Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ο Διγενής δεν είναι σίγουρα ένα τυχαίο πρόσωπο. Είναι ο δημοφιλέστερος από τους ήρωες των ακριτικών τραγουδιών και ο πρωταγωνιστής ενός έμμετρου αφηγήματος του 11ου – 12ου αιώνα, άγνωστου συγγραφέα, το οποίο αποτελεί το παλαιότερο λογοτεχνικό γραπτό μνημείο της δημώδους ελληνικής μεσαιωνικής γλώσσας και θεωρείται το έργο που σηματοδοτεί την αρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ακούγεται και είναι εξαιρετικά σημαντικό. Ο Διγενής είναι σύμβολο ηρωισμού, δεν είναι άλλος ένας ήρωας.

Στο Θέατρο 104 παρακολουθούμε από την εταιρεία θεάτρου Gaff μια παράσταση με αφορμή το έπος του Διγενή σε σκηνοθεσία Σοφία Καραγιάννη. Μια διασκευή που σκοπό έχει με χιουμοριστικό τρόπο να αποδώσει τα κατορθώματα, τους αγώνες, τους έρωτες και το θάνατο του ήρωα.

Τρεις «ραψωδοί» ζωντανεύουν τον κόσμο του Διγενή γύρω από τον ίδιο και πολεμάνε, ερωτεύονται, χορεύουν, τραγουδάνε, παίζουν σκάκι, «όσο κερδίζω θα μ’ αφήνεις να ζω» λέει ο Διγενής στο θάνατο που ήρθε να τον πάρει. Παίζουν με το θάνατο λοιπόν και ζούνε την κάθε μέρα έντονα, σαν να είναι η τελευταία. Υπάρχει όμως και για τους ήρωες ένα όριο. Ένα όριο που μπορεί να αψηφούν, είναι όμως αυτό που μας εξομοιώνει όλους, ήρωες και μη, ο θάνατος. Ποιος μπορεί να ξεφύγει από τον θάνατο;

Αυτό που βλέπουμε στην εν λόγω παράσταση είναι η μεταφυσική πλευρά του ποιήματος.

Το κοινό το υποδέχονται οι τρεις «ραψωδοί» ξαπλωμένοι στο ξύλινο πάτωμα. Τα μαρμαρένια αλώνια γίνονται το ξύλινο αλώνι ενός γυμνού σκηνικού που έρχονται να το γεμίσουν οι ηθοποιοί με τις ερμηνείες τους. Το έργο ξεκινά και τελειώνει με τον ίδιο τρόπο. Ενδιαφέρον σαν τον κύκλο που κάνει η ζωή, αν σου χαρίσει μια φορά την παρτίδα στο σκάκι, δεν σημαίνει ότι θα στη χαρίζει για πάντα. Είναι κλασικό παράδειγμα θεατρικής δουλειάς που δεν θέλει να εντυπωσιάσει με σκηνοθετικά τεχνάσματα, σοφή σκηνοθετική επιλογή της Σοφίας Καραγιάννη, αλλά επιδιώκει να τραβήξει την προσοχή του θεατή σε σημεία που πρέπει, αποδεικνύοντας ότι το σώμα και η φωνή του ηθοποιού υποκαθιστούν το οποιοδήποτε σκηνικό.

Οι δυνατές ερμηνείες, η ένταση, οι αυξομειώσεις στη φωνή, η μίμηση, η κίνηση (Μαργαρίτα Τρίκκα) δεν περνούν απαρατήρητα. Οι υποβλητικοί φωτισμοί ( Νίκος Βλασόπουλος) συμπληρώνουν το αποτέλεσμα. Και τα κοστούμια των «ραψωδών», τα οποία επιμελήθηκε η σκηνοθέτις Σοφία Καραγιάννη υπηρετούσαν πιστά το όλο εγχείρημα.

Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης (Διγενής), ο Κωνσταντίνος Πασσάς και ο Αλέξανδρος Τούντας λειτούργησαν με εξαιρετική σκηνική χημεία και μας χάρισαν πολλές κωμικές σκηνές δίνοντας νόημα στη φράση του δημοτικού τραγουδιού: «Γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα».

Από τη Νατάσα Κωνσταντινίδη