Τελευταία Νέα
Από τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη στην παιδοκτόνο της Πάτρας Ζητούνται ηθοποιοί από το Εθνικό Θέατρο Πέθανε η σπουδαία τραγουδίστρια Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη Είδα τους «Προστάτες», σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Ανακοινώθηκε το Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου Είδα το «Hyperspace ή αλλιώς…» , σε σκηνοθεσία Δανάης Λιοδάκη   «Καραϊσκάκενα, O Θρύλος» Της Σοφίας Καψούρου στον Πολυχώρο VAULT «Μπες στα παπούτσια μου - Ταυτίσου με τη διαφορετικότητα αυτοσχεδιάζοντας» στο Θέατρο Όροφως Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου 2022 – Το μήνυμα του Peter Sellars Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου ανοίγει Mοτέλ στη Φρυνίχου Η πρώτη δήλωση του Νέου Καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΚΘΒΕ Δράσεις του Εθνικού Θεάτρου για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου Ακρόαση ηθοποιών για την νέα παράσταση του Γιάννη Κακλέα Είδα το «Γράμμα στον πατέρα», σε σκηνοθεσία Στέλιου Βραχνή (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Κερδίστε διπλές προσκλήσεις για την παράσταση «Η σιωπηλή Λίμνη»
 

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη 

Η παράσταση είναι μια παραγωγή της Εταιρείας Τέχνης «Αrs Aeterna» και του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ιωαννίνων.

Η παράσταση Βάκχες του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη ξεκίνησε το ταξίδι της από το θέατρο Ορέστης Μακρής στη Χαλκίδα και μετά από μια μεγάλη περιοδεία έκανε την εμφάνιση της στην Επίδαυρο το σαββατοκύριακο του Δεκαπενταύγουστο. Αυτή την περίοδο η παράσταση σταθμεύει στα θέατρα της Αττικής και το αθηναϊκό κοινό έχει την ευκαιρία να δει την παράσταση. Παρουσιάζεται στην ελεύθερη ποιητική απόδοση του Γιώργου Χειμωνά και πανκ μουσική των Θραξ-Πανκc. Στους κεντρικούς ρόλους έχουμε μια all-star διανομή που αποτελείται από τους Άκη Σακελλαρίου, Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Ιωάννα Παππά, Κωνσταντίνο Ασπιώτη και Δημήτρη Πετρόπουλο.

 

 vakxes pappa ioanna photo elina giounanli

Το έργο

Πρόκειται για την τελευταία σωζόμενη τραγωδία του Ευριπίδη που παίχτηκε, ενώ μυθολογικά περιγράφεται η καθιέρωση της λατρείας του Διονύσου που προηγείται του συνόλου των τραγωδιών. Γράφτηκε το 407 π.Χ., όταν ο ποιητής βρισκόταν στην Πέλλα της Μακεδονίας, στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου, και σκηνοθετήθηκε από το γιο του ή τον εγγονό του το 405 π.Χ. στην Αθήνα, ενώ παραστάθηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Ευριπίδη, το 406 π.Χ κερδίζοντας το Πρώτο Βραβείο. Αποτελούσε τριλογία μαζί με τα έργα «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και «Αλκμαίων ο δια Κορίνθου». Το έργο έχει γνήσια Διονυσιακή υπόθεση, εξιστορεί δηλαδή την έλευση του Βάκχου (Διονύσου) στη Θήβα κατά την οποία ο Πενθέας φονεύεται από την μητέρα του Αγαύη, διότι αντιστάθηκε στη λατρεία του νέου θεού.

Η υπόθεση: Ο Διόνυσος καταφθάνει στη Θήβα, την πατρίδα της μητέρας του, έχοντας μαζί του τις πιστές του ακολούθους, για να επιβάλει τη δική του Θρησκεία και να τιμωρήσει όλους όσοι είναι εμπόδιο στο δρόμο του , τολμώντας να τον αμφισβητήσουν. Διαβρώνει ακόμα και την ιερή σχέση μάννας-γιού , εμφυσώντας τη θεϊκή του Μανία στις γυναίκες της Θήβας. Με την βίαιη επιβολή της νέας θρησκείας, επιφέρεται η ισοπέδωση του Βασιλικού Οίκου της πόλης των Θηβών . Οι εναπομείναντες ήρωες της τραγωδίας αναγκάζονται να πάρουν το δρόμο της εξορίας.

BAKXES ASPIOTIS2.jpg

Η παράσταση

Παρακολουθήσαμε την παράσταση της Κυριακής στο Θέατρο Πέτρας, σ’ ένα ανήσυχο κλίμα με οχλαγωγία από τις παρέες πλησίον του θεάτρου. Μας έκανε δυσάρεστη εντύπωση πως ενώ ήταν πολύ τυπικοί οι εργαζόμενοι του θεάτρου στην είσοδο των θεατών, δεν ήταν εντός του θεάτρου. Η ατμόσφαιρα δεν ήταν η επιθυμητή με θεατές να τρώνε, να μιλάνε ή ακόμη και να καπνίζουν κατά τη διάρκεια της παράστασης.

Η Νικαίτη Κοντούρη πάντρεψε στην παράστασή της την ποιητική μετάφραση του Χειμωνά με μια δυνατή πανκ μουσική και σε μια ανάλογη αισθητική κινήθηκε σε γενικές γραμμές η ενδυματολογία, ενώ ανιχνεύονται και ανατολίτικες επιρροές. Βασικά στοιχεία της παράστασης ήταν μια εγκατάσταση που παρέπεμπε στην κορφή του Κιθαιρώνα και ταυτόχρονα λειτουργούσε ως παρασκήνιο, το χώμα και το αίμα. Οι ηθοποιοί ήταν σε διαρκή σύνθεση με την γη, με εξέχουσα μορφή αυτή του Τειρεσία που αλειφόταν με χώμα.

Η σκηνοθέτης είχε στη διάθεσή της μερικούς από τους καλύτερους και εμπειρότερους ηθοποιούς του θεάτρου μας και δούλεψαν κατά περίπτωση τις ερμηνείες των ρόλων, αλλά κάπου αυτό δεν έδενε σε μια κοινή ερμηνεία του έργου. Καταρχάς, ο Χορός ήταν αρκετά ασυντόνιστος και με αδυναμίες στα φωνητικά, ενώ η σκηνή με τους μπαλτάδες ήταν αρκετά περιγραφική και δεν είχα τόσο βακχική διάθεση. Μου έκανε δυσάρεστη εντύπωση το πόσο συχνά γελούσε το κοινό κι ας υπήρχαν ψήγματα μαύρης κωμωδίας στην αισθητική, γιατί νιώθω πως δεν ήταν η πρόθεση της παράστασης.

Ερμηνευτικά, ξεχωρίζουμε τον Αγγελιοφόρο του Κωνσταντίνου Ασπιώτη και την Αγαύη της Κωνσταντίνας Τάκαλου. Ο Ασπιώτης έφερε την αλήθεια, την αγωνία και τον πόνο ενός Αγγέλου του Αρχαίου Δράματος. Ειδικά η δεύτερη ρήση του ήταν ιδιαιτέρως συγκινητική και ενίσχυσε την αποκάλυψη της παιδοκτονίας αμέσως μετά. Η Κωνσταντίνα Τάκαλου ερμήνευσε την Αγαύη, την τραγική μητέρα που σκότωσε τον γιο της νομίζοντας πως ήταν λιοντάρι και συνειδητοποιεί το γεγονός όταν της το λέει ο πατέρας της, ο Κάδμος. Κρατούσε το κεφάλι του Πενθέα μέσα σε πλαστική σακούλα, συνήθης λύση στις παραστάσεις των Βακχών του 21ου αιώνα.

ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ ΒΑΚΧΕΣ 18 1

Από εκεί και πέρα, ενώ οι υπόλοιποι ηθοποιοί είναι πολύ καλοί μεμονωμένα κάπως δεν λειτούργησαν σε σύνδεση μεταξύ τους κυρίως ως προς την απόδοση και στην δημιουργία μιας συνολικής αισθητικής. Από τη μία είχαμε έναν Διόνυσο υπερβολικά ντυμένο, σαν Αρλεκίνο της Commedia dell Arte, με σαρδόνια ερμηνεία και έντονο μακιγιάζ. Κάτι δεν λειτούργησε στην δυναμική του με τον Πενθέα (Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος), ο οποίος πολύ εύκολα πέρασε από την κυριαρχική όψη σε μια ευάλωτη μάζα.

Να σταθούμε λιγάκι στον Τειρεσία της Ιωάννας Παππά. Η σκηνοθέτης είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα ν’ αποδώσει τον Τειρεσία ως άφυλο και απροσδιορίστου ηλικίας πλάσμα, τυλιγμένο σε γάζες και με αισθητή την τυφλότητά του. Να θυμίσουμε πως ο μάντης Τειρεσίας είναι το μοναδικό πρόσωπο της σωζόμενης τραγωδίας που έχει περάσει και από τα δύο φύλα, και στο πρόσωπο έχουμε και υπέρβαση φύλου και ηλικίας. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά ο ρόλος ερμηνεύεται από γυναίκες ηθοποιούς: Μ. Κίτσου (Βάκχες, Μπρούσκου), Μ. Βακαλίδου (Οιδίπους Τύραννος, Σουγάρης), Λ. Φωτοπούλου (Αντιγόνη, Ν. Τριανταφυλλίδη), Μπ. Αρβανίτη (Αντιγόνη, Λιβαθινός). Εδώ όμως, περνάει από το θηλυκό στο άφυλο, αφού με δυσκολία θα διέκρινες είτε την αρσενικότητα είτε τη θηλυκότητας της περσόνας που κατασκεύασε η Ιωάννα Παππά. Με ξένισε ωστόσο η διαχείριση του σώματος, με τις έντονες χειρονομίες και την ευλυγισία ενός δραματικού προσώπου που έχει συνδεθεί με την δυσκολία στο περπάτημα και την υποστήριξη από παιδιά-δούλους.

Μεγάλη ασυνεχεία συναντούμε στην ενδυματολογία της παράστασης (Λουκία Μινέτου). Οι Βάκχες είναι η τραγωδία που κατεξοχήν αγαπά και επιδεικνύει το σώμα, ενώ εδώ ήταν τόσο πολύ το ύφασμα, που σχεδόν κάλυπτε τη σιλουέτα των ηθοποιών. Ο Διόνυσος δεν είχε τη χάρη που συνήθως συναντούμε, αλλά έμοιαζε με επαίτη. Ο Χορός ήταν ενδεδυμένος με μαύρα ρούχα που το δίχως άλλως πλησίαζαν στην πανκ αισθητική που ήθελε να έχει η παράσταση αλλά δεν έφτασε εκεί. Περισσότερο ταιριαστός σε αυτό που μάλλον πρέσβευε η σκηνοθεσία ήταν ο Αγγελιοφόρος, με μαύρο παντελόνι, γιλέκο από διάφανο πλαστικό και έντονο βάψιμο, το οποίο είχε πολύ ενδιαφέρον όταν λερώθηκε με το αίμα του Πενθέα. Σε ανάλογα επίπεδα θα μπορούσα να φανταστώ την Αγαύη και μάλιστα με πιο ταλαιπωρημένο κοστούμι, μιας και η βακχεία κι ακόμη περισσότερο το φονικό του γιου της, ήταν μια πολύ έντονη διαδικασία. Δε θα έπρεπε να περιοριστεί η ενδυματολόγος, μπορούσε να πάει ακόμη παραπέρα και να είναι πιο τολμηρή.

Όσον αφορά τη μουσική, είναι κατανοητή η σύνδεση του beat της punk και ταιριάζει με το κλίμα των Βακχών –είχαμε δει μια ανάλογη δουλειά από τον Μπινιάρη πριν 3 χρόνια- αλλά ήταν απότομες οι εισαγωγές κι οι έξοδοι της κι αυτό κλωτσούσε σε αρκετά σημεία το κείμενο.

Συνολικά, αυτό μου έλειψε από την παράσταση Βακχών της Ν. Κοντούρη ήταν η συνοχή στην ερμηνεία και την αισθητική και το να νιώσω το δράμα των ηρώων. Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που ενώ υπάρχουν πολύ καλές ύλες, δε φτάνει εκεί που μπορεί το τελικό αποτέλεσμα.

 

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Κωνσταντίνα Τάκαλου:«Το Θέατρο Έχει Γίνει Πιο Αληθινό Από Τη Ζωή»

φωτογραφίες: Ρίτα Τσέλα

Την Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου παρακολουθήσαμε την παράσταση Βάκχες σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη στο Ηρώδειο.

Ο Χρήστος Σουγάρης τα τελευταία χρόνια δείχνει μια στοχευμένη αισθητική προτίμηση προς το αρχαίο δράμα. Μετά τις πολυσυζητημένες παραστάσεις «Αίας» και «Οιδίποδας», επέλεξε για το φετινό (δύσκολο) καλοκαίρι τις Βάκχες του Ευριπίδη καταθέτοντας μάλιστα μια διαφορετική πρόταση στο τραπέζι. Οι Βάκχες μπορεί να ήταν το τελευταίο σωζόμενο δράμα του Ευριπίδη –παίχτηκε μάλιστα το 407 π.Χ. μετά το θάνατο του Ευριπίδη- αλλά η υπόθεση του ανατρέχει πριν την γέννηση της τραγωδίας, και έχει γνήσιο διονυσιακό περιεχόμενο αφού αναφέρεται στη λατρεία του Βάκχου.

vakxes

Οι Βάκχες στον 21ο αιώνα

Τη θεατρική δεκαετία που συμπληρώνεται αυτό το καλοκαίρι είχαμε αρκετές και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους σκηνοθετικές προτάσεις γύρω από το ανέβασμα των Βακχών και σε βάθος χρόνου νομίζω μπορούν να εκτιμηθούν σε μια συγκριτική ερμηνευτική ανάλυση. Πρόκειται για ένα έργο μάλιστα που είναι ιδιαιτέρως δεκτικό στα διαφορετικά ανεβάσματα, παραμένοντας ωστόσο κάτι το «ρευστό» και το χιμαιρικό. Από την πολυσυζητημένη εμφάνιση του Σάκη Ρουβά ως Διόνυσο στην παράσταση του Δημήτρη Λιγνάδη (2013) για την οποία μάλιστα τιμήθηκε και το βραβείο Κάρολος Κουν, μέχρι τις Βάκχες δωματίου του Έκτορα Λυγίζου (Υπόγειο Θεάτρου Νέου Κόσμου, 2013) κι από τις «θρακιώτικες» Βάκχες σε σκηνοθεσία Τάσου Ράτζου του ΚΘΒΕ το 2006 μέχρι τον «γυναικείο» Διόνυσο της Αγλαΐας Παππά στην παράσταση της Μπρούσκου στην Επίδαυρο (2014), είχαμε την ευκαιρία να «βακχευτούμε» και να ξαναγνωρίσουμε την αγαπημένη ευριπίδεια τραγωδία. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσίασε και η ροκ εκδοχή από τον Άρη Μπινιάρη πριν δύο χρόνια στην Στέγη με πρωταγωνιστές τους Χρήστο Λούλη, Γιώργο Γάλλο και Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, που είχαμε την ευκαιρία να ξαναδούμε εν μέσω καραντίνας στο επίσημο κανάλι της Στέγης στο youtube. Κορυφαία βέβαια στιγμή και η ιστορική παράσταση Βάκχες από την ομάδα του Θεοδώρου Τερζόπουλου (1986) που έχει κινηματογραφηθεί και κυκλοφορήσει, ενώ προβλήθηκε και το 2017 στην dubitanda. Τι είδαμε όμως φέτος από το Χρήστο Σουγάρη;

Οι Βάκχες του Χρήστου Σουγάρη

O Σουγάρης επέλεξε μια κωμικοτραγική γραμμή στο ανέβασμα των Βακχών, τοποθετώντας τη δράση σε μια παρηκμασμένη παιδική χαρά, κι αναδεικνύοντας το κομμάτι της τρέλας, που είναι εγγενές στην βακχεία. Σε αυτό το πλαίσιο, απέδωσε τους χαρακτήρες του δράματος ως τους «τρελούς» του πάρκου, αξιοποιώντας στοιχεία του τσίρκου αλλά και αναγνωρίσιμων φιγούρων από τον αχανή αστικό κόσμο. Αντιστικτικά λειτουργεί η άλλοτε ευφρόσιμη κι άλλοτε εμμονική μουσική του Στέφανου Κορκολή, που μαζί με την υποκριτική γραμμή και το «παιδικό» σκηνικό περιβάλλον, δημιουργούν ένα διεστραμμένο καρουζέλ.

Ο σκηνοθέτης τόλμησε να διαβάσει τις Βάκχες μ’ έναν όχι και τόσο συνηθισμένο τρόπο, και να δώσει έμφαση στο κωμικό στοιχείο, προσθέτοντας μάλιστα και δύο εμβόλιμους χαρακτήρες που τους υποδύονται η Ρούλα Πατεράκη κι ο Κώστας Λάσκος. Σε γενικές γραμμές, εκτιμάται ενδιαφέρουσα και φρέσκια η πρόταση του στην πρόσληψη της Ευριπίδειας τραγωδίας. Το κωμικό που προκύπτει τόσο από την ακούσια παρενδυσία όσο και από την τραγικωμική επίδειξη της «λιονταροκεφαλής» από γραφής του έργου, στην σκηνική απόδοση του Σουγάρη υπερτονίζεται τόσο από την υποκριτική όσο κι από την εικαστική ανάγνωση του. Με αυτό τον δρόμο που επέλεξε, θα μπορούσαμε να φανταστούμε ν’ ανεβαίνει η «Άλκηστη» του Ευριπίδη που ούτως ή άλλως φλερτάρει και με την τραγωδία και με την κωμωδία, ή μια κωμωδία του Αριστοφάνη, αλλά σίγουρα όχι οι Βάκχες. Παρακολουθώντας την παράσταση, μ’ έπιανα πολλές φορές να σκέφτομαι τις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη. Αυτά σε γενικές γραμμές, γιατί ειδικότερα είχα αρκετές ενστάσεις όσον αφορά στην υλοποίηση των σκηνικών επιλογών, τη μουσική, τα κοστούμια και ορισμένες ερμηνείες. Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι:

Στην έναρξη της παράστασης, ο Γιώργος Κοψίδας που ερμηνεύει το Θεό Διόνυσο, εμφανίζεται γυμνός επί σκηνής, αναδεικνύοντας το αντρικό κάλλος, ενώ στη συνέχεια παρενδύεται φορώντας ένα ροζ φουστάνι κι από κάτω ένα τζίν σε μια προσπάθεια να συνδυαστούν σ’ ένα, τα δύο φύλα ή αλλιώς η διπλή υπόσταση του Διονύσου. Ο ηθοποιός – αφήνοντας κατά μέρους αδυναμίες στην εκφορά του λόγου- έκανε μια τίμια προσπάθεια να «παίξει» με τη φυλετική αμφισημία του Διονύσου. Ίσως, θα μπορούσε να ήταν περισσότερο υπαινικτικός και λιγότερο διαχυτικός στην σκηνή του με τον Πενθέα, ενώ η βασική μου ένσταση ήταν στο ενδυματολογικό κομμάτι, αφού το αποτέλεσμα φαινόταν παραπάνω ευτελές από όσο νομίζω ήθελε η γραμμή της παράστασης. Εντάξει, καταλαβαίνω ότι το πλαίσιο της παράστασης, ήταν ένα λούμπεν αστικό περιβάλλον, αλλά ακόμα κι αν ήταν μια τραβεστί, θα φρόντιζε παραπάνω την εμφάνισή της. Στον αντίποδα, είχε πολύ ενδιαφέρον, η απόδοση του Διονύσου ως κομπέρ στο τέλος της παράστασης, με το λαμέ κοστούμι και το άρτια εκτελεσμένο τραγούδι, που λειτούργησε ως παρατραγωδία και προσέδωσε νομίζω αρκετά στην ταυτότητα της παράστασης.

Ερμηνευτικά, θα ξεχωρίσω τον ανερχόμενο ηθοποιό Στάθη Κόικα στο ρόλο του Πενθέα και τους δύο αγγελιοφόρους, Χριστόδουλο Στυλιανού και Μανώλη Μαυροματάκη. Ο Πενθέας του Κόικα, με σαφείς επιρροές από τον Joker, αποτέλεσε τον υποκριτικό αντίποδα στην κυρίαρχη κωμική γραμμή που θύμιζε θέατρο του παραλόγου. Είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πως παρά την εμφάνισή του έβγαζε κάτι το άμεσο, γήινο και συνάμα αριστοκρατικό, ενώ παράλληλα με την παρενδυσία, σωματικοποίησε το πέρασμα από τη λογική στην τρέλα. Σπουδαίες ερμηνείες είδαμε κι από τους δύο ηθοποιούς που υποδύθηκαν τους αγγελιοφόρους, το Χριστόδουλο Στυλιανού και το Μανώλη Μαυροματάκη.

Όσον αφορά το Χορό του έργου, τις Βάκχες, εκεί είχαμε επίσης μια ωραία ερμηνεία, αλλά όχι τόσο αισθητική απόδοση. Το Χορό της παράστασης αποτέλεσαν οι Μυρτώ Αλικάκη, Μαρίζα Τσάρη, Γωγώ Καρτσάνα, Ηλέκτρα Σαρρή, Ξένια Ντάνια και Δέσποινα Μαρία Μαρτσέκη. Οι ηθοποιοί εμφανίστηκαν ντυμένες με λευκά κοστούμια και ζευγάρια κόκκινο μπαλονιών να κρέμονται στην περιοχή των μαστών. Τα κόκκινα μπαλόνια ήταν και το σήμα κατατεθέν του εικαστικού της παράστασης μαζί με τις κόκκινες μύτες κλόουν. Δεν είμαι αρκετά σίγουρος για την επιλογή του σκηνοθέτη να παρουσιαστούν πιο «ελεύθερες» και τρελές οι φιγούρες των υπόλοιπων χαρακτήρων του έργου, από ότι οι ίδιες οι Βάκχες.

Και φτάνουμε στη βασικότερη ίσως σκηνή στην παράσταση –και στο δράμα- την επίδειξη της κεφαλής του Πενθέα και στην τραγική διαπίστωση ότι τον σκότωσε η ίδια του η μάνα η Αγαύη. Αυτή η σκηνή ήταν αν μη τι άλλο, το πιο μεγάλο στοίχημα στην παράσταση του Σουγάρη και παρά τις αστοχίες της, νομίζω θα αποτυπώθηκε πιο έντονα στο θεατή. Από τον ξέφρενο χορό της Αγαύης (Νίκη Σερέτη), ως την αποκάλυψη του τραγικού διαβήματος της από τον ίδιο της τον πατέρα, κι ύστερα στη σύνθεση του πτώματος του Πενθέα από τα διαμελισμένα του κομμάτια σα να ήταν ένα μανεκέν, η σκηνή νομίζω ολοκληρώνει την ερμηνευτική πρόταση του Σουγάρη. Η τραγικότητα της σκηνής ενισχύθηκε κι από το «σόου» του Διονύσου, παρόλο που στην αρχή ήταν αδύναμη η ερμηνευτική μετάβαση από το ένα ύφος στο άλλο από τη Σερέτη. Βέβαια, ήταν μεγάλη η δυσκολία ν’ αναδυθεί το τραγικό από μια τόσο καρναβαλική διάθεση και με μία γκροτέσκ ενδυμασία. Στην ίδια σκηνή δεν κατάλαβα καθόλου γιατί επέλεξε μια τόσο μουσική και κωμική ελαφρότητα ο Δημήτρης Ήμελλος ως Κάδμος.

Τέλος, οι φιγούρες που δημιούργησαν η Ρούλα Πατεράκη κι ο Κώστας Λάσκος, οι «τρελοί» του πάρκου, που είναι πανταχού παρόντες, και είχαν μάλιστα δραματουργική παρουσία που δεν υπήρχε στο πρωτότυπο, ήταν ένα βασικό συστατικό στη συνθήκη της παράστασης. Προσωπικά ωστόσο, όσο κι αν απήλαυσα την «παράβαση» της κυρίας Πατεράκη, θα προτιμούσα να μην υπήρχαν. Δεν εκτίμησα ιδιαίτερα και το μουσικό κομμάτι της παράστασης από τον Κορκολή, μ’ εξαίρεση το φινάλε του Διονύσου. Ήθελα λίγο περισσότερο «βρώμικα» τα μουσικά κομμάτια για να ενισχυθεί η σκοτεινιά και η τραγικότητα του περιβάλλοντος του έργου. Όσον αφορά το εικαστικό, τα σκηνικά και τα κοστούμια υπέγραψαν οι Αριστοτέλης Καρανάνος κι Αλεξάνδρα Σιάφκου. Είχε μεγάλο ενδιαφέρον η επηρεασμένη από το τσίρκο κι από το δρόμο αισθητική γραμμή που ακολούθησαν. Θα ήθελα να την τραβήξουν περισσότερο στ’ άκρα όπως έκανα με τον Ήμελλο ως Κάδμο που έμοιαζε μ’ επιδειξία του πάρκου ή τη Ρούλα Πατεράκη ως την ηλικιωμένη που πλέκει. Άνετα θα μπορούσα να φανταστώ -ας πούμε- τον Διόνυσο ως drag persona ή τις Βάκχες ως sex workers.

Συνολικά, παρόλο που άργησα ως θεατής να μπω στην ουσία της συνθήκης της παράστασης, εκτίμησα την πρόταση, και δικαιολογώ σ’ ένα μεγάλο βαθμό την έμφαση που δόθηκε στο κωμικοτραγικό πυρήνα του δράματος και της ανθρώπινης φύσης γενικότερα. Η διεστραμμένη απόδοση της παιδικής χαράς και των φιγούρων της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, μπόρεσαν να περάσουν και να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον.

 

Διαβάστε επίσης: 

Η Νίκη Σερέτη Πιστεύει Ότι Το Θέατρο Μας Υπενθυμίζει Όσα Θέλουμε Να Ξεχάσουμε

Οι «Βάκχες» είναι το κύκνειο άσμα του Ευριπίδη. Γράφτηκαν ενώ ο ποιητής βρισκόταν στη Μακεδονία το 407 π.Χ. και παρουσιάστηκαν από το γιο του στην Αθήνα το 405 π.Χ., αφότου ο ίδιος είχε πεθάνει.

Στις «Βάκχες» κεντρικός ήρωας είναι ο θεός Διόνυσος. Αυτό είναι μοναδικό γεγονός για όλη την τραγική δημιουργία της εποχής εκείνης. Είναι η μοναδική τραγωδία, από όσες έχουν διασωθεί τουλάχιστον, στην οποία τραγικός ήρωας δεν είναι κάποιος θνητός. Αυτό υποσκάπτει τα ίδια τα θεμέλια της τραγικής φόρμας, καθώς σε ένα θεό τίποτα δεν μπορεί να φέρει οριστική τραγική κατάληξη. Ένας θεός δεν πεθαίνει, δεν νικιέται οριστικά, δεν μπορεί να υποφέρει όσα η ανθρώπινη ύπαρξη. Έτσι δεν μπορεί να οδηγήσει και το κοινό σε μια τραγική ταύτιση με τον ίδιο.

Είναι ίσως το μόνο έργο του Ευριπίδη στο οποίο το κέντρο της αφήγησης δεν είναι μια ιστορία, μια δράση, μια ενδιαφέρουσα πλοκή αλλά η διαρκής μεταμόρφωση κάθε ήρωα. Επιπλέον, ο Ευριπίδης, που ιστορικά ολοκληρώνει την τραγική ποίηση του 5ου αιώνα π.Χ. στην Αθήνα, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα της τραγικής φόρμας με το να επικεντρωθεί στη γραμμική αφήγηση των γεγονότων. Έτσι μετέθεσε το σκηνικό βάρος από την τραγικότητα των ηρώων στην «περιπέτεια».

Ίσως αυτό το στοιχείο να είχε ως βάση η σκηνοθετική ματιά του Έκτορα Λυγίζου που μας παρέδωσε μια παράσταση κατά βάση αφηγηματική, η οποία δεν στερούνταν πρωτοτυπίας, έμπνευσης και σκληρής δουλειάς συνόλου υποκριτών με σπάνιο σκηνικό τάλαντο.

Οι οκτώ ηθοποιοί ξετυλίγουν στο κοίλον της Επιδαύρου τρεις μοβ κυλίνδρους ‒ διόλου τυχαία η επιλογή του χρώματος, που στη συνέχεια με τους φωτισμούς (φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης) γίνεται καφέ, όταν με τα σώματα των ηθοποιών μοιάζει με τον κορμό του δέντρου, από όπου η Αγαύη θα κατασπαράξει σαν άλλη Μήδεια το γιο της Πενθέα. Τα κοστούμια τους σαν προβιές ζώων ή σύγχρονα ταγάρια αποκολλώνται από το σώμα μαζί με κάποια σιδερένια εξαρτήματα. Έτσι όποιος ήρωας πιστεύει στο θεό μεταμορφώνεται ακόμα και εξωτερικά, ντύνεται στα λευκά και τα μικρά σίδερα που κατρακυλούν στο υφασμάτινο δάπεδο μοιάζουν σαν ραβδάκια νεράιδας σύγχρονου παραμυθιού που τον ακούμπησαν και τον προσηλύτισαν στη νέα θρησκεία του Βάκχου (σκηνικό-κοστούμια: Κλειώ Μπομπότη).

Ο Διόνυσος του Αργύρη Πανταζάρα έχει έντονη την ανθρώπινη διάσταση αποκρύπτοντας τη θεϊκή. Ο λόγος του είναι καθαρός, με μια φυσική ροή. Οι κινήσεις του ελάχιστες, κυρίως με τα χέρια, καθώς σαν ταχυδακτυλουργός προσπαθεί να μαγέψει το κοινό του. Δεν μοιάζει να πέφτει βαρύς πάνω στους ανθρώπους και να τους συνθλίβει. Περισσότερο η μορφή του θυμίζει πνεύμα.

Οι Ανέζα Παπαδοπούλου και Χρήστος Στέργιογλου είναι ένα εκπληκτικό δίδυμο ως Κάδμος και Τειρεσίας. Η σκηνική εμπειρία τους αλλά και η χημεία που έχουν χαρίζει ένα απολαυστικό αποτέλεσμα με κωμικές πινελιές.

Η Μαρία Πρωτόπαππα παρουσιάζει έναν αποφασιστικό Πενθέα, με τη δυναμική της παρουσία να γεμίζει την Επίδαυρο που παλεύει να οχυρώσει την πόλη απέναντι στην έλευση της νέας θρησκείας. Τον ίδιο ρόλο θα ερμηνεύσει στη συνέχεια και ο Βασίλης Μαγουλιώτης με μια αφοπλιστική απόγνωση που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον, όταν η κατάσταση με τις Βακχίδες θα έχει πια ξεφύγει από τον έλεγχο, αλλά και ο ίδιος ο σκηνοθέτης.

Εντυπωσιακοί επίσης η Ανθή Ευστρατιάδου και ο Άρης Μπαλής ως αγγελιαφόροι που περιγράφουν τα γεγονότα με ένα σώμα και μια φωνή και πραγματικά συνεπαίρνουν.

Αυτό που ξένισε στην παράσταση ήταν η παντελής έλλειψη μουσικής. Ένα από τα βασικά ἡδύσματα («καρυκεύματα») που έλεγε και ο Αριστοτέλης για το αρχαίο δράμα (ο λόγος στη τραγωδία να έχει «ῥυθμὸν καὶ ἁρμονίαν καὶ μέλος»), που κατά τη γνώμη μου θα τροφοδοτούσε σε αρκετά σημεία την αφήγηση.

Η παράσταση του Έκτορα Λυγίζου μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα και μου άρεσε, αλλά θα την εκτιμούσα περισσότερο αν ο σκηνοθέτης ξεκαθάριζε εξαρχής τις προθέσεις του, δηλαδή αν διευκρίνιζε ότι ήταν «βασισμένη στις ‘‘Βάκχες’’ του Ευριπίδη», αφού απουσίαζαν πολλά μέρη της τραγωδίας αλλοιώνοντας σε μεγάλο βαθμό την ταυτότητά της.

Δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι να βιώσει κανείς το μέγεθος της αποτρόπαιης πράξης της Αγαύης αν δεν ακούσει το θρήνο της. Δεν ξέρω πώς μπορεί να κατανοήσει τι σημαίνει «βακχίζομαι», τη μέθη και την ένθεη μανία του Διονύσου, αν δεν δει τις ίδιες τις Βάκχες, το χορό των μαινάδων γυναικών. Δεν ξέρω αν αρκεί απλώς η περιγραφή των ηθοποιών. Αυτά σε ένα πρώτο επίπεδο.

Γιατί από εκεί και πέρα μπορούν να τεθούν πολλά ερωτήματα για το πόσα ουσιαστικά κομμάτια χάνει ο θεατής από έναν ακρωτηριασμένο Ευριπίδη. Θα δώσω ένα παράδειγμα. Το τραγικό στοιχείο στις «Βάκχες» δεν αφορά τα πάθη του Πενθέα, αφορά το θάνατο και την ανάσταση του Διονύσου. Ένας θνητός μπορεί μόνο να πεθάνει. Ο θεός Διόνυσος μπορεί και να αναστηθεί μέσα από τα σκορπισμένα του μέλη. Η υπέρβαση της ίδιας της θνησιγενούς ύπαρξης καθιστά εφικτή την τραγική ενόραση, δηλαδή, ενώ όλοι οι άνθρωποι ποθούν την ολοκληρωτική υπέρβαση, μόνο ένας θεός το καταφέρνει και αυτός πληρώνοντας το στιγμιαίο θάνατό του.

Στην παράσταση του Έκτορα Λυγίζου ο θεός Διόνυσος είχε μια τόσο guest διακριτική παρουσία, που, αλίμονο, αν κανείς μπορέσει έστω και να υποψιαστεί αυτό το στοιχείο.

 

popolaros banner

popolaros banner

lisasmeni mpalarina

Video

 

sample banner

Ροή Ειδήσεων

 

τέχνες PLUS

 

Ποιοι Είμαστε

Το Texnes-plus προέκυψε από τη μεγάλη μας αγάπη, που αγγίζει τα όρια της μανίας, για το θέατρο. Είναι ένας ιστότοπος στον οποίο θα γίνει προσπάθεια να ιδωθούν όλες οι texnes μέσα από την οπτική του θεάτρου. Στόχος η πολύπλευρη και σφαιρική ενημέρωση του κοινού για όλα τα θεατρικά δρώμενα στην Αθήνα και όχι μόνο… Διαβάστε Περισσότερα...

Newsletter

Για να μένετε ενημερωμένοι με τα τελευταία νέα του texnes-plus.gr

Επικοινωνία