Από τη Γιώτα Δημητριάδη
«Αυτό το συναίσθημα είναι έξω απ’ αυτόν τον κόσμο. Γιατί να μην έχω το δικαίωμα να το ζήσω, επειδή δεν μπορεί κανείς να το αναγνωρίσει;».
Ο Εντουαρντ Αλμπι, έφυγε από τη ζωή πριν τρία χρόνια, στα 88 του χρόνια. Θεωρείται από πολλούς ο διάδοχος του Τενεσί Ουίλιαμς και του Ευγένιου Ο'Νιλ, ο συγγραφέας που έφτανε στα μύχια της ψυχής της αμερικανικής οικογένειας για να την εκθέσει. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 ήταν εκείνος, που έβαλε σε νέο πλαίσιο το μεταπολεμικό αμερικανικό θέατρο.
Ακόμα κι όσοι δεν γνωρίζουν τον σπουδαίο συγγραφέα, σίγουρα ξέρουν το κλασικό, πλέον, αριστούργημά του «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» (1963), την ναυαρχίδα των τριάντα έργων του. Έργο, το οποίο ανεβαίνει, πολύ συχνά, στη χώρα μας κι είναι γνωστό στο ευρύ κοινό από την ομώνυμη ταινία του 1966, σε σκηνοθεσία Μάικ Νίκολς με τους Ελίζαμπεθ Τέιλορ και Ρίτσαρντ Μπάρτον. Το 2008, μάλιστα, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου κατέταξε την ταινία στην 67η θέση στη λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.
Αντίθετα μ’ αυτό του το έργο η «Γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια;» , έργο που γράφτηκε πολύ αργότερα το 2000, έχει παρουσιαστεί ελάχιστες φορές στην Ελλάδα, ενώ στην Κύπρο παρουσιάζεται για πρώτη φορά από τις 8 Φεβρουαρίου στο Θέατρο «Διόνυσος» σε σκηνοθεσία Μάριου Μεττή.
Ο λόγος είναι πασιφανής: τι έχει να πει μια ιστορία μ’ έναν πετυχημένο αρχιτέκτονα, ο οποίος κατά τη διάρκεια ενός ευτυχισμένου γάμου, 23 χρόνια παντρεμένος και μ’ ένα παιδί στην εφηβεία, ερωτεύεται ξαφνικά και κεραυνοβόλα μια γίδα;
Και, φυσικά, αυτό το πολύ πρώτο επίπεδο του έργου είναι σίγουρα μια μεγάλη δυσκολία κι ένα φρενάρισμα στην απόφαση οποιουδήποτε να το ανεβάσει. Γιατί σε μια πρώτη ανάγνωση το έργο πραγματεύεται ένα πολύ αντισυμβατικό και «προκλητικό» θέμα, κάτι που φαινομενικά δοκιμάζει τις ηθικές αντοχές του κοινού.
Ο Νικορέστης Χανιωτάκης, όμως, κι η καταπληκτική ομάδα των ηθοποιών του κατάφεραν να το απογειώσουν, αποδομώντας το κείμενο και φανερώνοντας τους απίστευτους συμβολισμούς και τις αλληγορίες του μ’ έναν τρόπο που απέχει από κάθε είδους διδακτισμό.
Ο νεαρός σκηνοθέτης, έχοντας γοητευτεί από το έργο του Άλμπι από την εποχή που ήταν σπουδαστής στο Θέατρο Τέχνης, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, αναλαμβάνει και την καλοδουλεμένη μετάφραση του έργου.
Παρουσιάζει την ιστορία μέσα σ’ ένα γυάλινο δωμάτιο – κουτί – κλουβί – στούντιο, όπως απαιτούν κι οι σκηνοθετικές οδηγίες του ίδιου του συγγραφέα, που σχεδίασε η Αρετή Μουστάκα. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στο κοινό να εστιάσει ακόμα καλύτερα στις δράσεις αλλά και τις σχέσεις, που εξελίσσονται στη γνωστή μας μακρόστενη σκηνή του θεάτρου Θησείον.
Ειδικά, οι πρώτες σειρές, βιώνουν σε απόσταση αναπνοής τα τεκταινόμενα με βάζα να εκτοξεύονται στην πλεξιγκλάς κατασκευή σε απόσταση αναπνοής από τη θέση τους.
Το σκηνικό είναι βασικός συντελεστής της παράστασης, μέσα σ’ αυτό θα βρούμε τον Μάρτιν του Νίκου Κουρή με την είσοδό μας στο χώρο. Ο ήρωας είναι ο μόνος που δεν βγαίνει ποτέ από εκεί, έτσι το αίσθημα του εγκλεισμού, δημιουργεί μια θεατρική συνθήκη που επιτρέπει την ενσυναίσθηση του κοινού. Το πρόβλημα του ήρωα είναι τόσο μεγάλο και σημαντικό, ώστε δεν μπορεί λεπτό να αποδράσει από αυτό. Αντίθετα η σύζυγός του (Λουκία Μιχαλοπούλου), ο γιος του (Μιχαήλ Ταμπακάκης) κι ο φίλος του (Γιάννης Δρακόπουλος) μπαίνουν και βγαίνουν από τον κόσμο του φέρνοντας και κάτι διαφορετικό μέχρι την κάθαρση του φινάλε.
Το έργο έχει τον υπότιτλο «σημειώσεις για τον ορισμό της τραγωδίας», γεγονός που δείχνει την άμεση σχέση του με το αρχαίο δράμα, καθώς το κοινό αφού δοκιμάσει ένα τόσο ευρύ φάσμα συναισθημάτων – ελέου και φόβου – βιώνει την κάθαρση μ’ ένα πτώμα επί σκηνής, το οποίο σέρνεται από τα χέρια του δράστη. Γνωστό σκηνικό σε πολλές τραγωδίες, κυρίως, του Ευριπίδη.
Μεγάλη επιτυχία της σκηνοθεσίας οι εναλλαγές από το δραματικό στο κωμικό στοιχείο κι οι σωστές δόσεις ρεαλιστικού, πρωτοποριακού και σουρεαλιστικού ανεβάσματος.
Ο ίδιος ο Άλμπι δήλωνε: «Λέω στους φοιτητές μου: «Αν θέλεις να μάθεις κάτι για τη δομή ενός θεατρικού έργου, άκου τα πρελούδια και τις φούγκες του Μπαχ». Ανακάλυψα την κλασική μουσική στα οκτώ μου και νομίζω ότι έμαθα από τη δομή της μουσικής τη φύση της δομής ενός δράματος. Συχνά θεωρώ τον εαυτό μου συνθέτη». Σ’ αυτή την παράσταση, λοιπόν, έχουμε εξαιρετικούς συντελεστές για την εκτέλεση μιας σπουδαίας παρτιτούρας.
Ο Νίκος Κουρής , σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες του τα τελευταία χρόνια, έχει χτίσει έναν χαρακτήρα απόλυτα πειστικό και τραγικό μέσα στα αδιέξοδά του. Η σκληρότητα κι η τρυφερότητα του ήρωα φλερτάρουν με τη χυδαιότητα και τη βαθιά απελπισία.
Ενώ, παράλληλα, η μπλαζέ του περσόνα με χάρισμα στην ειρωνεία, αναδεικνύει εύστοχα το ιδιαίτερο, εγκεφαλικό χιούμορ του έργου.
Η Λουκία Μιχαλοπούλου είναι σπουδαία στον ρόλο της Στέβης. Όλη της η ερμηνεία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, συνοψίζεται στη στιχομυθία με τον άνδρα της: «Γιατί δεν βάζεις τα κλάματα;», τη ρωτάει. «Γιατί είναι πολύ σοβαρό για να κλάψω». Η Μιχαλοπούλου καταφέρνει να δώσει στη σύζυγο του Μάρτιν, όλες τις λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων μέσα σε μια συνύπαρξη θυμού, αγάπης, πόνου, απογοήτευσης, δυναμισμού και ευαλωτότητας. Εξαιρετική και σπουδαία επαγγελματίας, αν σκεφτεί κανείς ότι κλήθηκε να ερμηνεύσει τον ρόλο μετά από αντικατάσταση μόλις ένα μήνα πριν την πρεμιέρα.
Η ηθοποιός, πριν την είσοδο της στο πλέξιγκλας, ρωτάει επίμονα: «Τι ώρα έρχονται;» και κρατά τα πλαστικά άνθη με τα οποία στη συνέχεια θα γεμίσει τον χώρο για «να φωτίσει το φόντο», όπως θα πει στον Μάρτιν.
Εδώ, αναδεικνύεται μοναδικά κι η τραγική ειρωνεία του έργου, η σύζυγος θέλει να φωτίσει τον σύζυγο με ψεύτικα λουλούδια, όπως ακριβώς είναι κι η σχέση τους, που στηρίζεται σε σαθρές βάσεις.
Παράλληλα, επιλέγει (Ranunkulus) νεραγκούλες, ένα φυτό που ονομάζεται και βατράχι, διότι απαιτεί υγρά εδάφη για την ανάπτυξή του και που έχει για «εχθρό» του τα σαλιγκάρια, γιατί στις αρχές της άνοιξης κι όταν υπάρχει υψηλή υγρασία, δημιουργούν ακανόνιστα εκτεταμένα φαγώματα στα φύλλα. Έτσι, η κανιβαλική όψη της συνύπαρξης του ζευγαριού επιβεβαιώνεται και μ’ έναν ασυνείδητο τρόπο στις επιλογές της καθημερινότητάς του.
Ακριβής κι απολύτως παρόν στη σκηνή ο Ρος του Γιάννη Δρακόπουλου, ενώ ο Μιχαήλ Ταμπακάκης είναι πολύ καλός στον ρόλο του έφηβου, ομοφυλόφιλου γιού, αλλά σε κάποιες κορυφώσεις είναι εμφανής η θεατρική του απειρία. Πιστεύω ότι με την εξέλιξη των παραστάσεων θα φαίνεται όλο και λιγότερο.
Ατμοσφαιρικοί οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα, ενδιαφέρουσα η μουσική του Γιάννη Μαθές, με ένα βουκολικό στοιχείο αλλά και σασπένς θρίλερ. Μαζί με το σκηνικό η Αρετή Μουστάκα υπογράφει και τα καλόγουστα κουστούμια.
Ο Άλμπι σε συνέντευξή του στην «Guardian» το 2004, δήλωνε: «Όλα τα θεατρικά έργα, αν κανένα από αυτά είναι καλό, κατασκευάζονται για να διορθώνουν τα πράγματα. Αυτή είναι η δουλειά του συγγραφέα: να κρατά τον καθρέφτη μπροστά στους ανθρώπους. Δεν είμαστε απλώς διακοσμητικοί, ούτε κι ευχάριστοι» και μπορώ να πω ότι η παράσταση στο Θέατρο Θησείον τηρεί τα λεγόμενά του.
Δείτε την!