«Να ζεις και να ’χει νόημα».
Πολλά ελληνικά έργα γράφονται, λιγότερα ανεβαίνουν στις αθηναϊκές σκηνές και ακόμα λιγότερα μας ενθουσιάζουν. Στο Θέατρο Δημήτρης Χορν έχει κανείς τη δυνατότητα να παρακολουθήσει το έργο του Λεωνίδα Προυσαλίδη «Από τη σιωπή ως την άνοιξη» σε ένα σπουδαίο, κατά την άποψή μου, ανέβασμα από τη Λίλλυ Μελεμέ.
Πρόκειται για ένα κείμενο ψυχογράφημα των ανθρώπινων σχέσεων, βαθιά συγκινητικό και αποκαλυπτικό. Με έντονες εναλλαγές και ενδιαφέρουσες κορυφώσεις. Ο Προυσαλίδης δεν αφήνει τίποτα στην τύχη. Ακόμα και οι ήρωές του έχουν ονόματα αρχαίων προσώπων: Ηλέκτρα, Ορέστης, Ελένη. Υπάρχουν επίσης η Ύβρις, η Νέμεσις, η Τίσις. Παράλληλα και οι τρεις πρωταγωνιστές αναζητούν την κάθαρση.
Δύο δίδυμα αδέρφια περνούν όλη τους τη ζωή στο νεοκλασικό τους απολαμβάνοντας το θέατρο: «Είδαμε το Βυσσινόκηπο με τη Λαμπέτη, όχι με χασικλήδες. Τι ποιότητα σιωπής η Λαμπέτη!» Κάποια στιγμή νοικιάζουν το κάτω διαμέρισμα σε μια νέα γυναίκα. Η γνωριμία τους μαζί της είναι καθοριστική και διαταράσσει τις ισορροπίες.
Σκηνοθετικά προοικονομείται κατά κάποιο τρόπο η δράση και, μόλις εμφανίζεται η Κατερίνα Λέχου, η σκηνή πλημμυρίζει με φως και μουσική.
Η Λίλλυ Μελεμέ αντιμετωπίζει το έργο σαν μια ωδή στο ρεαλισμό δίνοντας χώρο στους εξαιρετικούς ηθοποιούς της. Συνάμα ανοίγει πόρτες στον κόσμο του ονείρου, της φαντασίας και του ασυνείδητου, επιτρέποντας περισσότερες αναγνώσεις του κειμένου και αναδεικνύοντας την πολυδιαστατικότητά του.
Κλείνει το μάτι στο θεατή βάζοντάς τον πολλές φορές στο σαλόνι των δύο ηρώων. Μάλιστα χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο με την Έλλη Λαμπέτη και το φωτισμένο πορτρέτο της ηθοποιού.
Ο Νικήτας Τσακίρογλου και ο Γιάννης Φέρτης αποδεικνύονται ένα ιδανικό θεατρικό ζευγάρι. Πείθουν απόλυτα τόσο για τη μεταξύ τους σχέση όσο και για τις ξεχωριστές ποιότητες των χαρακτήρων που ερμηνεύουν.
Άλλοτε σαν δύο τύποι από το Μάπετ Σόου και άλλοτε σαν δύο μικρά αγόρια που μοιάζουν να το έχουν σκάσει από την αυλή του νηπιαγωγείου, καταφέρνουν να αποτυπώσουν σκηνικά το «Γίναμε ίδιοι», όπως λένε. Οι λεπτές όμως αποχρώσεις αυτής της βαθιάς εσωτερικής ομοιότητας που πηγάζει από τα παιδικά βιώματα έχουν και μεγάλο ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον. Ίδιοι ακόμα και ενδυματολογικά (κοστούμια: Γιώργος Πάτσας). Στην αρχή οι επιλογές είναι παρόμοιες –παπιγιόν με γραβάτα– και καταλήγουν ίδιες.
Ο Νικήτας Τσακίρογλου έχει ένα εκπληκτικό ξέσπασμα όταν συνειδητοποιεί την απόρριψη και είναι σπαρακτικός όταν αναρωτιέται: «Από πού πηγάζει η σιγουριά σας για το μέλλον;»
Η Κατερίνα Λέχου δείχνει να συγχρονίζεται μαζί τους και οι σκηνές των τριών είναι καλοκουδρισμένες. Αντίθετα στους μονολόγους της στον τηλεφωνικό θάλαμο φλερτάρει έντονα με την υπερβολή και τις περισσότερες φορές δίνει την εντύπωση ότι δεν υπάρχει κάποιος άλλος στη γραμμή.
Η παράσταση αναδεικνύεται μοναδικά και από τα σκηνικά του Γιώργου Πάτσα, τους φωτισμούς της Μελίνας Μάσχα και τη μουσική του Σταύρου Γασπαράτου. Όλα προσδίδουν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα στο σαλόνι του σπιτιού όπου εκτυλίσσεται η δράση.
Ευφάνταστος συμβολισμός τα σκηνικά που περιστρέφονται σταδιακά μέχρι το φινάλε, μέχρι να μείνουν άδεια. Γκρι υγροί τοίχοι, όμοιοι με το τέλος του θανάτου, σαν το σπίτι στη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», και ένας γάτος που δεν έρχεται ποτέ…
Η απογοήτευση του έρωτα και η φθορά του χρόνου αποδομούν τα πάντα. Αναμνήσεις, κάδρα, παραστάσεις, μια ολόκληρη ζωή χάνεται. Τώρα μόνο η γλυκιά γεύση της καρυδόπιτας της μαμάς με την πολλή άχνη και το μπόλικο σιρόπι τούς έχει μείνει και έπειτα από χίλιες παραστάσεις έχει φτάσει η ώρα να παίξουν οι ίδιοι στο σαλόνι τους σπιτιού τους τη μεγαλύτερη τραγωδία.