Από τη Μαρίνα Αποστόλου
Όπως είναι γνωστό και κοινά κατανοητό, το παιδικό θέατρο αποτελεί ένα δύσκολο εγχείρημα για τους εμπνευστές (αυτούς δηλαδή που θα συλλάβουν την ιδέα), και τους συντελεστές του (αυτούς δηλαδή που θα δώσουν σάρκα και οστά στη σκέψη αυτή), καθώς οι τελευταίοι έχουν ως αποστολή να μεταδώσουν με απλό και τρυφερό μα και συνάμα διασκεδαστικό και άμεσο τρόπο, σημαντικά μηνύματα για τη ζωή, τα συναισθήματα και τις ανθρώπινες αξίες.
Το στοίχημα αυτό δείχνουν να το κερδίζουν και με το παραπάνω οι ευάριθμοι, θα λέγαμε, δημιουργοί της θεατρικής παράστασης Ο ΡΑΦΤΑΚΟΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ. Έχοντας ως βάση και πρώτη ύλη το κείμενο του αγαπημένου παραμυθά Αντώνη Παπαθεοδούλου, η Τίνα Γιωτοπούλου και η Χρύσα Διαμαντοπούλου συνθέτουν ένα θεατρικό διαμαντάκι που πραγματεύεται την απέραντη δύναμη των λέξεων, τη ζεστασιά που προσφέρει ο ανθρώπινος λόγος αλλά και την αδήριτη ανάγκη που αισθάνονται οι άνθρωποι για επικοινωνία και κοινωνικότητα.
Μ (μι) και Α (α) και Ζ (ζι) και Ι (ι) [ΜΑΖΙ] ακούμε τους τρεις ηθοποιούς του έργου, Νίκο Αξιώτη, Δημήτρη Γιαννή και Αγγελική Παναγιωτοπούλου να τραγουδούν χαρούμενα και ρυθμικά αρκετές φορές, κυρίως από το μέσο της παράστασης και μετά, θέλοντας έτσι να καταδείξουν την αξία και τη δύναμη της συλλογικότητας.
Στον εξωτερικό χώρο του Modus Vivendi του ηθοποιού Κρατερού Κατσούλη, οι τρεις ερμηνευτές, με όπλα τους τη μουσική και την κίνηση μα και το λόγο που διανθίζεται από ρέοντες ομοιοκατάληκτους στίχους, υποδέχονται τους μικρούς θεατές και τους γονείς τους σε ένα ταξίδι που αναδεικνύει την αυθεντικότητα, την ποιότητα και τη ζεστασιά στη ζωή, κόντρα στην τυποποίηση, την αυτοματοποίηση και την άχαρη αντιγραφή επιβεβλημένων προτύπων. Με μελόντικα, μεταλλόφωνο, μουσικό κουτί, τύμπανο, κιθάρα, κρουστά αβγά, ζίλιες, καστανιέτες, αφρικανικό σέικερ, τελάρο ραπτικής ως βροχή, μουσική γαβάθα και βροντή (επίσης κρουστό όργανο), όργανα που παρουσιάζονται ένα προς ένα στην έναρξη της παράστασης, οι ηθοποιοί μάς μεταφέρουν σε μια περασμένη εποχή, σε ένα χωριό όπου ακόμη καλά κρατούν παραδοσιακά επαγγέλματα όπως ο λούστρος, ο αμαξάς, η μυλωνού, ο λατερνατζής και… ο ράφτης! Ένας ράφτης (Νίκος Αξιώτης) που αντί για κλωστές και υφάσματα, ράβει τα πολύχρωμα για την άνοιξη και τα ζεστά για το χειμώνα ρούχα του με τις ανάλογες όμορφες λέξεις.
Η εγκυμονούσα Ερατώ ζητάει από τον ραφτάκο να της ετοιμάσει μια κουβέρτα για να σκεπάσει το μωρό της όταν γεννηθεί κι εκείνος δημιουργεί μέσα από τις λέξεις «λαχτάρα», «προσμονή», «θαλπωρή», «ηρεμία», «όνειρα γλυκά» αλλά και «κλωτσιά», που σημαίνει «κίνηση», «ζωή», «παιχνίδι’». Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινείται και ο κυρ-Αλέκος, ετών 80, πρώην πρωταθλητής που δε λέει να παραιτηθεί από την αγάπη για ζωντάνια και δράση διδάσκοντας στα παιδιά ότι οι υψηλοί στόχοι απαιτούν χρόνο και επιμονή. (Ο κυρ-Αλέκος) Παραγγέλνει στον ραφτάκο ένα γιλεκάκι αθλητικό δροσερό και άνετο για να παίρνει αέρα όταν ιδρώνει κι εκείνος το πλέκει με «περηφάνια», «αξία», «αναγνώριση» αλλά και «εξαερισμό»! «Όλα θα τα προλάβουμε! Δεν αρνούμαστε κανένα!», ακούμε να βροντοφωνάζουν οι ερμηνευτές, υπογραμμίζοντας την καλή θέληση που μπορεί να καταστήσει τα πάντα δυνατά. Μα κι όταν ο βαρύς χειμώνας πέφτει στο χωριό κι η Σμαρώ η καστανού χρειάζεται ένα πουλόβερ για το κρύο, τότε η παράσταση γίνεται διαδραστική και πλέον τον λόγο έχουν οι νεαροί θεατές που καλούνται να προτείνουν σχετικές λέξεις που να συνδέονται με τη ζεστασιά τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά/ψυχικά. Κατά αυτόν τον τρόπο, τα παιδιά απαντούν όρους όπως «ζέστη», «αερόθερμο» και «τζάκι» αλλά και «αγάπη», «αγκαλιά», «φιλάκι».
Μα κάποια μέρα το χωριό μεγάλωσε, επεκτάθηκε και έγινε πόλη άχρωμη, άοσμη και απρόσωπη. Ο ραφτάκος έπαψε να δέχεται παραγγελίες, το ραφείο του άδειασε κι οι κάτοικοι ξεκίνησαν να φορούν έτοιμα ρούχα, τα οποία κατανάλωναν και αντικαθιστούσαν σε σύντομο χρόνο. Το κείμενο καταφέρει έτσι γροθιά στον σύγχρονο τρόπο ζωής, όπου το οικονομικό συμφέρον επιβάλλεται και η μόδα μαστίζει τους πληθυσμούς με αυταρχισμό και απολυτότητα. «Δεν προλαβαίνουμε να ζήσουμε», είναι το συμπέρασμα που προκύπτει από την παρατήρηση αυτών των ρυθμών ζωής, που μόνο θλίψη προξενούν στον ραφτάκο.
Η παράσταση στο σημείο αυτό γίνεται εκ νέου διαδραστική, με τα παιδιά να δίνουν τη λύση, ψιθυρίζοντας στη μεζούρα του ραφτάκου θερμές λέξεις: «επιμονή», «όρεξη», «αγάπη», «ευτυχία», «φιλιά», «αγκαλιά», «επισκέψεις»… Ο ραφτάκος αποφασίζει μόνος του να βρεθεί στην κίνηση, το χάος και τη φρενίτιδα της πόλης, όπου οι άνθρωποι ζώντας μονότονα και αδιάφορα, δείχνουν μόνοι, σχεδόν κωφοί και αδιάφοροι. «Οι λέξεις είναι για να μιλιούνται, για να ανταλλάσσονται σαν πάσες», «οι λέξεις ζεσταίνουν, δροσίζουν κι ομορφαίνουν την ψυχή», όπως επίσης «η σιωπή είναι μοναξιά, μόνο οι λέξεις είναι η λύση», είναι κάποιες από τις πολύ γλυκές ατάκες-απαύγασμα του παιδικού αυτού έργου που κάπου εκεί βαίνει προς το τέλος του.
Κατά συνέπεια, οι μικροί θεατές ενθαρρύνονται να επικοινωνούν, να χρησιμοποιούν τον λόγο ως εργαλείο ανθρώπινης επαφής, να εκτιμούν τις λέξεις και την επιρροή τους πάνω στους άλλους αλλά και να επιδιώκουν την πραγματική, ουσιαστική συνδιαλλαγή κι όχι την πλαστική σχέση με τους γύρω τους. Παράλληλα, προσκαλούνται να αγαπήσουν τα βιβλία, διότι αυτά αποτελούν «εκμαγεία για ορθάνοιχτα μυαλά» αλλά και να καταλάβουν ότι τα ανθρώπινα συναισθήματα έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα («με του έρωτα τα βέλη ράβω κόκκινη καρδιά»).
Συνολικά, πρόκειται για μια παράσταση ευχάριστη, διάρκειας μίας ώρας, με πρωτότυπα κοστούμια, περούκες και άλλα λειτουργικά αντικείμενα επί σκηνής (π.χ. ποδήλατο). Η κίνηση και το τραγούδι κυριαρχούν χωρίς να κουράζουν το νεαρό κοινό, ενώ οι τρεις ηθοποιοί δείχνουν να εναρμονίζονται απόλυτα κι ενώ ο καθένας τους είναι ξεχωριστός, ωστόσο, ταυτόχρονα συνιστούν μια αδιαίρετη θεατρική τριπλέτα. Χωρίς αμφιβολία, έχουμε να κάνουμε με ένα προϊόν του οποίου τα υλικά είναι το μεράκι, η δημιουργικότητα, η επιμέλεια της κάθε λεπτομέρειας, η φαντασία και η αγάπη για τα παιδιά και την ίδια τη ζωή.
Η παράσταση απευθύνεται σε παιδιά από 4 ετών.