Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα το «Από πρώτο χέρι – Μια παράσταση για τα καπνά» στο θέατρο Θησείον

Το θέατρο ντοκουμέντο συναντά την ιστορία του καπνεργατικού κινήματος. 

Μπορεί για τις γενιές που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν μετά τη Μεταπολίτευση ο όρος «καπνεργάτης» να μοιάζει σχεδόν με άγνωστη λέξη, όμως στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος του 20ου αιώνα οι καπνεργάτες έπαιξαν κάτι παραπάνω από πρωταγωνιστικό ρόλο. Εξαιτίας των εξαιρετικά αντίξοων συνθηκών εργασίας, όπως αυτές διαμορφώνονται από την πρώτη δεκαετία του 1900 όταν συστηματοποιείται η εμπορία καπνών στο Αγρίνιο, οι καπνεργάτες είναι από τις πρώτες επαγγελματικές ομάδες που οργανώνονται συνδικαλιστικά, κατεβαίνουν σε δυναμικές και αιματοβαμμένες απεργίες διαρκείας, μετράνε νεκρούς, κερδίζουν με βαρύ τίμημα εργασιακά δικαιώματα που σήμερα θεωρούμε δεδομένα. Για 60 και πλέον χρόνια αποτελούν την αιχμή του δόρατος για το εργατικό κίνημα, αλλά και χαρακτηριστικό δείγμα της απαξίωσης και κατάρρευσης του στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων και του νεοπλουτισμού. 

Η Γεωργία Μαυραγάνη, μία από τις πλέον ικανές και ανήσυχες σκηνοθετικές φωνές της σύγχρονης ελληνικής θεατρικής σκηνής, ανέλαβε να φτιάξει εκ του μηδενός μία παράσταση που διατρέχει την ιστορία του καπνεργατικού κινήματος με έδρα το Αγρίνιο. Επέλεξε-  ορθώς κατά τη γνώμη μου - να μην δημιουργήσει ένα νέο έργο μυθοπλασίας, αλλά να καταφύγει σε ένα θέατρο – ντοκουμέντο, το οποίο βασίζεται σε συνεντεύξεις ηλικιωμένων και νεότερων καπνεργατών και καλλιεργητών καπνού, σε ιστορικά στοιχεία και στο βιβλίο του Ευάγγελου Παπαστράτου «Η δουλειά και ο κόπος της».

Με όχημα τις ερμηνείες τριών εξαιρετικών ηθοποιών (Κατερίνα Καραδήμα, Μαντώ Κεραμυδά, Δανάη Σπηλιώτη), ηχογραφημένα αποσπάσματα από ανθρώπους που δούλεψαν στα καπνά, αρχειακό φωτογραφικό υλικό και χαρακτηριστικές μουσικές στίξεις, η Μαυραγάνη δημιουργεί μία εμπνευσμένη, απολύτως μινιμαλιστική παράσταση που ζωντανεύει μία ξεχασμένη Ελλάδα του μόχθου, της φτώχειας και της αγροτιάς. 

«Δεν υπάρχει χειρότερη τιμωρία από μία χωρίς όφελος και ελπίδα εργασία» αναφέρει κάποια στιγμή μία από τις ηθοποιούς. Σε αυτή τη φράση συνοψίζεται και η δουλειά στις φυτείες καπνού στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά και μετέπειτα. Υγρασία, αρρώστιες, αδιανόητα πολλές ώρες δουλειάς, εξωφρενικά χαμηλά μεροκάματα… Από εκεί επιλέγει να πάρει το νήμα η Μαυραγάνη. Αφήνοντας σοφά το χιούμορ να ξεπηδήσει μέσα από το μαύρο. Τις χρειαζόμαστε αυτές τις ανάσες όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με αυτό το σκοτεινό παρελθόν μας, που επιμένουμε να ξεχνάμε. Ίσως γιατί τρέμουμε στην ιδέα μήπως το ξαναζήσουμε, ποιος ξέρει;

Ιστορίες δουλείας, εξαθλίωσης, ανέχειας, αλλά και έρωτα, χαράς και κουτσομπολιού, όπως αυτές λαμβάνουν χώρα στα καπνοχώραφα και τα εργοστάσια καπνού, αποτελούν τον κορμό του πρώτου μέρους της παράστασης, που σε υποβάλλει σε ένα σκωτσέζικο ντους, από το γέλιο στη συγκίνηση. Στο δεύτερο μέρος όμως – που για μένα είναι και το πιο ενδιαφέρον – ζωντανεύει μέσα από ένα χρονολόγιο ολόκληρη η ιστορία του καπνεργατικού κινήματος. Και μέσα από αυτή το πορτρέτο μίας ολόκληρης χώρας με όλες της τις παθογένειες. Από τις αιματηρές απεργίες του 1924, του 1936 και του 1962 στο «Ανδρέα προχώρα, σε θέλει όλη η χώρα!», τις επιδοτήσεις που φαγώθηκαν στα μπουζούκια, τον ρατσισμό απέναντι στους Αλβανούς που διαδέχτηκαν πρώτοι τους Έλληνες στα χωράφια κι αυτό το ανεκδιήγητο διαφημιστικό φυλλάδιο της Αγροτικής Τράπεζας, που προσπαθώντας προφανώς  να πείσει τους αγρότες να πάρουν κάποιο διακοποδάνειο, αναρωτιόταν «Έχεις πιει ποτέ καφέ στο Empire State Building;» Αυτή, κατά τη γνώμη μου, είναι και η μεγαλύτερη επιτυχία της παράστασης της Μαυραγάνη. Ότι αν και μιλάει για τους καπνεργάτες, στην πραγματικότητα κάνει ένα ευρύτερο και βαθύτερο σχόλιο για την ελληνική κοινωνία και νοοτροπία. Μην αφήνοντας κανέναν στο απυρόβλητο. Γι’ αυτό πάνω απ’ όλα αξίζει να τη δει κανείς.