθεί, γι’ αυτό και δεν αντιδρά έντονα αλλά στωικά. «Ο πατέρας της Μάρθας απαιτεί πλήρη αφοσίωση από τους δούλους του», τον ενημερώνει ο Τζορτζ και παίρνει το μήνυμα.

Η Αντωνίνα Βλουτή ενσαρκώνει με ζήλο την αστή Χάνι, την κοπέλα που αδυνατεί να διαχειριστεί αυτό που της συμβαίνει. Έχει εξαιρετική κίνηση και άνεση στο ρόλο της.

 

 Από τη Νατάσα Κωνσταντινίδη