Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα το “Ring” της Λεονόρ Κονφινό στο Ιλίσια – Βολανάκη

Ένα έργο που σκάβει βαθιά στο πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων με φόντο τον έρωτα.

Έργο γραμμένο το 2008 το “Ring” της Λεονόρ Κονφινό είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα νεο-μπουλβάρ. Μέσα από 19 εικόνες – θραύσματα, που σταδιακά συνθέτουν το ψηφιδωτό του έρωτα, η Κονφινό ανιχνεύει μία περιοχή ηλεκτρισμένη, που αφορά πάνω απ’ όλα στις ανθρώπινες σχέσεις. Το “Ring” δεν είναι σε καμία περίπτωση μία συρραφή μικρών ερωτικών ιστοριών. Είναι ένα σχόλιο πάνω στον διακαή πόθο, αλλά και την ταυτόχρονη αδυναμία των ανθρώπων να επικοινωνήσουν στο ερωτικό πεδίο. Ο έρωτας είναι απλά ο καμβάς, πάνω στον οποίο η Κονφινό ζωγραφίζει δεξιοτεχνικά και μη αναμενόμενα όλη τη συμπεριφορική παραζάλη της ανθρώπινης ύπαρξης.

Οι ήρωες της Κονφινό είναι εγκλωβισμένοι στα τεράστια εγώ τους. Παλεύουν να επικοινωνήσουν με τον άλλον, αλλά μοιάζουν να αγνοούν τον τρόπο. Ασφυκτιούν, κραυγάζουν, σωπαίνουν, παραληρούν, λυγίζουν… Αδυνατούν να εκφράσουν αυτό που θέλουν να πουν. Ίσως γιατί τις περισσότερες φορές δεν το έχουν εντοπίσει ούτε και οι ίδιοι. Κινούνται συνεχώς από μία παρόρμηση. 

Με εξαίρεση την πρώτη εικόνα με μία «πειραγμένη» εκδοχή του Αδάμ και της Εύας, όλες οι υπόλοιπες εικόνες του έργου κινούνται στο σήμερα. Σύγχρονα ζευγάρια που δίνουν τη δική τους μάχη στο ρινγκ του έρωτα. Ζευγάρια που τώρα γνωρίζονται, ζευγάρια που δεν πρόλαβαν να γίνουν, ζευγάρια που χώρισαν, ζευγάρια που συγκρούονται, ζευγάρια που στροβιλίζονται σε πάθη της μιας βραδιάς, ζευγάρια που παραιτούνται… Κι όμως βλέποντας το έργο της Κονφινό έχεις την αίσθηση ότι μπροστά σου δεν παρελαύνουν ζευγάρια, αλλά ανθρώπινες μονάδες που παλεύουν να συντονίσουν τις μοναξιές τους. Με τον λάθος τρόπο, στον λάθος χρόνο. 

Κάπως έτσι το “Ring” λειτουργεί σαν ένας καθρέφτης, που παγώνει τον θεατή. Ένας καθρέφτης που δεν αποτυπώνει ίσως με καθαρή ρεαλιστική διάθεση την πραγματικότητα, αλλά δεν την παραμορφώνει και ολοκληρωτικά. Το έργο της Κονφινό ίπταται ανεπαίσθητα του ρεαλισμού για να μπορεί να σπάσει τη βιτρίνα του και να συντονιστεί με όλες τις υπόγειες συχνότητές του. Με όλα αυτά που δεν λέγονται, που δεν αρθρώνονται καθαρά, που τα κουβαλάμε, που μας κατατρώνε.

Ευφυώς λοιπόν η σκηνοθεσία του Θανάση Τσαλταμπάση, συνεπικουρούμενη καθοριστικά από τη Φρόσω Κορρού και τον Δημήτρη Κουρούμπαλη στην κινησιολογία και την καλλιτεχνική επιμέλεια, φρόντισε να μην καταφύγει σε μία αμιγώς ρεαλιστική σκηνική αποτύπωση του κειμένου. Μέσα από βιτριολικό χιούμορ, σουρεαλιστικές πινελιές και μία κινησιολογία που αντικατοπτρίζει περισσότερο τον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων πάρα την καθ’ εαυτή πράξη καταφέρνει να καταστήσει πιο καθαρό στα μάτια του θεατή τον πυρήνα του έργου. Όπως η Κονφινό στο έργο της παίζει με το κλισέ για να το κοιτάξει αιφνιδιαστικά μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα που το ανατρέπει πανηγυρικά, έτσι και η καθ’ όλα ευφάνταστη και δουλεμένη στη λεπτομέρεια σκηνοθεσία της παράστασης φλερτάρει μαζί του για να το αναιρέσει το επόμενο δευτερόλεπτο. 

Στην επίτευξή αυτού του στόχου βοηθάνε καθοριστικά οι ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών, που αναπτύσσουν μία εκπληκτική σκηνική χημεία. Σε ένα έργο που τους θέλει επί μιάμιση ώρα πάνω στην σκηνή να αλλάζουν με τρομακτική ταχύτητα διαθέσεις και προσωπεία, ο Θανάσης Τσαλταμπάσης και η Μαρίνα Καλογήρου ισορροπούν στην κόψη του ξυραφιού ανάμεσα στο γκροτέσκο και την εσωτερικότητα. Ο Θανάσης, γνωστός στο ευρύ κοινό για την ευκολία με την οποία του αποσπά το γέλιο, εντυπωσιάζει περισσότερο στις πιο εσωτερικές του στιγμές με αποκορύφωμα, κατά τη γνώμη μου, δύο εικόνες: αυτή που ως άλλοτε «παιδί – θαύμα» μονολογεί ξαγρυπνώντας στο πλευρό της αγαπημένης του και αυτή που γρυλίζει εκτός εαυτού έξω από το μπάνιο που βρίσκεται κλειδωμένη η γυναίκα του, η οποία τον απατά. Η Μαρίνα από την άλλη είναι χάρμα οφθαλμών. Αυτή η κοπέλα έχει μία ανεπιτήδευτη σκηνική χάρη, που ξέρει να τη μετουσιώνει σε οτιδήποτε απαιτεί ο εκάστοτε ρόλος. Απολαυστική ως σύζυγος που θέτει συνεχώς στον άντρα της διλήμματα με ένα διαπεραστικό, διαζευκτικό «ή» που ηλεκτρίζει, έξοχα εκφραστική ως ασφυκτιούσα σύντροφος ενός «ιδανικού συζύγου» που επιθυμεί να τινάξει στον αέρα την «τέλεια» καθημερινότητά τους, ανατριχιαστική στον τελευταίο της μονόλογο. «Αυτό το παρόν μου αρέσει. Άκου το. Πόσο μας έλειψε… Πόσο του λείπουμε…» λέει η Μαρίνα στο τέλος του έργου. Γι’ αυτό το παρόν που δεν βιώνεται μιλάει και το έργο. Γι’ αυτό το εδώ και τώρα, που συνθλίβεται στον βωμό της υπόσχεσης ενός καλύτερου μέλλοντος. Και κάπου εκεί το έργο της Κονφινό σπάει το δικό του (ερωτικό) ρινγκ και ξανοίγεται σε όλο το πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων.