Φεβρουάριος… ο μήνας που σήμανε την αφετηρία και το τέλος της ζωής του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Δημοσιογράφος, ποιητής, διηγηματογράφος, κριτικός της τέχνης, ακαδημαϊκός... Ο τίτλος «πρίγκιπας του νεοελληνικού λόγου» που του έχει αποδοθεί, επιβεβαιώνεται από την αναγνώρισή του ως ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους των νεοελληνικών Γραμμάτων του 20ού αιώνα.
Οι σπουδές και η δημοσιογραφία
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στο Καρπενήσι στις 2 Φεβρουαρίου 1877 και ιδιαίτερη πατρίδα του υπήρξε το χωριό Γρανίτσα. Ήταν το παιδί μιας εξαμελούς οικογένειας που έζησε στην Ευρυτανία έως το 1890. Η Αθήνα υπήρξε ο επόμενος τόπος κατοικίας τους. Ο Ζαχαρίας ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Γυμνάσιο και παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής. Η απόφασή του να φοιτήσει στην Ιατρική Σχολή Αθηνών δεν ήταν τόσο σθεναρή όπως φάνηκε από το αποτέλεσμα, καθώς δεν έλαβε ποτέ το πτυχίο του ιατρού.
Η δημοσιογραφία και η συγγραφή έμελλε από νωρίς να κεντρίσει το ενδιαφέρον του. Ήδη από την ηλικία των δεκαέξι ετών, έγινε αρθρογράφος στην «Ακρόπολη», ενώ δραστηριοποιήθηκε και σε άλλα έντυπα μέσα, όπως η «Εφημερίδα των συζητήσεων», ο «Χρόνος» και η «Σκριπ». Μάλιστα, στη τελευταία διατέλεσε και αρχισυντάκτης από το 1900 έως το 1905.
Ο Παπαντωνίου διέμεινε για τρία χρόνια στο Παρίσι και, συγκεκριμένα από το 1908 έως το 1911, ως ανταποκριτής της εφημερίδας «Εμπρός». Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη γαλλική πρωτεύουσα, συνεργάστηκε και με τοπικά έντυπα μέσα, ενώ παράλληλα γνώρισε νέα καλλιτεχνικά ρεύματα.
Η επάνοδός του στην πατρίδα σηματοδότησε τη λήξη της ενασχόλησής του με τη δημοσιογραφίας, εξαιρουμένων των χρονογραφιών που συνέχισε να εκπονεί στο πλαίσιο της συνεργασίας του με την «Εμπρός» έως το 1914. Την ίδια περίοδο, παρουσίασε στο Ζάππειο μία έκθεση ζωγραφικής με γελοιογραφίες και σχεδιάσματα από παλαιότερες δημοσιεύσεις του σε περιοδικά.
Η λογοτεχνική του δραστηριότητα
Το 1898 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Πολεμικά τραγούδια». Έξι χρόνια αργότερα, υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της εταιρείας «Η Εθνική Γλώσσα», αποστολή της οποίας ήταν η διαφύλαξη της δημοτικής γλώσσας. Ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας και ο Ιωάννης Κονδυλάκης, ήταν μόνο κάποιοι από τους διανοούμενους της εποχής που αποτέλεσαν μέλη της «Εθνικής Γλώσσας». Ο ίδιος ο Παπαντωνίου συνέταξε τους στόχους της εταιρείας στη διακήρυξη, που έφερε τον τίτλο «Προς το ελληνικό έθνος».
Το 1918 ξεκίνησε να διατελεί Πρόεδρος της Εθνικής Πινακοθήκης, έχοντας ως πρωταρχικό μέλημα τη συμπερίληψη σε αυτήν και έργων Ελλήνων χαρακτών και ζωγράφων, όπως του Γύζη, του Παρθένη, του Μαλέα, του Λύτρα και του Θεοτοκόπουλου. Η θητεία του στην Πινακοθήκη ευνόησε την περιήγησή του σε σημαντικές περιοχές της Ευρώπης, την Κωνσταντινούπολη και το Άγιο Όρος.
Το 1919, ο Ζαχαρίας έλαβε το θλιβερό μήνυμα για την αυτοκτονία του αδερφού του, Θανάση, ο οποίος έπασχε από κάποια μορφή ψυχιατρικής διαταραχής. Ένα χρόνο αργότερα, κυκλοφόρησε «Τα χελιδόνια», μια ποιητική συλλογή για παιδιά, την οποία και αφιέρωσε στον αδερφό του. Σημειώνεται πως, η συλλογή αυτή έτυχε επανέκδοσης το 1931, με τον τίτλο «Παιδικά τραγούδια».
Το 1923 κυκλοφόρησαν οι «Πεζοί ρυθμοί» και τα τρίτομα «Νεοελληνικά αναγνώσματα» για τις τρεις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Τέσσερα χρόνια μετά, εκδόθηκαν τα «Διηγήματα». Ακολούθησε το θεατρικό έργο «Ο όρκος στους πεθαμένους», η ποιητική συλλογή «Τα Θεία Δώρα», το δοκίμιο ιστορικού περιεχομένου «Ο Όθων», το ταξιδιωτικό έργο «Άγιον Όρος» και οι συλλογές διηγημάτων «Βυζαντινός όρθρος» και «Η θυσία».
Η σύνδεση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο
Ο Παπαντωνίου, εκτός των άλλων, εξελέγη και νομάρχης στη Ζάκυνθο, τις Κυκλάδες, την Καλαμάτα και τη Σπάρτη. Μέσα από την εμπλοκή του στην τοπική αυτοδιοίκηση, κατάφερε να συγκροτήσει εργατικό σωματείο στη Σύρο και να διοργανώσει το πρώτο Πανιόνιο Συνέδριο για τον εορτασμό των πενήντα χρόνων από την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. Εντούτοις, η αντίδρασή του στον αφορισμό του Ελευθέριου Βενιζέλου το 1916, οδήγησε στην αποπομπή του από τη Νομαρχία και την παραπομπή του σε δίκη, από την οποία εν τέλει απαλλάχτηκε.
Η τέχνη και η κριτική δεν έπαψαν ποτέ για εκείνον. Μαζί με την Ελένη Νεγρεπόντη ή Ουράνη και τον Στέλιο Σπεράντζα, τιμήθηκαν για τη συμμετοχή τους στον διαγωνισμό Στρατιωτικών Ποιημάτων, ο οποίος διεξήχθη με πρωτοβουλία του Βενιζέλου. Το 1918, και ύστερα από ανάθεση του Υπουργείου Παιδείας της επαναστατικής κυβέρνησης, ο Παπαντωνίου συνέγραψε τα «Ψηλά Βουνά», το εμβληματικό κείμενο της Γ΄ τάξης του Δημοτικού.
Ωστόσο, με την ανατροπή της επαναστατικής κυβέρνησης του Βενιζέλου και την εγκαθίδρυση της νέας, διετάχθη η δημόσια καύση των αναγνωστικών που συμπεριλήφθηκαν στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Ανάμεσα σε αυτά, ήταν και τα «Ψηλά Βουνά».
Οι διακρίσεις και το τέλος
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου έλαβε πολλές τιμητικές διακρίσεις, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Επιπλέον, με αφετηρία τη συνολική του προσφορά στα Γράμματα, αναγορεύτηκε Καθηγητής στο Αμαλίειο ορφανοτροφείο και στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1938 ανέλαβε την έδρα της Λογοτεχνίας της Ακαδημίας Αθηνών, από την οποία εκπόνησε την πρώτη εισηγητική έκθεση στη δημοτική, γεγονός που ανέγειρε αντιδράσεις.
Ο θάνατός του επήλθε από καρδιακή συγκοπή την 1η Φεβρουαρίου 1940. Πολλά από τα ανέκδοτα έργα του δημοσιεύθηκαν μετά θάνατον.
Στη συνείδηση των αναγνωστών, ωστόσο, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τα παιδικά του χρόνια και τα «Ψηλά Βουνά».
Σαν έφτασαν σε μια ράχη, τους καλωσόρισε ο κρύος αέρας. Αυτός ο αέρας είχε περάσει από κάθε κορφή και κάθε λαγκαδιά. Τον πήραν με βαθιά αναπνοή.
Πουλάκια με άσπρη τραχηλιά κουνούσαν την ουρά τους στους θάμνους κι ύστερα έφευγαν με γοργό λαρυγγισμό.
Ένα κατσίκι κατάμαυρο έστεκε στην κόψη του βράχου.
Οι βράχοι σχημάτιζαν σα θεόρατα σπίτια, που δεν ξέρεις ποιος τα κατοικεί. Οι γκρεμοί ήταν φυτεμένοι με πουρνάρια και κουμαριές. Αλλού κατέβαιναν γυμνοί και απότομοι, σα να τους είχες κόψει με σπαθί.
Ο βράχος απάνω στο βράχο, ο λόφος απάνω στο λόφο σχημάτιζαν το βουνό.
Πελώρια ήταν όλα.
Και σ’ αυτό το ύψος ανέβαινε με στροφές, όλο ανέβαινε ο δρόμος.
Ευτυχισμένοι σε τούτο το θέαμα οι μικροί ταξιδιώτες κοίταξαν προς τις κορφές. Ένας τους φώναξε: «Γεια σας, ψηλά βουνά!»