Με δύο «χτυπήματα» σε κεντρικά θέατρα της πόλης και πολλές πετυχημένες παραστάσεις στο ενεργητικό της η Λίλλυ Μελεμέ βρίσκεται εν μέσω εντατικών προβών για την πρεμιέρα της δεύτερης παραγωγής της Νέας Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου.Ο «Εξηνταβελόνης» της θα πάρει τη σκυτάλη από το «Στέλλα Κοιμήσου» και θα κάνει πρεμιέρα στις 22 Δεκεμβρίου. Παράλληλα στο Θέατρο Δημήτρης Χορν το πρωτοπαιγμένο έργο «Από τη σιωπή ως την άνοιξη» σημειώνει τεράστια επιτυχία. Σε μια από τις λίγες γωνιές του Θεάτρου Τσίλλερ που είναι φιλόξενες για τους καπνιστές, λίγο πριν την πρόβα, η Λίλλυ Μελεμέ μου εξηγεί το συναισθηματικό δέσιμο με το Εθνικό και πώς βιώνει την επιστροφή της μετά από μια δεκαετία Γύρω της υπάρχουν αμέτρητες σημειώσεις για το έργο. Σκίτσα, ονόματα ηθοποιών και χρονοδιαγράμματα σηματοδοτούν ότι η πρεμιέρα πλησιάζει. Εκείνη όμως σχεδιάζει χαμογελαστά smiley γιατί ξέρει για μια ακόμα φορά ότι όλα θα πάνε πρίμα.
Πώς αλλιώς; Το δέσιμο των συντελεστών της παράστασης και η μεταξύ τους σχέση εγγυώνται το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Είστε στενά συνδεδεμένη με την Πειραματική του Εθνικού Θεάτρου, από την περίοδο που την ευθύνη είχε ο Στάθης Λιβαθινός. Νιώθετε πως επιστρέφετε εδώ; Υπάρχει ένα συναισθηματικό δέσιμο;
Καταρχήν ο Στάθης Λιβαθινός ήταν δάσκαλός μου στη Δραματική Σχολή, δηλαδή στη Σχολή του Κώστα Καζάκου, την οποία τελείωσα ως ηθοποιός. Μετά ήρθα στο εργαστήρι της Πειραματικής. Η τελευταία παράσταση που είχα αναλάβει στο Εθνικό Θέατρο ήταν το 2006. Επρόκειτο για τον «Ταρτούφο» του Μολιέρου σε μετάφραση Κωνσταντίνου Κοκκινάκη του 1815. Έχουν περάσει δέκα χρόνια. Σίγουρα το δέσιμο είναι πολύ ισχυρό, γιατί εδώ έκανα τα πρώτα μου βήματα ως σκηνοθέτις και χαίρομαι που επιστρέφω ύστερα από μια πορεία στο ελεύθερο θέατρο. Επίσης αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή που θα ασχοληθώ με το συγκεκριμένο κείμενο. Είναι σαν να ξαναπιάνω το νήμα από εκεί όπου το είχα αφήσει. Ο «Ταρτούφος» ήταν μεταφρασμένος από τον Κοκκινάκη το 1815 και ο Οικονόμου μετέγραψε τον «Φιλάργυρο» του Μολιέρου, που τον ονόμασε «Εξηνταβελόνη», το 1816.
Πώς καταλήξατε στη συγκεκριμένη επιλογή;
Νομίζω πως ήταν μια κοινή ανάγκη και της διεύθυνσης του Εθνικού Θεάτρου αλλά και δική μου να κάνουμε κωμωδία. Μου πρότειναν να ανεβάσω κάτι στη Νέα Σκηνή, δηλαδή ελληνικό ρεπερτόριο, το οποίο αγαπώ πάρα πολύ. Πιστεύω στο ελληνικό έργο, θεωρώ πως πρέπει να δίνονται ευκαιρίες σε αυτό, είτε είναι παλαιότερο όπως το συγκεκριμένο κείμενο είτε είναι άπαιχτο και νεότερο. Συνεπώς ήταν μια ευχάριστη συγκυρία. Συζητήσαμε και καταλήξαμε από κοινού σε τούτο το έργο, που είναι κλασικό, κωμωδία, και έχει να ανέβει πάρα πολλά χρόνια στο Εθνικό Θέατρο.
Η κωμωδία είναι ένα είδος με το οποίο δεν έχετε ασχοληθεί ιδιαίτερα, πέρα από τη «Ρώσικη ρουλέτα» που κάποια μονόπρακτα ήταν κωμικά. Επομένως δεν έχετε ξαναδουλέψει με ηθοποιούς που χαρακτηρίζονται «κωμικοί». Πώς είναι αυτή η συνάντηση;
Μου αρέσει να συνδιαλέγομαι με καινούργιους και ενδιαφέροντες ανθρώπους. Ούτε με τον Χρήστο (Βαλαβανίδη) ούτε με την Ηρώ (Μανέ) ούτε με τον Σπύρο (Μπιμπίλα) έχω ξανασυνεργαστεί. Παρόλο που έχουν παίξει και σε δραματικά έργα και έχουν σημειώσει μεγάλη επιτυχία, έχουν καθιερωθεί στη συνείδηση του κοινού ως κωμικοί ηθοποιοί. Πιστεύω πως έχω να μάθω πολλά από αυτούς και ίσως και εκείνοι πήραν κάτι από μένα. Ο «Φιλάργυρος» δεν είναι αμιγώς κωμωδία, έχει και δραματικά στοιχεία. Αφορά ανθρώπινους χαρακτήρες, ανθρώπους με πάθη. Ο «Εξηνταβελόνης», δηλαδή ο «Φιλάργυρος», είναι ένας άνθρωπος που πάσχει, που νοσεί, που είναι άρρωστος με το χρήμα. Δεν είναι απλώς ένα καπρίτσιο, δεν είναι απλώς ένας τύπος φιλάργυρου, είναι ολοκληρωμένος χαρακτήρας, με τα υπέρ και τα κατά του. Αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη ιδεολογία, μια στάση ζωής, και έρχεται σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους. Είναι μόνος εναντίον όλων. Υπό αυτή την έννοια υπάρχουν στοιχεία θεατρικών χαρακτήρων, ανθρώπινης συμπεριφοράς, που με ενδιαφέρουν, τα οποία περικλείουν και την πίκρα και τη γλύκα, και το χιούμορ και το δάκρυ. Αυτό πάντα το αναζητώ στα έργα που επιλέγω, γιατί έτσι είναι η ζωή.
Γενικότερα τι σας ιντριγκάρει σε ένα κείμενο για να αποφασίσετε να το ανεβάσετε;
Τις περισσότερες φορές έχω την τύχη να επιλέγω το κείμενο, να το προτείνω εγώ ή τέλος πάντων να συμπίπτουν οι απόψεις των συντελεστών, όπως συνέβη φέτος. Σε πρώτη φάση διαβάζοντας ένα κείμενο εξετάζω αν με αφορά τη δεδομένη χρονική στιγμή, αν έχει κάτι να μου πει, αν τα θέματα τα οποία πραγματεύεται με αγγίζουν. Στρέφομαι κυρίως σε κλασικά κείμενα, γιατί τα θεωρώ τεράστιο σχολείο και για τους σκηνοθέτες και για τους ηθοποιούς και για το κοινό, διότι το θέατρο είναι και μέσο ψυχαγωγίας, όχι απλώς ένα μέσο διασκέδασης και παιδείας. Αναζητώ λοιπόν ένα προσωπικό σημείο ταύτισης. Αν το βρω, προχωρώ, επειδή μπορώ να το μεταδώσω και στα άλλα μέλη της ομάδας.
Αυτό το προσωπικό στοιχείο πόσο ισχυρό μπορεί να είναι; Μέχρι ποιο σημείο ο σκηνοθέτης έχει τη δυνατότητα να επεμβαίνει σε ένα έργο;
Η τέχνη είναι συνυφασμένη με την ελευθερία. Δεν πρέπει να υπάρχει λογοκρισία. Δεν γίνεται να απαγορεύουμε σε κάποιον να ασχοληθεί με ένα είδος ή να προαποφασίζουμε πώς θα το διαχειριστεί. Αν η συνταγή ήταν δεδομένη, τότε τα κλασικά κείμενα θα ανέβαιναν μία φορά, γιατί αυτός θα ήταν ο σωστός και ενδεδειγμένος τρόπος, και δεν θα ξαναπαίζονταν ποτέ ξανά. Προφανώς ο καθένας έχει τη δυνατότητα να δοκιμαστεί και να αλληλεπιδράσει με το υλικό. Οι όποιες επεμβάσεις εντάσσονται στη διακριτική ευχέρεια του σκηνοθέτη που διαλέγει ένα έργο γιατί κάτι έχει εντοπίσει σε αυτό που τον ενδιαφέρει και προφανώς δεν έχει σχέση μόνο με τον εντυπωσιασμό.
Στα αρχαία κείμενα πόσο μπορεί να παρεμβαίνει κανείς;
Νομίζω πως πάντα παρακολουθούμε το έργο του εκάστοτε τραγικού ποιητή, μέσα όμως από ένα υποκειμενικό πρίσμα. Το αν αυτό μας αρέσει ή όχι, είναι άλλο ζήτημα. Το κείμενο, η ιστορία, δεν αλλοιώνεται. Αναφορικά με τις περιπτώσεις του πειραματισμού, εγώ θα θεωρούσα πιο έντιμο να δηλώσει κάποιος ότι κάνει μια παράσταση με αφορμή ένα συγκεκριμένο έργο. Εγώ με αφετηρία ένα κείμενο εντοπίζω ένα θέμα που με ενδιαφέρει, ένα μοτίβο που μου αρέσει, και φτιάχνω ουσιαστικά το δικό μου έργο.
Ζούμε στην εποχή της εικόνας, στην οποία η σκηνοθεσία έχει την τάση να εντυπωσιάζει. Από την άλλη υπάρχουν και εκείνοι που ενστερνίζονται την άποψη του Βολανάκη ότι «η σκηνοθεσία είναι αυτό που δεν φαίνεται». Εσείς τι πιστεύετε;
Με αγγίζει περισσότερο η δεύτερη άποψη. Το να εντυπωσιάσεις με ωραίες εικόνες δεν είναι και τόσο δύσκολο, μολονότι και αυτό απαιτεί μια τέχνη την οποία πρέπει να κατέχεις. Ωστόσο το θέμα είναι να αφουγκραστείς το ίδιο το έργο. Και δεν αναφέρομαι σε κειμενολαγνεία, προς Θεού, γιατί, όταν χρειαστεί, θα κόψεις σε ένα κείμενο, θα κάνεις αλλαγές, αλλά πάντα σεβόμενος αυτό που θέλει να εκφράσει ο συγγραφέας. Το κείμενο είναι πάνω από όλα.
Θα μπορούσατε να περιγράψετε τη διαδικασία που ακολουθείτε όταν σκηνοθετείτε;
Αφού επιλεγούν οι συντελεστές, ξεκινάμε την ανάγνωση του κειμένου. Μελετάμε την εποχή στην οποία γράφτηκε και προσπαθούμε να αντλήσουμε στοιχεία από διάφορες τέχνες, από τη ζωγραφική, τη μουσική, την ποίηση, ώστε να κατανοήσουμε το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο. Στη συνέχεια η έρευνά μας επεκτείνεται. Ο κάθε ηθοποιός, κατά μόνας και σε συνεργασία με τους υπόλοιπους, κινείται λίγο πιο ελεύθερα. Επιχειρεί να εντρυφήσει κάπως στην εποχή και να βρει στοιχεία –σε έναν πίνακα ζωγραφικής, σε ένα βλέμμα σε μια φωτογραφία, στο στίχο ενός ποιήματος– που θα τον εμπνεύσουν σε σχέση με το ρόλο του. Κατόπιν εστιάζουμε στο κείμενο. Περνάμε από τη θεωρητική ανάλυση στην ενεργητική ανάγνωση, ώστε να ανακαλύψουμε τι συμβαίνει σε κάθε σκηνή, τι παιχνίδι παίζεται ανάμεσα στους ήρωες, να οριοθετήσουμε τους ρόλους. Μετά σηκωνόμαστε, αυτοσχεδιάζουμε πάνω στις σκηνές, ακόμα και σε αυτές που δεν αναφέρονται στο κείμενο, και σιγά σιγά, με πολλή ελευθερία από τη δική μου πλευρά προς τους ηθοποιούς, αρχίζουμε να σκιτσάρουμε τις σκηνές του έργου. Είμαι της άποψης ότι από το τίποτα δεν παίρνεις τίποτα και προτιμώ πάντα ο ηθοποιός να δίνει περισσότερα ώστε να μπορέσουμε μετά να επιλέξουμε, να συναποφασίσουμε τι μας χρειάζεται για το χτίσιμο του ρόλου και κατ’ επέκταση της παράστασης.
Είναι γενναιόδωροι οι Έλληνες ηθοποιοί;
Νομίζω πως, αν αισθανθούν ασφάλεια και εμπιστοσύνη, είναι πολύ γενναιόδωροι. Επίσης είναι πολύ έξυπνοι, διαθέσιμοι και έχουν φαντασία.
Δεν είστε από τους σκηνοθέτες που έχουν τη δική τους ομάδα. Πειραματίζεστε, συνεργάζεστε. Αυτό τι ελευθερίες σάς δίνει και τι σας στερεί από τη δυναμική μιας ομάδας;
Είμαι πολύ υπέρ της ομάδας. Πιστεύω πως, όταν βρεις έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας με κάποιους ανθρώπους, μπορείς να προχωρήσεις σε βάθος. Γνωρίζεις τις αδυναμίες και τα προτερήματά τους –κάτι που ισχύει και για το άτομό μου–, οπότε σίγουρα κερδίζεις χρόνο. Από την άλλη δεν σου κρύβω ότι ενδέχεται να με γοητεύσει κάποιο πρόσωπο που δεν γνωρίζω και να θελήσω να το προσεγγίσω, κάτι που δεν είναι πάντα εύκολο, γιατί κατά την προετοιμασία μιας παράστασης τα χρονικά περιθώρια είναι περιορισμένα. Προσπαθώ λοιπόν, όσο αυτό είναι εφικτό, να δώσω χρόνο και χώρο στον εκάστοτε καινούργιο συνεργάτη. Μέχρι τώρα αυτό δεν μου έχει βγει σε κακό, δηλαδή έχω πάρει πάρα πολλά πράγματα από πολύ έμπειρους ηθοποιούς οι οποίοι φάνηκαν εξαιρετικά γενναιόδωροι, κάτι που πιθανόν αρκετοί θα θεωρούσαν αδιανόητο. Είναι τρομερό κάποιος που έχει δουλέψει πενήντα χρόνια, που έχει μια σπουδαία καριέρα, που είναι πρωταγωνιστής, να είναι ανοιχτός, διαθέσιμος, πρόθυμος να ακούει τα πάντα, να σημειώνει τα πάντα, να δοκιμάζει τα πάντα.
Παράλληλα έχετε σκηνοθετήσει και στο Θέατρο Δημήτρης Χορν την παράσταση «Από τη σιωπή ως την άνοιξη», ένα ελληνικό έργο του Λεωνίδα Προυσαλίδη. Πώς έφτασε στα χέρια σας;
Είναι ένα εξαιρετικό έργο, που έχει γραφτεί αρκετά χρόνια πριν. Το είχε ο Λεωνίδας Προυσαλίδης στο συρτάρι του και το είχε προτείνει στον Γιάννη Φέρτη το 2012, τότε που κάναμε τον «Πατέρα». Ο Γιάννης το αγάπησε από την πρώτη στιγμή, όμως εξαιτίας κάποιων συγκυριών το εγχείρημα δεν υλοποιήθηκε. Ο Λεωνίδας από τη μεριά του δεν επιθυμούσε να απευθυνθεί σε άλλον ηθοποιό, ήθελε τον Γιάννη με έναν εξίσου δυνατό συμπρωταγωνιστή. Ήρθαν λοιπόν έτσι τα πράγματα που καταφέραμε να το ανεβάσουμε, και μάλιστα σε ένα κεντρικό θέατρο. Αυτό το τονίζω, γιατί είναι προς τιμήν της παραγωγής που αποφάσισε να ρισκάρει με ένα άπαιχτο νεοελληνικό κείμενο σε ένα κεντρικό θέατρο με κορυφαίους πρωταγωνιστές: τον Νικήτα Τσακίρογλου, τον Γιάννη Φέρτη και την Κατερίνα Λέχου.
Πώς ήταν η συνεργασία με τον Γιάννη Φέρτη και τον Νικήτα Τσακίρογλου;
Ο Λεωνίδας στην αρχή του έργου, όταν μιλά για τα δύο αδέλφια, αναφέρει: «Είναι δύο αδέλφια, κομψοί, μεγαλοαστοί, που αγαπούν το θέατρο, οι οποίοι έχουν στο βλέμμα μια άγρια εφηβική ορμή». Νομίζω πως αυτό το διαπιστώσαμε και στη διαδικασία της πρόβας. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον διαρκώς, όπως συμβαίνει στο έργο. Πλησίασαν πάρα πολύ στον κόσμο του έργου, επένδυσαν πολύ στο υλικό, γι’ αυτό η συνεργασία και η χημεία τους ήταν μαγική. Ήταν πραγματικά σαν παιδιά, δοκίμαζαν τα πάντα, οτιδήποτε τους πρότεινα. Ήταν μια πάρα πολύ ωραία, δημιουργική διαδικασία, κάτι που αποτυπώνεται και στη σκηνή. Έχουν τόση ενέργεια, αν και η παράσταση είναι κουραστική. Βρίσκονται και οι δύο πολλή ώρα στη σκηνή, συμμετέχουν σε ένα ανελέητο πινγκ πονγκ, κατά το οποίο οι ατάκες εναλλάσσονται διαρκώς.
Πιστεύετε πως ηθοποιοί με τέτοια εμπειρία είναι «διαφορετικοί»;
Όσοι είναι πολλά χρόνια στο χώρο δεν έχουν την ανάγκη να αποδείξουν τίποτα, να απολογηθούν σε κανέναν. Επιπλέον χαρακτηρίζονται από μια περίεργη μορφή ελευθερίας. Οι νεότεροι έχουν την αγωνία να αποδείξουν ότι είναι καλοί, ότι αξίζουν να είναι σε αυτή τη δουλειά, ότι έχουν κάτι ενδιαφέρον να πουν.
Αναφορικά με τα δύο θέατρα με τα οποία συνεργάζεστε, το Χορν και το Εθνικό, έχει κανείς την αίσθηση πως, αν και είναι τόσο κοντά, ανήκουν σε δύο διαφορετικούς κόσμους. Εσείς πώς το βιώνετε αυτό;
Η κατάσταση πλησίον του Εθνικού Θεάτρου έχει υπάρξει και πολύ χειρότερη. Πολλοί όμως θεωρούν την περιοχή γύρω από την Ομόνοια… άλλον πλανήτη. Για μένα που κυκλοφορώ κάθε μέρα στο κέντρο εδώ και πολλά χρόνια δεν είναι κάτι τόσο εξωπραγματικό. Σίγουρα η εικόνα της περιοχής προκαλεί θλίψη, ωστόσο αυτό που κυρίως με στενοχωρεί είναι το γεγονός ότι έχουμε εγκαταλείψει την πόλη, ότι δεν προσπαθούμε να αναδείξουμε τις ομορφιές της, γιατί το εμπορικό κέντρο έχει πολλές ομορφιές που έχουν αφεθεί στη μοίρα τους. Υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα κτίρια, πολλές γραφικές γωνιές που αξίζει να προβληθούν. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η εγκατάσταση του Ζάφου Ξαγοράρη με τίτλο «Η Παράσταση» σε ένα χώρο στάθμευσης πίσω από το ερειπωμένο Θέατρο Αθήναιον, σε μια γειτονιά μουντή και γκρίζα. Είναι δηλαδή και στο χέρι μας να μην αποστασιοποιηθούμε από την πόλη μας. Να κυκλοφορούμε στο κέντρο της Αθήνας, να γεμίσει ζωή, να μην ερημώνει μετά τις πέντε το απόγευμα που κλείνουν τα γραφεία. Ήδη έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες και στο Σύνταγμα, με τα μπαρ και τα εστιατόρια που έχουν ανοίξει. Ο κόσμος αρχίζει και ξανακατεβαίνει στο κέντρο και αυτό είναι όμορφο, γιατί η Αθήνα είναι όμορφη και οφείλουμε να την υπερασπιστούμε.
Στη σχολή πώς είναι τα πράγματα; Οι άνθρωποι συνεχίζουν να θέλουν να ασχοληθούν με το θέατρο παρά την κρίση;
Διδάσκω επτά χρόνια. Πριν από κάνα δυο χρόνια συζητούσα με ένα μαθητή μου για την κατάσταση που επικρατεί και τις δυσκολίες του επαγγέλματος. Ανέφερα λοιπόν ότι παλαιότερα καταλάβαινα κάποιον που ήθελε να γίνει ηθοποιός, γιατί υπήρχε η τηλεόραση, οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, όμως τώρα τα πράγματα έχουν δυσκολέψει. Μου είπε το εξής: «Σε όλους τους εργασιακούς χώρους υπάρχει τεράστια κρίση. Γιατί να μην κάνω αυτό που αγαπώ;» Είναι απόλυτα σεβαστό. Όταν κάποιος τελειώνει το πανεπιστήμιο, κάνει ένα μεταπτυχιακό και είναι επίσης άνεργος, γιατί να μη στραφεί σε αυτό που αγαπά και λαχταρά η ψυχή του; Επιπλέον θα έχει την ηθική ικανοποίηση ότι κάνει αυτό που του αρέσει.
Στις σχολές υποκριτικής φοιτούν αυτοί που πραγματικά θέλουν να ασχοληθούν με το θέατρο;
Νομίζω πως όσο περνά ο καιρός και το τοπίο ξεκαθαρίζει και βλέπουμε τι συνθήκες επικρατούν ακόμα και σε μεγάλα σχήματα, σε μεγάλους χώρους, σε εμπορικές παραγωγές, συνειδητοποιούμε ότι η κατάσταση είναι πάρα πολύ άγρια. Απλήρωτοι ηθοποιοί, απλήρωτες πρόβες, ελάχιστα χρήματα, καμία ασφάλιση. Αυτό πλέον έχει αρχίσει και γίνεται γνωστό, οπότε δεν θα παραμυθιαστεί κανείς αναζητώντας κάτι άλλο. Τώρα τα αίτια που ωθούν κάποιον να ακολουθήσει τη συγκεκριμένη πορεία είναι πολύ προσωπικά. Αυτοί όμως που αληθινά το θέλουν και είναι φανερό ότι το λαχταρά η ψυχή τους θα καταφέρουν να βρουν το δρόμο τους.
Εκτός από την τέχνη τι άλλο σας γεμίζει;
Απλά πράγματα. Τα ταξίδια, μια όμορφη βόλτα, η κόρη μου.
Η κόρη σας παρακολουθεί τις παραστάσεις σας;
Βέβαια. Μάλιστα έχει και άποψη, μου κάνει κριτική. Κρατά σημειώσεις, κάνει εύστοχες παρατηρήσεις. Τα παιδιά είναι πολύ καλοί θεατές, ιδίως αν καταλάβουν την ιστορία, κάτι που είναι και ο βασικός στόχος μιας παράστασης. Μερικές φορές θυμώνω όταν πηγαίνω σε ένα θέατρο και δεν καταλαβαίνω – δεν θεωρώ πως είμαι ιδιοφυΐα και δεν διεκδικώ τέτοιο τίτλο, όμως μπορώ να αντιληφθώ πέντε πράγματα και έχω διαβάσει και άλλα πέντε. Όταν δεν καταλαβαίνω τι γίνεται στη σκηνή, δυσανασχετώ.
Τα παιδιά λοιπόν είναι τόσο καλοί θεατές που κάνουν εύστοχες ερωτήσεις;
Νομίζω πως τα παιδιά μπορούν να δεχτούν οποιονδήποτε κώδικα, αρκεί να τον κατανοήσουν. Το θεατή πρέπει να τον κάνεις συνένοχο και συμμέτοχο στην ιστορία, όχι να τον κρατήσεις σε απόσταση. Πρέπει να πεις την ιστορία, να τον εντάξεις σε αυτή. Αν συμβεί αυτό, μετά είναι έτοιμος να δεχτεί τα πάντα.
Η Λίλλυ Μελεμέ σκηνοθετεί την παράσταση «Από τη σιωπή ως την άνοιξη» στο Θέατρο Δημήτρης Χορν και από τις 22 Δεκεμβρίου τον «Εξηνταβελόνη» στη Νέα Σκηνή Νίκος Κούρκουλος του Εθνικού Θεάτρου.
Τη φωτογράφιση για το Τexnes-plus έκανε ο Κωσμάς Ινιωτάκης
Το μακιγιάζ η Έλενα Λυμπερέα