Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα «Την Ιστορία του Τζέρρυ και του Πήτερ» σε σκηνοθεσία Γιάννη Μποσταντζόγλου Κύριο

Από την Τόνια Τσαμούρη

Η Ιστορία του Ζωολογικού Κήπου (1959) του Έντουαρντ Άλμπι είναι ένα κείμενο ορόσημο, όχι μόνον για την αμερικάνικη, αλλά και για την παγκόσμια δραματουργία, καθώς πρόκειται για το έργο που εισήγαγε το «Θέατρο του Παραλόγου» στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Σύμφωνα με τον Μάρτιν Έσσλιν, το Παράλογο στις Η.Π.Α. έχει άλλο περιεχόμενο και μορφή, αφού δεν αποτυπώνει τα κοινωνικά αδιέξοδα και τον ασφυκτικό πεσσιμισμό μέσα από μια ειρωνική, συχνά, ματιά όπως συνήθιζαν οι Ευρωπαίοι θεατρικοί συγγραφείς. Το Αμερικανικό Παράλογο, με πρώτο και βασικότερο εκπρόσωπό του τον Ώλμπι, επιτίθεται στο Αμερικανικό Όνειρο και στην αίσθηση της επίπλαστης αισιοδοξίας και ευτυχίας. Η αίσθηση αυτή δεν θα διαρραγεί πριν από τα πρώτα χρόνια του Πολέμου στο Βιετνάμ, οπότε και θα αρχίσει να γκρεμίζεται το τόσο καλοχτισμένο οικοδόμημα της απόλυτης Αμερικανικής ευτυχίας, αισιοδοξίας και ευμάρειας.

Στην Ιστορία του Ζωολογικού Κήπου, ο συγγραφέας αποτυπώνει την κοινωνία της τότε μεταπολεμικής εποχής, η οποία υπήρξε μοιρασμένη ανάμεσα σε αυτούς που ζούσαν το Αμερικάνικο Όνειρο της ευζωίας και αφθονίας και σε αυτούς που δεν το ζούσαν. Ο Ώλμπι με το κείμενό του αποδεικνύει ωστόσο ότι πρόκειται για έναν επίπλαστο διαχωρισμό, αφού όλοι μας προερχόμαστε από την ίδια αφετηρία και καταλήγουμε στον ίδιο τερματισμό. Όλοι μας είμαστε άγρια θηρία κλεισμένα στο ίδιο κλουβί.

Το έργο αποκτάει νέο μήνυμα και έντονους συμβολισμούς εν μέσω της πρωτόγνωρης πανδημίας που συνεχίζει να πλήττει την ανθρωπότητα. Οι άνθρωποι του 21ου αιώνα βρέθηκαν, επί μακρόν, κλεισμένοι μέσα στους ναούς της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας, στα σπίτια τους, ενώ η φύση και τα ζώα βρέθηκαν ελεύθερα να περιδιαβαίνουν τις μητροπόλεις.

Η Ιστορία του Τζέρρυ και του Πήτερ που ανεβαίνει αυτό το διάστημα στο Θέατρο Φούρνος βασίζεται στο ομώνυμο έργο του Ώλμπι. Η σκηνοθεσία του Γιάννη Μποσταντζόγλου προσπαθεί να αποτυπώσει την ανθρώπινη απόγνωση και τον διαμοιρασμό της κοινωνίας των ανθρώπων. Μολονότι δεν αποδίδει τη σύγχρονη διάσταση του έργου, εν μέσω επαναλαμβανόμενων κοινωνικών εγκλεισμών, ωστόσο καταφέρνει να αποδώσει την ουσία και το πνεύμα του έργου. Με σύμμαχο την τόσο ενδιαφέρουσα, πάντα, σκηνή του Φούρνου, αλλά και το συμβολικό και αφαιρετικό σκηνικό (Κατασκευή Σκηνικών: Γκεζίμ Τότσι) δημιουργεί έντονα την ατμόσφαιρα της σύγχρονης μεγαλούπολης, αλλά και την αντίθεση με τη φύση. Ο ίδιος ο Γ. Μποσταντζόγλου είναι υπέροχος στο ρόλο του Πήτερ. Πετυχαίνει να εναλλάσσει με μαεστρία τα συναισθήματα του ρόλου του ανάμεσα στην τυπική χαρά, την απορία, την απελπισία και τέλος, τη βαθιά οδύνη. Παίζει με ολόκληρο το σώμα του και χρησιμοποιεί το σύνολο των εκφραστικών του μεσών οδηγώντας τον θεατή σε ένα μοναδικό συναίσθημα. Ο Γ. Μποσταντζόγλου καταφέρνει να κυβερνήσει το καράβι τόσο σκηνοθετικά, όσο και υποκριτικά. Μολονότι τραβάει τον συμπρωταγωνιστή του, Αλέξανδρο Πασχάλη, ο δεύτερος δεν καταφέρνει να ακολουθήσει απόλυτα το βηματισμό. Ο Α. Πασχάλης στο ρόλο του Τζέρρυ διαθέτει το δυναμισμό, την ενέργεια, την επίπλαστη ηρεμία και την προσποιούμενη κοινωνικότητα του ρόλου. Παρόλα αυτά, και ενώ σημειώνει μια μοναδική εκκίνηση στο πρώτο μέρος του έργου, δεν καταφέρνει να οδηγηθεί στη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου χαρακτήρα, παρά μένει στο πρώτο αυτό επίπεδο. Διαθέτει όμως τόσο τις δυνατότητες, όσο και τον συμπρωταγωνιστή για να οδηγηθεί σε ένα δεύτερο και πιο ολοκληρωμένο επίπεδο. Άλλωστε υπάρχει η χημεία ανάμεσα στους δύο συμπρωταγωνιστές.

Η διασκευή που έχει γίνει στο κείμενο έχει εκσυγχρονίσει σημαντικά κομμάτια του έργου που σήμερα ακούγονται παλιακά. Έχουν περικοπεί όμως εξίσου σημαντικά μέρη, δημιουργώντας τόσο μια ανισορροπία ανάμεσα στους δύο ήρωες, όσο και στη γενικότερη αίσθηση του έργου. Πιο συγκεκριμένα, ο ρόλος του Πήτερ έχει μετατραπεί σε πιο υποστηρικτικό, αδικώντας τόσο το χαρακτήρα, όσο και τον Γ. Μποσταντζόγλου. Επίσης, η παράσταση τελειώνει αρκετά γρήγορα, έχοντας οδηγηθεί πολύ σύντομα στην κορύφωση, χωρίς να έχει προηγηθεί η αρχική αδιάφορη, φαινομενικά, ψιλοκουβέντα ανάμεσα στους δύο ήρωες.

Στα θετικά της παράστασης συγκαταλέγονται επίσης οι φωτισμοί (Αποστόλης Τσατσάκος), αλλά και τα πολύ σημερινά κοστούμια. Εξαιρετική και η μάχη των δύο ηθοποιών (Μανώλης Κασιμάκης). Η φυσική σύγκρουση επί σκηνής αποτελεί διαρκές και σημαντικό ζητούμενο για τον Έ. Ώλμπι, γεγονός που συναντάται σε πληθώρα έργων του. Να σημειωθεί τέλος η τόσο ταιριαστή ροκ μουσική που ακούγεται τόσο στην αρχή, όσο και στο τέλος, με τους Guns ‘n’ roses να αποχαιρετούν το κοινό με το Welcome to the Jungle. Καταπληκτική επιλογή για αποχαιρετισμό!

Πρόκειται συνολικά για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παράσταση, με καλούς συντελεστές, ωραίες ιδέες και ένα σημαντικό κείμενο για οδηγό. Αξίζει να την δείτε!