Από τη Γιώτα Δημητριάδη
Φωτογραφίες: Κοσμάς Ινιωτάκης
Πρόκειται για έναν ηθοποιό που, άμα τη εμφανίσει του, κέρδισε την προσοχή του κοινού και την εκτίμηση των συναδέλφων του. Η εικοσιπεντάχρονη πορεία του στο θέατρο είναι συνδεδεμένη με πολλές επιτυχίες και τρεις, κατά τη γνώμη του, «μεγάλες» παραστάσεις που κατάφερε να ζήσει και νιώθει ευγνώμων γι’ αυτό.
Ο Δημήτρης Ήμελλος ξεχωρίζει και στον κινηματογράφο. Μάλιστα, σε λίγες ημέρες αναμένεται η ανακοίνωση για το βραβείο καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας στα Japanese Academy Awards, όπου η ταινία «Ο Ράφτης», στην οποία πρωταγωνιστεί, κατέχει μια από τις πέντε υποψηφιότητες ανάμεσα σε ταινίες απ’ όλο τον κόσμο.
Για εκείνον όμως, ακόμη και αυτό το «ιαπωνικό όσκαρ», δεν είναι τίποτα άλλο από κάτι που μπορεί να προκύψει: «Όταν ξεκινάς να κάνεις μια δουλειά, δεν σκέφτεσαι τι θα σου τύχει και τι όχι…», θα μου πει χαρακτηριστικά.
Με τον ρόλο του Αντώνη Φραγκιαδάκη μπήκε στα σπίτια εκατομμυρίων Ελλήνων, που μπορεί να μην τον είχαν δει ποτέ στο θέατρο αλλά εντυπωσιάστηκαν από την ερμηνεία του στη σειρά. Όπως θα μου αναφέρει: «Τώρα με τον «Σασμό», πολλές φορές με ρωτάνε, «Καλά, πώς τα καταφέρνεις με τα κρητικά;». Όταν ο χειρουργός σου κάνει εγχείρηση στο γόνατο, τον ρωτάς πώς το κάνει; Δεν οφείλει να το ξέρει; Άρα, δεν σέβεσαι τη δουλειά του ηθοποιού ως επάγγελμα».
Ο Δημήτρης Ήμελλος πιστεύει ότι το επάγγελμα του ηθοποιού χρειάζεται θεατρική παιδεία και εκπαίδευση, η έλλειψη της οποίας δημιουργεί πολλές φορές παρεξηγήσεις…
Συναντηθήκαμε στο φιλόξενο φουαγιέ του θεάτρου Πορεία, λίγες ώρες πριν την παράσταση «Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου». Εκεί, ο σπουδαίος ηθοποιός μού μίλησε για τον ρόλο του Κολοκοτρώνη, τις σπουδές του στη Ρωσία και πώς βλέπει τη σημερινή κατάσταση που έχει διαμορφωθεί με τον πόλεμο, τη συνεργασία του με τον αείμνηστο Λευτέρη Βογιατζή, την τηλεοπτική επιτυχία που βιώνει με τον «Σασμό», και τον γιο του Φοίβο που ακολουθεί τα καλλιτεχνικά του χνάρια.
Παράλληλα, δεν δίστασε να μιλήσει έξω από τα δόντια και για τις δυσκολίες του επαγγέλματος, τονίζοντας: «Υπάρχει ο ερασιτεχνικός αθλητισμός, υπάρχει και ο επαγγελματικός αθλητισμός. Τι θα πει, υποφέρω στον ερασιτεχνικό αθλητισμό, δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό που σημαίνει στον επαγγελματικό αθλητισμό. Το πού βάζεις εσύ τον πήχη και τι θεωρείς μόχθο και αγώνα και δυσκολία, είναι κάτι που δεν πρέπει να μπλέκεται. Τα πράγματα στο θέατρο δεν γίνονται αβρόχοις ποσί»…
Ο Δημήτρης Τάρλοου, που σκηνοθετεί την παράσταση «Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου», σημειώνει ότι πρόκειται για μια ελεγεία πάνω στον ανθρώπινο φόβο. Εσείς πώς είδατε τη συγκεκριμένη ιστορία;
Η παράσταση βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση και το μόνο σίγουρο είναι ότι ένας τέτοιος λογοτέχνης δεν θα μπορούσε να γράψει απλά ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Είναι εμπνευσμένο από την ιστορία του παππού του και θέλει να παρουσιάσει τη δυσκολία του ανθρώπου να απολέσει τις χαρές, τις ζωές και να τις θυσιάσει για την επανάσταση.
Βάζει τον ήρωά του, που όπως λέει δεν έχει κανένα λόγο να συμμετέχει στη μάχη -έχει μια στρωμένη ζωή, περιμένει τον γιο του κ.λπ.- να μπει σε μια διαδικασία που θα ανατρέψει τα πάντα και προς άγνωστη κατεύθυνση τη ζωή του.
Ενώ εκείνος θέλει να πει λέει σ’ όλους απλά: «Μη με μπλέκετε!», δεν τα καταφέρνει και τα πράγματα έρχονται έτσι, που ο Κοτζάμπασης μέσα στην Τουρκιά είναι προδότης γιατί είναι Έλληνας και ανήκει στους επαναστατημένους και έξω από την Τουρκιά είναι πάλι προδότης γιατί πήγε με τους Τούρκους. Έχει λοιπόν κλείσει η δαγκάνα, κάνοντας εχθρούς και τους Έλληνες και τους Τούρκους.
Πώς αντιδράσατε όταν σας πρότειναν να ερμηνεύσετε τον Κολοκοτρώνη;
Στην αρχή τρόμαξα… γιατί δεν πρόκειται απλά για έναν ήρωα αλλά για ένα σύμβολο, για μια προσωπικότητα που μέσα μας έχει πάρει μυθικές διαστάσεις. Σχεδόν ταυτίζεται με τον επαναστατικό αγώνα.
"Κάθε εποχή έχει τη δική της μάχη και τους δικούς της ήρωες."
Πώς προσεγγίζει κανείς ερμηνευτικά έναν ήρωα - σύμβολο;
Απομακρύνεσαι… Δεν πρέπει να πας προς τα εκεί, γιατί αυτό είναι ένα αποτέλεσμα που δεν μπορεί σε τίποτα να σε βοηθήσει.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, βέβαια, είχαμε να δουλέψουμε πάνω σ’ έναν ήρωα μυθιστορήματος. Εδώ η λειτουργία του Κολοκοτρώνη έχει σκοπό να φοβίσει τον Κοτζάμπαση, τον Μίχαλο που παράτησε τους συμπατριώτες του και βρήκε καταφύγιο στους εχθρούς.
Σήμερα υπάρχουν «ήρωες»;
Κάθε εποχή έχει τη δική της μάχη και τους δικούς της ήρωες.
Εσείς ποιους χαρακτηρίζετε «ήρωες» σήμερα;
Νομίζω ότι γενικά ο ηρωισμός έχει να κάνει με τη συνάντηση του κάθε ανθρώπου με την αποστολή του. Επειδή σήμερα όλα μοιάζουν μπερδεμένα, δεν υπάρχουν καθαρές αποστολές. Αντίθετα, είναι όλα βολεμένα σε μια κατάσταση, δεν υπάρχει ένα μεγάλο όραμα και όλα μοιάζουν συγκεχυμένα.
Όταν λοιπόν αυτό διακυβεύεται, αποκτούν αποστολή οι άνθρωποι και όταν έρθει εκείνη η ώρα, ο καθένας θα κάνει τις ηρωικές του πράξεις από το πολιτικό μέχρι το κοινωνικό και το προσωπικό επίπεδο.
"Νομίζω ότι γενικά ο ηρωισμός έχει να κάνει με τη συνάντηση του κάθε ανθρώπου με την αποστολή του. Επειδή σήμερα όλα μοιάζουν μπερδεμένα, δεν υπάρχουν καθαρές αποστολές. Αντίθετα, είναι όλα βολεμένα σε μια κατάσταση, δεν υπάρχει ένα μεγάλο όραμα και όλα μοιάζουν συγκεχυμένα."
Έχετε νιώσει κάποια στιγμή ότι κάνατε μια ηρωική πράξη;
Ναι, ακόμη και εγώ που δεν είμαι ήρωας, πιστεύω πως ήταν ηρωική η πράξη μου να παρατήσω ένα έτοιμο συμβολαιογραφείο και να πάω στο θέατρο με βάρκα την ελπίδα…
"Τότε ήταν σίγουρα πολύ πιο επικίνδυνα τα πράγματα για να ζήσει κανείς στη Ρωσία. Τώρα μιλάμε για μια εντελώς διαφορετική συνθήκη. Τότε ήταν εντελώς διαλυμένη η χώρα. Μετά ο Πούτιν ήρθε και άλλαξε εντελώς τα πράγματα. Δημιούργησε και πάλι μια υπερδύναμη. Τώρα, δυστυχώς, έχει τα συμπτώματα της υπερδύναμης που χάνει την ανθρωπιά της."
Και μάλιστα να μάθετε μια τόσο δύσκολη γλώσσα και να φύγετε στη Ρωσία…
Ναι, και πόσω μάλλον σε μια εποχή που γινόταν πόλεμος. Βέβαια, είχα και άγνοια κινδύνου… αλλά όπως είπα και πριν, για μένα ο ηρωισμός είναι η συνάντηση μ’ έναν προορισμό.
Μιας και αναφερθήκατε στη Ρωσία, έχοντας ζήσει εκεί, πώς βλέπετε τα γεγονότα που παρακολουθούμε όλοι με κομμένη την ανάσα; Αναφέρομαι στον πόλεμο στην Ουκρανία.
Εγώ είχα πάει σε καθεστώς προ Πούτιν, επί Γέλτσιν, όταν τα πράγματα ήταν ακόμη πιο άγρια κοινωνικά. Υπήρχε τεράστια φτώχεια και φοβόσουν να κυκλοφορήσεις στον δρόμο γιατί επικρατούσε η μαφία. Αν ήξερα πού πήγαινα, πιθανόν και να μην πήγαινα…
Είχα άγνοια του κινδύνου, αλλά και μια τόσο δυνατή επιθυμία να συναντήσω αυτό το κομμάτι του θεάτρου που δεν κοίταζα τίποτα άλλο.
Τότε ήταν σίγουρα πολύ πιο επικίνδυνα τα πράγματα για να ζήσει κανείς στη Ρωσία. Τώρα μιλάμε για μια εντελώς διαφορετική συνθήκη. Τότε ήταν εντελώς διαλυμένη η χώρα. Μετά ο Πούτιν ήρθε και άλλαξε εντελώς τα πράγματα. Δημιούργησε και πάλι μια υπερδύναμη. Τώρα, δυστυχώς, έχει τα συμπτώματα της υπερδύναμης που χάνει την ανθρωπιά της.
"Ο ρώσικος λαός και γενικά οι λαοί στα χρόνια μας, έχουν μεγάλη απόσταση από τους κυβερνώντες τους, με αποτέλεσμα να συμβαίνουν πράγματα που κανένας δεν θέλει. Νομίζω καμία κοινωνία στον πλανήτη δεν θέλει τον πόλεμο."
Έχετε σήμερα φίλους εκεί; Τι σας λένε γι’ αυτή την κατάσταση;
Ναι, διατηρώ σχέσεις και έχω και μαθητές που σπουδάζουν εκεί.
Και όσο έμενα εγώ όμως, τα πράγματα ήταν πολύ επικίνδυνα. Τότε η Ρωσία είχε πόλεμο με την Τσετσενία, πολλές φορές ξυπνούσα με αντιαεροπορικά πυρά, προβολείς, σειρήνες… Υπήρχε πιστολίδι στη μέση του δρόμου. Το ‘96 η Ρωσία ήταν Τέξας στα χειρότερά της, επικρατούσε η μαφία.
Αυτό που έχω καταλάβει λοιπόν και από τη δική μου εμπειρία εκεί, είναι ότι ο ρώσικος λαός και γενικά οι λαοί στα χρόνια μας, έχουν μεγάλη απόσταση από τους κυβερνώντες τους, με αποτέλεσμα να συμβαίνουν πράγματα που κανένας δεν θέλει. Νομίζω καμία κοινωνία στον πλανήτη δεν θέλει τον πόλεμο.
Και επιπλέον χάνουμε και το δίκιο μας, όταν τιμωρούμε λαούς και όχι κυβερνήσεις.
"Για να είχε παραιτηθεί υπουργός σ’ αυτό το σκάνδαλο, θα έπρεπε να είχε παραιτηθεί και σ’ άλλα. Δεν περίμενα να βρει τώρα την ευθιξία η Υπουργός Πολιτισμού, ενώ τόσα χρόνια που έχουν γίνει τεράστια σκάνδαλα, δεν έχουμε δει ούτε μια παραίτηση."
Αυτό θα ήταν μια επόμενη ερώτηση που θα σας έκανα: πώς βλέπετε τη στάση του Υπουργείου Πολιτισμού να σταματήσει τη συνεργασία με Ρώσους καλλιτέχνες;
Θα σας πω ένα παράδειγμα: όπως και με τα γεγονότα που έγιναν πέρσι με τη διεύθυνση του Εθνικού και είχε δημιουργηθεί μεγάλη αναστάτωση, αυτός που την πλήρωσε, ξέρετε ποιος ήταν; Οι παραστάσεις! Δεν συνεχίστηκε καμία, όπως και η δική μας που ήταν να συνεχιστεί στο Εθνικό (σσςς «Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου» ανέβηκε για πρώτη φορά στο Εθνικό την περασμένη σεζόν και παρουσιάστηκε μόνο σε live streaming).
Πάντα λοιπόν, την πληρώνουν άλλοι ….ο λαός, οι καλλιτέχνες που δεν έχουν καμία σχέση. Αρχίζουν και πέφτουν οι ευθύνες εκεί που δεν υπάρχουν.
Είδαμε ότι δεν υπήρξε καμία πολιτική επίπτωση από το σκάνδαλο Λιγνάδη. Ούτε μια παραίτηση..
Για να είχε παραιτηθεί υπουργός σ’ αυτό το σκάνδαλο, θα έπρεπε να είχε παραιτηθεί και σ’ άλλα. Δεν περίμενα να βρει τώρα την ευθιξία η Υπουργός Πολιτισμού, ενώ τόσα χρόνια που έχουν γίνει τεράστια σκάνδαλα, δεν έχουμε δει ούτε μια παραίτηση.
Αυτό είναι σύνδρομο δικό μας και όσα έχουν γίνει, φανερώνουν και αυτό που έλεγα πριν την τεράστια απόσταση που υπάρχει μεταξύ της εξουσίας και της βάσης. Είδαμε και εδώ τη γνωστή στάση του «Δεν ξέρω… δεν γνωρίζω».
"Και οι πυγμάχοι πρέπει να είναι ευαίσθητοι γιατί ουέ και αλίμονο αν παίζεις πυγμαχία και θες να τον σκοτώσεις τον άλλον. Από εκεί και πέρα όμως, δεν μπορεί ένας πυγμάχος να πει «Αμάν έβγαλα αίμα!».Φαντάζεστε έναν γιατρό να έχει αιμοφοβία;"
Το «Δεν ξέρω… δεν γνωρίζω» το ακούσαμε και από πολλούς συναδέλφους σας. Ισχύει πράγματι ότι δεν γνωρίζατε τίποτα;
Δεν νομίζω ότι γνώριζε κανείς για τις ποινικές πράξεις. Θα μου έκανε τρομερή εντύπωση αν γνώριζαν και δεν είχαν μιλήσει. Νομίζω ότι αυτό που ξέραμε έχει να κάνει με μια κατάχρηση εξουσίας. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι αναλαμβάνουν θέσεις εξουσίας, αρχίζει το πρόβλημα. Επαφίεται πια στη προσωπικότητα του καθενός πώς θα συμπεριφερθεί. Δυστυχώς, έχουν δει πολλά τα μάτια μας από ανθρώπους που μόλις πήραν την εξουσία στα χέρια τους, μεταλλάχθηκαν. Στην Ελλάδα, η εξουσία μοιάζει σαν μια επιβράβευση του έργου σου, ενώ δεν έχει να κάνει μ’ αυτό. Στην πραγματικότητα πρέπει να υπηρετεί έναν κλάδο.
Υπήρχε παλιότερα, δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμη, μια νοοτροπία ότι ο ηθοποιός πρέπει να «υποφέρει» στις πρόβες για να βγάλει ένα καλό αποτέλεσμα στην παράσταση. Εσείς έχετε συνεργαστεί με τους πολύ απαιτητικούς και «δύσκολους» σκηνοθέτες. Πώς το βιώσατε αυτό;
Υπάρχει ο ερασιτεχνικός αθλητισμός, υπάρχει και ο επαγγελματικός αθλητισμός. Τι θα πει «υποφέρω στον ερασιτεχνικό αθλητισμό, δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό που σημαίνει στον επαγγελματικό αθλητισμό»; Το πού βάζεις εσύ τον πήχη και τι θεωρείς μόχθο και αγώνα και δυσκολία, είναι κάτι που δεν πρέπει να μπλέκεται. Τα πράγματα στο θέατρο δεν γίνονται αβρόχοις ποσί.
Στην Ελλάδα υπάρχει ένα βασικό πρόβλημα: επειδή δεν υπάρχει παιδεία καλλιτεχνική, δεν υπάρχει μεθοδολογία, δεν υπάρχουν χειροπιαστά εργαλεία αλλά όλα στηρίζονται στην έμπνευση, το ταλέντο και την εμπειρία, αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει σημείο αναφοράς. Δεν έχουν κοινό σημείο αναφοράς ούτε οι ηθοποιοί, ούτε οι σκηνοθέτες.
Όταν λοιπόν, λείπουν αυτά τα εργαλεία από τη δουλειά, αρχίζει και χάνεται ο άξονας και δεν μπορούμε εύκολα να συνεννοηθούμε.
Λένε όμως ότι οι ηθοποιοί είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι και χρειάζονται μια πιο προσεκτική μεταχείριση…
Και οι πυγμάχοι πρέπει να είναι ευαίσθητοι γιατί ουέ και αλίμονο αν παίζεις πυγμαχία και θες να τον σκοτώσεις τον άλλον. Από εκεί και πέρα όμως, δεν μπορεί ένας πυγμάχος να πει «Αμάν έβγαλα αίμα!».Φαντάζεστε έναν γιατρό να έχει αιμοφοβία;
"Η δουλειά του ηθοποιού δεν είναι να εκτελεί οδηγίες του σκηνοθέτη, αυτή είναι η εντύπωση για τη δουλειά μας. Η δουλειά του σκηνοθέτη δεν είναι να λέει στον ηθοποιό πώς να παίξει, αυτή είναι η εντύπωση του σκηνοθέτη."
Εσείς έχετε υποφέρει σ’ αυτή τη δουλειά;
Αν ο καλλιτέχνης στην όποια δουλειά κάνει, δεν περάσει από την απελπισία, δεν έχει αξία τίποτα... Δεν μιλάω για κανέναν ψυχαναγκασμό ή τιμωρία. Η απελπισία όμως είναι κομμάτι της δουλειάς μας. Όταν πήγα στη Μόσχα, έφτιαξα βαλίτσες και πήγα δύο φορές στο αεροδρόμιο έτοιμος να τα παρατήσω όλα. Τελευταία στιγμή όμως είπα, «όχι, θα συνεχίσω». Υπάρχει μια πλάνη και έτσι μεγαλώνουμε τα παιδιά, λέγοντάς τους ότι είναι σπουδαία, ότι μπορούν να καταφέρουν τα πάντα… Η ζωή όμως δεν είναι έτσι. Πολλές φορές το σημαντικό είναι η ήττα και όχι νίκη. Μόνο έτσι μαθαίνει ο άνθρωπος.
Επομένως, για να είναι κανείς ηθοποιός, τι χρειάζεται;
Χρειάζεται ένας συνδυασμός πραγμάτων: μια απίστευτη ισορροπία ευαισθησίας αλλά και σκληράδας ταυτόχρονα. Είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων που ζυμώνεται μέσα στον καλλιτέχνη και ανάλογα με την περίσταση, χρησιμοποιείται το ένα ή το άλλο κομμάτι.
Το ταλέντο έχει να κάνει και με την ευφυΐα;
Σαφώς αλλά επιμένω ότι για μένα είναι θέμα παιδείας. Αυτός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος. Όχι μόνο στο σχολείο αλλά και την παιδεία στον εκάστοτε επαγγελματικό χώρο.
Δεν σεβόμαστε τη δουλειά αυτή ως επάγγελμα. Γιατί; Γιατί εμείς οι ίδιοι έχουμε αποδεχθεί ότι αυτή η δουλειά δεν είναι αντικείμενο σπουδής. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι φιλοδοξία του ηθοποιού είναι να γίνει σκηνοθέτης, δηλαδή να έχει άλλους υπό την μπαγκέτα του. Λες και αυτό είναι η προαγωγή του… Καμία σχέση! Αυτό είναι μια μεγάλη παρεξήγηση.
Η δουλειά του ηθοποιού δεν είναι να εκτελεί οδηγίες του σκηνοθέτη, αυτή είναι η εντύπωση για τη δουλειά μας. Η δουλειά του σκηνοθέτη δεν είναι να λέει στον ηθοποιό πώς να παίξει, αυτή είναι η εντύπωση του σκηνοθέτη.
Και όλα αυτά συμβαίνουν επειδή δεν υπάρχει κανονική εκπαίδευση, ούτε ηθοποιών ούτε σκηνοθετών, είναι όλα εμπειρικά.
Τώρα με τον «Σασμό» πολλές φορές με ρωτάνε «Καλά, πώς τα καταφέρνεις με τα κρητικά;» Όταν ο χειρουργός σου κάνει εγχείρηση στο γόνατο, τον ρωτάς πώς το κάνει; Δεν οφείλει να το ξέρει; Άρα δεν σέβεσαι τη δουλειά του ηθοποιού ως επάγγελμα.
Για τη συγκεκριμένη ερμηνεία σας όμως, μπορούμε να πούμε ότι ο κόσμος χαίρεται που βλέπει μια τόσο καλή ερμηνεία στην τηλεόραση….
Όχι, δεν λέτε στον γιατρό που σας έκανε καλά, «Τι ταλαντούχος που είσαι!», και δεν το λέτε γιατί ξέρετε ότι είναι επαγγελματίας και αποδέχεστε τη σοβαρότητα του επαγγέλματός του. Στον ηθοποιό δεν γίνεται αυτό, γιατί δεν τον θεωρούμε επαγγελματία.
Ακούω στις εκπομπές να λένε «Είναι νέος, ωραίος και ταλαντούχος». Μα γι’ αυτά τα πράγματα δεν χρειάζεται κόπος, είναι δοσμένα. Πώς μπορεί να είναι προσόν αυτά;
Δεν υπάρχει ούτε γνώση ούτε εκτίμηση για το επάγγελμα του ηθοποιού. Εγώ έφτασα 54 να κάνω τηλεόραση, δηλαδή πριν δεν ήμουν ταλαντούχος; Τώρα έγινα; Δεν υπάρχει κριτήριο εδώ. Αυτό που μετράει είναι ποιος σε ξέρει, τι κασέ παίρνεις… Πράγματα που δεν έχουν να κάνουν με τη φύση της δουλειάς μας.
Εσείς είχατε τη τύχη να συνεργαστείτε με τον Λευτέρη Βογιατζή και σας θυμάμαι πριν πέντε χρόνια σε μια διημερίδα που είχε γίνει για εκείνον, να λέτε ότι «Στόχος του ήταν να μην είναι ηθοποιός» και ότι στις πρώτες παραστάσεις στο «Ύστατο Σήμερα» σας είχε κάνει εντύπωση «πόσο κακός ηθοποιός ήταν…».
Ποτέ δεν έπαιζε καλά! Ποτέ δεν είχε στόχο να παίξει καλά! Δεν τον ενδιέφερε! Εμάς μας ενδιαφέρει πολύ να παίξουμε καλά, να είμαστε καλοί στη σκηνή. Τον Λευτέρη καθόλου. Ήθελε μόνο να υπάρχει στη σκηνή, να βλέπει, να παρακολουθεί. Δεν πίεζε ποτέ τα πράγματα. Ήταν μια στάση πάνω στη δουλειά. Αυτό εννοώ «κακός ηθοποιός», δεν ήθελε να είναι ηθοποιός. Γιατί ο ηθοποιός είναι συνυφασμένος με το ότι με «βλέπουνε». Εκείνος το είχε αφαιρέσει αυτό από τον εαυτό του. Τον ενδιέφερε να αρέσει μ’ άλλο τρόπο, τον ενδιέφερε να υπάρχει και να λειτουργεί πάνω στη σκηνή. Πίστευε ότι αν κάτι λειτουργήσει, θα αρέσει κιόλας.
Στις παραστάσεις του, όμως, υπήρχε κάτι που σήμερα δεν βλέπουμε. Πολλές πολλές πρόβες, μήνες ολόκληρους… Είναι αυτός ένας λόγος που όλο και πιο σπάνια βλέπουμε παραστάσεις τέτοιου επιπέδου;
Είναι ένα θέμα αυτό σήμερα. Τότε ήταν μια εποχή που υπήρχαν κάποιες θεατρικές κυψέλες, σημεία αναφοράς. Μπορεί όμως αυτό που ζούμε σήμερα να είναι μια μετάβαση σε κάτι άλλο…. Κανείς δεν το ξέρει αυτό. Και η εφηβεία είναι γεμάτη σπυράκια. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι ωραίο το παιδί. Μπορεί τώρα να βγάζουμε μερικά σπυράκια μέχρι να καθαρίσει το πρόσωπο.
Από την άλλη μεριά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι περάσαμε και πολλές δύσκολες καταστάσεις τα τελευταία χρόνια στο θέατρο, τόσο με την πανδημία όσο και με τα σκάνδαλα. Όλα αυτά νομίζω ότι κατά κάποιο τρόπο έχουν κλυδωνίσει τη θεατρική οικογένεια.
Επίσης, υπάρχουν άνθρωποι που σπουδάζουν έξω και που χρειάζονται χρόνο για να ενσωματωθούν στον χώρο.
Παρόλα αυτά, εγώ έχω δει σπουδαίες στιγμές του θεάτρου τα τελευταία χρόνια. Το πρόβλημα είναι η διάρκεια… Σήμερα δεν υπάρχουν χώροι όπως το Αμόρε, η Πειραματική Σκηνή ή το Εμπρός παλιότερα…
Μέρη που ήξερε ο θεατής ότι θα δει παραστάσεις από ένα επίπεδο και πάνω…
Ναι, εγώ θα το έλεγα παραστάσεις με μια ταυτότητα… Τώρα έχει χαθεί η ταυτότητα των πραγμάτων. Το πρόβλημα βέβαια στην Ελλάδα είναι ότι η ταυτότητα πολλές φορές συνδέεται με το πρόσωπο. Όταν τελείωσε ο Κουν δεν υπήρχε καμία συνέχεια. Δεν υπάρχει η μέριμνα να συνεχιστούν τα πράγματα. Στη ρώσικη σχολή για παράδειγμα, συνεχίζουν να δουλεύουν, ενώ ο Στανισλάφσκι έχει πεθάνει πάνω από έναν αιώνα. Δεν έσβησε με τον θάνατό του. Αυτό σημαίνει ότι γεννήθηκαν οι προϋποθέσεις, ώστε να υπάρχει μέλλον.
Ας μιλήσουμε λίγο και για την τηλεοπτική σας επιτυχία. Είστε 20 χρόνια ηθοποιός. Πώς αντιμετωπίζετε τώρα την ξαφνική δημοσιότητα που έχετε από μια σειρά που αγαπάει πολύ το κοινό;
Δεν μου συμβαίνει αυτό στα 25, ώστε να μην ξέρω πώς να το διαχειριστώ… Νομίζω ότι και λόγω της ηλικίας με προσεγγίζουν διαφορετικά, μου μιλάνε στον πληθυντικό, ίσως καταλαβαίνουν ότι έχω κάνει άλλα πράγματα πιο πριν και δεν περίμενα τον «Σασμό». Αισθάνομαι ότι υπάρχει μια εκτίμηση στο πρόσωπό μου.
"Δεν ήμουν όμως επιλεκτικός μόνο στην τηλεόραση και στο θέατρο δεν πήγαινα όπου να’ ναι. Ήθελα να είμαι σε συγκριμένα σχήματα. Δεν μπορεί να επιλέγεις με κριτήριο μόνο τα χρήματα. Φυσικά έχω πει «ναι» σε πράγματα που δεν μ’ ενθουσίαζαν, γιατί έπρεπε να δουλέψω, αλλά έχω πει περισσότερα «όχι»."
Σας είχαμε δει και στο «Δέκα» πριν πολλά χρόνια. Την αποφεύγατε την τηλεόραση ή δεν είχατε προτάσεις;
Την απέφευγα, ναι. Ήμουν πολύ σκληροπυρηνικός. Δεν μου άρεσε η δημοσιότητα, ήθελα να έχω και προσωπική ζωή, μεγάλωνα και το παιδί…
Δεν ήμουν όμως επιλεκτικός μόνο στην τηλεόραση και στο θέατρο δεν πήγαινα όπου να’ ναι. Ήθελα να είμαι σε συγκριμένα σχήματα. Δεν μπορεί να επιλέγεις με κριτήριο μόνο τα χρήματα. Φυσικά έχω πει «ναι» σε πράγματα που δεν μ’ ενθουσίαζαν, γιατί έπρεπε να δουλέψω, αλλά έχω πει περισσότερα «όχι».
Δεν είναι η δημοσιότητα η δουλειά μου και ήθελα να την αποφύγω. Ήξερα πάντα ότι, στο πλαίσιο της δημοσιότητας, θα μου ζητηθούν πράγματα που δεν αφορούν τη δουλειά μου και θα έπρεπε να κάνω εκπτώσεις.
Τι είδους εκπτώσεις;
Επειδή η τηλεόραση είναι ένα καθαρά εμπορικό κομμάτι, όλες οι διαδικασίες είναι πολύ γρήγορες, δεν γίνονται πολλά γυρίσματα, δεν υπάρχουν πρόβες και δεν ένιωθα τον εαυτό μου έτοιμο να μπει σε μια τέτοια διαδικασία. Εγώ είμαι λάτρης της πρόβας και τώρα χρησιμοποιώ πολύ χρόνο για να σκεφτώ τι θα κάνω την επόμενη μέρα στο γύρισμα. Ενώ βλέπω άλλους συναδέλφους που έρχονται για να γυρίσουν κατευθείαν. Δεν σημαίνει ότι εκείνοι κάνουν λάθος, απλά εγώ λειτουργώ διαφορετικά.
Από την άλλη μεριά, η προετοιμασία είναι δύσκολη όταν έχεις να κάνεις δέκα δουλειές. Αν κάνεις δέκα μαζί, δεν κάνεις καμία…
Μήπως είστε αυστηρός με τον εαυτό σας;
Δεν είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου… είμαι με τη διαδικασία. Εγώ ποτέ δεν έβλεπα σίριαλ.
Όταν παρακολουθείτε τώρα τον «Σασμό», δεν σας αρέσει;
Όταν την παρακολουθώ, τη βλέπω μ’ άλλο μάτι γιατί είμαι από μέσα. Όμως καταλαβαίνω ότι δεν μπορούν να αρέσουν τα πάντα. Είναι σειρά, δεν είναι μια ταινία. Εγώ, για να είμαι ειλικρινής, είμαι και της μικρής φόρμας, δεν μου αρέσουν οι μεγάλες φόρμες λόγω του πλατιασμού που έχουν. Μπορείς να παρατηρήσεις ωραίες σκηνές, καλούς ηθοποιούς… Προσωπικά όμως δεν είναι το φόρτε μου η τηλεόραση. Όταν έμαθα ότι η σειρά θα είναι καθημερινή, προσπάθησα να αποφύγω, όσο μπορούσα, τη σαπουνόπερα.
Δεν έχει ενδιαφέρον όταν σε μια σειρά μιλάνε όλοι το ίδιο, είναι όλοι βαθιά δυστυχισμένοι… Αυτό νομίζω είναι και το πρόβλημα στην Ελλάδα, ότι η δραματική σειρά είναι δραματική και η κωμική, κωμική. Λες και η ζωή είναι ή το ένα ή το άλλο. Η ζωή είναι ένα μωσαϊκό πραγμάτων, τα έχει όλα!
Παράλληλα με την επιτυχία της σειράς, συμμετέχετε με την ταινία «Ο Ράφτης» της Σόνια Λίζα Κέντερμαν, στην υποψηφιότητα για το βραβείο καλύτερης ξένης ταινίας των Japan Academy Awards, τα «ιαπωνικά όσκαρ», όπως τα λένε. Το φανταζόσαστε ποτέ;
Όταν ξεκινάς να κάνεις μια δουλειά, δεν σκέφτεσαι τι θα σου τύχει και τι όχι… Νομίζω ότι ήταν μια ωραία ταινία, αισιόδοξη, ήταν μια νίκη της ζωής, όχι μια ήττα.
Ποιο είναι το μεγαλύτερό σας ελάττωμα;
Το πείσμα μου …
"Αυτό νομίζω είναι και το πρόβλημα στην Ελλάδα, ότι η δραματική σειρά είναι δραματική και η κωμική, κωμική. Λες και η ζωή είναι ή το ένα ή το άλλο. Η ζωή είναι ένα μωσαϊκό πραγμάτων, τα έχει όλα!"
Είναι ελάττωμα το πείσμα;
Είναι και ελάττωμα, γιατί καμιά φορά είμαι τόσο πεισματάρης που δεν βλέπω άλλα πράγματα, και εγωισμός βέβαια υπάρχει μέσα σ’ αυτό. Νομίζω ότι έχω τα ελαττώματα της δουλειάς. Επίσης, πολλές φορές βάζω τη δουλειά πάνω από τη ζωή. Φεύγουν άνθρωποι και στιγμές από δίπλα μου γιατί δεν περισσεύει χρόνος. Δίνομαι απόλυτα σ’ αυτό που κάνω και μερικές φορές χάνω την ισορροπία.
Αν είχατε απέναντί σας τον μικρό εαυτό σας, εκείνο το αγόρι που άφησε τη Νομική και πήγε στη Μόσχα. Τι θα του λέγατε;
Ωραία ερώτηση! Θα του έκανα την ίδια ερώτηση που μου έκανε και ο πατέρας μου τότε: «Είσαι σίγουρος ότι αξίζει τον κόπο;» «Μπορείς να το σηκώσεις;» Το λέω από βίωμα αυτό, γιατί από τα 30 μέχρι τα 40, κάθε χρόνο έλεγα πως θα αλλάξω δουλειά. Μέχρι που στα 40 δεν ήξερα τι άλλο να κάνω και το πήρα απόφαση. Και όχι γιατί κάποιος με βασάνιζε αλλά οι απαιτήσεις της υποκριτικής ήταν δυσβάστακτες. Θα σας πω μια φράση του Πήτερ Μπρουκ που μου αρέσει πολύ: «Δεν είμαστε Θεοί αλλά αυτό που κάνουμε το υπονοεί». Όπως και να έχει, πας να φτιάξεις μια ζωή, αυτή είναι η δουλειά σου.
Στον γιο σας, τον Φοίβο τι είπατε όταν σας είπε ότι θα ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία;
Του είπα: «Αρκεί να πιστεύεις ότι είσαι φτιαγμένος γι’ αυτό».
Θα συνεργαστείτε;
Μακάρι να ήξερα, αν με πάρει… Μέχρι στιγμής το αποφεύγει και νομίζω ότι είναι και λογικό, όταν είσαι νέος, δεν θες να συνδέεσαι με το όνομά των γονιών σου. Αλλά επειδή έχει μεγαλώσει στο θέατρο ο Φοίβος, ξέρει τους καλύτερους ηθοποιούς στην Ελλάδα. Οπότε σ’ όποιον και να ζητήσει να παίξει σε ταινία του, δύσκολα θα του το αρνηθεί.
Μου μιλήσατε για τη μεγάλη αφοσίωση που έχετε στη δουλειά σας. Παρόλα αυτά, υπάρχει κάτι μη καλλιτεχνικό που σας χαλαρώνει; Κάποιο χόμπι;
Ναι, προσπαθώ να βρίσκω χρόνο και μένω στη φύση για καιρό. Κάνω αποτοξίνωση, κλείνω και το κινητό.
Θα ήθελα να σας ρωτήσω μια πιο προσωπική ερώτηση, εμπνευσμένη από τον «Σασμό». Ο Αντώνης Φραγκιαδάκης είναι βαθιά αφοσιωμένος για πολλά χρόνια στη γυναίκα που αγαπάει και ας μην την έχει. Θα μπορούσατε ποτέ να κάνετε κάτι ανάλογο;
Κοίταξε να δεις, ο Φραγκιαδάκης έχει παντρευτεί. Είναι παντρεμένος με τη δουλειά του! Σ’ αυτό ταιριάζουμε.
Η δουλειά του δεν είναι η αστυνομία, είναι μια στάση που έχει πάνω στον άνθρωπο, είναι περισσότερο φιλοσοφικό. Περισσότερο τον ενδιαφέρει η διαδικασία του να προλάβει το κακό παρά τι θα κάνει όταν γίνει. Θέλει να αλλάξει μια κοινωνία και όχι να τιμωρήσει ένα έγκλημα, είναι πιο υπαρξιακό το ζήτημα. Νομίζω λοιπόν, ότι ο χαρακτήρας του υπάρχει παντού, και στους φίλους του και στον ερωτά του. Έχει μια ιδεολογία που ξεπερνά και τον ίδιο και καθορίζει όλη του τη ζωή.
"Αν μου έλεγες ότι πεθαίνω σήμερα… θα ήμουν εντάξει, γιατί είμαι χορτασμένος από αυτά που έχω κάνει."
Έχετε ζήσει πολλές υπέροχες συνεργασίες και ρόλους στην καριέρα σας. Παρόλα αυτά, υπάρχει κάποιος ρόλος ή συνεργασία που ονειρεύεστε;
Αν μου έλεγες ότι πεθαίνω σήμερα… θα ήμουν εντάξει, γιατί είμαι χορτασμένος από αυτά που έχω κάνει. Ρόλους δεν ονειρεύομαι ποτέ γιατί το θέμα είμαι με ποιους θα συνεργαστείς και κάτω από ποιες συνθήκες. Δεν έχει νόημα να παίξεις τον Άμλετ σε μια παράσταση που δεν θα θυμάται κανείς, ενώ μπορείς να έχεις τον μικρότερο ρόλο σε μια παράσταση και να σε θυμάται το κοινό χρόνια.
Ονειρεύομαι μεγάλες παραστάσεις και αυτές είναι σπάνιες. Εγώ, ευτυχώς, έχω ζήσει τρεις, δεν θα σας τις αναφέρω. Αλλά το τρεις, το θεωρώ πάρα πολύ… Γιατί μιλάω για μεγάλες παραστάσεις, όχι για καλές παραστάσεις.
Τι είναι λοιπόν για εσάς μια «μεγάλη παράσταση»;
Είναι κάτι που θα αλλάξει τον τρόπο που βλέπεις τη δουλειά σου και τη ζωή σου.
Αυτό το καταλαβαίνατε όταν το βιώνατε ή το συνειδητοποιήσατε αργότερα, κοιτώντας πίσω στο παρελθόν;
Το καταλαβαίνεις… Το νιώθεις, ξέρεις ότι αυτό δεν είναι όπως τα υπόλοιπα που έχεις κάνει. Είναι μια παράσταση που νιώθεις ότι έχεις μεγαλώσει μέσα εκεί, όπως ο στίχος του Ελύτη: «Είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σέ λίγην ὥρα»..
Ο Δημήτρης Ήμελλος πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου» του Μ. Καραγάτση, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, διασκευή του Θανάση Τριαρίδη κι ένα καστ 18 εξαιρετικών ηθοποιών και μουσικών στο Θέατρο Πορεία.
Δευτέρα έως Πέμπτη τον παρακολουθούμε στη σειρά του Alpha «Σασμός».
Κάθε Πέμπτη τον παρακολουθούμε στη σειρά του Mega «Άγιος Παΐσιος: Από τα Φάρασα στον Ουρανό»,
Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
Το δημοφιλέστερο έργο του Ζενέ, ανεβάζει φέτος το Θέατρο του Νέου Κόσμου σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις με αντρική διανομή σε μία απολαυστική παράσταση.
Γραμμένο το 1947 με τίτλο Les Bonnes, στις φυλακές της γαλλικής παροικίας, οι «Δούλες»έμελε να γίνουν όχι μόνο ένα δημοφιλές έργο, αλλά ένα έργο που συνδέθηκε με την Αριστερά και τα εκάστοτε αναρχικά κινήματα κι ο ίδιος ο Ζενέ να γίνει ένα πρόσωπο-σύμβολο. Ο συγγραφέας που γνώρισε από νωρίς την παραβατικότητα και την κοινωνική περιθωριοποίηση ως ορφανό παιδί που παραστράτησε και ως ομοφυλόφιλος, μετουσίωσε τη νιτσεϊκή θεωρία διαμορφώνοντας μια δική του κοινωνική ιεράρχηση, εμφανής περισσότερο στα έργα «Μπαλκόνι», «Υψηλή Εποπτεία» και «Παραβάν».
Μια συνήθεια που μετατράπηκε σε αισθητική εμμονή, ήταν η ανάγνωση των φυλλάδων που αναφέρονταν στα εγκλήματα της εποχής, που έδειχναν τους μεγάλους εγκληματίες ως είδωλα της λαϊκής μάζας. Ομοίως, η διαδεδομένη ακόμα και στις μέρες μας, υπόθεση των αδερφών Christina και Lea Papin που κατακρεούργησαν την κυρία τους και την κόρη της το 1933 αποτέλεσε τη δραματουργική βάση για την συγγραφή του έργου Δούλες. Στο δικαστήριο δεν ζήτησαν κανένα ελαφρυντικό. Ν’ αναφέρουμε την σχετική δραματουργία της Ανδρονίκης Αβδελιώτη με τίτλο «Αδελφές Papin», που παρουσιάζεται στο Αγγέλων Βήμα σε σκηνοθεσία και ερμηνεία της ίδιας.
Στο έργο του Ζενέ, έχουμε τις δούλες Κλαιρ και Σολάνζ που υποδύονται εναλλάξ την Κυρία και η μία την άλλη, σ’ ένα παιχνίδι ρόλων που καταλύει και επανα-ορίζει τα κοινωνικά στερεότυπα και τη φαντασιακή τους εκπλήρωση. Βασικό δραματικό γεγονός του έργου, είναι η φυλάκιση του Κυρίου μετά από ανώνυμο τηλεφώνημα που έκαναν οι αυτές και η διαχείριση του γεγονότος από την Κυρία. Πόσο αθώο όμως μπορεί να είναι ένα παιχνίδι ρόλων, που επιτρέπει για λίγο στον εξουσιαζόμενο να γίνει εξουσιαστής και αντιστρόφως, που επιτρέπει στον δούλο να γίνει αφεντικό; Αυτή την αναρχική σκέψη μπορούμε φυσικά να την προεκτείνουμε και με την συνήθως παραμελημένη σκηνική οδηγία του Ζενέ, που υποδεικνύει τους ρόλους των δούλων να τις υποδύονται ανήλικα αγόρια και να υπάρχουν δεξιά και αριστερά δύο πανό που θα δηλώνουν πως οι ρόλοι είναι γυναικείοι. Έχουμε λοιπόν και μία ακόμα αναστροφή των κοινωνικών στερεοτύπων και μια ακόμα πιο ελεύθερη φαντασιακή απόδοση του μύθου του έργου.
Η παράδοση του έργου στην Ελλάδα
Στη χώρα μας, οι Δούλες, είναι αναμφισβήτητα το πιο πολυπαιγμένο έργο του Ζενέ, που επανέρχεται σχεδόν κάθε χρόνο μ’ ένα διαφορετικό ανέβασμα. Συνήθως επιλέγεται η μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη που μετρά ήδη μισό αιώνα ζωής και έχει επικυρωθεί από τ’ ανεβάσματα της από το Θέατρο Τέχνης και πιο πρόσφατα από το Εθνικό Θέατρο. Την αναγνώριση του ζενε-όφιλου κοινού ασφαλώς έχει ο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής Δημήτρης Δημητριάδης που έχει γαλουχήσει το αναγνωστικό κοινό με τη μετάφραση της εργογραφίας του Ζενέ. Όσο μου το επιτρέπουν οι πηγές μου, μόνο ο Βογιατζής ήταν αυτός που ανέβασε το έργο σε μετάφραση Δημητριάδη. Είδαμε βέβαια και μεταφράσεις από αξιόλογες μεταφράστριες, με πιο πρόσφατη αυτή της Έλσας Ανδριανού για την παράσταση του Γκραουζίνις. Όσον αφορά την παραστασιογραφία του έργου, το πρώτο ανέβασμα στην Ελλάδα ήταν από το Θέατρο Τέχνης στη σεζόν 1967-1968, σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη και σκηνοθεσία Δημήτρη Χατζημάρκου με τους ρόλους να ερμήνευαν η Ρένη Πιττακή, η Μαρίνα Γεωργίου και η Εκάλη Σώκου. Από το 2010 έως σήμερα, αν μετράω σωστά έχουμε δει ήδη δέκα ανεβάσματα του έργου, δείχνοντας μια σαφή προτίμηση στην πρόσληψη του έργου, από γυναικείο θίασο. Η λίστα των ηθοποιών που καταπιάστηκαν με τους εμβληματικούς ρόλους του έργου –από τους ελάχιστους γυναικείους ρόλους του Ζενέ και το μοναδικό έργο που έχει αποκλειστικά γυναικείους ρόλους- είναι μεγάλη και πολύ αξιόλογη. Ενδεικτικά ν’ αναφέρουμε τις ηθοποιούς Μάγια Λυμπεροπούλου, Ρένη Πιττακή, Μπέτυ Αρβανίτη, Κατερίνα Παπουτσάκη, Λένα Παπαληγούρα, Μαρία Κίτσου, Κωνσταντίνα Τάκαλου και Μαριάννα Κάλμπαρη. Οι σκηνοθέτες προτιμούν συχνά αυτό το έργο, αλλά νιώθω ή τουλάχιστον ένιωθα μέχρι να δω την παράσταση του Γκραουζίνις πως δεν είναι ιδιαίτερα δημιουργικοί στη διαχείριση του έργου.
Η παράσταση του Γκραουζίνις
Ο Τσεζαρις Γκραουζίνις επιλέγει ν’ ανεβάσει τις Δούλες (μετάφραση Έλσας Ανδριανού) με αντρικό θίασο και μ’ έναν σκηνικό οικοδόμημα που σημειωτικά κλείνει το μάτι στις αισθητικές προτιμήσεις του Ζενέ. Καταρχάς, η επιλογή και μόνο να έχουμε άντρες ηθοποιούς να ερμηνεύουν γυναικείους ρόλους στο συγκεκριμένο έργο, ανοίγουν το πεδίο διερεύνησης τόσο του ίδιου του έργου, όσο και της ανάπτυξης και της έκφρασης των κοινωνικών φύλων εν γένει. Είναι ελκυστικό και στην σκέψη και στο αισθητικό κομμάτι, να βλέπεις άντρες να υποδύονται τις γυναίκες που υποδύονται τις δούλες που υποδύονται τις κυρίες. Αυτό το σχήμα ενισχύεται και από δύο ακόμη στοιχεία, ένα πρακτικό και ένα προνόμιο. Το πρακτικό είναι ότι ο Γκραουζίνις δεν επιλέγει ανήλικα αγόρια ή έστω πρωτοεμφανιζόμενους ηθοποιούς όπως υποδήλωνε ο Ζενέ, αλλά τρεις ηθοποιούς που κουβαλούν την εμπειρία ζωής και σκηνικής πρακτικής στο σώμα τους. Αυτό σημαίνει –όχι αυτονόητα και σε κάθε περίπτωση- πως οι ηθοποιοί είναι σε θέση να κινηθούν με μεγαλύτερη ευκολία ανάμεσα στους ρόλους που υποδύονται αλλά και να σαρκάσουν τις μετακινήσεις αυτές. Το προνόμιο της διανομής είναι και το ατού της παράστασης.
Η πρωτότυπη μουσική του Μαρτύνας Μπιαλομπζέσκις είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στην σύνθεση ενός φαντασιακού κόσμου που μεταλλάσσεται συνεχώς, αλλά επιστρέφει σχεδόν αυτιστικά στα ίδια του τα σχήματα.
Ο σκηνικός χώρος του, αν και είναι η Κεντρική Σκηνή, θυμίζει φυσιογνωμικά ένα black box κι αυτό μας επιτρέπει να κάνουμε παραστάσεις ενός κελιού φυλακής, στο οποίο οι ηθοποιοί είναι «εγκλωβισμένοι». Κυριαρχεί το μαύρο στο φόντο, με τα έντονα χρώματα να βρίσκονται στα ευτελή φορέματα της Κυρίας. Δεσπόζει στο βάθος της σκηνής, η ανθοστολισμένη κλίνη, χαρακτηριστικό αντικείμενο τόσο στη δραματουργία όσο και στην λογοτεχνία του Ζενέ. Το ασφυκτικά ανθοστολισμένο περιβάλλον, θυμίζει επιτάφιο αλλά και την ωραιότητα της νιότης. Για τον Ζενέ, οι νεαροί εγκληματίες, είναι κοινωνικά εμβλήματα και αυτό το διάβασα στο σκηνικό του Kenny McKellan.
Οι ηθοποιοί της παράστασης είναι σε θέση να διαβάσουν τις λεπτές αποχρώσεις των ρόλων και των ακυρώσεων αυτών, και να μεταφέρουν στην σκηνή, ένα ευρύ πεδίο του πολυσχιδούς δραματουργικού έργου. Είναι ιδιαιτέρως απολαυστικό να παρακολουθείς την άνεση που φαίνεται να έχουν, και το αποτέλεσμα δείχνει πηγαίο και χωρίς προσπάθεια.
Ο Αργύρης Ξάφης και ο Δημήτρης Ήμελλος υποδύονται τις δούλες. Εμφανίζονται αρχικά με μαύρες ποδιές που αναφέρονται στην επαγγελματική τους ιδιότητα ως υπηρέτριες αλλά σ’ ένα δεύτερο επίπεδο θα μπορούσαμε να τις δούμε και ως στολές φυλακής. Φαίνεται ν’ αποφεύγεται η ταύτιση με τον ρόλο τους, σε μια ερμηνευτική γραμμή που φωνάζει τη θεατρικότητά της, η οποία επιτρέπει αυτή την ελευθερία στη μετακίνηση από ρόλο σε ρόλο που αναφέραμε παραπάνω αλλά και δίνει στους ηθοποιούς την ευκαιρία να φωτίσουν τις φυσιογνωμίες πίσω από τα παιχνίδια τους. Σε ορισμένα σημεία, φαίνεται να υπερ-παίζουν και να παρωδούν τη γυναικεία φύση, αλλά όσο προχωράει η παράσταση καταφέρνουν ν’ αποδομήσουν το ίδιο τους το ερμηνευτικό παιχνίδι, και να ξεδιπλώσουν την βαθειά τραγικότητα του έργου. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ραθυμία που δείχνει ο Ξάφης με το σώμα του, όταν υποδύεται την δούλα που υποδύεται την Κυρία, σαρκάζοντας την αστική τάξη που αυτή εκπροσωπεί και σε δεύτερο επίπεδο, την δική του φυσιογνωμία.
Την κοινωνική σάτιρα της παράστασης, εκτοξεύει με την παρουσία του ο Κώστας Μπερικόπουλος σ’ ένα queer ρεσιτάλ, που θυμίζει τις μεγάλες μαντάμες των περασμένων δεκαετιών.
Στο σημείο που στάθηκα ως θεατής, ήταν το συγκλονιστικό φινάλε του Δημήτρη Ήμελλου, που το εξέλαβα ως έναν ύμνο προς όλες τις δούλες του κόσμου, και ένα κοινωνικό-αταξικό μανιφέστο του Ζενέ. Σε καμία παράσταση του έργου –κι έχω δει αρκετά- δεν είχα διαβάσει την πολιτική διάσταση του έργου που είναι υπερκείμενη και ορμητική. Στον τελευταίο του μονόλογο ο Ήμελλος, όχι μόνο δικαιολόγησε την σατυρίζουσα υφή της παράστασης, σπάζοντάς την, αλλά και κατάφερε να ξεφύγει από τις ευκολίες στις οποίες είχε ο ίδιος βάλει τον εαυτό του παίζοντας, για να ρίξει στην παράσταση την ακμάζουσα προβληματική στην πλήρη της υπόσταση.
Αξίζει λοιπόν να δείτε την παράσταση Δούλες σε σκηνοθεσία Τσεζαρις Γκραουζίνις στο Θέατρο του Νέου Κόσμου γιατί αφενός φωτίζει μ’ έναν εξαιρετικό τρόπο το έργο κι αφετέρου γιατί θα έχετε την ευκαιρία να θαυμάσετε τρεις δεινούς ηθοποιούς. Κι αν ήταν ενδιαφέρουσα και φρέσκια η επιλογή ανδρών ηθοποιών, ανοίγει ο δρόμος για να δούμε και στο μέλλον τέτοιες επιλογές, παραμένοντας αισθητικό ζητούμενο η σύνθεση ενός θιάσου από νεαρούς ηθοποιούς ή ακόμα και από μη ηθοποιούς, για να δούμε πως θα ήταν ένα ανέβασμα χωρίς τις ευκολίες έμπειρων πρωταγωνιστών.
Μια στρογγυλή τράπεζα στήθηκε την Τρίτη (30/5) στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, με τον Δημήτρη Ήμελλο, τη Μαρία Κεχαγιόγλου, τη Στεφανία Γουλιώτη, τον Γιάννη Νταλιάνη, την Αγγελική Παπαθεμελή, τον Νίκο Χατζόπουλο, την Κατερίνα Ευαγγελάτου και την Έφη Θεοδώρου να κάθονται στο κέντρο της σκηνής. Αυτή τη φορά δεν τους απολαύσαμε σε κάποια παράσταση, πίσω από το προσωπείο ενός ρόλου, αλλά είχαμε την τύχη να γίνουμε μάρτυρες των προσωπικών τους εμπειριών από την κοινή τους πορεία με τον Λευτέρη Βογιατζή.
Ειλικρινείς, άμεσοι, γενναιόδωροι, ανθρώπινοι, ο καθένας με τον δικό του προσωπικό τρόπο μοιράστηκαν με το κοινό στιγμές από τη σκηνή αλλά και τη ζωή, σκιαγραφώντας την πολυσχιδή προσωπικότητα του σπουδαίου σκηνοθέτη.
Όλα αυτά στο πλαίσιο της επιστημονικής διημερίδας του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών, στην οποία ακούστηκαν εξαιρετικές και εμπεριστατωμένες απόψεις από πολλούς ομιλητές για το σκηνικό έργο του Λευτέρη Βογιατζή.
Τη στρογγυλή τράπεζα των ηθοποιών συντόνιζε η σκηνοθέτις Έφη Θεοδώρου, που με τις εύστοχες ερωτήσεις-παρατηρήσεις της προσπαθούσε να εξελίξει τη συζήτηση.
Στη συνέχεια αναφέρονται μερικά μόνο από τα λόγια των συνεργατών του, αφενός επειδή πολλές φορές η συγκίνηση δεν επέτρεπε σε κάποιους να πουν περισσότερα, αφετέρου διότι ορισμένοι είπαν αλλά η γράφουσα είχε χαθεί στην περιπλάνηση των περιγραφών τους και γι’ αυτό αδικούνται από την παρούσα καταγραφή.
Δημήτρης Ήμελλος: «Ο Λευτέρης Βογιατζής είναι ένα σύνθετο φαινόμενο»
«Όπως ο Λευτέρης είχε έναν κόμπο για το πώς να ξεκινήσει την πρόβα, το ίδιο αισθάνομαι και εγώ τώρα που πρέπει να μιλήσω για εκείνον», είπε ο Δημήτρης Ήμελλος μόλις ξεκίνησε. Εξήγησε ότι για τον Λευτέρη Βογιατζή ακόμα και το πώς ξεκινά μια πρόβα ήταν ένα θέμα που τον ταλάνιζε. Ο ηθοποιός εξιστόρησε την εμπειρία του με τον σπουδαίο θεατράνθρωπο, ως παρτενέρ στη σκηνή, αφού οι δυο τους είχαν συμπρωταγωνιστήσει στο «Ύστατο σήμερα» του Βρετανού δραματουργού Χάουαρντ Μπάρκερ. Ο Δημήτρης Ήμελλος δήλωσε ότι στην αρχή της συνεργασίας τους εντυπωσιάστηκε επειδή ο Λευτέρης Βογιατζής «ήταν κακός ηθοποιός!» Κατόπιν εξήγησε ότι στόχος του ήταν να μην είναι ηθοποιός και αυτό ζητούσε και από τους άλλους ‒ κάτι που επισήμαναν και οι υπόλοιποι συνεργάτες του. Μοιράστηκε με το κοινό προσωπικές στιγμές του από τις πρόβες, το πώς έγινε η διανομή των ρόλων στη συγκεκριμένη παράσταση, του πελάτη-Δνείστερ και του κουρέα, αλλά και διάφορα ευτράπελα, θέλοντας να τονίσει την ανάγκη του Λευτέρη Βογιατζή να είναι θεατής. «Του άρεσε να βλέπει, να παρατηρεί, να γεύεται αυτό που βλέπει, γι’ αυτό και σκηνοθετούσε για να βλέπει αυτά που του άρεσαν…» ανέφερε χαρακτηριστικά ο ηθοποιός, ενώ πρόσθεσε ότι αυτό συνέβαινε πολλές φορές και στις πρόβες τους, που άφηνε τη θέση του σκηνοθέτη και καθόταν στις θέσεις των θεατών απολαμβάνοντας τον συμπαίκτη του.
Ο Δημήτρης Ήμελλος χαρακτήρισε τον Λευτέρη Βογιατζή «ένα σύνθετο φαινόμενο». «Τα μεγαλύτερά του προσόντα, τα μεγαλύτερά του προτερήματα ήταν και τα μεγαλύτερά του μειονεκτήματα και τα μεγαλύτερά του μειονεκτήματα ήταν και τα μεγαλύτερά του προσόντα», επισήμανε. Επιπλέον, είπε ότι λόγω αυτής της προσωπικότητας πολύ συχνά ήταν μόνος, «σαν ένα μικρό παιδί που προσπαθούσε να επικοινωνήσει».
Γιάννης Νταλιάνης: «Σου ανέβαζε συνεχώς την αδρεναλίνη στη σκηνή»
Ο Γιάννης Νταλιάνης, έχοντας μοιραστεί και εκείνος αρκετές φορές τη σκηνή με τον Λευτέρη Βογιατζή, δήλωσε: «Όταν ήσουν μαζί του στη σκηνή, απαιτούσε μεγάλη εγρήγορση και ετοιμότητα, διότι έπρεπε να βρεις τον τρόπο να τον μετατρέψεις από παρατηρητή σε παίκτη. Γεγονός πολύ δελεαστικό, που ανέβαζε συνεχώς την αδρεναλίνη». Ο ίδιος θυμήθηκε την αρχή της γνωριμίας τους, όταν ήταν ακόμη μαθητής του στο Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο, και περιέγραψε το πάθος και την αφοσίωση με την οποία ο Λευτέρης Βογιατζής τους δίδασκε τότε την «Αρετούσα». Μια μέρα μάλιστα κόντεψε να καεί με τη στάχτη του τσιγάρου, όταν πλησίασε το δάχτυλό του και εκείνος παρέμενε αφοσιωμένος στην πρόβα με τους μαθητές της σχολής.
Νίκος Χατζόπουλος: «Αυτό που σου άφηνε ήταν κάτι βραδείας καύσεως»
Ο Νίκος Χατζόπουλος δανείστηκε τον τίτλο του θεατρικού έργου του Τόμας Μπέρνχαρντ στο οποίο και πρωταγωνίστησε για να περιγράψει τον Λευτέρη Βογιατζή. «Σήμερα μιλάμε πολύ περισσότερο για θέατρο από το να κάνουμε θέατρο. Ο Λευτέρης δεν μιλούσε, έπραττε. Ήταν ένας πραγματικός θεατροποιός». Κατόπιν εξήγησε κάτι που παραδέχτηκαν και όλοι οι συνάδελφοί του που συμμετείχαν στη συζήτηση, ότι είναι πολύ δύσκολο να περιγράψει κανείς τη μέθοδό του, γιατί όλα αυτά που έζησαν ήταν βιωματικά και δύσκολα μπορούν να ειπωθούν και να καταγραφούν. «Αυτό που σου άφηνε ήταν κάτι βραδείας καύσεως, γιατί έπειτα από τη συνεργασία μαζί του συνειδητοποιούσες ότι είχε αλλάξει η κοσμοθεωρία σου απέναντι στο θέατρο». Ο Νίκος Χατζόπουλος ανέφερε χαρακτηριστικά: «Θυμάμαι πολύ έντονα να λέει: ‘‘Μην παίζεις! Εννοώ παίζε 100%!’’» Στη συνέχεια επισήμανε τη δυσκολία που είχε στην αρχή να καταλάβει τη διττή σημασία του ρήματος «παίζω», καθώς και ότι, δυστυχώς, η φράση «Μην παίζεις» έχει πλέον παρερμηνευτεί από πολλούς σκηνοθέτες. Ο Νίκος Χατζόπουλος τόνισε επίσης τον σεβασμό που έδειχνε ο Λευτέρης Βογιατζής στο κείμενο: «Δεν θεωρούσε τον σκηνοθέτη πιο έξυπνο από τον συγγραφέα. Μέθοδός του ήταν να ξεζουμίσει το κείμενο μέχρι να του παραδοθεί».
Μαρία Κεχαγιόγλου: «Στις παραστάσεις εκτός Λευτέρη προσπαθούσα να εφαρμόσω όλα όσα έμαθα μαζί του»
Η Μαρία Κεχαγιόγλου με την ευκαιρία της διημερίδας ξεφύλλισε τα ημερολόγια που κρατούσε από τις πρόβες της με τον Λευτέρη Βογιατζή. Μίλησε για το σοκ που είχε υποστεί όταν στη δραματική σχολή ακόμη είχε παρακολουθήσει την παράσταση «Σε φιλώ στη μούρη». Όταν λοιπόν αργότερα, το 1995, συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον Λευτέρη Βογιατζή στον «Μισάνθρωπο», τον θαύμαζε τόσο πολύ που είχε «το σύνδρομο της καλής μαθήτριας», κάτι που δεν του άρεσε καθόλου. Η ηθοποιός αναφέρθηκε στις επώδυνες πρόβες αλλά και στη δύσκολη πρώτη χρόνια των παραστάσεων, που την οδήγησε στην απόφαση να αποχωρήσει. «Στις παραστάσεις εκτός Λευτέρη προσπαθούσα να εφαρμόσω όλα όσα έμαθα μαζί του». Έπειτα από λίγα χρόνια, όταν ξανασυνεργάστηκαν, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά και η σχέση τους μια σχέση αγάπης.
Στεφανία Γουλιώτη: «Ήθελε να σε πάει σε μια παράλογη περιοχή»
«Σου ζητούσε κάτι πέρα από τη φύση… Να γίνεις αφύλακτος… Να φύγεις εσύ από τη μέση, να εξαφανιστείς από τη σκηνή», είπε η Στεφανία Γουλιώτη προσπαθώντας να δώσει μια γεύση από τις οδηγίες του Λευτέρη Βογιατζή. Όσο για τους περιβόητους τονισμούς, εξήγησε ότι ήταν περίπλοκοι γιατί «ήθελε να σε πάει σε μια παράλογη περιοχή, μήπως και σου έκανε τη χάρη η λέξη και σου δώσει κάτι πίσω». Θυμήθηκε ένα απόγευμα, όταν σε ένα ρεπό από τις πρόβες της «Αντιγόνης», μελετούσαν τον μονόλογο του Τειρεσία και επί επτά ώρες διερευνούσαν έναν στίχο που αφορούσε κάποια έθιμα της εποχής. «Εγώ την επόμενη μέρα, σαν καλή μαθήτρια, πήγα στην πρόβα με χαρά για να πω και στους υπόλοιπους τι είχαμε μάθει. Έκπληκτη λοιπόν τον είδα να ξεκινά όλη τη διαδικασία από την αρχή με την ίδια ακριβώς περιέργεια…»
Αγγελική Παπαθεμελή: «Δεν φοβόταν να συγκρουστεί με τον ηθοποιό»
Η Αγγελική Παπαθεμελή τόνισε την ντομπροσύνη του χαρακτήρα του Λευτέρη Βογιατζή, που δεν φοβόταν να συγκρουστεί, λέγοντας ακριβώς αυτό που πίστευε, κάτι που, όπως είπε, δεν το έχει συναντήσει σε κανέναν άλλο σκηνοθέτη. «Ποτέ δεν συνεργάστηκα με κάποιον που η δική μου ελευθερία και μέριμνα ήταν ο στόχος του», δήλωσε χαρακτηριστικά. Αναφέρθηκε επίσης στον τρόπο δουλειάς του: «Δεν έχω ξαναγνωρίσει άνθρωπο που με παιδική αθωότητα να αναζητά κόλπα τα οποία μπορούσαν να σου λύσουν θέματα που τα κουβαλούσες πολύ καιρό». Θυμήθηκε την εποχή που έκανε πρόβες για τον «Γλάρο» με τον Νίκο Μαστοράκη στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας και μοιράζονταν την ίδια αυλή με τον θίασο του Λευτέρη Βογιατζή στα διαλείμματα. «Εμείς βγαίναμε χαρούμενοι και χαλαροί και έβλεπες να κάνουν την εμφάνισή τους από εδώ κάτι φιγούρες σκυθρωπές, ταλαιπωρημένες… Τότε λέγαμε: ‘‘Δεν θα πάμε ποτέ δίπλα…’’»
Κατερίνα Ευαγγελάτου: «Μου έλεγε: ‘‘Σε δέκα χρόνια θα καταλάβεις αυτά που λέω’’»
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου μοιράστηκε την εμπειρία της ως βοηθού σκηνοθέτη του Λευτέρη Βογιατζή στην παράσταση της «Αντιγόνης» το 2006. «Αυτά που έμαθα ήταν πολύ βραδυφλεγή. Πολλές φορές μού έλεγε ‘‘Σε δέκα χρόνια θα καταλάβεις αυτά που λέω’’ και είχε δίκιο». Η σκηνοθέτις αναφέρθηκε στη δουλειά που έγινε στις πρόβες, όταν της είχε αναθέσει να συντάξει όλο το κείμενο της αρχαίας τραγωδίας για να το διδάξει στους ηθοποιούς, αλλά και στην παιδική πλευρά του Λευτέρη Βογιατζή και στην τρομερή του παρατηρητικότητα, όταν, σαν μικρό παιδί, πρόσεχε για ώρα τους χειροποίητους σελιδοδείκτες με τα αυτοκολλητάκια που έφτιαχνε εκείνη για να ξεχωρίζει τις σημειώσεις της πάνω στα λεξικά των αρχαίων κειμένων.
Με συγκίνηση θυμήθηκε τη μέρα που την κάλεσε σπίτι του για να της διαβάσει τις «Ψευδαισθήσεις» του Ιβάν Βιριπάγεφ, έργο που της πρότεινε να ανεβάσει στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, όπως και έγινε την άνοιξη του 2012. Το έργο αφορούσε έναν άντρα που καθόταν στο κρεβάτι λίγο πριν πεθάνει και η Κατερίνα Ευαγγελάτου είπε χαρακτηριστικά: «Ο τρόπος που μου διάβαζε το έργο, το οποίο δεν γνώριζα, ήταν τόσο άμεσος, που δεν μπορούσα να καταλάβω αν μου διάβαζε κάτι ή αν μιλούσε σε εμένα. Μου είπε: ‘‘Έλα κάθισε να σου μιλήσω για την αγάπη…’’»
Φωτογραφίες: Νώντας Δουζίνας