Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
Φωτογραφίες: Γκέλυ Καλαμπάκα
Ο Βασίλης Μαγουλιώτης πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Το ταξίδι μιας μεγάλης μέρας στη νύχτα» που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Δ. Καραντζά στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας.
Ο Καρδιτσιώτης ηθοποιός αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου μόλις το 2015, αλλά έχει ήδη ένα πολύ ενδιαφέρον βιογραφικό με ερμηνείες σε αξιοπρόσεκτες παραστάσεις. Τον ξεχωρίσαμε για πρώτη φορά ως Αίμονα στην Αντιγόνη του Λιβαθινού το 2016 στην Επίδαυρο, ενώ ν’ αναφέρουμε ενδεικτικά τη Δωδεκάτη Νύχτα (Εθνικό) και το Rob (Στέγη) στη σκηνοθεσία Δ. Καραντζά, Βάκχες του Ε. Λυγίζου, Η τάξη μας σε σκηνοθεσία Τ. Τζαμαργιά. Νωρίτερα μέσα στη χρονιά, πρωταγωνίστησε στην παράσταση Παίκτες του Γιώργου Κουτλή που αποτέλεσε το απόλυτο talk of the town.
Κάτι που είναι λιγότερο γνωστό για τον Βασίλη Μαγουλιώτη είναι η ιδιότητά του ως συγγραφέας με το ψευδώνυμο Suyako. Πριν μερικές ημέρες η παράσταση του Talk Show μεταφέρθηκε στο Θέατρο Αποθήκη.
Με αφορμή την παράσταση «Το ταξίδι μιας μεγάλης μέρας στη νύχτα» όπου υποδύεται τον Έντμοντ, είχαμε την ευκαιρία να συστηθούμε μ’ έναν ηθοποιό στον οποίο πιστεύουμε πολύ και να μιλήσουμε για το θέατρο, την μετά Covid εποχή και την ανάγκη το θέατρο να επανεφεύρει τον εαυτό του λαμβάνοντας υπόψη τη λειτουργία του θεατή.
Μετά τους Παίκτες, τη μεγάλη εισπρακτική επιτυχία του πρώτου μισού της θεατρικής σεζόν, θα σε δούμε στην παράσταση Το ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα. Πες μας δυο λόγια για το ύφος της παράστασης που θα παρουσιάσετε και για τον ρόλο που υποδύεσαι εσύ…
Β.Μ.: Πρόκειται για ένα απόλυτα αυτοβιογραφικό έργο, ένα έργο μνήμης του Ευγένιου Ο’ Νηλγια την οικογένειά του. Εγώ παίζω τον μικρό γιο της οικογένειας, τον Έντμοντ. Ασθενικός, φυματικός, πρώην ναυτικός, και νυν επίδοξος ποιητής. Πρόκειται, ουσιαστικά, για τον ίδιο τονΕυγένιου Ο’ Νηλ .
Είναι η τρίτη φορά που συνεργάζεσαι με τον Καραντζά μετά τη Δωδεκάτη Νύχτα και το Rob. Πώς είναι να συνεργάζεσαι μαζί του; Γενικότερα, τι πλεονεκτήματα έχει για έναν ηθοποιό να δουλεύει ξανά με τον ίδιο σκηνοθέτη;
Β.Μ.: Είναι πολύ διαφορετική αυτή η φορά από τις άλλες δύο. Τόσο εγώ, όσο κι ο Δημήτρης έχουμε αλλάξει πολύ. Βρισκόμαστε, κατ’ αρχάς, σε ένα πολύ ζεστό χώρο (Θέατρο οδού Κεφαλληνίας), με ένα πολύ ζεστό έργο. Η επικοινωνία μας, έτσι, ήταν πολύ πιο βαθιά και ουσιαστική. Το ότι είχα ξαναδουλέψει μαζί του άλλες δυο φορές, με έκανε να ξέρω εξ’ αρχής τη θεατρική γλώσσα που τον ενδιαφέρει, τα στάδια της δουλειάς και την οργάνωση του υλικού. Όλα αυτά βέβαια, παραμένουν ρευστά κι αλλάζουν.
Ο Έντμοντ είναι ένας ιδιαίτερα αυτοκαστροφικός χαρακτήρας, έρμαιο των παθών του. Πόσο εύκολο ήταν να τον προσεγγίσεις και τι είδες εσύ στον χαρακτήρα πέραν από τα τραύματα που φέρει;
Β.Μ.: Δεν ήταν εύκολο καθόλου. Ήταν απ’ τα πιο δύσκολα πράγματα που έχει χρειαστεί να κάνω στο θέατρο. Διάβασα αρκετά τη βιογραφία του ίδιου του O’Neill, όπου διαφαίνονται όλα τα χαρακτηριστικά του Έντμοντ: Αλκοολισμός, αποβολή απ’ το κολλέγιο, δουλειές στα καράβια, σε εφημερίδες, καλοκαιρινές διακοπές στο οικογενειακό θέρετρο, αναρχοσοσιαλιστικοί κύκλοι, απόπειρα αυτοκτονίας… Παρ’ όλα τα τραύματα, την ασθένεια, τη μοναξιά και την απόρριψη από την ίδια τη ζωή, ο Έντμοντ φαίνεται να αντέχει κι αυτό είναι που με συγκινεί. Μ’ αρέσει μια φράση που λέει ο αδερφός του, ο Τζέημι, στο έργο: «Κανείς δεν μπορεί να επηρεάσει τον Έντμοντ! Αυτό το σιγανό ποτάμι ξεγελάει τον κόσμο κι ο καθένας νομίζει πως μπορεί να τον κάνει ο,τι θέλει. Αλλά δεν είναι αλήθεια. Στο τέλος κάνει ο,τι θέλει αυτός.»
Οι Αμερικανοί δραματουργοί ήταν πάντα ιδιαίτερα αγαπητοί από τους Έλληνες σκηνοθέτες. Τι πιστεύεις ότι είναι αυτό που συνδέεται με την ελληνική πραγματικότητα;
Β.Μ.: Κατ’ αρχάς, όπως και τα πρόσφατα πολιτικά γεγονότα αποδεικνύουν, εδώ και κάμποσα χρόνια (από τον εμφύλιο και μετά) είμαστε «αμερικανάκια», μια αμερικανοθρεμένη χώρα, που εισάγει αμερικάνικο πολιτισμό (και όπλα) σωρηδόν. Τα αμερικάνικα ήθη, λοιπόν, μάς είναι περισσότερο οικεία κι από τα ευρωπαϊκά, μας αρέσει - δε μας αρέσει. Ταυτόχρονα, μοιραζόμαστε με την Αμερική κάποιες κοινές παθογένειες (που μας διαχωρίζουν κάπως από την υπόλοιπη Ευρώπη), όπως ο νεοπλουτισμός και η ιστορική/πνευματική «ασυνέχεια».
Ανεβάζοντας το 2022 ένα έργο που ανέβηκε έναν αιώνα πριν, πόσο βλέπετε ότι έχουμε εξελιχθεί εμείς κι ο θεσμός της οικογένειας;
Β.Μ.: Το έργο φαίνεται εξαιρετικά «φρέσκο», ίσως επειδή είναι τόσο αυτοβιογραφικό, που δεν «φέρει» τις συνήθεις εξιδανικεύσεις της μυθοπλασίας. Φανερώνει κάποια πολύ αληθινά κι αντιφατικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ψυχής, που μοιάζουν να είναι διαχρονικά. Ο θεσμός της οικογένειας, κατά μέσο όρο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει βελτιωθεί, λόγω μιας κάποιας στοιχειώδους μόρφωσης κι αντίληψης για το ότι, π.χ. το «ξύλο» στα παιδιά τραυματίζει. Παρ’ όλα αυτά, η ψυχή του ανθρώπου είναι αιώνια, πάντα θα «πεδικλώνεται», θα μπερδεύεται ή θα «στραγγαλίζεται» μέσα στην περιπλοκότητα μιας ερωτικής σχέσης, και θα κληρονομείται στη συνέχεια στην οικογένεια. Αιώνια βέβαια είναι και κάποια άλλα χαρακτηριστικά της ψυχής, όπως φανερώνονται στο έργο: η ζέστη της συγχώρεσης, η τρυφερότητα, η εξομολόγηση, η νοσταλγία και το μυστήριο της αγάπης.
Παράλληλα με την παράσταση, παίζεται το θεατρικό σας έργο Talk Show. Ποια είναι η θέση της δραματουργίας απέναντι σε όλα αυτά που συμβαίνουν στους ανθρώπους σήμερα; Αν έπρεπε ν’ απομονώσετε ένα απόσπασμα από το έργο για ν’ ανοίξετε τον προβληματισμό σας, ποιο θα ήταν αυτό;
Β.Μ.: Η δραματουργία πρέπει, νομίζω, να αναζητήσει τρόπους να ξανασυστήσει το «συμβάν» του θεάτρου στους θεατές, όχι σαν κάτι το αυτονόητο. Το θέατρο, στη μετα-covid εποχή, δεν πρέπει απλά να «συντηρηθεί» και να «επιβιώσει», αλλά να επανεφεύρει τον εαυτό του, σαν ένα καινούριο «ζωντανό» θέαμα, ενώπιον της κοινότητας. Και πρέπει να ασχοληθούμε με το θεατή. Αυτός είναι το θέμα μας, περισσότερο απ’ ότι η δεινότητα των καλλιτεχνών. Η λειτουργία του θεατή χρήζει μελέτης. Οι «σπουδαίες ερμηνείες» των ηθοποιών, κι οι «πρωτότυπες αναγνώσεις» των σκηνοθετών, μου μοιάζουν πολύ πεπερασμένα πεδία έρευνας, μπροστά στη μελέτη της λειτουργίας του θεατή, απ’ τη στιγμή που μπαίνει στην αίθουσα κι ώσπου να βγει. Ταυτόχρονα, η δραματουργία οφείλει, νομίζω, να ενσωματώσει την «απροσδιοριστία» και τη «ρευστότητα» της εποχής στο περιεχόμενό της. Αν διάλεγα ένα απόσπασμα του Talk Show, αφιερωμένο στις οικτρές μέρες πολέμου που ζούμε:
«HOST: Πολιτικά πού στέκεσαι;
ΘΥΜΑ: (παύση) Δεν-
HOST: Τέλος χρόνου. Αυτά ή τα απαντάς κατευθείαν ή σου φοράνε μια καραμπίνα και σου δίνουνε στη χούφτα τα φυσίγγια, και τράβα, σου λένε, στην κωλοτρυπίδα του κόσμου, και πας εσύ, και περιμένεις διαταγές.»
Πως βλέπεις το θέατρο την επόμενη μέρα του λοκ ντάουν;
Β.Μ.: Δεν είναι καθόλου εύκολα τα πράγματα. Το τοπίο αλλάζει και θα συνεχίσει να αλλάζει. Παρατηρώ δυναμωμένη και κερδισμένη σε «συνείδηση» την κοινότητα των καλλιτεχνών, αλλά κι αυτό μένει να φανεί ως που μπορεί να φτάσει. Έχω δει κάποιες πολύ δυνατές παραστάσεις αυτές τις δυο σαιζόν, που μαρτυράει όρεξη για αναζήτηση κι αγάπη για τη δουλειά από μεριάς των καλλιτεχνών. Κι οι θεατές στηρίξαν αυτές τις παραστάσεις, που μαρτυράει ότι ο κόσμος ακόμα το θέλει το θέατρο. Το πρόβλημα του υπερπληθωρισμού όμως παραμένει. Το πρόβλημα της ανεργίας των ηθοποιών παραμένει. Το πρόβλημα της υποπληρωμής, της απλήρωτης πρόβας στο ελεύθερο θέατρο, των πενιχρών κρατικών επιχορηγήσεων, της έλλειψης σχεδίου από πλευράς πολιτείας. Όλα αυτά έχουν πέσει στο τραπέζι χιλιάδες φορές. Δεν είναι ότι δεν τα έχουμε πει. Έχουμε κουραστεί να τα λέμε.
Ευγένιου Ο’ Νηλ
Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα
Στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας
το αυτοβιογραφικό αριστούργημα του Ευγένιου Ο’ Νηλ,
σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά
Ερμηνεύουν οι:
Μπέττυ Αρβανίτη (Μαίρη), Αλέξανδρος Μυλωνάς (Τζέιμς), Αινείας Τσαμάτης (Τζέιμι), Βασίλης Μαγουλιώτης (Έντμοντ), Ελίνα Ρίζου (Κάθλιν)
Προπώληση εισιτηρίων:
viva.gr
&
στο ταμείο του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας,
Κεφαλληνίας 18, Κυψέλη, τηλ. 210.8838727
Ημέρες - ώρες παραστάσεων:
Tετάρτη & Κυριακή στις 19.30
Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο στις 20.30
Τιμές εισιτηρίων:
13, 17 ευρώ (Πέμπτη)
15, 20 ευρώ (Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο & Κυριακή)