Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ο Γάλλος συγγραφέας Ζαν Κοκτώ συνυπολογίζεται στους δραματουργούς που σημάδεψαν με το έργο τους τον 20ο αιώνα. Ο ίδιος επιμένει στην ποιητική του ιδιότητα και θεωρεί ότι κάθε δουλειά του είναι ποίηση. «La Voix Humaine», όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος στα γαλλικά, «Ανθρώπινη Φωνή» που γράφτηκε το 1930 και πρωτοπαίχτηκε στην Comédie Française, πραγματεύεται το θέμα της αυτοκτονίας μιας προδομένης και ερωτευμένης γυναίκας. Θέμα αγαπητό στον συγγραφέα που έχει εμμονή με την καταλυτική παρουσία του θανάτου, γεγονός που δικαιολογείται από την προσωπική τραυματική του εμπειρία. Ο πατέρας του αυτοκτόνησε, όταν ο Κοκτώ ήταν εννέα χρονών και ήταν εκείνος που τον βρήκε νεκρό στο κρεβάτι του.

Βρισκόμαστε στο Παρίσι του ’30 και μια γυναίκα συνομιλεί με τον επί πέντε χρόνια σύντροφο της στο τηλέφωνο, ο οποίος την έχει εγκαταλείψει για να παντρευτεί κάποια άλλη. Στον μονόλογο γινόμαστε μάρτυρες της ψυχολογικής πτώσης της γυναίκας αυτής που σταδιακά εγκαταλείπεται στην απόγνωση και το θάνατο, αν και στην αρχή δείχνει να είναι ψύχραιμη. Δείχνει να μειώνει με την στάση της την προδοσία του εραστή της και να τον συγχωρεί. Θα μπορούσε στην πραγματικότητα η πρωταγωνίστρια να είναι οποιασδήποτε εθνικότητας, ηλικίας και εποχής, δεδομένου ότι ο πόνος του έρωτα είναι καθολικός. Καλώς ή κακώς το έντονο αυτό συναίσθημα έχει πολλές παραμέτρους. Όταν παύει να είναι ευγενές, ένα συναίσθημα ανάτασης και ζωής, δίνει τη θέση του στην καταστροφή και το θάνατο. Υπάρχει πάντα και η σκοτεινή πλευρά του, αυτή που μας δείχνει πόσο λεπτές είναι οι ισορροπίες και πόσο συνδέεται η αγάπη και ο θάνατος. Η ηρωίδα του Κοκτώ φλερτάρει από την αρχή μαζί του, αφού καπνίζει ασταμάτητα, πίνει χάπια με μοναδική παρέα ένα τηλέφωνο που ουσιαστικά είναι συμπρωταγωνιστής της και από αντικείμενο επικοινωνίας γίνεται εργαλείο θανάτου, ένα όπλο που δεν αφήνει ίχνη, δεν κάνει θόρυβο.Η ηρωίδα τυλίγεται με το καλώδιο και τεντώνοντας το θέλει να προκαλέσει το τέλος της.

Η παράσταση του Γεωργιανού σκηνοθέτη Mikheil Charkviani, στην Β’ σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας, με πρωταγωνίστρια την επίσης γεωργιανή ηθοποιό Buba Gogorishvili, μία από τις πιο σημαντικές εκπροσώπους της γενιάς της στη χώρα της, επιχειρεί να διαφοροποιηθεί από την κλασική εκδοχή του Κοκτώ, κάνοντας το έργο πιο σύγχρονο, δείχνοντας τη γυναίκα αυτή πιο περήφανη, πιο δυνατή και σίγουρη για τις επιλογές της. «Πληρώνω ακριβά μια ανεκτίμητη χαρά και δε μετανιώνω για τίποτα», λέει χαρακτηριστικά στο έργο. Η παράσταση ανέβηκε αρχικά στο Θέατρο Antoneli στη Γεωργία το 2014 και αφού σημείωσε τεράστια επιτυχία εκεί και χαρακτηρίστηκε από τα σπουδαιότερα ανεβάσματα του έργου στη Γεωργία, ήρθε και στην Αθήνα για λίγες παραστάσεις.

Το έργο του σκηνοθέτη ενός τέτοιου μονολόγου πρέπει να στοχεύει στο ταμπεραμέντο μιας έμπειρης ηθοποιού που μπορεί να διατηρήσει μια εύθραυστη ισορροπία χωρίς υπερβολικά κλαψουρίσματα ή ψευτοδιανοουμενίστικες συμπεριφορές. Πραγματικά με την Gogorishvili πετυχαίνει να εστιάσει ο θεατής στο συναίσθημα, στο ανθρώπινο κομμάτι οδηγώντας τη σε μια ερμηνεία που δημιουργεί την απαιτούμενη ένταση. Το παράστημα της, η ένταση της, η νευρικότητα της και η συγκίνηση της φωνής της, που είναι έκδηλα από την πρώτη στιγμή που αναβοσβήνει το διακόπτη της λάμπας που στέκει δίπλα της, φέρνουν μπροστά στα μάτια του θεατή το δράμα κάθε ερωτευμένης γυναίκας που φτάνει στο τέλος. Το στερεότυπο της αδύναμης γυναίκας, αν και είναι κάπως εξασθενημένο εδώ, υπάρχει, όμως έμφαση δίνεται στην ερμηνεία. Η διαφορά της γλώσσας είναι ένα πρόβλημα που ξεπερνιέται με το συναίσθημα που βγάζει στην ερμηνεία της η ηθοποιός. Το τηλέφωνο πρωταγωνιστής μέχρι την τελευταία σκηνή όπου πριν το τέλος επιχειρεί την «επανάστασή της» και το βγάζει στο νοητό μπαλκόνι για να μην το ακούει, έχοντας κατεβασμένο το ακουστικό. Έξυπνο το σκηνικό εύρημα της τζαμαρίας που υποδηλώνει το μπαλκόνι του διαμερίσματος όπου διαμένει η ηρωίδα.

Μια ενδιαφέρουσα θεατρική μετάκλιση η οποία μας δίνει μια μεγάλη ευκαιρία να γνωρίσουμε δύο σπουδαίους καλλιτέχνες από τη γειτονική χώρα. Θα παίζεται μέχρι τις 2 Ιουνίου. Δείτε το!

Από τη Νατάσα Κωνσταντινίδη