Η Μαρία Πρωτόπαππα μιλάει για όλα στο texnes-plus και φωτογραφίζεται στο σκηνικό της Βιρτζίνια Γουλφ.
Από τη Γιώτα Δημητριάδη
φωτογραφίες για το texnes-plus: Κοσμάς Ινιωτάκης
Βρέχει καταρρακτωδώς και το κέντρο της πόλης έχει παραλύσει, το ραντεβού μας είναι στο θέατρο Αθηνών δύο ώρες πριν την παράσταση.
Η Μαρία Πρωτόπαππα φτάνει στην ώρα της ,εν μέσω βροχής, χαλαρά ντυμένη με τη φόρμα της. Λίγα λεπτά αργότερα, φοράει το κουστούμι της παράσταση και είναι έτοιμη για τη φωτογράφιση, πιάνει τα μαλλιά της ένα απλό κοτσάκι, βάζει λίγο κραγιόν και έχει ήδη μεταμορφωθεί σε μια μπαλαρίνα της σκηνής.
Ανάμεσα στα κλικ και τις ερωτήσεις, υπάρχει χρόνος για σχόλια παντός είδους. Η Μαρία μπορεί να ανεβάζει Μπέρχαρντ στο Θέατρο Τέχνης και να πρωταγωνιστεί στο «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» η ίδια όμως δεν φοβάται να είναι ο εαυτός της.
Ίσως γι’ αυτό να είναιη καλύτερηηθοποιός της γενιάς της και ας πιστεύει εκείνη ότι στην καλύτερη των περιπτώσεων φτάνει το 30% από αυτό που είχε αρχικά στο μυαλό της, όπως θα μου πει στην κουβέντα που θα ακολουθήσει.
Λίγη ώρα αργότερα, με το ίδιο κουστούμι η μπαλαρίνα θα μεταμορφωθεί σε μια μοναδική Μάρθα και θα χαρίσει στο κοινό μια ακόμη ερμηνεία που θα θυμόμαστε για χρόνια....
Με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη έχεις δουλέψει και στον παρελθόν, σ’ έχει σκηνοθετήσει δύο φορές («Αύγουστος» ,«Ο κύκλος με την κιμωλία»). Αυτή τη φορά είστε μαζί και στη σκηνή. Πώς είναι να παίζεις με τον σκηνοθέτη σου;
Έχει πλάκα! Δεν είναι η πρώτη φορά που παίζω με τον σκηνοθέτη μου και σίγουρα δεν είναι η πιο δύσκολη περίπτωση, γιατί μερικές φορές, μπορεί να γίνει αβάστακτο. Δε σημαίνει, ότι ο Κωνσταντίνος μας αφήνει χαλαρούς, κάθε φορά ζητάει πράγματα. Το κάνει όμως, με τέτοιο τρόπο ώστε να μην νιώθεις πίεση.
Μάλλον ξέρει καλά τη λειτουργία του ηθοποιού...
Πολύ καλά! Εμένα δεν με πίεσε καθόλου στις πρόβες και λόγω της σκηνοθεσίας που έκανα στο Τέχνης, δεν ήμουν και η πιο τυπική συνεργάτης. Υπήρχαν πρόβες, όπου δεν μπορούσα να θυμηθώ λέξη, δεν μπορούσα να πάω παρακάτω! Παρ’ όλα αυτά δεν ένιωσα στιγμή να βράζει μέσα του και να απαιτεί πράγματα. Είναι πάρα πολύ έξυπνος και δεν έχει καθόλου εγωισμό.
Στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» βλέπουμε ένα ζευγάρι που βγάζει τις σάρκες του επί σκηνής. Παρ’ όλα αυτά ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι το έργο είναι αισιόδοξο και ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης έχει δηλώσει ότι το προσέγγισε με βάση τη μεγάλη αγάπη που έχουν αυτοί οι δύο άνθρωποι μεταξύ τους. Εσύ, πώς έχει καταλάβει το έργο;
Εγώ το είδα αθώα και υιοθέτησα κατευθείαν την άποψη του Κωνσταντίνου. Δεν ξεκίνησα με δική μου γνώμη. Είχα διαβάσει πολλές αναλύσεις, που η καθεμία φώτιζε μια άλλη πτυχή του έργου και δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα υλοποιούνταν στο συγκεκριμένο ανέβασμα. Οπότε με το που ξεκινήσαμε τις πρόβες, δουλέψαμε, λεπτομερώς, πάνω στο κείμενο του Άλμπι, ψάξαμε τις διάφορες εκδοχές του, γιατί και ο ίδιος ο Άλμπι έχει κάνει αλλαγές μέσα στα χρόνια. Μας πήρε πολύ καιρό αυτή η διαδικασία, γιατί ουσιαστικά δουλέψαμε λέξη-λέξη. Δέχτηκα από την αρχή την οπτική του Κωνσταντίνου και τώρα βλέπω να επαληθεύεται επί σκηνής. Αυτό το θέατρο, που λέει ότι «να εδώ έχουμε ένα ζευγάρι που σκοτώνεται ή δυο φίλους που τσακώνονται»εμένα δεν μου λέει κάτι...
Είναι ένα πολύ πρώτο επίπεδο...
Ακριβώς, και νομίζω ότι είναι και πολύ στείρο για την εποχή μας. Δεν έχει κάτι να προσφέρει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση παρακολουθούμε δύο ανθρώπους, οι οποίοι έχουν δέσει και είναι μαζί 23 χρόνια. Ο Άλμπι τους έχει βάλει σ’ ένα πανεπιστημιακό περιβάλλον, διαθέτουν και οι δύο ευστροφία και με δυνατό λόγο, μάχονται ο ένας τον άλλον.Στην ουσία όμως, μάχονται τον ίδιο τους τον εαυτό. Ο καθένας προβάλλει στον άλλον τα δικά του λάθη, τις δικές του ελλείψεις ,τους δικούς του φόβους. Είναι πολύ πιο εύκολο να καθρεφτιστείς πάνω στο σύντροφό σου τις αδυναμίες σου.
Μόνο αν αγαπάμε κάποιον πολύ μπορούμε να κάνουμε αυτή την προβολή;
Στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι μόνο το γεγονός ότι αγαπιούνται. Έχουν παράλληλα ένα τέτοιο επίπεδο επικοινωνίας, που αντέχουν μαζί, ενώ ξέρουν ότι παίζεται αυτό το σκληρό παιχνίδι μεταξύ τους. Γνωρίζουν πολύ καλά από που προέρχεται η επίθεση. Γνωρίζουν πολύ καλά τις ελλείψεις τους και αντέχουν να υπάρχουν μαζί. Συνεχίζουν...
Έχεις υπάρξει ποτέ σε σχέση με τόση ένταση;
Εγώ δεν είχα ποτέ μακροχρόνια σχέση, οπότε δεν μπορώ μιλήσω για μια περίπτωση, όπως αυτή της Μάρθας και του Τζώρτζ. Σ’ εκείνους όλα έχουν λιώσει, όλα είναι μιλημένα και προς τα έξω. Αυτό που ξέρω, είναι ότι δύο άνθρωποι ,είτε είναι λίγα χρόνια μαζί είτε περισσότερα δύσκολα λένε όλες τις αλήθειες μεταξύ τους. Αντίθετα το συγκεκριμένο ζευγάρι τις έχει κουβεντιάσει πολλές φορές.
Μακροχρόνια σχέση δεν είχες λόγω δουλειάς, λόγω επιλογής...;
Η ζωή τα φέρνει αυτά..Δεν είναι μόνο θέμα επιλογής. Είναι πολλοί παράγοντες: η τύχη, το πώς είσαι..Για μένα δεν υπάρχει κάποιο σωστό μοντέλο. Επίσης δεν πιστεύω στα στερεότυπα, η ζωή μας είναι μια και μοναδική, αρχίζουμε να περπατάμε έναν δρόμο και στη συνέχεια τραβάμε λαχνούς .Ανάλογα με τον λαχνό προχωράμε.
Ποιος λαχνός νιώθεις ότι σε διαμόρφωσε;
Πάρα πολλοί. Καλλιτεχνικά, το πρώτο είναι ότι ένιωθα συγγένεια με το Θέατρο Τέχνης. Όταν παρακολουθούσα από παίδι εκεί κάποια παράσταση, πάντα γοητευόμουν, και ας μην καταλάβαινα ακριβώς τι γινόταν επί σκηνής. Ήθελα να είμαι εκεί.
Θυμάμαι, να τον εαυτό μου στο σχολείο να περνάω από το Υπόγειο, για να πάω φροντιστήριο, τότε η μαρκίζα και το ταμείο του θεάτρου ήταν στη Σταδίου, και να έχω το κεφάλι μου στραμμένο προς τα εκεί μέχρι που το θέατρο χανόταν από τα μάτια μου. Ένιωθα αυτό το πράγμα να με τραβάει...Τώρα για καλό για κακό δεν ξέρω...
Ξεκίνησες όμως για αλλού επαγγελματικά...
Πήγαινα για ιατρική αλλά μετά από μελαγχολία, μοναξιά, κλεισούρα δεν άντεχα άλλο να είμαι κλεισμένη μέσα με τα βιβλία. Οπότε μια μέρα στην Γ’ Λυκείου αποφάσισα να αλλάξω δρόμο. Είχα ξεκινήσει να κάνω προετοιμασία για πρώτη ή δεύτερη δέσμη, αλλά αγαπούσα πολύ το θέατρο. Τότε ήμουν και σε μια ερασιτεχνική ομάδα και ένιωθα ότι με βοηθούσε πολύ να εκφραστώ, γιατί ήμουν και ένα κλειστό παιδί.
Επίσης μου άρεσαν πολλά πράγματα ταυτόχρονα και αν πήγαινα στην ιατρική θα σπούδαζα κάτι πολύ συγκεκριμένο. Οπότε τράβηξα χειρόφρενο και έκανα μια απότομη στροφή. Στεναχώρησα τους γονείς μου και μετά από χρόνια στεναχωρήθηκα και εγώ η ίδια.
Το μετάνιωσες δηλαδή που έγινε ηθοποιός;
Ναι, υπήρξαν στιγμές που το μετάνιωσα! Πολύ βαθιά!
Για ποιο λόγο;
Αισθανόμουν πως έτσι, όπως ήταν τα πράγματα στο θέατρο πολλές δυνατότητες δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν. Υπήρχαν φορές που ένιωθα περιορισμένη.
Τα πρώτα χρόνια;
Όχι, αργότερα...Τώρα πια το έχω πάρει απόφαση, έχω μεγαλώσει! (γελάει)
Μου κάνει μεγάλη εντύπωση να το ακούω αυτό από εσένα.
Γιατί; Δεν είναι κακό. Πολλές φορές, νιώθω ότι υπάρχει στο θέατρο ένας περιορισμός, σαν να ξεκινάς τα πάντα από το μηδέν.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένη, αναφέρομαι σε μια γνώση και μια εξέλιξη στην τέχνη σου, στην επιστήμη σου, σ’ ό,τι κάνεις, ώστε να έχεις μια σταθερή πορεία εμπλουτισμού. Στο θέατρο για να συμβεί αυτό, χρειάζεται εργατική και αγωνιστική διάθεση και μεγάλη ατομική προσπάθεια και έρευνα.
Τι φταίει γι’ αυτό; Αν είχατε περισσότερο χρόνο για πρόβες, όπως κάνατε τότε με τον Λευτέρη Βογιατζή,θα ένιωθες πιο εξελίξιμη;
Και πάλι, δεν ξέρω αν ο τρόπος που πρότεινε ο Λευτέρης ήταν κατανοητός από τους όλους τους ηθοποιούς. Παράλληλα, υπήρχε η αγωνία της απόδοσης και η αγωνία του να γίνει μια καλή παράσταση.
Συνεργάστηκα με τον Λευτέρη, όταν ήμουν σίγουρη ότι θα μου έδινε μεγάλη προσοχή και αυτό θα γινόταν μόνο,αν ήμουν πάνω στη σκηνή.
Το μετάνιωσα βέβαια, γιατί μετά κατάλαβα ότι ήταν πιο εύκολο να είμαι έξω να παρακολουθώ γι’ αυτό, όταν ξανασυνεργαστήκαμε δούλεψα ως βοηθός του.
Το πιο πολύτιμο που μου χάρισε η συνεργασία μας είναι ότι άλλαξε ο τρόπος να «ψωνίζω» υλικά. Μου ανοίχτηκε ένα απεριόριστο πεδίο.
Από που «ψωνίζεις» λοιπόν υλικά για τους ρόλους;
Απ΄όλο τον κόσμο, απ’ όλα αυτά που μπορώ να παρατηρήσω... Από όλους τους σκηνοθέτες πήρα πράγματα. Είτε ήταν πολύ νέοι, είτε πολύ έμπειροι, είτε εγώ τα πήγα καλά μαζί τους, είτε όχι σ’ όλους χρωστάω εργαλεία μου.
Και σου αρέσει νομίζω να δουλεύεις με διαφορετικούς σκηνοθέτες.
Ναι, γιατί υπάρχει μια περιέργεια. Τώρα δεν έχω την ίδια φόρα, που είχα μικρότερη. Τώρα θέλω να κάνω κάτι μ’αυτά που έχω αποκομίσει. Παλιά ήμουν σαν μέλισσα, όπως κάθε νέος ηθοποιός, όπου πήγαινα ρουφούσα νέκταρ. Έρχεται κάποια στιγμή που λες τώρα ήρθε η ώρα να δώσω και εγώ πράγματα.
Γι’ αυτό σκηνοθετείς και διδάσκεις φαντάζομαι....
Ναι, θέλω να τα εφαρμόσω και να εξελιχθώ μέσα από αυτή τη διαδικασία. Δεν είμαι σκηνοθέτης και το καταλαβαίνω κάθε φορά που είναι να ανεβάσουμε μια παράσταση. Για να είσαι σκηνοθέτης πρέπει να εστιάσεις σ’ αυτή την τέχνη, η οποία έχει να κάνει με πολλά και κυρίως με την εικόνα. Εμένα πάντα μ’ ενδιέφερε η υποκριτική.
Παρ’ όλα αυτά το «Ρίττερ, Ντένε, Φος» που σκηνοθέτησες στο Υπόγειο έχει ήδη αποσπάσει πολλές διθυραμβικές κριτικές.
Ναι, δόξα τω Θεώ...
Είναι ένα πολύ δύσκολο κείμενο αυτό το έργο του Μπέρχαρντ. Πώς το επέλεξες;
Δεν θα το διάλεγα ποτέ! Ποτέ δεν θα τολμούσα να βάλω το χέρι μου εκεί...(γελάει) Επιλέχθηκε πρώτα από τα κορίτσια (Στεφανία Γουλιώτη, Λουκία Μιχαλοπούλου) γιατί ψάχναμε καιρό ένα έργο αλλά κάθε φορά, σ’ όποιο έργο βρίσκαμε υπήρχε ένα κόλλημα. Τα κορίτσια ήθελαν να ξανασυνεργαστούν μετά τον «Θεό της Σφαγής» μου πρότειναν να τις σκηνοθετήσω και δέχτηκα με χαρά. Είχαμε διάφορες περιπέτειες με την παραγωγή κ.λ.π Και όταν μου είπαν να ανεβάσουμε Μπέρχαρντ, ήξερα τι με περίμενε, αλλά είπα «Βουρ στο ψητό!». Μετά ήρθε και ο Αργύρης (Ξάφης) στην παρέα μας. Δεν είχα κανένα άγχος απόδοσης, δεν μ’ ενδιέφερε καθόλου το αποτέλεσμα.
Δεν σε ενδιαφέρει γενικά το αποτέλεσμα;
Εδώ καθόλου, αν είχα αυτό το άγχος δεν θα μπορούσα να πάρω τα πόδια μου!
Κριτικές διαβάζεις;
Πολύ αργότερα, όχι όταν παίζεται κάτι.
Δεν έχει περιέργεια;
Ξέρω τα λάθη μου και τις ελλείψεις μου και όταν έχω εξαντλήσει κάτι που ξέρω διαβάζω τις γνώμες των ανθρώπων γιατί μ’ ενδιαφέρουν οι γνώμες και οι καλές και οι κακές. Δεν μ’ ενδιαφέρει το «μου αρέσει» ή δεν «μ’ αρέσει» μ’ ενδιαφέρει η τεκμηρίωσή του. Θεωρώ εργαλείο τις κριτικές. Για παράδειγμα στο «Ρίττερ, Ντένε, Φος» με βοήθησαν πολύ όλες οι κριτικές που διάβασα και για τις ελληνικές παραγωγές και για τις ξένες. Για μένα οι άνθρωποι που γράφουν εμπεριστατωμένα για παραστάσεις, πέρα από τους αναλυτές, τους θεατρολόγους και τους δραματολόγους, βοηθάνε στην εξέλιξη των καλλιτεχνών.
Στη συγκεκριμένη παράσταση οι αναλύσεις που διάβασα, κυρίως από ξένους θεατρολόγους ήταν αποκαλυπτικές. Εκεί στηρίχθηκα και μετά δούλεψε το ένστικτό μου.
Νομίζω, όμως ότι εδώ υπήρχε μια κοινή γλώσσα και με τους τρεις ηθοποιούς.
Ναι, και αυτό ήταν το πρώτο που χρειάστηκε. Γενικά πιστεύω στην κοινή γλώσσα και σ’ ό,τι έχω κάνει είτε ήταν καλό είτε κακό, είτε έφτασε το 5% του οράματός μου, είτε το 30% η κοινή γλώσσα αποτελούσε πάντα μια σταθερή βάση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση με βοήθησε το γεγονός ότι δεν είχα δει κανένα άλλο ανέβασμα και μπήκα «καθαρή» στη διαδικασία.
Να πούμε ότι η παράσταση έχει και πολύ χιούμορ...
Το ζητάει ο ίδιος ο Μπέρχαρντ, έλεγε : «Διαβάζω τα κείμενά μου για να γελάσω και μέσα στις κωμικές ατάκες έχω ελάχιστες σοβαρές».
Από την άλλη και ο Τσέχωφ, έλεγε ότι γράφει κωμωδίες αλλά τα περισσότερα ανεβάσματα των έργων του στην Ελλάδα έχουν μια σοβαροφάνεια.
Είναι δύσκολο να βρεις το χιούμορ σ’ ένα τέτοιο έργο. Στην προκειμένη περίπτωση αυτά τα κατεβατά, τα χωρίς στίξη, έχουν μια απίστευτη μουσικότητα, στην οποία στηριχθήκαμε.
Σ’ αυτή την περίπτωση, όλα όσα έμαθα από τον Λευτέρη Βογιατζή με βοήθησαν, γιατί εδώ μιλάμε για ένα κείμενο που δεν έχει προσανατολισμό, δεν έχει πρόσημο και δεν ξέρεις καν τις αναφορές του. Οπότε για να το αποκωδικοποιήσεις πρέπει να ψάξεις να βρεις που αναφέρεται η κάθε του λεπτομέρεια. Είναι διάνοια ο συγγραφέας αυτός, έχω πάθει μεγάλο έρωτα και καταλαβαίνω και τον φίλο μου τον Γιάννο Περλέγκα, ο οποίος έχει τέτοια εμμονή μαζί του.
Για να επανέλθουμε στην Βιτζίνια Γουλφ, στο έργο παρακολουθούμε τους δύο ήρωες να κατασκευάζουν καθησυχαστικές ιστορίες για να αποφύγουν ή να αποκρύψουν μια αλήθεια που είναι οδυνηρή. Ζουν για παράδειγμα με το ζωτικό ψεύδος ότι έχουν ένα γιο. Πόσο ανάγκη έχουμε να ζούμε με ψευδαισθήσεις;
O καθένας έχει τα δικά του...(γελάει). Ο καθένας έχει τις ανάγκες του και αν σε κάτι έχει διαψεύσει τον εαυτό του ή τα πρέπει του ή τα θέλω του ή τις επιθυμίες άλλων, μπορεί να χρειάζεται να φοράει αυτές τις μάσκες. Κάποια πράγματα είναι και κοινωνικές επιταγές που σ’ αναγκάζουν να συμπεριφέρεσαι μ’ έναν τρόπο. Τώρα, εδώ ο Άλμπι έχει δημιουργήσει μια κατασκευή, έχει δάνεια από το θεάτρου του παραλόγου, είναι απίστευτος και αυτός. Μιλάμε για ένα έργο τέχνης. Όταν διαφημίζουμε την παράσταση, λέμε για τα ζευγάρια, δεν λέμε για το είδος της τέχνης και αυτό για μένα είναι και λίγο κουραστικό, ώρες-ώρες ....
Ναι, δεν μιλάμε για ερωτικές ιστορίες σε σαπουνόπερες...
Ακριβώς,αυτά είναι έργα Τέχνης και δυστυχώς, όταν μια παράσταση απευθύνεται σε ένα μεγάλο μέρος κοινού, είναι πράγματα στα οποία δεν αναφερόμαστε και μένουμε μόνο στη σχέση των ζευγαριών. Ο Άλμπι έχει χρησιμποιήσει αυτό το κόλπο, έχει βάλει δύο ζευγάρια διαφορετικών ηλικιών να παίζουν αυτό το παιχνίδι. Ακόμα και η Νέα Καρχηδόνα, όπου διαδραματίζεται η ιστορία δεν είναι τυχαία επιλογή. Μιλάμε για μια Μητρόπολη που μπορούσε να ανταγωνιστεί τη Ρώμη και δεν υπάρχει πια. Η αλληγορία δίνει και παίρνει στο έργο του Άλμπι.
Υπάρχει, όμως και μια μερίδα του κοινού που έρχεται ακριβώς γι’αυτές τις οπτικές του έργου και του συγγραφέα...
Βεβαίως, και υπάρχει! Και στο «Ρίττερ, Ντένε, Φος» δεν περιμέναμε επίσης τέτοια ανταπόκριση γιατί μιλάμε για ένα ελιτίστικο έργο, δεν είναι ένα λαϊκό θέαμα.
Θα επανέλθω στην ερώτηση, έχει τύχει σε κάποια φάση της ζωής σου εν γνώση σου να ζεις μ’ ένα ζωτικό ψεύδος, ένα παραμύθι;
Νομίζω, ότι τα πραγματικά μας ζωτικά ψεύδη δεν τα ξέρουμε. Πρέπει να μας τα πει κάποιος άλλος ή ψυχοθεραπευτής ή ο άνθρωπός μας και πάλι όμως είναι πολύ δύσκολο. Γιατί αν αγαπάς κάποιον πολύ δύσκολα φέρνεις μπροστά τους μια σκληρή αλήθεια. Εγώ, όταν κατάλαβα ψευδαισθήσεις των ανθρώπων, που αγαπάω και ότι αυτές τους δίνουν ώθηση για να συνεχίσουν, φωτίστηκε κάτι μέσα μου. Αναρωτήθηκα: «Εγώ τα δικά μου τα βλέπω;». Δεν νομίζω ότι τα βλέπω...Ακόμα και αυτό που λες ότι έκανα μια επιτυχία και θα με βοηθήσει να πάω παρακάτω και αυτό ακόμη ένα ζωτικό ψεύδος είναι.
Γιατί να είναι ζωτικό ψεύδος η ώθηση που σου δίνει μια καλή δουλειά;
Γιατί σημασία έχει μόνο το μοίρασμα εκείνη την ώρα με κάποιους ανθρώπους που μπορούμε να πάμε τη σκέψη μας παρακάτω, σαν ένας μικρός συλλογικός νους, σαν μια μικρή συλλογική σκέψη, την οποία δεν μπορείς να μοιραστείς με πολύ κόσμο. Αυτά είναι ζωτικά ψεύδη, τα οποία μοιραζόμαστε όλοι μαζί στη σκηνή και μας δίνουν κίνητρο. Μας συντηρούν στο δρόμο που είμαστε.
Έχω την αίσθηση, ότι δεν σ’ ενδιαφέρει να μαθαίνεις τι γίνεται στα καλλιτεχνικά δρώμενα και ότι αποφεύγεις όπως ο διάβολος το λιβάνι τα social media, τους φωτογράφους κ.λπ. Για παράδειγμα δεν σε βλέπουμε σε επίσημες.Είναι έξω από εσένα όλα αυτά;
Θέλω να μαθαίνω τι γίνεται με τις παραστάσεις. Τώρα όσον αφορά τις πρεμιέρες δεν έχω χρόνο και όταν τον βρω, έχω ανάγκη να χαλαρώνω, γιατί δίνω μεγάλη ψυχική ενέργεια στη δουλειά μου.Βέβαια, έχεις δίκιο, ότι δεν είναι το καλύτερο μου το κοινωνικό κομμάτι.
Θα μου άρεσε να βλέπω παραστάσεις , χωρίς να ξέρει κανείς ότι έχω πάει. Πολλές φορές, ντρέπομαι να πάω στα καμαρίνια και να μιλήσω σε συναδέλφους, ενώ μου αρέσει η παράσταση, αλλά ντρέπομαι, νιώθω άσχημα με τόσο κόσμο. Με πιάνει κάτι σαν αγοροφοβία και το ξέρω ότι κάποιοι συνάδελφοι μπορεί να μ’ έχουν παρεξηγήσει, αλλά δεν το κάνω για άλλο λόγο. Είναι μέρες που θέλω να βάλω τσεμπέρι και να κρυφτώ!
Πώς ονειρεύεσαι τον εαυτό σου σε δέκα χρόνια; Θα ήθελες να παίζεις..
Να παίζω, όχι! Τουλάχιστον, όχι με τέτοιο ρυθμό. Θα ήθελα να έχω το θάρρος να δοκιμάζω διαφορετικά πράγματα αλλά είναι η δουλειά τέτοια που δύσκολα γίνεται. Είναι θέμα βιοπορισμού.
Πες μου κάποια διαφορετικά πράγματα που θα σου άρεσαν να κάνεις.
Θα ήθελα να διαβάσω πράγματα, να ζήσω με διαφορετικούς ανθρώπους, σε διαφορετικά μέρη, να γνωρίσω τον κόσμο! Θα ήθελα να ασχοληθώ με την γλώσσα, μ’ ενδιαφέρει πολύ η γλωσσολογία και η σχέση της με την ψυχολογία και την ανθρωπολογία.
Η Μαρία Πρωτόπαππα πρωταγωνιστεί στο «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» στο Θέατρο Αθηνών
Και σκηνοθετεί το «Ρίττερ,Ντένε,Φος» στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης με τη Στεφανία Γουλιώτη, τη Λουκία Μιχαλοπούλου και τον Αργύρη Ξάφη.
Διαβάστε επίσης:
Είδα Το «Ρίττερ,Ντένε,Φος», Σε Σκηνοθεσία Μαρίας Πρωτόπαππα
Η Λουκία Μιχαλοπούλου Έγινε Ηθοποιός, Γιατί Ονειρευόταν Να Παίξει Στην Επίδαυρο (Συνέντευξη)