Τελευταία Νέα
Από τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη στην παιδοκτόνο της Πάτρας Ζητούνται ηθοποιοί από το Εθνικό Θέατρο Πέθανε η σπουδαία τραγουδίστρια Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη Είδα τους «Προστάτες», σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Ανακοινώθηκε το Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου Είδα το «Hyperspace ή αλλιώς…» , σε σκηνοθεσία Δανάης Λιοδάκη   «Καραϊσκάκενα, O Θρύλος» Της Σοφίας Καψούρου στον Πολυχώρο VAULT «Μπες στα παπούτσια μου - Ταυτίσου με τη διαφορετικότητα αυτοσχεδιάζοντας» στο Θέατρο Όροφως Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου 2022 – Το μήνυμα του Peter Sellars Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου ανοίγει Mοτέλ στη Φρυνίχου Η πρώτη δήλωση του Νέου Καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΚΘΒΕ Δράσεις του Εθνικού Θεάτρου για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου Ακρόαση ηθοποιών για την νέα παράσταση του Γιάννη Κακλέα Είδα το «Γράμμα στον πατέρα», σε σκηνοθεσία Στέλιου Βραχνή (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Κερδίστε διπλές προσκλήσεις για την παράσταση «Η σιωπηλή Λίμνη»
 
Αναστάσης Πινακουλάκης

Αναστάσης Πινακουλάκης

Ο Αναστάσης Πινακουλάκης ζει στην Αθήνα. Είναι αριστούχος απόφοιτος του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης και του Θεατρικών Σπουδών και φοιτητής του τμήματος Πολιτική Επιστήμη και Δημοσία Διοίκηση του ΕΚΠΑ. Ασχολείται με τη συγγραφή θεατρικών έργων και παραμυθιών, τη θεατρική κριτική και την αρθρογραφία, ενώ εργάζεται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Η Μαρία Γουλή διασκεύασε το παραμύθι του Άντερσεν σε θεατρικό έργο, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σοκόλη.

Η Θεσσαλονικιά Μαρία Γουλή εργάζεται ως δικηγόρος και διαμεσολαβήτρια, ενώ έχει ασχοληθεί αρκετά με την χορογραφία σε μουσικοθεατρικές ή χορευτικές παραστάσεις. Στο κομμάτι του παιδικού θεάτρου που μας αφορά, έχει εκδώσει μέχρι στιγμής δύο έργα, το Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι και το Όνειρα Γλυκά, αμφότερα στη σειρά Παιδικό θέατρο των εκδόσεων Σοκόλη. Όπως όλα τα έργα της σειράς, συνοδεύεται από προτεινόμενες δραστηριότητες για τους εκπαιδευτικούς αλλά κι ενδεικτική βιβλιογραφία για περαιτέρω μελέτη.

Υπόθεση (από το οπισθόφυλλο): Ο πρίγκιπας αναζητά με τη βοήθεια των φίλων του την ιδανική πριγκίπισσα. Όμως άλλη είναι ατσούμπαλη, άλλη εγωίστρια, άλλη λαίμαργη κι άλλη ό,τιναναι… Ώσπου εμφανίζεται στο παλάτι η δική του πριγκίπισσα. Αυτή που δεν μπορεί να κοιμηθεί με ένα μικρό μπιζέλι κάτω από πολλά στρώματα, που κυκλοφορεί με ποδήλατο, τρελαίνεται για παγωτά και χορεύει hip hop. Αυτή που για εκείνον είναι φανερό ότι είναι η δική του αγαπημένη. Και τότε αρχίζει η γιορτή! Ένα θεατρικό έργο για τον πρίγκιπα ή την πριγκίπισσα της ζωής μας που είναι κάπου εκεί έξω και μας περιμένει.

Πρόσωπα: Αφηγήτρια, Βασιλιάς, Βασίλισσα, Φίλοι του πρίγκιπα (από 3 έως 5), Πρίγκιπας, Πριγκίπισσα Παπουτσωμένη, Πριγκίπισσα Λαίμαργη, Πριγκίπισσα Ολαμουφταίνε, Πριγκίπισσα Ο,τινάναι, Πριγκίπισσα Μονόλογος, Πριγκίπισσα Ατσούμπαλη, Πριγκίπισσα, Υπηρέτριες (από 4 έως 8), Αγγελιαφόρος/Τελετάρχης.

Η Μαρία Γουλή δεν ακολουθεί την πεπατημένη των παραμυθιών του Άντερσεν ή τα έμφυλα στερεότυπα που ενυπάρχουν σε αυτά. Επαναδιαμορφώνει τους ήρωες του παραμυθιού με μια σύγχρονη ματιά, με τα προτερήματα και τα ελαττώματα τους, μα κυρίως με την εκούσια συμμετοχής τους σε μια ιστορία αγάπης κι όχι με κάτι «προσχεδιασμένο». Δεν αρκεί η δοκιμασία του μπιζελιού για να δεχθεί ο πρίγκιπας την πριγκίπισσά του, θέλει να τη γνωρίσει και να την αφήσει να τον γνωρίσει. Το έργο ακολουθώντας το πρωτότυπο διαδραματίζεται σ’ ένα παλάτι, ενώ προσφέρεται για μια μουσικοθεατρική παράσταση που μπορεί να εμπεριέχει χορογραφίες, καθώς γίνεται γιορτή στην αίθουσα δεξιώσεων. Στις σκηνικές οδηγίες υπάρχουν προτάσεις για μουσική επιμέλεια αλλά για την σκηνοθετική διαχείριση του έργου.

Κλείνουμε μ’ ένα μικρό απόσπασμα:

Πρίγκιπας: Σου αρέσουν τα λουλούδια;

Πριγκίπισσα: Πιο πολύ κι απ’ τα τραγούδια.

Πρίγκιπας: Η άνοιξη λοιπόν σ’ αρέσει.

Πριγκίπισσα: Αν έχει ζέστη και δεν βρέξει.

Πρίγκιπας: Προτιμάς το καλοκαίρι;

Πριγκίπισσα: Στη θάλασσα αν έχω ταίρι. Τα παιχνίδια στο νερό;

Πρίγκιπας: Και στο δάσος, το βουνό… Σ’ ενοχλούν οι ζαβολιές;

Πριγκίπισσα: Σίγουρα. Και οι ψευτιές. Το φοβάσαι το σκοτάδι;

Πρίγκιπας: Μόνο αν είναι αργά το βράδυ.

Πριγκίπισσα: Τι σου προξενεί τη θλίψη;

Πρίγκιπας: Η αγάπη αν μου ‘χει λείψει.

Πριγκίπισσα: Τι αγαπάς πιο πολύ απ’ όλα;

Πρίγκιπας: Τον σκύλο, τα γλυκά, τα δώρα… Κι εσύ τι πιότερο αγαπάς;

Πριγκίπισσα: Τα μάτια σου σαν με κοιτάς.

 

Η θεατροπαιδαγωγός Φίλια Δενδρινού καταπιάστηκε με τ’ αγαπημένα παραμύθια των αδερφών Γκριμ και συνέθεσε ένα ευφάνταστο θεατρικό για παιδιά γραμμένο σε στίχο. 
Το Με τα παραμύθια των Γκριμ, της Φ. Δενδρινού κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Σοκόλη. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα σπονδυλωτό έργο, μια «παραμυθοσαλάτα» όπως λέμε, δηλαδή ένα έργο που «μπερδεύει» ή παρουσιάζει από κοινού σ’ ένα έργο, ήρωες και σκηνές από παραπάνω από ένα παραμύθια. Στη δική της παραμυθοσαλάτα η Δενδρινού βάζει τον Πρίγκιπα Βάτραχο, τη Χιονάτη, τον Παπουτσή και τα ξωτικά, την Σταχτοπούτα και την Ωραία Κοιμωμένη. 
Λίγα λόγια την συγγραφέα
Η Φίλια Δενδρινού είναι ηθοποιός και θεατρολόγος-θεατροπαιδαγωγός. Σπούδασε Θέατρο και Παιδαγωγικά στην Ελλάδα και τη Γαλλία, ενώ ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το αφηγηματικό θέατρο και τη σχέση του ηθοποιού-αφηγητή και την προφορική λαϊκή αφήγηση μύθων και παραμυθιών (M.A. Theatre-Storytelling and Performing Arts, Middlesex University Λονδίνο). Δίδαξε Θέατρο σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Συνεργάστηκε με την Εκπαιδευτική Τηλεόραση της ΕΡΤ ως σεναριογράφος και ως επιστημονική σύμβουλος εκπομπών για το Θέατρο. Βιβλία της έχουν κυκλοφορήσεις από τις εκδόσεις Σοκόλη, Λιβάνη, Εν Πλω, Αίολος. 
 
Το θεατρικό έργο
Περιγραφή (από το οπισθόφυλλο): Το κουβαράκι κύλησε σε Δάση, σε Παλάτια, έστριψε, ξεδιπλώθηκε στων Γκριμ τα μονοπάτια και τη Σκηνή μας φώτισε για λίγο για μια νύχτα, για όσο κρατάει μια στιγμή μέσα στα παραμύθια. Τώρα η ώρα πέρασε, θα πούμε Καληνύχτα, το θέατρο τελείωσε, έξω έχει πέσει η νύχτα. Μα όσοι μας ακούσατε να λέμε ιστορίες  σίγουρα θα προσέξατε, υπάρχουν ευκαιρίες με όνειρα να ντύσουμε τις τόσες αγωνίες. Το κουβαράκι κύλησε σε Δάση, σε Παλάτια, τι όμορφα που φώτισε τα δυο γλυκά σου μάτια. Κι όσο εσύ του ζήταγες να λέει παραμύθια, αυτό μέσα στα ψέματα έψαχνε την αλήθεια. 
Η συγγραφέας έχει αντιμετωπίσει τα παραμύθια των Γκριμ με αγάπη, κι έχει φροντίσει τη διασκευή της, σα να ήταν ένα όμορφο τραγούδι. Η στιχομυθία έχει ομοιοκαταληξία και ρυθμό, ενώ έχει τονίσει τον παραμυθικό χαρακτήρα, αξιοποιώντας την παράδοση που φέρει. Ταυτόχρονα, η όλη της σύνθεση είναι σαν θέατρο εν θεάτρω, με τον θίασο να «ντύνεται» σταδιακά τους ήρωες των παραμυθιών. Είναι ενδεικτικό ότι η αφήγηση ξεκινά με μια εισαγωγική σκηνή και τη φράση «Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώσε κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει». Και το παραμύθι που αρχίζει, φαίνεται να μην τελειώνει ποτέ, ή το τέλος του να είναι η αρχή ενός ακόμη παραμυθιού. Το Με τα παραμύθια των Γκριμ, μοιάζει μ’ ένα υφαντό αφηγήσεων, το οποίο η Δενδρινού έχει κεντήσει με μαεστρία. 
Πρόσωπα: Η διανομή των ρόλων στο Με τα παραμύθια των Γκριμ, μπορεί να λειτουργήσει με διάφορους τρόπους. Η θ’ υπάρξει μια ομάδα 3-4 αφηγητών/ηθοποιών όπως παρουσιάζονται στην εναρκτήρια σκηνή και στις επόμενες σκηνές θα ενδυθούν τους ήρωες των παραμυθιών φορώντας αξεσουάρ ή κοστούμια ή θα γίνει μια αναλυτική διανομή 15-20 ρόλων, ιδανικό για μια μαθητική παράσταση. Το σύνολο των προσώπων μπορεί να φτάσει τα 55 άτομα, ή να γίνουν φυσικά οι συμπτύξεις των κοινών ρόλων πχ ένα παιδί να παίξει όλους τους ρόλων βασιλιάδων, μια κοπέλα όλες τις πριγκίπισσες, κάποια παιδιά τους βοηθητικούς χαρακτήρες. Αναλυτικότερα έχουμε: Κορυφαίους αφηγητές (5), Πρίγκιπας Βάτραχος, Βασιλοπούλα, Ακόλουθοι Βασιλοπούλας (3), Υπηρέτης, Βασιλιάς, Βασίλισσα, Χιονάτη, Μάγισσα, Κουκουβάγιες (2), Δέντρα (6), Κοκκινοσκουφίτσα (3), Λύκος (3), Κυρούλα, Παπουτσής, Ξωτικά (3), Τελάληδες (3), Μητριά, Κόρες (2), Σταχτοπούτα, Μόδιστρος, Καπελού, Χοροδιδάσκαλος Μεσιέ Λαζάρ, Πρίγκιπας, Ακόλουθοι πρίγκιπα (2), Βασιλιάς, Βασίλισσα, Μάγισσα, Φρουρός, Μαγείρισσα, Καμαριέρα, Ωραία Κοιμωμένη, Πρίγκιπας, Βασιλιάς, Βασίλισσα. 
Όσον αφορά τη μουσική της παράστασης, η συγγραφέας προτείνει στις σκηνικές οδηγίες μερικά κομμάτια κλασσικής μουσικής όπως Μπετόβεν, Brian Eno αλλά και τραγούδια από τον δίσκο «Φόραγε κίτρινο σκουφί» σε μουσική Τ. Ζωγράφου και στίχους της ιδίας. 
 
 
Το Με τα παραμύθια των Γκριμ είναι ιδανικό για νήπια ή παιδάκια Α/Β Δημοτικού καθώς δεν έχουν πολλά λόγια ν’ αποστηθίσουν, ενώ η ομοιοκαταληξία κι η μουσικότητα των στίχων είναι πρόσφορες για τα μικρά παιδιά. Χρειαζόμαστε περισσότερα κείμενα σαν αυτό της Δενδρινού, και θα ήταν ωφέλιμο να δούμε ίσως ανάλογη δουλειά σε έργα του Άντερσεν ή του Αισώπου. 
Κλείνουμε μ’ ένα μικρό απόσπασμα: Ανέβα, τόπι, πέσε, κουβάρι, να σε ρωτήσω που γέρνει ο ήλιος, που πάει ο άνεμος σαν δεν φυσά… /Που παν τα νέφη τα χνουδωτά; /Ανέβα, τόπι, πέσε φεγγάρι, και στόλισέ μου το μαξιλάρι/Ποιον νέο φίλο θα συναντήσω;/ Σοφία, αγάπη, θε να γνωρίσω; Πλούτο ή δόξα να προτιμήσω; 

Η ηθοποιός και θεατρολόγος Δήμητρα Βαμβακάρη διασκεύασε σε δύο εκδοχές το κλασικό έργο «Βασιλικός» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σοκόλη.

Μιλάμε φυσικά για το Βασιλικό του Αντώνιου Μάτεσι, την αγαπημένη κωμωδία του Επτανησιακού Θεάτρου που εξελίσσεται την περίοδο της Βενετοκρατίας (αν και γράφτηκε την περίοδο 1829-1830 που η Ζάκυνθος ήταν υπό αγγλική κατοχή). Είναι η πρώτη φορά που διασκευάζεται ο Βασιλικός για παιδικό κοινό κι η πρώτη διασκευή της Βαμβακάρη που κυκλοφορεί. Προσωπικά, έχω μια προτίμηση στα ελληνικά έργα, γιατί θεωρώ πως με αυτά συνδεόμαστε περισσότερο από ότι μ’ έναν Σαίξπηρ ή μ’ έναν Στρίντμπεργκ. Τα ελληνικά έργα, τα τραγούδια και τα λαϊκά παραμύθια είναι κομμάτι και θησαυρός μας, και μέσω του θεάτρου πολλές φορές εκμηδενίζουμε το χρόνο ή τα βιώματα που μας χωρίζουν από αυτά.

Ο Βασιλικός του Μάτεσι

Ο Βασιλικός είναι έργο του Αντώνιου Μάτεσι που γράφτηκε περίπου το 1830, δηλαδή σχεδόν δύο αιώνες πριν και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα της ελληνικής δραματουργίας. Αποτελείται από 5 πράξεις, με χρονική απόσταση ανάμεσά τους, ενώ η πλοκή τοποθετείται λίγο μετά τις Αποκριές, στην βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο. Το έργο συνιστά ένα πλούσιο μωσαϊκό κοινωνικών αναφορών και φιλοσοφικών ιδεών της εποχής, με τη διάσταση Ευγενών-Ποπολάρων. Γκρότεσκοι λαϊκοί χαρακτήρες όπως η υπηρέτρια Λανάρω, η Εβραία κι ο Κοσμάς, ένας αυστηρός πατέρας-φαμίλιας (Δον Ρονκάλας), οι νεαροί ερωτευμένοι (Γαρουφαλιά-Φιλιππάκης), μια υποτακτική μάνα κι ένας «επαναστάτης» γιος αποτελούν τα πρόσωπα του δράματος. Στο πρωτότυπο έργο είναι έντονη η ζακυνθινή διάλεκτος, ενώ υπάρχουν αποσπάσματα από τραγούδια που λογικά ήταν γνωστά την εποχή που πρωτογράφτηκε το έργο. Το πιο πρόσφατο ανέβασμα του έργου στην Αθήνα ήταν το 2011 από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του αείμνηστου Σπύρου Ευαγγελάτου, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και το έργο εκ νέου από τις εκδόσεις Εστία.

Θεατρική Διασκευή

Η Δήμητρα Βαμβακάρη με την ιδιότητα της θεατρολόγου στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ασχολήθηκε με το Βασιλικό στο πλαίσιο του μαθήματός της, οπότε είχε την ευκαιρία να δοκιμάσει και να μπολιάσει τη διασκευή από την επαφή με τα παιδιά. Δεν περιορίστηκε σε μια αλλά έκανε δύο διαφορετικές διασκευές (θεατρική/έμμετρη). Αμφότερες βρίσκονται στην κυκλοφορία των εκδόσεων Σοκόλη. Στη θεατρική της διασκευή, αξιοποιεί έντονα την παράδοση της commedia dell arte (τουλάχιστον σκηνικά), εντάσσει αρλεκίνους και μασκαράδες, τόσο λόγω της σύνδεσης Επτανήσων-Βενετίας όσο και για την πλοκή του έργου που ξεκινά από τη μασκαράτα των Αποκριών.

Για τις ανάγκες μιας μικρής σ’ έκταση διασκευής, αφού απευθύνεται σε παιδικό κοινό κι άρα υπάρχουν πρακτικοί περιορισμοί, η θεατρολόγος μείωσε αρκετά το μέγεθος των πράξεων, κάνοντας τες 5 εικόνες-σκηνές, διατηρώντας τη δομική κατασκευή του πρωτότυπου. Όσον αφορά τη γλώσσα, προτείνει μια γλώσσα που δε χάνει τη μουσικότητα και τους ζακυνθινούς ιδιωματισμούς χωρίς όμως να είναι και τελείως ξένη προς τη δημοτική, όπως τη γνωρίζουν οι μαθητές του σήμερα. Μια δική της προσθήκη είναι η ένταξη παροιμιών ανάμεσα στα λόγια του Μάτεσι, που εξομαλύνουν τις διενέξεις ανάμεσα στα πρόσωπα του έργου και συνάμα αποτελούν μια ψυχαγωγική νότα στο έργο. Με όλες αυτές τις επιλογές, η θεατρική διασκευή της χωρίς ν’ αποσιωπά μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη ή μια απόπειρα δολοφονίας, αποτελεί μια καλή και διαφορετική πρόταση για σκηνικό ανέβασμα. Είναι κι ένα αισθητικό μου κριτήριο αυτό για να μου αρέσει μια διασκευή: να μην παραμορφώνει εντελώς το έργο, ακόμα κι αν χρειαστεί να το εξομαλύνει.

Πρόσωπα:

Τα πρόσωπα του έργου είναι 16, αλλά μπορούν να προστεθούν παραπάνω με τη χρήση Αρλεκίνων, Μασκάρων και στρατιωτικών (ανάλογα με τις ανάγκες της παράστασης). Στη διασκευή της, η Βαμβακάρη έχει μειώσει αισθητά τη δραματουργική παρουσία των προσώπων, κυρίως των πρωταγωνιστών που στο πρωτότυπο είχαν εκτενείς μονολόγους ή λιγοπρόσωπους διαλόγους, αμβλύνοντας τις στιχουργικές ανισότητες σ’ ένα ενδεχόμενο ανέβασμα με μαθητές.

Χώροι: ένας εσωτερικός (το σπίτι) και δύο εξωτερικοί (παντοπωλείο και δρόμος μπροστά που βλέπει προς το σπίτι και ένα μπαλκόνι). Στο βιβλίο μπορείτε να πάρετε ιδέες και για την σκηνογραφικό/ενδυματολογικό κομμάτι του σκηνικού σας ανεβάσματος. Επιπλέον, στις σκηνικές

οδηγίες ανάμεσα στις σκηνές, θα βρείτε προτεινόμενα μουσικά κομμάτια από την ελληνική και την ιταλική παράδοση.

Έμμετρη διασκευή

Η δεύτερη εκδοχή που προτείνει η Δήμητρα Βαμβακάρη είναι η διασκευή του Βασιλικού σε έμμετρο στίχο με μερικούς εμβόλιμους θεατρικούς στίχους. Η διασκευή αυτή αν και μικρότερη σ’ έκταση, δεν στερείται σε πρωτοτυπία ή περιεχόμενο σε σχέση με τη θεατρική διασκευή. Ενδεχομένως είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμη όταν δουλεύετε με μικρότερες ηλικίες (5-8 ετών).

Ένα μικρό απόσπασμα: «Και γρήγορα στο πι και φι μαθαίνει για τα πάντα/ Του Φιλιππάκη του κρατεί μίσος κι αντιπάθεια. Γιατί την κόρη του θωρεί και τηνε ζαχαρώνει και δεν το καμαρώνει δίπλα του νύφη να τη δει.»

Κλείνοντας, στο τέλος του βιβλίου θα βρείτε ιδέες για προτεινόμενους αυτοσχεδιασμούς με βάση το έργο, που θα εμπλουτίσουν τη δουλειά σας.

Μιλάμε φυσικά για τη νέα μιούζικαλ ταινία του δημοφιλούς σκηνοθέτη Ryan Murphy σε παραγωγή και διάθεση του Netflix.

Η ταινία «The Prom» είναι διαθέσιμη στην κορυφαία σελίδα από τις 11 Δεκεμβρίου 2020. Αποτελεί ουσιαστικά την κινηματογραφική προσαρμογή του ομώνυμου πρωτότυπου μιούζικαλ του Broadway, του 2018. Το σενάριο υπογράφουν οι δημιουργοί του θεατρικού, Bob Martin και Chad Beguelin. Να θυμήσουμε στο κοινό ότι είναι η δεύτερη ταινία μέσα στη χρόνια που έκανε ο Murphy, βασισμένη σε προϋπάρχον θεατρικό σενάριο. Η έτερη ήταν το «Boys in the band» με έναν εξ’ ολοκλήρου αντρικό θίασο, βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό του 1968.

Το «The Prom» είναι ένα χαρούμενο έργο αποδοχής της σεξουαλικής διαφορετικότητας, θέμα προσφιλές τόσο στην τηλεόραση όσο και στο σινεμά. Πρωταγωνίστρια είναι η Emma, μια έφηβη λεσβία από την Indiana. Τα προβλήματα ξεκινούν όταν δηλώνει πως θέλει να πάει στον ετήσιο σχολικό χορό (prom) με μια κοπέλα συνοδό κι όχι αγόρι όπως είναι το καθιερωμένο. Ο σύλλογος γονέων της αρνείται αυτό το δικαίωμα κι αποφασίζει ν’ ακυρώσει εντελώς τον χορό. Τότε καταφτάνουν στην κοινότητα, αστέρες του Broadway που βλέπουν την δημοτικότητά τους σε ύφεση κι αποφασίζουν να εμπλακούν σ’ έναν «ευγενή» σκοπό για να επωφεληθούν από την θετική διαφήμιση. Σύντομα έρχονται τα πάνω-κάτω, αλλά μέσα από διάφορες συγκρούσεις, οι χαρακτήρες αποδέχονται πρώτα από όλα τον εαυτό τους και την αλήθεια τους κι ύστερα τον άλλο.

the prom tp 05300rc 1602104588

 Η ιδέα της ταινίας φαίνεται χιλιοειπωμένη και πράγματι είναι ένα θέμα που το έχουμε ξανακούσει. Αν δεις όμως την ταινία με τους υπερλάμπρους πρωταγωνιστές της από τη μία και τα φρέσκα παιδιά από την άλλη, έχεις μια feel good ταινία. Ξεχωρίζει ασφαλώς η Meryl Streep που μας έχει κάνει να την αγαπήσουμε πέρα από τους μεγάλους δραματικούς ρόλους της και στους «μικρότερους» κωμικούς/μουσικούς της ρόλους σε ταινίες όπως το Mamma Mia, Mary Poppins Returns και Into the Woods. Δεν ξέρω βέβαια αν μπορεί να διεκδικήσει άλλο ένα Oscar, αλλά σίγουρα θα βρει τη διάκριση στις Χρυσές Σφαίρες. Από την έχουμε και τον James Corden ιδιαιτέρως δημοφιλή για την εκπομπή του στην τηλεόραση και για τα ευφάνταστα carpool karaoke του. Ο Corden έχει δημιουργήσει μια άνετη ψυχαγωγική περσόνα που λάμπει σε ό,τι κι αν κάνει. Και κάνει πλέον συχνά μιούζικαλ. Η προσωπική μου αδυναμία είναι η Nicole Kidman που ωριμάζει παράλληλα με το σεξαπίλ της καθώς φαίνεται. Η Kidman μπορεί να είναι εξαιρετική σε καλαίσθητες δραματικές ταινίες (Ο θάνατος του Ιερού Ελαφιού, Dogville, Beguild, Lion), αλλά ταυτόχρονα να είναι εξίσου απολαυστική σε πιο ανάλαφρους ρόλους (Moulin Rouge, Just go with it, Nine). Στο Prom φαίνεται να το διασκεδάζει ιδιαίτερα και το διασκεδάζουμε μαζί της. Το καρέ συμπληρώνει ο Broadway ηθοποιός –και γνωστός από τη σειρά The New Normal- Andrew Rannells.

Η ταινία πραγματεύεται ένα θέμα που επανέρχεται στη συζήτηση, αυτό της διαφορετικότητας, πόσο μάλλον την σεξουαλική ετερότητα. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ένα παιδί στην εφηβεία ή ένας νεαρός ενήλικας χρειάζεται να παλέψει για ν’ ακουστεί η μοναδικότητά του, η εντελώς δική του φωνή, η επιλογή ή η επιθυμία του. Αυτά τα παιδιά συχνά συναντούν ένα τοίχο μπροστά τους, που μπορεί να λέγεται γονεική αποδοχή, πίεση συνομηλίκων, άτομα σε εξουσία, κοινωνικός περίγυρος ή πλέον κοινωνικά δίκτυα. Το πρώτο βήμα είναι ίσως ν’ αποδεχτούν τον εαυτό τους, να εξερευνήσουν τον κόσμο μέσα από τα δικά τους παπούτσια. Στη συνέχεια ασφαλώς να εκφράσουν αυτό που είναι και να νιώσουν ασφαλείς να υπάρξουν και να δημιουργήσουν τη δική τους πορεία. Μια τέτοια περίπτωση είναι η Emma (Jo Ellen Pellman) και η Alyssa (Ariana DeBose) στο Prom.

Νιάτα, χρώμα, λάμψη, glitter, κονφετί συναντούν την πολιτική ορθότητα και τη σεξουαλική απελευθέρωση σε μια ταινία διάρκειας 2 ωρών και 10 λεπτών. Έτοιμοι για το Prom;

Η 25χρονη Dua Lipa είναι αναμφισβήτητα ένα από τα πρόσωπα που ξεχώρισαν φέτος στην παγκόσμια μουσική βιομηχανία.

Η βρετανίδα καλλιτέχνης με καταγωγή από την Αλβανία κυκλοφόρησε το 2020 το δεύτερο δίσκο της «Future Nostalgia» και μέσα σε λίγους έγινε ο πιο πολυπαιγμένος δίσκος στο Spotify. Από αυτόν τον δίσκο κυκλοφόρησαν τα hit singles «Don’t Start Now», «Physical», «Break my Heart» «Hallunicate» και «Levitating». Μετά τις πρόσφατες βραβεύσεις της στα AMAs και στα Ευρωπαϊκά MTV η Dua Lipa διεκδικεί 6 Grammys συμπεριλαμβανομένων των Album of the Year και Record of the Year. Για την προώθηση του δίσκου, η ποπ σούπερσταρ πραγματοποίησε μια ιντερνετική συναυλία –συμβαδίζοντας με την Covid εποχή- την Παρασκευή 27 Νοεμβρίου στο Λονδίνο και την οποία παρακολούθησαν έναντι εισιτηρίου 5 εκατομμύρια θεατές παγκοσμίως. Αν αναλογιστούμε πως το εισιτήριο έκανε κατά μέσο όρο 10 ευρώ, η συναυλία είχε έσοδα παραπάνω από 50.000.000 ευρώ σε μία μόνο βραδιά χωρίς τα βασικά έξοδα μιας φυσικής συναυλίας. Όλο και περισσότεροι τραγουδιστές καταφεύγουν στα live streams αυτή την περίοδο αφού δεν είναι εφικτή η διεξαγωγή περιοδειών.

Συνδεθήκαμε κι εμείς να παρακολουθήσουμε την ανεπανάληπτη συναυλία της Dua Lipa με special guests τους Kylie Minogue, Elton John, FKA Twigs, Miley Cyrus, The Blessed Madonna, J Balvin, Bad Bunny, Tainy και Angele. Η συναυλία ξεκίνησε στις 21:30 (ώρα Ελλάδας) και διήρκησε σχεδόν 90 λεπτά. Για τις ανάγκες του Studio 2054 διαμορφώθηκε ένα ολόκληρο σκηνικό περιβάλλον με πολλαπλούς χώρους, που θύμιζε λονδρένζικο disco club της δεκαετίας του ’80 γεμάτο χορευτές και vintage πινελιές. Neon φώτα, ποπ χρώματα, ντισκόμπαλες, καθρέφτες, χορευτικά κορμάκια, rolleys κι ένα άλλο αναφορές σε μια δεκαετία που άφησε για πάντα το στίγμα της στην ποπ κουλτούρα.

H Dua Lipa που συχνά βάλλεται από τα social media για τις μειωμένες χορευτικές της δυνατότητες, ξεπέρασε τον εαυτό της, δίνοντας ένα ολοκληρωμένο μουσικοχορευτικό show με απαιτητικές χορογραφίες και συνεχείς αλλαγές κοστουμιών. Το set list του Studio 2054 περιελάμβανε όπως ήταν αναμενόμενο κυρίως κομμάτια του νέου δίσκου ανοίγοντας τη συναυλία με το ομώνυμο τραγούδι «Future Nostalgia», ενώ πέραν από τα singles ερμήνευσε και τα «Cool» και «Pretty Please». Δεν μπορούσε φυσικά να μην ερμηνεύσει το τραγούδι που την καθιέρωσε το «New Rules» σε μια revamp εκδοχή.

excellentsquarepose 4 e1606588272178

Παράλληλα, εμφανίστηκαν μαζί της καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάστηκε φέτος για να ερμηνεύσουν μαζί τα κομμάτια τους: η Βελγίδα Angele για το γαλλοαγγλικό «Fever», οι J Balvin, Bad Bunny και Tainy για το λάτιν «Un Dia» και η Miley Cyrus (μέσω βίντεο) για το εθιστικό «Prisoner». Από τις guest εμφανίσεις που ξεχώρισαν ήταν ο Elton John (μέσω βίντεο) που ερμήνευσε το «Rocket Man» και η Kylie Minogue που ερμήνευσε το «Real Groove» και μαζί με την Dua το δικό της «Electricity». Η Dua είναι δηλωμένη φαν της Kylie και είχε εκφράσει σε συνεντεύξεις της από καιρό πως ήθελε να συνεργαστούν. Η πριγκίπισσα της ποπ κυκλοφόρησε πρόσφατα και τον δίσκο «Disco», άλλη μια μεγάλη κυκλοφορία που φέρνει τα 80s στα 20s. Από τις πιο σέξι εμφανίσεις ήταν αυτή της εναλλακτικής ποπ καλλιτέχνιδας FKA Twigs που ερμήνευσε το καινούργιο της τραγούδι «Why don’t you love me» κάνοντας ένα σέξι pole dancing.

Παρακολουθώντας τη συναυλία μέσω ίντερνετ, σκέφτομαι πως ήταν πράγματι μια ψυχαγωγική διέξοδος σε μια εγκλωβισμένη εποχή. Υπό άλλες συνθήκες μπορεί να μην είχαμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε όλους αυτούς τους ποπ καλλιτέχνες σε μια μόνο εκδήλωση και μάλιστα μ’ ένα οικονομικό εισιτήριο. Από την άλλη, χάνεται κάτι όταν παρακολουθείς ένα μουσικό γεγονός από το σπίτι σου, δεν έχεις τον παλμό ενός ζωντανού κοινού, δε νιώθεις τόσο άνετα να σηκωθείς να χορέψεις και δεν απολαμβάνεις τόσο τον ήχο ενός live show. Σίγουρα μια συναυλία μέσω ίντερνετ όπως το Studio 2054 έχει αρκετές ευκολίες, καθώς μπορείς να δουλέψεις τα visuals σου και να δείξεις μια πιο αψεγάδιαστη εμφάνιση, αλλά δεν είναι ισότιμη ενός Glastonbury ή κάποιου άλλου μεγάλου ή μικρού συναυλιακού γεγονότος.

Μετά από αυτή την ευχάριστη βραδιά, ας ευχηθούμε περισσότερες ζωντανές εμφανίσεις των αγαπημένων μας καλλιτεχνών το 2021.

Δείτε εδώ την πρόσφατη εμφάνιση της Dua Lipa στα American Music Awards: 

Η Χάρις Αλεξίου μπορεί να εγκατέλειψε το τραγούδι, αλλά φέτος πρωταγωνιστεί στη θεατρική παράσταση Μεταμφίεση του Β. Χατζηγιαννίδη στο Μικρό Παλλάς.

Η πολυαναμενόμενη παράσταση του Σταύρου Ράγια έκανε πρεμιέρα το Σάββατο 17 Οκτωβρίου στο Μικρό Παλλάς, εφαρμόζοντας το επιβεβλημένο πρωτόκολλο της πληρότητας 30%. Πρόκειται για την τρίτη θεατρική παράσταση στην οποία εμφανίζεται η Χάρις Αλεξίου μετά το Χειρόγραφο (2016, σκηνοθεσία: Γ. Νανούρης) και την Οπερέτα (2017, σκηνοθεσία: Ν. Καραθάνος). Η παράσταση πήρε παράταση μέχρι την Κυριακή 29 Νοεμβρίου καθώς οι πρώτες προγραμματισμένες παραστάσεις έγιναν sold-out σε λίγες μόλις μέρες.

Το κείμενο

Μία γυναίκα χωρίς όνομα, μέσα στην ησυχία του μικρού της κόσμου, μονολογεί. Η σημερινή μέρα δεν είναι τυχαία. Συμπληρώνονται κάποια χρόνια από το θάνατο ενός ανθρώπου που στάθηκε σημαντικός για τη ζωή της. Εκείνη δούλευε τότε ως νυχτερινή αποκλειστική του νοσοκόμα. Κι αυτός, λάτρευε να της μιλά με τις ώρες. Οι διηγήσεις του “Γέρου” της καθώς και μια εξωφρενική συγκυρία θα αλλάξει τα πάντα μέσα σε μια μέρα. Η ηρωίδα βλέπει το είδωλό της στον καθρέφτη αντεστραμμένο και δεν το αναγνωρίζει. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα από την πραγματικότητα, σκέφτεται. Ούτε και αλήθεια γίνεται να υπάρξει δίχως τη λάμψη μιας απάτης. Η ηρωίδα κάνει τον απολογισμό της ακροβατώντας επιδέξια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, ειλικρίνειας και παραπλάνησης, κωμικότητας και άκρως τραγικής μοναξιάς.

Το έργο Μεταμφίεση είναι το πρωτόλειο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2003 στο θέατρο Από Μηχανής σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάκου με ερμηνεύτρια τη Ράνια Οικονομίδου (Πολιτιστική Ολυμπιάδα). Η ίδια παράσταση παίχτηκε κι ένα χρόνο μετά στο Θέατρο οδού Κεφαλληνίας σε κοινή παράσταση με τις Ακόλαστες Εσπερίδες του Ανδρέα Στάικου κι ερμηνεύτρια την Μπέτυ Αρβανίτη αλλά και στο Θέατρο Ρεματιά στο Χαλάνδρι σε κοινή παράσταση με τον Περιπλανώμενο με το Μάνο Βακούση. Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μικρός Ιανός το 2005, με τον συγγραφέα ν’ αποκαλεί το έργο του «θεατρικό αφήγημα», όρος που νομίζω περιγράφει άψογα το ύφος του έργου. Φέτος, το έργο παρουσιάστηκε σ’ ένα μουσικοθεατρικό αναλόγιο από τη Βίκυ Καμπούρη στην Οικία Κατακουζηνού. Η παράσταση του Σταύρου Ράγια είναι η δεύτερη παράσταση του έργου σε διάστημα 17 χρόνων, ενώ βασίζεται στην ανέκδοτη ως τώρα β εκδοχή του κειμένου. Οι δύο εκδοχές έχουν μερικές ουσιώδεις διαφορές, που τροποποιούν τη δυναμική του έργου. Το νέο κείμενο αναμένεται να κυκλοφορήσει στον τρίτο τόμο των Θεατρικών Φύλλων μαζί με τα έργα Λάσπη και Πεταλούδα σε πηγάδι από τις εκδόσεις Το Ροδακιό.

alexiou 2 metamfiesi texnes plus

Η παράσταση

Ο Σταύρος Ράγιας σκηνοθετεί ένα από τα «μικρά» έργα του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη σε μια παράσταση μεγάλων προδιαγραφών. Πέρα από την κορυφαία Χάρις Αλεξίου, έχει δίπλα του μια ομάδα εξαιρετικών καλλιτεχνών: το μουσικό θεάτρου Άγγελο Τριανταφύλλου (Γκόλφω, Οπερέτα, Τρεις Αδερφές μεταξύ άλλων) και τον σκηνογράφο Ανδρέα Γεωργιάδη. Στην παράσταση του ξεχωρίζουν η επιλογή του ν’ αλλάξει το σκηνικό περιβάλλον του έργου, η νοσταλγική ατμόσφαιρα και φυσικά η πληθωρική παρουσία της Χαρούλας Αλεξίου.

Όσον αφορά τη διαχείριση του κειμένου, ο σκηνοθέτης προσπάθησε να το «ακούσει» δημιουργώντας εικόνες και δίνοντας έμφαση στη νοσταλγική του διάθεση. Δούλεψε πάνω σε μια νέα εκδοχή του κειμένου σε συνεργασία με τον συγγραφέα του έργου. Στη νέα εκδοχή, υπάρχουν μια επεξήγηση της «μεταμφίεσης» που η ηρωίδα την αποκαλεί κι ως «παραπλάνηση» -όρος που απουσίαζε στην πρώτη εκδοχή-, μια κωμικότροπη παράγραφος για τους 9 εραστές της ηρωίδας στα δύο χρόνια της κοινωνικής της αποστασιοποίησης και μια εμφατική παράγραφος για την ψευδή ταυτότητα της ηρωίδας πριν το φινάλε του έργου. Μια βασική διαφοροποίηση του σκηνικού κειμένου είναι ότι έχουν περάσει 20 κι όχι 5 χρόνια από το θάνατο του γέρου που περιέθαλπε και χάρης τον οποίο έγινε πάμπλουτη. Αυτή η μεγάλη χρονική απόκλιση πέραν του ότι εξυπηρετεί στη σύνδεση με την ερμηνευτική ηλικία της Αλεξίου, κάνει και τα γεγονότα που περιγράφονται στο έργο να βγάζουν μια μεγαλύτερη νοσταλγία στην ηρωίδα.

Στην απόδοση του σκηνικού χώρου συνέβη η μεγαλύτερη απόκλιση από το πρωτότυπο. Στο κείμενο περιγράφεται μια κρεβατοκάμαρα με μια τουαλέτα με μεγάλο καθρέφτη, ντουλάπα εντοιχισμένη κι ακριβά έπιπλα, που συνάδουν με την οικονομική κατάσταση της ηρωίδας. Βασική σκηνογραφική οδηγία είναι η φροντίδα της νοσηλευτικής της στολής, και τα μαύρα παπούτσια του πατέρα της. Στην παράσταση υιοθετήθηκε μια πιο πλαστική λύση, που διατηρεί μόνο την τουαλέτα από το κείμενο. Αντί για μεγάλο καθρέφτη έχουμε ένα μικρό καθρεφτάκι. Αντί για την επίδειξη πλούτου που υποδεικνυόταν στις σκηνικές οδηγίες, βλέπουμε ένα ολάνθιστο σκηνικό, γεμάτο από φυτά, τα οποία φροντίζει η ερμηνεύτρια καθόλη τη διάρκεια της παράστασης. Ο Ανδρέας Γεωργιάδης κατασκεύασε ένα μαγευτικό εικαστικό περιβάλλον, που αποπνέει ηρεμία και φρεσκάδα. Το πληθωρικό σκηνικό έδωσε τη δυνατότητα στην Αλεξίου να έχει μικροδράσεις στην σκηνή, ενώ περιγράφει τη μοναξιά της –γερασμένης πια- ηρωίδας. Η ερμηνεύτρια εμφανίζεται ντυμένη μ’ ένα μαύρο βελούδινο ένδυμα, ενώ ξεχωρίζουν τα σκουλαρίκια-πέρλες στ’ αυτιά της που συνάδουν με την οικονομική της επιφάνεια. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ωστόσο η απουσία της νοσηλευτικής της στολής ή του ζευγαριού μαύρων παπουτσιών. Η συγκεκριμένη απουσία θα μπορούσε να υποδηλώνει πως οι διηγήσεις της για τη δουλειά της ως αποκλειστική νοσοκόμα ή για την πλούσια ζωή της είναι κι αυτά «παραπλανήσεις».

Η Χάρις Αλεξίου έχει αδιαμφισβήτητα το χάρισμα της σκηνής. Άμα τη εμφανίσει, σε προσελκύει στο συναισθηματικό της κόσμο. Η ηρωίδα της ξεχειλίζει από συναισθηματισμό, μοναχικότητα και νοσταλγία για τα περασμένα. Η όλη της προσέγγιση φέρει ένα υλικό ιδιαιτέρως συγκινητικό, ενώ σε σημεία αυτοσαρκαστικό. Η συνολική ατμόσφαιρα της παράστασης, με την ερμηνεία της Αλεξίου, την μουσική του Τριανταφύλλου και το ονειρικό σκηνικό του Γεωργιάδη είναι νοσταλγική. Αισθάνομαι ωστόσο ότι οι χαρακτήρες του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη ακόμα κι αν αναφέρονται στο παρελθόν τους, εκφράζουν λιγότερο παθιασμένα τα συναισθήματά τους, ή τουλάχιστον τα περιορίζουν σε τμήματα του έργου. Αντίθετα, η Αλεξίου από την αρχή ως το τέλος της ερμηνείας της επικοινωνεί μια συγκινησιακή σχέση με τα περασμένα και τους ανθρώπους που φρόντιζε. Απουσιάζει εντελώς η κυνικότητα του χαρακτήρα, όταν αναφέρεται πχ στη βοήθεια των ασθενών να περάσουν στην απέναντι όχθη ή στη μετακόμισή της και την αλλαγή σχολείου για να μην ανακαλύψουν οι συμμαθητές της την πραγματική της ταυτότητα με αποτέλεσμα η ερμηνεία της να μοιάζει μονοδιάστατη.

Θα ήθελα να σταθώ στην ιδέα της Μεταμφίεσης. Η ηρωίδα που ερμηνεύει η Χάρις Αλεξίου είναι μια γυναίκα που έχει μάθει από τους γονείς της να μεταμφιέζεται σε κάτι άλλο. Όπως εξομολογείται η ίδια, αν και είναι από φτωχή οικογένεια, οι γονείς της την έντυναν με ακριβά ρούχα που δεν ταίριαζαν στο οικονομικό/κοινωνικό προφίλ τους και μάλιστα καμάρωναν γι’ αυτό. Με τον τρόπο τους, οδήγησαν την ηρωίδα να διαμορφώσει έναν ψευδή εαυτό, όπως θα έλεγε η Alice Miller, μια «μεταμφίεση». Όταν ξαφνικά η ηρωίδα θα γίνει πραγματικά πλούσια, θα έχει τη δυνατότητα ν’ αγοράζει ακριβά ρούχα και να έχει έναν πιο άνετο τρόπο ζωής, θα νοσταλγήσει τη δουλειά της στο νοσοκομείο. Η νοσταλγία δεν αφορά αποκλειστικά το εργασιακό περιβάλλον, αλλά συνάμα τη συνήθειά της να μεταμφιέζεται σε κάτι άλλο. Η ίδια παραδέχεται ότι δε γνωρίζει τον αληθή εαυτό της, και προτιμά να διατηρήσει τον ψευδή, κάνοντας πράγματα που έκανε όταν δεν ήταν πλούσια. Θέλει να γίνει μια άλλη. Είναι μια άλλη.

Εν κατακλείδι, η Μεταμφίεση του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη μετουσιώθηκε σε μια αισθητικά άρτια παράσταση όπου φέρει τη σφραγίδα της συγκινητικής και πληθωρικής παρουσίας της Χάρις Αλεξίου. Η Μεταμφίεση είναι μια από τις παραστάσεις που αξιόλογα εκπροσωπούν το λεγόμενο «εμπορικό» θέατρο κι είμαι σίγουρος πως θα επεκταθεί χρονικά στο θεατρικό γίγνεσθαι.

 Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

Το έργο «Three Blind Mice» ή «Mousetrap» της Αγκάθα Κρίστι έκανε πρεμιέρα ως ραδιοφωνικό θεατρικό έργο (σε μια αρχική μικρή έκταση) το 1947 στο BBC. Ένα χρόνο μετά, κυκλοφόρησε με τη μορφή νουβέλας μαζί με άλλα έργα της συγγραφέως. Στις 6 Οκτωβρίου 1952 ανέβηκε για πρώτη φορά ως πλήρες θεατρικό έργο στο West End του Λονδίνου σε σκηνοθεσία του Peter Cotes κάνοντας μια επιτυχία που ούτε η ίδια η συγγραφέας δεν την περίμενε. Το Mousetrap αποτελεί τη μακροβιότερη παράσταση έργου που ανέβηκε για πρώτη φορά, αφού από το 1952 έως το Μάρτιο του 2020 που το West End έκλεισε για πρώτη φορά στην ιστορία του λόγω Covid-19 ανεβαίνει ακατάπαυστα –με αλλαγές φυσικά στους συντελεστές του- αγγίζοντας το ιστορικό ρεκόρ των 27.500 παραστάσεων για μία παραγωγή. Το έργο έχει πάρει το όνομά του από το παιδικό τραγούδι «Three Blind Mice» με μακάβριο περιεχόμενο: (σε απόδοση) «Τρία τυφλά ποντίκια, τρία τυφλά ποντίκια. Δες πως τρέχουν, δες πως τρέχουν. Τρέχουν αφότου η σύζυγος του αγρότη τους έκοψε τις ουρές μ’ ένα αιχμηρό μαχαίρι. Έχεις ξαναδεί ένα τέτοιο θέαμα;» Στο πρωτότυπο έργο ο τίτλος «Three Blind Mice» μπορεί να λειτουργήσει άψογα γιατί το τραγούδι αυτό υπάρχει ως πολιτιστικό βίωμα και ταυτόχρονα περιλαμβάνει τους τρεις θανάτους που πρόκειται να συμβούν στο έργο. Στα ελληνικά το έργο δεν μπορεί παρά να μεταφραστεί ως Ποντικοπαγίδα. Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται σε μια απομονωμένη πανσιόν μιας επαρχίας, την ώρα που το χιόνι πέφτει πυκνό. Οκτώ ήρωες, που όλοι τους κρύβουν ένα μυστικό, βρίσκονται αντιμέτωποι με σκληρές αλήθειες και επικίνδυνα ψέματα. Ποιος είναι ο δολοφόνος ανάμεσά τους; Θα σας έγραφα, αλλά η παράκληση της γιαγιάς Αγκάθα είναι να το κρατήσουμε μυστικό από όσους θα μπορούσαν να είναι οι επόμενοι θεατές της παράστασης.

pontikopagida 2 texnes plus

Η παράσταση

Η Ποντικοπαγίδα ανεβαίνει σε μετάφραση Αντώνη Γαλέου και σκηνοθεσία/δραματουργική επεξεργασία της Κίρκης Καραλή στο θέατρο Νέος Ακάδημος. Όπως αποφαίνεται κι από το δελτίο τύπου, δεν έχουμε μια απλή μετάφραση του έργου αλλά προσαρμογή αυτού στα καθ’ ημάς. Η σκηνοθέτης μεταφέρει την πλοκή του έργου από μια αγγλική επαρχία τη δεκαετία του ’40, σε μια ελληνική (κοντά στο Πόρτο Γερμενό) στις αρχές της δεκαετίας του ’90, «προτού μπουν τα κινητά τηλέφωνα στις ζωές μας». Η πλοκή εκτυλίσσεται σε μια πανσιόν, ένα παλιό αγροτικό σπίτι δηλαδή που έχει μετατραπεί σ’ έναν φιλόξενο ξενώνα. Μια βασική επιλογή κατά την προσαρμογή του έργου είναι η αντικατάσταση των ονομάτων των ηρώων από τα πραγματικά ονόματα των ηθοποιών, ενώ αρκετοί από αυτούς έχουν κι ένα δεύτερο πλαστό όνομα. Η επιλογή των πραγματικών ονομάτων δίνει μια μεταδραματική διάσταση στην παράσταση, σαν οι ηθοποιοί να υποδύονται τους χαρακτήρες του έργου. Φυσικά η προσαρμογή δεν περιορίζεται εκεί: έχουμε δραχμές, ΚΤΕΛ κι άλλες μικρολεπτομέρειες που δίνουν την ψευδαίσθηση πως βρισκόμαστε πράγματι σε μια επαρχία λίγα χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα. Αυτό που δεν μπορεί ν’ αποδοθεί και σημαίνει κάτι είναι το παιδικό τραγουδάκι που συνδέεται με την υπόθεση. Προσωπικά, προτιμώ μέσα από ένα έργο να μεταφέρομαι κάπου αλλού, από το να μεταφέρεται το έργο στο δικό μου «χώρο», αλλά είναι μια αισθητική επιλογή που υποστηρίχτηκε από την παράσταση.

Η Κίρκη Κάραλη έχει στήσει μια καλή παράσταση με ρετρό χαρακτήρα, έχοντας στη διάθεσή της μια πλειάδα δημοφιλών ηθοποιών. Προσπάθησε να υποστηρίξει μια ρεαλιστική γραμμή, ενώ έχει δώσει έμφαση στην κωμική πλευρά των χαρακτήρων. Σε αρκετά σημεία έχει παρασυρθεί σε παλιές σκηνοθετικές πρακτικές, όπως την αξιοποίηση των φωτισμών για τις αλλαγές των σκηνών ή για την τόνωση του σασπενς, τις mises-en-scene και μελοδραματισμούς. Κατάφερε όμως να δημιουργήσει μια καλοστημένη παράσταση με καθαρή αισθητική και ορισμένες εξαιρετικές ερμηνείες.

Ο all-star θίασος της παίρνει πάνω του το προσαρμοσμένο έργο της Αγκάθα Κρίστι και δείχνει να «απολαμβάνει» τους χαρακτήρες του έργου και τις διπλές τους ταυτότητες. Καθώς ο κάθε ηθοποιός φέρει το όνομά του στην σκηνή, θα γράφουμε σε παρένθεση το όνομα του πραγματικού χαρακτήρα για να μην υπάρξει σύγχυση ανάμεσα στον χαρακτήρα και στον ηθοποιό. Ο Αποστόλης Τότσικας (Giles Ralston) κι η Δανάη Λουκάκη (Molly Ralston) υποδύονται το αντρόγυνο Τότσικα, ιδιοκτήτες της πανσιόν «Το χάνι του Λουκάκη» όπου λαμβάνει χώρα η δράση της παράστασης. Η Λουκάκη δίνει μια ιδιαιτέρως συναισθηματική κυρία Τότσικα, αποτελώντας τον «θετικό» χαρακτήρα της παράστασης. Η Ράνια Οικονομίδου (Mrs Boyle) υποδύεται μια στυφνή δικαστικό, βγάζοντας έναν οξύ σαρκασμό προς τους υπόλοιπες χαρακτήρες. Η ηθοποιός δίνει μια από τις πιο κωμικές ερμηνείες της σ’ έναν από τους πιο «αντιπαθητικούς» χαρακτήρες του έργου. Ο Ερρίκος Λίτσης (Major Metcalf) υποδύεται έναν απόστρατο ταξίαρχο που «παρακολουθεί» από απόσταση τα τεκταινόμενα. Η Μαρία Κωνσταντάκη (Miss Casewell) υποδύεται μια ανδροπρεπή γυναίκα που έχει ζήσει μεγάλο μέρος της ζωής στο εξωτερικό. Δε μου άρεσε καθόλου η στερεοτυπική διαχείριση του αντρογυνισμού, με μια «βαριά» περπατησιά, προσποιητή φωνή και η έκφραση του ερωτικού ενδιαφέροντος προς την κυρία Τότσικα. Το συνολικό στήσιμο του χαρακτήρα κάνει την σεξουαλική ταυτότητα της ηρωίδας να δείχνει καρικατούρα, και ξεφεύγει από τη διακριτική πένα της Αγκάθα Κρίστι. Πιο συναισθηματική και φυσική φαίνεται στο φινάλε της, στο σημείο-τομή της παράστασης. Παρόμοιες ενστάσεις είχαμε για τον Έλληνα του εξωτερικού Τζόζεφ, που υποδύθηκε ο Σήφης Πολυζωίδης (Mr Paravicini). Ο αινιγματικός απρόσκλητος επισκέπτης φαίνεται αρχικά ως ένας ευχάριστος Έλληνας που λόγω της παραμονής του στο εξωτερικό μιλάει σπαστά ελληνικά, με μια γλωσσική απόδοση που θυμίζει ξεπερασμένες καλλιτεχνικές επιλογές, ενώ στο «σπάσιμο» της συνθήκης του χαρακτήρα, όταν αποκαλύπτεται η ταυτότητά του φαίνεται αφύσικα απότομη η αλλαγή, δείχνοντας αμετροέπεια. Για να λειτουργήσει η αστυνομική συνθήκη και το παιχνίδι των διπλών ταυτοτήτων χρειάζεται περισσότερη προσοχή στο μέτρο. To ατού του έργου είναι πως όλοι οι χαρακτήρες δυνητικά θα μπορούσαν να είναι ο δολόφονος.

Ξεχωρίσαμε τον περσινό νικητή του βραβείου Χορν Μιχάλη Συριόπουλο και τον Αλέξανδρο Βάρθη. Ο Μιχάλης Συριόπουλος (Christopher Wren) ήταν η έκπληξη της διανομής για εμένα, αφού μετά από έναν πολύ «μάτσο» χαρακτήρα στην Αρχή του Αρχιμήδη, υποδύεται και μάλιστα πολύ απολαυστικά τον queer κι χαρακτήρα. Έχω δει σε 4 παραστάσεις τον Μιχάλη Συριόπουλο κι έχω δει τέσσερις εντελώς διαφορετικές σκηνικές περσόνες, ο τρόπος που δουλεύει κι αποδίδει επί σκηνής είναι αξιοθαύμαστος. Εδώ, ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου του όπως είναι το ψευδώνυμο του χαρακτήρα του –ο αρχιτέκτονας του Αρσάκειου- είναι ο πιο ενδιαφέρων κι εκκεντρικός χαρακτήρας της διανομής. Με μια γενικά ευχάριστη και queer παρουσία και πολλές μικρές ψυχοσωματικές εκρήξεις, δίνει μια καλοδουλέμενη εύθραυστη ερμηνεία που ελίσσεται ανάμεσα στους φαινομενικά «άκαμπτους» υπόλοιπους χαρακτήρες.

pontikopagida 3

Ο Αλέξανδρος Βάρθης (Detective Sergeant Trotter) εμφανίζεται στην σκηνή με το ψευδώνυμο Νίκος Πουρσανίδης (το όνομα του ηθοποιού με τον οποίο μοιράζεται το ρόλο σε διπλή διανομή). Για το μεγαλύτερο μέρος της σκηνικής του παρουσίας, εμφανίζεται ως ένας σχολαστικός αστυνομικός που παρατηρεί τους χαρακτήρες και τους φέρνει σταδιακά αντιμέτωπους με τις κρυφές τους αλήθειες. Παγερός και τυπικός ως αστυνομικός, δίνει ένα ρεσιτάλ στο αποκορύφωμα της παράστασης, όταν από παρατηρητής γίνεται ο καταλύτης του έργου, κι ενάγει το έργο της Αγκάθα Κρίστι σε αριστούργημα.

pontikopagida texnes plus3

Το θέατρο Νέος Ακάδημος έχει μετατραπεί σε μια vintage πανσιόν (σκηνικά: Άση Δημητροπούλου), με ταπετσαρίες στους τοίχους, όχι μόνο στην σκηνή, αλλά και στα πλαϊνά θεωρεία, αναπαριστώντας τα δωμάτια των ενοίκων-ηρώων. Το βασικό σκηνικό είναι ένας πράσινος δερμάτινος καναπέ που αποτελείται από 3 μέρη κομμάτια και στην εξέλιξη του έργου τα τμήματα χωρίζονται. Ο καναπές κρύβει αντικείμενα μέσα στο εσωτερικό του, χαρακτηριστικό που δεν αξιοποιήθηκε αρκετά από την σκηνοθεσία. Το σκηνικό συμπληρώνεται από ρετρό σκηνικά αντικείμενα όπως το ραδιόφωνο, λάμπες, έναν καλόγερο με πανωφόρια κι έναν πολυέλαιο. Ο πολυέλαιος «καταπίνεται» από τα φώτα του θεάτρου, στη θέση που βρίσκεται. Θα λειτουργούσε περισσότερο αν είχε διαφορετική θέση, ίσως μια πιο κεντρική και χαμηλή αν δεν παρεμποδίζει τη δράση των ηθοποιών. Εξαιρετική δουλειά έχει γίνει στα κοστούμια της παράστασης, στα χτενίσματα των ηθοποιών (hairstyling: Κέλλυ Καλογεροπούλου) και στο μακιγιάζ τους (Ελίνα Μαυράκη).

Συνολικά, η παράσταση Ποντικοπαγίδα της Κίρκη Κάραλη είναι μια δυνατή στιγμή για το θέατρο Νέος Ακάδημος, και μια σκηνική απόδοση του κλασικού αριστουργήματος που λειτουργεί κι αποδίδει. Παρά τις μεμονωμένες μας ενστάσεις, έχουμε να κάνουμε με μια καλή εμπορική παράσταση, που αναμένεται να κρατήσει το ενδιαφέρον του κοινού αμείωτου. Ο δολοφόνος τελικά είναι … θα κρατήσω το μυστικό σου γιαγιά Αγκάθα.

Υ.Γ. Την εβδομάδα που μας πέρασε τα θέατρα άνοιξαν δειλά-δειλά τις πλατείες τους για το θεατρόφιλο κοινό, που έσπευσε να στηρίξει τις παραστάσεις που έκαναν πρεμιέρα, γεμίζοντας το επιτρεπτό όριο καθισμάτων. Η ανταπόκριση του κοινού και η διαχείριση της πανδημίας από μέρους των παραγωγών και των συντελεστών του θεάτρου ήταν ιδιαιτέρως συγκινητικές. Βρισκόμαστε όλοι μπροστά σε κάτι πρωτόγνωρο αλλά όλοι μαζί μπορούμε να κρατήσουμε τα θέατρά μας ανοιχτά. Ενδεικτικά ν’ αναφέρω, ότι το προσωπικό του Ακάδημου, μας τοποθέτησε με πλάνο στα καθίσματα, αποστάσεις τόσο στην αναμονή, όσο και κατά την είσοδό μας στο θέατρο, ενώ ακόμα κι η έξοδος μας έγινε ανά τμήματα κι ανά σειρές. Φυσικά η παράσταση δεν είχε διάλειμμα, σεβόμενη τα πρωτόκολλα του Υπουργείου. Το 30% δε φαίνεται βιώσιμο για κανέναν που εργάζεται στο θέατρο, μα σαν εξωτερικός παρατηρητής θέλω να ελπίζω πως είναι μια πρόγευση από μια πιο πληθωρική σεζόν, όταν περάσουμε σε «ασφαλέστερα» επιδημιολογικά νούμερα. Αυτό που σαν θεατής είδα στις 3 παραστάσεις που παρακολούθησα αυτή την εβδομάδα, είναι ότι στο θέατρο τηρούνται με ευλάβεια όσα έχουν ζητηθεί από το Υπουργείο κι από τις κοινωνικές περιστάσεις και σίγουρα είναι πιο ασφαλή από τα ΜΜΜ, όπου ακόμα στοιβαζόμαστε σαν σαρδέλες σε κονσέρβα, με αρκετούς επιβάτες να μη φοράνε μάσκα, παρά τους τακτικούς ελέγχους της Αστυνομίας.

Από αύριο Πέμπτη 15 Οκτωβρίου, θα είναι διαθέσιμη στο κοινό μια σημαντική έκθεση για τον Ιώνα Δραμούμη στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.

Το 2020 συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη δολοφονία του Δραγούμη, οπότε ήταν μια καλή αφορμή για να παρουσιαστεί η συγκεκριμένη έκθεση που σκοπό έχει να δείξει μια πληθώρα πλευρών της σπουδαίας πολιτικής προσωπικότητας. Η έκθεση παρουσιάζεται στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, στο Κολωνάκι και θα διαρκέσει τρεις μήνες, ενώ τηρούνται όλες οι ισχύουσες διατάξεις για τους κλειστούς πολιτιστικούς χώρους. Περιλαμβάνει ένα πλούσιο υλικό με σπάνιες φωτογραφίες, επιστολές, ημερολόγια, προσωπικές γραφές από την παιδική του ηλικία, εφημερίδες αλλά και κειμήλια από την παιδική του ηλικία μέχρι την κηδεία του. Μια ενδιαφέρουσα προσθήκη της έκθεσης είναι η κλασσική μουσική μ’ επιλογές κομματιών που είχε σημειωμένα στο ημερολόγιο του. Ο ίδιος είχε μια άριστη και πολυεπίπεδη παιδεία, ενώ σταδιακά συνδέθηκε με το Δημοτικισμό του Ψυχάρη.

Η βασική διάστασή του με τον Βενιζέλο ήταν γεωπολιτικού κι ιδεολογικού χαρακτήρα, με τον Βενιζέλο να ήταν υπέρ της Μεγάλης Ιδέας, που είχε επεκτατικές βλέψεις προς την Ανατολή και τον Δραγούμη να ήταν κατά των πολεμικών συρράξεων πιστεύοντας σ’ ένα ομόσπονδο Οθωμανικό κράτος. «Ξεχνούμε πως η Ανατολή είναι η κοιτίδα μας, λησμονούμε πως είμαστε Ανατολίτες, ξιπαζόμαστε από τους Φράγκους» (Ίων Δραγούμης, Νοέμβριος 1915)

Στις 31 Ιουλίου 1920, ο Ίων Δραγούμης (1878-1920) άφησε την τελευταία του πνοή στη Λεωφόρο Κηφισίας. Διπλωμάτης, συγγραφέας, διανοητής, οραματιστής, ανήσυχο και επαναστατικό πνεύμα, ο Δραγούμης εξιδανικεύτηκε στη νεοελληνική συνείδηση λόγω του άωρου θανάτου του. Δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από τους πολιτικούς του αντιπάλους, μια ημέρα μετά από τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Παρίσι.

Το 1959 ο αδελφός του Φίλιππος δώρισε στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών (ΑΣΚΣΑ) το πλούσιο αρχείο της οικογένειας Δραγούμη, συμπεριλαμβανομένου του αρχείου του Ίωνος. Στη δωρεά προστέθηκε ο όρος ότι το αρχείο του Ίωνος θα παρέμενε κλειστό στους ερευνητές «μέχρι την επόμενη γενιά». Μετά τον θάνατο του Φιλίππου Δραγούμη το 1980, η οικογένεια επέτρεψε την πρόσβαση στο αρχείο σε επιλεγμένους ερευνητές, ώστε να αρχίσει η έκδοση των προσωπικών ημερολογίων του Ίωνος. Το 2000, με τη συμπλήρωση ογδόντα χρόνων από τη δολοφονία του Ίωνος και με την ολοκλήρωση της ταξινόμησης του αρχείου, επετράπη η ελεύθερη πρόσβαση των ερευνητών σε αυτό. Σήμερα μεγάλο τμήμα του αρχείου έχει ψηφιοποιηθεί και είναι προσβάσιμο μέσω του διαδικτύου.

 

Στην έκθεση Ίων Δραγούμης: Στο Μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης. Εκατό Χρόνια από τη Δολοφονία του που διοργανώνεται από το Τμήμα Αρχείων της ΑΣΚΣΑ, παρουσιάζεται για πρώτη φορά άγνωστο και σπάνιο υλικό από το προσωπικό αρχείο του Δραγούμη, οργανωμένο σε δεκατρείς θεματικές ενότητες που καλύπτουν το σύνολο της ζωής του: Οικογενειακό Περιβάλλον, η Γεωγραφία της Ζωής του, η Δράση του στη Μακεδονία, «Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως», το Κίνημα του Νεο-ελληνισμού στην Τουρκία, Κοινοτισμός, Μεταξύ Μεγάλης Ιδέας και Ανατολικής Ομοσπονδίας, από τη Βουλή στην Εξορία, μια Απόπειρα και μια Δολοφονία, Λατρεμένη Ύπαρξη, Δραγούμης ο Διανοούμενος, Αποτίμηση, Μέχρι την Επόμενη Γενιά.

 

Η Μεγάλη (Ανατολική) Ιδέα του Δραγούμη αλλά και η διαφωνία του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως προς τους όρους συμμετοχής της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο θα έχουν ως συνέπεια την εξορία του στην Κορσική και την Σκόπελο (1917-1919). Φωτογραφίες από την εξορία, το υπόμνημα που υπέβαλε ο Δραγούμης από την Κορσική στη Σύνοδο της Ειρήνης στο Παρίσι (1919), αλλά και ο Τύπος της εποχής ανασυνθέτουν την κρίσιμη για την Ελλάδα περίοδο μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην ενότητα που αφορά στη δολοφονία του Ίωνος εκτίθεται υλικό από το οικογενειακό αρχείο των Δραγούμηδων, όπως φωτογραφίες, αποκόμματα εφημερίδων, επικήδειες κορδέλες και σχέδια της αναθηματικής στήλης που στήθηκε λίγο μετά τον θάνατό του επί της Βασιλίσσης Σοφίας, κοντά στο σημείο της δολοφονίας του.

Σημείωση: Στις 15 Οκτωβρίου, στις 7μμ, σε διαδικτυακή παρουσίαση της ΑΣΚΣΑ (https://www.ascsa.edu.gr/events/details/ion-dragoumis-100-years-after-his-assasination) , ο Roderick Beaton, καθηγητής νεοελληνικής ιστορίας και λογοτεχνίας στο King’s College στο Λονδίνο, θα παρουσιάσει ομιλία με τίτλο: «Ένα θύμα της εποχής του: Ο Ίων Δραγούμης και ο αγώνας για την Εθνική Ψυχή της Ελλάδας».

Info:

Διάρκεια έκθεσης: 15 Οκτωβρίου 2020 – 15 Ιανουαρίου 2021

Οργάνωση: Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, Τμήμα Αρχείων

Επιμέλεια: Ναταλία Βογκέικωφ-Brogan, Ελευθερία Δαλέζιου, Λήδα Κωστάκη, Νατάσα Λαιμού,
Αλέξης Μάλλιαρης

Χώρος: Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, Πτέρυγα Ι. Μακρυγιάννη, Σουηδίας 54, Κολωνάκι

Ώρες Λειτουργίας: Τετάρτη & Παρασκευή 11:00-16:00 | Πέμπτη 16:00-20:00 | Σάββατο 12:00-17:00

Επικοινωνία: Ναταλία Βογκέικωφ-Brogan, Υπεύθυνη Αρχείων Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών (Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.)

 

*Οι φωτογραφίες είναι από το Αρχείο Ίωνος Δραγούμη, Τμήμα Αρχείων, Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα

 

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

Η πολυαναμενόμενη παράσταση του Αργύρη Πανταζάρα βασισμένη στο κλασσικό αριστούργημα του Σαίξπηρ έκανε πρεμιέρα εχτές Τρίτη 13 Οκτωβρίου.

Η παράσταση ήταν αρχικά προγραμματισμένη ν’ ανέβει στο Πορεία την περασμένη άνοιξη, αλλά λόγω προληπτικών μέτρων για τον Covid-19 αναβλήθηκε μέχρι τώρα. Τα κλειστά θέατρα ανοίγουν ξανά μετά από 8 μήνες, με πληρότητα (για την Αττική) στο 30% των θέσεων κι εμείς δε βλέπουμε την ώρα να δούμε (με μάσκα) ενδιαφέρουσες παραστάσεις. Το θέατρο μας χρειάζεται όλους αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Η δραματουργία της παράστασης (Θεοδώρα Καπράλου) είναι βασισμένη στο έργο Ρωμαίος κι Ιουλιέτα του Σαίξπηρ, σε μετάφραση Β. Καρθαίου. Ο Αργύρης Πανταζάρας σκηνοθετεί την παράσταση και μοιράζεται την σκηνή με την Έλλη Τρίγγου.

Υπόθεση: Δύο αιώνια έφηβοι ερωτεύονται σε ένα πάρτυ μεταμφιεσμένων. Ονειρεύονται, δραπετεύουν από τη ζωή, και συνομιλούν με τον θάνατο! Σε έκσταση, υπό την επήρεια του έρωτα. Εισβάλουν στο θέατρο. Έχουν για φυλαχτό το έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» και είναι «βαριά οπλισμένοι» με όλα τα καταδικασμένα ζευγάρια του Σαίξπηρ. Ζευγάρια που έρχονται αντιμέτωπα με τον έρωτα, τον όρκο, την απόρριψη, και τον θάνατο. Δυο παιδιά που ήθελαν να χτίσουν τον δικό τους κόσμο και να δραπετεύσουν από αυτόν! Με δυο λόγια: οι ηθοποιοί της παράστασης υποδύονται δύο ερωτευμένους ηθοποιούς που υποδύονται το Ρωμαίο και την Ιουλιέτα.

Η παράσταση

Η νέα δουλειά του Αργύρη Πανταζάρα και της ομάδας του Momentum, καταπιάνεται μ’ ένα κλασσικό έργο της παγκόσμιας δραματουργίας. Πρόκειται για μία παράσταση εν θεάτρω, με δύο πρωταγωνιστές που έχουν εκρηκτική χημεία. Η Θεοδώρα Καπράλου απομόνωσε τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες του πρωτοτύπου και συνέθεσε μια δραματουργία, όπου δύο ερωτευμένοι προσπαθούν να ζήσουν και να δημιουργήσουν μαζί, μοιάζουν όμως παγιδευμένοι στα αρχέτυπά τους. Η σκηνική δραματουργία εστιάζει στις ερωτικές σχέσεις με τα πάνω και τα κάτω τους, την ανθρώπινη επικοινωνία αλλά και το θάνατο. Οι σαιξπηρικοί χαρακτήρες αποτέλεσαν απλώς τον καμβά πάνω στον οποίο η Καπράλου συνέθεσε δικό της σκηνικό κείμενο. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η σχέση των δύο ηρώων, που περνά από διάφορες ποιότητες και συναισθηματικές καταστάσεις, με δύο υπέροχους ρομαντικούς μονολόγους. Ωστόσο, σε ορισμένα σημεία φαίνονται οι «ραφές» του δικού της κειμένου πάνω στα αποσπάσματα της μετάφρασης του Καρθαίου, σαν οι ήρωες να «προσπαθούν» εναγωνιωδώς να μπουν στον κόσμο του Σαίξπηρ.

Το This is NOT Romeo and Juliet, όπως εμφαίνεται και στον τίτλο, δεν είναι άλλο ένα ανέβασμα του Ρωμαίος κι Ιουλιέτα, αλλά μια προσωπική διερεύνηση πάνω στα μεγάλα θέματα που θίγονται στο έργο, τον έρωτα, το μίσος, το φόβο του θανάτου. Από ένα σημείο και μετά, δεν μας ενδιαφέρει τόσο ο Σαίξπηρ, όσο η σχέση που διαγράφεται επί σκηνής. Ίσως και οι χαρακτήρες-ηθοποιοί του κειμένου να μην θέλουν να ζήσουν σαν τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, αλλά να χαράξουν μια σχέση που θα διαρκέσει, ενώ τόσο ο Έρωτας όσο κι ο Θάνατος φαίνονται να τους προκαλούν δέος. Μια άλλη παράσταση που ανακαλούμε αφού δούλεψε προς αυτή την κατεύθυνση ήταν το Ρωμαίος κι Ιουλιέτα για 2 της Ομάδας Ιδέα. Σ’ εκείνη την περίπτωση όμως είχαμε δύο ηθοποιούς που ερμήνευαν όλους τους ρόλους του έργου, αξιοποιώντας διάφορα σκηνικά αντικείμενα και είδη θεάτρου. Εδώ, εστιάζουμε αποκλειστικά στους δύο κεντρικούς χαρακτήρες και υπάρχει μια δραματουργική εξερεύνηση πίσω από αυτούς.

PAN201003 5DB 1345.jpg.1920x1080 q85

Ο Αργύρης Πανταζάρας κι η Έλλη Τρίγγου μοιράζονται την σκηνή κι η σκηνική τους χημεία είναι αξιοθαύμαστη. Η ερμηνεία τους έχει μια αμεσότητα, γνησιότητα και μια έντονη σωματικότητα (κίνηση: Κωνσταντίνος Παπανικολάου). Η σκηνοθεσία του Πανταζάρα, αξιοποιεί τα διάφορα επίπεδα του σκηνικού χώρου, παίζοντας με την ιδέα των διάφορων επιπέδων που μπορεί να πάρει μια σχέση. Τα σχήματα του Σαίξπηρ (μπαλκόνι, τάφοι, ιερότητα της πρώτης αγάπης) αλλάζουν δομή, μα διατηρούν το περιεχόμενό τους. Από τις στιγμές της παράστασης που ξεχωρίσαμε ήταν ένα τρίλεπτο χωρίς λόγο, όπου οι δύο ηθοποιοί «εξερευνούν» ο ένας το σώμα του άλλου. Η σκηνή αυτή ξεχείλιζε από ερωτισμό και συναίσθημα χωρίς ούτε μια στάλα γυμνού κι αυτό είναι πάντα υπέροχο όταν συμβαίνει. Μια άλλη δυνατή στιγμή ήταν ο συγκινητικός μονόλογος του ηθοποιού (Πανταζάρας) όταν νόμιζε πως η κοπέλα του πέθανε. Η γνησιότητα κι η ένταση των συναισθημάτων που περιγράφονται, μπορούν άνετα να σταθούν δίπλα στη λυρικότητα του Σαίξπηρ.

Το σκηνικό της Δήμητρας Ζίγκαρις είναι εξαιρετικής αισθητικής: ένα πολυμορφικό σκηνικό, όπου κάθε του κυψέλη ανοίγει και δίνει μια νέα συμβολική έννοια, με κρυφούς φωτισμούς, καθρέφτες, κισσούς. Οι διαφορετικές όψεις που παίρνει το σκηνικό κατά τη διάρκεια της παράστασης, θα μπορούσαν ν’ αναπαριστούν και τα διαφορετικά στάδια μιας ανθρώπινης σχέσης. Η όψη του σκηνικού θυμίζει ένα διαμάντι, με τους κρυμμένους καθρέφτες και την αντανάκλαση του φωτός (Σάκης Μπιρμπίλης) να το κάνει να λάμπει. Ανάλογη δουλειά έχει γίνει στα κοστούμια της παράστασης (Λίνα Σταυροπούλου και Τζίνα Ηλιοπούλου): οι δύο ηθοποιοί εμφανίζονται μ’ ένα σχεδόν αθλητικό ντύσιμο που θυμίζει ρούχα πρόβας, ενώ σταδιακά προσθέτουν αξεσουάρ που τους «μεταμορφώνουν» στα αρχέτυπά τους. Ο τρόπος που ενδύονται επί σκηνής, μια τεχνική αποστασιοποίησης, συνάδει με την κατασκευή μιας παράστασης θέατρο εν θεάτρω. Είναι πολύ ελκυστικό το πώς περνούν οι ηθοποιοί από τη μεταξύ τους σχέση στη συνθήκη της παράστασης. Η μουσική του Γιώργου Πούλιου συνδιαμορφώνει ένα περιβάλλον που όσο σαγηνευτικό κι αν είναι, έχει τις ρωγμές του. Οι φωτογραφίες για την παράσταση είναι του Νίκου Πανταζάρα.

 Η παράσταση This is NOT Romeo and Juliet δικαίωσε την αναμονή μας κι αποτελεί μια πολύ καλαίσθητη δουλειά που με αφορμή την παρακαταθήκη του Σαίξπηρ, καταθέτει μια πρωτότυπη σκηνική δραματουργία. Οι δύο πρωταγωνιστές Πανταζάρας και Τρίγγου όπως και το σκηνικό της παράστασης, λάμπουν σαν δύο ακατέργαστα διαμάντια.

φωτογραφίες: Ρίτα Τσέλα

Την Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου παρακολουθήσαμε την παράσταση Βάκχες σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη στο Ηρώδειο.

Ο Χρήστος Σουγάρης τα τελευταία χρόνια δείχνει μια στοχευμένη αισθητική προτίμηση προς το αρχαίο δράμα. Μετά τις πολυσυζητημένες παραστάσεις «Αίας» και «Οιδίποδας», επέλεξε για το φετινό (δύσκολο) καλοκαίρι τις Βάκχες του Ευριπίδη καταθέτοντας μάλιστα μια διαφορετική πρόταση στο τραπέζι. Οι Βάκχες μπορεί να ήταν το τελευταίο σωζόμενο δράμα του Ευριπίδη –παίχτηκε μάλιστα το 407 π.Χ. μετά το θάνατο του Ευριπίδη- αλλά η υπόθεση του ανατρέχει πριν την γέννηση της τραγωδίας, και έχει γνήσιο διονυσιακό περιεχόμενο αφού αναφέρεται στη λατρεία του Βάκχου.

vakxes

Οι Βάκχες στον 21ο αιώνα

Τη θεατρική δεκαετία που συμπληρώνεται αυτό το καλοκαίρι είχαμε αρκετές και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους σκηνοθετικές προτάσεις γύρω από το ανέβασμα των Βακχών και σε βάθος χρόνου νομίζω μπορούν να εκτιμηθούν σε μια συγκριτική ερμηνευτική ανάλυση. Πρόκειται για ένα έργο μάλιστα που είναι ιδιαιτέρως δεκτικό στα διαφορετικά ανεβάσματα, παραμένοντας ωστόσο κάτι το «ρευστό» και το χιμαιρικό. Από την πολυσυζητημένη εμφάνιση του Σάκη Ρουβά ως Διόνυσο στην παράσταση του Δημήτρη Λιγνάδη (2013) για την οποία μάλιστα τιμήθηκε και το βραβείο Κάρολος Κουν, μέχρι τις Βάκχες δωματίου του Έκτορα Λυγίζου (Υπόγειο Θεάτρου Νέου Κόσμου, 2013) κι από τις «θρακιώτικες» Βάκχες σε σκηνοθεσία Τάσου Ράτζου του ΚΘΒΕ το 2006 μέχρι τον «γυναικείο» Διόνυσο της Αγλαΐας Παππά στην παράσταση της Μπρούσκου στην Επίδαυρο (2014), είχαμε την ευκαιρία να «βακχευτούμε» και να ξαναγνωρίσουμε την αγαπημένη ευριπίδεια τραγωδία. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσίασε και η ροκ εκδοχή από τον Άρη Μπινιάρη πριν δύο χρόνια στην Στέγη με πρωταγωνιστές τους Χρήστο Λούλη, Γιώργο Γάλλο και Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, που είχαμε την ευκαιρία να ξαναδούμε εν μέσω καραντίνας στο επίσημο κανάλι της Στέγης στο youtube. Κορυφαία βέβαια στιγμή και η ιστορική παράσταση Βάκχες από την ομάδα του Θεοδώρου Τερζόπουλου (1986) που έχει κινηματογραφηθεί και κυκλοφορήσει, ενώ προβλήθηκε και το 2017 στην dubitanda. Τι είδαμε όμως φέτος από το Χρήστο Σουγάρη;

Οι Βάκχες του Χρήστου Σουγάρη

O Σουγάρης επέλεξε μια κωμικοτραγική γραμμή στο ανέβασμα των Βακχών, τοποθετώντας τη δράση σε μια παρηκμασμένη παιδική χαρά, κι αναδεικνύοντας το κομμάτι της τρέλας, που είναι εγγενές στην βακχεία. Σε αυτό το πλαίσιο, απέδωσε τους χαρακτήρες του δράματος ως τους «τρελούς» του πάρκου, αξιοποιώντας στοιχεία του τσίρκου αλλά και αναγνωρίσιμων φιγούρων από τον αχανή αστικό κόσμο. Αντιστικτικά λειτουργεί η άλλοτε ευφρόσιμη κι άλλοτε εμμονική μουσική του Στέφανου Κορκολή, που μαζί με την υποκριτική γραμμή και το «παιδικό» σκηνικό περιβάλλον, δημιουργούν ένα διεστραμμένο καρουζέλ.

Ο σκηνοθέτης τόλμησε να διαβάσει τις Βάκχες μ’ έναν όχι και τόσο συνηθισμένο τρόπο, και να δώσει έμφαση στο κωμικό στοιχείο, προσθέτοντας μάλιστα και δύο εμβόλιμους χαρακτήρες που τους υποδύονται η Ρούλα Πατεράκη κι ο Κώστας Λάσκος. Σε γενικές γραμμές, εκτιμάται ενδιαφέρουσα και φρέσκια η πρόταση του στην πρόσληψη της Ευριπίδειας τραγωδίας. Το κωμικό που προκύπτει τόσο από την ακούσια παρενδυσία όσο και από την τραγικωμική επίδειξη της «λιονταροκεφαλής» από γραφής του έργου, στην σκηνική απόδοση του Σουγάρη υπερτονίζεται τόσο από την υποκριτική όσο κι από την εικαστική ανάγνωση του. Με αυτό τον δρόμο που επέλεξε, θα μπορούσαμε να φανταστούμε ν’ ανεβαίνει η «Άλκηστη» του Ευριπίδη που ούτως ή άλλως φλερτάρει και με την τραγωδία και με την κωμωδία, ή μια κωμωδία του Αριστοφάνη, αλλά σίγουρα όχι οι Βάκχες. Παρακολουθώντας την παράσταση, μ’ έπιανα πολλές φορές να σκέφτομαι τις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη. Αυτά σε γενικές γραμμές, γιατί ειδικότερα είχα αρκετές ενστάσεις όσον αφορά στην υλοποίηση των σκηνικών επιλογών, τη μουσική, τα κοστούμια και ορισμένες ερμηνείες. Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι:

Στην έναρξη της παράστασης, ο Γιώργος Κοψίδας που ερμηνεύει το Θεό Διόνυσο, εμφανίζεται γυμνός επί σκηνής, αναδεικνύοντας το αντρικό κάλλος, ενώ στη συνέχεια παρενδύεται φορώντας ένα ροζ φουστάνι κι από κάτω ένα τζίν σε μια προσπάθεια να συνδυαστούν σ’ ένα, τα δύο φύλα ή αλλιώς η διπλή υπόσταση του Διονύσου. Ο ηθοποιός – αφήνοντας κατά μέρους αδυναμίες στην εκφορά του λόγου- έκανε μια τίμια προσπάθεια να «παίξει» με τη φυλετική αμφισημία του Διονύσου. Ίσως, θα μπορούσε να ήταν περισσότερο υπαινικτικός και λιγότερο διαχυτικός στην σκηνή του με τον Πενθέα, ενώ η βασική μου ένσταση ήταν στο ενδυματολογικό κομμάτι, αφού το αποτέλεσμα φαινόταν παραπάνω ευτελές από όσο νομίζω ήθελε η γραμμή της παράστασης. Εντάξει, καταλαβαίνω ότι το πλαίσιο της παράστασης, ήταν ένα λούμπεν αστικό περιβάλλον, αλλά ακόμα κι αν ήταν μια τραβεστί, θα φρόντιζε παραπάνω την εμφάνισή της. Στον αντίποδα, είχε πολύ ενδιαφέρον, η απόδοση του Διονύσου ως κομπέρ στο τέλος της παράστασης, με το λαμέ κοστούμι και το άρτια εκτελεσμένο τραγούδι, που λειτούργησε ως παρατραγωδία και προσέδωσε νομίζω αρκετά στην ταυτότητα της παράστασης.

Ερμηνευτικά, θα ξεχωρίσω τον ανερχόμενο ηθοποιό Στάθη Κόικα στο ρόλο του Πενθέα και τους δύο αγγελιοφόρους, Χριστόδουλο Στυλιανού και Μανώλη Μαυροματάκη. Ο Πενθέας του Κόικα, με σαφείς επιρροές από τον Joker, αποτέλεσε τον υποκριτικό αντίποδα στην κυρίαρχη κωμική γραμμή που θύμιζε θέατρο του παραλόγου. Είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πως παρά την εμφάνισή του έβγαζε κάτι το άμεσο, γήινο και συνάμα αριστοκρατικό, ενώ παράλληλα με την παρενδυσία, σωματικοποίησε το πέρασμα από τη λογική στην τρέλα. Σπουδαίες ερμηνείες είδαμε κι από τους δύο ηθοποιούς που υποδύθηκαν τους αγγελιοφόρους, το Χριστόδουλο Στυλιανού και το Μανώλη Μαυροματάκη.

Όσον αφορά το Χορό του έργου, τις Βάκχες, εκεί είχαμε επίσης μια ωραία ερμηνεία, αλλά όχι τόσο αισθητική απόδοση. Το Χορό της παράστασης αποτέλεσαν οι Μυρτώ Αλικάκη, Μαρίζα Τσάρη, Γωγώ Καρτσάνα, Ηλέκτρα Σαρρή, Ξένια Ντάνια και Δέσποινα Μαρία Μαρτσέκη. Οι ηθοποιοί εμφανίστηκαν ντυμένες με λευκά κοστούμια και ζευγάρια κόκκινο μπαλονιών να κρέμονται στην περιοχή των μαστών. Τα κόκκινα μπαλόνια ήταν και το σήμα κατατεθέν του εικαστικού της παράστασης μαζί με τις κόκκινες μύτες κλόουν. Δεν είμαι αρκετά σίγουρος για την επιλογή του σκηνοθέτη να παρουσιαστούν πιο «ελεύθερες» και τρελές οι φιγούρες των υπόλοιπων χαρακτήρων του έργου, από ότι οι ίδιες οι Βάκχες.

Και φτάνουμε στη βασικότερη ίσως σκηνή στην παράσταση –και στο δράμα- την επίδειξη της κεφαλής του Πενθέα και στην τραγική διαπίστωση ότι τον σκότωσε η ίδια του η μάνα η Αγαύη. Αυτή η σκηνή ήταν αν μη τι άλλο, το πιο μεγάλο στοίχημα στην παράσταση του Σουγάρη και παρά τις αστοχίες της, νομίζω θα αποτυπώθηκε πιο έντονα στο θεατή. Από τον ξέφρενο χορό της Αγαύης (Νίκη Σερέτη), ως την αποκάλυψη του τραγικού διαβήματος της από τον ίδιο της τον πατέρα, κι ύστερα στη σύνθεση του πτώματος του Πενθέα από τα διαμελισμένα του κομμάτια σα να ήταν ένα μανεκέν, η σκηνή νομίζω ολοκληρώνει την ερμηνευτική πρόταση του Σουγάρη. Η τραγικότητα της σκηνής ενισχύθηκε κι από το «σόου» του Διονύσου, παρόλο που στην αρχή ήταν αδύναμη η ερμηνευτική μετάβαση από το ένα ύφος στο άλλο από τη Σερέτη. Βέβαια, ήταν μεγάλη η δυσκολία ν’ αναδυθεί το τραγικό από μια τόσο καρναβαλική διάθεση και με μία γκροτέσκ ενδυμασία. Στην ίδια σκηνή δεν κατάλαβα καθόλου γιατί επέλεξε μια τόσο μουσική και κωμική ελαφρότητα ο Δημήτρης Ήμελλος ως Κάδμος.

Τέλος, οι φιγούρες που δημιούργησαν η Ρούλα Πατεράκη κι ο Κώστας Λάσκος, οι «τρελοί» του πάρκου, που είναι πανταχού παρόντες, και είχαν μάλιστα δραματουργική παρουσία που δεν υπήρχε στο πρωτότυπο, ήταν ένα βασικό συστατικό στη συνθήκη της παράστασης. Προσωπικά ωστόσο, όσο κι αν απήλαυσα την «παράβαση» της κυρίας Πατεράκη, θα προτιμούσα να μην υπήρχαν. Δεν εκτίμησα ιδιαίτερα και το μουσικό κομμάτι της παράστασης από τον Κορκολή, μ’ εξαίρεση το φινάλε του Διονύσου. Ήθελα λίγο περισσότερο «βρώμικα» τα μουσικά κομμάτια για να ενισχυθεί η σκοτεινιά και η τραγικότητα του περιβάλλοντος του έργου. Όσον αφορά το εικαστικό, τα σκηνικά και τα κοστούμια υπέγραψαν οι Αριστοτέλης Καρανάνος κι Αλεξάνδρα Σιάφκου. Είχε μεγάλο ενδιαφέρον η επηρεασμένη από το τσίρκο κι από το δρόμο αισθητική γραμμή που ακολούθησαν. Θα ήθελα να την τραβήξουν περισσότερο στ’ άκρα όπως έκανα με τον Ήμελλο ως Κάδμο που έμοιαζε μ’ επιδειξία του πάρκου ή τη Ρούλα Πατεράκη ως την ηλικιωμένη που πλέκει. Άνετα θα μπορούσα να φανταστώ -ας πούμε- τον Διόνυσο ως drag persona ή τις Βάκχες ως sex workers.

Συνολικά, παρόλο που άργησα ως θεατής να μπω στην ουσία της συνθήκης της παράστασης, εκτίμησα την πρόταση, και δικαιολογώ σ’ ένα μεγάλο βαθμό την έμφαση που δόθηκε στο κωμικοτραγικό πυρήνα του δράματος και της ανθρώπινης φύσης γενικότερα. Η διεστραμμένη απόδοση της παιδικής χαράς και των φιγούρων της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, μπόρεσαν να περάσουν και να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον.

 

Διαβάστε επίσης: 

Η Νίκη Σερέτη Πιστεύει Ότι Το Θέατρο Μας Υπενθυμίζει Όσα Θέλουμε Να Ξεχάσουμε

Το 2020 μπορεί να μην είχαμε Eurovision εξαιτίας του Covid-19, είχαμε όμως την πρώτη μυθοπλαστική ταινία για την Eurovision.

Στις 26 Ιουνίου ανέβηκε στο Netflix η ταινία «Eurovision Song Contest: The story of Fire Saga», μια αμερικανική παραγωγή (!) με πρωταγωνιστές τους Will Ferrell, Rachel Mc Adams, Pierce Brosnan, Dan Stevens και Demi Lovato. Στην ταινία ξεχωρίζουν αγαπημένοι eurostars όπως ο Alexandrer Rybak (νικητής για τη Νορβηγία το 2009), η Loreen (νικήτρια για την Σουηδία το 2012), η Conchita Wurst (νικήτρια για την Αυστρία το 2014), η Jamala (νικήτρια για την Ουκρανία το 2016), ο Salvador Sobral (νικητής για την Πορτογαλία το 2017), η Netta (νικήτρια για το Ισραήλ το 2018), η Elina Nechayeva (Εστονία 2018), η Bilal (Γαλλία 2019), ο John Lundvik (Σουηδία 2019) και Anna Odobescu (Μολδαβία 2019). Ανάμεσα στους ηθοποιούς της ταινίας ξεχώρισε η Μελισσάνθη Μαχούτ που υποδύθηκε την ελληνίδα εκπρόσωπο Mita Xenakis στην Eurovision κι ήταν μάλιστα στα φαβορί του διαγωνισμού.

Η υπόθεση της ταινίας εστιάζει στο μυθοπλαστικό ισλανδικό συγκρότημα Fire Saga, το οποίο αποτελείται από τους Lars (Ferrell) και Sigrit (Mc Adams). Οι Fire Saga μπορεί να μην έχουν ιδιαίτερο ταλέντο, αλλά έχουν απίστευτη θέληση κι έτσι καταφέρνουν όχι μόνο να εκπροσωπήσουν την Ισλανδία αλλά και να προκριθούν στον Μεγάλο Τελικό κάτι που δεν συμβαίνει ιδιαίτερα συχνά τα τελευταία χρόνια για την χώρα. Το τραγούδι τους είναι το «Double Trouble» με δυσοίωνο τίτλο αφού κάθε φορά που το ερμηνεύουν κάτι πάει λάθος.

Η μουσική κωμωδία «The story of Fire Saga» παράλληλα με το φόρο τιμής που κάνει σε μεγάλους νικητές της Eurovision όπως στην εμβληματική νίκη των Abba το 1973 με το «Waterloo», θίγει διάφορα αγαπημένα ή και όχι θέματα των eurofans. Την τιμητική της έχει φυσικά η Ισλανδία που παρά τις όποιες της προσπάθειες για νίκη (το καλύτερο της αποτέλεσμα ήταν δύο δεύτερες θέσεις, μια το 1999 και μία το 2009) δεν τα καταφέρνει τελικά. Παρόλα αυτά, το ισλανδικό κοινό φανατίζεται και τιμά τους καλλιτέχνες του. Ένα άλλο θέμα που με σαρκαστικό τρόπο θίγει η ταινία είναι η ομοφοβία στη Ρωσία. Όταν η Sigrit ρωτάει τον Ρώσο εκπρόσωπο αν είναι ομοφυλόφιλος, εκείνος αρνείται κατηγορηματικά λέγοντας πως δεν υπάρχουν ομοφυλόφιλοι στη Ρωσία. Τέλος, βλέπουμε πως καλλιτέχνες πρέπει να «παίξουν το παιχνίδι» της Eurovision για να πάρουν μια καλή θέση στο διαγωνισμό θυσιάζοντας πολλές φορές την αυθεντικότητά τους.

Ο Will Ferrell εκτός από πρωταγωνιστής είναι και σεναριογράφος και συμπαραγωγός της ταινίας, ενώ ο ίδιος δηλώνει φαν του θεσμού. Είναι μάλιστα παντρεμένος με την Σουηδή ηθοποιό Viveca Paulin, η οποία όπως φαίνεται τον μύησε στην τηλεοπτική απόλαυση, όταν παρακολούθησαν μαζί την Eurovision το 1999 όταν η Charlotte Nielsen κέρδισε την πρώτη θέση για την Σουηδία (την 4η από τις 6 συνολικά νίκες της Σουηδίας στον διαγωνισμό). Η ερμηνεία του ως Lars διακωμωδεί όλα τα στερεότυπα που έχουμε για τους εναλλακτικούς Σκανδιναβούς καλλιτέχνες, ενώ νομίζω είναι μια από τις καλύτερες κωμικές τους ερμηνείες εδώ και χρόνια.

Δίπλα του συμπρωταγωνιστεί η αγαπημένη rom-com ηθοποιός Rachel McAdams, που δίνει μια ανάλαφρη και σε σημεία συγκινητική ερμηνεία. Το τελευταίο κομμάτι που ερμηνεύει στην ταινία (τα φωνητικά είναι της Molly Sanden, το Husavik (My Home Town) είναι από τις πιο δυνατές στιγμές και δεν αποκλείεται να διεκδικήσει Grammy ή Χρυσή Σφαίρα (το Όσκαρ θα ήταν υπερβολική). 

 

Η ταινία «Eurovision Song Contest: The story of Fire Saga» είναι διαθέσιμη για online streaming στο Netflix, ενώ βρίσκεται στην κορυφή προβολών σε αρκετές χώρες, ανάμεσα τους και η Ελλάδα.

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

Στο Μουσείο Ξανά είναι το σύνθημα που ακούγεται από αυτή την εβδομάδα στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αλλά και στους δρόμους της Αθήνας.

Από εχθές, 1η Ιουλίου το Ίδρυμα Β. & Ε. Γουλανδρή άνοιξε ξανά τις πόρτες του στο κοινό τόσο με τις μόνιμες εκθέσεις του, όσο και με τις περιοδικές του εκθέσεις.

Εν μέσω καραντίνας για προστασία από τον Covid, το Ίδρυμα Γουλανδρή, απεύθυνε ανοιχτή πρόσκληση στα παιδιά, να δημιουργήσουν τα δικά τους εικαστικά έργα εμπνευσμένα από τα αντικείμενα του δικού τους χώρου. Κι επειδή η παιδική φαντασία είναι δύσκολο να χαλιναγωγηθεί, αρκετά ήταν αυτά τα έργα που «βγήκαν εκτός» και πήγαν σε πιο φανταστικά θέματα, όπως μυθικά πλάσματα, τηλεοπτικούς ήρωες, αξιοθέατα και τοπιογραφίες διαφορετικών χωρών αλλά και «μιμήσεις» γνωστών ζωγράφων όπως τον Βαν Γκονγκ και τον Πικάσο, αλλά και αυτοπροσωπογραφίες. Συνολικά, συγκεντρώθηκαν 252 έργα δημιουργημένα από παιδιά που μπορείτε να τα δείτε τόσο στο Μουσείο όσο και στην ιστοσελίδα του ιδρύματος (πατήστε εδώ https://goulandris.gr/el/collection/open-call ).

Αν αναλογιστούμε αφενός την περίοδο των δυσοίωνων συγκυριών με τον κατ’ οίκον περιορισμό και την κοινωνική και πολιτισμική αποστασιοποίηση κι αφετέρου τον περιορισμό των εικαστικών από το ωρολόγιο πρόγραμμα των μαθητών, καταλαβαίνουμε πόσο καίρια στάθηκε η πρωτοβουλία του Ιδρύματος Γουλανδρή. Πίσω από αυτό το project κρύβονται οι Γιάννης Κετιπίδης και Κατερίνα Γεωργοπούλου, που οργάνωσαν και συντόνισαν την έκθεση.

Περιδιαβαίνοντας στο -1 του Μουσείου, μπορεί κανείς να δεις τα έργα παιδιών από 4 έως 16 ετών και να θαυμάσει τη δυναμική και το ταλέντο της «παιδικής» φαντασίας. Η φαντασία των παιδιών έχει μια ιδιαίτερη γοητεία γιατί είναι ακατέργαστη κι αυθεντική και δηλώνει πολλά για τον ψυχισμό των παιδιών που μπορεί να μην φωτίζονταν με διαφορετικό μέσο. Ακόμα και στις ζωγραφιές που λείπουν η αρμονία ή το «ταλέντο», δεν λείπουν η επιθυμία για δημιουργία και η ανάγκη για αυτοέκφραση της παιδικής ιδιοσυγκρασίας.

Η έκθεση «Η παιδική φαντασία αντίδοτο στην απομόνωση» μπορεί να χωριστεί σε διάφορες θεματικές για τις ανάγκες μιας παρουσίασης, αλλά το κάθε έργο είναι μοναδικό κι αξίζει ένα προσεκτικό βλέμμα, γιατί δεν πρόκειται για άλλη μια «παιδική» έκθεση, αλλά για έναν φανταστικό κόσμο που δημιούργησαν τα παιδιά, στον αντίποδα όλων των αρνητικών γεγονότων και φαινομένων που έφερε το 2020.

goulandri

 

Ιδιαίτερη μνεία στις δημιουργίες των παιδιών είχε φυσικά ο Κορωνοιός μ’ έργα που τον παρουσιάζουν σαν ένα τέρας που φέρνει τη δυστυχία. Το «Coronavirus Monster» κάνει τον ήλιο «λυπημένο», «ανήσυχο», «μοναχικό» και τους ανθρώπους να «μένουν σπίτι». Οι αυτοπροσωπογραφίες των παιδιών είναι λυπημένες και στοχαστικές (κάποιες από αυτές δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τους επαγγελματίες ζωγράφους). Διέξοδο σε όλη αυτή την κατήφεια φέρνουν οι μονόκεροι, οι γοργόνες, οι τηλεοπτικές εκπομπές, το καλοκαίρι και τα σπουδαία Έργα Τέχνης, που αντιπαραβάλλουν το όμορφο δίπλα στο αποκρουστικό. Ορισμένα παιδιά από την άλλη έγιναν πιο εφευρετικά αξιοποιώντας στα έργα τους υλικά που είχαν σπίτι όπως κουτιά παπουτσιών, καλαμάκια, πηλό και πέτρες.

«Το εύρος της παιδικής φαντασίας, ο τρόπος της εικαστικής απόδοσης, τα μέσα με τα οποία εκφράστηκαν, η αισθητική τέρψη που μας προκάλεσαν μας οδήγησαν στη σκέψη να οργανώσουμε μια έκθεση με νόρμες και κριτήρια που επιβάλλονται οργανωτικά σε εκδηλώσεις μουσειακών αξιώσεων και με τις ανάλογες εκθεσιακές υποδομές. Προς τούτο, ασμένως διαθέτουμε τον όροφο των περιοδικών εκθέσεων του μουσείου, όπου θα έχουμε τη χαρά να υποδεχτούμε τους μικρούς ταλαντούχους καλλιτέχνες με τις οικογένειες και τους φίλους τους, να τους ευχαριστήσουμε για τις εκπλήξεις που μας επιφύλαξαν, να τους συγχαρούμε και να τους ενθαρρύνουμε για περαιτέρω επιδόσεις. Η επίσκεψη σε αυτό το αφιέρωμα θα είναι μια διαδρομή στην παιδική φαντασία και μια εμπειρία κοινωνικής αποστασιοποίησης, έτσι όπως εκφράστηκε μέσα από την παιδική φαντασιακή πρόσληψη και δημιουργικότητα. Αυτό που θα συγκρατήσουμε είναι το ένστικτο των παιδιών και η εύστοχη ματιά τους σε γεγονότα που όλοι μας, μικροί και μεγάλοι, βιώσαμε μέσα στη δίνη της πανδημικής αγωνίας.»

 

Διάρκεια έκθεσης: 1 Ιουλίου – 30 Σεπτεμβρίου 2020

 

Ωράριο λειτουργίας

Ιούνιος - Ιούλιος: Τετάρτη, Σάββατο & Κυριακή 10:00 – 18:00

Πέμπτη & Παρασκευή 10:00 – 20:00 | Δευτέρα, Τρίτη κλειστά

Αύγουστος - Σεπτέμβριος: Τρίτη, Τετάρτη, Σάββατο & Κυριακή 10:00 – 18:00

Πέμπτη & Παρασκευή 10:00 – 20:00 | Δευτέρα κλειστά

 

Ίδρυμα Β. & Ε. Γουλανδρή

Ερατοσθένους 13, 106 74 Αθήνα, Τ: 210 7252896 | www.goulandris.gr

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
 
«Το δικαίωμα στη ζωή δεν έχει ημερομηνία λήξης» ή «Η ανθρωπότητα έχει ανάγκη την αιωνιότητα», είναι λίγες μόνο από τις φράσεις που τρυπάνε το μυαλό σου παρακολουθώντας την παράσταση «Hotel Éternité». 
 
Το έργο «Hotel Éternité» του Γιάννη Καλαμβριανού παρουσιάζεται για πρώτη φόρα στη Σκηνή Νίκος Κούρκουλος του Εθνικού Θεάτρου, έπειτα από ανάθεση που έγινε στον αγαπημένο θεατρικό δημιουργό. Ο Καλαμβριανός ανήκει σ’ εκείνη την επίλεκτη μερίδα δημιουργών που συμπυκνώνουν στο πρόσωπό τους τρεις ιδιότητες, του συγγραφέα, του δραματουργού και του σκηνοθέτη. Το Hotel Éternité, δεν είναι ένα συνηθισμένο ξενοδοχείο. Ίσως δεν θα έπρεπε καν να κατατάσσεται στα ξενοδοχεία. Είναι ένας τόπος, όπου καταλύουν άνθρωποι που κάτι τους συνέβη. Και που απέκτησαν μια…ξεχωριστή, αντίληψη του χρόνου.
 Οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου εργάζονται 24 ώρες το 24ωρο για να διασφαλίσουν στους ενοίκους μια ζωή απελευθερωμένη από το άγχος του χρόνου που περνάει ή ακόμα περισσότερο το άγχος του θανάτου. Οι πελάτες είναι χωρισμένοι σε τέσσερις ζώνες ανάλογα με την φύση του «προβλήματος» από το οποίο προσπαθούν να ξεφύγουν. 
Πρώτη ζώνη: Άνθρωποι παγωμένοι σε μια προηγούμενη στιγμή του χρόνου από όπου δεν μπορούν να ξεκολλήσουν. Οι περισσότεροι, σε έναν έρωτα που τελείωσε, ή σε ένα πένθος.
Δεύτερη ζώνη: Άνθρωποι που δεν αντέχουν τη σωματική φθορά και που δεν θέλουν με τίποτε να μεγαλώσουν. 
Τρίτη ζώνη: Άνθρωποι με συγκεκριμένο και συνήθως με εξαιρετικά μικρό προσδόκιμο ζωής. Γνωρίζουν πως το τέλος επίκειται και ήρθαν στο ξενοδοχείο για να περάσουν το διάστημα μέχρι το αναπόφευκτο. 
Τέταρτη ζώνη: Νέοι και ανοϊκοί.
Ανάλογα με τη ζώνη στην οποία ανήκουν οι πελάτες, οι υπάλληλοι ακολουθούν διαφορετική πρακτική για να επιβραδύνουν ή να επιταχύνουν τον χρόνο. Μπορούν να κάνουν τη μέρα να νυχτώσει δύο φορές μέσα σε μία ημέρα ή να αλλάξουν τις εποχές όποτε το θέλουν. Όλες οι συμπεριφορές προδιαγράφονται σ’ ένα πολύ αυστηρό σύστημα κανόνων. Δεν επιτρέπονται οι εκφράσεις που υποδηλώνουν τον χρόνο, ούτε οποιαδήποτε αρνητική φράση. Με αυτό τον τρόπο οι πελάτες αλλά και οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου ζούνε «ελεύθεροι» από ό,τι τους αγχώνει ή τους προκαλεί μελαγχολία. 
hotel 2 texnes plus
Ο Γιάννης Καλαμβριανός έχει συνθέσει ένα έργο που συνομιλεί με τα μεγάλα θέματα της παγκόσμιας δραματουργίας, την υπαρξιακή αγωνία, τον φόβο τους γήρατος, τον φόβο του θανάτου, την αγάπη για νεότητα και ζωή, τον φόβο της μοναξιάς. Οι χαρακτήρες του αν και «δεν επιτρέπεται» να έχουν ρωγμές, τις αφήνουν να φανούν κάτω από το make up και την τυποποίηση του εαυτού τους. Σύντομα ο «επίγειος παράδεισος της Αιωνιότητας» γίνεται μία ζωντανή κόλαση που φέρνει τους χαρακτήρες αντιμέτωπους με ό,τι φοβούνται. Το σύμπαν του έργου μου θύμισε κάτι από το Κεκλεισμένων των Θυρών του Σαρτρ και το κινηματογραφικό Lobster των Λάνθιμου-Φιλίππου. Στο «Hotel Éternité» βλέπουμε όμως το πώς ο ανθρώπινος πόνος δεν μπορεί να κρυφτεί για πολύ κάτω από το χαλάκι. Όσο προστατευμένη να είναι και η ετεροτοπία που προσπάθησε να χτίσει η Μαίρη –η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου- δεν είναι αδιάβλητη στο καταστροφικό πέρασμα του χρόνου και της ανθρώπινης παρουσίας. 
Στο σκηνικό περιβάλλον δεσπόζουν οι «βαλσαμωμένες» φιγούρες εξωτικών πτηνών, όπως βαλσαμωμένοι είναι και οι χαρακτήρες του έργου. Βρίσκονται μετέωροι ανάμεσα στην αιωνιότητα και τη φυσική φθορά από την οποία κανένας ζωντανός άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει, όσο κι αν έχει προχωρήσει η Επιστήμη. Μια άσπρη τρίχα στο πρόσωπο της Αμινά μπορεί να της κοστίζει όχι μόνο την δουλειά της στο Hotel Éternité αλλά και την ίδια της τη ζωή. Βλέποντας αυτή τη πολύ δυνατή εικόνα, σκεφτόμουν έναν υπότιτλο για την παράσταση, «Stand Still», αφού φαίνεται η αγωνία των χαρακτήρων να παραμείνουν νέοι και «παραγωγικοί» σ’ ένα περιβάλλον που δεν είμαι πολύ σίγουρος πως θέλουν να βρίσκονται. Ο ίδιος ο δημιουργός στο σκηνοθετικό του σημείωμα γράφει «Η μεγάλη απορία, η συνισταμένη των φιλοσοφικών, οντολογικών ή τελείως πρακτικών ζητημάτων που γεννά η πάροδος του χρόνου, συνοψίζεται στη δυσκολία να συγχρονιστεί ο προσωπικός χρόνος με τον επιστημονικών παραδεκτό και μετρήσιμο κοινό χρόνο. […] Γιατί ο υποκειμενικός χρόνος δεν ρέει πάντα με την ίδια ταχύτητα, αλλά επηρεάζεται απολύτως από τη συναισθηματική και διανοητική μας κατάσταση.». 
Πόσες φορές δεν πεθάναμε από πλήξη και όταν είδαμε το ρολόι δεν είχαν περάσει παρά μόνο λίγα λεπτά ή αντίθετα δεν περάσαμε πολύ όμορφα και ο χρόνος κύλησε νεράκι; Ο χρόνος όσο και αν μπορεί να διασπαστεί σε ποσοτικές μονάδες, έχει διαφορετική υποκειμενική υπόσταση στον καθένα μας. Ένα απόγευμα δεν κυλά με τον ίδιο τρόπο για ένα παιδί και για έναν υπερήλικα που ζει μόνος του στην επαρχία. 
Το Δραματολόγιο του Εθνικού Θεάτρου φαίνεται ιδιαίτερα ευαίσθητο με το θέμα της διαχείρισης του θανάτου, αν κοιτάξουμε πίσω στην τελευταία πενταετία του. Από το όχι και τόσο καλογραμμένο «Συγχώρεσέ με» των αδερφών Κούφαλη, ως το Θερισμό του Δημήτρη Δημητριάδη κι από εκεί στο πιο πρόσφατο Νερό της Κολωνίας, ο «μέγας θεριστής» είναι εκεί. Στο «Συγχώρεσέ με» και στο «Νερό της Κολωνίας», η θεματική κινήθηκε γύρω από την επικοινωνία ζωντανών με τους νεκρούς με τους οποίους σχετίζονταν, ενώ στο Θερισμό, μια ομάδα Νεοελλήνων, πήγε υπερατλαντικές διακοπές για να ξεχάσει τα προβλήματά της. Στο γραμμένο μετά από ανάθεση «Hotel Éternité», έχουμε ένα ολοκληρωμένο σύμπαν, όπου υπάρχει παράλληλα με τη ζωή, σαν ένα πέρασμα από τη φθορά στην αφθαρσία, από τη γήρας στην αιώνια νεότητα, από την απώλεια στη νέα «ζωή». 
 
b 27582 or 19 nt hotel eternite 0600
 
Η παράσταση

Ο Γιάννης Καλαμβριανός καταθέτει μια ολοκληρωμένη πρόταση δραματουργίας-παράστασης με το «Hotel Éternité». Η παράσταση ξεκινά με την αινιγματική φιγούρα ενός γέρου (τον υποδύεται ο Γλάστρας που πέρσι τον είδαμε και στον Κουμ Κουάτ του ίδιου σκηνοθέτη), που προλογίζει το έργο κι έπειτα με ένα μιούζικαλ νούμερο περιγράφονται αυτά που πρεσβεύει το «ξενοδοχείο». Το ευφάνταστο σκηνικό της Εύας Μανιδάκη με τα βαλσαμωμένα πτηνά, τα αρτ ντεκό έπιπλα, το «χειροποίητο» καλοκαίρι και τη neon επιγραφή «Hotel Éternité» υπηρετεί άριστα το έργο. Δίνεται γλαφυρά η εικόνα της στασιμότητας και της αδιαλλαξίας του περιβάλλοντος του ξενοδοχείου αλλά και της ζωής των ενοίκων του. Τα κοστούμια από την άλλη, της Βάνας Γιαννούλα, δίνουν μια πιο εξωτική και τυποποιημένη δομή στους χαρακτήρες. Στον αντίποδα, ο άντρας που μεταμφιέζεται (Γιώργος Γλάστρας) που περνάει από διαφορετικές εμφανίσεις, δίνοντας μια πιο εύθυμη αλλά και σκοτεινή νότα στην παράσταση. Προσωπικά, νομίζω πως η παρουσία του άντρα που μεταμφιέζεται θόλωνε υπερβολικά τη δραματουργία, και το σχήμα κύκλου που χρησιμοποιήθηκε είναι λίγο ξεπερασμένο στη σύγχρονη δραματουργία. Να εξαιρέσουμε βέβαια τη σύνδεση του γέρου με το νεκρό αδερφό της Μαίρη. 
Η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου θυμίζει μια ανεβαστική μουσική ξενοδοχείου, αλλά ο ψευδομιούζικαλ χαρακτήρας του έργου κρίνεται ως ένα περιττό στολίδι που θέλει να επιτείνει την αντίθεση ανάμεσα στην τεχνητή πραγματικότητα και την επίπονη πραγματική πραγματικότητα. Ίσως να μην φταίνε ξεχωριστά τα καλλωπιστικά χαρακτηριστικά της παράστασης –κοστούμια, μουσική, τραγούδι, ο άντρας που μεταμφιέζεται- αλλά ο συνδυασμός τους που επιφορτίζουν το βλέμμα του θεατή. Τα ηχογραφημένα μηνύματα στο τέλος του έργου σπάνε όλα αυτά τα στολίδια, και φαίνεται πως επαναφέρουν τους υπαλλήλους του έργου στην στυγνή πραγματικότητα, την άσχημη πραγματικότητα των γηρατειών, της απώλειας, των ασθενειών, του καταστροφικού περάσματος του χρόνου. 
Οι ηθοποιοί της παράστασης συνδημιουργούν μια επίπλαστη πραγματικότητα που παλεύει να κυριαρχήσει της πραγματικής. Οι θεατές «συναινούν» για μια θεατρική ψευδαίσθηση που για λίγο παγώνει το χρόνο. Ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου είναι η Μαίρη που την ερμηνεύεται η Μαρία Κατσιαδάκη, μια αδυσώπητη γυναίκα που δεν έχει σκοπό ν’ αφήσει τίποτα να διαλύσει το «Hotel Éternité». Η ηθοποιός παρουσιάζεται ιδιαίτερα δυναμική, αλλά στις κατιδίαν της στιγμές με τον γιατρό (Αργύρης Ξάφης) αφήνει την εύθραυστη ψυχοσύνθεσή της να φανεί. Ξεχωρίσαμε τις δύο γυναίκες υπαλλήλους του έργου, την Μάγια (Αλεξία Μπεζίκη) και την Αμινά (Χριστίνα Μαξούρη) που νομίζω περιέγραψαν καλύτερα από όλους την λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο επιβεβλημένο καθήκον και την υπαρξιακή αγωνία που κάθε άνθρωπος φέρει σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. 
Ο Χρήστος Καργιόπουλος υποδύεται τον Πέντρο, ένα νεαρό υπάλληλο που φροντίζει ιδιαίτερα μια μεγάλη γυναίκα επειδή του θυμίζει τη μητέρα που την έχασε πριν χρόνια. Ο τρόπος που τη συμπεριφέρεται δείχνει μια ιδιαίτερη ευαισθησία που ίσως είναι οι τύψεις για τη δική του μητέρα. Ο Νίκος Λεκάκης («Απλή Μετάβαση») υποδύεται τον Λούκας, έναν άντρα που χήρεψε πριν 7 χρόνια και δεν έχει ξεπεράσει ακόμα το τραγικό γεγονός. Βλέπουμε λοιπόν πως παράλληλα με τους πελάτες του ξενοδοχείου, οι υπάλληλοι έχουν επίσης τους δικούς τους λόγους για να βρίσκονται στο «Hotel Éternité», μα οι προσωπικοί τους δαίμονες δε λένε να τους αφήσουν σε ησυχία. Περισσότερο αινιγματική είναι η παρουσία της νέας υπαλλήλου, της Γιούλια (Δέσποινα Γιαννοπούλου), αφού δεν αποκαλύπτει τους λόγους που επέλεξε να εργαστεί εκεί. 
Εν κατακλείδι, το Εθνικό Θέατρο καταθέτει για άλλη μια φορά μια πρόταση δραματουργίας με το «Hotel Éternité»  του Γιάννη Καλαμβριανού, που μαζί με το «Νερό της Κολωνίας» νομίζω ξεφεύγει από την πεπατημένη των προηγούμενων χρονιών. Κι αν κατά τον Μπόρχες «ζωή σημαίνει να χάνεις χρόνο», η παράσταση «Hotel Éternité» κάθε άλλο παρά χάσιμο χρόνου είναι.  
 

Διαβάστε επίσης:

Ο Αργύρης Ξάφης Περνά Μια Περίοδο Αλλαγής Και Του Πάει Πολύ! (Συνέντευξη) 

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη 

Επίσημη πρεμιέρα έκανε την Παρασκευή 17 Ιανουαρίου η συμπαραγωγή του ΔηΠεΘέ Κοζάνης και του Θεάτρου Τέχνης σε μετάφραση και σκηνοθεσία Λευτέρη Γιοβανίδη.  

Η παράσταση «Τριαντάφυλλο στο στήθος» χρηματοδοτείται από το Υπουργείο Πολιτισμού και συγχρηματοδοτείται από το ΔηΠεΘέ Κοζάνης. Το κοινό της Κοζάνης είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει πρώτο την παράσταση, αφού παρουσιάστηκε εκεί από τις 23 Νοεμβρίου έως τις 22 Δεκεμβρίου του περασμένου έτους. Να σημειώσουμε επί τη ευκαιρία πως η δραστηριότητα του το ΔηΠεΘέ Κοζάνης έχει ταχύτατη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, με αξιόλογες παραγωγές που ανανεώνουν την πολιτιστική ζωή της πόλης. Πέρσι, στον ίδιο χώρο είχε παρουσιαστεί η δουλειά του Βασίλη Μαυρογεωργίου «Κατάδικος», θεατρική προσαρμογή του έργου του Θεοτοκά. 
Για την ιστορία, το έργο «Rose Tattoo» (Τριαντάφυλλο στο Στήθος) του Tennessee Williams έκανε πρεμιέρα το 1951 στο Broadway. 4 χρόνια μετά κυκλοφόρησε η κινηματογραφική του εκδοχή με την πρωταγωνίστρια του Anna Magnani να κερδίζει το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου. Στη χώρα μας το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από το Θέατρο Τέχνης τη σεζόν 1956-1957 σε μετάφραση Μάριου Πλωρίτη -από τους πρώτους εισηγητές του αμερικανικού θεάτρου στην Ελλάδα-, σκηνοθεσία Κάρολου Κουν και μουσική Μάνου Χατζιδάκι υπό τον τίτλο «Ένα τριαντάφυλλο στο στήθος»
Το έργο τοποθετείται στον Αμερικανικό Νότου της δεκαετίας του ’50, όπου ζούσαν πολλοί μετανάστες από την Ιταλία. Πρωταγωνίστρια είναι η Σεραφίνα, μια μοδίστρα ταγμένη στον άντρα της, που μοιάζει με τσιγγάνο και διακρίνεται για το πάθος του. Είναι μια γυναίκα που έντονα αγαπά, ερωτεύεται, πονά, πιστεύει. Όταν πεθαίνει ο άντρας της, ψάχνει κάπου να χωρέσει τη λατρεία της για εκείνον. Στριμώχνει την ίδια της την «ψυχή» μέσα στην τεφροδόχο του. Αποστρέφεται τον κόσμο, που τολμά να θυμάται ένα λιγότερο θαυμαστό παρελθόν για το χαμένο της «τριαντάφυλλο». Προσπαθεί μανιασμένα να κρατήσει την έφηβη κόρη της, Ρόζα, μακριά από τους «κυνηγούς» άνδρες. Ψάχνει πάντα απαντήσεις από μια ξεθωριασμένη Μαντόνα. Κι όταν ο Αλβάρο, ένας οδηγός φορτηγού, μπαίνει απρόσκλητος στο σπίτι της, εκείνη προσπαθεί να καταλάβει αν αυτό ήταν το σημάδι που περιμείνει από την Παναγία. Η ζωή πρέπει πάντα να προχωράει.
Η παράσταση
Ο Λευτέρης Γιοβανίδης μεταφράζει εκ νέου το έργο του Williams και αναλαμβάνει ο ίδιος την σκηνοθεσία. Ακολουθεί μια συμβατική γραμμή παράστασης, που μένει πιστό στο κλίμα του έργου, χωρίς να ρισκάρει να το διαβάσει στο σήμερα. Στη μετάφρασή του διατηρεί ιταλικούς ιδιωματισμούς κατά το πρότυπο του Williams, αναδεικνύοντας το ξενόφερτο ύφος που φέρνουν οι δύο κεντρικές ηρωίδες του έργου. Όσον αφορά την σκηνική απόδοση του έργου, έδωσε έμφαση στη ρεαλιστική (δε θα πω νατουραλιστική γιατί θα ήταν αδύνατο να είναι πιστευτό σήμερα) απόδοση των χαρακτήρων και του περιβάλλοντος του Αμερικανικού Νότου, αλλά και στον ευφρόσυνο τόνο το έργου. Έτσι, σερβίρει στο κοινό μια καλοφτιαγμένη ερωτική κωμωδία για ευρεία κατανάλωση με συγκινητικές ερμηνείες. 
Το σκηνογραφικό περιβάλλον της Πουλχερίας Τζόβα είναι μετρημένο στη λεπτομέρεια, αποδίδοντας το σπίτι αλλά και τον κόσμο της Σεραφίνα, με την ραφτική της ιδιότητα, την καθολική της πίστη αλλά και το άγριο ερωτικό της ταπεραμέντο. Η ραπτομηχανή, τα μανεκέν, τα φορέματα, το άγαλμα της Παναγίας, τα λουλούδια. Ωστόσο, θεωρώ πως τα σκηνικά, τα κοστούμια, σε συνδυασμό με την υποκριτική, απέδωσαν το έργο υπερβολικά γραφικά, σχεδόν κιτς. Ενδεικτικά ν’ αναφέρω το περιστρεφόμενο μπιμπελό της Παναγίας και το συγχρονισμό των ανακλεινόμενων παραθύρων με τους φωτισμούς της παράστασης. Η όλη αισθητική της παράστασης παρέπεμπε σε άλλη δεκαετία θεατρικής παραγωγής, όχι μόνο δραματουργίας. 
Στον αντίποδα όμως της ξεπερασμένης αισθητικής, συναντήσαμε προσγειωμένες, σάρκινες και απολαυστικές ερμηνείες από τους τέσσερις κεντρικούς ρόλους του έργου. Η Πηνελόπη Μαρκοπούλου, αν και στην αρχή ξαφνιάζει με την με αναμενόμενη φυσιογνωμία της, βουτάει στον νευρωτικό και συνάμα ερωτικό χαρακτήρα της Σεραφίνα. Η παρουσία της ξεχειλίζει την σκηνή και κερδίζει τη συμπόνια χωρίς να στερεί τίποτα από τη γυναίκεια της υπόσταση ακόμα κι όταν εμφανίζεται ατημέλητη. Ο τρόπος που κινείται, ο τρόπος που μιλάει, ο τρόπος που αναπολεί, φαίνονται να βρίσκονται σε μια οργανωμένη σφαίρα, που αποτελούν τη βάση της παράστασης. 
Σε κόντρα διάθεση, ο Αλβάρο του Γεράσιμου Μιχελή, που θυμίζει χαρακτήρα μπουλβάρ, που δίνει ένα πιο ευχάριστο τέμπο και μετατρέπει αμέσως το έργο από δραματικό σε κωμικό, δίνοντας μια νέα δυναμική στην παράσταση. Ο αγαπημένος ηθοποιός προσφέρει μια πρώτης τάξεως κωμική ερμηνεία που κερδίζει το κοινό. 
 
5
Παράλληλα με την ιστορία της Σεραφίνας, παρακολουθούμε και την καταπίεση της κόρης της, Ρόζα, ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι που θέλει να ζήσει τον έρωτα για πρώτη φορά μ’ έναν αμερικανό ναύτη, αλλά στερείται την έξοδο από το σπίτι. Η Ειρήνη Ιωάννου υποδύεται την Ρόζα, και σαν εύθραυστο τριαντάφυλλο, μια άλλη Λώρα, ετοιμάζεται να ερωτευτεί. Η ερμηνεία της δροσερή και «ακατέργαστη», έρχεται σε μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη με το πληθωρικό ταπεραμέντο της «μητέρας» της, Πηνελόπης Μαρκοπούλου. 
Ξεχωρίσαμε τον Δημήτρη Τσίκλη στο ρόλο του Τζακ Χάντερ («κυνηγός»), το νεαρό ναύτη που ερωτεύεται η Ρόζα. Ο ηθοποιός έμοιαζε βγαλμένος από πίνακα του Τσαρούχη, ενώ η ευγενή του ερμηνεία, ανοίγει νέες πτυχές στον χαρακτήρα που υποδύεται, που συνήθως αποδίδεται ως ερωτίλος που πουλάει ρομάντζα. Οι στιγμές του με την Ειρήνη Ιωάννου, αναδεικνύουν το ρομαντικό χαρακτήρα του έργου, και μας επιτρέπουν να δούμε το ρετρό χωρίς να είναι κλισέ. 
Τους υπόλοιπους χαρακτήρες του έργου υποδύονται οι Ευγενία Αποστόλου, Μάρω Σαουσοπούλου, Ισίδωρος Σταμούλης και Τσαμπίκα Φεσάκη. 
Συνολικά, η παράσταση «Τριαντάφυλλο στο στήθος» του Λευτέρη Γιοβανίδη είναι μια άρτια και συνεπής παράσταση που ψυχαγωγεί χωρίς να καταθέτει κάποια νέα ανάγνωση στο έργο του Williams.Αναρωτιέμαι λοιπόν αν υπηρέτησε πολύ καλά ένα έργο που έχει ξεπεραστεί ή αν παρασύρθηκε από το νοσταλγικό περιβάλλον το έργου και έκανε μια παράσταση ανάμνησης. Θα κρατήσω την ενέργεια των ηθοποιών και την αχτίδα του έρωτα που εμφανίζεται εκεί όπου όλα μοιάζουν βαλτωμένα. 

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

Για πρώτη φορά στο Εθνικό και μάλιστα σε καινούργια μετάφραση παρουσιάζεται στο Εθνικό Θέατρο «Το καινούργιο σπίτι» του Κάρλο Γκολντόνι από τους Bijoux de Kant

Πρεμιέρα έκανε την προηγούμενη εβδομάδα στην σκηνή Μαρίκα Κοτοπούλη/Ρεξ η παράσταση «Το Καινούργιο Σπίτι» σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη. Το έργο «La casa nova» γραμμένο στην βενετσιάνικη διάλεκτο από τον Carlo Coldoni ανέβηκε για πρώτη φορά στην σκηνή το 1760, ενώ στην χώρα μας έχει κάνει μια μικρή διαδρομή. Στο ΚΘΒΕ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1994 σε μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη και σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Στο Εθνικό Θέατρο τώρα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για το «βάφτισμα» του πυρός, κι αυτό οφείλεται στην ιδιαίτερα δραστήρια δραματολόγο του, Ειρήνη Μουντράκη που μετέφρασε το έργο.


Για τους γνώστες των θεατρικών πραγμάτων, η Ειρήνη Μουντράκη δεν είναι μια κοινή θεατρολόγος. Από τη μία έχει μια οργανική θέση στο Εθνικό Θέατρο κι από την άλλη μελετά αδιάκοπα θεατρικά έργα, κλασσικούς συγγραφείς αλλά και τις νέες τάσεις στο εγχώριο θέατρο. Πρόσφατα έφερε εις πέρας τη διδακτορική της διατριβή στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών. Αυτή η εργασία, οδήγησε στην πρόσφατη πλούσια έκδοση με τίτλο «Carlo Goldoni. Η ζωή, το έργο του και η πρόσληψή του στην Ελλάδα», από τις Εκδόσεις Αιγόκερως. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως είναι μια πολύ ελκυστική συγκυρία, που ανεβαίνει φέτος για πρώτη φορά «Το καινούργιο σπίτι» του Γκολντόνι, συνεχίζοντας την μακρά παραστασιογραφία  του Ιταλού κωμωδιογράφου στη χώρα μας.

 

to kainourio spiti texnes plus

 

Οι φρεσκοπαντρεμένοι Αντζολέτο και Καικίλια ετοιμάζουν το καινούργιο τους σπίτι. Η Καικίλια είναι ιδιότροπη, αγαπά την πολυτέλεια και την κομψότητα. Ο Αντζολέτο είναι ερωτευμένος και άφραγκος, ανίκανος να αντισταθεί στις απαιτήσεις της. Μια φρενήρης κινητικότητα ζωντανεύει τον μικρόκοσμό τους αποκαλύπτοντας τα φλέγοντα ζητήματα της εποχής του Γκολντόνι.
Η επιλογή του έργου –αν και όχι τόσο γνωστό- είναι ιδιαίτερα εύστοχη, αφού καυτηριάζει την τάση για τρυφή και ακριβή ζωή, χωρίς σύνεση και οικονομία. Ο Αντζολέτο φαίνεται να μην υπολογίζει το χρήμα και να μην έχει έγνοιες ζώντας ευθυνόφοβα, οκνηρά και «επιδεικτικά» τη ζωή του. Οι εύκολες ταυτίσεις με την σημερινή εποχή της oικονομικής κρίσης, δεν στερούν καθόλου από το έργο την ανεμελιά του, τον εύθυμο χαρακτήρα και τον εξαιρετικό ρυθμό κι αυτό οφείλεται κατεξοχήν στη μετάφρασή του, και στην οικουμενική δυναμική της κλασσικής ιταλικής κωμωδίας. Φέτος μάλιστα, τυγχάνει αμφότερες οι κρατικές σκηνές μας, να έχουν στο ρεπερτόριό τους έργα του Γκολντόνι, αφού πέρα από το «Καινούργιο Σπίτι» του Εθνικού Θεάτρου, παρουσιάζεται για δεύτερη σεζόν το διασημότερο «Υπηρέτης Δύο Αφεντάδων» σε μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ και σκηνοθεσία Μιχάλη Σιώνα στο ΚΘΒΕ.

 

to kainourio spiti texnes plus2


Η παράσταση

Η νέα δουλειά των Bijoux de Kant στο Εθνικό Θέατρο καταθέτει μια καθαρή αισθητική πρόταση για την πρόσληψη της κωμωδίας του Γκολντόνι. Η βασική ιδέα της σκηνοθεσίας του, είναι η αποδόμηση της κλασσικής τυποποιημένης σωματικής παρτιτούρας/εκφραστικής ταυτότητας των χαρακτήρων του έργου κι η σύνθεση νέων βασισμένων σε διάφορες τάσεις από την ποπ κουλτούρα από το ’50 και μετά. Έτσι ο κάθε ηθοποιός της παράστασης «παίζει» μ’ έναν άλλο τύπο, συνομιλώντας με τον πυρήνα του ρόλου τους.
Ξεκινώντας η παράσταση, αυτό που αιχμαλωτίζει τον θεατή είναι το εντυπωσιακό σκηνικό του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη που θυμίζει νεοκλασσικό μνημειώδες κτίσμα. Στο κέντρο του σκηνικού δεσπόζει το άγαλμα ενός αγγέλου που είναι «κλεμμένος» από το γλυπτό του κυπριακής καταγωγής γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου στην Πλατεία Καρύτση, μπροστά από το κτίριο της Παλιάς Βουλής. Οι ασπρόμαυρες πλάκες στο δάπεδο του σκηνικού θυμίζουν τα μαρμάρινα δάπεδα των πολυτελών κτισμάτων, ενώ η αίσθηση των «διαπεραστικών» τοίχων του σπιτιού συνάδει άριστα με το ύφος των κωμωδιών του Γκολντόνι.  


Αυτό που ξενίζει ωστόσο –ήδη από τις φωτογραφίες της παράστασης (Πάτροκλος Σκαφίδας)- είναι τα κοστούμια της παράστασης που φαινομενικά δεν έχουν κάποια σύνδεση μεταξύ τους. Ο Κωνσταντίνος Σκουρλέτης φοράει στους ηθοποιούς μια πολύ έντονη φυσιογνωμία, ή για να μιλήσουμε με όρους δραματουργικούς, έναν «τύπο».

Έτσι, η Λουτσέττα (Στέλλα Βιογιατζάκη) παρουσιάζεται ντυμένη ως Sailor Moon, η Καικιλία (Εύη Σαουλίδου) ως Μαρία Αντουανέτα, η Μενεγκίνα (Ιωάννα Κολλιοπούλου) ως disco girl, o Σιγκουάλντο (Αντώνης Γκρίτσης) ως ποπ ροκ θρύλος κ.ά. Όπως γίνεται αισθητό, τα κοστούμια αυτά φέρουν μια συγκεκριμένη σημειολογία στην κίνηση και την ατμόσφαιρα της εποχής τους, κι άρα υποβάλλουν τους ηθοποιούς σε μια διαδικασία να παίζουν ταυτόχρονα και τον χαρακτήρα τους και τον τύπο του κοστουμιού τους. Στην ιδιαίτερα τυπολογία της παράστασης καθοριστικό ρόλο παίζει η κίνηση του Τάσου Καραχάλιου, ο οποίος εμφανίζεται και επί σκηνής. Αυτή η ανάγνωση είναι ιδιαίτερα εύγλωττη, και «εξηγεί» στον σύγχρονο θεατή την έννοια της κλειστής φόρμας της ιταλικής κωμωδίας, όμως νομίζω δεν καταφέρνει να «δέσει». Επιφυλάσσομαι βέβαια γιατί παρακολούθησα την παράσταση στην πρεμιέρα της.


Η παράσταση «Το καινούργιο σπίτι» αν μη τι άλλο ευτυχεί να διαθέτει πέρα από τα εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια έναν εξαιρετικό θίασο με πολυσχιδείς δυνατότητες. Ο θίασος αυτός διακρίνεται για την αστείρευτη ενέργειά του και για τον αυτοσαρκασμό των χαρακτήρων που υποδύονται. Ξεχωρίζουν η Εύη Σαουλίδου και η Ιωάννα Κολιοπούλου τόσο για τους χαρακτήρες που χτίζουν όσο και τη μεταξύ τους χημεία. Πιο κοντά στον χαρακτήρα του έργου νομίζω είναι ο Θανάσης Δήμου, που με το ιδιαίτερο χιούμορ που ούτως ή άλλως διαθέτει, προκαλεί το γέλιο χωρίς να δείχνει αφελής. Είναι πολύ κοντά στον τύπου του Πανταλόνε, του τσιγκούνη γέρου, που δημιουργεί προβλήματα στους νεαρούς ερωτευμένους, αλλά στο τέλος αναγκάζεται να συναινέσει και καταλήγουμε σε happy ending.


Αυτό που ελαττώνει τη δυναμική της φόρμας της παράστασης, γιατί δεν πατάει πάνω στη δραματουργία, είναι κατά τη γνώμη μου η παρουσία των δύο βουβών σκηνικών ρόλων, των δύο πολύ γοητευτικών ανδρείκελων. Οι δύο άντρες εμφανίζονται σαν drag personas με ψηλοτάκουνα και γούνες, και περιφέρονται σε διάφορες εικόνες της παράστασης δίνοντας μια πιο queer κατεύθυνση στην παράσταση χωρίς όμως ιδιαίτερη δραματουργική βάση. Σε σημεία μάλιστα νομίζω πως επισκίαζαν τους πρωταγωνιστές της παράστασης.


Ασχέτως από τις επιφυλάξεις μου, η παράσταση των Bijoux de Kant είναι μία από τις πιο ολοκληρωμένες και «ηχηρές» και όλα κάπου δένουν και μοιράζονται φως και λάμψη. Το «Καινούργιο σπίτι» είναι μία παράσταση που αν βρει το ρυθμό της, μπορεί να συνεπάρει τους θεατές σε μία ατμόσφαιρα που είναι ήδη «εκεί».

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

Ιδιαίτερα δραστήριος ηθοποιός, ο Γιώργος Παπαπαύλου φέτος πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Δαιμονισμένοι/Μεγάλοι αμαρτωλοί» σε σκηνοθεσία Κ. Χατζή και στην τηλεοπτική σειρά «Έρωτας Μετά».

Ο Παπαπαύλου ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία ηθοποιών που έχει επιλέξει συνειδητά τους ρόλους ρεπερτορίου και τις παραστάσεις με καλλιτεχνικό στίγμα. Στρίντμπεργκ, Τσέχωφ, Αισχύλος, Ευριπίδης και τώρα Ντοστογιέφσκι. Δοκιμάζει και δοκιμάζεται με μία συμπαθητική τρέλα. Φέτος έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό με την συμμετοχή στην (σχεδόν) καθημερινή σειρά «Έρωτας Μετά» όπου υποδύεται τον Ηλία, έναν μυστήριο άντρα που εμπλέκεται σε οικονομικά και χειρότερα εγκλήματα.

Δεν εγκαταλείπει όμως την μεγάλη του αγάπη, το σανίδι. Αυτή την περίοδο ετοιμάζεται πυρετωδώς για την παράσταση «Δαιμονισμένοι/Μεγάλοι αμαρτωλοί», σύνθεση του Κωνσταντίνου Χατζή –σκηνοθέτη που συναντά για πέμπτη φορά- πάνω στην εργογραφία του Ντοστογιέφσκι. Στην παράσταση υποδύεται τον Ρασκόλνικωφ από το «Έγκλημα και Τιμωρία» και τον Ιβάν Καραμάζωφ από τους «Αδελφούς Καραμάζωφ»!

Η παράσταση κάνει πρεμιέρα απόψε ( Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου) στον ειδικά διαμορφωμένο υπόγειο χώρο του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης, ενώ το κείμενο της παράστασης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάπα.

 papapavlou

Πάνω σε τι εστιάζει η διασκευή/παράσταση σας «Δαιμονισμένοι/ Μεγάλοι αμαρτωλοί» που βασίζεται στο μυθιστόρημα «Δαιμονισμένοι» του Ντοστογιέφσκι; Τι να περιμένουμε να δούμε επί σκηνής

Η παράσταση χωρίζεται σε δύο μέρη: στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε ένα μέρος των Δαιμονισμένων και στο δεύτερο, Οι μεγάλοι αμαρτωλοί, παρακολουθούμε κάποιους από τους σπουδαιότερους ήρωες των έργων του Ντοστογιέφσκι! Ο Ρασκολνικωφ («Έγκλημα και τιμωρία)», ο Σμερντιακωφ και ο Ιβάν Καραμάζωφ («Αδερφοί Καραμάζωφ»), ο Σταυρόγκιν («Δαιμονισμένοι»)! Είναι οι ήρωες εκείνοι που αντιμετωπίζουν τις αμαρτίες τους, έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με την αλήθεια τους, αυτοαναιρούνται, καταστρέφονται, φτάνουν να δουν το βάθος της ύπαρξής τους!

Τι αποκομίσατε από την τριβή σας με το έργο;

Το να διαβάζεις ως απλός αναγνώστης τον Ντοστογιέφσκι είναι κέρδος τεράστιο. Πόσο μάλλον να τον μελετάς επισταμένα για να μπορέσεις να αποδώσεις σκηνικά κάτι τόσο μεγαλειώδες όσο είναι το έργο τους, η πλοκή του, οι αριστοτεχνικά δομημένοι χαρακτήρες του! Πλουτίζεις ως ηθοποιός μόνο και μόνο από τον τρόπο που ο συγγραφέας αυτός περιγράφει τους χαρακτήρες του, τις κινήσεις τους, τις αντιδράσεις τους, τις συμπεριφορές τους! Είναι όλα δοσμένα, όλα αποτυπωμένα με έναν μεγαλειώδη τρόπο!

Άλλη μία συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Χατζή. Αυτή τη φορά θα τον δούμε κι επί σκηνής. Πως είναι η συνεργασία σας;

Είναι μια συνεργασία που μας έχει προχωρήσει και τους δύο! Συνεννοούμαστε τις περισσότερες φορές, εκτιμάμε ο ένας τον άλλο και φυσικά υπάρχουν στιγμές μεγάλων συγκρούσεων, κι αυτές είναι και οι στιγμές οι πιο δημιουργικές! Πιστεύω πολύ στη σύγκρουση στο θέατρο, με την έννοια της προσπάθειας να μπούμε βαθύτερα να κατανοήσουμε καλύτερα, να παιδευτούμε για να πετύχουμε την μετακίνηση που χρειάζεται! Στόχος μου είναι να παίζω από τον εαυτό μου και όχι τον εαυτό μου οπότε η συνεργασία μου με τον Χατζή με ξεβολεύει και μου αρέσει!

Τι οφέλη έχει μια σταθερή συνεργασία ηθοποιού-σκηνοθέτη;

Αποκτάς έναν κοινό κώδικα και τα πράγματα συμβαίνουν πιο γρήγορα γιατί νιώθεις ασφαλής πολύ πιο γρήγορα! Από την άλλη ενέχει και πολλούς κινδύνους! Πιστεύω ότι η μονιμότητα επί σειρά ετών σε αφήνει στάσιμο! Πιστεύω στην τσιγγάνικη φύση του επαγγέλματός μας

Φέτος κάνεις τηλεόραση και θέατρο. Πόσο διαφέρουν οι δύο πτυχές της δουλειάς σου;

Εκκινούν από κοινή βάση: την υποκριτική. Μια πολύ σοβαρή υπόθεση που δεν έχει σε τίποτα να κάνει με το μαθαίνω λόγια και τα λέω! Δεν υπάρχει ένα θέατρο και δεν υπάρχει μια τηλεόραση! Γίνονται πολύ ωραίες δουλειές και στα δύο! Στο θέατρο έχω μεγαλύτερο χρόνο προετοιμασίας ενώ στην τηλεόραση ο χρόνος πιέζει και πρέπει να είσαι πολύ συγκεντρωμένος και να μελετάς καλά πριν μπεις στο γύρισμα! Σαφώς και δεν υπάρχει η δυνατότητα να παίξω στην τηλεόραση ρόλους που έπαιξα στο θέατρο όπως ο Τρέπλιεφ, ο Κοριολανός ή ο Ετεοκλής αλλά μπορεί στην τηλεόραση να υπάρξει ένα ωραίο σενάριο, σκηνοθέτες με όραμα, καλή παραγωγή, αυτό δηλαδή που διέκρινα στο «Έρωτας Μετά» και είπα το ναί!

erotas

Με την Μπέτυ Λιβανού στη σειρά του ALPHA

 

Πιστεύεις ότι η νέα άνθηση της τηλεοπτικής μυθοπλασίας μπορεί να ζημιώσει το θέατρο;

Το θέατρο δεν το ζημιώνει η τηλεόραση! Ίσα-ίσα που πολλές φορές το τροφοδοτεί κιόλας! Το θέατρο το ζημιώνουν οι παραγοντισμοί, οι τυχάρπαστοι παραγωγοί και όσοι από τους ηθοποιούς δεν αντιλαμβάνονται ότι το όχι σε κάποιον που θα σου προτείνει να παίξεις τσάμπα, μπορεί βραχυπρόθεσμα να σε στείλει σε μπαρ αλλά μακροπρόθεσμα θα έχεις συμβάλει με τον τρόπο σου στη μη απαξίωση της δουλειάς μας!

5def9321825e6360497eaab3

Βλέπεις ανταγωνιστικά τις δουλειές που παίζουν απέναντι σου;

Ποτέ! Δεν ξέρω να σου πω τι θα απαντούσα αν τύχαινε να παίξω σε μια σειρά που δεν μου άρεσε! Αλλά τώρα μπορώ να σου πω με σιγουριά ότι το «Έρωτας Μετά» είναι η πλησιέστερη του γούστου μου σειρά!

Αν μπορούσες να ξαναπαίξεις σε κάποια παράσταση σου που έριξε αυλαία, ποια θα ήταν και γιατί;

«Η αποθέωση της τρέλας» που έπαιξα πέρσι! Είναι μια παράσταση που θα την κάνω ξανά σίγουρα στο μέλλον γιατί αισθάνομαι ότι δεν έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της! Έπεσε σε κακές συνθήκες και θέλω να διασφαλίσω ότι το επόμενο ανέβασμά της θα τύχει καλύτερης μεταχείρισης!

Σε απασχολεί η θεατρική κριτική; Πιστεύεις πως μια όχι και τόσο θετική κριτική μπορεί να βοηθήσει έναν καλλιτέχνη;

Έμαθα με τα χρόνια να διαβάζω αυτούς που πραγματικά με ενδιαφέρουν και να μη με αφορά καθόλου η γνώμη κάποιων άλλων! Δεν τους διαβάζω καν! Η αρνητική κριτική που εμπεριέχει αγνές προθέσεις και δεν επιτίθεται επί προσωπικού είναι πάντα χρήσιμη!

Epanastasi5

Επανάσταση: Δαιμονισμένοι / Μεγάλοι αμαρτωλοί

Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Χατζής

Πρεμιέρα: Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου Παραστάσεις: κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 21.00

 

Διαβάστε επίσης: 

Ο Κωνσταντίνος Χατζής Αλλάζει Κόμη Για Τον Ντοστογιέφσκι (Συνέντευξη)

 

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
 
Η ρινοκερίτιδα στην εποχή του Black Mirror έχει την υπογραφή του Γιάννη Κακλέα και είναι ένα από τα πρώτα sold-out της φετινής θεατρικής σεζόν. 
 
Ο Γιάννης Κακλέας σκηνοθετεί φέτος το Ρινόκερο του Ιονέσκο (Rhinoceros, 1959), δύο σεζόν μετά το «Παιχνίδι της Σφαγής» του ίδιου συγγραφέα. Ο κατ’ εξοχήν συγγραφέας του Θεάτρου του Παραλόγου, σε αυτό το έργο περιγράφει μ’ έναν πολύ δημιουργικό κι αλληγορικό τρόπο την άνοδο του Ναζισμού και το Φασισμού στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε μία μικρή επαρχιακή της Γαλλίας, οι κάτοικοι της περιοχής αρχίζουν να επηρεάζονται από μια «αλλόκοτη» επιδημία. Σύμφωνα με αυτή, οι άνθρωποι αποβάλλουν οικειοθελώς την ανθρωπινότητά τους, για να αγκαλιάσουν τη ζωικότητά τους, μετατρεπόμενοι σε παχύδερμους ρινόκερους. Ο ρινόκερος παρουσιάζει τα εξής χαρακτηριστικά: είναι αγελαίο ζώο, έχει μετωπική όραση, είναι παχύδερμο, τρέχει με πολύ μεγάλη ταχύτητα και έχει τέτοια δύναμη που μπορεί να ρίξει κάτω ένα ολόκληρο κτίριο. 
 
Ο Ιονέσκο μεταχειρίζεται το ρινόκερο ως σύμβολο για να περιγράψει την άνοδο του ναζισμού και στον επιδημικό τρόπο με τον οποίο εξαπλώθηκε. Ακόμα και καλλιεργημένοι άνθρωποι της αστικής τάξης έφτασαν στο να εγκληματούν ή/και να σκοτώνουν. Την ταύτιση ενός ατόμου με μία «αγέλη», ονομάζουμε στο έργο «ρινοκερίτιδα». Πρόκειται για ένα είδος φρενίτιδας που έρχεται να αναταράξει την καθεστηκυία τάξη. Οι υποστηρικτές αυτής της τάσης, τη βλέπουν ως μια επιστροφή προς τη «φυσική» τους κατάσταση. 
Στον αντίποδα της πλειοψηφίας των χαρακτήρων στέκεται ο Μπερανζέ, ένας άνθρωπος που θέλει ν’ αντισταθεί στην επιδημία και να διαφοροποιηθεί διατηρώντας τόσο την ανθρώπινή του υπόσταση όσο και την ατομικότητά του. Πρόκειται για μια πανανθρώπινη μορφή που δε διστάζει να ορθώσει ανάστημα σε μια συντριπτική και εκφυλιστική μανία. Παράλληλα με το ιδεολογικό πλαίσιο του έργου, ο Ιονέσκο με τον Μπερανζέ θίγει άλλη μια αγαπημένη θεματική της εργογραφίας του, τη μοναξιά του ανθρώπου και την ασημαντότητα της ύπαρξής του. Ο Μπερανζέ μέσα από μια προσωπική διαδρομή καταλήγει μόνος χωρίς τον πιο πιστό του φίλο και χωρίς την Νταίζη, την εκλεκτή της καρδιάς του. Ο Ρουμάνος συγγραφέας βλέπει με ευαισθησία την υπαρξιακή μοναξιά που βιώνουν οι άνθρωποι στο μοντέρνο κόσμο και στην αδυναμία επικοινωνίας. 
 
rinorrlelce
Η παράσταση 
 
Ο Γιάννης Κακλέας πολύ συνειδητά επιστρέφει στον Ιονέσκο μετά «Το Παιχνίδι της Σφαγής» που είχε παρουσιάσει στο Εθνικό Θέατρο, ενώ είναι και η τρίτη του συνεργασία με τον Άρη Σερβετάλη σε διάστημα 6 χρόνων (Κουρδιστό Πορτοκάλι το 2013, Αχαρνής το 2015). Κι αν το «Παιχνίδι» ήταν μια συγκεχυμένη σκηνογραφικά και ερμηνευτικά παράσταση, ο «Ρινόκερος» είναι μια καθαρή και ολοκληρωμένη σκηνική πρόταση ανάγνωσης του Ιονέσκο. Το βασικό concept της δραματουργίας της παράστασης είναι η σύνδεση της «ρινοκερίτιδας» με την παγκοσμιοποίηση του lifestyle και την παντοκυριαρχία των κοινωνικών δικτύων και των τεχνολογικών συσκευών στη ζωή μας. Η επιδημία επιρροής του άλλου μέχρι ν’ απολέσει τη μοναδικότητα της ταυτότητάς του, και ο επαναπροσδιορισμός του μέσα από το πλαίσιο μιας αγέλης που τον κάνει να αισθάνεται πανίσχυρος. Στα καθ’ ημάς, η ρινοκερίτιδα θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «επιβολή της κανονικότητας». Προσωπικά, συνήθως μ’ ενοχλεί ο τρόπος που αναδομεί με μοντερνιές ο Κακλέας τις παραστάσεις του ιδίως όταν καταπιάνεται με κλασσικά έργα, αλλά εδώ έχει δώσει ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο στην «εκφυλιστική μοντερνοποίηση» της δραματουργίας. 
 
Για να υποστηρίξει το αισθητικό του όραμα, ο Κακλέας δεν περιορίζεται στην απόδοση του έργου, αλλά προχωρά σε μια δραματουργική επεξεργασία που ξεφεύγει από το πρωτότυπο για να περιγράψει το κοινωνικοπολιτικό παρόν που θέλει να στηλιτεύσει. Η πρώτη σκηνή του σκηνικού έργου, μοιάζει ένα ένθετο ιντερλούδιο βγαλμένο από τη σειρά «Black Mirror» του Netflix που νομίζω είναι και μια δηλωμένη αναφορά τόσο στο ενδυματολογικό όσο και στο κινηματογραφικό τμήμα της παράστασης που αλληλεπιδρά με το θεατρικό. Η ποπ κουλτούρα έχει περιγράψει με πολύ εύστοχους και εφευρετικούς τρόπους τις διάφορες «τάσεις» που επιβάλλονται ανά τον κόσμο. Αυτή την κουλτούρα φαίνεται να υπηρετεί και να αποδομεί καλλιτεχνικά ο Κακλέας μέσα από την παράστασή του. Από την έναρξη της παράστασης ως την πρώτη θέαση ενός ρινόκερου, η σκηνοθεσία φαίνεται όλο να προσθέτει οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα, βομβαρδίζοντας το θεατή. Στη συνέχεια όμως φαίνεται η παράσταση να «φτύνει» όλα αυτά, και να πηγαίνει σε πιο μινιμαλιστικές και ουσιαστικές ποιότητες.
 
Σημείο-κλειδί στην σκηνοθεσία του, παίζουν τα βίντεο του Στάθη Αθανασίου (βασισμένα σε ιδέες & υλικό της Αναστασίας Στυλιανίδη), που αναμασούν και σατιρίζουν διαφημιστικά, συμπεριφορές και νοοτροπίες του μοντέρνου τρόπου ζωής.
 
Μπορούμε να δούμε την παράσταση «Ρινόκερος», ως μια αριστοτεχνικά επινοημένη «κατασκευή», όπου λειτουργεί με τις συνθήκες ενός πλασματικού κόσμου. Στον πίσω «τοίχο» υπάρχει μια μεγάλη οθόνη όπου προβάλλονται διάφορα διαφημιστικά σποτάκια, σκηνές από ριάλιτι, απομιμήσεις τηλεοπτικών προγραμμάτων και δελτίων ειδήσεων. Τα πολύ ευφυή, σχεδόν εθιστικά βίντεο, μοιάζουν προέκταση του εμπειρικού μας κόσμου. Μπροστά από την μεγάλη οθόνη, υπάρχει μια εξέδρα όπου βρίσκεται ξαπλωμένος ο Μπερανζέ (Σερβετάλης) στην αρχή του έργου, σα να προεξέχει από ένα «εκφυλιστικό» lifestyle ή σα ν’ ακροβατεί μπρος έναν ηθικό ξεπεσμό. Στο δεξί και στον αριστερό τοίχους της σκηνής, υπάρχουν δύο μικρότερες οθόνες που προβάλλουν το ίδιο βίντεο μεταξύ τους. Ξεχωρίζουν οι λεζάντες σλόγκαν ευζωίας, όπως «ευεξία», «επιτυχία», «ευτυχία». Όλα αυτά τα μηνύματα επιτηδευμένης ευτυχίας, έρχονται σε ευθεία αντίθεση με το ζοφερό και κτηνώδες περιεχόμενο του έργου. Ο «τέταρτος τοίχος» της παράστασης, είναι η ίδια η ζωή, αφού το κινητό έχει γίνει η προέκταση του χεριού μας, και αντί για τα κέρατα που εμφανίζουν οι ρινόκεροι, είναι σα να έχουμε εικονικές κεραίες. Τουλάχιστον αυτή η αίσθηση μου δόθηκε, βλέποντας την παράσταση, κι έχοντας δει το Black Mirror και το Fight Club. 
rinokeros 2
 
Το δίπολο των διαφορετικών ιδιοσυγκρασιών που θίξαμε παραπάνω μαζοποιημένος – «αυθεντικός», ρινόκερος – άνθρωπος, περνάει και στο σκηνογραφικό (κοστούμια: Μαρία Καραπούλιου). Οι ηθοποιοί εμφανίζονται ενδεδυμένοι με μοντέρνα και φουτουριστικά ρούχα, που θυμίζουν μια avant-garde θέαση της πραγματικότητας. Στο άλλο άκρο βρίσκεται ο Σερβετάλης που υποδύεται τον κεντρικό χαρακτήρα του έργου. Είναι ενδεδυμένος με μια απλή φόρμα και έχει ατημέλητη εμφάνιση. Σε μια πολύ εμφανή αντιστοιχία με το εννοιολογικό πλαίσιο του έργου, ο Μπερανζέ αντιστέκεται τόσο στη νοοτροπία όσο και στη μόδα της εποχής του, που συμπεριλαμβάνει από τις απόψεις έως τα ρούχα που φορά. Τα 3D γυαλιά, που φορούν ορισμένοι από τους ηθοποιούς πέρα από «ζαχαρωτό» μιας μόδας, δείχνουν και τον όγκο που έχουμε αφήσει να πιάσουν τα ψηφιακά μέσα στην καθημερινότητά μας. 
 
Ένα άλλο πολύ βασικό σημείο της παράστασης, είναι οι δύο επικλινείς ράμπες, που αξιοποιούνται ποικιλοτρόπως από τους ηθοποιούς. Αρχικά, φαίνονται σαν το πάτωμα του κτιρίου όπου εργάζεται ο Μπερανζέ, αλλά αναποδογυρίζεται από την έλευση των ρινόκερων. Ο σκηνοθέτης όμως υποδεικνύει μέσα από τις ράμπες, τον ηθικό ξεπεσμό των χαρακτήρων του έργου, και τα δύο επίπεδα που τονίζονται από την διάκριση των ανθρώπων και των ρινόκερων. Ο Μπερανζέ νιώθει πως το επίπεδο των ανθρώπων, είναι κάτι το υψηλό και εξευγενισμένο, είναι το επίπεδο της λογικής και του έναρθρου λόγου. Το κάτω επίπεδο είναι αυτό των ζώων, των αποκτηνωμένων ρινόκερων, που βρίσκονται σ’ ένα υποδεέστερο επίπεδο. Η φιλοσοφία θα διάβαζε αυτή τη διάκριση ως ανθρωπινότητα και μη ανθρώπινη ζωικότητα. Εν δυνάμει είμαστε όλοι ρινόκεροι, αφού η ανθρώπινη φύση εμπερικλείει την ζωική. Η διάκριση αυτή δεν είναι κάθετη και αμετάκλητη αλλά ρευστή, κάτι που μπορεί να καταλάβει κανείς εύκολα μελετώντας την ανθρώπινη ιστορία. 
Ο Γιάννης Κακλέας σκηνοθετεί το Ρινόκερο με καυστικό χιούμορ, ποπ αισθητική, μια συγκροτημένη σκηνική άποψη και έχοντας πλάι του ένα επιτελείο καλλιτεχνών που έχουν αυτομολήσει στο καλλιτεχνικό του σχέδιο. Το υποκριτικό βάρος πέφτει στον εξαιρετικό Άρη Σερβετάλη που έχει την αξιοζήλευτη ικανότητα να σωματικοποιεί την ερμηνεία του και να «προδίδει» τα πιο ενδόμυχα χαρακτηριστικά του χαρακτήρα του. Ο Μπερανζέ του είναι ευαίσθητος, άμεσος, σθεναρός αν και με μία κοινωνική ανασφάλεια που τον κάνει σχεδόν «αυτιστικό», αφού αναγκάζεται να κλειστεί στο μικρόκοσμό του για ν’ αντισταθεί στη ρινοκερίτιδα. Ο μονόλογός του στο τέλος του έργου, είναι ένα μανιφέστο της ανθρωπινότητας σ’ έναν αποκτηνωμένο κόσμο και φυσικά το ατού της παράστασης που ξεπερνά κάθε σκηνικό ή ψηφιακό μέσο που θα ήταν ικανό να κερδίσει τις εντυπώσεις. 
Πλάι του η Έλλη Τρίγγου, ως Νταίζη. Η ανερχόμενη ηθοποιός συνεχίζει την επιτυχημένη της θεατρική πορεία («Στέλλα Κοιμήσου», «Ο Ευαγγελισμός της Κασσάνδρας») παράλληλα με τη σειρά-φαινόμενο «Άγριες Μέλισσες». Η Τρίγγου έχει διαμορφώσει μια πολύ ενδιαφέρουσα σκηνική φυσιογνωμία που από τη μία έχει έναν εύθραυστο χαρακτήρα κι από την άλλη μια δυναμική εκκεντρικότητα. Της πάει πολύ το «παράλογο» και το queer, νιώθω ότι είναι μια κατεύθυνση στην οποία μπορεί να δώσει κι άλλα ενδιαφέροντα πράγματα στο μέλλον. 
 rinokeros  texnes plus
Πολύ ενδιαφέροντα πράγματα δίνουν και οι ιδιαίτερες ερμηνευτικά φυσιογνωμίες των Στέλιου Ιακωβίδη και Πάνου Παπαδόπουλου. Αμφότεροι οι ηθοποιοί είχαν δουλέψει ξανά με τον Κακλέα στο «Παιχνίδι της Σφαγής». Το θίασο συμπληρώνουν με τους διάφορους ρόλους τους οι: Ροζαμαλία Κυρίου, Θάνος Μπίρκος, Αγγελική Τρομπούκη, Κωστής Μπούντας, Αναστασία Στυλιανίδη
Συνοψίζοντας, ο Γιάννης Κακλέας φέτος προτείνει αισθητική με την παράσταση «Ρινόκερος», στη δεύτερη συνάντησή του με τον σύμπαν του Ιονέσκο. Είναι ένα ευχάριστο ξάφνιασμα πως μπορεί να υπηρετεί την ποπ αισθητική και τις εντυπωσιακές σκηνικές εικόνες που δημιουργεί και ταυτόχρονα να παίρνει θέση στα πράγματα. Σε αυτή την παράσταση, ο Κακλέας αποδεικνύει πως πέρα από σκηνοθέτης «must-see» παραστάσεων είναι και δημιουργός. 
 
Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
 
Μετά από μια μεγάλη καλοκαιρινή περιοδεία, η παράσταση «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» των Χειλάκη-Δούνια προσγειώθηκε στο ανανεωμένο θέατρο Βεάκη. 
Η αγαπημένη σαιξπηρική κωμωδία παρουσιάζεται σε μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα και πρωτότυπη μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα. Το θεατρικό δίδυμο των επιτυχιών «Ταρτούφος» και «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», επιστρέφει στην κλασσική δραματουργία, ανεβάζοντας την κωμωδία του έρωτα, γραμμένη το 1595. 
 
Λίγο πριν το γάμο του βασιλιά της Αθήνας Θησέα με την βασίλισσα των Αμαζόνων Ιππολύτη, τέσσερις νέοι καταφεύγουν στο δάσος της Αθήνας για να διεκδικήσουν το ερωτικό αντικείμενο του πόθου τους. Είναι η νύχτα του μεσοκαλόκαιρου – μια νύχτα που όλα μπορούν να συμβούν- οι πιο μύχιες σκέψεις και φαντασιώσεις τους σύντομα θα πραγματοποιηθούν. Στο μυθικό δάσος της Αθήνας έρχονται σε επαφή με τον κόσμο των ξωτικών: με τον βασιλιά Όμπερον που φιλονικεί με την Τιτάνια και τον Πουκ και ξεκινάει ένα παιχνίδι παρεξηγήσεων και μαγικών παρεμβάσεων. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο όταν στο δάσος καταφθάνει μια ομάδα ερασιτεχνών θεατρίνων. Άνθρωποι και ξωτικά, πραγματικότητα και φαντασία γίνονται ένα κάτω από τον μανδύα του παραμυθιού και του ονείρου. Μέσα στο δάσος – ένα χώρο μαγεμένο, επικίνδυνο- οι φόβοι διογκώνονται, τα πάθη εκφράζονται ανεξέλεγκτα και άνθρωποι και θεοί γίνονται έρμαια του ερωτικού τους πάθους.
 
Η παράσταση 
 
Ο Αιμίλιος Χειλάκης κι ο Μανώλης Δούνιας μας έχουν συνηθίσει σε παραστάσεις που σερβίρουν ενδιαφέρουσες εικόνες και διαφορετική ανάγνωση πάνω σε κλασσικά έργα. Προσωπικά θεωρώ πως εδώ όπως και στον Ταρτούφο, έχουμε πιο «καθαρές» προτάσεις σε αντίθεση με τις σκηνοθεσίες του πάνω στο Αρχαίο Δράμα. Στο «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» σκηνοθετούν ένα υπερθέαμα με φρέσκιες ερμηνείες πάνω στους κλασσικούς ρόλους. Κι ενώ υπηρετούν ένα ποιοτικό εμπορικό θέατρο, αισθάνομαι πως ανοίγουν τη θεματική του έργου, από τα ερωτικά παράδοξα της μαγείας των ξωτικών, στην σεξουαλική ετερότητα. Η δραματουργία της παράστασης, «ακούει» την σεξουαλική ελευθερία του έργου, και δίνει στιγμές λανθάνοντος ομοερωτισμού ανάμεσα στα ζευγάρια των νεαρών ερωτευμένων. Παράλληλα, οι «ηθοποιοί» της παράστασης προς τιμήν του Θησέα, δείχνουν ανοιχτοί στο να καταργήσουν το φύλο τους και να περάσουν σε μία κατάσταση. 
 
Το σκηνικό περιβάλλον της παράστασης οργανώνουν οι Τέλης Καρανάνος – Αλεξάνδρα Σιάφκου, δίνοντας έξυπνες λύσεις, που δίνουν εντυπωσιακές εικόνες. Τα μοντέρνα κοστούμια, συμπληρώνονται από ένα πάνκ make-up που δίνει μια ποπ αισθητική. Η κατασκευή των κοστουμιών των βασικών πρωταγωνιστών είναι εξαιρετικής κατασκευής, με πιο ξεχωριστά εκείνα της Τιτάνια και του Πουκ.
 
Η Τιτάνια (Αθηνά Μαξίμου) φοράει ένα μπεζ κοστούμι που παραπέμπει σε πεταλούδα, και έχει απίστευτη κίνηση που προσδίδει μια μαγική αίσθηση στην παράσταση.
 
 DSC7712
 
Ο Πουκ (Μιχάλης Σαράντης) φοράει ένα total black ντύσιμο, που θυμίζει ροκ σταρ. Από τα βασικά σκηνικά, είναι τέσσερις ασύμμετρες σκάλες, που από την πίσω πλευρά, έχουν κρεμασμένα φύλλα και κλαριά που παραπέμπουν στο μαγικό δάσος του βασικού μέρους της δραματουργίας. Είναι εξαιρετική ιδέα με τις σκάλες, αλλά υπήρχαν μικροπροβλήματα στην εφαρμογή τους. Νομίζω πως αν υπήρχαν μικρά στοπ/σφήνες, θα ήταν πιο σταθερές και ασφαλείς. 
 
Σε αντιδιαστολή αυτού του μαγικού περιβάλλοντος, κινήθηκαν ως προς την απόδοση των ερασιτεχνών ηθοποιών, που «σπάνε» την μαγεία και αποδομούν τη θεατρικότητα. Οι ηθοποιοί παρουσιάζονται με εργατικές φόρμες, και μασκαρεύονται όπως-όπως με κοστούμια κατασκευασμένα πρόχειρα. Εντύπωση μου προκάλεσε το γυναικείο κοστούμι από οικοδομικά υλικά. Αυτά τα κοστούμια ήταν πιο πρόχειρα και όχι τόσο καλαίσθητα αλλά νομίζω ήταν μια εκούσια επιλογή ακατέργαστης αισθητικής, που «τσακάλωνε» την τελειότητα της βασικής δραματουργίας. 
 
Αυτή η αντίθεση περνάει και στην υποκριτική, δίνοντας δύο «περιβάλλοντα» σε συνδιαλλαγή. Από τη μία έχουμε, ένα ρομαντικό, σχεδόν σαγηνευτικό περιβάλλον, όπου οι νεαροί πρωταγωνιστές «κυνηγούν» την αγάπη κι από την άλλη ένα γκροτέσκο περιβάλλον που μας βάζει πίσω από την θεατρική πράξη. Το δραματικό εναλλάσσεται με το κωμικό, και το εκλεπτυσμένο με το χοντροκομμένο θυμοειδές. 
Κεντρική φιγούρα στην παράσταση είναι ο Πουκ του Μιχάλη Σαράντη, που φαίνεται να είναι ο μοχλός της δράσης, καθώς σαν μαριονοπαίχτης κινεί τα νήματα των ηρώων. Η πυρηνική μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα κουμπώνει άριστα με την εξαιρετική σωματικότητα του Σαράντη. Η αρχική μηχανικότητα στην κίνηση, σπάει και δίνει μια μεγαλύτερη ευλυγισία στη συνέχεια (κίνηση Αντωνία Οικονόμου). Νομίζω πως το δεύτερο περιγράφει καλύτερα την μαγική φύση των ξωτικών.
 
Οι ηθοποιοί της διανομής είναι σε θέση να αποδώσουν τόσο το ρομαντικό ύφος του έργου όσο και μια πιο ανάλαφρη εκδοχή αυτού, φωτίζοντας τις ιδιαίτερες αποχρώσεις των χαρακτήρων τους χαρίζοντας το χαμόγελο και «κλείνοντας το μάτι» στο θεατή. Οι σκηνοθέτες έχουν δουλέψει σε μία πολύ δυναμική κατεύθυνση στην απόδοση των τεσσάρων νεαρών ερωτευμένων (ο Αλέξανδρος Βάρθης, η Λένα Δροσάκη, ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς και η Χριστίνα Χειλά- Φαμέλη). Προσωπικά τάσσομαι περισσότερο προς αυτή την μεριά του έργου, παρά στο γκροτέσκο, αλλά πρόκειται για δύο αλληλένδετα συστατικά της συγκεκριμένης δραματουργίας, που το καταλαβαίνει κανείς αμέσως αν έρθει σ’ επαφή με το έργο. 
 DSC8070
 
Συνολικά, η παράσταση «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» των Χειλάκη-Δούνια, φέρνει έναν φρέσκο αέρα στην αγαπημένη σαιξπηρική κωμωδία, και μας δείχνει πως το εμπορικό θέατρο μπορεί να προσφέρει πέρα από αισθητική και τροφή για περαιτέρω διεργασία. Τα όρια της σεξουαλικότητας είναι ρευστά και διάχυτα ανάμεσα στους ανθρώπους (και τα πλάσματα). Είναι μια παράσταση που ρέει και διαμορφώνει τη δική της γλώσσα. 
 

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

Για πρώτη φορά στο θέατρο ανεβαίνει φέτος το έργο «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» του Στράτη Μυριβήλη, σε σκηνοθεσία και διασκευή του Πέτρου Ζούλια. 
 
Η παράσταση έκανε πρεμιέρα την Τετάρτη 30 Οκτωβρίου στο Θέατρο Βέμπο, που φέτος φαίνεται ν’ αλλάζει φυσιογνωμία αφήνοντας κατά μέρους τις διασκευές εμπορικών μιούζικαλ, κι επιλέγοντας την κλασσική ελληνική πεζογραφία. Ο λόγος για το μυθιστόρημα του Στράτη Μυριβήλη που εκδόθηκε το 1933, αφού πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες το διάστημα 1931-1932. Το μυθιστόρημα αποτελεί ουσιαστικά τη συνέχεια του αριστουργήματός του «Η ζωή εν τάφω» και πραγματεύεται την περίοδο 1917-1922 και τις συνέπειες του πολέμου για τους ήρωές του. Ο Λεωνής Δρίβας γυρίζει από τον πόλεμο της Μικρασίας στη Μυτιλήνη και δοκιμάζεται από τον έρωτά του για την Σαπφώ, την χήρα του φίλου του Βρανά, την περιβόητη «δασκάλα με τα χρυσά μάτια». Μέσω του χαρακτήρα αυτού, ο Μυριβήλης εκφράζει ταυτόχρονα, τα ιδεώδη της Ελλάδας του μεσοπολέμου, ένα αντιπολεμικό πνεύμα και μια κοινωνική κριτική προς τον Κομμουνισμό και τους κομμουνιστές. 
 
Το έργο μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη το 1979 – δηλαδή ακριβώς 40 χρόνια πριν- σε σκηνοθεσία του Κώστα Αριστόπουλου και σενάριο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη. Πρωταγωνιστές ήταν ο Γιάννης Φέρτης (Λεωνής), η Κάτια Δανδουλάκη (Σαπφώ), ο Νικήτας Τσακίρογλου (Βρανάς) και η Ειρήνη Ιγγλέση (Αδριανή). Να σημειωθεί πως φέτος εκτός από το πρώτο θεατρικό ανέβασμα του έργου, είχαμε και την τηλεοπτική εκδοχή του προγενέστερου «Η ζωή εν τάφω» για την ΕΡΤ από τον Τάσο Ψαρρά. 
 
Ο Στράτης Μυριβήλης αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους πεζογράφους μας, ενώ το έργο του διακρίνεται για τον αντιπολεμικό του χαρακτήρα, τις ιδεολογικές του προεκτάσεις και για τις ένθετες αληθινές ιστορίες που λειτουργούν εν είδη δημοσιογραφικού ρεπορτάζ. Ας μην ξεχνάμε πως ο Μυριβήλης πέραν από απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, άσκησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Το 1912 κατατάσσεται εθελοντής στον στρατό και λαμβάνει μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους. Μετά από έναν τραυματισμό του θα επιστρέψει στη Μυτιλήνη. Το 1917 κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στρατεύεται εκ νέου και λαμβάνει μέρος στις επιχειρήσεις στη Μακεδονία. Τα εμβληματικότερα έργα του είναι τα «Η ζωή εν τάφω», «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» και «Η Παναγιά η Γοργόνα». Αυτό που ξεχωρίζω στη γραφή του είναι οι φωτογραφικές περιγραφές, οι πολιτικές προεκτάσεις των προσώπων των έργων του, η αποστασιοποίηση που μπορεί να παίρνει, η κοινωνική σάτιρα και ο ρεαλιστικός ρομαντισμός του. Οι χαρακτήρες των έργων του, είναι ιδεώδη που προσπαθούν να επιβιώσουν από τα συντρίμμια των συνεχών πολέμων. 
 
 
kori konstantinou
Η παράσταση
 
Ο Πέτρος Ζούλιας υπηρετώντας σταθερά την αγάπη του για την ελληνική πεζογραφία μετά την Αστροφεγγιά και τον Παπαδιαμάντη, καταπιάνεται με τον Μυριβήλη, υπογράφοντας την διασκευή και την σκηνοθεσία της παράστασης. Η αλήθεια είναι πως εδώ έχει να κάνει μ’ ένα πολύ μεγάλο στοίχημα, καθώς το «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» είναι ένα έργο γεμάτο εκτενείς περιγραφές και προσωποποιημένες αναφορές, που είναι πολύ δύσκολο να λειτουργούν θεατρικά, σχεδόν έναν αιώνα μετά. Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη, πως μιλάμε για μία παράσταση του εμπορικού θεάτρου, καταλαβαίνουμε πως μία παράσταση πιστή στο πνεύμα του Μυριβήλη, με όλο αυτό το πολιτικό κλίμα που τον ακολουθεί, δε θα έβλεπε ποτέ το άνοιγμα της αυλαίας. 
 
Η διασκευή του Ζούλια δυστυχώς στερεί πολλά από τα σημεία-κλειδιά του έργου. Από τη μία η έγνοια για σύνδεση με το σήμερα, κι από την άλλη το έτερον ήμισυ της δραματουργίας του, δηλαδή η μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα, μετατρέπουν το έργο σ’ ένα ρομαντικό μελόδραμα, ελαχιστοποιώντας τον κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα του στα πλαίσια του εύπεπτου εμπορικού. Θ’ αναφέρω τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα.
 
Πρώτον, το μυθιστόρημα έχει δύο κεφάλαια, για τις ομοερωτικές επαφές στρατιωτών με άντρες ηθοποιούς που ντύνονταν γυναικεία, και στη συνέχεια την δολοφονία αυτών για να μην τους αφήσουν «ρετσινιά». Στην παράσταση, βλέπουμε δύο νεαρά αγόρια ν’ αγκαλιάζονται και στη συνέχεια το ένα να στραγγαλίζει το άλλο πάνω στην κάψα. Είμαι της άποψης, πως αν είναι να «εξωραΐσεις» κάτι, καλύτερα να μην το συμπεριλάβεις καθόλου.
 
Δεύτερον, στο πρωτότυπο, η κομματική νεολαία φαίνεται να προσεγγίζει τον Λεωνή και να προσπαθεί να τον προσηλυτίσει στον κομμουνισμό και λαμβάνει χώρα μια μεγάλη ιδεολογική συζήτηση που συνεχίζεται σε πολλές συγκεντρώσεις. Στη διασκευή, οι νέοι απλώς λιάζονται, και σ’ ένα σημείο ξεσηκώνουν τους αγρότες σε μάχη, που δεν έχει προετοιμαστεί ιδεολογικά ούτε έχουμε δει την άποψη του πρωταγωνιστή του έργου.
 
Τρίτον, το πλαίσιο που εμφανίζεται η Σαπφώ στο βιβλίο, είναι πολύ τρομαχτικό και την κάνει ένα πρόσωπο-μυστήριο που ξεδιπλώνεται με μεγάλο ενδιαφέρον στην εξέλιξή του. Είναι μια πανέμορφη γυναίκα που χήρεψε νέα και ο κόσμος την μέμφεται. Κοντά στο σπίτι της ζει το δίχρονο παιδί της που έχει υπερφυσικά μεγάλο κεφάλι και έχει «όψη τέρατος» εξαιτίας μιας οικογενειακής αρρώστιας από μεριάς του συζύγου της. Το παιδί το προσέχει μια πρόσφυγας με κομμένη γλώσσα. Η πρώτη συνάντηση του Λεωνή με την Σαπφώ γίνεται στο σχολείο. Επικρατεί το κουτσομπολιό και τα βλέμματα πίσω από τις γρίλιες. Στην διασκευή, αποσιωπούνται πολλά σημεία-κλειδιά, στο πλαίσιο της υπεραπλούστευσης του εμπορικού θεάτρου. Δεν γίνεται αισθητό πως ο έρωτας των δύο, βρίσκει εμπόδια τόσο στο κοινωνικό περιβάλλον όσο και στην συνείδηση του Λεωνή, που τιμά το νεκρό φίλο του. Μεγάλη αστοχία, κατά τη γνώμη μου, και η συνεχής φυσική παρουσία του Βρανά επί σκηνής. 
 
 
daskala xrusa matia
Το σκηνικό περιβάλλον της Αθανασίας Σμαραγδή διακρίνεται από τον μεγάλο καμβά που παραπέμπει σ’ ένα φυσικό τοπίο, την εικόνα της Παναγίας και τα εύσημα του Βρανά. Χαρακτηριστική είναι και η εικόνα του Λεωνή να ζωγραφίζει στον καμβά του. Πολύ έντονη η εικόνα της Σαπφούς με το κατακόκκινο φόρεμα ανάμεσα στο δυσχερές περιβάλλον του νοσοκομείου. Η ίδια αντίθεση θανάτου-ζωής χρησιμοποιείται και στην αφίσα της παράστασης, ενώ προσωπικά μου θύμισε την τελευταία σκηνή της ταινίας Schindler’s List. 
 
Ο Πέτρος Ζούλιας ακολουθεί την γνώριμη συνταγή του, να διασκευάσει ένα κλασικό πεζογράφημα, και να το ανεβάσει σε μία παράσταση που διακρίνεται για την αφηγηματικότητά της και για τις «μνήμες» που ξυπνά. Επιλέγει μια σειρά από αναγνωρίσιμους ηθοποιούς, όχι πάντα ταιριαστούς για τους ρόλους που τους αναθέτει. Ωστόσο, για εμένα εδώ αστοχεί στη φυσιογνωμία που δίνει στο σκηνικό ανέβασμα του έργου. Ν’ αναγνωρίσουμε βέβαια τη δυσκολία παράθεσης του συνόλου των περιγραφόμενων κοινωνικών περιστατικών του έργου και της διαφορετικής προσέγγισης της ιδεολογίας στο θέατρο σήμερα. Ακόμα κι αν κάποιοι  χαρακτήρες φαίνονται εντελώς καρικατούρες, μπορούν να φωτίσουν σε κάποιο βαθμό αυτά που «ενοχλούσαν» τον Λεωνή στην κοινωνία της Μυτιλήνης του ’30.
 
Ο θίασος της παράστασης είναι πολυσυλλεκτικός, στοχεύοντας ταυτόχρονα και στο εμπορικό κοινό που θέλει «μεγάλους πρωταγωνιστές» και στη νεώτερη γενιά που προτιμά ηθοποιούς που έχουν δουλέψει πολύ στο θέατρο. Τώρα, πως μπορούμε να έχουμε στην ίδια διανομή τον Γιώργο Κωνσταντίνου και τη Λένα Παπαληγούρα; Κατά κάποιον τρόπο, ενώ δίνεται η αίσθηση ότι έχουμε δύο διανομές σε μία, παρουσιάζει ενδιαφέρον αυτή η πολυμορφία του, γιατί κάπως έτσι είναι γραμμένο και το έργο, σαν ένα σύνολο ετερογενών κεφαλαίων, μ’ έκαστο να περιγράφει έναν άλλο χαρακτήρα ή ένα περιστατικό. 
 
Στην παράσταση ξεχωρίζει η Λένα Παπαληγούρα που κρατάει τον επώνυμο ρόλο του έργου, την Σαπφώ, την «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια». Η Σαπφώ της κινείται με χάρη και εσωτερική ευγένεια, ανάμεσα στις λαϊκές φυσιογνωμίες του περιβάλλοντός που ζει και καταφέρνει να διατηρεί τη δυναμική της παρά το μένος των «δικαστών» της. Από τα ζωτικά κομμάτια της παράστασης είναι οι δύο της μονόλογοι που αφορούν την έγγαμη ζωή της μ’ έναν άντρα που δεν αγαπούσε και την ύπαρξη του παιδιού τους, που έγινε ο βραχνάς της. Η Σαπφώ είναι από τους ωραιότερους ρόλους που έχει υποδυθεί ως τώρα, ενώ είναι σε θέση να αποδώσει τις λεπτές αποχρώσεις του χαρακτήρα της. 
 
Σε αντίθεση με τον «κωμικό» και «τραχύ» χαρακτήρα των Μυτιληναίων, κινούνται τα «Καστρινάκια», ο Λεωνής κι η Αδριανή.  Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης υποδύεται τον Λεωνή, τον βασικό πρωταγωνιστή κι αφηγητή του έργου. Η φυσιογνωμία που δίνει στον χαρακτήρα είναι πολύ ευγενής, αφού πρόκειται για έναν νέο με ψηλό ανάστημα και ευγενή ιδεώδη. Κυκλοφορεί με το καβαλέτο του και αποτυπώνει την φύση. Ωστόσο, ο τρόπος που χειρίστηκε η σκηνοθεσία τον ρόλο, νομίζω αδικεί τον ηθοποιό με δύο τρόπους. Καταρχάς, ο Λεωνής στο έργο είναι καυστικός προς την Σαπφώ, γιατί δεν την βλέπει να θρηνεί τον φίλο του Βρανά και στη συνέχεια η ανάμνηση του φίλου τον κάνει κακό μαζί της. Στην παράσταση ο Ζούλιας, επιλέγει ο Βρανάς να είναι κατ’ εξακολούθηση παρών επί σκηνής με τα δεκανίκια του ενώ έχει πεθάνει. Αυτό αναγκάζει τον ηθοποιό να παίζει «σαν τρελός» αφού μόνο εκείνος «βλέπει» τον Βρανά. Αυτού του είδους τα τεχνάσματα είναι εντελώς ξεπερασμένα από το θέατρο και θεωρώ πως εγκλωβίζουν τον ηθοποιό. Αντίθετα, αν ο Βρανάς είχε εμφανιστεί μόνο μία φορά, αντί για 4-5 που εμφανίστηκε, θα είχε προκαλέσει μεγαλύτερη αίσθηση στο κοινό. Δεύτερον, η διασκευή στερεί από τον χαρακτήρα τόσο τις ιδεολογικές του θέσεις, όσο και τις καλλιτεχνικές, αφού ελάχιστα μιλάει γι’ αυτά που πιστεύει ή γι’ αυτά που υποστηρίζει μέσω της ζωγραφικής του. Βασικό στήριγμά του, η Γιούλικα Σκαφιδά που υποδύεται την Αδριανή, με μια συγκινητική ουσία. 
 
Οι ηλικιακές διαφορές ανάμεσα στους χαρακτήρες του έργου και οι διαφορετικές ποιότητες των ανθρώπων, περιγράφονται γλαφυρά από την ετερογενή διανομή της παράστασης. Έτσι, έχουμε τον Γιώργο Κωνσταντίνου στο ρόλο του Δημάρχου και σύζυγό του την Χριστίνα Τσάφου. Είναι χαρακτηριστική η φυσιογνωμία του γέρου (Σταύρος Μερμήγκης) που εκμαυλίζει την νεαρή υπηρέτρια και την οδηγεί στην αυτοχειρία. 
 
Για μένα, ένα μεγάλο λάθος της παράστασης, είναι η μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα, όχι γιατί δεν είναι καλή, αλλά γιατί δίνει μια τελείως διαφορετική φυσιογνωμία στο έργο απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς από τον Μυριβήλη. Η μουσική της Ρεμπούτσικα είναι πάντα υγκινητική, και μπορεί να λειτουργήσει άριστα ως μουσικό χαλί σ’ ένα ρομαντικό έργο ή σ’ ένα έργο εποχής, αλλά εδώ περιορίζει τη δραματουργία προς αυτή την κατεύθυνση. 
 
Σε γενικές γραμμές, η παράσταση «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» του Πέτρου Ζούλια, λειτουργεί ικανοποιητικά για τη συνθήκη με την οποία ανεβαίνει. Παρά τις όποιες μου ενστάσεις για τη δραματουργία της παράστασης, υπάρχουν αρκετές συγκινητικές στιγμές, και ψήγματα κοινωνικών σχολίων που βγαίνουν από την ζοφερή πραγματικότητα του σύμπαντος του Μυριβήλη. Το κρίμα είναι πως η παράσταση δεν φτάνει εκεί που θα μπορούσε. 
 
 
Διαβάστε επίσης:
 
 
 

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

 Ένα από τα συγκλονιστικότερα έργα του Δημήτρη Δημητριάδη παρουσιάζεται αυτή την στιγμή στο Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας σε σκηνοθεσία Θάνου Νίκα. 

Ο κορυφαίος Έλληνας δραματουργός έγραψε τον Φαέθοντα, τον δικό του ανεστραμμένο Άμλετ, τη διετία 2006-2007. Η πρώτη παρουσίαση του έργου έγινε στο μεγάλο αφιέρωμα της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών το 2013, υπό τη μορφή θεατρικού αναλογίου. Δύο χρόνια μετά το έργο σκηνοθέτησε με επιτυχία ο Δημήτρης Καραντζάς (σκηνοθέτης επίσης του «Ο κυκλισμός του τετραγώνου») στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων. Το αθηναϊκό θεατρικό κοινό γνωρίζει καλά για ποια παράσταση μιλάμε. Οι ερμηνείες του Περικλή Μουστάκη και Άρη Μπαλή έμειναν αξέχαστες και σχεδόν ταυτίστηκαν με το έργο του Δημητριάδη. Η έκδοση του έργου έγινε το 2013 από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν που έχουν αγκαλιάσει τη δραματουργία του Δημήτρη Δημητριάδη. 
Αυτό το φθινόπωρο ήταν σειρά της Θεσσαλονίκης να γνωρίσει σκηνικά ένα σπουδαίο έργο του συντοπίτη τους συγγραφέα. Ο Θάνος Νίκας και η ομάδα θεάτρου ARS MORIENDI αναμετρούνται με το πολύ δύσκολο αυτό έργο. Η πρώτη παρουσίαση έγινε στον Βόλο (2 και 3 Σεπτεμβρίου) στο πλαίσιο του 4ου Φεστιβάλ Βόλου, ενώ η συνέχεια δόθηκε στο αγαπημένο καλλιτεχνικό φεστιβάλ Δημήτρια, στη Θεσσαλονίκη (9-13 Οκτωβρίου). Ο Νίκας αντί για κάποιον συμβατικό θεατρικό χώρο, επέλεξε το φουαγιέ του Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείου Μακεδονίας. Η παράσταση σημείωσε μεγάλη επιτυχία κι έτσι συνέχισε να παίζεται στον ίδιο χώρο για έναν μήνα μετά την συμμετοχή της στα Δημήτρια. Σε αυτή την «παράταση» βρεθήκαμε κι εμείς εκεί ως texnes-plus και σας μεταφέρουμε τον παλμό της παράστασης. 
 
Ο μύθος του Φαέθοντα 
Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο Φαέθων ήταν γιος του Ήλιου και της Κλυμένης. Μια μέρα, ο πατέρας του τον άφησε να οδηγήσει το άρμα του, ο Φαέθων, όμως, δεν στάθηκε αντάξιος της εμπιστοσύνης του. Καθώς οδηγούσε το άρμα του Ήλιου, είδε στον ουρανό τον Σκορπιό, τρόμαξε και έχασε την ψυχραιμία του και τον έλεγχο του άρματος, με αποτέλεσμα ο Ήλιος να αρχίσει να ανεβοκατεβαίνει απειλώντας με καταστροφή τη Γη. Ο Δίας, βλέποντας τη Γη να καίγεται και τα ποτάμια να ξεραίνονται από τη θερμότητα, τον κεραυνοβόλησε και τον σκότωσε για να προλάβει χειρότερες καταστροφές.
 

faethon thesaloniki

 

 Η επαναγραφή του μύθου από τον Δημητριάδη και η παράσταση του Θάνου Νίκα 
 
Ο Θάνος Νίκας επέλεξε ν’ ανεβάσει τον Φαέθοντα σ’ έναν μη θεατρικό χώρο, όσο πιο μινιμαλιστικό γινόταν. Ο χώρος από μόνος του, υποδηλώνει πολλά για τις προθέσεις της παράστασης. Ένας μη θεατρικός χώρος δεν έχει καμία πρόθεση ψευδαισθητικότητας, όπως θεατρικούς φωτισμούς ή τις συμβάσεις μιας σκηνής (απόσταση ηθοποιών-θεατών, αυλαία, εμπειρία θεατών από προηγούμενες παραστάσεις). Η απουσία θεατρικών φωτισμών ήταν κάτι που με ξένισε, αλλά ήταν εκούσια επιλογή του δημιουργού της παράστασης, γιατί όπως μου είπε, δεν ήθελε ο Φαέθων να ειδωθεί ως ένα «αστικό οικογενειακό δράμα». Τω όντι, ο ωμός ρεαλισμός που έχει επιλέξει στην παράστασή του απέδωσε. Οι ηθοποιοί ερμηνεύουν σε απόσταση αναπνοής από τον θεατή, με φωτισμούς δωματίου –που δεν συσκοτίζουν την «πλατεία»- κάνοντάς μας τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο της οικογενειακής παθογένειας. 
Τον σκηνικό χώρο και τα κοστούμια επιμελήθηκε η Πηνελόπη Χατζηδημητρίου. Επέλεξε να ντύσει τις τρεις γυναίκες της οικογένειας Λομ σε μονόχρωμη παλέτα, που αποτελείται από ένα φόρεμα και καλσόν στο ίδιο χρώμα. Μετά την ερωτική τους συνεύρεση των κορών με τον πατέρα, οι κοπέλες δεν φορούν καλσόν. Ο Λέλο ήταν ενδεδυμένος με γαλάζιο πουκάμισο και τιράντες, ενώ κάθεται σ’ ένα παιδικό καρότσι σκεβρώνοντας το σώμα του. Το σκηνικό δεν περιλαμβάνει τίποτα περιττό. Υπάρχει μόλις ένα τραπέζι, τέσσερις Plexiglas καρέκλες, πέντε σερβίτσια φαγητό και ένα κουζινομάχαιρο που κρέμεται ανάποδα στο κέντρο του πίσω τοίχου, στη θέση που συνήθως υπάρχει μια εικόνα της Παναγίας ή έστω ένα έργο Τέχνης. Εδώ καθαγιάζεται η βία, αφού ο Άμνετ (σαν παρήχηση του Άμλετ) παραφράζει το χριστιανικό δόγμα «Γεννηθήτω το θέλημά Σου» επιβάλλοντας στα μέλη της οικογένειας του τα δικά του θέλω, βιάζοντας την προσωπικότητάς τους. Ο πατέρας γίνεται και εξουσιαστής και δυνάστης, τεσσάρων ανθρώπων που φαίνεται να ζουν ένα δράμα χωρίς λύτρωση. Η λύση θα έρθει με άλλη μια ακραία βία πράξη, την πατροκτονία, ως επακόλουθο της παιδοκτονίας και της σεξουαλικής και λεκτικής βίας που υφίσταντο τα τέκνα του Λομ. Και το δράμα θα τελειώσει όπως αρχίζει, με το στρώσιμο ενός τραπεζιού. Η βία ανακυκλώνεται και συνεχίζει να υπάρχει εις αεί, όπως η επιθυμία για φαγητό και ζωή. 
 
Η παράσταση του Θάνου Νίκα ήταν μια γροθιά στομάχι, και σε αυτό συνέλαβαν καθοριστικά οι ηθοποιοί με τις συγκλονιστικές ερμηνείες του. Δεσπόζει η φυσιογνωμία του Παύλου Δανελάτου ως Άμνετ Λομ, ενός πατέρα-δυνάστη, που αντιλαμβάνεται τα παιδιά του, ως κομμάτι της σάρκας του, κι άρα υπόλογα των δικών του ενστίκτων και επιθυμιών. Ο Δανελάτος άλλοτε στο επίκεντρο της σκηνής, άλλοτε στο παρασκήνιο, καταφέρνει να κυριαρχεί στην ενέργεια του χώρου και να προκαλεί αισθήματα δέους στον θεατή. Μου θύμισε σε σημεία το σκηνικό ταπεραμέντο του Στάθη Σταμουλακάτου. 
Προσωπικά, στάθηκα περισσότερο στις γυναικείες ερμηνείες της παράστασης, γιατί αποτελούν κατά κάποιον τρόπο τις αντηρίδες του «μαυσωλείου» Λομ. Δέχονται στωικά την πνευματική και σωματική τους κατάπτωση, γιατί αυτός φαίνεται να είναι ο προορισμός τους. Οι ίδιες γεννούν και οι ίδιες σκοτώνουν τον άντρα. Ερμηνευτικά αποτελούν ένα πυρηνικό τρίγωνο, στου οποίου τις προεκτάσεις συναντώνται τ’ άλλα δύο σημεία της οικογένειας, ο Άμνετ κι ο Λέλο. Η Θεανώ Αμοιρίδου υποδύεται την Τζούλι Λομ, την νεκροζώντανη μητέρα, η Κατερίνα Συναπίδου την Άνν και η Ελευθερία Μαυρίδου την Μπεθ. 
 
Τον ρόλο του Λέλο Λομ, του 30χρονου άντρα που δεν έχει γευτεί ακόμα την γυναίκα και ούτε πρόκειται, υποδύεται ο Νίκος Ράμμος. Ο Ράμμος υποδύεται τον Λέλο δίνοντας έμφαση στο χαρακτηριστικό της αναπτυξιακής διαταραχής που του προσδίδει, ενώ ταυτόχρονα δεν διστάζει ν’ αναμετρηθεί με τον πατέρα του, Άμνετ. Η σύγκρουση των δύο, αποτελεί το μισό δραματουργικό κέντρο του έργου, και συνάδει από το μυθολογικό αρχέτυπό του. 
Παρακολουθώντας την παράσταση ένιωθα μια συναισθηματική δυσφορία, που προκλήθηκε τόσο από τις μη ρητές αλήθειες που αποκαλύπτονται στο έργο, αλλά και από την ελάχιστη απόσταση που είχαμε οι θεατές από τους ηθοποιούς της παράστασης. Αν αναλογιστείτε πως καθόμουν στην πρώτη σειρά των καθισμάτων, και πως ο Άμνετ κλωτσούσε την γυναίκα του στο πάτωμα σε απόσταση 20 εκατοστών από τα πόδια μου, καταλαβαίνετε πως δεν υπήρχε «θεατρική» απόσταση από τα τεκταινόμενα. Κάπως έτσι θα έπρεπε να ήταν και οι παραστάσεις in-yer-face θεάτρου. 
 
Από όσες παραστάσεις είδα στην ολιγοήμερη παραμονή μου στη Θεσσαλονίκη, ο «Φαέθων» που σκηνοθέτησε ο Θάνος Νίκας, είναι αυτή που κουβαλάω μέσα μου πιο έντονα και θεωρώ πως έχει πολλά να πει στο θεατρόφιλο κοινό. Άνετα θα μπορούσε να είναι μια παράσταση που θα ενταχθεί στο ρεπερτόριο του ΚΘΒΕ, στο φουαγιέ του, που μας συνηθίζει στα σύγχρονα έργα, αν και νομίζω πως κάτι τέτοιο δε θα το επιθυμούσε ο ίδιος ο δημιουργός. Η παράσταση μπορεί να έριξε αυλαία την Κυριακή 10 Νοεμβρίου, αλλά νομίζω πως δεν ολοκλήρωσε ακόμα τον κύκλο της. 
 

popolaros banner

popolaros banner

lisasmeni mpalarina

Video

 

sample banner

Ροή Ειδήσεων

 

τέχνες PLUS

 

Ποιοι Είμαστε

Το Texnes-plus προέκυψε από τη μεγάλη μας αγάπη, που αγγίζει τα όρια της μανίας, για το θέατρο. Είναι ένας ιστότοπος στον οποίο θα γίνει προσπάθεια να ιδωθούν όλες οι texnes μέσα από την οπτική του θεάτρου. Στόχος η πολύπλευρη και σφαιρική ενημέρωση του κοινού για όλα τα θεατρικά δρώμενα στην Αθήνα και όχι μόνο… Διαβάστε Περισσότερα...

Newsletter

Για να μένετε ενημερωμένοι με τα τελευταία νέα του texnes-plus.gr

Επικοινωνία