Εθνικό Θέατρο: Χωρίς Φόβο Αλλά Με Πάθος Και Μια Νέα Θερινή Σκηνή!
Στεφανία Γουλιώτη: «Στις Πρόβες Διαλύομαι Γνωρίζοντας Τον Εαυτό Μου»
Το δημοφιλές και πολυπαιγμένο (παγκοσμίως) έργο του Πήτερ Σάφερ επέλεξε να σκηνοθετήσει ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος. Ο αναγνωρισμένος ηθοποιός μετά το πετυχημένο Masterclass με τη Μαρία Ναυπλιώτου και τη Μηχανή του Τούριγκ με τον Ορφέα Αυγουστίδη δοκιμάζεται σ' ένα έργο με περισσότερα πρόσωπα επί σκηνής.
Το έργο
Το 1979 ο Πήτερ Σάφερ, χρησιμοποιώντας έναν μύθο που διέρρευσε στην Ευρώπη στα μέσα του 19ου αιώνα,περί δολοφονίας του Μότσαρτ από τον σύγχρονό του συνθέτη Αντόνιο Σαλιέρι, δημιουργεί ένα από τα διασημότερα και σημαντικότερα θεατρικά έργα της σύγχρονης δραματουργίας. Το ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ Ο Αντόνιο Σαλιέρι, αρχιμουσικός της αυλής του αυτοκράτορα Ιωσήφ, συναντιέται με τον νεαρό Αμαντέους. Καθώς η συνάντησή τους μετατρέπεται σε ανηλεή σύγκρουση,η αιώνια μάχη αποκαλύπτεται. Και μέσα από την αποκάλυψη αυτή, αντικρίζουμε την δική μας μάχη να αντιμετωπίσουμε την ζωή.Να αντιμετωπίσουμε την ύπαρξή μας.Και να καταφέρουμε,ίσως, το μεγαλύτερο επίτευγμα του ανθρώπου. Να ζήσουμε σε επαφή με τον Εαυτό..
Το 1984 μεταφέρθηκε στο σινεμά από τον MilosFormer, αποσπώντας 8 βραβεία Όσκαρ συμπεριλαμβανομένου αυτού για την Καλύτερη Ταινία. Την προηγούμενη φορά που είχαμε δει το Αμαντέους στην Αθήνα, ήταν το 2011 στο Θέατρο Βρετάνια σε μετάφραση Αλέξανδρου Κοέν και διασκευή/σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη, ο οποίος συμπρωταγωνιστούσε με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη. Έντεκα χρόνια μετά, ο Οδ. Παπασπηλιόπουλος διασκευάζει και σκηνοθετεί το έργο –μετάφραση αρχικού κειμένου: Έλενα Καρακούλη-, σε μια παράσταση-πρόταση με την μουσική του Μότσαρτ να ερμηνεύεται ζωντανά, επί σκηνής, από ένα διαφορετικό κουιντέτο εγχόρδων σε πρωτότυπες μεταγραφές των έργων του Μότσαρτ.
Η παράσταση
Ο Παπασπηλιόπουλος εξελίσσεται σ’ έναν από τους πιο επιφανείς καλλιτέχνες που συνδυάζουν την ηθοποιία με την σκηνοθεσία, σημειώνοντας εδώ τη μεγαλύτερη παραγωγή που έχει αναλάβει να σκηνοθετήσει –ίσως μαζί με τη Λυσιστράτη για το Εθνικό Θέατρο. Αφήνοντας πίσω τις «ευκολίες» των βιογραφικών παραστάσεων (Masterclass, Η μηχανή του Τούρινγκ), κάνει ένα πιο τολμηρό εγχείρημα, σε μια παράσταση-απαιτήσεων. Έχει στη διάθεσή του ένα βραβευμένο έργο για έναν από τους διασημότερους συνθέτες, δύο εξαιρετικούς πρωταγωνιστές, το Γιάννη Νιάρρο που είναι ένα από τα πιο δημοφιλή πρόσωπα της νέας γενιάς και τον Νίκο Ψαρρά, που απολαμβάνει μια νέα επιτυχημένη περίοδο της καριέρας του από τον Μπινιάρη και τον Νανούρη στις τηλεοπτικές επιτυχίες του (Αγάπη Παράνομη, Άγριες Μέλισσες) και φυσικά μια ζωντανή ορχήστρα.
Από το άνοιγμα της αυλαίας ξεχωρίζουν τα κοστούμια της Όλγας Μπρούμα και οι θάλαμοι των μουσικών (βιολί- βιόλα- τσέλο- κοντραμπάσο), ενώ ο Νίκος Ψαρράς ξαφνιάζει με τη μεταμφίεσή του σε γέροντα. Τα see-through λευκά σακάκια πάνω από τα μαύρα κοστούμια, σε συνδυασμό από την ξυπόλυτη εμφάνιση των ηρώων, δίνουν την ενδυματολογική ταυτότητα των ηρώων. Η ζωντανή μουσική (ενορχήστρωση – μεταγραφές – μουσική επιμέλεια: Δημήτρης Σιάμπος) είναι ένα μεγάλο ατού για την σκηνική απόδοση του έργου, ενώ ταιριάζει άριστα με την μπαρόκ θεατρική σκηνή του Δ.Θ. Πειραιά. Οι γνωστές συμφωνίες του Μότσαρτ, φέρουν το μεγαλείο της παρακαταθήκης που έχει αφήσει, ενώ συμπληρώνει τη δραματουργία ερχόμενη σε μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη με την αποδομητική κι ελευθεριάζουσα γλώσσα της διασκευής. Ίσως θα μπορούσε να είχε ακόμη μεγαλύτερο χώρο στην παράσταση, ιδίως από τη μέση κι ύστερα που έχει μικρότερη παρουσία.
Κεντρική φιγούρα της παράστασης ο Γιάννης Νιάρρος στο ρόλο του Βόλφγκάνγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Ο 30χρονος ηθοποιός βραβεύτηκε το 2018 με το βραβείο Χορν για την ερμηνεία του στην παράσταση Στέλλα Κοιμήσου, ενώ έγινε ευρέως γνωστός το 2016 με τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην ταινία Νοτιάς. Στο θέατρο έχει ακολουθήσει μια εντελώς δική του πορεία που περιλαμβάνει αφενός πρωταγωνιστικούς ρόλους σε μεγάλες παραγωγές (Δυτική Αποβάθρα, Έγκλημα και Τιμωρία, Στέλλα Κοιμήσου) κι αφετέρου ρόλους που είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθούν μ’ έντονο τον χαρακτήρα του stand-up comedy, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τους Παίκτες που σκηνοθέτησε ο Κουτλής στο Κιβωτός. Με παντελή έλλειψη σοβαροφάνειας, ερμηνεύει τον Αμαντέους, διαθέτοντας έναν ασύγκριτο αέρα και μια καλπάζουσα αθυροστομία. Σε κάθε επιτήδευση και κολακεία, ο Αμαντέους του Νιάρρου απαντάει μ’ ειρωνεία, προκλητικά σεξουαλική γλώσσα και μια αντισυμβατική σωματικότητα.
Το αντίπαλο δέος του ήρωα είναι ο Σαλιέρι, που υποδύεται συγκλονιστικά ο Νίκος Ψαρράς. Ο πεπειραμένος ηθοποιός εμφανίζεται αγνώριστος στην αρχή της παράστασης, ως γερασμένος Σαλιέρι που αναπολεί τον νεαρότερο ανταγωνιστή του, ο οποίος χάθηκε νωρίς. Πανταχού παρών, κόβει και ράβει, αρχικά για να προωθήσει και στη συνέχεια για να σαμποτάρει τον Αμαντέους, ενώ είναι έντονος με την Κονστάνς, τη σύζυγό του. Στο ρόλο της Κονστάνς που είναι κι ο μοναδικός γυναικείους χαρακτήρας του έργου, συναντάμε τη Μαίρη Μηνά (το καλοκαίρι τη θαυμάσαμε ως Ηλέκτρα στον Ορέστη του Κακλέα). Η ηθοποιός δίνει μια γοητευτική ερμηνεία με ποιότητα και βάθος, ενώ είναι πολύ τρυφερή στην αποδομημένα ρομαντική σκηνή με τον Αμαντέους. Από τις πιο ενδιαφέρουσες σκηνές του έργου είναι αυτή όπου επισκέπτεται τον Σαλιέρι για να του δανείσει τα χειρόγραφα του Μότσαρτ, με αντάλλαγμα να εισηγηθεί γι’ αυτόν στον Αυτοκράτορα.
Στους υπόλοιπους ρόλους βλέπουμε τον Γιάννη Κότσιφα, τον Γιώργο Τριανταφυλλίδη, τον Γιώργο Τζαβάρα, τον Βαγγέλη Δαούση και τον Βασίλη Ντάρμα. Τα τριγύρω πρόσωπα παίζουν σε μια γκροτέσκ παρτιτούρα που προκαλεί γέλιο, ενίοτε κουράζει με την ερμηνευτική της φλυαρία. Η υποκριτική γραμμή της παράστασης φλερτάρει με τα όρια ανάμεσα στο δραματικό και το γκροτέσκ, πιάνοντας τα «ακραία» όρια μιας οπερέτας. Οι ήρωες φαίνονται φιλήδονοι, εγωμανείς/ αυτάρεσκοι και φαιδροί στις διαπροσωπικές τους σχέσεις.
Κεντρική ιδέα στη διασκευή του έργου, όπως διατυπώνει κι ο σκηνοθέτης, είναι η αιώνια μάχη του Εαυτού με τον Εαυτό. Ο Αμαντέους συνδιαλέγεται με τον Αμαντέους, ο Σαλιέρι με τον Σαλιέρι και οι μεταξύ τους συγκρούσεις δίνουν μια νέα διάσταση στο ήδη εδραιωμένο έργο. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες και ιδίως ο διαμοιρασμένος Βεντιτσέλλι που ερμηνεύεται από τον Β. Δαούση και τον Β. Ντάρμα, σαν το Καλό και το Κακό, φαίνεται πως ζουν για να τροφοδοτούν το Εγώ του Αμαντέους και κατ’ επέκταση του Εγώ τους.
Σεβόμενοι ωστόσο την δηλωμένη ελευθερία της διασκευής του έργου από τον Παπασπηλιόπουλο, διερωτόμαστε αν ελευθεροστομία σημαίνει αποκλειστικά αθυροστομία και shocking φαλλοκεντρική γλώσσα σώματος από τον Αμαντέους ή αν θα μπορούσε να ισοσταθμιστεί αυτή μ’ έναν πιο ελεύθερο νου. Από την στιγμή που υπήρχε ούτως ή άλλως το σχόλιο στα κοστούμια, η εμβληματική αλέγκρο μουσική και οι δραματουργικές σκηνές όπου σχολιαζόταν η συμπεριφορά του ήρωα, θα μπορούσαμε και να δούμε την αθυροστομία του σε 1-2 σκηνές, κι όχι να επαναλαμβάνεται ακατάπαυστα θυμίζοντας άλλης προθετικότητας παραστάσεις.
Αυτό που εκτιμάται στη συνολικότερη σύλληψη της σκηνοθεσίας, είναι το θάρρος να παρουσιαστεί μια παράσταση «εμπορικού θεάτρου» που δεν ανασύρει μια «επιτυχία» με σοβαροφάνεια και πολιτική ορθότητα, αλλά με έμπνευση, ελεύθερη σκηνική γλώσσα και φρέσκες ερμηνείες των χαρακτήρων. Σε αντίθεση με αυτό που περιμέναμε, δεν έχουμε μια παράσταση στα αναμενόμενα πλαίσια του εμπορικού θεάτρου, που δε φοβάται να επαναπροσδιορίσει τα πρότυπα. Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά κι ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος προτείνουν έναν διαφορετικό Αμαντέους που θ’ απασχολήσει το δεύτερο μισό της θεατρικής σεζόν.
Info:
Η παράσταση είναι κατάλληλη για θεατές άνω των 16 ετών.
Το θεατρικό αριστούργημα του Πήτερ Σάφερ το οποίο μάγεψε κοινό και κριτικούς όταν έκανε πρεμιέρα το 1979 στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας και έγινε η ταινία των 8 όσκαρ το 1984, παρουσιάζεται στην κεντρική σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά από τις 2 Φεβρουαρίου σε σκηνοθεσία του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου και κεντρικούς πρωταγωνιστές τον Νίκο Ψαρρά, τον Γιάννη Νιάρρο και τη Μαίρη Μηνά.
Υπάρχει, λένε, μία αιώνια μάχη του Καλού με το Κακό. Του Φωτός με το Σκοτάδι. Του Θεού με τον Διάβολο. Όμως μία στα αλήθεια είναι η μάχη. Του Εαυτού με τον Εαυτό.
Το 1979 ο Πήτερ Σάφερ, χρησιμοποιώντας έναν μύθο που διέρρευσε στην Ευρώπη στα μέσα του 19ου αιώνα, περί δολοφονίας του Μότσαρτ από τον σύγχρονό του συνθέτη Αντόνιο Σαλιέρι, δημιουργεί ένα από τα διασημότερα και σημαντικότερα θεατρικά έργα της σύγχρονης δραματουργίας.
Ο Αντόνιο Σαλιέρι, αρχιμουσικός της αυλής του αυτοκράτορα Ιωσήφ, συναντιέται με τον νεαρό Αμαντέους. Καθώς η συνάντησή τους μετατρέπεται σε ανηλεή σύγκρουση, η αιώνια μάχη αποκαλύπτεται. Και μέσα από την αποκάλυψη αυτή, αντικρίζουμε την δική μας μάχη να αντιμετωπίσουμε την ζωή. Να αντιμετωπίσουμε την ύπαρξή μας. Και να καταφέρουμε, ίσως, το μεγαλύτερο επίτευγμα του ανθρώπου. Να ζήσουμε σε επαφή με τον Εαυτό.
Το "Αμαντέους", για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ανεβαίνει στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά με την μουσική του Μότσαρτ να ερμηνεύεται ζωντανά, επί σκηνής, από ένα διαφορετικό κουιντέτο εγχόρδων σε πρωτότυπες μεταγραφές των έργων του Μότσαρτ.
Συντελεστές:
Διασκευή - Σκηνοθεσία: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
Μετάφραση αρχικού κειμένου: Έλενα Καρακούλη
Σκηνικά - Κοστούμια: Όλγα Μπρούμα
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Ενορχήστρωση - Μεταγραφές - Μουσική Επιμέλεια: Δημήτρης Σιάμπος
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Αναστασία Στυλιανίδη, Δανάη Μουτσοπούλου
Βοηθός Σκηνογράφου - Ενδυματολόγου: Βάσω Κακοσίμου
Trailer Παράστασης: Χρήστος Συμεωνίδης
Φωτογραφίες Παράστασης: Ελίνα Γιουνανλή
Γραφείο Τύπου & Επικοινωνία Παράστασης: Μαρία Τσολάκη, Ευαγγελία Σκρομπόλα
Διαφήμιση – SocialMedia: RenegadeMedia / ΒασίληςΖαρκαδούλας
Παραγωγή: ΤΕΧΝΗΧΩΡΟΣ
Διανομή:
Σαλιέρι: Νίκος Ψαρράς
Αμαντέους: Γιάννης Νιάρρος
Κωνστάνς: Μαίρη Μηνά
Αυτοκράτορας: Γιάννης Κότσιφας
Ρόζενμπεργκ: Γιώργος Τριανταφυλλίδης
Βαν Σβήτεν: Γιώργος Τζαβάρας
Βεντιτσέλλι: Βαγγέλης Δαούσης, Βασίλης Ντάρμας
Μουσικοί:
1ο Βιολί: Κώστας Καριτζής
2ο βιολί: Αγγελική Ποτήρη
Βιόλα: Ελευθερία Τόγια
Τσέλο: Άρης Ζέρβας
Κοντραμπάσο: Κώστας Πατσιώτης
Sound Design - Μίξεις: Σωτήρης Ζηλιασκόπουλος
ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ
του Peter Shafer
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Κεντρική Σκηνή Δημήτρης Ροντήρης
Πρεμιέρα: Σάββατο 5 Φεβρουαρίου
Μέρες & Ώρες Παραστάσεων
Τετάρτη: 20.00
Πέμπτη: 21.00
Παρασκευή: 21.00
Σάββατο: 17.30 & 21.00
Κυριακή: 20.00
Τιμές Εισιτηρίων:
Διακεκριμένη Ζώνη: 25-30 ευρώ
Α Ζώνη: 20-25 ευρώ
Β Ζώνη: 15-20 ευρώ
Ζωρίς Αρίθμηση- Εξώστης: 10 – 15 ευρώ
Λινκ Προπώλησης:
Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
Η παράσταση είναι μια παραγωγή της Εταιρείας Τέχνης «Αrs Aeterna» και του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ιωαννίνων.
Η παράσταση Βάκχες του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη ξεκίνησε το ταξίδι της από το θέατρο Ορέστης Μακρής στη Χαλκίδα και μετά από μια μεγάλη περιοδεία έκανε την εμφάνιση της στην Επίδαυρο το σαββατοκύριακο του Δεκαπενταύγουστο. Αυτή την περίοδο η παράσταση σταθμεύει στα θέατρα της Αττικής και το αθηναϊκό κοινό έχει την ευκαιρία να δει την παράσταση. Παρουσιάζεται στην ελεύθερη ποιητική απόδοση του Γιώργου Χειμωνά και πανκ μουσική των Θραξ-Πανκc. Στους κεντρικούς ρόλους έχουμε μια all-star διανομή που αποτελείται από τους Άκη Σακελλαρίου, Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Ιωάννα Παππά, Κωνσταντίνο Ασπιώτη και Δημήτρη Πετρόπουλο.
Το έργο
Πρόκειται για την τελευταία σωζόμενη τραγωδία του Ευριπίδη που παίχτηκε, ενώ μυθολογικά περιγράφεται η καθιέρωση της λατρείας του Διονύσου που προηγείται του συνόλου των τραγωδιών. Γράφτηκε το 407 π.Χ., όταν ο ποιητής βρισκόταν στην Πέλλα της Μακεδονίας, στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου, και σκηνοθετήθηκε από το γιο του ή τον εγγονό του το 405 π.Χ. στην Αθήνα, ενώ παραστάθηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Ευριπίδη, το 406 π.Χ κερδίζοντας το Πρώτο Βραβείο. Αποτελούσε τριλογία μαζί με τα έργα «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και «Αλκμαίων ο δια Κορίνθου». Το έργο έχει γνήσια Διονυσιακή υπόθεση, εξιστορεί δηλαδή την έλευση του Βάκχου (Διονύσου) στη Θήβα κατά την οποία ο Πενθέας φονεύεται από την μητέρα του Αγαύη, διότι αντιστάθηκε στη λατρεία του νέου θεού.
Η υπόθεση: Ο Διόνυσος καταφθάνει στη Θήβα, την πατρίδα της μητέρας του, έχοντας μαζί του τις πιστές του ακολούθους, για να επιβάλει τη δική του Θρησκεία και να τιμωρήσει όλους όσοι είναι εμπόδιο στο δρόμο του , τολμώντας να τον αμφισβητήσουν. Διαβρώνει ακόμα και την ιερή σχέση μάννας-γιού , εμφυσώντας τη θεϊκή του Μανία στις γυναίκες της Θήβας. Με την βίαιη επιβολή της νέας θρησκείας, επιφέρεται η ισοπέδωση του Βασιλικού Οίκου της πόλης των Θηβών . Οι εναπομείναντες ήρωες της τραγωδίας αναγκάζονται να πάρουν το δρόμο της εξορίας.
Η παράσταση
Παρακολουθήσαμε την παράσταση της Κυριακής στο Θέατρο Πέτρας, σ’ ένα ανήσυχο κλίμα με οχλαγωγία από τις παρέες πλησίον του θεάτρου. Μας έκανε δυσάρεστη εντύπωση πως ενώ ήταν πολύ τυπικοί οι εργαζόμενοι του θεάτρου στην είσοδο των θεατών, δεν ήταν εντός του θεάτρου. Η ατμόσφαιρα δεν ήταν η επιθυμητή με θεατές να τρώνε, να μιλάνε ή ακόμη και να καπνίζουν κατά τη διάρκεια της παράστασης.
Η Νικαίτη Κοντούρη πάντρεψε στην παράστασή της την ποιητική μετάφραση του Χειμωνά με μια δυνατή πανκ μουσική και σε μια ανάλογη αισθητική κινήθηκε σε γενικές γραμμές η ενδυματολογία, ενώ ανιχνεύονται και ανατολίτικες επιρροές. Βασικά στοιχεία της παράστασης ήταν μια εγκατάσταση που παρέπεμπε στην κορφή του Κιθαιρώνα και ταυτόχρονα λειτουργούσε ως παρασκήνιο, το χώμα και το αίμα. Οι ηθοποιοί ήταν σε διαρκή σύνθεση με την γη, με εξέχουσα μορφή αυτή του Τειρεσία που αλειφόταν με χώμα.
Η σκηνοθέτης είχε στη διάθεσή της μερικούς από τους καλύτερους και εμπειρότερους ηθοποιούς του θεάτρου μας και δούλεψαν κατά περίπτωση τις ερμηνείες των ρόλων, αλλά κάπου αυτό δεν έδενε σε μια κοινή ερμηνεία του έργου. Καταρχάς, ο Χορός ήταν αρκετά ασυντόνιστος και με αδυναμίες στα φωνητικά, ενώ η σκηνή με τους μπαλτάδες ήταν αρκετά περιγραφική και δεν είχα τόσο βακχική διάθεση. Μου έκανε δυσάρεστη εντύπωση το πόσο συχνά γελούσε το κοινό κι ας υπήρχαν ψήγματα μαύρης κωμωδίας στην αισθητική, γιατί νιώθω πως δεν ήταν η πρόθεση της παράστασης.
Ερμηνευτικά, ξεχωρίζουμε τον Αγγελιοφόρο του Κωνσταντίνου Ασπιώτη και την Αγαύη της Κωνσταντίνας Τάκαλου. Ο Ασπιώτης έφερε την αλήθεια, την αγωνία και τον πόνο ενός Αγγέλου του Αρχαίου Δράματος. Ειδικά η δεύτερη ρήση του ήταν ιδιαιτέρως συγκινητική και ενίσχυσε την αποκάλυψη της παιδοκτονίας αμέσως μετά. Η Κωνσταντίνα Τάκαλου ερμήνευσε την Αγαύη, την τραγική μητέρα που σκότωσε τον γιο της νομίζοντας πως ήταν λιοντάρι και συνειδητοποιεί το γεγονός όταν της το λέει ο πατέρας της, ο Κάδμος. Κρατούσε το κεφάλι του Πενθέα μέσα σε πλαστική σακούλα, συνήθης λύση στις παραστάσεις των Βακχών του 21ου αιώνα.
Από εκεί και πέρα, ενώ οι υπόλοιποι ηθοποιοί είναι πολύ καλοί μεμονωμένα κάπως δεν λειτούργησαν σε σύνδεση μεταξύ τους κυρίως ως προς την απόδοση και στην δημιουργία μιας συνολικής αισθητικής. Από τη μία είχαμε έναν Διόνυσο υπερβολικά ντυμένο, σαν Αρλεκίνο της Commedia dell Arte, με σαρδόνια ερμηνεία και έντονο μακιγιάζ. Κάτι δεν λειτούργησε στην δυναμική του με τον Πενθέα (Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος), ο οποίος πολύ εύκολα πέρασε από την κυριαρχική όψη σε μια ευάλωτη μάζα.
Να σταθούμε λιγάκι στον Τειρεσία της Ιωάννας Παππά. Η σκηνοθέτης είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα ν’ αποδώσει τον Τειρεσία ως άφυλο και απροσδιορίστου ηλικίας πλάσμα, τυλιγμένο σε γάζες και με αισθητή την τυφλότητά του. Να θυμίσουμε πως ο μάντης Τειρεσίας είναι το μοναδικό πρόσωπο της σωζόμενης τραγωδίας που έχει περάσει και από τα δύο φύλα, και στο πρόσωπο έχουμε και υπέρβαση φύλου και ηλικίας. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά ο ρόλος ερμηνεύεται από γυναίκες ηθοποιούς: Μ. Κίτσου (Βάκχες, Μπρούσκου), Μ. Βακαλίδου (Οιδίπους Τύραννος, Σουγάρης), Λ. Φωτοπούλου (Αντιγόνη, Ν. Τριανταφυλλίδη), Μπ. Αρβανίτη (Αντιγόνη, Λιβαθινός). Εδώ όμως, περνάει από το θηλυκό στο άφυλο, αφού με δυσκολία θα διέκρινες είτε την αρσενικότητα είτε τη θηλυκότητας της περσόνας που κατασκεύασε η Ιωάννα Παππά. Με ξένισε ωστόσο η διαχείριση του σώματος, με τις έντονες χειρονομίες και την ευλυγισία ενός δραματικού προσώπου που έχει συνδεθεί με την δυσκολία στο περπάτημα και την υποστήριξη από παιδιά-δούλους.
Μεγάλη ασυνεχεία συναντούμε στην ενδυματολογία της παράστασης (Λουκία Μινέτου). Οι Βάκχες είναι η τραγωδία που κατεξοχήν αγαπά και επιδεικνύει το σώμα, ενώ εδώ ήταν τόσο πολύ το ύφασμα, που σχεδόν κάλυπτε τη σιλουέτα των ηθοποιών. Ο Διόνυσος δεν είχε τη χάρη που συνήθως συναντούμε, αλλά έμοιαζε με επαίτη. Ο Χορός ήταν ενδεδυμένος με μαύρα ρούχα που το δίχως άλλως πλησίαζαν στην πανκ αισθητική που ήθελε να έχει η παράσταση αλλά δεν έφτασε εκεί. Περισσότερο ταιριαστός σε αυτό που μάλλον πρέσβευε η σκηνοθεσία ήταν ο Αγγελιοφόρος, με μαύρο παντελόνι, γιλέκο από διάφανο πλαστικό και έντονο βάψιμο, το οποίο είχε πολύ ενδιαφέρον όταν λερώθηκε με το αίμα του Πενθέα. Σε ανάλογα επίπεδα θα μπορούσα να φανταστώ την Αγαύη και μάλιστα με πιο ταλαιπωρημένο κοστούμι, μιας και η βακχεία κι ακόμη περισσότερο το φονικό του γιου της, ήταν μια πολύ έντονη διαδικασία. Δε θα έπρεπε να περιοριστεί η ενδυματολόγος, μπορούσε να πάει ακόμη παραπέρα και να είναι πιο τολμηρή.
Όσον αφορά τη μουσική, είναι κατανοητή η σύνδεση του beat της punk και ταιριάζει με το κλίμα των Βακχών –είχαμε δει μια ανάλογη δουλειά από τον Μπινιάρη πριν 3 χρόνια- αλλά ήταν απότομες οι εισαγωγές κι οι έξοδοι της κι αυτό κλωτσούσε σε αρκετά σημεία το κείμενο.
Συνολικά, αυτό μου έλειψε από την παράσταση Βακχών της Ν. Κοντούρη ήταν η συνοχή στην ερμηνεία και την αισθητική και το να νιώσω το δράμα των ηρώων. Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που ενώ υπάρχουν πολύ καλές ύλες, δε φτάνει εκεί που μπορεί το τελικό αποτέλεσμα.
Διαβάστε ακόμη:
Τον Σεπτέμβριο του 1938, τo Eθνικό Θέατρο πραγματοποίησε την πρώτη στους νεώτερους χρόνους παράσταση Αρχαίου Δράματος στο αργολικό θέατρο με την Ηλέκτρα του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη. Δεκαέξι χρόνια μετά, το 1954, το Εθνικό Θέατρο επέστρεψε και πάλι στο Θέατρο της Επιδαύρου με τον Δημήτρη Ροντήρη, αυτή τη φορά με τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη. Την επόμενη χρονιά καθιέρωσε επισήμως τον θεσμό των Επιδαυρίων και από τότε, κάθε καλοκαίρι, το Εθνικό Θέατρο δίνει αδιάλειπτα τον παλμό στο Φεστιβάλ.
Έτσι λοιπόν και φέτος, πιστοί στο ετήσιο ραντεβού μας με το κοινό, δίνουμε το παρών στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου παρά τις πρωτοφανείς συνθήκες και τις αντιξοότητες που επικρατούν λόγω της πανδημίας.
Λυσιστράτη ( 411 π.Χ.)
Υπόθεση
Είκοσι χρόνια μετά την έναρξη του πελοποννησιακού πολέμου, η Αθήνα και η Σπάρτη συνεχίζουν έναν πόλεμο που φαίνεται να μην έχει τέλος. Οι ανθρώπινες απώλειες και οι καταστροφές βαίνουν αμείωτες και από τις δύο πλευρές, ενώ κάθε προσπάθεια ειρήνης έχει αποτύχει. Η Αθηναία Λυσιστράτη όμως δεν απελπίζεται και προτείνει ένα ανορθόδοξο σχέδιο για την παύση των εχθροπραξιών.
Μαζί με τη Λαμπιτώ, την επικεφαλής των γυναικών της Σπάρτης, κηρύσσουν πάνδημη και αυστηρή σεξουαλική αποχή των γυναικών, με στόχο να οδηγήσουν τους άντρες των δύο αντιμαχόμενων πλευρών σε συνθηκολόγηση και σύναψη ειρήνης.
Η Λυσιστράτη ενισχύει το σχέδιό της εμποδίζοντας την πρόσβαση των ανδρών στο δημόσιο ταμείο, που φυλάσσεται στην Ακρόπολη, εγκαθιστώντας εκεί μια ομάδα φρούρησης από ηλικιωμένες γυναίκες.
Παρά τις ποικίλες κωμικές αντιδράσεις, τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών, το ειρηνευτικό σχέδιο φαίνεται να αποδίδει καρπούς και η στρατηγική της Λυσιστράτης αποδεικνύεται αποτελεσματική.
Η ειρήνη δεν θα αργήσει να κάνει την εμφάνισή της με τη μορφή μιας νέας και όμορφης γυναίκας, της Συμφιλίωσης, που θα δώσει το εναρκτήριο λάκτισμα των εορτασμών μέσα στην Ακρόπολη.
Ταυτότητα Παράστασης
Μετάφραση: Σωτήρης Κακίσης
Δραματουργική επεξεργασία - Σκηνοθεσία: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
Σκηνικά: Ολγα Μπρούμα
Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Μουσική: Κατερίνα Πολέμη
Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αναστασία Στυλιανίδη
Βοηθός Σκηνογράφου: Ηρώ Κορωνίδη
Βοηθός Ενδυματολόγου: Άελλα Τσιλικοπούλου
Διανομή (αλφαβητικά)
Χορός Ανδρών: Πάρης Αλεξανδρόπουλος
Λαμπιτώ: Βίκυ Βολιώτη
Καλονίκη: Στεφανία Γουλιώτη
Χορός Ανδρών: Βαγγέλης Δαούσης
Γυναίκα Δραπέτης, Χορός Γυναικών: Δάφνη Δαυίδ
Σπαρτιάτης: Στέλιος Ιακωβίδης
Πρόβουλος: Γιάννης Κότσιφας
Βοιωτή, Χορός Γυναικών: Νεφέλη Μαϊστράλη
Χορός Ανδρών: Γιώργος Ματζιάρης
Κορίνθια, Χορός Γυναικών: Ελπίδα Νικολάου
Μυρρίνη: Αγορίτσα Οικονόμου
Λυσιστράτη: Βίκυ Σταυροπούλου
Κινησίας: Νίκος Ψαρράς
Συμμετέχει ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
Φωτογράφος παράστασης: Ελίνα Γιουνανλή
Προπώληση εισιτηρίων: Ελληνικό Φεστιβάλ Πανεπιστημίου 39 (εντός στοάς Πεσμαζόγλου), στο www.greekfestival.gr.
Πληροφορίες για τα Μ.Μ.Ε. 210 5288164, 210 5288196
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος δοκιμάζεται για πρώτη φορά σε σκηνοθεσία μεγάλης κλίμακας στην Επίδαυρο με μια αγαπημένη κωμωδία του Αριστοφάνη. Η Λυσιστράτη γράφτηκε το 411 π.Χ., μια χρονιά που η πόλη-κράτος της Αθήνας βρίσκεται στη δυσκολότερη καμπή της, εν μέσω Πελοποννησιακού Πολέμου. Η Σικελική Εκστρατεία έχει καταλήξει σε πανωλεθρία και ο Αλκιβιάδης έχει αυτομολήσει στην πλευρά των Σπαρτιατών, οι οποίοι, οχυρωμένοι στη Δεκέλεια, επιτίθενται με σφοδρότητα στους Αθηναίους. Εντός των τειχών, η κατάσταση είναι εξίσου ζοφερή, καθώς οι πολιτικοί τριγμοί οδηγούν σε αποδυνάμωση την Εκκλησία του Δήμου και οι ολιγαρχικοί κάνουν έντονη την παρουσία τους.
Υπόθεση
Είκοσι χρόνια μετά την έναρξη του πελοποννησιακού πολέμου, η Αθήνα και η Σπάρτη συνεχίζουν έναν πόλεμο που φαίνεται να μην έχει τέλος. Οι ανθρώπινες απώλειες και οι καταστροφές βαίνουν αμείωτες και από τις δύο πλευρές, ενώ κάθε προσπάθεια ειρήνης έχει αποτύχει. Η Αθηναία Λυσιστράτη όμως δεν απελπίζεται και προτείνει ένα ανορθόδοξο σχέδιο για την παύση των εχθροπραξιών.
Μαζί με τη Λαμπιτώ, την επικεφαλής των γυναικών της Σπάρτης, κηρύσσουν πάνδημη και αυστηρή σεξουαλική αποχή των γυναικών, με στόχο να οδηγήσουν τους άντρες των δύο αντιμαχόμενων πλευρών σε συνθηκολόγηση και σύναψη ειρήνης.
Η Λυσιστράτη ενισχύει το σχέδιό της εμποδίζοντας την πρόσβαση των ανδρών στο δημόσιο ταμείο, που φυλάσσεται στην Ακρόπολη, εγκαθιστώντας εκεί μια ομάδα φρούρησης από ηλικιωμένες γυναίκες.
Παρά τις ποικίλες κωμικές αντιδράσεις, τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών, το ειρηνευτικό σχέδιο φαίνεται να αποδίδει καρπούς και η στρατηγική της Λυσιστράτης αποδεικνύεται αποτελεσματική.
Η ειρήνη δεν θα αργήσει να κάνει την εμφάνισή της με τη μορφή μιας νέας και όμορφης γυναίκας, της Συμφιλίωσης, που θα δώσει το εναρκτήριο λάκτισμα των εορτασμών μέσα στην Ακρόπολη.
Ταυτότητα Παράστασης
Μετάφραση: Σωτήρης Κακίσης
Σκηνοθεσία: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
Σκηνικά: Ολγα Μπρούμα
Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Μουσική: Κατερίνα Πολέμη
Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αναστασία Στυλιανίδη
Βοηθός Σκηνογράφου: Ηρώ Κορωνίδη
Βοηθός Ενδυματολόγου: Άελλα Τσιλικοπούλου
Διανομή (αλφαβητικά)
Πάρης Αλεξανδρόπουλος, Βίκυ Βολιώτη, Στεφανία Γουλιώτη, Βαγγέλης Δαούσης, Δάφνη Δαυίδ, Στέλιος Ιακωβίδης, Γιάννης Κότσιφας, Νεφέλη Μαϊστράλη, Γιώργος Ματζιάρης, Ελπίδα Νικολάου, Αγορίτσα Οικονόμου, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Βίκυ Σταυροπούλου, Νίκος Ψαρράς.
Φωτογράφος παράστασης: Ελίνα Γιουνανλή
Διαβάστε επίσης:
Από τη Γιώτα Δημητριάδη
«Όλα αυτά τα χρόνια που τραγουδούσα, κάνοντας τέλεια τη φωνή μου για να μπορεί να εκφράσει ό,τι αισθανόμουν, ήταν για σένα....έναν άνθρωπο που δεν του αρέσει καν η όπερα».
Το έργο του ΜακΝάλι μας σύστησε, για πρώτη φορά στην Ελλάδα πριν περίπου μια δεκαετία, η Κάτια Δανδουλάκη στο θέατρό της, σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη και μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη. Έτσι, το πρώτο ανέβασμα έγινε, ουσιαστικά, ένα χρόνο μετά την απονομή του βραβείου Tony για το καλύτερο θεατρικό έργο (1996).
Θα μπορούσε να έχει κανείς αντιρρήσεις για τον τρόπο, που παρουσιάζει ο συγγραφέας την απόλυτη ντίβα του λυρικού θεάτρου. Όχι μόνο ψυχικά και σωματικά καταρρακωμένη, αλλά σνομπ, κακότροπη και με μια τεράστια εγωπάθεια, γεγονός, που αυτόματα κάνει πολύ δύσκολο το στοίχημα τόσο για την ηθοποιό, που θα την ερμηνεύσει, όσο και για τον σκηνοθέτη. Καθώς η ηρωίδα μπορεί, εύκολα, να γίνει ένα κακό αντίγραφο της μυθικής ντίβας, ακόμα και καρικατούρα αυτής, ενώ η σκηνοθεσία να φλερτάρει μέχρι εσχάτως με το μελό.
Στην παράσταση, όμως, του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, με την καλοδουλεμένη μετάφραση του Στρατή Πασχάλη, που απολαύσαμε στο Μικρό Χόρν (πρώην Αμιράλ) αποδείχθηκε, εμπράκτως, πως μια σπουδαία ηθοποιός, όπως η Μαρία Ναυπλιώτου μπορεί να ερμηνεύσει με απόλυτη εσωτερικότητα και να καθηλώσει το κοινό μετατρέποντας τη δραματική ιστορία απώλειας τόσο της φωνής, όσο και της αγάπης μιας ντίβας σε μια ιστορία, που μας αφορά όλους.
Από την πρώτη στιγμή, όταν κυκλοφόρησαν οι promo φωτογραφίες της παράστασης, όλοι εντυπωσιάστηκαν από την «ομοιότητα» της ηθοποιού με τη Μαρία Κάλλας. Αυτό, όμως, ας μου επιτραπεί να πω, ότι είναι το λιγότερο. Μπορεί να το επιτύχει κανείς ακόμα και σε κυριακάτικο show. Η μεγάλη επιτυχία, ο υποκριτικός άθλος της Ναυπλιώτου στηρίζεται αποκλειστικά στην τόσο δομημένη και χτισμένη στις λεπτομέρειες ερμηνεία της, σε μια τεχνική που δεν φαίνεται, αλλά υπάρχει και μπολιάζει άρτια με το συναίσθημα.
Ακόμα και με ξανθιά περούκα να την βλέπαμε θα μας έπειθε ότι είναι η Κάλλας. Γιατί, ουσιαστικά, δεν μιμήθηκε την υψίφωνο, αλλά έδωσε λόγο κι υπόσταση στο μεγαλύτερο δράμα που κάθε άνθρωπος τρέμει στη ζωή: την απώλεια.
Ότι η Μαρία Ναυπλιώτου είναι σπουδαία ηθοποιός, δεν μας είναι άγνωστο. Αυτή της η ερμηνεία, όμως, υπερβαίνει κατά πολύ κάθε τι που γνωρίζαμε και περιμέναμε. Ανήκει στις ερμηνείες εκείνες, οι οποίες δίνουν το μέτρο της αξίας, όχι απλώς ενός ηθοποιού, αλλά της ίδιας της υποκριτικής τέχνης.
Η ίδια δίνει ένα masterclass,γι’ αυτό που ονομάζουμε θεατρική κορύφωση!
Ο ΜακΝάλι, ξεκινώντας από μια σειρά μαθημάτων που παρέδωσε η σπουδαία σοπράνο σε σπουδαστές λυρικού θεάτρου στα τέλη της δεκαετίας του 1970, βγάζει στην επιφάνεια κάποια από τα πιο επώδυνα περιστατικά της ζωής της. Είναι, εξάλλου, η εποχή όπου το ιερό τέρας της όπερας έχει χάσει τη φωνή του, έχει εγκαταλειφθεί από τον Ωνάση και, προσπαθώντας να συμφιλιωθεί με την ήττα του, διδάσκει στην περίφημη σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης (1971).
Η σκηνοθεσία του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, αποφεύγει να βιογραφήσει ή να μιμηθεί την Κάλλας. Πληροφορίες, εξάλλου, μπορεί να βρει κανείς από πάρα πολλές πηγές. Αντίθετα, μπαίνει μέσα στον κόσμο της γυναίκας. Επιπλέον, με κωμικά στοιχεία ελαφραίνει το κατά καιρούς βαρύ κλίμα αναδεικνύοντας ακόμα καλύτερα το αδιέξοδο της ηρωίδας τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Μεγάλη επιτυχία της σκηνοθεσίας είναι το βήμα που δίνει στις ταλαντούχες σοπράνο, στον πιανίστα και στον τενόρο, ώστε πέρα από τις φωνητικές τους ικανότητες να αναδείξουν και την υποκριτική τους δεινότητα*.
O Αλέξανδρος Αβδελιώδης δεν παίζει μονάχα υπέροχα με τα πλήκτρα του επί σκηνής, αλλά και με τις εκφράσεις του απέναντι στην πρωταγωνίστρια.
Η Βάσια Ζαχαροπούλου, πέρα από την υπέροχη φωνή της, πείθει απόλυτα κι ως ψαρωμένη μαθήτρια.
Η Λητώ Μεσσήνη έχει εντάξει στον ρόλο μια σωματικότητα τόσο άρτια δουλεμένη, ώστε να μοιάζει με κούκλα κουκλοθεάτρου, έτοιμη να ραγίσει ανά πάσα στιγμή.
Ο Νικόλας Μαραζιώτης, με τη μαγική φωνή του, χαρίζει στην παράσταση μια από τις πιο τρυφερές στιγμές της, όταν κάθεται μαζί με τη Μαρία Ναυπλιώτου κι εκείνος τραγουδά. Ήταν σαν να γινόταν το αγόρι που κάποτε αγάπησε και την αγάπησε, ο Μενεγκίνι, ο Ωνάσης… ο θαυμαστής, που πήδηξε για εκείνην από το θεωρείο.
Συμπαθητική η εμφάνιση του Βαγγέλη Δαούση, ως Stage Hand. Εξαιρετικό και το inside joke για τον Βυσσινόκηπο!
Στην παράσταση ερμηνεύονται ζωντανά άριες των Μπελίνι, Βέρντι, Πουτσίνι, τις οποίες τραγουδούν θαυμάσια οι τρεις ηθοποιοί/μαθητές της χωρίς να υπάρχει κάτι ηχογραφημένο. Τη φωνή της Κάλλας ακούμε μόνο μετά το χειροκρότημα (Μουσική επιμέλεια: Πέτρος Μπούρας).
Ξέχωρα, όμως, από τους σπουδαίους μαθητές της η Μαρία Ναυπλιώτου έχει συμπρωταγωνιστή της και τους άρτιους φωτισμούς του Νίκου Βλασσόπουλου. Λιτό αλλά ουσιαστικό το σκηνικό της Όλγας Μπρούμα. Εξαιρετικό το κουστούμι του Βασίλη Ζούλια κι ενδιαφέρουσα η λεπτομέρεια με τον φιόγκο-φθόνο πίσω από την πλάτη των καλλιτεχνών.
Η παράσταση, όπως είναι φυσικό, είναι sold-out! Αγοράστε, όμως, από τώρα τις θέσεις σας για τον Οκτώβρη! Αν κι είμαι σίγουρη ότι θα βλέπουμε για πολλά ακόμη χρόνια τη Μαρία στον ρόλο της Μαρίας.
*Στο σημείο αυτό να πούμε, ότι οι τρεις αυτοί ρόλοι παίζονται σε διπλή διανομή: Σοπράνο Α' Βάσια Ζαχαροπούλου κι Εύα Γαλογαύρου, Σοπράνο Β' Λητώ Μεσσήνη και Δάφνη Δαυίδ, Τενόρος: Νικόλας Μαραζιώτης και Νίκος Ζιάζιαρης και στο πιάνο Πέτρος Μπούρας και Αλέξανδρος Αβδελιώδης.
Διαβάστε επίσης: