Από τη Σοφία Γουργουλιάνη
Φωτογραφίες: Χριστίνα Δενδρινού
Οι μεσημεριανές πρόβες κόβουν πάντα τη μέρα στη μέση με έναν δικό τους μαγικό τρόπο. Αφήνεις τη μέρα, για τη νύχτα της θεατρικής αίθουσας και όταν ξαφνικά αποφασίζεις να αποχωριστείς το φωτεινό σκοτάδι του θεάτρου, η πρώην μέρα δεν σου κάνει τη χάρη να διατηρήσει το φως της. Αντίθετα μοιάζει να την έχει κι αυτή καταπιεί η σκοτεινή θεατρική αίθουσα και να της έχει, όμως, παράλληλα χαρίσει κι ένα κομμάτι από τον καλλιτεχνικό ρομαντισμό της.
Έτσι, μπαίνοντας στο θέατρο Ελέρ ένα Σαββατιάτικο μεσημέρι για να παρακολουθήσουμε την πρόβα του «Belle Equipe» σε σκηνοθεσία Μάρθας Μπουζιούρη αφήσαμε εκουσίως στην άκρη την παρόρμηση να χωθούμε με τα μούτρα σε ένα παγωτό βολτάροντας στα Αναφιώτικα, για να χωθούμε στη σκοτεινή ιστορία μιας «Ωραίας Ομάδας» (έτσι μεταφράζεται το Belle Equipe στη γλώσσα μας).
Η Μάρθα Μπουζιούρη με στιβαρή θητεία στο θέατρο ντοκιμαντέρ εμπνέεται, εδώ, από τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 2015.
Καθόμαστε στην άκρη της σκηνής και πάνω που αναρωτιόμαστε πώς τοποθετείται η παράσταση για την καλπάζουσα ακροδεξιά και για την ισχυρή ισλαμοφοβία που ακόμα επικρατεί, η Μάρθα μας λέει ότι «Δεν είναι μια παράσταση για το τρομοκρατικό χτύπημα. Είναι μια βαθιά πολιτική παράσταση. Αυτό που συμβαίνει στη σκηνή είναι το ταξίδι ενός ανθρώπου από το απόλυτο τραύμα στο φως. Της προσπάθειας ενός ανθρώπου να συνειδητοποιήσει τι είδους άνθρωπος έχει γίνει μετά από αυτό».
Κι αν το σκεπτικό μας συνεχίζει να ταξιδεύει στις πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα σε ντόπιους και τρομοκράτες, η Μάρθα μας επαναφέρει στη σκληρή πραγματικότητα λέγοντας μας «Δεν είναι ξένοι οι τρομοκράτες. Είναι Ευρωπαίοι πολίτες. Αυτοί που τα διέπραξαν ήταν Βέλγοι πολίτες. Κάποιοι ίσως να είχαν καταγωγή πολιτισμικά διαφορετική με την έννοια ότι κάποιοι ήταν μετανάστες δεύτερης ή τρίτης γενιάς. Γεννημένοι, όμως, και μεγαλωμένοι στην Ευρώπη».
Η παράσταση της Μάρθας Μπουζιούρη βασίστηκε στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του ιδιοκτήτη του καφέ «La Belle Equipe», Γκρεγκ Ρειμπενμπέργκ, το οποίο έπεσε και αυτό θύμα της τρομοκρατίας και της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας. «Έπεσε στα χέρια μου κάνοντας έρευνα για την τρομοκρατία και την ριζοσπαστικοποίηση ως ακραία εκδήλωση μισαλλοδοξίας. Ήθελα να καταλάβω τι σημαίνει αυτό το… ποιος γίνομαι μετά από ένα τέτοιο γεγονός. Άραγε ένα τέτοιο γεγονός μετατοπίζει τη ζωή μου προς τη μεριά του φόβου για την ετερότητα και τη διαφορετικότητα;» μας λέει η ίδια.
Ο Γκρεγκ στο τρομοκρατικό αυτό χτύπημα έχασε δέκα δικούς του ανθρώπους με καταγωγή πολιτισμικά ετερόκλητη, από την Αφρική έως τη Ρουμανία. Ένα, λοιπόν, βράδυ εορτασμού των γενεθλίων ενός στενού φίλου, ο Γκρεγκ σηκώθηκε λίγο νωρίτερα από το τραπέζι για να επιστρέψει στην κόρη του. Στην κόρη του που απουσιάζει από το μοιραίο τραπέζι εξαιτίας ενός χτυπήματος σε ένα παιχνίδι μπόουλινγκ. Η Μάρθα με ψυχραιμία μας λέει: «Και τότε είναι που γυρνάς το χρόνο στο what if. Και αναρωτιέσαι τι ρόλο μπορεί να παίξει η τύχη και μπορεί ακόμα και να πιστέψεις ότι υπάρχει μοίρα.». Την ώρα, λοιπόν, που ο Γρεγκ βρίσκεται στον καλόγερο για να πάρει το παλτό και τα κλειδιά του, η βόμβα ισοπεδώνει το μαγαζί του. Και σκοτώνει δέκα φίλους και την μητέρα της κόρης του.
Όσο συζητάμε με τη Μάρθα, οι ηθοποιοί της παράστασης έχουν ξεκινήσει να έρχονται και στήνουν τη σκηνή ως σκηνικό εγκλήματος, ως το εργοτάξιο ενός τρομοκρατικού χτυπήματος ακόμα εν εξελίξει. Η Μάρθα κοιτάζει προς το στημένο σκηνικό «Το σκηνικό του έργου ακολουθεί το under construction του Γρκεγκ και του τόπου. Υπάρχει αυτό το roller coaster ενός ανθρώπου που ξεκινάει από πολύ μαύρες περιοχές, αλλά προσπαθεί παράλληλα να κρατηθεί στη ζωή. Εξάλλου ο Γκρεγκ λέει ότι έγραψε για κρατήσει την ισορροπία του, για να μην πέσει. Δεν είχε ξαναγράψει ποτέ».
Η πρόβα ξεκινάει και καταλαβαίνουμε αμέσως ότι ο Γρκεγκ, εδώ, θα αποτελέσει υποκριτικό υλικό για το σύνολο της ομάδας που θα εναλλάσσονται ερμηνεύοντας το πρόσωπο του.
Βλέπουμε δραματοποιημένη τη σκηνή της άφιξης της αστυνομίας στον τόπο του χτυπήματος, τη στιγμή της ανακοίνωσης του θανάτου της μητέρας στην κόρη του Γκρεγκ και συγκινούμαστε αγνά με την αποτύπωση του σκληρού προσώπου της μισαλλοδοξίας που καταφέρνει να κρατήσει, όμως, ψηλά την ανθρωπιά της. « Εκείνος (Γκρεγκ) δεν πήγε προς τη μεριά του φόβου. Είχε τη δύναμη να διαχωρίσει τη στιγμή που βιώνει το τραύμα του. Αναφέρει, μάλιστα, χαρακτηριστικά, δεν μισώ τους τρομοκράτες, μισώ τον τρόπο που βλέπουν τον κόσμο. Έμεινε πιστός στις ιδέες της αλληλεγγύης, της αποδοχής της διαφορετικότητας. Ίσως ακόμα και να μην είχε συνειδητοποιήσει ότι ζούσε σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον που καταστρατηγήθηκε βίαια. Αυτό ακριβώς είναι το πολιτικό μας statement.» μας λέει η Μάρθα
Η σκηνή που μας συγκλονίζει, όμως, βαθύτερα είναι μια σκηνή που εκτυλίσσεται χρονικά λίγο καιρό μετά τα χτυπήματα, όπου ο Γκρεγκ αναλώνεται σε ένα γέλιο ειρωνικό και φαινομενικά αναιτιολόγητο όταν μία φίλη του κλαίει εξαιτίας της ανίατης ασθένειας συγγενικού της προσώπου. Ο ηθοποιός-Γκρεγκ αποτυπώνει εκεί έναν άνθρωπο που κουβαλάει ένα τραύμα που δεν μπορεί επ’ ουδενί να διαχειριστεί με κανέναν από τους ισχύοντες πολιτισμικούς κώδικες. «Στο βιβλίο του, ο Γκρεγκ δεν φοβάται να δείξει τις ρωγμές του. Περιγράφει στιγμές που δεν τον κολακεύουν. Στιγμές όπου έχει γίνει επιθετικός. Οπού κανιβαλίζει φίλους και γνωστούς. Δεν φοβάται να δείξει και το ευάλωτο πρόσωπο του. Όταν θύμωσε, όταν τσακίστηκε, όταν κατέρρευσε και όταν, τελικά, ξανασηκώθηκε».
Η πρόβα εξελίσσεται και καταλαβαίνουμε αμέσως ότι πέρα από μια παράσταση είναι μια δουλειά βαθιά βιωματική, μια σχέση πρωτίστως μεταξύ ανθρώπων με αμοιβαίο σεβασμό. Οι ηθοποιοί μοιάζουν με καλοκουρδισμένο κομμάτι ενός όλου που δεν επιθυμεί να διακριθεί ως ατομική προσπάθεια αλλά ως συλλογική αποτύπωση ενός τραύματος και μιας μεταμόρφωσης ενός ανθρώπου και ενός τόπου εν’ εξελίξει.
Θυμόμαστε τότε την Μάρθα να μας λέει: «Όταν βρήκα τον Γκρεγκ η αφορμή ήταν το βιβλίο. Είμαστε, όμως, πια φίλοι. Από την πρώτη στιγμή διαισθητικά με ένιωσε και κατάλαβε τι θέλω να κάνω. Και είναι πια ο πρώτος φίλος που θα δω όταν πάω στο Παρίσι. Πάω κατευθείαν στο «Belle Equipe» να πιω ένα καφέ».
Και ναι, αν αναρωτιέστε, το «Belle Equipe» ξανάνοιξε μερικούς μήνες μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα. Ο Γκρεγκ βρήκε τη δύναμη, σύμφωνα με τη Μάρθα, να δηλώσει εμπράκτως «Δεν θα περάσει ο φόβος. Να πάτε να γαμηθείτε, δεν μας έχετε καταστρέψει. Θα ξαναγιορτάσουμε στο ίδιο μέρος.»
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Πρωτότυπο κείμενο: Grégory Reibenberg
Μετάφραση: Δημήτρης Ντάσκας
Σύλληψη-Έρευνα-Σκηνοθεσία: Μάρθα Μπουζιούρη
Δραματουργία: Μάρθα Μπουζιούρη – Εύα Οικονόμου-Βαμβακά
Σκηνικά-Κοστούμια: Ελένη Στρούλια, σε συνεργασία με τη Ζαϊρα Φαληρέα
Σύνθεση – Επιμέλεια οπτικοακουστικού υλικού: Γιώργος Ταϊφάκος
Φωτισμοί: Δήμητρα Αλουτζανίδου
Βοηθός σκηνοθέτη: Παρασκευή Λυπημένου
Συνεργασία στην έρευνα: Μαρία Χούχου
Γραφιστικός σχεδιασμός: Θοδωρής Πετρόπουλος
Φωτογραφίες: Αναστασία Γιαννάκη
Διανομή: Νικολίτσα Αγγελακοπούλου, Γιώργος Κισσανδράκης, Άννα Κλάδη, Βασίλης Λιάκος, Εύα Οικονόμου-Βαμβακά
11 Φεβρουαρίου έως 13 Μαρτίου 2022
Κάθε Παρασκευή - Σάββατο - Κυριακή στο Θέατρο Ελεάρ