«Θέλω τον κόσμο να κόψω στα δύο, να κατοικήσω στο κενό ανάμεσα εγώ, ούτε γυναίκα ούτε άνδρας…»
Ένα δέντρο, φωτισμένο στο κέντρο της σκηνής, έχει φυτρώσει μέσα σε σκορπισμένους στηθόδεσμους, που μοιάζουν πια σαν γάζες πολέμου ή σαν λευκά πρόβατα έτοιμα για τη θυσία, όπως η γυναίκα που παραδίδεται από τον δυνάστη πατέρα στον δυνάστη σύζυγο ‒ στον δεύτερο μάλιστα δίνεται και προίκα για να τη βασανίσει, σύμφωνα με τον Ευριπίδη.
Τρεις άνδρες ντυμένοι σύγχρονοι γαμπροί, στην αντίθεση του ασπρόμαυρου με βάση την αισθητική της παράστασης (κοστούμια Ιωάννα Τσάμη), έτοιμοι να διηγηθούν τη μεγαλύτερη τραγωδία που γράφτηκε για τον έρωτα. Η αρχή θα γίνει εκεί μπροστά στο δέντρο, που, σαν άλλη θυμέλη, θα δεχτεί πολλές φορές τους τρεις υποκριτές.
Το σκηνικό της παράστασης που δημιούργησε η Ελένη Μανωλοπούλου έμοιαζε με μια υπέροχη εικαστική σύνθεση που ξεπήδησε από την documenta 14, που, φωτισμένο από τον Αλέκο Αναστασίου και πλαισιωμένο από το φυσικό σκηνικό του λιμανιού της αρχαίας Επιδαύρου, ήταν μαγευτικό.
Ο Χρήστος Λούλης και ο Μιχάλης Σαράντης θα αφηγηθούν τα γεγονότα που θα επακολουθήσουν με την κινηματογραφική ταχύτητα ενός σεναρίου, καθώς τα λόγια τους είναι δανεισμένα από την ταινία του Πιέρ Πάολο Παζολίνι (σε μετάφραση Δημήτρη Αρβανιτάκη).
Λίγο αργότερα, όταν η αφήγηση θα δώσει τη θέση της στη δράση, η Μήδεια του Γιώργου Γάλλου θα κάνει την είσοδό της σκηνή και θα είναι η πιο παράξενη που έχεις δει ποτέ. Όχι γιατί δεν είναι γυναίκα, ντυμένη με το ανάλογο κοστούμι, αλλά γιατί δεν έχεις συνηθίσει να αναπαρίσταται αυτός ο ρόλος σε χαμηλούς τόνους, με εκφραστική λιτότητα και σκηνική οικονομία. Η οργή συνήθως εκδηλώνεται με κραυγές, ενώ εδώ τη θέση τους πήραν ενίοτε ακόμα και οι ψίθυροι. Το αποτέλεσμα καθηλωτικό, ευκαιρία μιας πολύπλευρης ερμηνείας της βάρβαρης μάγισσας, που μας χαρίζει η πειραματική και συνάμα εμβληματική σκηνοθεσία του Δημήτρη Καρατζά.
Μπορέσαμε να καταλάβουμε πιο ουσιαστικά τον αγώνα λόγων μεταξύ Μήδειας και Ιάσονα, ξεπερνώντας το πρώτο επίπεδο, την αρχετυπική αντίθεση μεταξύ αρσενικού και θηλυκού, αντιλαμβανόμενοι τη σύγκρουση ανάμεσα την πανάρχαια μαγεία της δέσμευσης μέσω του όρκου, που αντιπροσωπεύει η Μήδεια ‒είναι χαρακτηριστικό ότι επιλέγεται από τη δραματουργία να δούμε από την αρχή της παράστασης την ηρωίδα να ορκίζει τον Αιγέα ότι θα την φιλοξενήσει‒ ενάντια στον συμφεροντολογικό τρόπο σκέψης του Ιάσονα που έχει θεοποιήσει τα υλικά αγαθά.
Ο ηθοποιός με απίστευτη ακρίβεια και τεχνική υποδύθηκε σε σκηνές τη Μήδεια. Αλλού βγήκε από το σώμα της για να την παρακολουθήσει από άλλο πρίσμα και να περιγράψει σε τρίτο ενικό τα συμβάντα και αλλού διείσδυσε βαθιά σε αυτό και έγειρε σαν πονεμένη γυναικεία φιγούρα στους ώμους του δυνατού άνδρα της εκλιπαρώντας. Για να εισπράξει το απορριπτικό «Και ένα βράδυ έγειρες το κεφάλι σου στον ώμο μου, σαν μικρό κοριτσάκι και ένιωθα απλά πως με βάραινες…»
Ο Χρήστος Λούλης αντιπροσώπευε τον ισχυρό ανδρικό κόσμο στην παράσταση (Ιάσονας, Κρέοντας, Παιδαγωγός και Αιγέας) και εντυπωσίασε με τις λεπτές αποχρώσεις που είχε ντύσει την κάθε προσωπικότητα, ώστε να διαφέρει αισθητά τόσο σωματικά όσο και φωνητικά, έχοντας όμως πάντα ως βάση την κυριαρχία του αρρενωπού στοιχείου.
Σπαρακτικός ο Άγγελος του Μιχάλη Σαράντη, έφερε τη φρίκη των γεγονότων στη σκηνή. Οι παύσεις του καθηλωτικές, σαν να σε συντόνιζαν σε μια κοινή διαδρομή μαζί του. Επίσης πολύ καλή δουλειά είχε γίνει από τον ηθοποιό και στον ρόλο της παραμάνας.
Οι κινήσεις και των τριών έμοιαζαν συχνά με αγγεία αρχαϊκής εποχής, σαν τα σώματά τους να συνέθεταν συνθέσεις που χαρακτηρίζονταν από μια ακρίβεια στις ανατομικές λεπτομέρειες. Κρατούσαν το ρυθμό της παράστασης με τον μετρονόμο και είχαν τον απόλυτο συγχρονισμό.
Όταν η Μήδεια θα αποφασίσει να σκοτώσει τα παιδιά της, θα ξεριζώσει και το δέντρο από το κέντρο της σκηνής. Οι ρίζες και το χώμα θα φανούν, τα δάκρυα θα κυλήσουν. Ο φόνος θα ακουστεί με ένα χορικό και όταν καρδιές και φωνές σιγήσουν. Το εκτυφλωτικό φως του ήλιου θα φτάσει σε όλες τις γωνιές του κοίλου.
Μπορεί ο Ιάσονας να μιλάει για το πόσο τυφλός ήταν, όμως όλα γύρω του λούζονται στο φως. Τίποτα δεν θυμίζει σκηνικό θανάτου. Ίσως μόνο οι ψίθυροι. Η παιδοκτονία έχει καθαγιαστεί. Τώρα η Μήδεια, ως εγγονή του Ηλίου, μπορεί να κατοικήσει εκεί που της αξίζει, ως άλλη θεά, δικαιωμένη, μακριά από τον ανδρικό ζυγό και την αδικία του. Έτσι η παράσταση θα κλείσει με τους στίχους από το «Υλικό Μήδειας» του Χάινερ Μίλερ (σε μετάφραση Νίκου Φλέσσα, εκδ. Καστανιώτη).
Να είχα παραμείνει το κτήνος που ήμουνα
Πριν ένας άντρας με κάνει γυναίκα του
Η Μήδεια η βάρβαρη η περιφρονημένη τώρα
Μ’ αυτά μου τα χέρια της βάρβαρης
Χέρια ξεπλυμένα ξεθωριασμένα ξεσκισμένα πλήθος φορές
Σε δυο κομμάτια την ανθρωπότητα να σπάσω θέλω
Και στο άδειο διάμεσο να ζήσω Εγώ
Ούτε γυναίκα ούτε άντρας
Θυμίζοντάς μας ότι «Εγώ» πονώ έτσι κι αλλιώς για τον έρωτα, την ξενιτιά, το θάνατο, την απόρριψη και «Εσένα» ανεξαρτήτως φύλου και καταγωγής. Έτσι αυτό το «Ούτε γυναίκα ούτε άνδρας» σαν τελευταίος ψίθυρος θα σε ακολουθήσει και μετά την παράσταση, κάπως σαν να αντηχεί ακόμη…