Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα τις «Ικέτιδες», σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού Κύριο

Από τη Γιώτα Δημητριάδη

Οι «Ικέτιδες» του Ευριπίδη γράφτηκαν και ανέβηκαν για πρώτη φορά το 422π.χ,με διαφορετική υπόθεση από την ομώνυμη τραγωδία του Αισχύλου, που  γράφτηκε προγενέστερα το 461 π.Χ.

Το Εθνικό Θέατρο και ο ΘΟΚ συνεργάστηκαν και παρουσίασαν την παράσταση 53 χρόνια μετά το μοναδικό της ανέβασμα από το Εθνικό Θέατρο (1966) σε σκηνοθεσία του Τάκη Μουζενίδη και 39 χρόνια από την πρώτη παράσταση του ΘΟΚ στην Επίδαυρο (1980) σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους. Αυτή τη φορά τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, Στάθης Λιβαθινός.

Εμπνευσμένος τόσο από το έργο του Αισχύλου, όσο και από ένα πραγματικό γεγονός: δύο χρόνια πριν τις «Ικέτιδες», οι Θηβαίοι - νίκησαν τους Αθηναίους στο Δήλιο και δεν τους άφηναν να θάψουν τους νεκρούς τους.

Ο Ευριπίδης μας διηγείται μια ιστορία που θέλει τις μητέρες των πεσόντων  στρατηγών  να καταφτάνουν στην Αθήνα και με τη συνδρομή του Βασιλιά Αδράστου του Άργους  και του Θησέα να καταφέρουν μετά από πολλές ικεσίες να μεταφέρουν τους νεκρούς στην Ελευσίνα, όπου και τους έκαψαν. Η Ευάδνη, θυσιάζεται στη φωτιά για να βρει τον αγαπημένο της σύζυγο, μπροστά στα μάτια του πατέρα της, του Ίφι. Η τραγωδία κλείνει με το χρησμό της Θεάς Αθηνάς,  να ζητά  τον Άδραστο να ορκιστεί αιώνια φιλία του Αργους με την Αθήνα.

Ο Ευριπίδης ηθελημένα χρησιμοποιεί εδώ τον χορό, ως πρωταγωνιστή δίνοντας  πιο πολύ το βάρος του στον λυρισμό των χορικών από ότι στην τραγικότητα της γενικής θεατρικής πλοκής. Όλα αυτά για να αναδείξει τη συλλογικότητα έναντι της ατομικότητας,γνώρισμα της αθηναϊκής δημοκρατίας αλλά και να βάλει σε πρώτο πλάνο τη γυναικεία ψυχοσύνθεση.

iketides 2 texnes plus

Είναι εύκολα κατανοητό ότι ο στόχος του Ευριπίδη είναι διττός: Πρώτα θέλει να υπερασπιστεί τις γυναίκες έναντι της δεδομένης κοινωνικής θέσης τους στην Αθήνα της εποχής. Δεύτερον επιθυμεί να προπαγανδίσει την ηθική και πρακτική ανωτερότητα της δημοκρατίας, έναντι σε κάθε άλλο σύγχρονο πολίτευμα, με κύριο χαρακτηριστικό της δημοκρατίας, τη συλλογικότητα, η οποία πάντα υπερτερεί της ατομικότητας. Το λέει ξεκάθαρα και ο Θησέας: «Ξέρεις τι θα πει ελευθερία; Όποιος έχει γνώμη που οφείλει την πόλη, πρέπει να την εκθέσει μπροστά σ’ όλους».

Επιπλέον, μεγάλο στοίχημα στις «Ικέτιδες» είναι η ανάδειξη του υψηλού, με την έννοια όχι αυτού που προδιαθέτει τον ήρωα να υπερβεί τη φύση του και να κάνει μεγαλειώδη πράγματα (δες Αντιγόνη) αλλά μια άλλη υποκατηγορία του, που αναφέρει ό,τι υψηλό είναι ό,τι μας φανερώνει το πόσο μικροί και ασήμαντοι είμαστε μπροστά στη μοίρα και τη φύση.

Ακριβώς, σ’ αυτή την έννοια του «υψηλού» βρίσκω και την επιτυχημένη ματιά στην προσέγγιση του Στάθη Λιβαθινού. Το ανέβασμα κινήθηκε σε σχέση με τους ρυθμούς, τις κλιμακώσεις, τις αποσυμπιέσεις και την εκφορά τού λόγου στις συντεταγμένες της τραγωδίας και πέτυχε κάτι πολύ σημαντικό: να ακουστεί καθαρά ο λόγος του Ευριπίδη, μέσα από τη λειτουργική και σύγχρονη μετάφραση του Γιώργου Κοροπούλη.

Το μελωδικό στοίχημα κέρδισε η σύνθεση του Άγγελλου Τριανταφύλλου, επηρεάζοντας καταλυτικά όλη την παράσταση.

Δυστυχώς, όμως η σκηνοθεσία έπεσε στον σκόπελο κάποιων τετριμμένων και χιλιοειδομένων λύσεων, όπως για παράδειγμα τα άδεια σακάκια και τα άρβυλα των πολεμιστών, τα οποία μετέφεραν οι Ικέτιδες. Πόσες φορές θα δούμε χορό να χτυπιέται και να παράγει ήχο με άδεια άρβυλα, ειλικρινά δεν ξέρω....

Παρ’ όλα αυτά οι γυναίκες του χορού (Άννα Γιαγκιώζη,Άνδρη Θεοδότου,Κόρα Καρβούνη,Τζίνη Παπαδοπούλου,Μαρία Σαββίδου,Κωνσταντίνα Τάκαλου,Τάνια Τρύπη και Νιόβη Χαραλάμπου) κατάφεραν όχι μόνο να συγκινήσουν ως μητέρες των Αργείων («Να κρατήσω μέσα στη δύστυχη αγκαλιά μου, το νεκρό παιδί μου και ξανά να το κοιμίσω»)αλλά και να τραβήξουν τα βλέμματα με την καλοδουλεμένη κίνηση (Φώτης Νικολάου) και τις εξαιρετικές φωνητικές τους ικανότητες .

Βέβαια, ερμηνευτικές ανισότητες υπήρξαν και στον χορό, αλλά δεν ήταν τόσο εμφανής όσο στην ομάδα των υποκριτών. Εξαιρετικός ο Άγγελος του Ανδρέα Τσέλεπου, είχα καιρό να ακούσω με τόση προσήλωση όλα τα γενόμενα εκτός σκηνής. Δυναμικός, δωρικός αλλά και ειλικρινής, για μένα η καλύτερη ερμηνεία της παράστασης.

Ενδιαφέρουσα ήταν και η προσέγγιση του Άκη Σακελλαρίου, ως Θησέα. Λίγο αμήχανος στην αρχή, κατάφερε στη συνέχεια να δώσει μια στιβαρή ερμηνεία, με τις απαραίτητες δόσεις χιούμορ και γελοιότητας. Ο Σακελλαρίου, αποδεικνύεται ένας ηθοποιός χαμαιλέοντας, ικανός να αντεπεξέλθει σε πολλά διαφορετικά είδη θεάτρου με επιτυχία.

Την ίδια αίσθηση, για αμήχανο ξεκίνημα μου έδωσε και ο Χρήστος Σουγάρης, παρ’ όλα αυτά στη συνέχεια μας αντάμειψε με την παρουσία του.

Η Κάτια Δανδουλάκη, για πρώτη φορά σε κεντρικό ρόλο σε αρχαία τραγωδία, χάρισε στην παράσταση μια επιβλητική παρουσία και μια αξιοπρεπέσταση ερμηνεία.  Απορία μου προκάλεσε η σκηνοθετική επιλογή που την ήθελε παρούσα, ως θεατή σ’ όλη την εξέλιξη του δράματος.

Αντίθετα, τόσο ο Κήρυκας του Χάρη Χαραλάμπους, όσο και η Ευάνδη της Κατερίνας Λούρα ακολούθησαν τον δρόμο της υπερβολής και μιας τόσο εξωτερικής, επιφανειακής και στομφώδους ερμηνείας, σε σημείο, που κούρασαν.

Με βροντερή φωνή και παρουσία ο Ίφις του Θοδωρή Κατσαφάδου και η Αθηνά της Αγλαΐας Παππά. Παρ’ όλα αυτά και οι δύο αυτοί ηθοποιοί έχουν ανεβάσει  τον πήχη με παλιότερες ερμηνείες τους,και αν και σε καμία περίπτωση δεν απογοήτευσαν, περιμέναμε, σαφώς, περισσότερα.

Η σκηνοθετική προσθήκη με την χορωδία των μικρών παιδιών, αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη και έφερε στο προσκήνιο το οικουμενικό και πανανθρώπινο ζήτημα του πόνου της απώλειας αλλά και τις παράπλευρες απώλειες κάθε εμπόλεμης σύρραξης. 

Λιτά αλλά ουσιαστικά τα  σκηνικά του Γιώργου Σουγλίδη, θύμιζαν μπεκετικό τοπίο, νεκρό τόπο από το "Μήδειας υλικό" του Μίλλερ. 

Αντίθετα τα κουστούμια του χορού, με τις μαύρες παγέτες προκαλούν απορίες....

Συνολικά, η τελευταία (;) παράσταση του Στάθη Λιβαθινού στην Επίδαυρο, από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή πέτυχε σε πολλά σημεία να κερδίσει το κοινό και μπορούμε να πούμε ότι αξίζει να την παρακολουθήσετε.