Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Κώστας Καρυωτάκης: Ο ποιητής που «άγγιξε» την άβυσσο

Ο Κώστας Καρυωτάκης υπήρξε σημαντικός Έλληνας ποιητής και πεζογράφος. Έχει αναγνωριστεί ως ο κυριότερος εκπρόσωπος της σύγχρονης λυρικής ποίησης και ένας από τους σπουδαιότερους Λογοτέχνες της Γενιάς του ’20. Με το έργο του, παρουσίασε στο ελληνικό αναγνωστικό το πνεύμα του Μοντερνισμού και αποτέλεσε την έμπνευση για μεταγενέστερους ποιητές, όπως ο Σεφέρης και ο Ρίτσος. Ο «καρυωτακισμός» διαπότισε την ελληνική ποίηση, με τους εκφραστές του να μιμούνται τον πεσιμισμό και τη μεμψιμοιρία, στοιχεία έκδηλα στη γραφή του Καρυωτάκη.

Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη της Αρκαδίας. Ο πατέρας του, Γεώργιος, ήταν μηχανικός, με καταγωγή από την Κόρινθο. Με την Αικατερίνη Σκάγιαννη, η οποία καταγόταν από την Τρίπολη, απέκτησαν δύο ακόμη παιδιά, τη Νίτσα και τον Θάνο. Η οικογένεια μετοίκησε σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, εξαιτίας των επαγγελματικών υποχρεώσεων του πατέρα. Έτσι, ήδη από τα παιδικά του χρόνια, ο ποιητής έζησε στη Λευκάδα, το Αργοστόλι, τη Λάρισα, την Πάτρα, την Καλαμάτα, την Αθήνα και τα Χανιά.

Η λογοτεχνική δεινότητα του Καρυωτάκη διαφάνηκε από νωρίς. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας του και συγκεκριμένα σε ηλικία δεκαέξι ετών, δημοσίευσε ποιήματά του σε διάφορα περιοδικά και έλαβε μέρος σε διαγωνισμούς Λογοτεχνίας. ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται και εκείνος του περιοδικού «Διάπλασις των Παίδων».

Δύο χρόνια αργότερα, ξεκίνησε να φοιτά στη Νομική Σχολή Αθηνών. Παράλληλα με τις σπουδές του, δημοσίευε ποιήματα σε εφημερίδες και περιοδικά. Στα τέλη του 1917, αποφοίτησε από τη Σχολή. Την ίδια περίοδο, ο πατέρας του απομακρύνθηκε από την εργασία του στο δημόσιο, χαρακτηριζόμενος ως αντιβενιζελικός.

Ο Καρυωτάκης επιχείρησε ανεπιτυχώς να διατελέσει τα καθήκοντα του Νομικού. Ως εκ τούτου, αναζήτησε μια θέση στο δημόσιο. Ο διορισμός του ως υπουργικός γραμματέας στην Α΄ Θεσσαλονίκης, τον ευχαρίστησε, καθώς πλέον βρισκόταν κοντά στους γονείς του. Ωστόσο, η τοποθέτησή του σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες ανά την Ελλάδα, δεν του προσέφερε ικανοποίηση. Εν τέλει, εργάστηκε στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Πρόνοιας και Κοινωνικής Αντιλήψεως της Αθήνας. Το 1919 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων».

kariwtakis 1

Το 1922 γνώρισε την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Αν και η σχέση τους δεν κράτησε πολύ, ο έρωτάς τους ήταν μεγάλος και βαθύς. Αφορμή για τον χωρισμό τους στάθηκε η ασθένεια του Καρυωτάκη. Ο ίδιος έπασχε από σύφιλη, η οποία τότε αφενός ήταν ανίατη και αφετέρου στιγμάτιζε κοινωνικά τον νοσούντα. Ο ποιητής ζήτησε από τη σύντροφό του να χωρίσουν και, παρόλο που εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν και να μην αποκτήσουν τέκνα, ο Καρυωτάκης επέμεινε στην απόφασή του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1926, η Πολυδούρη αρρώστησε από φυματίωση. Ο πρώην σύντροφος και μεγάλος της έρωτας, την επισκέφθηκε στο νοσοκομείο που νοσηλευόταν.

Το επόμενο έτος, ο Καρυωτάκης ολοκλήρωσε και εξέδωσε την ποιητική συλλογή με τίτλο «Ελεγεία και Σάτιρες». Παράλληλα, ο ίδιος διακρινόταν για τη συνδικαλιστική του δράση, ενώ εργάστηκε στη Νομαρχία της Πρέβεζας ως δικηγόρος. Στις επιστολές που αντάλλασσε με πρόσωπα από το συγγενικό του περιβάλλον, εξέφραζε την αγωνία του για τη ζωή στην επαρχία.

Το πνεύμα του Καρυωτάκη διαμορφώθηκε από τα βιώματά του ως πολίτης μιας χώρας που ταλανήθηκε από πολλά δεινά. Ο ίδιος έζησε τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Μεγάλο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πέραν τούτων, η εποχή του έβριθε προβλημάτων, με αποτέλεσμα η ανεργία, η κοινωνική εξαθλίωση, οι απεργίες και η διαφθορά να είναι έκδηλα στοιχεία της καθημερινότητας.

Ως αποτέλεσμα, η νέα γενιά εξέφραζε την απογοήτευσή της και συνάμα αναζητούσε ένα πνευματικό αποκούμπι. Ο Καρυωτάκης δεν μπορούσε παρά να συμβαδίσει με αυτή την τάση, υποκινούμενος όχι μόνο από το ρεύμα της εποχής αλλά κυρίως από τα χαρακτηριστικά του εσώτερου εαυτού του που του «επέβαλλαν» να θρηνήσει για τον κόσμο που άλλαζε.

Ο Καρυωτάκης δεν μπόρεσε να διαχειριστεί την απαισιοδοξία του, η οποία εκτός των άλλων ήταν αποτέλεσμα και της αποξένωσης που ένιωθε λόγω της ασθένειάς του. Στις 21 Ιουλίου 1928 αυτοκτόνησε, όντας μόλις 32 ετών. Η σφαίρα που εναποτέθηκε στην καρδιά του, του έδωσε τη λύτρωση που αναζητούσε.

Στις τελευταίες χειρόγραφες σημειώσεις που άφησε, Στην αποχαιρετιστήρια επιστολή του, έγραψε: «Εἶναι καιρὸς νὰ φανερώσω τὴν τραγωδία μου. Τὸ μεγαλύτερό μου ἐλάττωμα στάθηκε ἡ ἀχαλίνωτη περιέργειά μου, ἡ νοσηρὴ φαντασία καὶ ἡ προσπάθειά μου νὰ πληροφορηθῶ γιὰ ὅλες τὶς συγκινήσεις, χωρὶς τὶς περισσότερες, νὰ μπορῶ νὰ τὶς αἰσθανθῶ. Τὴ χυδαία ὅμως πράξη ποὺ μοῦ ἀποδίδεται τὴ μισῶ. Ἐζήτησα μόνο τὴν ἰδεατὴ ἀτμόσφαιρά της, τὴν ἔσχατη πικρία. Οὔτε εἶμαι ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο. Ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μου πείθει γι’ αὐτό. Κάθε πραγματικότης μοῦ ἦταν ἀποκρουστική. Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ἦρθε τὸν δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ’ αὐτοὺς ἀπευθύνομαι. Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές (!!!), εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ἕναν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαι τοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ ἀδέλφια μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Ἤμουν ἄρρωστος. Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέση τὴν οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδός Μονῆς Προδρόμου, πάροδος Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας» Κ.Γ.Κ. [Υ.Γ.] Καὶ γιὰ ν’ ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὡρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου».

Ολοκληρώνοντας το σύντομο αυτό αφιέρωμα για τον Κώστα Καρυωτάκη, παραθέτουμε ένα ποίημά του, το οποίο μελοποιήθηκε από τον Λουκά Θάνο, την Κάλλια Σπυριδάκη, τον Μίκη Θεοδωράκη και τα Διάφανα Κρίνα και, τραγουδήθηκε από τον Νικόλαο Ξυλούρη, τους Χαΐνηδες, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τα Διάφανα Κρίνα αντίστοιχα. Τις επόμενες ημέρες αναμένεται να κυκλοφορήσει και η εκδοχή του Νίκου Γρηγοριάδη με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα.

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά