Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ο Ο Ευθύμης Γεωργόπουλος μας γράφει γι' αυτό που τον «καίει»

Πάντα μου έκανε τεράστια εντύπωση όταν έβλεπα το σκύλο μου να τρέχει και να χαίρεται τόσο πολύ. Όταν το μοιραζόμουν με άλλους ανθρώπους, η απάντηση σχεδόν πάντα ήταν: «Σκυλιά είναι, τι να κάνουν; Να πάνε για ποτό;»

Όταν ρώτησα τον κτηνίατρο, ένα μικρόσωμο άνθρωπο που λατρεύει τα επιτραπέζια και διασκεδάζει βλέποντας τον κήπο του να ανθίζει ή ακούγοντας μουσική στο γραφείο του, μου είπε: «Γιατί; Εσύ όταν ήσουν παιδί πώς διασκέδαζες;»

Αυτόματα θυμήθηκα να τρέχω σε χωματόδρομους με τους συνομηλίκους μου και να γελάω, να γελάω μέχρι να μου κοπεί η ανάσα. Δεν είπα τίποτα, τον ευχαρίστησα και έφυγα. Άθελά μου πρόσεχα ότι οι άνθρωποι γύρω μου γίνονταν όλο και πιο στατικοί. Ότι λόγω ηλικίας, λόγω συνήθειας, ο άνθρωπος έπαψε να κινείται – τον κινούν άλλα μέσα, δεν έχει καμία σχέση με το σώμα του, τη σωματικότητά του και τη φύση του– και μοιραία έπαψε να συγκινείται. Παρακολουθεί ατάραχος τα γεγονότα να τρέχουν και να τα ερμηνεύουν οι ειδικοί. Αυτοί που ξέρουν τα πάντα και τίποτε άλλο.

 

Μια μέρα πέρασα την πόρτα μιας παλαίστρας. Είχε προπόνηση το παιδικό τμήμα και είδα μικρά παιδιά να τρέχουν, να χοροπηδούν, να κάνουν ακροβατικά. Χαμογέλασα. Στο τέλος του μαθήματος είδα έναν πατέρα να παλεύει με το γιο του. Μου έκανε φοβερή εντύπωση η χαρά αυτών των δύο. Τους έβλεπα να παίζουν σαν να γνώριζαν κάτι που όλοι οι άλλοι γύρω τους αγνοούσαν. Έπαιζαν μεταξύ τους σαν να είχαν καταλάβει πώς λειτουργεί ο κόσμος, τον τρόπο που σωπαίνουν οι άνθρωποι, τον τρόπο με τον οποίο μια μάνα κλαίει, τον τρόπο που η Γη κινείται, τον τρόπο με τον οποίο  κινούνται αυτοί πάνω της, τον τρόπο να συγκινούνται. 

 

 

Ο Ευθύμης Γεωργόπουλος συμμετέχει στην παράσταση «Στα Σκοτεινά – Making Movies» σε σκηνοθεσία Θοδωρή Βουρνά, στον Τεχνοχώρο Cartel.