Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Από τη Νατάσα Κωνσταντινίδη

Άρθουρ Μίλλερ, αγαπημένος, πολυπαιγμένος θεατρικός συγγραφέας στην Ελλάδα, «Το Τίμημα» ένα από τα πιο δυνατά του κείμενα, εμφανώς αυτοβιογραφικό και Γιώργος Μιχαλακόπουλος, ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή Έλληνες ηθοποιούς. Ένα τρίπτυχο που γεννά προσδοκίες στο θεατή και ένα στοίχημα για τη σκηνοθέτιδα Ιωάννα Μιχαλακοπούλου.

Πέρυσι ακόμα παρακολουθήσαμε τα έργα του « Ήταν όλοι τους παιδιά μου » (1947), έργο που τον καθιέρωσε, « Ψηλά απ’ τη γέφυρα » (1956), ενώ δικά του είναι «Ο θάνατος του εμποράκου», το οποίο όπως και «Το τίμημα» πραγματεύεται τη σχέση του πατέρα με τους δύο γιούς, «Οι μάγισσες του Σάλεμ» (1953), «Ο εχθρός του λαού» και πολλά άλλα.

Ο Μίλλερ γεννήθηκε στην Νέα Υόρκη από πλούσια εβραιο-πολωνική οικογένεια που καταστράφηκε με το Κραχ του ’29. Τότε ήταν έφηβος και «Το Τίμημα»(1968) πραγματεύεται ακριβώς εκείνη την περίοδο της κατάρρευσης του αμερικανικού ονείρου. Θέμα του η ιστορία δύο αδερφών του Βίκτορ και του Γουόλτερ που συναντιούνται μετά από δεκαέξι χρόνια στη σοφίτα όπου διέμεναν παλιά, εν αναμονή της κατεδάφισης του κτιρίου και ενώ ένας πιστοποιημένος εκτιμητής επίπλων διαπραγματεύεται την πώληση των επίπλων του σπιτιού, διαπιστώνουμε ότι ανάμεσα στα αδέρφια υπάρχουν ανοιχτοί λογαριασμοί και καθώς προχωρά η πλοκή καθένας συνειδητοποιεί πως το τίμημα που πλήρωσε είναι τελικά πολύ μεγαλύτερο από αυτό που πίστευε.

Ο Βίκτορ έχοντας εγκαταλείψει τα όνειρα του για σπουδές, έγινε αστυνομικός. Τώρα είναι λίγο πριν τη σύνταξη με είκοσι οκτώ χρόνια προϋπηρεσίας στο σώμα και παντρεμένος με την Έστερ. Ο Γουόλτερ ακολούθησε το όνειρο του και έγινε ένας επιτυχημένος γιατρός. Αν και απών από τη ζωή του Βίκτορ για είκοσι οκτώ χρόνια και παρόλο που τον άφησε να γηροκομήσει τον πατέρα τους, έρχεται στη σοφίτα με καλές προθέσεις και εγκαταλείπεται σε αποκαλύψεις που είναι δυσάρεστες και για τον ίδιο και για τον αδερφό του. Τα συναισθήματα είναι αντικρουόμενα. Εκείνος μιλάει για επιλογές και ο Βίκτορ για βόλεμα.

Το πρώτο μέρος της παράστασης στο Θέατρο Ιλίσια εστιάζει στη σχέση του ζευγαριού Έστερ-Βίκτορ δίνοντας μας το πλαίσιο γύρω από το οποίο θα κινηθεί το έργο, υπό το άγρυπνο βλέμμα του παράξενου γηραιού εκτιμητή, ενώ η ένταση κλιμακώνεται στο δεύτερο μέρος με το ξεδίπλωμα των αποκαλύψεων, των ενοχών και των απωθημένων των δύο αδερφών.

Τα σκηνικά του Γιάννη Μουρίκη είναι ίσως από τα λίγα συν της παράστασης. Στο κέντρο της σκηνής μια πολυθρόνα που αντανακλά την απουσία- παρουσία του πατέρα, δίπλα ένα ραδιόφωνο της εποχής. Βαριά γοτθική ατμόσφαιρα επίπλων που φέρουν το βάρος του χρόνου. Σε ένα ασφυκτικά γεμάτο «σκονισμένο» δωμάτιο δεσπόζει μια άρπα με ξεφλουδισμένη χορδή. Όλα αναδύουν μια οσμή εγκατάλειψης και πόνου. Κάθε κομμάτι κρύβει μια ιστορία, όμως είναι πρόθυμοι να τα πουλήσουν, γιατί όπως λέει και ο Σόλομον ο εκτιμητής «Δεν πρέπει να είμαστε συναισθηματικοί με τα έπιπλα» και εξάλλου ο Βίκτορ και η Έστερ χρειάζονται τα λεφτά.

Ο φωτισμός του Νίκου Βλασσόπουλου λειτουργικός, χαμηλός όσο πρέπει μια και μιλάμε για παλιές ιστορίες σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι. Τα κοστούμια της Παναγιώτας Κοκκορού αποπνέουν την αίσθηση μιας περασμένης εποχής, λιτά και προσεγμένα.

Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος ως Γκρέγκορι Σόλομον μοιάζει να ζει το ρόλο του ηλικιωμένου εκτιμητή επίπλων υιοθετώντας την απαραίτητη ειρωνεία και σαρκασμό του ανθρώπου που τα έχει δει και τα ξέρει όλα και λέει τις αλήθειες χωρίς περιστροφές. Ως αχόρταγος Σόλομον αποζητά παρά τα ογδόντα εννέα του χρόνια να ρουφήξει και την τελευταία σταγόνα ζωής. Όπως χαρακτηριστικά λέει το τηλεφώνημα του Βίκτορ ήταν κανονική ένεση ζωής: «Το τηλέφωνο μου είχε δύο χρόνια να χτυπήσει. Θέλω να σε ευχαριστήσω.» Αν και το κατάστημα του έχει κλείσει τα τελευταία χρόνια και ζει μόνος του παρέα με ένα καμινέτο στο πίσω μέρος του μαγαζιού δράττει την ευκαιρία που του δίνει ο Βίκτορ να ξαναβρεθεί στις επάλξεις. Χειμαρρώδης, σαρκαστικός με παύσεις και εξάρσεις δίνει μαθήματα υποκριτικής χωρίς να χρησιμοποιεί μανιέρες και τεχνάσματα. Σκέτη απόλαυση.

timima mixalakopoulos texnes plus

Ευχάριστη έκπληξη η ερμηνεία του Χρήστου Σαπουντζή στο ρόλο του μεγαλύτερου αδερφού Γουόλτερ, ο οποίος φαίνεται να βρίσκει τις ισορροπίες του στον ρόλο από ένα σημείο και μετά. Αν και η προσπάθεια του είναι καλή θα περιμέναμε για τις ανάγκες του ρόλου του να επιδείξει μεγαλύτερη σκληρότητα. Μας συγκινεί καθώς μιλά για το τίμημα της απαιτητικής δουλειάς του που δεν αφήνει περιθώρια για προσωπική επαφή και μας πείθει για την φιλοδοξία που είχε ως νέος γιατρός να αναλάβει περιπτώσεις ασθενών που καταξιωμένοι γιατροί απέρριπταν για να τους ντροπιάσει.

Σε αντίθεση ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης παραμένει υποτονικός, χωρίς εξάρσεις και αναλώνεται σε μια ερμηνεία επίπεδη χωρίς συναίσθημα καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου.

Άστοχη σε αντιδράσεις και χειρονομίες η Ρένια Λουιζίδου στο ρόλο της Έστερ. Υπερβολική, νευρική χάνεται στο ρόλο της και αποστασιοποιείται από την προσωπικότητα που υποδύεται.

Η σκηνοθέτις Ιωάννα Μιχαλακοπούλου λειτουργεί εκ του ασφαλούς μια και δουλεύει με δύο πολύ δυνατά χαρτιά, τον αριστοτέχνη Μιχαλακόπουλο και το δυνατό κείμενο του Μίλλερ.

Φεύγοντας από την παράσταση ευτυχώς αντηχεί ως τελευταία εικόνα της, το σαρκαστικό γέλιο του Σόλομον που κέρδισε λίγα χρόνια ζωής και εμείς μια εμπειρία θεατρική από τις λίγες παρακολουθώντας τον σπουδαίο Γιώργο Μιχαλακόπουλο.