Η Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου σε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στη Γιώτα Δημητριάδη.
Αποκλειστική φωτογράφιση για το texnes-plus Κοσμάς Ινιωτάκης.
Είναι ευλογία να συναντάς καλλιτέχνες, με πολύπλευρο ταλέντο και να απολαμβάνεις μαζί τους μια κουβέντα ειλικρινή, με αρκετές δόσεις αυτοσαρκασμού και πηγαίου χιούμορ. Ηθοποιούς, που επιλέγουν να παίζουν ρόλους μόνο στη σκηνή. Μια τέτοια περίπτωση είναι η Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου.
Με μια συνεχή παρουσία στα θεατρικά δρώμενα καταφέρνει και ξεχωρίζει στα καλλιτεχνικά στοιχήματα, τα οποία, ανά καιρούς, θέτει. Είτε σε παραστάσεις μιούζικαλ, όπου εντυπωσιάζει και με τις φωνητικές της ικανότητες, είτε σε κωμωδία του Φεντώ ή δράμα του Σοφοκλή, η Μαρούσκα θα δουλέψει σκληρά και τα αποτελέσματα θα τη δικαιώσουν.
Συναντηθήκαμε στη Βίλα Ζωγράφου, ένα καυτό αυγουστιάτικο απόγευμα και μ’ αφορμή την «Προσωπική Συμφωνία» του Χάργουντ, που βάζει πλώρη για δεύτερη σεζόν στο Από Μηχανής Θέατρο, μιλήσαμε για όλους όσους δεν παίρνουν θέση στα πράγματα, για τις μέχρι τώρα συνεργασίες της, τον ρόλο των ονείρων της, την απώλεια της μητέρας της, την ψυχοθεραπεία, τη Μαρκόνησο, τη Ρωσία...ακόμη και για την Πάολα...
Η «Προσωπική Συμφωνία» θα συνεχιστεί για δεύτερη σεζόν στο Από Μηχανής θέατρο, μετά από μια μικρή περιοδεία. Που πιστεύεις ότι οφείλεται η επιτυχία αυτής της παράστασης;
Πρώτα απ’ όλα στο ίδιο το έργο του Ρόναλντ Χάργουντ. Είναι σύγχρονο και μας αφορά, ενώ θέτει ερωτήματα στους θεατές. Είναι η αληθινή ιστορία του Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ, ο οποίος ήταν ο σπουδαιότερος μαέστρος στη Ναζιστική Γερμανία, εκείνη την εποχή.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο κατεχόμενο Βερολίνο, ο Φουρτβένγκλερ θα κατηγορηθεί για τη σχέση του με το Ναζιστικό καθεστώς και θα υποβληθεί σε ανάκριση από τους Αμερικανούς.
Πράγματι, ήταν ο αγαπημένος του Χίτλερ και πήρε πολλά αξιώματα, τα οποία και χρησιμοποίησε για να σώζει μόνο ταλαντούχους Εβραίους μουσικούς. Το θέμα του έργου είναι η σύγκρουση δύο κόσμων, του ταγματάρχη Άρνολντ (Αλέξανδρος Μπουρδούμης) και του Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ (Νικήτα Τσακίρογλου).
Ο Άρνολτ πιστεύει ότι αντιστέκεσαι σ’ ένα καθεστώς μόνο αν βγεις μπροστά και πολεμήσεις φανερά. Αντίθετα, ο Φουρτβένγκλερ ισχυρίζεται ότι πολέμησε μέσω της Τέχνης του. Ο κόσμος φεύγει προβληματισμένος παρακολουθώντας πως το θύμα γίνεται θύτης κι ο θύτης θύμα. Ουσιαστικά, δεν μπορείς να αποφασίσεις ποιος έχει δίκιο σ’ αυτή την ιστορία...
Σ’ αυτή την παράσταση συνεργάζεστε τρεις γενιές ηθοποιών. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στους μεγαλύτερους του θιάσου, του Νίκητα Τσακίρογλου και του Χρήστου Βαλαβανίδη, με τους νεότερους;
Νομίζω, ότι αυτό που διαφέρει είναι το ήθος, το μεράκι κι η ευγένεια με την οποία αντιμετωπίζουν τη δουλειά. Να βλέπεις τον Τσακίρογλου κάθε βράδυ να έχει άγχος για την παράσταση, με μια πορεία 60 χρόνων στο θέατρο, είναι κάτι το απίστευτο, που δεν υπάρχει στις νεότερες γενιές. Σαφέστατα, είχαν και εκείνοι τα θέματά τους κι ακούμε και διάφορες ιστορίες μέσα στα καμαρίνια, αλλά είχαν κάποιες κόκκινες γραμμές, που δεν τις περνούσαν εύκολα.
Από την άλλη, η νέα γενιά ηθοποιών είναι πιο καταρτισμένη. Θεωρώ, όμως, ότι το μεράκι και το ήθος που είχαν αυτοί οι άνθρωποι ήταν μοναδικό και δεν το λέω με διάθεση παρελθοντολογίας.
Μου έλεγες πριν ότι το κοινό διχάζεται, εσύ με ποιανού την πλευρά είσαι πιο κοντά;
Νομίζω με του ταγματάρχη.Ειδικά στην εποχή που ζούμε είναι τρομερό το πόσο δεν παίρνουμε θέση στα πράγματα και καθόμαστε σ’ έναν καναπέ.
Αυτό συμβαίνει και στο θέατρο, αλλά και σε πολλούς επαγγελματικούς χώρους. Δεν παίρνουμε θέση γιατί υπάρχει η λογική: «Να τα πηγαίνω καλά μ’ όλους». Νομίζω ότι δεν ανήκεις σ’ αυτή την κατηγορία...
Όχι, θέλω να νιώθω ελεύθερη να εκφράζω τη σκέψη μου...
Αισθάνεσαι ότι αυτό έχει ένα τίμημα στην καριέρα σου;
Σίγουρα...
Από την άποψη ότι θα είχες περισσότερες προτάσεις για δουλειά για παράδειγμα…
Όχι, δεν είναι αυτό. Η πορεία σου στον χώρο, σίγουρα, έχει να κάνει με τον τρόπο που τοποθετείσαι σ’ αυτόν. Έχει, όμως, να κάνει και με την προσωπικότητά σου. Εγώ είμαι ένας πολύ ανασφαλής άνθρωπος και δεν έχω το τάλαντο των δημοσίων σχέσεων. Στο εξωτερικό, δεν θα υπήρχε αυτή η ανάγκη. Οι καλλιτέχνες έχουν μάνατζερ γι’ αυτή τη δουλειά κι αφιερώνονται στην τέχνη τους.
Ζηλεύω τους ανθρώπους που έχουν την ικανότητα να πλασάρουν τον εαυτό τους. Το να λες όμως τη γνώμη σου φανερά, με τον κίνδυνο να ενοχλήσεις κάποιους, σίγουρα σου κλείνει πόρτες.
Άλλο το τάλαντο της επικοινωνίας, όμως, κι άλλο το τάλαντο της κολακείας....
Έχεις δίκιο, εγώ αναφέρομαι στην επικοινωνία, ως προς τον τρόπο που πλασάρεις τον εαυτό σου. Μου είναι πολύ δύσκολο να «χτυπήσω πόρτες» κι αυτό είναι λάθος, γιατί αυτή είναι η δουλειά μας. Ουσιαστικά, πουλάμε ένα προϊόν, που όμως είναι ο εαυτός μας κι η ανασφάλεια που φέρει αυτό είναι που το κάνει δύσκολο.
Θέλω να επανέλθουμε σ’ αυτό που είπες για τον καναπέ. Σήμερα, λοιπόν, πράγματι είμαστε η επανάσταση του καναπέ ή της οθόνης. Ασχολούμαστε, για παράδειγμα, με το τι φόρεσε η σύζυγος του πρωθυπουργού και με τον αν αξίζει η Πάολα να τραγουδήσει Θεοδωράκη αφήνοντας τα ουσιώδη, όπως για παράδειγμα, την οικολογική καταστροφή του πλανήτη, τους πρόσφυγες κ.λ.π...Γιατί συμβαίνει αυτό;
Με την ευκαιρία να πω ότι είδα ένα βίντεο με την Πάολα να τραγουδάει το «Ένα παιδί του Αυγούστου» κι ήταν εξαιρετική! Η κοπέλα έχει κάνει τρομερή δουλειά, έχει κόψει όλο τον λυγμό που έχει η φωνή της και ερμήνευσε σπουδαία το κομμάτι. Της βγάζω το καπέλο!
Αλλά για να απαντήσω στην ερώτησή σου, είναι τρομερό αυτό που συμβαίνει. Καθημερινά πνίγονται χιλιάδες άνθρωποι. Μ’ ενοχλεί πολύ το γεγονός ότι ενώ είμαστε ένα γένος προσφύγων, ξαφνικά ξεχνάμε το παρελθόν! Πνιγόμασταν κι εμείς στις θάλασσες και φεύγουμε ακόμα για τη Γερμανία. Αντί να βλέπουμε την πραγματικότητα κρυβόμαστε πίσω από τον τίτλο του «Ευρωπαίου» και, δυστυχώς, στην Ευρώπη είμαστε ο τελευταίος τροχός της αμάξης... Θεωρώ απαράδεκτο, λοιπόν, να αντιμετωπίζουμε έτσι τους ανθρώπους αυτούς που ξεριζώθηκαν από τις πατρίδες τους...
Και τώρα δεν θα έχουν και ΑΜΚΑ...
Τραγικό! Όταν ακούς να λένε : «Είναι δυνατόν να δίνει το κράτος 400 ευρώ στον κάθε μετανάστη» και δεν ξέρουν ή κάνουν ότι δεν ξέρουν ότι αυτά τα χρήματα δεν είναι από τους Έλληνες φορολογούμενους, είναι από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό.
Υπάρχει μια νοοτροπία ακροδεξιά ακόμα και φασιστική σε μια μερίδα της ελληνικής κοινωνίας. Θα ήταν πολύ ουτοπικό ή ρομαντικό να λέγαμε ότι έργα, όπως αυτό που ανεβάζετε ή τοποθετήσεις καλλιτεχνών, βοηθούν στο να καταλάβει ο κόσμος τι θα πει φασισμός;
Ναι, είμαι από τους ρομαντικούς που το πιστεύουν αυτό. Είναι μια από τις λειτουργίες της Τέχνης και του Θεάτρου αυτή, να εκπαιδεύσεις το κοινό σου ή να του θυμίσεις το τι συμβαίνει, να κρούσεις τον κώδωνα του κινδύνου. Ο ρόλος του θεάτρου δεν είναι να κυβερνήσει αλλά να αφυπνίσει.
Πώς φανταζόσουν τα πράγματα, πριν μπεις στο χώρο, αν κι ήσουν μυημένη πάντα λόγω του πατέρα σου υποθέτω, και πώς πραγματικά είναι;
Η μεγαλύτερη αυταπάτη που είχα ήταν η ύπαρξη αξιοκρατίας. Και αυτό γιατί είχα έναν πατέρα σκηνοθέτη, ο οποίος λειτουργούσε πάντα και μόνο έτσι. Δυστυχώς, αυτό δεν συμβαίνει. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που ισοπεδώνουν τα πάντα. Πιστεύω στις αξίες και θεωρώ ότι οι άνθρωποι που αξίζουν δεν χάνονται. Απλώς υπάρχει η χελώνα, υπάρχει κι ο λαγός. Υπάρχουν σπρίντερ και μαραθωνοδρόμοι. Εγώ προτιμώ τους μαραθωνοδρόμους, αυτούς που έχουν διάρκεια στον χρόνο.
Αν και μεγάλωσες με πατέρα κινηματογραφιστή δεν έχεις κάνει σινεμά....
Ναι, μόνο μια μικρού μήκους. Καημό το έχω να κάνω μια ταινία! Δεν θέλω, όμως, να τα ρίχνω στους άλλους, δεν το κυνήγησα κι εγώ. Είμαι φοβική λίγο, αλλά ευτυχώς τα τελευταία χρόνια έχω αρχίσει να ξυπνάω.
Σ’ αυτό συνέβαλε κι η ψυχοθεραπεία; Μετά την απώλεια της μητέρας σου νομίζω ξεκίνησες αυτή τη διαδικασία..
Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι! Ήταν μια απώλεια, την οποία δεν μπορούσα να διαχειριστώ. Αν και το πάλεψα πολύ. Γενικά είμαι ευαίσθητη αλλά είμαι και δυνατή! Αναγεννιέμαι από τις στάχτες μου. Μπορεί να φτάνω πάτο αλλά πάντα τα καταφέρνω. Μετά τον θάνατο της μητέρας μου, όμως, έβλεπα μόνο πάτο και αυτό με τρόμαξε πολύ. Τότε συνειδητοποίησα, ότι χρειάζομαι βοήθεια και δεν μπορώ μόνη μου. Η ψυχοθεραπεία ήταν ένα από τα μεγαλύτερα δώρα, που έκανα στον εαυτό μου τα τελευταία χρόνια.
Μου έχεις χαρακτηρίσει τον εαυτό σου, σε πολλά σημεία της κουβέντας μας, ως «ανασφαλή» γι’ αυτό τον λόγο σε βλέπουμε να συνεργάζεσαι για μεγάλα χρονικά διαστήματα με συγκεκριμένους σκηνοθέτες; Τώρα με τον Δημήτρη Μυλωνά και πριν για ακόμα μεγαλύτερο διάστημα με τον Θέμη Μουμουλίδη;
Κάτι έχουν και με κρατάνε! Σίγουρα! Εγώ κανονικά θα ήθελα να είμαι κάθε εξάμηνο αλλού. Όμως η ανασφάλειά μου με κάνει να αναζητώ οικεία περιβάλλοντα.
Να είσαι κάθε εξάμηνο αλλού και να παίξεις και τη Βιρτζίνια Γουλφ...
Πολύ! Αυτό χαίρομαι που έχει ακουστεί! Ελπίζω να γίνει κάποια στιγμή, μου λένε ότι είμαι μικρή γι’ αυτόν τον ρόλο αλλά εγώ δεν το πιστεύω. Γιατί πρέπει αυτή η ηρωίδα να είναι πάνω από 50;
Τι σε συνδέει τόσο μ’ αυτόν τον ρόλο;
Συναισθηματικοί λόγοι. Την είχα ερμηνεύσει στη σχολή, στο δεύτερο έτος κι είχα μια μεταφυσική εμπειρία μ’ αυτό το κομμάτι. Είχε έρθει ο πατέρας μου να δει τις τελικές εξετάσεις κι όταν τελείωσε η σκηνή λιποθύμησα από την ένταση. Στη συνέχεια, θυμάμαι τον εαυτό μου στα παρασκήνια του Ωδείου με τον μπαμπά μου από πάνω να μου κάνει αέρα και μια τεράστια μελανιά στο χέρι! Γενικά, δεν ερωτεύομαι ρόλους αλλά συνεργασίες.
Ποια συμβουλή του πατέρα σου, όταν ξεκίνησες αυτή τη δουλειά, κρατάς στο μυαλό σου;
Μια συμβουλή που την έχω παντιέρα στη δουλειά, αλλά και τη ζωή μου: «Να κοιτάς τον καθρέφτη σου καθημερινά και να μην τον φτύνεις!»
Και νομίζω ότι δεν σε βοήθησε κι’ όλας...
Ποτέ! Του το είχα ζητήσει κι εγώ. Να καταλάβεις, η πρώτη δουλειά που έκανα στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κομοτηνής, σκηνοθέτης ήταν ένας κολλητός του πατέρα μου, ο Μιχάλης Παπανικολάου. Είχαν βγει μια μέρα για ποτά κι όταν τον ρώτησε : «Οι κόρες σου τι κάνουν;», τότε έμαθε ότι είμαι ηθοποιός κι απόρησε πώς δεν του είχε στείλει τουλάχιστον ένα βιογραφικό. Τελικά, του ζήτησε να περάσω έστω από οντισιόν κι έτσι πήρα τον ρόλο. Ξέρεις μερικές φορές, τσαντίζομαι και λέω γιατί να μου έχουν έρθει με τόσο κόπο όλα; Από την άλλη, όμως, είναι μεγάλη ικανοποίηση να τα καταφέρνεις μόνη σου και να ακούς ότι αρέσει η δουλειά σου.
Υπήρχε, παρ’ όλα αυτά, κάποια στιγμή που ευχόσουν να σε ρουφήξει η σκηνή;
Ναι, βέβαια. Ήταν στην «Όπερα της Πεντάρας», στην πρεμιέρα, με το που ακούω τις πρώτες νότες από το τραγούδι της Τζένης, εκείνα τα δευτερόλεπτα σκεφτόμουν: «Εντάξει, δεν μπορώ να το κάνω εγώ αυτό. Θα φύγω! Και τι θα γίνει; Θα κλείσει η αυλαία...Δεν θα ξαναβρώ πουθενά δουλειά πουθενά...». Αλλά ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί....
Τώρα έχεις τρακ;
Κάθε βράδυ, σε κάθε παράσταση! Είναι το αίσθημα της ευθύνης που σε κάνει να έχεις άγχος.
Θα ήθελα να κλείσουμε την κουβέντα μας, με δύο φαντάζομαι μοναδικές θεατρικές εμπειρίες. Έχεις παίξει τις «Τρεις αδερφές» στη Ρωσία και παράσταση για τη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη στη Μακρόνησο. Πες μας τι κρατάς από αυτές;
Με τις «Τρεις αδερφές», παίξαμε στο φεστιβάλ Τσέχωφ, ήμασταν η πρώτη ελληνική παράσταση, που συμμετείχε σ’ αυτό, έχουμε εξάλλου έναν πολύ δραστήριο σκηνοθέτη, τον Δημήτρη Μυλωνά και δεν θα μπορούσε να του ξεφύγει!
Ήταν μια εξαιρετική εμπειρία, παίξαμε μέσα στο κτήμα του Τσέχωφ, σ’ ένα σπιτάκι υπηρετών κι ο ενθουσιασμός που εισπράξαμε από τους Ρώσους συναδέλφους και δημοσιογράφους ήταν μια εμπειρία ζωής.
Το ίδιο και στη Μακρόνησο, όπου κάναμε μια και μοναδική παράσταση, σε συνέχεια των παραστάσεων που είχαμε δώσει στο Badminton. Η εμπειρία του να βλέπεις να έρχονται τα καράβια και 7.500 κόσμος να ανεβαίνει αυτόν τον δρόμο, που ήταν κάποτε δρόμος μαρτυρίου, είναι κάτι το συγκλονιστικό. Ήμασταν όλοι από την αρχή μέχρι το τέλος της παράστασης ανατριχιασμένοι.
Αυτές είναι εμπειρίες ζωής, τις οποίες σου χαρίζει αυτό το επάγγελμα και κάθε φορά που γονατίζεις τις αναπολείς και παίρνεις δύναμη.