Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα το «Γάλα, αίμα», σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

Το προηγούμενο σαββατοκύριακο (16-17 Ιουλίου) παρουσιάστηκε το έργο Γάλα, αίμα της Αλεξάνδρας Κ* σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα στη Μικρή Επίδαυρο. Το κείμενο γράφτηκε ως ανάθεση του Φεστιβάλ Αθηνών με αφορμή τη Μήδεια του Ευριπίδη και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη (θεατρική σειρά «Contemporary Ancients»). Πρόκειται για το δεύτερο –με τη σειρά που παραστάθηκαν- από τα τέσσερα έργα που γράφτηκαν με ανάθεση από Έλληνες συγγραφείς, μαζί με τα Το σπίτι με τα φίδια (Β. Χατζηγιαννίδης), Κρεουργία (Γ. Μαυριτσάκης) και Η Φαίδρα καίγεται (Α. Μιχαλοπούλου).

Το κείμενο

Το καλοκαίρι του ’58, σ’ ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας, μια γυναίκα σκοτώνει τα δυο της παιδιά. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, Αλεξάνδρα Κ*, το έργο μεταφέρει τη Μήδεια σε μια εποχή που η γυναίκα μόλις αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως η ζωή δεν επιφυλάσσει την ίδια τύχη στα δύο φύλα. Η Ξένη έχει περάσει χρόνια περιορισμένη στους ρόλους της κόρης, της συζύγου και της μητέρας, υπό το άγρυπνο μάτι της στενής κοινωνίας όπου την έφεραν να ζήσει. Όταν ο άντρας της παντρεύεται μιαν άλλη γυναίκα, και η ίδια δεν έχει πια κανέναν ρόλο να υπηρετήσει, ψάχνει να βρει τι έχει απομείνει απ’ αυτήν ακόμα ζωντανό.

Πρόκειται για ένα σύγχρονο τρίπρακτο έργο χωρισμένο σε δέκα σκηνές, μ’ ενότητα χώρου και χρόνου, ενώ η δράση εξελίσσεται εντός ενός 24ωρου στα πρότυπα του Αρχαίου Δράματος. Ο δραματικός χώρος τοποθετείται στο καλοκαίρι του 1958, σ’ ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας, στην Αργολίδα. Η επιλογή της περιοχής δεν είναι διόλου τυχαία, αφού η συγγραφέας επιθυμούσε ο σκηνικός και δραματικός χώρος να ταυτίζονται. Να πούμε βεβαίως πως αυτό είναι ένα προνόμιο που έχουν οι συγγραφείς μόνο όταν γνωρίζουν τον χώρο όπου θα παρασταθεί το έργο τους και κάτι τέτοιο συμβαίνει ευκολότερα όταν πρόκειται για ανάθεση.

Όσον αφορά τους χαρακτήρες του έργου, η Αλεξάνδρα Κ* διατηρεί σχεδόν το σύνολο των χαρακτήρων δίνοντάς τους ως όνομα την ιδιότητα ή το φύλο τους. Έτσι έχουμε την Ξένη (Μήδεια), τον Άντρα (Ιάσονας), τη Δασκάλα (Παιδαγωγός & Τροφός), το Φίλο (Αιγέας), τη Νέα (Νύφη), τον Πατέρα της (Κρέοντας), τα κορίτσια (αλλάζει το φύλο των παιδιών της Μήδειας και τους δίνει δραματική υπόσταση), ενώ προσθέτει τη Μητέρα του (πεθερά της Μήδειας) για να ενισχύσει τη θεματολογία της. Ο Χορός απουσιάζει με τη μορφή που είχε, αλλά διατηρεί έναν παρεμβατικό κοινωνικό περίγυρο που θυμίζει ελληνική επαρχία. Τέλος, μπορεί να μην έχουμε Αγγελιοφόρο, αλλά το τραγικό γεγονός αφηγείται η Δασκάλα.

Η Αλεξάνδρα Κ* συνέθεσε μ’ έναν πολύ δικό της τρόπο ένα φεμινιστικό σύγχρονο δράμα, που ενώ τηρεί το βασικό αφηγηματικό σκελετό, δε διστάζει να πάρει μερικές «τολμηρές» αποφάσεις που δίνουν μια νέα και πολύ προσφιλής στα σημερινά δεδομένα διάσταση. Το γάλα, αίμα είναι ένα πρώτης τάξεως οικογενειακό δράμα απόλυτα συνυφασμένο με την ελληνική πραγματικότητα και στο οποίο όλοι μας μπορούμε ν’ ανασύρουμε βιώματα από τον άμεσο ή ευρύτερο κοινωνικό κι οικογενειακό περίγυρο. Κι όμως, η Ξένη (έτσι ονομάζει τη Μήδεια) της Αλεξάνδρας Κ* δεν είναι απλώς η μάγισσα που έχει διαπράξει επανειλημμένα φόνους, μια γυναίκα που σκοτώνει από έρωτα, αλλά μια γυναίκα που βάλλεται και θεωρείται «ξένη» επειδή δίνει αξία στον εαυτό της και στο φύλο της, μια γυναίκα που δε δέχεται να θαφτεί ζωντανή από την κοινωνία-μάτι που είναι έτοιμη να κανιβαλίσει τη δυστυχία του διπλανού, μια γυναίκα που θέλει να προστατέψει τις κόρες της από τα κακώς κείμενα της ελληνικής επαρχίας.

Η παράσταση

Το έργο της Αλεξάνδρας Κ* ευτύχησε να σκηνοθετηθεί από το Γιάννο Περλέγκα (ο οποίος μάλιστα υποδύθηκε τον Πατέρα), στη Μικρή Επίδαυρο, τον θεατρικό χώρο για τον οποίο γράφτηκε. Καταρχάς, όπως προαναφέρθηκε, το έργο ήταν ανάθεση από το Φεστιβάλ Αθηνών κι άρα η συγγραφέας γνώριζε εκ των προτέρων σε ποιον χώρο θ’ ανέβαινε το έργο της. Έχοντας αυτό υπόψη, μετέφερε τη δράση της στο νομό Αργολίδος το 1958. Ο φυσικός χώρος της Επιδαύρου και τα σκηνικά της Λουκίας Χουλιάρα ήταν το απόλυτο σκηνικό περιβάλλον για το Γάλα, αίμα. Σας παραθέτω την σκηνική οδηγία της συγγραφέως για να καταλάβετε τη συνέπεια έργου και περιβάλλοντος: Στην αυλή του σπιτιού, μια μπουγάδα με ρούχα αντρικά και δύο φουστανάκια μικρών κοριτσιών. Μπροστά, στο αλώνι, ένας νέος άντρας με μπουζούκι κάνει πρόβα ένα δημοτικό τραγούδι. Μια νέα γυναίκα τον συντροφεύει στο τραγούδι καπνίζοντας. Ένας γέρος περνάει λούστρο σε τραπέζια και καρέκλες. Μια γριά κεντά μονογράμματα σ’ ένα βουνό από τραπεζομάντιλα. Δύο μικρά κορίτσια πλένουν στεφάνια με λουλούδια. Από το σπίτι ακούγεται κάτι να αλυχτά.

Βασικό δομικό χαρακτηριστικό της παράστασης, που διαφαίνεται στο έργο, αλλά αποκτά μεγαλύτερο χώρο είναι η μουσική. Γνωρίζοντας την καλλιτεχνική ταυτότητα του Γιάννου Περλέγκα, δε θα μπορούσε να λείπει από την παράσταση του συγκεκριμένου έργου η μουσική, με δημοτικά και ρεμπέτικά τραγούδια και την αίσθηση του κουτουκιού να είναι διάχυτη στην παράσταση (μουσική επιμέλεια: Στράτος Γκρίντζαλης). Δεν ήταν όμως μόνο η μουσική. Η παράσταση είχε έντονα λαϊκό χαρακτήρα κι αυτό βοηθούσε το έργο να επικοινωνηθεί με το κοινό: τα λαμπάκια και τα τραπέζια που θύμιζαν ταβέρνα, οι ηθοποιοί που έκαναν μικροδράσεις που παρέπεμπαν σ’ ελληνική επαρχία.

Το ενδυματολογικό κομμάτι είχε μεγάλο ενδιαφέρον, με τα φορέματα των γυναικών να θυμίζουν παραδοσιακές φορεσιές, ιδίως της Δασκάλας και της Μητέρας. Καλοντυμένες και καλοχτενισμένες, έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την ατημέλητη και «ανδροπρεπή» Ξένη. Η Έλενα Τοπαλίδου αντί για φόρεμα φορούσε παντελόνι και φανέλα, ενώ αργότερα φοράει το πουκάμισο του πατέρα της. Βασική προσθήκη του έργου είναι η μετατροπή των γιων του Ιάσονα και της Μήδειας σε κόρες και μάλιστα συμμετέχουν στην δραματουργία. Η τελευταία σκηνή της δεύτερης πράξης, όπου η Ξένη συμβουλεύει τις κόρες της να μένουν μακριά από τους άντρες, να εργαστούν και να μάθουν πως μπορούν να φύγουν αν χρειαστεί, είναι από τις πιο βαρύνουσας σημασίας για το συγκεκριμένο έργο. Αντίστοιχα, από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της παράστασης, είναι όταν η Ξένη νανουρίζει και στη συνέχεια στραγγαλίζει τις κόρες της στην αγκαλιά της μέσα στο χώμα.

gala aimaDimitris Christodoulou 02 Press kit

Ο θίασος της παράστασης ερμήνευσε υποδειγματικά τους ρόλους του έργου, με βασική πρωταγωνίστρια την Έλενα Τοπαλίδου ως Ξένη (Μήδεια). Η Έλενα Τοπαλίδου είναι μια μοναδική περίπτωση ηθοποιού –σίγουρα θα την είχατε θαυμάσει ως Γερτρούδη στον Άμλετ του Κακλέα ή ως Γιάννα η Κουλουρού στο Φεστιβάλ Αθηνών- ένα υποκριτικό αερικό. Έχοντας διαβάσει το έργο και στη συνέχεια παρακολουθήσει την παράσταση δε θα μπορούσα να φανταστώ διαφορετική ερμηνεύτρια για τον ρόλο της Ξένης. Σε μερικά χρόνια, η Τοπαλίδου θα ήταν μια ιδανική Φαίδρα ή Αγαύη.

 

sirmo keke

Ξεχωρίσαμε επίσης τη Σύρμω Κεκέ, ως Μάνα, τη μητέρα του Ιάσονα (ρόλος που δεν υπάρχει στον Ευριπίδη) που φάνηκε ιδιαιτέρως συγκροτημένη κι αιχμηρή. Έργο που έχει θέμα τη θέση της γυναίκας στην ελληνική επαρχία, δε θα μπορούσε να μην έχει μια «κακιά πεθερά», μια γυναίκα που επιλέγει την υποβάθμιση της για να συντηρήσει το παραδοσιακό πατριαρχικό μοντέλο. Αντίστοιχη φιγούρα, ο Πατέρας (ο αντίστοιχος Κρέοντας) του Γιάννου Περλέγκα ήταν ένα «αρσενικό παλιάς κοπής», ένας ανάλγητος λευκός άντρας στην εξουσία που είναι σε θέση ν’ αποφασίζει για όσα θηλυκά κι αρσενικά εξουσιάζει με το χρήμα και την κοινωνική του θέση.

Ο Μιχάλης Τιτόπουλος ως Άντρας φαινόταν αρχικά ιδιαίτερα μαλθακός κι αμέτοχος στη δράση, σε αντιστοιχία με τον Ιάσονα, σε μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη με την Ξένη. Η σκηνή της ερωτικής του εξομολόγησης προς την πρώην γυναίκα του και το παρατεταμένο φιλί που δεν είχα ανιχνεύσει στο κείμενο, οπότε μάλλον ήταν προσθήκη του σκηνοθέτη έδεσε υπέροχα, με τις κόρες τους να είναι παρούσες. Κάτι που εκτίμησα στη διαχείριση του θιάσου από τον σκηνοθέτη, ήταν η ταυτόχρονη παρουσία προσώπων επί σκηνής, κι η συνεχής αίσθηση πως όλα τα εν οίκω, βρίσκονται υπό κρίση του δήμου, της τοπικής κοινότητας. Με αυτόν τον τρόπο οι δευτερεύοντες ρόλοι, ο γέρος κι η γριά, τα κορίτσια, ο Φίλος (Γιώργης Βασιλόπουλος) κι η Δασκάλα (Μάγδα Καυκούλα), ήταν ένας ανεστραμμένος Χορός, οι «δικαστές», η μετουσίωση του πολύ ελληνικού «τι θα πει ο κόσμος;». Ο Γιάννος Περλέγκας δεν άφησε τίποτα στη φαντασία του θεατή, τα έθεσε όλα στο τραπέζι κι είχε την ανάλογη μουσική επιλογή στο προσκήνιο ή στο παρασκήνιο.

Από τις ελάχιστες αυθαιρεσίες του σκηνοθέτη ήταν η επιλογή να μην δείξει πως η Ξένη ποτίζει με βενζίνη το χώμα και μετά τον τελικό της μονόλογο βάζει φωτιά στο σπίτι τους, αφενός από τις τύψεις για το φονικό που διέπραξε κι αφετέρου για να καεί μαζί με τους τοίχους που την έπνιγαν. Η αλήθεια είναι πως σαν γνώστης του κειμένου μου έλειψε, αλλά εντέλει το φινάλε της παράστασης λειτούργησε άψογα και χωρίς αυτή τη λεπτομέρεια. Η Έλενα Τοπαλίδου ήταν συγκλονιστική στην τρίτη πράξη της παράστασης κι ο Μιχάλης Τιτόπουλος/Άντρας φαινόταν καταρρακωμένος από την αποκάλυψη του φονικού των παιδιών του.

Συμπερασματικά, η παράσταση Γάλα, αίμα του Γιάννου Περλέγκα ανέδειξε με τον καλύτερο τρόπο το κείμενο της Αλεξάνδρας Κ*, αποτελώντας την ζωντανή απόδειξη πως μια ανάθεση μπορεί ν’ αποτελέσει σημείο αναφοράς τόσο για μια θεατρική σειρά όσο και ένα θεατρικό καλοκαίρι. Το Γάλα, αίμα φέρει επάξια τον τίτλο «Contemporary Ancient», καθώς προβλέπω πως θα είναι ένα έργο που θα ξαναδεί σύντομα το φως της σκηνής. Τέτοιες θεατρικές φωνές αξίζει ν’ ακούγονται σε μεγαλύτερο εύρος και η πλατεία να τις αντιλαλεί.

 φωτογραφίες: Δημήτρης Χριστοδούλου

 

Διαβάστε επίσης:

 

Contemporary Ancients: Από Τη Μήδεια Στο «Γάλα, Αίμα» Της Αλεξάνδρας Κ*