Συζητώντας με τη Σοφία Καψούρου, τη Νατάσσα Σίδερη, τον Χαράλαμπο Γιάννου και τη Νάντια Δρακούλα για το έργο τους, τη θεατρική γραφή και τη σύγχρονη ελληνική δραματουργία.
Τέσσερις νέοι Έλληνες θεατρικοί συγγραφείς. Ένας για κάθε μήνα. Από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Μάιο. Το Εθνικό Θέατρο μέσα από τη δράση του «Ο συγγραφέας του μήνα» δίνει βήμα στη σύγχρονη, εγχώρια δραματουργία παρουσιάζοντας στη σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» τέσσερα θεατρικά έργα με ελληνική υπογραφή, που ανεβαίνουν για πρώτη φορά.
Η Σοφία Καψούρου, η Νατάσσα Σίδερη, ο Χαράλαμπος Γιάννου και η Νάντια Δρακούλα αποτελούν την τετράδα των νέων Ελλήνων συγγραφέων που μας συστήνει για φέτος το Εθνικό. Τα έργα τους θα παρουσιαστούν για μόνο τρεις εβδομάδες το καθένα, ενώ το σκηνικό αποτέλεσμα θα είναι ουσιαστικά work in progress, αφού θα έχουν προηγηθεί πρόβες μόλις 25 ημερών. Στις παραστάσεις, ανάλογα και με τις ανάγκες κάθε έργου, συμμετέχουν οι ηθοποιοί: Ταμίλα Κουλίεβα, Κώστας Τριανταφυλλόπουλος, Λευτέρης Βασιλάκης, Δημήτρης Γεωργιάδης, Εύη Δόβελου, Ελεάνα Καυκαλά, Φώτης Λαζάρου, Δήμητρα Μητροπούλου, Ηλίας Παρασκευόπουλος και Στέλλα Βογιατζάκη.
ΣΟΦΙΑ ΚΑΨΟΥΡΟΥ «ΣΟΥΜΑΝ»
Από 1η έως 18 Φεβρουαρίου
Σκηνοθεσία: Λευτέρης Γιοβανίδης
«Από μικρή αγαπούσα τις λέξεις και τις ιστορίες. Αγαπούσα ό,τι είχε φαντασία. Ό,τι δεν είχε λύση, μόνο ερώτηση. Μ’ άρεσε να διαβάζω, αλλά μ’ άρεσε και να γράφω. Γιατί ένιωθα ελεύθερη. Ένιωθα ότι δεν λογοδοτώ πουθενά, όταν πλάθω τον δικό μου κόσμο» μου εξομολογείται η Σοφία Καψούρου. Για εκείνη η ελευθερία είναι το παν και το γράψιμο της την προσφέρει απλόχερα. «Επειδή είμαι ηθοποιός, η ανατομία ψυχής και σώματος είναι η καθημερινή μελέτη μου. Ο άνθρωπος στο κέντρο. Γράφω θέατρο και γράφω δυνατά. Με ενδιαφέρει πώς ακούγεται η λέξη, η συλλαβή, η ατάκα. Το θέατρο γράφεται για ν’ ακουστεί, όχι για να διαβαστεί υπό το φως των κεριών. Ο ήχος με ενδιαφέρει. Ο αντίλαλός του. Η παύση. Και η ανάπαυση. Ίσως γι’ αυτό έγραψα τον ‘’Σούμαν’’».
Το έργο της, που θα δούμε στη σκηνή του Εθνικού, είναι εμπνευσμένο από τη ζωή του κορυφαίου Γερμανού συνθέτη κλασικής μουσικής, Ρόμπερτ Σούμαν. «Ένας Γερμανός συνθέτης με ιδιαίτερο ήχο σε μια εποχή που ο ήχος όφειλε τουλάχιστον να είναι ευγενής» σχολιάζει με νόημα η Σοφία. «Γράφω με αφορμή τον Σούμαν. Γράφω για όλους εκείνους που δεν μπορούν να ανταλλάξουν μια χειραψία για να συστηθούν και να προωθήσουν το έργο τους, τη δουλειά τους, τον εαυτό τους. Γράφω για όλους εκείνους που πετάνε φλύκταινες στα κοσμικά σαλόνια. Γράφω για όλους εκείνους που ερωτεύονται και δεν μπορούν να διαχειριστούν το πάθος τους. Γράφω για τους δειλούς, τους μελαγχολικούς, τους πιερότους. Γράφω για σένα και για μένα. Και ναι, γράφω κάπου στο βάθος, για τον Σούμαν. Τον αμετανόητα ρομαντικό. Τον άνθρωπο που σωπαίνοντας, κραυγάζει. Κάθε σύνθεσή του Σούμαν είναι το προσωπικό του καρδιογράφημα. Κάθε άνθρωπος πρέπει να ακούσει το ένα και μοναδικό Κοντσέρτο του Σούμαν για πιάνο σε λα ελάσσονα. Πριν πεθάνει. Για να ζήσει».
Στο «Σούμαν» η Σοφία χρησιμοποιεί μια γλώσσα ιδιαίτερη. «Αν η μουσική έχει μέτρο, οφείλει και ο λόγος μου να έχει μέτρο. Ώστε ο ρομαντικός ήρωας το μέτρο αυτό να το ξεπεράσει. Να δράσει χωρίς μέτρο. Να εκφραστεί χωρίς μέτρο. Να ερωτευτεί χωρίς μέτρο. Το μέτρο, η ρίμα είναι ζευγάρωμα. Και ο διακαής πόθος όλων των ανθρώπων είναι να ζευγαρώσουν. Ακόμα και των πιο μοναχικών» μου λέει. «Η υπόθεση του έργου είναι ο ήρωας. Ο ήρωας και η μεγαλοφυΐα του. Ο ήρωας και η φαιδρότητά του. Ο ήρωας και ο δισταγμός του. Κάθε άνθρωπος και ήρωας. Κάθε ήρωας και φόβος. Εννέα θεατρικοί ήρωες. Εννέα ρομαντικοί ήρωες. Εννέα από εμάς. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε μέχρι τη στιγμή που… γεννιόμαστε ξανά».
Η ίδια θεωρεί ότι υπάρχει σύγχρονη δραματουργία, αλλά αγνοείται. «Τα έργα είναι για να παίζονται, όχι για να σαπίζουν. Το Εθνικό Θέατρο έχει αφουγκραστεί την ανάγκη έκφρασης των νέων Ελλήνων συγγραφέων αλλά και την ανάγκη του τόπου για μετάγγιση αίματος. Το νέο αίμα να δώσει αίμα στη χώρα ολόκληρη. Σε μια Ελλάδα όπου ο θεατρικός συγγραφέας οφείλει να έχει χάσει όλα του τα δόντια, μέχρι να μιλήσει και μέχρι να ακουστεί, το Εθνικό δίνει φωνή σε νέους, νεότατους Έλληνες συγγραφείς που μπορεί να μην έχουν πετάξει ακόμα φρονιμίτες. Να μην έχουν φρονιμέψει τη γραφή και τη σκέψη τους. Αναλαμβάνουν ένα καλλιτεχνικό ρίσκο και στην περίπτωση του «Σούμαν» ένα ποιητικό ρίσκο θα έλεγα» αναφέρει η Σοφία τονίζοντας την ανάγκη οι νέοι Έλληνες συγγραφείς να είναι ενωμένοι. «Ο νέος Έλληνας που γράφει ας καταλάβει ότι πρέπει να συμμαχήσει με τον άλλον Έλληνα που γράφει. Το νέο ελληνικό έργο είναι ένα. Κι ας είναι πολλά».
ΝΑΤΑΣΣΑ ΣΙΔΕΡΗ «ΤΙΤΑΝΟΜΑΧΙΕΣ»
Από 1η έως 18 Μαρτίου
Σκηνοθεσία: Υρώ Μανέ
«Ξεκίνησα να γράφω συστηματικά πριν από οχτώ χρόνια. Έμενα ακόμα στο Λονδίνο, τότε, και πάλευα μ’ ένα διδακτορικό στη φιλοσοφία. Το διδακτορικό δεν το τελείωσα, όμως τη φιλοσοφία την κράτησα. Στην πορεία πρόσθεσα δίπλα της και τη μυθολογία. Είναι οι δύο βασικοί σταθμοί από τους οποίους περνάω πάντα όταν ξεκινάω να γράφω κάτι καινούργιο» μου λέει η Νατάσσα Σίδερη, που κάνει το συγγραφικό της ντεμπούτο στο Εθνικό με τις «Τιτανομαχίες». Τα πρώτα της έργα είναι γραμμένα στα αγγλικά. Οι «Τιτανομαχίες» είναι το δεύτερο έργο της στα ελληνικά. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 2014, μετά από μακροχρόνια παραμονή στο Λονδίνο και το Βερολίνο. Τα τελευταία χρόνια παράλληλα με το θέατρο ασχολείται και με τη λογοτεχνία. «Πέρσι ολοκλήρωσα μία συλλογή κι αυτό τον καιρό δοκιμάζω το πρώτο μου μυθιστόρημα».
«Οι ‘’Τιτανομαχίες’’ είναι κατά βάση μία διασκευή. Οι παράνοια του Κρόνου κι οι ραδιουργίες των παιδιών του μεταφέρονται σε μία σύγχρονη οικογένεια, όπου η παλιά κι η νέα γενιά αντιμάχονται όχι πια για την κυριαρχία του κόσμου, αλλά για την οικογενειακή επιχείρηση. Ο πατέρας, αποφασισμένος πως το τέλος της παραγωγικής και της βιολογικής ζωής του ταυτίζονται, αρνείται να παραδώσει τα ηνία. Τα παιδιά, από την άλλη, ανυπομονούν να μεγαλώσουν, δηλαδή να βγάλουν από τη μέση τον πατέρα» μου εξηγεί σχετικά με το έργο της. «Όπως ο Κρόνος, έτσι κι ο πατέρας του έργου μου, δεν καλύπτονται στην ιδέα της συνέχειας μέσω των παιδιών τους. Αδιαφορώντας για τη διαιώνιση του είδους, βλέπουν τα παιδιά τους ως απειλή. Είναι απολύτως παράλογο αυτό; Ό,τι είναι καλό για το ανθρώπινο είδος, που χρειάζεται απλά νούμερα, συνεχιστές - όποιοι κι αν είναι αυτοί, κι όσο πιο νέοι και υγιείς τόσο καλύτερα - δεν είναι απαραίτητα καλό για εμένα προσωπικά, που ως θνητή μονάδα όταν έρθει η ώρα μου θα ζητήσω περισσότερα. Αυτή είναι η αλήθεια που γνωρίζει καλά ο Κρόνος όταν καταπίνει τα παιδιά του».
«Για να μην παρεξηγηθώ, δε λέω πως στην οικογένεια δεν μπορεί να υπάρξει αγάπη» σπεύδει να προσθέσει. «Πιστεύω όμως πως αυτό είναι περισσότερο συνέπεια παρά αιτία σύστασης της οικογένειας. Η οικογένεια καθοδηγείται από την ανάγκη. Δημιουργείται προκειμένου να εκπληρώσει κάποιο σκοπό. Κι όπως σε κάθε σύνολο, έτσι και στην οικογένεια - και φυσικά ακόμα περισσότερο στην κοινωνία - από τη στιγμή που γίνεσαι μέλος του κάτι κερδίζεις (προστασία, φροντίδα, εξασφάλιση, θαλπωρή) και κάτι χάνεις (ανεξαρτησία, ελευθερία).
Όσον αφορά τη σύγχρονη ελληνική δραματουργία η Νατάσσα θεωρεί ότι συμβαίνει το εξής παράδοξο: «Είμαι σίγουρη πως δεν είμαι η μόνη που γνωρίζω προσωπικά τουλάχιστον έναν συγγραφέα που κατά τη γνώμη μου είναι πολύ αξιόλογος, αν και το έργο του παραμένει στα αζήτητα. Ένα από τα λίγα πράγματα που θυμάμαι από την ΑΣΟΕΕ είναι πως όταν το προϊόν δεν καταφέρνει να φτάσει στον τελικό καταναλωτή, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει πρόβλημα στα κανάλια διανομής. Δεν είναι λογικό να περιμένεις πότε θα σου γνωρίσει κάποιος κάποιον προκειμένου να σου δοθεί μια ευκαιρία να παρουσιάσεις τη δουλειά σου. Υπό αυτή την έννοια, οι πρόσφατες πρωτοβουλίες του Εθνικού - τόσο το Στούντιο Συγγραφής που είχα την τύχη να παρακολουθήσω το 2015, όσο και το νέο σχήμα ο “Συγγραφέας του μήνα” – είναι, πιστεύω, απολύτως στη σωστή κατεύθυνση.
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥ «ΣΠΙΤΙ»
Από 5 έως 29 Απριλίου
Σκηνοθεσία: Ελεάννα Τσίχλη
«Γεννήθηκα στην Αμμόχωστο, μεγάλωσα στη Λεμεσό, ζω στην Αθήνα. Πάντα κάτι έγραφα. Πρώτη φορά στο δημοτικό, ένας διάλογος των Ιωαννίδη - Παπαδόπουλου να παίρνουν την απόφαση να στείλουν τανκς στο πολυτεχνείο. Το διαβάσαμε με ένα φίλο μου μπροστά στους συμμαθητές μας. Δεν ξέρω τι κατάλαβαν όμως στο τέλος μας χειροκρότησαν. Και μετά από πολλά χρόνια στην ομάδα "Ατραπός" του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ταξίδεψα σε Βισμπάντεν και Βαρκελώνη για εργαστήρια γραφής. Είδα πως κινείται ο κόσμος και το θέατρο, εδώ κι αλλού. Το 'ψαξα, ακόμα το ψάχνω. Κάποια από τα έργα μου έχουν ανέβει. Άλλα είναι στην αναμονή. Συνεχίζω να γράφω. Προσπαθώ να το κάνω με ειλικρίνεια, προσήλωση και χαρά- σαν παιχνίδι» μου αποκαλύπτει ο Χαράλαμπος Γιάννου για τη μέχρι τώρα διαδρομή του.
Το έργο του με τίτλο «Σπίτι» βασίζεται στην ιδέα της επιστροφής σε μια εποχή αθωότητας και ασφάλειας. «Στην προκειμένη περίπτωση, το σπίτι της παιδικής ηλικίας. Τότε που ,όπως θέλουμε να πιστεύουμε, τα πράγματα ήταν πιο απλά. Είναι δυνατή αυτή η επιστροφή; Ήταν όντως τα πράγματα τόσο αθώα όσο τα θυμόμαστε; Ήμασταν εμείς ποτέ παιδιά;» αναρωτιέται ο Χαράλαμπος.
Το έργο ωστόσο δεν ψάχνει το τι πήγε λάθος. «Τα λάθη είναι αναπόφευκτα. Καθορίζουν εμάς και τους γύρω μας. Μας κάνουν να γελάμε, να κλαίμε, να μουλαρώνουμε ή να ζητάμε συγγνώμη. Μας κινητοποιούν ή μας αφήνουν στάσιμους. Τα αγαπάμε ή μας κατατρέχουν, τα κάνουμε φάρους ή σκιάχτρα. Όπως και να χει, χτίζουμε τη ζωή μας γύρω από αυτά. Ή, την γκρεμίζουμε. Στο έργο παρουσιάζονται μια σειρά από τέτοιες επιλογές, χωρίς διάθεση κριτικής ή υποδείξεων. Έτσι κι αλλιώς αυτό το κάνει ο καθένας από μόνος του. Εγώ ελπίζω να το έκανα με ειλικρίνεια και χιούμορ» σχολιάζει.
Ο ίδιος θεωρεί σημαντικό που κάποια νεοελληνικά κείμενα βρίσκουν στέγη στο Εθνικό, στο Τέχνης και σε άλλες σκηνές με βάρος και απήχηση. «Πιο σημαντικό, ίσως ,είναι τα κείμενα να βρουν πρώτα το χώρο τους, τους κατάλληλους συνεργάτες και μετά, αν είναι τυχερά, το κοινό τους. Πολλές προσωπικές φωνές ξεφυτρώνουν από δω κ από κει και αυτό είναι ,αν μη τι άλλο, ενθαρρυντικό».
ΝΑΝΤΙΑ ΔΡΑΚΟΥΛΑ «ΤΟ ΣΧΟΙΝΑΚΙ»
Από 10 έως 27 Μαΐου
Σκηνοθεσία: Κώστας Παπακωνσταντίνου
«Γράφω από τότε που με θυμάμαι. Βιβλία, ημερολόγια, τετράδια και σημειώσεις ήταν πάντα ένας χώρος ασφάλειας για μένα, στο τακτοποιημένο μου χάος. Έφηβη άρχισα να παίρνω μέρος σε διαγωνισμούς διηγημάτων, πεζογραφίας, λογοτεχνικές ομάδες κτλ. Κάποια στιγμή μετά τη νομική και τη δημοσιογραφία μπήκε στη ζωή μου το θέατρο. Έζησα ένα διάστημα στη Νέα Υόρκη και εκεί ασχολήθηκα πιο εντατικά με το γράψιμο και τη θεατρική ανάγνωση» μου αποκαλύπτει η Νάντια.
«Το σχοινάκι» - το τελευταίο έργο που παρουσιάζει για φέτος το Εθνικό στο πλαίσιο της συγκεκριμένης δράσης – ασχολείται με τον σχολικό εκφοβισμό μέσα από μία λοξή ματιά στο παραμύθι της Σταχτοπούτας. «Κατά τη γνώμη μου είναι ένα τρομαχτικό παραμύθι. Τα περισσότερα είναι ούτως ή άλλως, αλλά αυτό ειδικά εμπεριέχει πολλή βία, πολλή αδικία και απατηλή προσδοκία. Κάποια στιγμή που αποφάσισα να πάρω μέρος σε ένα λογοτεχνικό διαγωνισμό στις Η.Π.Α με κεντρικό θέμα την αποδόμηση ενός παραμυθιού βρήκα πολύ γοητευτικές τις παράλληλες γραμμές του μύθου αυτού και της ενδοσχολικής βίας. Οι αντίρροπες σχέσεις που εμφανίζονται σε ένα κλειστό σχολικό περιβάλλον και οι εξουσιαστικοί δεσμοί ήρθαν να κουμπώσουν τέλεια σε αυτή την ιστορία της μικρής αδικημένης που περιμένει τον πρίγκιπα να τη σώσει...» μου επισημαίνει.
Η ίδια έχει βιώσει σχολικό εκφοβισμό. «Στα δικά μας σχολικά 90’s το bullying δεν είχε τη σημερινή διατύπωση. Ήταν κάπου χαμένο σε ομιχλώδη τοπία για τους αμήχανους καθηγητές μας, όπως αντίστοιχα ήταν και η δυσλεξία από την οποία υπέφερε η πρωταγωνίστρια του έργου. Η βία στα σχολεία δεν διαφέρει σε τίποτα από τη βία που συναντάμε καθημερινά παντού γύρω μας. Τη λεκτική, τη σωματική, την αισθητική βία» παρατηρεί.
Η Νάντια δηλώνει αισιόδοξη για τους νέους συγγραφείς. «Μολονότι επαγγελματικά η συγγραφή και η διανόηση γενικότερα στην εποχή μας και στη χώρα μας απαξιώνεται καθημερινά, πάραυτα υπάρχει κόσμος που γράφει καλό θέατρο, κόσμος που γράφει καλά, κόσμος που γράφει κακά, αλλά γενικά κάτι πάει και έρχεται από την πλήρη καθίζηση των προηγούμενων ετών. Γίνονται κάποιες τολμηρές κινήσεις από θεσμούς όπως του Εθνικού να αναδείξουν νέες φωνές και αυτό έστω και ψυχολογικά για ένα συγγραφέα είναι τεράστια υπόθεση. Συγγραφέας χωρίς κοινό νοείται; Ας ελπίσουμε ότι δεν πρόκειται απλά για μια τάση των καιρών αλλά για μια αναγκαιότητα συλλογικής έκφρασης του παρόντος, στην ολότητά του».