Από τη Γιώτα Δημητριάδη
«Δεν είμαστε εμείς προβληματικοί, ο κόσμος είναι γαμημένος»
Η ομάδα Νάμα κι η Ελένη Σκότη μας έχουν συνηθίσει σε παραστάσεις, που ανεβάζουν τον πήχη ψηλά και τις οποίες, τις περισσότερες φορές, το αθηναϊκό κοινό δεν είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει μέχρι σήμερα.
Από το «Αγαπητή Ελένα» Λουντμίλα Ραζουμόβσκαγια, στο ξεκίνημα του Επί Κολωνώ το 2000 (παράσταση που είδαμε και 15 χρόνια μετά) μέχρι τη «Λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας» του Κόνορ Μακφέρσον, που συνεχίζεται για δεύτερη σεζόν.
Αυτή τη σεζόν, στο Σύγχρονο θέατρο, τη δεύτερη στέγη της ομάδας, σειρά έχει το έργο του Ντάνκαν ΜακΜίλαν, «People, places & things», το οποίο στη λειτουργική μετάφραση του Γιώργου Χατζηνικολάου μεταφράζεται ως «Με λένε Έμμα». Ο συγγραφέας είναι γνωστός στη χώρα μας από τα έργα του «Πνεύμονες» κι «Όλα αυτά τα υπέροχα πλάσματα».
Η ιστορία θέλει τη Σάρα ή Εμμα ή Λούση μια φιλόδοξη ηθοποιό, κοντά στα σαράντα, εθισμένη σε ναρκωτικές ουσίες, η οποία από τη σκηνή του θεάτρου βρίσκεται σε ένα κέντρο αποτοξίνωσης, προσπαθώντας να ανακαλύψει εκ νέου τον εαυτό της και να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με τον κόσμο που την περιβάλλει.
Μέσα σ’ αυτό το ταξίδι αποτοξίνωσης κι αποκατάστασης, παρακολουθούμε ένα έργο -πρόκληση για τη γενναιότητα που απαιτεί η ζωή, που συν-κινεί και τολμά να μιλήσει για «άγριες καταστάσεις» με απλότητα και χιούμορ σε μια ξέφρενη, στους ρυθμούς και στις εναλλαγές, δραματουργία.
Πριν γράψω οποιαδήποτε σχόλιο θα ήθελα να ξεκινήσω με μια καθαρά προσωπική παρατήρηση. Το πόσο σημαντικό και σπάνιο είναι ένα έργο τέχνης, εν προκειμένω, μια παράσταση, ειδικά για εμάς τους επαγγελματίες θεατές, να καταφέρει να σε ταρακουνήσει, να προξενήσει συζητήσεις και, τελικά, να την κουβαλάς για μέρες.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν κι αυτό που παρακολούθησα στο Σύγχρονο Θέατρο, μια παράσταση με την ψυχοφυσιολογική ή ψυχοθεραπευτική έννοια της αριστοτελικής «κάθαρσης» για την τραγωδία, ένα τραγικό θέαμα, το οποίο ξαλαφρώνει την ψυχή των θεατών, γιατί με την επενέργειά του τα συναισθήματα του ελέου και του φόβου αποβάλλουν ό,τι επιβλαβές και καταθλιπτικό περιέχουν, και μετουσιώνονται σε διαθέσεις ήρεμες, δημιουργώντας ένα αίσθημα ανακούφισης κι ευφορίας.
Το «Με λένε Έμμα» σου χτυπάει διακριτικά την πλάτη και σου λέει: «Δεν είσαι μόνος, δεν είσαι ο μόνος» και, φυσικά, δεν μιλάμε μόνο για τις ομάδες των θεατών, οι οποίοι μπορεί να έχουν βιώσει εξάρτηση με ναρκωτικά ή αλκοόλ, αλλά για τον μέσο άνθρωπο, ο οποίος κατά κανόνα, παλεύει με κάποια είδους εξάρτηση: υλική, συναισθηματική, ψυχική.
Η Ελένη Σκότη, με τη σκηνοθεσία της, ακολουθώντας τον προσφιλή δρόμο του ρεαλισμού, κατάφερε να προσεγγίσει, σε πάρα πολλές σκηνές, αρκετά πειστικά τα αδιέξοδα της ηρωίδας, αλλά και το τέλμα μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Εξαιρετική δουλειά, έχει γίνει αναφορικά με τη ρεαλιστική απεικόνιση, τον τρόπο που δουλεύουν οι ομάδες απεξάρτησης των «12 βημάτων» της ανάκαμψης του ασθενούς.
Από την παραμικρή λεπτομέρεια, που αφορά το άγγιγμα του θεραπευτή στον θεραπευμένο, το οποίο δεν είναι ούτε ερωτικό, ούτε φιλικό, αλλά απλά επισημαίνει τη στήριξή του, μέχρι το παιχνίδι ρόλων και το ανθρώπινο κύκλο, που κλείνει τις συναντήσεις.
Κάποιες αστοχίες, όμως, δεν έλειψαν. Η σκηνοθεσία υποπίπτει σ’ ένα μοιραίο λάθος, αφού χρησιμοποιεί σε υπερβολικό βαθμό, τόσο σε ένταση, όσο και σε διάρκεια την εύστοχη μουσική του Στέλιου Γιαννουλάκη, προσπαθώντας να εκβιάσει το συναίσθημα του θεατή. Το ηχητικό περιβάλλον σε συνδυασμό με το video art, όχι μόνο δεν μας εντάσσουν στο σύμπαν της απεξάρτησης, αλλά επιτυγχάνουν ακριβώς το αντίθετο.
Αντίθετα, βρήκα εξαιρετικό τον συμβολισμό με τον Γλάρο από το ομώνυμο έργο του Τσέχωφ, στο οποίο πρωταγωνιστεί η Έμμα- Σάρα- Λούσυ, ως ηθοποιός.
Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε μ’ ένα έργο, το οποίο στηρίζεται κατά βάση στον κεντρικό ρόλο. Η Μαίρη Μηνά, με την καθοδήγηση της Ελένης Σκότη, πέτυχε ένα αξιοπρεπέστατο αποτέλεσμα, απέναντι σ’ ένα πολύ δύσκολο υποκριτικό στοίχημα.
Υπήρχαν μάλιστα και σκηνές που κατάφερε, με την εσωτερικότητά της και τη σκηνική της άνεση, να συγκινήσει πραγματικά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η δήλωση της αγάπης για το θέατρο, που «σου δίνει την ευκαιρία να μιλάς ποιητικά και να λες λέξεις, που δεν θα έλεγες ποτέ» και λειτουργεί, για εκείνη, σαν ναρκωτικό. Ένα κορίτσι,το οποίο αν δεν βρίσκεται στη σκηνή «είμαι νεκρή δεν ζω», όπως δηλώνει με αφοπλιστική αλήθεια.
Επίσης, με την ερμηνεία της, αξιοποιείται το συγγραφικό εύρημα με την αληθινή ταυτότητα της ηρωίδας (το οποίο δικαιολογεί και τον ελληνικό τίτλο του έργου, ένα σχόλιο ότι η «Έμμα» βρίσκει τον εαυτό της δεχόμενη βοήθεια, σ’ ένα προστατευμένο περιβάλλον κατανόησης). Η Μαίρη Μηνά γίνεται μια αναξιόπιστη αφηγήτρια, τα λεγόμενα της οποίας δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι, αν είναι ή όχι αληθινά. Αποτέλεσμα: αυτό το καταστροφικό παιχνίδι να κινητοποιεί το ενδιαφέρον θέασης.
Παρά την αξιοπρόσεκτη προσπάθειά της, μου έλειψε πολύ από τον ρόλο, το στοιχείο της φθοράς, της εξάντλησης, ίσως, γιατί όπως αναφέρεται και στο κείμενο, η ηρωίδα είναι μια γυναίκα κοντά στα σαράντα. Εδώ η φρεσκάδα της Μηνά στάθηκε εμπόδιο. Δεν ακούστηκε στα αυτιά μου σαν φωνή απόγνωσης το «Είμαι απλά ένα γαμημένο ανθρώπινο ον».
Παρ’ όλα αυτά, είμαι σίγουρη ότι παρακολούθησα μια συγκροτημένη και μεστή ερμηνεία, από μια νεαρή ηθοποιό, που σίγουρα θα μας καταπλήξει στο μέλλον.
Αντίθετα, η εμπειρία της Αλεξάνδρας Σακελλαροπούλου έλαμψε και στους τρεις ρόλους. Ρόλοι κεντημένοι στη λεπτομέρεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η άνεση με την οποία βγάζει κάποια στιγμή το παπούτσι της ή ο τρόπος που δείχνει στη θεραπευόμενη να αλλάξει θέση.
Ο Γιάννης Λεάκος, δεν περνά απαρατήρητος και στους δύο ρόλους, που ερμηνεύει.
Αρκετά καλός και ο Χάρης Τζωρτζάκης, σ’ έναν ρόλο που διατηρεί το μυστήριο και εξελίσσεται ουσιαστικά επί σκηνής.
Σε ακραία συγκινησιακή φόρτιση αλλά αποδυναμωμένος από τις ουσίες, ο Ανδρέας Κοντόπουλος ερμήνευσε τον ρόλο με μεγάλη ένταση, που ήταν εις βάρος του σκηνικού αποτελέσματος.
Από τον υπόλοιπο θίασο ( Ιωάννα Τζίκα, Μαρίτα Τζατζαδάκη, Έλενα Βακάλη, Λένα Μποζάκη) ξεχωρίζει ο Κώστας Ξυκομηνός στη σκηνή με το παιχνίδι ρόλων, αλλά και ως πατέρας, προσθέτοντας τις απαραίτητες πινελιές μαύρου χιούμορ στην παράσταση.
Το σκηνικό του Γιώργου Χατζηνικολάου, είναι αρκετά λειτουργικό, εξαιρετικό και στο δωμάτιο της ηθοποιού, όμως δεν καταφέρνει να βρει λύσεις σε κάποιες σκηνές κι έτσι το πέρα-δώθε με τις καρέκλες μοιάζει αρκετά αμήχανο.
Μέσα στο πνεύμα της παράστασης, οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου, ικανοποιητικοί, όπως και τα σύγχρονα κουστούμια της ομάδα Νάμα.
Εν κατακλείδι, στο Σύγχρονο Θέατρο, ο θεατής γνωρίζει ένα άκρως ενδιαφέρον κείμενο, απόλυτα σύγχρονο, σε μια παράσταση αξιώσεων, η οποία, δυστυχώς, δεν καταφέρνει να απογειωθεί και να ταράξει τα θεατρικά ύδατα, αλλά χαρίζει μια εξαιρετική θεατρική εμπειρία.
Διαβάστε επίσης: