Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα τον «Ανατόλ» σε σκηνοθεσία Γιάννη Βούρου

Από τη Νατάσα Κωνσταντινίδη

Ο Άρθουρ Σνίτσλερ (Βιέννη, 1862- 1931) είναι θεατρικός συγγραφέας εβραïκής καταγωγής. Παρά τις σπουδές του στην Ιατρική ασχολήθηκε από νωρίς με τη συγγραφή. Γνωστός έγινε με τον «Ανατόλ» (1893), ενώ έργα του έχουν μεταφερθεί και στον κινηματογράφο, όπως η «Ονειρεμένη Ιστορία» του 1926, την οποία ο Στάνλεï Κιούμπρικ μετέφερε στον κινηματογράφο το 1999 με τον τίτλο «Μάτια Ερμητικά Κλειστά». Όπως ο ίδιος συνήθιζε να λέει: «Γράφω για τον έρωτα και τον θάνατο. Υπάρχουν μήπως άλλα θέματα;». Πράγματι αυτή είναι η θεματολογία του. Έρωτας και θάνατος. Ο Σνίτσλερ έζησε μια ταραγμένη προσωπική ζωή με ερωτικές σχέσεις θυελλώδεις, ενώ διατηρούσε ημερολόγιο με τις ερωτικές του συνευρέσεις, γεγονός που τον οδήγησε στα δικαστήρια. Κάπως έτσι ξεκινά ο «Ανατόλ» στο θέατρο Αλκμήνη.

Ο Μαξ, τον οποίο ενσαρκώνει ο Πέρης Μιχαηλίδης είναι ο αντικατοπτρισμός του συγγραφέα και καλείται στο δικαστήριο να απολογηθεί. Με στωικότητα, ειρωνεία και σαρκασμό απαντά : «Και η μουσική μιμείται το ρυθμό της συνουσίας. Δικάστε τότε και τους μουσικούς». Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας ο Ανατόλ. Αρχέτυπο του θρυλικού ελευθεριάζοντος ήρωα «Δον Ζουάν» του Ισπανού δραματουργού Τίρσο δε Μολίνα καθώς και του Βενετσιάνου αιώνιου γυναικοκατακτητή Τζιάκομο Καζανόβα του 18ου αιώνα, ο οποίος υποδυόταν ρόλους ζωής και λειτουργούσε σαν σκοτεινό αντικείμενο πόθου των γυναικών. Ο Ανατόλ είναι ένας άντρας με πάθη που αφήνεται να ερωτευτεί ξανά και ξανά γυναίκες διαφορετικής ηλικίας, καταγωγής, κοινωνικής και οικονομικής επιφάνειας. Πολυσυλλεκτικός, με συναισθηματική ασυνέπεια και ανασφάλεια, διακατέχεται κάθε φορά από ένα νέο πάθος.

Το έργο του Άρθουρ Σνίτσλερ έχει παρασταθεί ξανά στην Αθήνα το 1987 στο Θέατρο Διονύσια, όπου τον ρόλο του Ανατόλ κρατούσε ο jeune premier Γρηγόρης Βαλτινός, (τον οποίο πραγματικά θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά) ενώ τις επτά γυναίκες αντικείμενα πόθου του, η Κάτια Δανδουλάκη. Μαξ ήταν ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ και η σκηνοθεσία ήταν του Ζυλ Ντασέν.

Φέτος ο «Ανατόλ», που αδιαμφισβήτητα είναι πολύ ενδιαφέρουσα φιγούρα, ενέπνευσε τον έμπειρο σκηνοθέτη και ηθοποιό Γιάννη Βούρο, ο οποίος έχοντας στα χέρια του τον κατασταλαγμένο ερμηνευτικά Πέρη Μιχαηλίδη, τον ανερχόμενο και πολλά υποσχόμενο νέο ηθοποιό Λευτέρη Βασιλάκη και την Τζούλη Σούμα, που υποδύθηκε με τόσο πάθος επτά ηρωίδες, δημιούργησε μια παράσταση που αφήνει στον θεατή φεύγοντας μια γλυκόπικρη αίσθηση και έναν προβληματισμό.

Πιο συγκεκριμένα, η σκηνοθετική επιλογή να δικάζεται στην αρχή ο Μαξ και να ακούγεται η φωνή του δικαστή-σκηνοθέτη εγκλιματίζει το θεατή με την πραγματικότητα του έργου και τον εντάσσει στην κοσμοθεωρία του συγγραφέα. Επιπλέον οι εναλλαγές των γυναικών του Ανατόλ, το σκηνικό έγιναν με τρόπο φυσικό, ώστε να αντιληφθεί εύκολα ο θεατής ότι προκειται για άλλη χρονική στιγμή, άλλο πρόσωπο, άλλα συναισθήματα. Παρακολουθήσαμε μια ατμοσφαιρική παράσταση, ντυμένη με μουσικές του Στράους, καλοστημένη, με φρέσκια ματιά.

Οι φωτισμοί (Γιώργος Φρέντζος) στόλισαν την παράσταση και απαιτούσαν μια επιπλέον προσοχή λόγω των εναλλαγών, στη μουσική επιμέλεια (Γιώργος Τσιρίκος) αναφέρθηκα ήδη. Ο σκηνικός χώρος έδενε με την κάθε ιστορία απόλυτα, αξιόλογη προσπάθεια και σε αυτό το κομμάτι από τον σκηνοθέτη Γιάννη Βούρο.

Η μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη δίνει στους διαλόγους μια φυσικότητα και μια αλήθεια.

Τρεις ηθοποιοί, επτά ιστορίες και εννιά ρόλοι σε μια παράσταση.

Πέρης Μιχαηλίδης (Μαξ), απολαυστικός σε μεγάλα κέφια, με σαρκασμό, χιούμορ, ειρωνεία γίνεται ο απόλυτος παρατηρητής των πρωταγωνιστών και αποτελεί το συνδετικό κρίκο μεταξύ των ηρώων. Ερμηνεύει ένα Μαξ κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του. Φέτος είναι η χρονιά του.

O Λευτέρης Βασιλάκης (Ανατόλ),μας παρασέρνει στον ζηλόφθονο ερωτευμένο με την Κόρα και μετά με την Έμιλυ που της ζητά παραμονή του γάμου τους να πετάξει τα δώρα των προηγούμενων, μας θυμώνει όταν παρατά Παραμονή Χριστουγέννων την παντρεμένη με άλλον και ερωτευμένη μαζί του Γκαμπριέλα, μας δαιμονίζει όταν η Μπίμπι που την θεωρούσε αιώνια ερωτευμένη μαζί του δεν τον θυμάται, αισθανόμαστε δικαίωση σαν γυναίκες όταν η Άννι του την φέρνει και τον εγκαταλείπει. Με λίγα λόγια δεν μας αφήνει αδιάφορους, μας απασχολεί με την ερμηνεία του.

Αφήνω τελευταία την Τζούλη Σούμα (επτά γυναίκες ερωτικά αντικείμενα στο παιχνίδι του Ανατόλ) η οποία παίρνει πάνω της ένα θεατρικό ρίσκο και κλέβει τις εντυπώσεις από την αρχή μέχρι το τέλος. Αλλάζει μορφή, ψυχοσύνθεση, συναισθήματα από την μια στιγμή στην άλλη και μεταμορφώνεται σε μικρή και ερωτευμένη Κόρα, σε κυρία του καλού κόσμου- Γκαμπριέλα, που αγάπησε αλλά δεν διεκδίκησε, σε «ξεχασιάρα» Μπίμπι, σε πονηρή γυναίκα Έμιλυ, σε καμπαρετζού Άννυ, σε απελπισμένη Έλσα και στη γυναίκα βδέλλα- Ιλόνα, με τεράστια ευκολία, αφοσοίωση και ταλέντο. Δοκίμασα μια ευχάριστη θεατρική έκπληξη.

Πρόκειται για μια παράσταση καλοδουλεμένη από όλους τους συντελεστές που βγάζει προς τα έξω την απάτη, τη ζήλια τα πάθη, τα τεχνάσματα που επιφέρει ο έρωτας. Βασικό στοιχείο δημιουργίας.