Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα τον «Φαέθοντα»,σε σκηνοθεσία Θάνου Νίκα | Ανταπόκριση από Θεσσαλονίκη

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

 Ένα από τα συγκλονιστικότερα έργα του Δημήτρη Δημητριάδη παρουσιάζεται αυτή την στιγμή στο Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας σε σκηνοθεσία Θάνου Νίκα. 

Ο κορυφαίος Έλληνας δραματουργός έγραψε τον Φαέθοντα, τον δικό του ανεστραμμένο Άμλετ, τη διετία 2006-2007. Η πρώτη παρουσίαση του έργου έγινε στο μεγάλο αφιέρωμα της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών το 2013, υπό τη μορφή θεατρικού αναλογίου. Δύο χρόνια μετά το έργο σκηνοθέτησε με επιτυχία ο Δημήτρης Καραντζάς (σκηνοθέτης επίσης του «Ο κυκλισμός του τετραγώνου») στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων. Το αθηναϊκό θεατρικό κοινό γνωρίζει καλά για ποια παράσταση μιλάμε. Οι ερμηνείες του Περικλή Μουστάκη και Άρη Μπαλή έμειναν αξέχαστες και σχεδόν ταυτίστηκαν με το έργο του Δημητριάδη. Η έκδοση του έργου έγινε το 2013 από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν που έχουν αγκαλιάσει τη δραματουργία του Δημήτρη Δημητριάδη. 
Αυτό το φθινόπωρο ήταν σειρά της Θεσσαλονίκης να γνωρίσει σκηνικά ένα σπουδαίο έργο του συντοπίτη τους συγγραφέα. Ο Θάνος Νίκας και η ομάδα θεάτρου ARS MORIENDI αναμετρούνται με το πολύ δύσκολο αυτό έργο. Η πρώτη παρουσίαση έγινε στον Βόλο (2 και 3 Σεπτεμβρίου) στο πλαίσιο του 4ου Φεστιβάλ Βόλου, ενώ η συνέχεια δόθηκε στο αγαπημένο καλλιτεχνικό φεστιβάλ Δημήτρια, στη Θεσσαλονίκη (9-13 Οκτωβρίου). Ο Νίκας αντί για κάποιον συμβατικό θεατρικό χώρο, επέλεξε το φουαγιέ του Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείου Μακεδονίας. Η παράσταση σημείωσε μεγάλη επιτυχία κι έτσι συνέχισε να παίζεται στον ίδιο χώρο για έναν μήνα μετά την συμμετοχή της στα Δημήτρια. Σε αυτή την «παράταση» βρεθήκαμε κι εμείς εκεί ως texnes-plus και σας μεταφέρουμε τον παλμό της παράστασης. 
 
Ο μύθος του Φαέθοντα 
Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο Φαέθων ήταν γιος του Ήλιου και της Κλυμένης. Μια μέρα, ο πατέρας του τον άφησε να οδηγήσει το άρμα του, ο Φαέθων, όμως, δεν στάθηκε αντάξιος της εμπιστοσύνης του. Καθώς οδηγούσε το άρμα του Ήλιου, είδε στον ουρανό τον Σκορπιό, τρόμαξε και έχασε την ψυχραιμία του και τον έλεγχο του άρματος, με αποτέλεσμα ο Ήλιος να αρχίσει να ανεβοκατεβαίνει απειλώντας με καταστροφή τη Γη. Ο Δίας, βλέποντας τη Γη να καίγεται και τα ποτάμια να ξεραίνονται από τη θερμότητα, τον κεραυνοβόλησε και τον σκότωσε για να προλάβει χειρότερες καταστροφές.
 

faethon thesaloniki

 

 Η επαναγραφή του μύθου από τον Δημητριάδη και η παράσταση του Θάνου Νίκα 
 
Ο Θάνος Νίκας επέλεξε ν’ ανεβάσει τον Φαέθοντα σ’ έναν μη θεατρικό χώρο, όσο πιο μινιμαλιστικό γινόταν. Ο χώρος από μόνος του, υποδηλώνει πολλά για τις προθέσεις της παράστασης. Ένας μη θεατρικός χώρος δεν έχει καμία πρόθεση ψευδαισθητικότητας, όπως θεατρικούς φωτισμούς ή τις συμβάσεις μιας σκηνής (απόσταση ηθοποιών-θεατών, αυλαία, εμπειρία θεατών από προηγούμενες παραστάσεις). Η απουσία θεατρικών φωτισμών ήταν κάτι που με ξένισε, αλλά ήταν εκούσια επιλογή του δημιουργού της παράστασης, γιατί όπως μου είπε, δεν ήθελε ο Φαέθων να ειδωθεί ως ένα «αστικό οικογενειακό δράμα». Τω όντι, ο ωμός ρεαλισμός που έχει επιλέξει στην παράστασή του απέδωσε. Οι ηθοποιοί ερμηνεύουν σε απόσταση αναπνοής από τον θεατή, με φωτισμούς δωματίου –που δεν συσκοτίζουν την «πλατεία»- κάνοντάς μας τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο της οικογενειακής παθογένειας. 
Τον σκηνικό χώρο και τα κοστούμια επιμελήθηκε η Πηνελόπη Χατζηδημητρίου. Επέλεξε να ντύσει τις τρεις γυναίκες της οικογένειας Λομ σε μονόχρωμη παλέτα, που αποτελείται από ένα φόρεμα και καλσόν στο ίδιο χρώμα. Μετά την ερωτική τους συνεύρεση των κορών με τον πατέρα, οι κοπέλες δεν φορούν καλσόν. Ο Λέλο ήταν ενδεδυμένος με γαλάζιο πουκάμισο και τιράντες, ενώ κάθεται σ’ ένα παιδικό καρότσι σκεβρώνοντας το σώμα του. Το σκηνικό δεν περιλαμβάνει τίποτα περιττό. Υπάρχει μόλις ένα τραπέζι, τέσσερις Plexiglas καρέκλες, πέντε σερβίτσια φαγητό και ένα κουζινομάχαιρο που κρέμεται ανάποδα στο κέντρο του πίσω τοίχου, στη θέση που συνήθως υπάρχει μια εικόνα της Παναγίας ή έστω ένα έργο Τέχνης. Εδώ καθαγιάζεται η βία, αφού ο Άμνετ (σαν παρήχηση του Άμλετ) παραφράζει το χριστιανικό δόγμα «Γεννηθήτω το θέλημά Σου» επιβάλλοντας στα μέλη της οικογένειας του τα δικά του θέλω, βιάζοντας την προσωπικότητάς τους. Ο πατέρας γίνεται και εξουσιαστής και δυνάστης, τεσσάρων ανθρώπων που φαίνεται να ζουν ένα δράμα χωρίς λύτρωση. Η λύση θα έρθει με άλλη μια ακραία βία πράξη, την πατροκτονία, ως επακόλουθο της παιδοκτονίας και της σεξουαλικής και λεκτικής βίας που υφίσταντο τα τέκνα του Λομ. Και το δράμα θα τελειώσει όπως αρχίζει, με το στρώσιμο ενός τραπεζιού. Η βία ανακυκλώνεται και συνεχίζει να υπάρχει εις αεί, όπως η επιθυμία για φαγητό και ζωή. 
 
Η παράσταση του Θάνου Νίκα ήταν μια γροθιά στομάχι, και σε αυτό συνέλαβαν καθοριστικά οι ηθοποιοί με τις συγκλονιστικές ερμηνείες του. Δεσπόζει η φυσιογνωμία του Παύλου Δανελάτου ως Άμνετ Λομ, ενός πατέρα-δυνάστη, που αντιλαμβάνεται τα παιδιά του, ως κομμάτι της σάρκας του, κι άρα υπόλογα των δικών του ενστίκτων και επιθυμιών. Ο Δανελάτος άλλοτε στο επίκεντρο της σκηνής, άλλοτε στο παρασκήνιο, καταφέρνει να κυριαρχεί στην ενέργεια του χώρου και να προκαλεί αισθήματα δέους στον θεατή. Μου θύμισε σε σημεία το σκηνικό ταπεραμέντο του Στάθη Σταμουλακάτου. 
Προσωπικά, στάθηκα περισσότερο στις γυναικείες ερμηνείες της παράστασης, γιατί αποτελούν κατά κάποιον τρόπο τις αντηρίδες του «μαυσωλείου» Λομ. Δέχονται στωικά την πνευματική και σωματική τους κατάπτωση, γιατί αυτός φαίνεται να είναι ο προορισμός τους. Οι ίδιες γεννούν και οι ίδιες σκοτώνουν τον άντρα. Ερμηνευτικά αποτελούν ένα πυρηνικό τρίγωνο, στου οποίου τις προεκτάσεις συναντώνται τ’ άλλα δύο σημεία της οικογένειας, ο Άμνετ κι ο Λέλο. Η Θεανώ Αμοιρίδου υποδύεται την Τζούλι Λομ, την νεκροζώντανη μητέρα, η Κατερίνα Συναπίδου την Άνν και η Ελευθερία Μαυρίδου την Μπεθ. 
 
Τον ρόλο του Λέλο Λομ, του 30χρονου άντρα που δεν έχει γευτεί ακόμα την γυναίκα και ούτε πρόκειται, υποδύεται ο Νίκος Ράμμος. Ο Ράμμος υποδύεται τον Λέλο δίνοντας έμφαση στο χαρακτηριστικό της αναπτυξιακής διαταραχής που του προσδίδει, ενώ ταυτόχρονα δεν διστάζει ν’ αναμετρηθεί με τον πατέρα του, Άμνετ. Η σύγκρουση των δύο, αποτελεί το μισό δραματουργικό κέντρο του έργου, και συνάδει από το μυθολογικό αρχέτυπό του. 
Παρακολουθώντας την παράσταση ένιωθα μια συναισθηματική δυσφορία, που προκλήθηκε τόσο από τις μη ρητές αλήθειες που αποκαλύπτονται στο έργο, αλλά και από την ελάχιστη απόσταση που είχαμε οι θεατές από τους ηθοποιούς της παράστασης. Αν αναλογιστείτε πως καθόμουν στην πρώτη σειρά των καθισμάτων, και πως ο Άμνετ κλωτσούσε την γυναίκα του στο πάτωμα σε απόσταση 20 εκατοστών από τα πόδια μου, καταλαβαίνετε πως δεν υπήρχε «θεατρική» απόσταση από τα τεκταινόμενα. Κάπως έτσι θα έπρεπε να ήταν και οι παραστάσεις in-yer-face θεάτρου. 
 
Από όσες παραστάσεις είδα στην ολιγοήμερη παραμονή μου στη Θεσσαλονίκη, ο «Φαέθων» που σκηνοθέτησε ο Θάνος Νίκας, είναι αυτή που κουβαλάω μέσα μου πιο έντονα και θεωρώ πως έχει πολλά να πει στο θεατρόφιλο κοινό. Άνετα θα μπορούσε να είναι μια παράσταση που θα ενταχθεί στο ρεπερτόριο του ΚΘΒΕ, στο φουαγιέ του, που μας συνηθίζει στα σύγχρονα έργα, αν και νομίζω πως κάτι τέτοιο δε θα το επιθυμούσε ο ίδιος ο δημιουργός. Η παράσταση μπορεί να έριξε αυλαία την Κυριακή 10 Νοεμβρίου, αλλά νομίζω πως δεν ολοκλήρωσε ακόμα τον κύκλο της.