Ο Πολ Τόμας Άντερσον είναι -ίσως- ο πλέον καλλιτεχνικά ερεθιστικός σκηνοθέτης αυτή τη στιγμή στην Αμερική. Είναι ικανός κάθε φορά να προκαλέσει τα δικά του αισθητικά όρια και να χαρίσει στο κοινό του το κινηματογραφικό kinkiness που δεν ήξερε ακόμη πως έχει ανάγκη.
Εδώ, αναλαμβάνει ένα είδος που έχει μεν καταφέρει να προκαλέσει κινηματογραφικούς οργασμούς, έχει, όμως, δε συνδεθεί και με πολυάριθμες βερζιόν του ίδιου κακόγουστο εαυτού του. Το είδος του οποίου την αναγέννηση αναλαμβάνει, εδώ, ο Άντερσον είναι το teen movie. Και καταφέρνει, ως άξιος συνεχιστής της ίδιας της παράδοσης του, να χαρίσει μια διακριτή ταυτότητα και μια ξεχωριστή πνοή σε ένα genre εν πολλοίς παρεξηγημένο.
Ο Άντερσον, λοιπόν, βασίζεται στον ανεκπλήρωτο έρωτα ενός 15χρονου εφήβου (Κούπερ Χόφμαν) με μια 25χρονή γυναίκα (Αλάνα Χάιμ) για να μας χαρίσει ένα τουρ στην Καλιφόρνια των 70s. Με τους δύο πρωταγωνιστές να ψάχνουν για 2 ώρες και 1 τέταρτο το ιδανικό κατάδικο τους μέλλον στον έρωτα και τη ζωή, η ίδια η Αμερική μοιάζει κι αυτή αβέβαιη μπροστά σε πολέμους, οικονομικές και πετρελαϊκές κρίσεις.
Με το σκεπτικό να είναι ευφυές και την κατασκευή των χαρακτήρων να ακολουθούν την ιδιοφυία της ιδέας, η απόδοση μοιάζει συχνά να χειρίζεται επιδερμικά τα πολιτικά ζητήματα της εποχής. Και να τα αναγάγει, εν τέλει, σε ένα background μίας ερωτικής ιστορίας που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι -και- άχρονη.
Η σκηνοθεσία συνδυάζει άριστα το χίπικο λαίφσταιλ με την απόλυτη αναζήτηση ουσίας και νοήματος μέσω μιας ατέρμονης περιπλάνησης σε ιδέες και τοποθεσίες. Και, εν τέλει, καταφέρνει να κερδίσει το στοίχημα της οπτικής ηδονής.
Στα απόλυτα μπόνους της ταινίας είναι το εξαιρετικό πρωταγωνιστικό δίδυμο των Κούπερ Χόφμαν και Αλάνα Χάιμ που καταφέρνουν μέσα από την μη αναγνωρισιμότητα τους να χαρίσουν στην ιστορία την αληθοφάνεια της διπλανής πόρτας, διαθέτοντας, όμως, ταυτόχρονα στέρεες υποκριτικές βάσεις. (Ναι, ο Κούπερ Χόφμαν είναι ίδιος με τον πατέρα του, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν)
Τελικά, ακόμα κι αν η «Πίτσα Γλυκόριζα», δεν είναι η καλύτερη ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον, ο δημιουργός καταφέρνει, τελικά, επενδύοντας σε μια κάποια κινηματογραφική ελαφρότητα να μιλήσει ευθύβολα για την βαρύτητα της αναζήτησης.
3,5/5