Από τη Γιώτα Δημητριάδη
Ένα μικρό κλειστοφοβικό σύμπαν με πρωταγωνιστές ένα ζευγάρι πλουσίων αστών που ζουν μαζί με την υπηρέτρια τους από την επαρχία και τον ιδιωτικό τους φρουρό παρακολουθούμε στο νέο θεατρικό έργο του βραβευμένου συγγραφέα, Γιάννη Τσίρου («Αόρατη Όλγα», «Άγριος Σπόρος», «Αξύριστα πηγούνια» κ.λ.π)
Όλη η πλοκή λαμβάνει χώρα στον κήπο της οικογένειας και πιο συγκεκριμένα στο κομμάτι της πισίνας, μιας πισίνας που κανείς ποτέ δεν κολυμπά. Ενός σημείου, όπου διαδραματίστηκε το μεγαλύτερο δράμα της οικογένειας. Μέρος αμαρτωλό κατά τον μουσουλμάνο κηπουρό του σπιτιού, γιατί σπαταλά άδικα το νερό.
Ο τίτλος του έργου είναι, όπως συνήθως στα έργα του συγγραφέα, αλληγορικός. Η φράση «Ημέρα Κυρίου» υπάρχει δεκαεννέα φορές στην Παλαιά Διαθήκη και τέσσερις φορές στην Καινή Διαθήκη.
Τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης που αναφέρονται στην ημέρα του Κυρίου μεταφέρουν συχνά μια αίσθηση εγγύτητας και προσδοκίας: «Επειδή, κοντά είναι η ημέρα, ναι, η ημέρα τού Κυρίου είναι κοντά …» (Ιεζεκιήλ 30:3). Αυτή την προσδοκία έχει και ο θεατής ή αναγνώστης του έργου. Από την πρώτη στιγμή το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο για το τι μέλλει γενέσθαι.
Αφορμή για όλα είναι ένα βανδαλισμός με πέτρα που δέχεται το σπίτι ένα βράδυ, μ’ αποτέλεσμα να σπάσει το βιτρό της σοφίτας, όπου κοιμάται η κυρία. Ακόμη και η ίδια η πέτρα στο έργο βρίθει συμβολισμών «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω» είναι μία από τις γνωστότερες φράσεις της Αγίας που βρίσκεται στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο.
Πράγματι και οι τέσσερις ήρωες του Τσίρου, όπως και οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουν την ηθική τελειότητα για να καταδικάσουν κάποιον συνάνθρωπό τους.
Το εύρημα του συγγραφέα να δώσει πρωταγωνιστικό ρόλο στον μουσουλμάνο κηπουρό –απών από τη σκηνή αλλά έντονα παρόν στη δράση- που καθημερινά προσεύχεται στον κήπο των αλλόθρησκων λειτουργεί εξαιρετικά.
Είναι εκείνος που θα πέσει από τα χέρια του φύλακα στα αγκάθια από τις κομμένες τριανταφυλλιές, σαν άλλος Ιησούς με το αγκάθινο στεφάνι. Υποφέροντας τη ρατσιστική συμπεριφορά σ' αντίθεση με τον κύριο του σπιτιού που θα χρειαστεί φροντίδα όταν πατήσει δύο μόνο αγκαθάκια.
Ο συγγραφέας εγκαθιδρύοντας δραματουργικά δίπολα βασισμένα στις κοινωνικές και ταξικές διαφορές όπως: οι πλούσιοι κύριοι- οι φτωχοί υπάλληλοι, η νιότη- η μέση ηλικία, η σωματική ρώμη- η αδυναμία, η πίστη- η απιστία, ο φθόνος- η ανωτερότητα, το φανταστικό- το πραγματικό, το «είναι» και το «φαίνεσθαι»,καταφέρνει να αποσπάσει ενδιαφέρουσες διασταυρώσεις αξιοποιώντας παράλληλα κώδικες του πολιτικού- ψυχολογικού θρίλερ.
Δημιουργώντας ένα κοινωνικό δράμα από το οποίο δεν απουσιάζει το χιούμορ αλλά και οι ποιητικές νότες που το απεγκλωβίζουν από τον καθαρό ρεαλισμό. Ένα έργο μοντέρνου ρεαλισμού, με επιρροές τόσο από τον «αντι-ρεαλισμό» του μεταμοντέρνου Μπρεχτ, όσο και από τις παύσεις και το στείρο αστικό περιβάλλον του Πίντερ. Το ζευγάρι εδώ μου θύμισε έντονα τους πρωταγωνιστές από τον πιντερικό «Ανεπαίσθητο Πόνο», τον 'Εντουαρντ και τη Φλώρα στον ανθισμένο κήπο τους, τη μεγαλύτερη μέρα του καλοκαιριού.
Ο Μάνος Καρατζογιάννης κατάφερε με τη σκηνοθεσία του να αναδείξει το έργο του Τσίρου και να ζωντανέψει οικείους χαρακτήρες που τοποθετούν σε πρώτο πλάνο τις υπαρξιακές τους αγωνίες.
Το οξύ κριτικό πνεύμα του συγγραφέα είναι συνεχώς παρόν στη σκηνή και με τη διεισδυτική οπτική του σκηνοθέτη και τις ερμηνείες των ηθοποιών αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο και η παράσταση καταφέρνει ένα από τα σπουδαιότερα που μπορεί να πετύχει το θέατρο: να προβληματίσει τον θεατή.
Επιτυχία του συγκεκριμένου ανεβάσματος είναι και η επιλογή των ηθοποιών.
Ο Μάξιμος Μουμούρης στο ρόλο του κυρίου Ματθαίου, δεν μαθαίνουμε ποτέ το μικρό του όνομα σε αντίθεση με της συζύγου του, βρίσκει μια περσόνα που του ταιριάζει γάντι, ίσως και λόγω φιζίκ.
Η
Φαίη Ξυλά ως Ιουλία καταφέρνει να αποφύγει τον σκόπελο της υπερβολής σε ένα ρόλο που δίνει πολλά τέτοια πατήματα και φωτίζει μοναδικά την πάλη της ηρωίδας της να ξεφύγει από ασφυκτικό παρόν της μέσα από την άρνησή της να αποδεχθεί την πραγματικότητα. Έχει κάτι εσωτερικό η ερμηνεία της που συγκινεί.
Ο Βασίλης Αθανασόπουλος έχει χτίσει μια απρόσωπη και «ουδέτερη» μορφή που εξυπηρετεί πολλά από τα δίπολα του έργου. Χωρίς, όμως να πείθει απόλυτα για την ξενοφοβία και τον ρατσισμό που χαρακτηρίζει τον ήρωά του.
Ερμηνευτικά ξεχωρίζει η Αναστασία Παντούση που φέρει σ’ όλο της το σώμα την ενοχή της ηρωίδας της αλλά και τον τεράστιο θυμό για μια ζωή που δεν διάλεξε. Στο πρόσωπό της ταυτίζονται οι περισσότεροι νέοι σήμερα που νιώθουν θύματα ενός καπιταλιστικού συστήματος που μπορεί να σε ρημάξει με περισσή ευκολία.
Μοναδική ένσταση, που ίσως βέβαια οφείλεται και στο γεγονός ότι παρακολούθησα την πρεμιέρα της παράστασης, είναι η ασυνέπεια στον απόλυτο ρεαλισμό σε κάποιες σκηνές. Για παράδειγμα όταν ο φύλακας αλείφει με λάδι την κυρία του και εκείνη φοράει το μισό μπουρνούζι ή όταν τρώει το μισό από το μισό σάντουιτς που του δίνει η υπηρέτρια ή όταν η τελευταία κάθεται στην ξαπλώστρα σε μια πολύ έντονη στιγμή του έργου. Λεπτομέρειες που νομίζω ότι εύκολα θα διορθωθούν με τη ροή των παραστάσεων.
Εξαιρετική δουλειά έχει κάνει και ο Γιώργος Πούλιος με την ατμοσφαιρική μουσική του που αξιοποιείται μοναδικά από τη σκηνοθεσία για τις εναλλαγές των σκηνών μ’ έναν έξυπνο τρόπο που διευκολύνει τη δράση, χαρίζοντας μια εσανς θρίλερ και δίνοντας έμφαση στο σασπένς.
Ικανοποιητικό το σκηνικό της Τέτας Τσαβδαρίδου, αν και λείπουν κάποιες επιπλέον πινελιές που θα μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά. Φωτίζεται, όμως, μοναδικά από τον Άγγελο Παπαδόπουλο και ιδιαίτερα ο χώρος της πισίνας. Πολύ καλή και η δουλειά της Βασιλικής Σύρμα στα κουστούμια.
Συνολικά, έχουμε ακόμη σπουδαίο έργο του Γιάννη Τσίρου που ευτυχεί στο πρώτο του ανέβασμα και σίγουρα καταφέρνει να αγγίξει τον θεατή.