Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
Λίγο προτού κλείσει το 2021, προλάβαμε να δούμε την περίφημη δουλειά του Τερζόπουλου «Νόρα» βασισμένη στο ομώνυμο κλασσικό έργο του Ίψεν.
Η παράσταση Νόρα παίζεται για 3η επιτυχημένη σεζόν στο Θέατρο Άττις έχοντας λάβει επαινετικές κριτικές από ξένους κι έλληνες κριτικούς. Το Άττις λειτουργεί ως αμιγώς covid free χώρος, μόνο για εμβολιασμένους και νοσήσαντες με πιστοποιητικό σε ισχύ (180 ημέρες μετά τον πρώτο θετικό έλεγχο) και με πληρότητα 70%, ώστε να υπάρχουν κενές θέσεις ακόμη και ανάμεσα στους εμβολιασμένους θεατές. Στην παράσταση πρωταγωνιστούν οι σταθεροί συνεργάτες του Τερζόπουλου Σοφία Χιλλ, Αντώνης Μυριαγκός και Τάσος Δήμας.
Υπόθεση
Το παιχνίδι στο Κουκλόσπιτο του Ίψεν παίζεται μεταξύ του φοβισμένου, κατασκευασμένου Εγώ και του καταχωνιασμένου, αληθινού εαυτού που αγωνίζεται να πάρει ανάσα. Την στιγμή που παίρνει ανάσα, όμως, αντιμετωπίζει ένα κενό. Αυτό είναι το τίμημα της αυτογνωσίας. Και αυτό είναι το κίνητρο του θεάτρου. Η Νόρα προσπερνάει το συμβατικό κοινωνικό σύστημα αξιών. Και φεύγει για το άγνωστο. Πρόκειται για μια μορφή αυτοκτονίας που, ωστόσο, μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες για τη γέννηση ενός αυθεντικού Εγώ.
Η παράσταση
Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος επέλεξε τους τρεις βασικούς ήρωες του ιψενικού έργου: τη Νόρα, τον Κρόγκσταντ και τον Τόρβαλντ. Με αυτούς τους ήρωες δημιουργεί ένα πολύ ενδιαφέρον ερμηνευτικά και σκηνικά τρίγωνο με τη Νόρα στο επίκεντρο και με στοχευμένη προβληματική γύρω από τα (κοινωνικά) φύλα και την εσωτερική κι εξωτερική σύγκρουση που συμβαίνει στον ψυχισμό της κεντρικής ηρωίδας. Στη δραματουργία της παράστασης είναι γλαφυρά παραστημένο πως η Νόρα παλεύει να προσαρμοστεί στα κοινωνικά πρότυπα που της έχουν επιβάλει άλλοι –ο πατέρας, ο σύζυγός της, ο κοινωνικός περίγυρος, ο Κρόγκσταντ- αλλά όσο αναζητά την ευτυχία σε υλικά αγαθά και κοινωνικές συναναστροφές τόσο αντιδρά το Εγώ της, που δρα ως αντίρροπη δύναμη. Σταδιακά, η θαλπωρή ενός «σπιτικού» με άντρα και παιδιά, μοιάζει με φυλακή κι η Νόρα πασχίζει να δραπετεύσει και να βρει τον πραγματικό της εαυτό.
Η έννοια της αυτοπραγμάτωσης και της ανεξαρτησίας της γυναίκας σ’ έναν ανδροκρατούμενο κόσμο που το 1879 είχε σοκάρει το νορβηγικό κοινό, σήμερα γίνεται ξανά επίκαιρο με τις 17 Γυναικοκτονίες και τις δεκάδες καταγγελίες για κακοποιητικές συμπεριφορές από άντρες προς γυναίκες. Για να μην αναφερθούμε στο απαράδεκτο διαφημιστικό σποτ για το 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Γονιμότητας τον περασμένο Ιούνιο. Ο εναγκαλισμός της Νόρα από το σύζυγό της και ο χειριστικός τρόπος που εκείνος συνομιλεί μαζί της, παραπέμπουν σε εικόνες που σήμερα τις αποκαλούμε «ενδοοικογενειακή βία», «χειριστικότητα», «κακοποιητική συμπεριφορά» ή «επέμβαση στην αυτοδιάθεση του εαυτού». Παράλληλα, ο Κρόγκσταντ με την άλλοτε παρεμβατική και την άλλοτε σιωπηλή/διακριτική του παρουσία δείχνει πως η Νόρα δεν είναι εγκλωβισμένη μόνο από το νόμιμο άντρα της, αλλά κι απ’ άλλους, ουσιαστικά από όσους μοιράζονται τον ίδιο κοινωνικό ρόλο. Επίσης, φέρει το φορτίο της μητρότητας, που την βάζει σε μια συγκεκριμένη θέση με πολύ συγκεκριμένα κοινωνικά καθήκοντα. Συνεπώς, ως γυναίκα φαίνεται πως δεν μπορεί ν’ αυτενεργήσει και ν’ αντισταθεί σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία και τρόπο ζωής.
Στην σκηνική απόδοση της δραματουργίας, πρωτεύουσας σημασίας είναι η σκηνική εγκατάσταση (Θ. Τερζόπουλος | εκτέλεση σκηνικής εγκατάστασης: Χαράλαμπος Τερζόπουλος), όπου μοιάζει μ’ έναν τεράστιο περιστρεφόμενο τοίχο, χωρισμένο σε 14 ισομερείς σανίδες. Ο τοίχος αυτός εξυπηρετεί τις δράσεις των ηθοποιών παίζοντας με τα δίπολα σκοτάδι-φως, εσωτερικό/απόκρυφο- εξωστρεφές, εσωτερικό-εξωτερικού του σπιτιού, κοινωνικές συμβάσεις – αυθεντικό Εγώ, άντρες ως κυρίαρχη κοινωνική φιγούρα – γυναίκα ως «βιτρίνα» του σπιτιού. Το σκηνικό αναδεικνύεται από τους αριστοτεχνικούς φωτισμούς (Θ. Τερζόπουλος – Κ.Μπεθάνης) που αναδεικνύουν την εύστοχη λιτότητα και τον τελετουργικό μινιμαλισμό του σκηνικού, καδράροντας τους χαρακτήρες και ειδικότερα δίνοντας βάρος στον ψυχισμό της Νόρας και τις συγκρούσεις με τα κοινωνικά πρέπει.
Οι ερμηνείες
Στον ομώνυμο ρόλο, η Σοφία Χιλλ αποδεικνύεται η ιδανική ερμηνεύτρια (ειδικά για όσους θεατές έχουν παρακολουθήσει τις παραστάσεις Alarme, Ανκόρ), δίνοντας ένα πραγματικό ρεσιτάλ. Στην αρχή της παράστασης, η Νόρα της παραπέμπει σε διαφημιστικά σποτ και κινηματογραφικές ταινίες μιας άλλης δεκαετίας, όπου η γυναίκα αναπαρασταινόταν ως καταναλωτικό αγαθό, συνεχώς χαμογελαστό, καλοφτιαγμένο κι ευχάριστο. Δεν είναι τυχαία η επανάληψη του επιθέτου «happy», για να τονίσει τη χαρά που «διαφημιζόταν» ως άμεσο αποτέλεσμα μιας συζυγικής ζωής, που την ίδια στιγμή την αποδομεί και τη σαρκάζει. Στη συνέχεια, η σύγκρουση με τον Κρόγκσταντ δείχνουν μια γυναίκα φοβισμένη να μην «πέσει» στα μάτια του συζύγου της αλλά και να μην αναμετρηθεί με την αλήθεια, ενώ στο τέλος σπάει τα δεσμά της και φαίνεται παραδομένη στην επιθυμία της να συγκρουστεί με τον κοινωνικό «θάνατο» της. Με την άριστα μετρημένη ερμηνεία της γίνεται αισθητή η ευαίσθητη ισορροπία στην οποία ακροβατεί η Νόρα παλεύοντας από τη μία να είναι σε συνέπεια με τους κοινωνικούς της ρόλους κι από την άλλη να εντοπίσει και να αποδεχτεί το αυθεντικό της Εγώ.
Στους αντρικούς ρόλους συναντάμε τον Αντώνη Μυριαγκό και τον Τάσο Δήμα. Ο Μυριαγκός ως Τόρβαλντ φαίνεται ιδιαίτερα κυριαρχικός ως Male Alpha, που έχει υπό του τη σύζυγό του και παρά την αγάπη που εξωτερικεύει λεκτικά, φαίνεται να ασκεί σωματική και σεξουαλική βία επάνω της. Αντίστοιχα, ο Τάσος Δήμας ως Κρόγκσταντ με την εκλεκτική του όψη είναι πανταχού παρών και επιμένει να λάβει τα χρήματά του αλλά και να ταπεινώσει τη Νόρα στα μάτια του συζύγου της. Με διαφορετική αφετηρία, έχει κοινή ψυχολογική και κοινωνική δράση επάνω στην ηρωίδα πιέζοντας προς τη φυγή της από την τακτοποιημένη gender bias κοινωνία.
Την στίξη της σωματικότητας και της αισθητικής ατμόσφαιρας που διαμορφώνουν το σκηνικό, οι φωτισμοί κι οι ηθοποιοί, ολοκληρώνει η μουσική του Παναγιώτη Βελιαντίτη με πυρήνα την κλασική μουσική. Τα κοστούμια του Yiorgos Eleftheriades είναι εξαιρετικής αισθητικής και κομψότητας και συνάδουν με το δραματουργικό σύμπαν του Ίψεν.
Με δύο λόγια, η παράσταση Νόρα του Θεόδωρου Τερζόπουλου είναι μια παράσταση που μόλις σε 70 λεπτά καταφέρνει να συνομιλήσει με το ιψενικό πρότυπο και ταυτόχρονα να κάνει μια συζήτηση γύρω από τα κοινωνικά φύλα διαχρονικά. Μες το μινιμαλισμό και τη συμβολικότητα του σώματος, πρόκειται για μια παράσταση-διαμαντάκι, που μπορεί να φωτίσει ακόμη και στους μη μυημένους στον Τερζόπουλο θεατές.