Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
 
Η ρινοκερίτιδα στην εποχή του Black Mirror έχει την υπογραφή του Γιάννη Κακλέα και είναι ένα από τα πρώτα sold-out της φετινής θεατρικής σεζόν. 
 
Ο Γιάννης Κακλέας σκηνοθετεί φέτος το Ρινόκερο του Ιονέσκο (Rhinoceros, 1959), δύο σεζόν μετά το «Παιχνίδι της Σφαγής» του ίδιου συγγραφέα. Ο κατ’ εξοχήν συγγραφέας του Θεάτρου του Παραλόγου, σε αυτό το έργο περιγράφει μ’ έναν πολύ δημιουργικό κι αλληγορικό τρόπο την άνοδο του Ναζισμού και το Φασισμού στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε μία μικρή επαρχιακή της Γαλλίας, οι κάτοικοι της περιοχής αρχίζουν να επηρεάζονται από μια «αλλόκοτη» επιδημία. Σύμφωνα με αυτή, οι άνθρωποι αποβάλλουν οικειοθελώς την ανθρωπινότητά τους, για να αγκαλιάσουν τη ζωικότητά τους, μετατρεπόμενοι σε παχύδερμους ρινόκερους. Ο ρινόκερος παρουσιάζει τα εξής χαρακτηριστικά: είναι αγελαίο ζώο, έχει μετωπική όραση, είναι παχύδερμο, τρέχει με πολύ μεγάλη ταχύτητα και έχει τέτοια δύναμη που μπορεί να ρίξει κάτω ένα ολόκληρο κτίριο. 
 
Ο Ιονέσκο μεταχειρίζεται το ρινόκερο ως σύμβολο για να περιγράψει την άνοδο του ναζισμού και στον επιδημικό τρόπο με τον οποίο εξαπλώθηκε. Ακόμα και καλλιεργημένοι άνθρωποι της αστικής τάξης έφτασαν στο να εγκληματούν ή/και να σκοτώνουν. Την ταύτιση ενός ατόμου με μία «αγέλη», ονομάζουμε στο έργο «ρινοκερίτιδα». Πρόκειται για ένα είδος φρενίτιδας που έρχεται να αναταράξει την καθεστηκυία τάξη. Οι υποστηρικτές αυτής της τάσης, τη βλέπουν ως μια επιστροφή προς τη «φυσική» τους κατάσταση. 
Στον αντίποδα της πλειοψηφίας των χαρακτήρων στέκεται ο Μπερανζέ, ένας άνθρωπος που θέλει ν’ αντισταθεί στην επιδημία και να διαφοροποιηθεί διατηρώντας τόσο την ανθρώπινή του υπόσταση όσο και την ατομικότητά του. Πρόκειται για μια πανανθρώπινη μορφή που δε διστάζει να ορθώσει ανάστημα σε μια συντριπτική και εκφυλιστική μανία. Παράλληλα με το ιδεολογικό πλαίσιο του έργου, ο Ιονέσκο με τον Μπερανζέ θίγει άλλη μια αγαπημένη θεματική της εργογραφίας του, τη μοναξιά του ανθρώπου και την ασημαντότητα της ύπαρξής του. Ο Μπερανζέ μέσα από μια προσωπική διαδρομή καταλήγει μόνος χωρίς τον πιο πιστό του φίλο και χωρίς την Νταίζη, την εκλεκτή της καρδιάς του. Ο Ρουμάνος συγγραφέας βλέπει με ευαισθησία την υπαρξιακή μοναξιά που βιώνουν οι άνθρωποι στο μοντέρνο κόσμο και στην αδυναμία επικοινωνίας. 
 
rinorrlelce
Η παράσταση 
 
Ο Γιάννης Κακλέας πολύ συνειδητά επιστρέφει στον Ιονέσκο μετά «Το Παιχνίδι της Σφαγής» που είχε παρουσιάσει στο Εθνικό Θέατρο, ενώ είναι και η τρίτη του συνεργασία με τον Άρη Σερβετάλη σε διάστημα 6 χρόνων (Κουρδιστό Πορτοκάλι το 2013, Αχαρνής το 2015). Κι αν το «Παιχνίδι» ήταν μια συγκεχυμένη σκηνογραφικά και ερμηνευτικά παράσταση, ο «Ρινόκερος» είναι μια καθαρή και ολοκληρωμένη σκηνική πρόταση ανάγνωσης του Ιονέσκο. Το βασικό concept της δραματουργίας της παράστασης είναι η σύνδεση της «ρινοκερίτιδας» με την παγκοσμιοποίηση του lifestyle και την παντοκυριαρχία των κοινωνικών δικτύων και των τεχνολογικών συσκευών στη ζωή μας. Η επιδημία επιρροής του άλλου μέχρι ν’ απολέσει τη μοναδικότητα της ταυτότητάς του, και ο επαναπροσδιορισμός του μέσα από το πλαίσιο μιας αγέλης που τον κάνει να αισθάνεται πανίσχυρος. Στα καθ’ ημάς, η ρινοκερίτιδα θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «επιβολή της κανονικότητας». Προσωπικά, συνήθως μ’ ενοχλεί ο τρόπος που αναδομεί με μοντερνιές ο Κακλέας τις παραστάσεις του ιδίως όταν καταπιάνεται με κλασσικά έργα, αλλά εδώ έχει δώσει ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο στην «εκφυλιστική μοντερνοποίηση» της δραματουργίας. 
 
Για να υποστηρίξει το αισθητικό του όραμα, ο Κακλέας δεν περιορίζεται στην απόδοση του έργου, αλλά προχωρά σε μια δραματουργική επεξεργασία που ξεφεύγει από το πρωτότυπο για να περιγράψει το κοινωνικοπολιτικό παρόν που θέλει να στηλιτεύσει. Η πρώτη σκηνή του σκηνικού έργου, μοιάζει ένα ένθετο ιντερλούδιο βγαλμένο από τη σειρά «Black Mirror» του Netflix που νομίζω είναι και μια δηλωμένη αναφορά τόσο στο ενδυματολογικό όσο και στο κινηματογραφικό τμήμα της παράστασης που αλληλεπιδρά με το θεατρικό. Η ποπ κουλτούρα έχει περιγράψει με πολύ εύστοχους και εφευρετικούς τρόπους τις διάφορες «τάσεις» που επιβάλλονται ανά τον κόσμο. Αυτή την κουλτούρα φαίνεται να υπηρετεί και να αποδομεί καλλιτεχνικά ο Κακλέας μέσα από την παράστασή του. Από την έναρξη της παράστασης ως την πρώτη θέαση ενός ρινόκερου, η σκηνοθεσία φαίνεται όλο να προσθέτει οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα, βομβαρδίζοντας το θεατή. Στη συνέχεια όμως φαίνεται η παράσταση να «φτύνει» όλα αυτά, και να πηγαίνει σε πιο μινιμαλιστικές και ουσιαστικές ποιότητες.
 
Σημείο-κλειδί στην σκηνοθεσία του, παίζουν τα βίντεο του Στάθη Αθανασίου (βασισμένα σε ιδέες & υλικό της Αναστασίας Στυλιανίδη), που αναμασούν και σατιρίζουν διαφημιστικά, συμπεριφορές και νοοτροπίες του μοντέρνου τρόπου ζωής.
 
Μπορούμε να δούμε την παράσταση «Ρινόκερος», ως μια αριστοτεχνικά επινοημένη «κατασκευή», όπου λειτουργεί με τις συνθήκες ενός πλασματικού κόσμου. Στον πίσω «τοίχο» υπάρχει μια μεγάλη οθόνη όπου προβάλλονται διάφορα διαφημιστικά σποτάκια, σκηνές από ριάλιτι, απομιμήσεις τηλεοπτικών προγραμμάτων και δελτίων ειδήσεων. Τα πολύ ευφυή, σχεδόν εθιστικά βίντεο, μοιάζουν προέκταση του εμπειρικού μας κόσμου. Μπροστά από την μεγάλη οθόνη, υπάρχει μια εξέδρα όπου βρίσκεται ξαπλωμένος ο Μπερανζέ (Σερβετάλης) στην αρχή του έργου, σα να προεξέχει από ένα «εκφυλιστικό» lifestyle ή σα ν’ ακροβατεί μπρος έναν ηθικό ξεπεσμό. Στο δεξί και στον αριστερό τοίχους της σκηνής, υπάρχουν δύο μικρότερες οθόνες που προβάλλουν το ίδιο βίντεο μεταξύ τους. Ξεχωρίζουν οι λεζάντες σλόγκαν ευζωίας, όπως «ευεξία», «επιτυχία», «ευτυχία». Όλα αυτά τα μηνύματα επιτηδευμένης ευτυχίας, έρχονται σε ευθεία αντίθεση με το ζοφερό και κτηνώδες περιεχόμενο του έργου. Ο «τέταρτος τοίχος» της παράστασης, είναι η ίδια η ζωή, αφού το κινητό έχει γίνει η προέκταση του χεριού μας, και αντί για τα κέρατα που εμφανίζουν οι ρινόκεροι, είναι σα να έχουμε εικονικές κεραίες. Τουλάχιστον αυτή η αίσθηση μου δόθηκε, βλέποντας την παράσταση, κι έχοντας δει το Black Mirror και το Fight Club. 
rinokeros 2
 
Το δίπολο των διαφορετικών ιδιοσυγκρασιών που θίξαμε παραπάνω μαζοποιημένος – «αυθεντικός», ρινόκερος – άνθρωπος, περνάει και στο σκηνογραφικό (κοστούμια: Μαρία Καραπούλιου). Οι ηθοποιοί εμφανίζονται ενδεδυμένοι με μοντέρνα και φουτουριστικά ρούχα, που θυμίζουν μια avant-garde θέαση της πραγματικότητας. Στο άλλο άκρο βρίσκεται ο Σερβετάλης που υποδύεται τον κεντρικό χαρακτήρα του έργου. Είναι ενδεδυμένος με μια απλή φόρμα και έχει ατημέλητη εμφάνιση. Σε μια πολύ εμφανή αντιστοιχία με το εννοιολογικό πλαίσιο του έργου, ο Μπερανζέ αντιστέκεται τόσο στη νοοτροπία όσο και στη μόδα της εποχής του, που συμπεριλαμβάνει από τις απόψεις έως τα ρούχα που φορά. Τα 3D γυαλιά, που φορούν ορισμένοι από τους ηθοποιούς πέρα από «ζαχαρωτό» μιας μόδας, δείχνουν και τον όγκο που έχουμε αφήσει να πιάσουν τα ψηφιακά μέσα στην καθημερινότητά μας. 
 
Ένα άλλο πολύ βασικό σημείο της παράστασης, είναι οι δύο επικλινείς ράμπες, που αξιοποιούνται ποικιλοτρόπως από τους ηθοποιούς. Αρχικά, φαίνονται σαν το πάτωμα του κτιρίου όπου εργάζεται ο Μπερανζέ, αλλά αναποδογυρίζεται από την έλευση των ρινόκερων. Ο σκηνοθέτης όμως υποδεικνύει μέσα από τις ράμπες, τον ηθικό ξεπεσμό των χαρακτήρων του έργου, και τα δύο επίπεδα που τονίζονται από την διάκριση των ανθρώπων και των ρινόκερων. Ο Μπερανζέ νιώθει πως το επίπεδο των ανθρώπων, είναι κάτι το υψηλό και εξευγενισμένο, είναι το επίπεδο της λογικής και του έναρθρου λόγου. Το κάτω επίπεδο είναι αυτό των ζώων, των αποκτηνωμένων ρινόκερων, που βρίσκονται σ’ ένα υποδεέστερο επίπεδο. Η φιλοσοφία θα διάβαζε αυτή τη διάκριση ως ανθρωπινότητα και μη ανθρώπινη ζωικότητα. Εν δυνάμει είμαστε όλοι ρινόκεροι, αφού η ανθρώπινη φύση εμπερικλείει την ζωική. Η διάκριση αυτή δεν είναι κάθετη και αμετάκλητη αλλά ρευστή, κάτι που μπορεί να καταλάβει κανείς εύκολα μελετώντας την ανθρώπινη ιστορία. 
Ο Γιάννης Κακλέας σκηνοθετεί το Ρινόκερο με καυστικό χιούμορ, ποπ αισθητική, μια συγκροτημένη σκηνική άποψη και έχοντας πλάι του ένα επιτελείο καλλιτεχνών που έχουν αυτομολήσει στο καλλιτεχνικό του σχέδιο. Το υποκριτικό βάρος πέφτει στον εξαιρετικό Άρη Σερβετάλη που έχει την αξιοζήλευτη ικανότητα να σωματικοποιεί την ερμηνεία του και να «προδίδει» τα πιο ενδόμυχα χαρακτηριστικά του χαρακτήρα του. Ο Μπερανζέ του είναι ευαίσθητος, άμεσος, σθεναρός αν και με μία κοινωνική ανασφάλεια που τον κάνει σχεδόν «αυτιστικό», αφού αναγκάζεται να κλειστεί στο μικρόκοσμό του για ν’ αντισταθεί στη ρινοκερίτιδα. Ο μονόλογός του στο τέλος του έργου, είναι ένα μανιφέστο της ανθρωπινότητας σ’ έναν αποκτηνωμένο κόσμο και φυσικά το ατού της παράστασης που ξεπερνά κάθε σκηνικό ή ψηφιακό μέσο που θα ήταν ικανό να κερδίσει τις εντυπώσεις. 
Πλάι του η Έλλη Τρίγγου, ως Νταίζη. Η ανερχόμενη ηθοποιός συνεχίζει την επιτυχημένη της θεατρική πορεία («Στέλλα Κοιμήσου», «Ο Ευαγγελισμός της Κασσάνδρας») παράλληλα με τη σειρά-φαινόμενο «Άγριες Μέλισσες». Η Τρίγγου έχει διαμορφώσει μια πολύ ενδιαφέρουσα σκηνική φυσιογνωμία που από τη μία έχει έναν εύθραυστο χαρακτήρα κι από την άλλη μια δυναμική εκκεντρικότητα. Της πάει πολύ το «παράλογο» και το queer, νιώθω ότι είναι μια κατεύθυνση στην οποία μπορεί να δώσει κι άλλα ενδιαφέροντα πράγματα στο μέλλον. 
 rinokeros  texnes plus
Πολύ ενδιαφέροντα πράγματα δίνουν και οι ιδιαίτερες ερμηνευτικά φυσιογνωμίες των Στέλιου Ιακωβίδη και Πάνου Παπαδόπουλου. Αμφότεροι οι ηθοποιοί είχαν δουλέψει ξανά με τον Κακλέα στο «Παιχνίδι της Σφαγής». Το θίασο συμπληρώνουν με τους διάφορους ρόλους τους οι: Ροζαμαλία Κυρίου, Θάνος Μπίρκος, Αγγελική Τρομπούκη, Κωστής Μπούντας, Αναστασία Στυλιανίδη
Συνοψίζοντας, ο Γιάννης Κακλέας φέτος προτείνει αισθητική με την παράσταση «Ρινόκερος», στη δεύτερη συνάντησή του με τον σύμπαν του Ιονέσκο. Είναι ένα ευχάριστο ξάφνιασμα πως μπορεί να υπηρετεί την ποπ αισθητική και τις εντυπωσιακές σκηνικές εικόνες που δημιουργεί και ταυτόχρονα να παίρνει θέση στα πράγματα. Σε αυτή την παράσταση, ο Κακλέας αποδεικνύει πως πέρα από σκηνοθέτης «must-see» παραστάσεων είναι και δημιουργός.