Από τη Γιώτα Δημητριάδη
Ο Σταμάτης Φασουλής και η Μίρκα Παπακωνσταντίνου συναντιούνται στο θέατρο Μουσούρη –σε μια θεατρική συνύπαρξη έπειτα από αρκετά χρόνια– με το έργο «Ο κήπος με τις αλήθειες» («Things I know to be true»), του βραβευμένου Αυστραλού θεατρικού συγγραφέα και σεναριογράφου του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, Άντριου Μπόβελ. Το έργο ανεβαίνει σε μετάφραση και σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή.
Ο «Κήπος με τις αλήθειες» πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα του στην Αυστραλία τον Μάιο του 2016 και είναι από τα έργα που καθιέρωσαν τον Άντριου Μπόβελ διεθνώς, ενώ η αμερικανική πρεμιέρα του έγινε τον Μάρτιο του 2019. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία του συγγραφέα ήρθε με το θεατρικό «Σκοτεινές Γλώσσες» («Speaking in tongues»), που ανέβασε πριν μερικά χρόνια ο Θωμάς Μοσχόπουλος στο Θέατρο Πόρτα.
Στη σκηνή του Μουσούρη παρακολουθούμε και τους: Ματίνα Νικολάου, Ιωάννης Αθανασόπουλος, Παναγιώτης Γαβρέλας, Βίκυ Διαμαντοπούλου, που υποδύονται τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας Πράις.
Σκηνικό του έργου είναι ο κήπος της οικογένειας στη μακρινή Αυστραλία. Σ’ αυτό τον κήπο τα παιδιά της οικογένειας εξομολογούνται στους γονείς τους τις αλήθειες τους. Η πορεία που πήραν στη ζωή μοιάζει να μην ικανοποιεί τα όνειρα των γονιών τους. Το ίδιο συμβαίνει και στις σχέσεις του ζευγαριού, που μετά από τόσες δεκαετίες γάμου ανοίγει τα χαρτιά του. Ο ψηλός ευκάλυπτος και τα τριαντάφυλλα του κήπου λειτουργούν σαν σύμβολα.
Η σύζυγος θα ομολογήσει κάποια στιγμή: «Τα μισώ τα τριαντάφυλλά του, είναι μια δικαιολογία για να μην ζεις», ενώ η κόρη θα αποκαλύψει ότι η μάνα στις δύσκολες στιγμές, έκλαιγε κάτω από τον ευκάλυπτο.
Το ίδιο το έργο βρίθει στερεοτύπων, κοινοτοπιών και στηρίζεται σε μια μελό αντίληψη, τόσο ξεπερασμένη, σαν κακή σειρά της δεκαετίας του ‘80.
Στο συγκεκριμένο ανέβασμα, η σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή, όχι μόνο ενισχύει τις αδυναμίες του κειμένου αλλά εκβιάζει το συναίσθημα του θεατή με αθέμιτους τρόπους, όπως για παράδειγμα την υπερβολική χρήση της μουσικής (μουσική επιμέλεια: Ιάκωβος Δρόσος), ή τα ερμηνευτικά κρεσέντο που συνοδεύονται από σχεδόν αστείες μέσα στην υπερβολή τους μούτες και γκριμάτσες. Το δυσάρεστο για τον θεατή κλίμα συμπληρώνει η φωνή από το υποβολείο και οι αμήχανες παύσεις μέχρι οι ηθοποιοί να ακούσουν τις ατάκες τους (!)
Τόσο ο ίδιος ο σκηνοθέτης στον ρόλο του συνταξιούχου πατέρα, όσο και η Μίρκα Παπακωνσταντίνου στον ρόλο της νοσοκόμας μητέρας, δεν καταφέρουν να γλιτώσουν από αυτή την παγίδα, με αποτέλεσμα όλες οι δράσεις τους στη σκηνή να μοιάζουν επιφανειακές.
Υπάρχουν κάποιες καλές στιγμές, ιδιαίτερα εκεί που το μελό ισορροπεί με το χιούμορ, αλλά δεν καταφέρνουν να προσθέσουν το θετικό πρόσημο στις ερμηνείες τους.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους νεότερους της παρέας, από τους οποίους διασώζεται, ίσως και λόγω ρόλου, η Βίκυ Διαμαντοπούλου.
Οι υπόλοιποι, σαφέστατα και λόγω της σκηνοθετικής γραμμής, αστοχούν απελπιστικά.
Το σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη είναι λειτουργικό αλλά τα ψεύτικα τριαντάφυλλα πετάνε τον θεατή έξω από τη συνθήκη. Οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ άκρως ατμοσφαιρικοί. Ρεαλιστικά τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη.
Δεν μπορώ να κλείσω το σημείωμα, χωρίς να αναρωτηθώ: Αυτό είναι το θέατρο που θέλουμε; Μια μελούρα της δεκαετίας του ‘80 με επιφανειακές ερμηνείες που προσπαθούν μάταια να χτυπήσουν στο συναίσθημα του θεατή;
Το Εθνικό Θέατρο συνεχίζει τον προγραμματισμό του για το 2021 παρουσιάζοντας ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά έργα του Ρώσου συγγραφέα Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ (1891- 1940), Μολιέρος, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. H παράσταση κάνει πρεμιέρα το Σάββατο 6 Φεβρουαρίου σε live streaming από την Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Εταιρεία Υποκριτών ήταν ο πρώτο τίτλος του έργου του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ που ο συγγραφέας του ξεκίνησε να γράφει από το 1929 μετ᾽ εμποδίων λόγω των απαγορεύσεων που επέβαλλε η Επιτροπή Λογοκρισίας. Μετά από αρκετές αναθεωρήσεις και περικοπές η Επιτροπή έδωσε την πολυπόθητη άδεια για την πρεμιέρα του έργου στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας στις 16 Φεβρουαρίου του 1936 με τον τίτλο Μολιέρος. Επειτα όμως από επτά μόλις παραστάσεις και τη σκληρή κριτική της εφημερίδας Πράβντα που ακολουθούσε πιστά τη γραμμή του Σταλινικού κόμματος η παράσταση κατέβηκε.
Ο Μολιέρος του Μπουλγκάκοφ ερχόταν σε αντιπαράθεση με τον σοβιετικό μύθο περί Μολιέρου. Ο ρώσος συγγραφέας ιστορεί την τελευταία περίοδο της ζωής του μεγάλου γάλλου δραματουργού, του ηθοποιού και θιασάρχη Ζαν Μπατίστ Ποκλέν. Στο έργο αποτυπώνεται η προσωπική του ζωή, οι έρωτες και η σχέση του με τους ηθοποιούς του θιάσου του, η εύνοια του Βασιλιά και η απόσυρσή της, αλλά και η πολεμική εναντίον του από την εκκλησία και η προσωπική σύγκρουσή του με τον Αρχιεπίσκοπο.
Το έργο προκάλεσε τον λυσσαλέο πόλεμο των θρησκόληπτων, του σταλινικού περιβάλλοντος και των «διαδρόμων», καθώς πίσω από τον Λουδοβίκο και τον Μολιέρο ο Μπουλγκάκοφ έκρυβε τη δική του σχέση με το καθεστώς και την αυταρχική και δογματική εξουσία.
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Λεωνίδας Καρατζάς
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής
Κίνηση: Αγγελική Στελλάτου
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Βοηθός σκηνογράφου/ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη
Βοηθός φωτιστή: Χάρης Δάλλας
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρίνα Μυρτάλη
Δραματολόγος παράστασης: Ειρήνη Μουντράκη
Διανομή
Σταμάτης Φασουλής:Ζαν Μπατίστ Ποκλέν ντε Μολιέρ, διάσημος θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός
Μαρία Σαββίδου: Μαντλέν Μπεζάρ, ηθοποιός
Αμαλία Τσεκούρα: Αρμάντ Μπεζάρ ντε Μολιέρ, ηθοποιός
Αργυρώ Ανανιάδου: Μαριέτ Ριβάλ, ηθοποιός
Βασίλης Ανδρέου: Σαρλ Βαρλέ ντε Λαγκράνζ, ηθοποιός με το παρατσούκλι «Γραμματικός»
Στάθης Κόικας: Ζαχαρίας Μουαρόν, ρομαντικός ηθοποιός
Άρης Τρουπάκης: Φιλιμπέρντυ Κρουαζύ, ηθοποιός
Γιώργος Δάμπασης: Ζαν-Ζακ Μπουτόν, υπηρέτης του Μολιέρου, τεχνικός σκηνής, φωτιστής κλπ.
Νίκος Καρδώνης: Λουδοβίκος ΙΔ', ο επονομαζόμενος «Βασιλιάς Ήλιος» της Γαλλίας
Χρήστος Σουγάρης: Μαρκήσιος ντ’ Ορσινύ, ξιφομάχος, ο επονομαζόμενος «Μονόφθαλμος»
Μιχάλης Βαλάσογλου: Μαρκήσιος ντε Σαρόν, Αρχιεπίσκοπος Παρισίων
Αντώνης Γιαννακός: Μαρκήσιος ντε Λεσάκ, τζογαδόρος
Κώστας Κορωναίος: Δίκαιος Παπουτσής, γελωτοποιός του βασιλιά
Δαυίδ Μαλτέζε: Τσαρλατάνος με κλαβεσέν
Φοίβος Μαρκιανός: Άγνωστη με μάσκα
Πάνος Ζυγούρος: Πατέρας Βαρθολομαίος, περιπλανώμενος ιεροκήρυκας
Αντώνης Γιαννακός: Αδελφός Δύναμη, μέλος της Αδελφότητας των Ιερών Γραφών
Κωνσταντίνος Ζωγράφος: Αδελφός Πίστη, μέλος της Αδελφότητας των Ιερών Γραφών
Μαρία Σαββίδου: Μοναχή
Δαυίδ Μαλτέζε, Φοίβος Μαρκιανός, Κωνσταντίνος Ζωγράφος: Αυλικοί
Δαυίδ Μαλτέζε, Πάνος Ζυγούρος: Μέλη της Αδελφότητας των Ιερών Γραφών
Αντώνης Γιαννακός, Κωνσταντίνος Ζωγράφος, Πάνος Ζυγούρος: Μέλη του θιάσου του Ζαν Μπατίστ Ποκλέν ντε Μολιέρ
Η απευθείας μετάδοση θα είναι διαθέσιμη στη σελίδα: livestream.n-t.gr με αγορά ηλεκτρονικού εισιτηρίου (κωδικού πρόσβασης).
Τιμή εισιτηρίου: 8€
Ώρα έναρξης: 19:30
Φωτογράφος παράστασης: Ελίνα Γιουνανλή
με την εκπληκτική Μαρία Κάλλας της Μαρίας Ναυπλιώτου στο «Master Class» .
Η Τζάκι της Δήμητρας Ματσούκα είναι ό,τι χειρότερο έχω δει τα τελευταία χρόνια στο θέατρο. Νόμιζε κανείς ότι παρακολουθούσε τον Τάκη Ζαχαράτο να μιμείται τη Μιμή Ντενίση -σίγουρα και οι δύο θα ήταν καλύτεροι σ’ αυτό τον ρόλο.
Η σκηνή που μιλάει για την «Ιθάκη» του Ι.Κ Καβάφη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ύβρις...
Και μ’ αφορμή αυτές τις ερμηνείες, ίσως θα έπρεπε να ξεκινήσει μια κουβέντα για το αν και κατά πόσο στα μεγάλα θεάματα, ένας σκηνοθέτης ή ένας παραγωγός είναι αναγκασμένος να επιλέγει «γνωστά ονόματα» για να «κάνει ταμείο» ή «επειδή αυτά θέλει ο κόσμος».Μήπως, τελικά αυτή η επιλογή, γίνεται δίκοπο μαχαίρι για την ίδια την παράσταση;
Αντίθετα, με τις άλλες δύο κυρίες, η Ευγενία Δημητροπούλου έδωσε μια αξιοπρεπέστατη ερμηνεία ως Τινα Λιβανού.
Ο ίδιος ο Σταμάτης Φασουλής, στο ρόλο του Ωνάση δεν κατάφερε να αποδώσει την πολύπλοκη προσωπικότητα του εφοπλιστή. Η ερμηνεία του, όμως, λόγω της αμεσότητας, της σκηνικής του ενέργειας και του πηγαίου χιούμορ του ήταν ικανοποιητική σε αρκετά σημεία.
«Τρέχω γιατί αν σταματήσω, νομίζω ότι θα σταματήσουν όλα. Θα σταματήσει η γη», ομολογεί ο ήρωας σε κάποια σκηνή και πράγματι, αυτό είναι ένα από τα στοιχεία του χαρακτήρα που πέτυχε να αποδώσει ο Σταμάτης Φασουλής.Έλειπε,όμως η ενέργεια στο σώμα. Αποκλείοντας μ’ αυτόν τον τρόπο δράσεις, που μπορούν να γίνουν αντιληπτές από το κοινό, συνδέονται με παρορμήσεις και είναι φορείς μιας πρόθεσης, η οποία εδώ έγινε κατανοητή.
Επιφανειακοί αλλά με κάποιες καλές στιγμές η Κοραλία Τσόγκα στο ρόλο της Χριστίνας Ωνάση και ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος, ως Αλέξανδρος Ωνάσης.
Οι: Μέμος Μπεγνής, Νίκος Σταυρακούδης, Κώστας Φαλελάκης και Δημήτρης Καραμπέτσης περιορίστηκαν σε ευκολίες και μελοδραματισμούς. Σίγουρα, όλοι τους έχουν δώσει καλύτερα δείγματα υποκριτικής στην καριέρα τους.
Εν κατακλείδι, είναι πραγματικά λυπηρό να παρακολουθεί κανείς μέτριες έως θλιβερές ερμηνείες σε μια παράσταση με σπουδαία όψη. Τόσο τα σκηνικά του Γιώργου Γαβαλά, τα οποία ήταν εντυπωσιακά, απολύτως λειτουργικά, δείχνοντας παράλληλα φαντασία και γούστο, όσο και τα υπέροχα κουστούμια της Ντένης Βαχλιώτη δεν κατάφεραν να σώσουν την παράσταση.
Όσο και αν φώτιζε τη χαώδη σκηνή του Παλλάς με έμπνευση, ο Λευτέρης Παυλόπουλος, και όσο και να τη γέμιζε με τις όμορφες νότες της μουσικής του ο Κωστής Μαραβέγιας, οι ερμηνείες των ηθοποιών βούλιαξαν την παράσταση, όπως είχε βουλιάξει και το πρώτο πλοίο του Ωνάση...
Από τη Γιώτα Δημητριάδη
«Τελικά οι άνθρωποι χωρίζονται σ’ αυτούς που δυσκολεύονται με τη ζωή και σ’ αυτούς που την παίζουν στα δάκτυλα»
Για να μιλήσει κανείς για την παράσταση «Τζασμίν», βασισμένη στο σενάριο του Γούντι Άλεν, σε διασκευή της Ελένη Ράντου (σε συνεργασία με τον Βαγγέλη Χατζηνικολάου) και σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή, νομίζω, πώς πρέπει να έχει ξεκαθαρίσει μερικά πράγματα.
Πρώτον, οφείλει να ξεχάσει την ταινία του Γούντι Άλεν («Blue Jasmine», 2013) ούτε επειδή έχει λάβει πολλαπλές βραβεύσεις και διθυραμβικές κριτικές, ανά τον κόσμο, ούτε επειδή φέρει τη συγκεκριμένη υπογραφή, αλλά μόνο και μόνο επειδή μιλάμε για κινηματογράφο κι ως εκ τούτου, τα διαφορετικά μέσα αδικούν αυτομάτως τη θεατρική εκδοχή.
Δεύτερον, να μην μπει στον πειρασμό να κάνει τις συγκρίσεις, ούτε με την πρωταγωνίστρια Κέιτ Μπλάνσετ και την Ελένη Ράντου και τρίτον να μην επηρεαστεί από τη δήλωση του Αμερικανού συγγραφέα, ότι εμπνεύστηκε την ιστορία από το «Λεωφορείον ο πόθος» του Τ. Ουίλιαμς. Εξάλλου, ο Γούντι Άλεν δεν έκρυψε ποτέ, ότι οι κλασικοί είναι η αδυναμία του, χαρακτηριστικό παράδειγμα, το υπέροχο «Match Ρoint» εμπνευσμένο από τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και το «Crimes and Misdemeanors» από τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Φυσικά σ’ όλες του τις ταινίες κυριαρχεί, τελικά, το δαιμόνιο-σαρκαστικό χιούμορ του.
Επομένως, τι βλέπουμε στη σκηνή του θεάτρου Διάνα; Μια απομίμηση της ταινίας; Λίγο Τ. Ουίλιαμς; Μια σύγχρονη Μπλανς;
Η Ελένη Ράντου, με την εξαιρετική δουλειά της στη θεατρική διασκευή του έργου, έδωσε έμφαση στον πυρήνα της ταινίας, που δεν είναι άλλος, από την τραγική ιστορία μιας γυναίκας, η οποία εγκληματικά εθελοτυφλούσε στον γάμο της πληρώνοντας σκληρό τίμημα. Ως εκ τούτου μόνο μια σύγχρονη παραλλαγή της Μπλανς Ντιμπουά, θα μπορούσε να ήταν, και σε καμία περίπτωση η νεραϊδοπαρμένη ηρωίδα του Τ. Ουίλλιαμς, την οποία αγάπησε εκείνο το αγόρι.
Εξάλλου, είναι γνωστό ότι η ταινία έχει σαφείς αναφορές σ’ ένα σκάνδαλο με τον χρηματιστή Μπέρνι Μάντοφ. Ο τελευταίος καταδικάστηκε, επειδή υπεξαίρεσε χρήματα των πελατών του, ο γιος του αυτοκτόνησε κι η σύζυγός του Ρουθ Άλμπερν, έμπλεξε χάνοντας κι εκείνη όλα τα περιουσιακά της στοιχεία. Μένοντας άφραγκη και μόνη, φιλοξενήθηκε για κάποιο διάστημα στο διαμέρισμα της αδερφής της, στη Φλόριντα.
«Σκέφτηκα πως αν αυτή η γυναίκα ήταν, κατά κάποιον τρόπο υπεύθυνη για αυτήν την κάθοδο, τότε θα μπορούσες να μιλήσεις και για τραγωδία, με την ελληνική έννοια του όρου», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του ο Γούντι Άλεν.
Έτσι έγραψε το σενάριο, που του χάρισε τρεις υποψηφιότητες για Όσκαρ (καλύτερης α΄ και β΄ γυναικείας ερμηνείας και καλύτερου σεναρίου) με τελικά, μόνο την Κέιτ Μπλάνσετ να κρατά το χρυσό αγαλματίδιο, στην 86η απονομή του 2014 -τιμήθηκε και με χρυσή σφαίρα, BAFTA και με το βραβείο ένωσης κριτικών.
Το στόρι έχει ως εξής: Η Τζάσμιν, μια ξανθιά γοητευτική, κακομαθημένη και πρώην πλούσια, αναγκάζεται να εγκατασταθεί στο «φτωχικό» της αδερφής της, έπειτα από την ολοκληρωτική οικονομική και συναισθηματική καταστροφή που υπέστη μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ο σύζυγός της αυτοκτόνησε στη φυλακή, όπου είχε μπει για την εμπλοκή του σε οικονομικό σκάνδαλο.
«Πρώτη φορά στο Σαν Φρανσίσκο», μας λέει η πρωταγωνίστρια από την πρώτη κιόλας σκηνή, κάνοντας εμφανή τη δυσαρέσκειά της για το μέρος, όπου θα αναγκαστεί να φιλοξενηθεί. Στη συνέχεια η συναναστροφή με ανθρώπους, τους οποίους παλιότερα περιφρονούσε θα την φέρει σ’ αδιέξοδο. Στη θεατρική διασκευή, όπως ήταν φυσικό, τα πρόσωπα είναι λιγότερα από την ταινία. Για παράδειγμα η αδερφή της δεν έχει παιδιά. Έτσι τα zanex και το ποτό έρχονται να βοηθήσουν μέχρι το τελειωτικό παραλήρημα.
Η ηρωίδα, θέλει να την φωνάζουν «Τζασμίν», όνομα που της έδωσε ο σύζυγός της, γιατί μύριζε γιασεμί, μια έξυπνη παρήχηση του Γούντι Άλεν, με την «Τζαζ», κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οι παλιοί γνώριμοι, όμως, προτιμούν το «Τζανέτ» ή το «Τζάνετ».
Το όνομα της είναι μπερδεμένο, όπως κι η ταυτότητά της. Ο θεατής έχει τη δυνατότητα, όμως, να τη γνωρίσει παράλληλα σε δύο διαφορετικά περιβάλλοντα, τόσο στην πλούσια ζωή της στη Νέα Υόρκη, όπου εθελοτυφλούσε σε κάθε απιστία του συζύγου της, όσο και στο δύσκολο παρόν της στο Σαν Φρανσίσκο. Έτσι, δεν υπάρχει, καμία αμφιβολία, ότι δεν ζει ένα σοκ ώστε να αντιδρά ακραία, αλλά υποφέρει από ψυχικές διαταραχές κι ιδέες μεγαλείου.
Στη συνέχεια βέβαια η απώλεια της παλιάς της ζωής και του συζύγου της - «Ο θάνατος βάζει τέλος σε μια ζωή, όχι σε μια σχέση», όπως δηλώνει χαρακτηριστικά - την οδηγούν να φλερτάρει με την περιοχή της σχιζοφρένειας. Ακούει φωνές, βλέπει οράματα από το παρελθόν, πιστεύει ότι ο νεκρός σύζυγός της ελέγχει τη σκέψη της, αδυνατεί να συγκεντρωθεί, δυσκολεύεται να δουλέψει και καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Τα άτομα με σχιζοφρένεια έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ, σύμφωνα με τους επιστήμονες.
Η Ελένη Ράντου, σ’ αυτή τη δουλειά έβαλε τον πήχη πάρα πολύ ψηλά χαρίζοντάς μας μια από τις καλύτερες ερμηνείες της τα τελευταία χρόνια.
Δυστυχώς, όμως, ούτε εδώ η λαμπερή ηθοποιός, απέφυγε τον σκόπελο της μανιέρας της. Βαθιά φωνή, με γρέζι, εξεζητημένοι τονισμοί, ξαφνικά ξεσπάσματα, πολύ κλάμα κι αναφιλητά επιστρατεύτηκαν και πάλι, με αποτέλεσμα να νιώθει κανείς ότι όλα όσα βλέπει είναι εξωτερικά. Σ’ αυτό συνετέλεσε κι η αμήχανη κίνησή της, το «αλλού πατάω κι αλλού βρίσκομαι», όπου δεν μπορεί να γίνει ρεαλιστικό,αφού είναι ίδιο στο μεθύσι, ίδιο στο ξύπνημα από τριήμερο ύπνο κι ίδιο στην επαναφορά από τον κόσμο των ψευδαισθήσεων.
Στη σκηνή με το «ανοιχτό το φερμουάρ» … ήταν σαν να την παρακολουθούσα στο «Για μια ανάσα….» της Zinnie Harris, αν και συνολικά, εδώ, η ερμηνεία της μοιάζει σαφέστατα πιο δουλεμένη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι ο ρόλος αυτός είναι εξαιρετικά απαιτητικός, αν σκεφτεί κανείς και τα απανωτά flash back της ιστορίας. Η ηθοποιός, από τη μια στιγμή στην άλλη καλούνταν να αλλάξει ψυχολογική κατάσταση, ενώ καλά-καλά δεν προλάβαινε να αλλάξει ούτε κουστούμι. Επιπλέον, η παρελθούσα κατάσταση έπρεπε να δίνει και την αίσθηση της ψευδαίσθησης, χωρίς όμως να υποτιμάται η ίδια η ιστορία. Και ναι, σε πολλές περιπτώσεις, αυτό επιτεύχθηκε!
Έχω την εντύπωση, ότι ακόμα πολλοί καλοί ηθοποιοί, όταν συνεργάζονται συνέχεια με τον ίδιο (ακόμα και καλό) σκηνοθέτη (τώρα με τον Σταμάτη Φασουλή, και στο παρελθόν με τον Κακλέα) έχουν μια τάση να μανιερίζουν, καθώς δεν βοηθιούνται στο να δοκιμάσουν άλλους δρόμους.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρακολουθώντας τη λιτότητα της ερμηνείας της στο εξαιρετικό φινάλε, είμαι σίγουρη πως υπήρχαν κι άλλες ερμηνευτικές λύσεις.
Κατά τ’ άλλα, ο Σταμάτης Φασουλής σκηνοθέτησε μια παράσταση με εξαιρετικό ρυθμό και χιούμορ, που ακροβατούσε, όμως, ανάμεσα στο κωμικοτραγικό και στο τραγικομελό, έχοντας, βέβαια, στα χέρια του την καλοδουλεμένη διασκευή της Ελένης Ράντου, η οποία, με μαγικό τρόπο και χωρίς να προδίδει την ταινία, δίνει μια φοβερή εντοπιότητα στο δράμα της ηρωίδας. Άνετα φαντάζεται κανείς, ότι έφυγε από την Κηφισιά και πήγε στη Νίκαια για παράδειγμα, αφού η κρίση και στη χώρα μας έκανε πολλές φούσκες να σκάσουν.
Το σκηνικό της Μαγιού Τρικεριώτη ήταν άκρως λειτουργικό δίνοντας λύσεις στις εναλλαγές των σκηνών, όμως σε καμία περίπτωση το ντιζαϊνάτο κόκκινο ψυγείο δεν έπειθε για άθλιο, φτωχικό σπίτι, ίσως επειδή κι η πλούσια κατοικία, παρά ήταν λιτή.
Αντίθετα τα κουστούμια της Κικής Γραμματικοπούλου έντυσαν με στυλ, μια πρώην πλούσια κυρία. Ειδική μνεία στο τύπου Channel σακάκι, που βλέπουμε και στην ταινία.
Οι φωτισμοί (Σάκης Μπιρμπίλης) λειτούργησαν πολύ βοηθητικά στις εγκιβωτισμένες αφηγήσεις κι έδωσαν λύση και εκεί που δεν υπήρχαν σκηνικά, όπως στη σκηνή του πάρτι.
Από τον υπόλοιπο θίασο, ξεχωρίζουν η Γαλάνη Χατζηπασχάλη στον ρόλο της αδερφής, Τζίντζερ κι ο Παντελής Δεντάκης ως άξεστος Τσίλυ. Οι κοινές τους σκηνές είναι απολαυστικές!
Ο Μάξιμος Μουμούρης, ως πνεύμα-σύζυγος έχει χτίσει έναν καπιταλιστή, που ξέρει να επηρεάζει, όπως θέλει τους άλλους. Άπιστος σύζυγος, χειριστικός πατέρας κι όλα αυτά κρατώντας μια απόσταση από τις εξελίξεις, αφού στην πραγματικότητα, στο παρόν του έργου, είναι νεκρός. Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση.
Ο Κώστας Κορωναίος είναι πολύ καλός και στους δύο ρόλους, που υποδύεται.
Πειστικός στον ρόλο του πλούσιου πρέσβη, ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, με απόλυτα πειστική αντίδραση όταν μαθαίνει την αλήθεια για το παρελθόν της Τζασμίν. Επαρκής ο Ορέστης Καρύδας, χωρίς να φωτίζει τις βαθύτερες αποχρώσεις του χαρακτήρα του.
Ιδιαίτερα, επιφανειακός, ο Δημήτρης Καπετανάκος και μεγάλο φάουλ η σκηνή με την πατερίτσα. Πώς ένα χτυπημένο πόδι, πατιέται τόσο καλά και λυγίζει με τόση ευκολία σε σκαμπό;
Ευχάριστη νότα ο πραγματικός σκύλος, που κλήθηκε να παίξει τον Κάρλο.
Μια παράσταση, η οποία παρακολουθείται ευχάριστα, χωρίς να είναι copy-paste της ταινίας.
Φωτογραφίες: Γιώργος Καβαλλιεράκης
Ο Πέτρος Ζούλιας συναντά το σπουδαίο Σταμάτη Φασουλή στο αριστούργημα του Αλέξανδρου Ρ.Ραγκαβή «Ο Συμβολαιογράφος», που θα ανέβει τον Δεκέμβριο του 2018,
στο θέατρο ΧΩΡΑ.
Μετά από την επιτυχημένη παράσταση, «ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ», που θα συνεχιστούν από τον Οκτώβριο για 2η χρονιά, το θέατρο ΧΩΡΑ επιμένει στην κλασική ελληνική λογοτεχνία και μεταφέρει για πρώτη φορά στη σκηνή τον «Συμβολαιογράφο», σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια και με τον Σταμάτη Φασουλή στον ομώνυμο εμβληματικό ρόλο του Σιορ Τάπα.
Το έργο διαδραματίζεται στην Κεφαλονιά του 19ου αιώνα. Το συμφέρον για τη μεγάλη περιουσία, που εξασφαλίζει μια διαθήκη, οδηγεί στο έγκλημα και σε μια σειρά από ραδιουργίες, με σκοπό την κατασκευή ενός νεαρού αθώου ως ενόχου. Έρωτες, μυστικά και συνωμοσίες φτιάχνουν το δυνατό και διαχρονικό καμβά της γνωστής νουβέλας του Ραγκαβή. Το χρήμα, η απληστία, αλλά και η μεγάλη αγάπη του συμβολαιογράφου Σιορ Τάπα για τη μονάκριβη κόρη του, κινούν τα νήματα της αστυνομικής πλοκής της ιστορίας. Μιας ιστορίας που θα ζήλευε και ένα σύγχρονο ψυχολογικό θρίλερ!
Ο Συμβολαιογράφος έγραψε τη δική του θρυλική ιστορία, την εποχή της ασπρόμαυρης κρατικής τηλεόρασης, σε σενάριο και σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη, με το Βασίλη Διαμαντόπουλο στον πρωταγωνιστικό ρόλο και μια πλειάδα σπουδαίων ηθοποιών δίπλα του.
Αναζητώντας αισθητικά και δραματουργικά το έργο που θα συστεγαστεί στη σκηνή του θεάτρου ΧΩΡΑ με τις «Γυναίκες του Παπαδιαμαντή», επιλέξαμε τον «Συμβολαιογράφο». Οι δυο παραγωγές θα μοιραστούν τις ώρες και τις μέρες του νέου χειμερινού προγράμματος.
Παραγωγή: Χώρα ΑΕΒΕ Πολιτιστικές Εκδηλώσεις
Επικοινωνία: Μαρκέλλα Καζαμία
Επίσημος δικτυακός τόπος θεάτρου: www.choratheatro.gr
Facebook Page: https://www.facebook.com/choratheatro/
«Ο Ζορμπάς μ΄ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο…»
Ύστερα από τη μεγάλη επιτυχία που γνώρισε σε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα, με διθυραμβικές κριτικές, η εμβληματική μορφή του Αλέξη Ζορμπά, από το μνημειώδες και διεθνώς αναγνωρισμένο έργο του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Βίος και η Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», έρχεται στο Θέατρο ΒΕΜΠΟ, από τις Θεατρικές Επιχειρήσεις Τάγαρη, με την αυθεντική μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, σε μια μοναδική διασκευή των Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα και σε σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή. Η παράσταση, με μια εντυπωσιακή παραγωγή και ένα πολυπληθή θίασο, θα κάνει πρεμιέρα τον Οκτώβριο, τιμώντας το Έτος Καζαντζάκη 2017, που σηματοδοτεί τα 60 χρόνια από το θάνατο του μεγαλύτερου Έλληνα συγγραφέα των νεότερων χρόνων.
Τον Αλέξη Ζορμπά ενσαρκώνει ο Γρηγόρης Βαλτινός, αναλαμβάνοντας τον θρυλικό αυτό ρόλο, πλαισιωμένος από ένα μεγάλο και καταξιωμένο θίασο. Τις χορογραφίες επιμελείται ο Δημήτρης Παπάζογλου. Τα σκηνικά που μας μεταφέρουν στην Κρήτη του μεσοπολέμου είναι του σκηνογράφου Μανόλη Παντελιδάκη και τα κοστούμια της ενδυματολόγου Ντένης Βαχλιώτη.
Στη σκηνή ζωντανεύει με μια νέα δημιουργική ματιά και ένα ανεπανάληπτο τρόπο ο «μοναδικός διάλογος ενός καλαμαρά και ενός μεγάλου ανθρώπου του λαού, διάλογος μεταξύ του δικηγόρου Νου και της μεγάλης ψυχής του λαού», όπως αναφέρει ο ίδιος ο Νίκος Καζαντζάκης για τη διαχρονική φιλία του με τον Ζορμπά.
Η αγάπη και το πάθος για τη ζωή της παρορμητικής φυσιογνωμίας του Αλέξη Ζορμπά μιλάει κατευθείαν στην καρδιά του θεατή και του μεταφέρει τα πανανθρώπινα νοήματα της αληθινής ψυχής που δεν γνωρίζει σύνορα. Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη που ταξίδεψε τη χώρα μας στα πέρατα του κόσμου πρωταγωνιστεί στην παράσταση και προκαλεί μοναδικά συναισθήματα συγκίνησης και ψυχικής ανάτασης για μια Ελλάδα που είναι ακόμα ζωντανή.
Ταυτότητα Παράστασης
Συγγραφέας: Νίκος Καζαντζάκης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Διασκευή: Θανάσης Παπαθανασίου και Μιχάλης Ρέππας
Σκηνοθεσία: Σταμάτης Φασουλής
Χορογραφίες: Δημήτρης Παπάζογλου
Σκηνικά: Μανόλης Παντελιδάκης
Κοστούμια: Ντένη Βαχλιώτη
Ενορχήστρωση: Αλέξιος Πρίφτης
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Φωτογραφίες: Γιώργος Καβαλλιεράκης
Artwork: Κάρολος Πορφύρης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Παύλος Σαχπεκίδης
Επιμέλεια μακιγιάζ φωτογράφισης: Βίνα Ευστρατιάδου
Πρωταγωνιστούν:Γρηγόρης Βαλτινός, Ταμίλα Κουλίεβα, Μέμος Μπεγνής, Ναταλία Δραγούμη, Ρένος Ρώτας, ο Τάκης Παπαματθαίου και ο Νίκος Βερλέκης
Παίζουν οι:Γρηγόρης Σταμούλης, Στέλλα Γκίκα, Γιώργος Παράσχος, Άννα Μονογιού
Συμμετέχουν αλφαβητικά οι: Κωνσταντίνος Γιουρνάς, Βασίλης Ζαϊφίδης, Βασίλης Λέμπερος, Αλεξία Μουστάκα, Αρετή Πασχάλη, Δέσποινα Πολυκανδρίτου, Μαριαλένα Ροζάκη, Αλέξανδρος Σιάτρας, Γιώργος Τσούρμας, Νικορέστης Χανιωτάκης, Χριστίνα Ψάλτη
Παραγωγή: Θεατρικές Επιχειρήσεις Αφοι Τάγαρη
Οργάνωση Παραγωγής: Ντόρα Βαλσαμάκη
Επικοινωνία: Μαρκέλλα Καζαμία
Χώρος: Θέατρο ΒΕΜΠΟ
Καρόλου 18, Πλατεία Καραϊσκάκη
(Σταθμός μετρό Μεταξουργείου)
Πρεμιέρα: 12 Οκτωβρίου
Προπώληση εισιτηρίων
VIVA.GR
Στο θέατρο «Διάνα» η Ελένη Ράντου ετοιμάζεται να επαναφέρει τη μεγάλη θεατρική επιτυχία που γνώρισε με την πρώτη της συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο. Η ηθοποιός θα ερμηνεύσει την «Φιλουμένα» του Εντουάρντο ντε Φιλίππο, σε δική της διασκευή. Τη σκηνοθεσία θα αναλάβει και αυτή τη φορά ο Σταμάτης Φασουλής.
Στο ρόλο του αγαπημένου της Ντομένικο Σοριάνο, που πριν δύο χρόνια είχε ενσαρκώσει ο Άλκις Κούρκουλος, όπως φαίνεται, θα δούμε τον Γιάννη Βούρο και στον ρόλο της Ντιάνας την Κατερίνα Γερονικολού.
Τη Ροζαλία Σολιμέντο θα ερμηνεύσει και αυτή τη φορά η μπριόζα Βίλμα Τσακίρη, ενώ στο θίασο, έρχεται να προστεθεί και ο ταλαντούχος Τάσος Γιαννόπουλος.
Η ιστορία είναι λίγο -πολύ γνωστή:
Στις φτωχογειτονιές της Νάπολης, ο ευκατάστατος έμπορος Ντομένικο Σοριάνο γνωρίζει σ έναν οίκο ανοχής τη νεαρή Φιλουμένα. Την ερωτεύεται, την παίρνει στο σπίτι του και της εμπιστεύεται τη διαχείριση του σπιτιού και της επιχείρησής του. Η Φιλουμένα τον υπηρετεί με πίστη και αφοσίωση, αλλά εκείνος δεν τη θεωρεί άξια να γίνει γυναίκα του. Ύστερα από είκοσι χρόνια συμβίωσης, ο Σοριάνο ετοιμάζεται να παντρευτεί μια πολύ νεότερή του γυναίκα. Η Φιλουμένα, που δεν αντέχει πια την αγνωμοσύνη και τις απιστίες του Σοριάνο, παριστάνει την ετοιμοθάνατη, κι έτσι τον πείθει να την παντρευτεί. Όταν όμως ο Σοριάνο καταλαβαίνει το κόλπο, καταφέρνει να ακυρώσει το γάμο. Τότε η Φιλουμένα χρησιμοποιεί ένα ύστατο όπλο, που οδηγεί τον Σοριάνο σε μια νέα θεώρηση της ζωής κάτι που μέχρι τότε δεν μπορούσε καν να φανταστεί.
Η Ελένη Ράντου και ο Σταμάτης Φασουλής γνώρισαν μεγάλη επιτυχία και την περασμένη σεζόν στο θέατρο «Διάνα» με την παράσταση "Για μια ανάσα" της Ζίνι Χάρις.