Τελευταία Νέα
Από τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη στην παιδοκτόνο της Πάτρας Ζητούνται ηθοποιοί από το Εθνικό Θέατρο Πέθανε η σπουδαία τραγουδίστρια Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη Είδα τους «Προστάτες», σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Ανακοινώθηκε το Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου Είδα το «Hyperspace ή αλλιώς…» , σε σκηνοθεσία Δανάης Λιοδάκη   «Καραϊσκάκενα, O Θρύλος» Της Σοφίας Καψούρου στον Πολυχώρο VAULT «Μπες στα παπούτσια μου - Ταυτίσου με τη διαφορετικότητα αυτοσχεδιάζοντας» στο Θέατρο Όροφως Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου 2022 – Το μήνυμα του Peter Sellars Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου ανοίγει Mοτέλ στη Φρυνίχου Η πρώτη δήλωση του Νέου Καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΚΘΒΕ Δράσεις του Εθνικού Θεάτρου για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου Ακρόαση ηθοποιών για την νέα παράσταση του Γιάννη Κακλέα Είδα το «Γράμμα στον πατέρα», σε σκηνοθεσία Στέλιου Βραχνή (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Κερδίστε διπλές προσκλήσεις για την παράσταση «Η σιωπηλή Λίμνη»
 

Από τη Νατάσα Κωνσταντινίδη

«Αυτή η γυναίκα είναι σα να έχει συνδεθεί με ένα καλώδιο που διαπερνά όλο τον πλανήτη. Κι αν οι παράλυτοι είμαστε εμείς;»

9-10 Νοεμβρίου 1938. Ακριβώς 80 χρόνια πριν, μέλη των Ταγμάτων Εφόδου και της Χιτλερικής Νεολαίας εξαπέλυσαν μια σειρά πογκρόμ κατά των Εβραίων της Γερμανίας. Έκαναν θρύψαλα περίπου 7500 βιτρίνες επιχειρήσεων εβραϊκής ιδιοκτησίας, λεηλάτησαν σπίτια και κοιμητήρια τους, ενώ τους εξανάγκασαν σε δημόσιο εξευτελισμό, να καθαρίζουν τα πεζοδρόμια με οδοντόβουρτσες. Σπασμένα τζάμια κάλυψαν τα πεζοδρόμια και έδωσαν στη νύχτα ορόσημο το όνομα «Kristallnacht», «Νύχτα των Κρυστάλλων ή Νύχτα των σπασμένων τζαμιών». Ίσως από τα πιο σημαντικά γεγονότα αντισημιτικής πολιτικής που σηματοδότησαν την μαζική έξοδο των Εβραίων από την Γερμανία από εκείνη την ημέρα και μέσα σε διάστημα λίγων μηνών.

Αφορμή για τις βεβηλώσεις στάθηκε η δολοφονία του Ερνστ Φον Ρατ, αξιωματούχου της Γερμανικής Πρεσβείας στο Παρίσι. Ο Έρσελ Γκρίνσπαν, ένας δεκαεπτάχρονος Πολωνοεβραίος είχε πυροβολήσει τον διπλωμάτη δύο μέρες πριν. Η Kristallnacht ήταν η απάντηση στη δολοφονία αυτή. Από την άλλη μεριά όμως, του Γκρίνσπαν ήταν η απάντηση στην απέλαση των γονιών του από την Γερμανία στα πλαίσια του διωγμού από το Ράιχ χιλιάδων Εβραίων με πολωνική υπηκοότητα.

Ο Μίλλερ πολωνοεβραϊκής καταγωγής και ο ίδιος δεν έμεινε ανεπηρέαστος από το γεγονός και το κατέγραψε σε ένα αλληγορικό έργο, κατά την άποψη μου πάντα, στην πιο ώριμη περίοδο της συγγραφικής του πορείας στο «Σπασμένο Γυαλί» (1995).

Το εν λόγω έργο δεν είναι σαν το « Ήταν όλοι τους παιδιά μου» ή σαν τον «Θάνατο του Εμποράκου», θεματικά τουλάχιστον, αλλά παραμένει ένα βαθιά αυτοβιογραφικό έργο όπου μέσα του καταγράφονται εκτός από την κριτική του αμερικανικού ονείρου και τον απόηχο της οικονομικής καταστροφής των γονιών του που τους οδήγησε στο Μπρούκλιν μετά το Κραχ του ’29, (τόπος που εκτυλίσσεται και το έργο) και ένας τουλάχιστον προβληματικός γάμος, πιθανότατα δικός του, αυτός με την εξαρτημένη από ουσίες Μέριλιν Μονρόε.

Ο Μίλλερ είχε ακούσει για μια γυναίκα που τότε παρέλυσε ξαφνικά, της οποίας ο σύζυγος συνεχώς φορούσε μαύρα σα να πενθούσε για τη ζωή του. Αυτή την εικόνα την κράτησε και χρόνια μετά αποτέλεσε έμπνευση για «Το Σπασμένο Γυαλί».

Το έργο πρωτοπαίχτηκε στην Ελλάδα την ίδια χρονιά της συγγραφής του, το 1995 από το Θέατρο των Εξαρχείων σε σκηνοθεσία Τάκη Βουτέρη. Φέτος έχουμε τη χαρά να το δούμε στο Θέατρο Πόλη σε σκηνοθεσία Άσπας Καλλιάνη, η οποία τα τελευταία δύο χρόνια μπήκε δυναμικά στο παιχνίδι της σκηνοθεσίας και κατάφερε οι παραστάσεις της να συζητιούνται. Πέρυσι με το «Ξεχωριστή Μέρα» του Έττορε Σκόλα και λίγο πριν από αυτό, το έργο «Ο συγγραφέας σου πέθανε», το οποίο και συνέγραψε.

Βρισκόμαστε στο σπίτι των Φίλιπ και Σύλβια Γκέλμπεργκ στο Μπρούκλιν του 1938. Πρόκειται για ένα ζευγάρι Εβραίων που ετοιμάζεται να πάει κινηματογράφο. Η Σύλβια επηρεασμένη από τις εφημερίδες που περιγράφουν τα γεγονότα της Kristallnacht, ενώ κατεβαίνει τις σκάλες γκρεμίζεται και παραλύει από τη μέση και κάτω. Η παράλυση της δεν αποδίδεται σε παθολογικά αίτια και η διάγνωση του γιατρού Χάιμαν φωτογραφίζει ψυχοσωματικά προβλήματα. Μιλά για υστερική παράλυση (από το υστερία-γαλλ. Hysteria- υστέρα=μήτρα, από το ύστερος δηλαδή τελευταίος), που οφείλεται συνήθως σε σεξουαλική δυσλειτουργία.

 

Αν και δεν είναι ψυχίατρος, αλλά ένας Εβραίος γιατρός σπουδαγμένος στη Γερμανία, αναλαμβάνει να ξετυλίξει το κουβάρι του μυστηρίου που καλύπτει την ασθένεια της και να τη βοηθήσει να σταθεί στα πόδια της κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μεταξύ τους υπάρχει μια έλξη « Έχω να νιώσω έτσι για γυναίκα πολλά χρόνια» της λέει ο Χάρρυ, ενώ εκείνη «Μόνο εσένα θέλω», «θα με πας στην προβλήτα σου;» και το δέσιμο τους είναι αναπόφευκτο. Αυτό προκαλεί συγκρούσεις στον ήδη προβληματικό γάμο της Σύλβιας, αλλά και στον δικό του, που σύμφωνα με τα λεγόμενα της συζύγου του Μάργκαρετ φαίνεται να έχει επίσης προβλήματα. Υπάρχουν εδώ δύο αρχέτυπα. Αυτό του άνδρα με τη φήμη του καρδιοκατακτητή και εκείνο του άνδρα που δυσανασχετεί και αισθάνεται απειλή και ανασφάλεια. Φίλιπ : «Δεν είμαι και ο Ροδόλφο Βαλεντίνο». Χάρρυ : «Ίσως ούτε ο Ροδόλφο Βαλεντίνο να ήταν», υπαινισσόμενος το ότι η φήμη του μπορεί και να μην του ταίριαζε απόλυτα. Το πέμπτο πρόσωπο της ιστορίας είναι η Χάριετ η αδερφή της Σύλβιας που στοιχειοθετεί την εικόνα ενός υποταγμένου αδύναμου πλάσματος, φοβικού και λίγο φυγόπονου και αφελούς.

Σε όλους τους χαρακτήρες του έργου γίνεται ψυχογράφημα από τον συγγραφέα. Οι θεατές έρχονται αντιμέτωποι καθ ‘ όλη τη διάρκεια με αλήθειες που «παραλύουν» τον καθένα ξεχωριστά και για ξεχωριστούς λόγους. Οι θεατές βρίσκουν κάτι από τον εαυτό τους, το γάμο τους, τις αρρωστημένες διαπροσωπικές σχέσεις τους, πλεγμένες με συμφέρον και φόβο. Γιατί αλήθεια αν το σκεφτεί κανείς, ο φόβος και το κοινό συμφέρον είναι που ενώνει εμάς τους ανθρώπους.

Παρατηρούμε εξάλλου επιρροές του Μίλλερ από το έργο του Σβέβο και του Πιραντέλλο στο έργο για το ποιος είναι τελικά ο άρρωστος, αυτός που ασθενεί ή εκείνος που αφουγκράζεται το τι συμβαίνει; «Αυτή η γυναίκα είναι σα να έχει συνδεθεί με ένα καλώδιο που διαπερνά όλο τον πλανήτη. Κι αν οι παράλυτοι είμαστε εμείς;» ή «Είμαστε άρρωστοι και δεν μπορούμε να δούμε το κακό που γίνεται;» διερωτάται ο Χάρρυ απευθυνόμενος στην Μάργκαρετ. Ενώ από την άλλη η Σύλβια μιλώντας στον Χάρρυ: «Όποιος είναι διαφορετικός τον κλείνουν σε κάποιο τρελάδικο. Όποιο κτίριο είναι διαφορετικό το γκρεμίζουν». «Ας κλείσουμε λοιπόν στο τρελάδικο όποιον βλέπει τον κόσμο του να γκρεμίζεται». Όλοι με εξαίρεση το γιατρό την θεωρούν τρελή. «Μα να πιστεύει πως θα κυριαρχήσουν λίγοι φανατικοί;», λέει η Μάργκαρετ.

Η παράσταση στο Πόλη καταφέρνει να δονήσει τα συναισθήματα μας κλιμακωτά. Χαρακτηριστικό του Μίλλερ. Πρώτα περιγράφει την ιστορία και στη συνέχεια κορυφώνει την πλοκή. Τι μπορεί να πει κανείς για την ευαίσθητη και ρεαλιστική θεατρική απόδοση του έργου από την Άσπα Καλλιάνη και το λειτουργικό σκηνικό του έμπειρου Μανόλη Παντελιδάκη. Κοστούμια επιλεγμένα με γνώμονα τις ανάγκες του έργου από την Ντένη Βαχλιώτη. Υπέροχο το κοστούμι ιππασίας και οι ταμπά μπότες του κύριου Βούρου-Χάρρυ, καθώς και το μαύρο κοστούμι του κύριου Γεωργάκη-Φίλιπ. Στο σύνολο τους προσεγμένα τα φορέματα, αν και φαντάζει κάπως υπερβολικό το κόκκινο φόρεμα της Σύλβιας- Βλαντή στο τέλος.

Η σκηνοθεσία δημιούργησε μια ατμοσφαιρική παράσταση. Ήχοι σπασμένων γυαλιών, ένα πανί σα θέατρο σκιών φωτίζει τους φόβους των πρωταγωνιστών. Στην αρχή τους φόβους της Σύλβιας, βλέπουμε σκιές εβραίων γονατισμένων στα τέσσερα να καθαρίζουν τους δρόμους και στη συνέχεια τον φόβο του Φίλιπ για το αφεντικό του τον κύριο Κέις. Εξαιρετική η σκηνή με την κούνια και το εύρημα με το ελάφι που παγώνει μπροστά στον κίνδυνο. Το ελάφι αλληγορικά είναι η Σύλβια που παγώνει τα πάντα μέσα της για να μην πονά, ώσπου στο τέλος δεν αισθάνεται ούτε το σώμα της, ενώ η συγκεκριμένη σκηνή χαρίζει μια από τις ωραιότερες ερμηνευτικά στιγμές του έργου στον Γιάννη Βούρο που μεταμορφώνεται σ’ ελάφι για χάρη της Σύλβιας.

 

4 photography

Ο Γιάννης Βούρος στον απαιτητικό ρόλο του γιατρού Χάρρυ Χάιμαν μας χαρίζει μια δυνατή ερμηνεία. Στο δεύτερο μέρος όπου κορυφώνεται η πλοκή δίνει ακόμα ένα διαπίστευμα για το εύρος του ταλέντου και της ποιότητας του.

Η Παναγιώτα Βλαντή αναλαμβάνει τον ρόλο της παράλυτης Σύλβιας, έχει στο βλέμμα της μια αδιόρατη θλίψη και μια δύναμη που σε αγγίζει συναισθηματικά. Φαντάζομαι, πως για την ίδια ο συγκεκριμένος ρόλος είναι πρόκληση και όπως η Σύλβια βγαίνει νικήτρια από την ασθένεια της, έτσι και η ίδια η Βλαντή ισορροπώντας σε ένα λεπτό νήμα βγαίνει υποκριτικά άψογη.

Ο Νίκος Γεωργάκης καλείται να παίξει το ρόλο του Φίλιπ. Ο Φίλιπ είναι ένας αδύναμος χαρακτήρας, ανασφαλής που αρνείται να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι είναι Εβραίος. Η σχέση του με τη θρησκεία είναι σα σπασμένο γυαλί. Κομπάζει στον Χάρρυ ότι διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους Εβραίους, ότι είναι ο μόνος Εβραίος υπάλληλος της Brooklyn Quarantee, αλλά και στη Σύλβια για το γιό τους που είναι ο πρώτος Εβραίος λοχαγός στον Αμερικανικό στρατό. Για τον κύριο Κέις είναι ένας υποταγμένος υπάλληλος και στο υποσυνείδητο της Σύλβιας είναι ο Χίτλερ που διαλύει την ίδια. Διφορούμενη λοιπόν προσωπικότητα ο Φίλιπ. Λεπτές οι γραμμές που χωρίζουν τον ευάλωτο και ανασφαλή από τον σκληρό και βίαιο χαρακτήρα του. Πείθει ο Γεωργάκης, όταν σαν μικρό τρομαγμένο παιδί καθισμένο μπροστά στον Χάρρυ να εξομολογείται το πρόβλημα του και μας βεβαιώνει για την καλή ερμηνεία του στο τέλος της σύγκρουσης μεταξύ των ηρώων.Αν και το πρωταγωνιστικό δίδυμο είναι οι Σύλβια- Χάρρυ, ο Φίλιπ είναι ρόλος κλειδί.

Η Δήμητρα Σιγάλα ως Χάριετ χαρίζει στην ηρωίδα της μια πινελιά πονηρής αθωότητας.Υποδύεται την αδερφή της Σύλβιας και αποτελεί ένα κρίκο από την αλυσίδα που κρατούσε τη Σύλβια δέσμια σε ένα γάμο που δεν της ταίριαζε. Κατευνάζει τις συγκρούσεις, κουκουλώνει τα προβλήματα, εθελοτυφλεί για το συμφέρον της θυσιάζοντας την αδερφή της. Ξαφνιάζεται για την παράλυση «την καημένη την αδερφή μου».

Η Κάτια Γκουλιώνη στο ρόλο της συζύγου του Χάιμαν, Μάργκαρετ χαρίζει τις απαραίτητες κωμικές νότες στην παράσταση, χωρίς όμως να χάνει και τα χαρακτηριστικά της συνειδητοποιημένης συζύγου και ισχυρής προσωπικότητας. Στο τέλος κάνοντας έναν απολογισμό λέει : «Παίζουμε όσο καλύτερα μπορούμε με ότι φύλλο μας δόθηκε».

Οι φωτισμοί του Βασίλη Κλωτσοτήρα και η μουσική επιμέλεια του Κωστή Κόντου στολίζουν την παράσταση και της προσδίδουν ατμοσφαιρικότητα.

Θα κλείσω με μια φράση της Σύλβιας : «Γκρεμίζεται το έδαφος. Χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Μας γκρεμίζουν. Γκρεμίζουν έναν ολόκληρο πολιτισμό»

Από τη Νατάσα Κωνσταντινίδη

Ο Άρθουρ Σνίτσλερ (Βιέννη, 1862- 1931) είναι θεατρικός συγγραφέας εβραïκής καταγωγής. Παρά τις σπουδές του στην Ιατρική ασχολήθηκε από νωρίς με τη συγγραφή. Γνωστός έγινε με τον «Ανατόλ» (1893), ενώ έργα του έχουν μεταφερθεί και στον κινηματογράφο, όπως η «Ονειρεμένη Ιστορία» του 1926, την οποία ο Στάνλεï Κιούμπρικ μετέφερε στον κινηματογράφο το 1999 με τον τίτλο «Μάτια Ερμητικά Κλειστά». Όπως ο ίδιος συνήθιζε να λέει: «Γράφω για τον έρωτα και τον θάνατο. Υπάρχουν μήπως άλλα θέματα;». Πράγματι αυτή είναι η θεματολογία του. Έρωτας και θάνατος. Ο Σνίτσλερ έζησε μια ταραγμένη προσωπική ζωή με ερωτικές σχέσεις θυελλώδεις, ενώ διατηρούσε ημερολόγιο με τις ερωτικές του συνευρέσεις, γεγονός που τον οδήγησε στα δικαστήρια. Κάπως έτσι ξεκινά ο «Ανατόλ» στο θέατρο Αλκμήνη.

Ο Μαξ, τον οποίο ενσαρκώνει ο Πέρης Μιχαηλίδης είναι ο αντικατοπτρισμός του συγγραφέα και καλείται στο δικαστήριο να απολογηθεί. Με στωικότητα, ειρωνεία και σαρκασμό απαντά : «Και η μουσική μιμείται το ρυθμό της συνουσίας. Δικάστε τότε και τους μουσικούς». Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας ο Ανατόλ. Αρχέτυπο του θρυλικού ελευθεριάζοντος ήρωα «Δον Ζουάν» του Ισπανού δραματουργού Τίρσο δε Μολίνα καθώς και του Βενετσιάνου αιώνιου γυναικοκατακτητή Τζιάκομο Καζανόβα του 18ου αιώνα, ο οποίος υποδυόταν ρόλους ζωής και λειτουργούσε σαν σκοτεινό αντικείμενο πόθου των γυναικών. Ο Ανατόλ είναι ένας άντρας με πάθη που αφήνεται να ερωτευτεί ξανά και ξανά γυναίκες διαφορετικής ηλικίας, καταγωγής, κοινωνικής και οικονομικής επιφάνειας. Πολυσυλλεκτικός, με συναισθηματική ασυνέπεια και ανασφάλεια, διακατέχεται κάθε φορά από ένα νέο πάθος.

Το έργο του Άρθουρ Σνίτσλερ έχει παρασταθεί ξανά στην Αθήνα το 1987 στο Θέατρο Διονύσια, όπου τον ρόλο του Ανατόλ κρατούσε ο jeune premier Γρηγόρης Βαλτινός, (τον οποίο πραγματικά θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά) ενώ τις επτά γυναίκες αντικείμενα πόθου του, η Κάτια Δανδουλάκη. Μαξ ήταν ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ και η σκηνοθεσία ήταν του Ζυλ Ντασέν.

Φέτος ο «Ανατόλ», που αδιαμφισβήτητα είναι πολύ ενδιαφέρουσα φιγούρα, ενέπνευσε τον έμπειρο σκηνοθέτη και ηθοποιό Γιάννη Βούρο, ο οποίος έχοντας στα χέρια του τον κατασταλαγμένο ερμηνευτικά Πέρη Μιχαηλίδη, τον ανερχόμενο και πολλά υποσχόμενο νέο ηθοποιό Λευτέρη Βασιλάκη και την Τζούλη Σούμα, που υποδύθηκε με τόσο πάθος επτά ηρωίδες, δημιούργησε μια παράσταση που αφήνει στον θεατή φεύγοντας μια γλυκόπικρη αίσθηση και έναν προβληματισμό.

Πιο συγκεκριμένα, η σκηνοθετική επιλογή να δικάζεται στην αρχή ο Μαξ και να ακούγεται η φωνή του δικαστή-σκηνοθέτη εγκλιματίζει το θεατή με την πραγματικότητα του έργου και τον εντάσσει στην κοσμοθεωρία του συγγραφέα. Επιπλέον οι εναλλαγές των γυναικών του Ανατόλ, το σκηνικό έγιναν με τρόπο φυσικό, ώστε να αντιληφθεί εύκολα ο θεατής ότι προκειται για άλλη χρονική στιγμή, άλλο πρόσωπο, άλλα συναισθήματα. Παρακολουθήσαμε μια ατμοσφαιρική παράσταση, ντυμένη με μουσικές του Στράους, καλοστημένη, με φρέσκια ματιά.

Οι φωτισμοί (Γιώργος Φρέντζος) στόλισαν την παράσταση και απαιτούσαν μια επιπλέον προσοχή λόγω των εναλλαγών, στη μουσική επιμέλεια (Γιώργος Τσιρίκος) αναφέρθηκα ήδη. Ο σκηνικός χώρος έδενε με την κάθε ιστορία απόλυτα, αξιόλογη προσπάθεια και σε αυτό το κομμάτι από τον σκηνοθέτη Γιάννη Βούρο.

Η μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη δίνει στους διαλόγους μια φυσικότητα και μια αλήθεια.

Τρεις ηθοποιοί, επτά ιστορίες και εννιά ρόλοι σε μια παράσταση.

Πέρης Μιχαηλίδης (Μαξ), απολαυστικός σε μεγάλα κέφια, με σαρκασμό, χιούμορ, ειρωνεία γίνεται ο απόλυτος παρατηρητής των πρωταγωνιστών και αποτελεί το συνδετικό κρίκο μεταξύ των ηρώων. Ερμηνεύει ένα Μαξ κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του. Φέτος είναι η χρονιά του.

O Λευτέρης Βασιλάκης (Ανατόλ),μας παρασέρνει στον ζηλόφθονο ερωτευμένο με την Κόρα και μετά με την Έμιλυ που της ζητά παραμονή του γάμου τους να πετάξει τα δώρα των προηγούμενων, μας θυμώνει όταν παρατά Παραμονή Χριστουγέννων την παντρεμένη με άλλον και ερωτευμένη μαζί του Γκαμπριέλα, μας δαιμονίζει όταν η Μπίμπι που την θεωρούσε αιώνια ερωτευμένη μαζί του δεν τον θυμάται, αισθανόμαστε δικαίωση σαν γυναίκες όταν η Άννι του την φέρνει και τον εγκαταλείπει. Με λίγα λόγια δεν μας αφήνει αδιάφορους, μας απασχολεί με την ερμηνεία του.

Αφήνω τελευταία την Τζούλη Σούμα (επτά γυναίκες ερωτικά αντικείμενα στο παιχνίδι του Ανατόλ) η οποία παίρνει πάνω της ένα θεατρικό ρίσκο και κλέβει τις εντυπώσεις από την αρχή μέχρι το τέλος. Αλλάζει μορφή, ψυχοσύνθεση, συναισθήματα από την μια στιγμή στην άλλη και μεταμορφώνεται σε μικρή και ερωτευμένη Κόρα, σε κυρία του καλού κόσμου- Γκαμπριέλα, που αγάπησε αλλά δεν διεκδίκησε, σε «ξεχασιάρα» Μπίμπι, σε πονηρή γυναίκα Έμιλυ, σε καμπαρετζού Άννυ, σε απελπισμένη Έλσα και στη γυναίκα βδέλλα- Ιλόνα, με τεράστια ευκολία, αφοσοίωση και ταλέντο. Δοκίμασα μια ευχάριστη θεατρική έκπληξη.

Πρόκειται για μια παράσταση καλοδουλεμένη από όλους τους συντελεστές που βγάζει προς τα έξω την απάτη, τη ζήλια τα πάθη, τα τεχνάσματα που επιφέρει ο έρωτας. Βασικό στοιχείο δημιουργίας.

Για τον Γιάννη Βούρο δεν χρειάζονται συστάσεις. Από το 1980 καταγράφει μια σημαντικότατη διαδρομή στο θέατρο έχοντας υπηρετήσει όλα τα είδη του.

Φέτος, πρωταγωνιστεί στο πλάι της Ελένης Ράντου στην παράσταση «Φιλουμένα», που σημειώνει πολύ μεγάλη επιτυχία στο θέατρο Διάνα σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, ενώ τα Δευτερότριτα αναμετράτε στο Θέατρο Αλκμήνη με τον μονόλογο «Ελλαδογραφία», σε σκηνοθεσία Μανώλη Ιωνά. Κείμενο γραμμένο από τον ίδιο τον Γιάννη Βούρο,  στο οποίο ξετυλίγεται η μακραίωνη ιστορία της Ελλάδας, με τις αιμάτινες στιγμές, τις νίκες και τους κατακερματισμούς, το ορθό ανάστημα και τον συλλαβισμό της υπερηφάνειας από όσους, αγαπώντας τη ζωή, στάθηκαν στο ύψος του χρέους.

Με αφορμή αυτό τον μονόλογο, τον συναντήσαμε στο Θέατρο Αλκμήνη. Συνεπής στο ραντεβού μας ο Γιάννης Βούρος, αρχικά μας υποδέχθηκε στο φουαγιέ και στη συνέχεια με μια κούπα καφέ στο χέρι, διασχίζοντας  το σκηνικό, το οποίο σκεπάζεται με εκατοντάδες ξερά φύκια, κατευθυνθήκαμε στο καμαρίνι του.

Φιλικός, χειμαρρώδης, τολμηρός, ακομπλεξάριστος, δεν απέφυγε καμία ερώτηση, μίλησε για την παράσταση, για την εποχή που ήταν βουλευτής αλλά και καλλιτεχνικός διευθυντής στο Κ.Θ.Β.Ε., ενώ δε δίστασε να κρίνει  τη σημερινή κατάσταση. Μια πολύωρη συζήτηση μαζί του μέρος της οποίας θα διαβάσετε παρακάτω. 

Νατάσα Κωνσταντινίδη: Διαλέγετε και τον «δύσκολο» δρόμο καλλιτεχνικά, δεν επαφίεστε μόνο στις εμπορικές παραστάσεις…

Γιάννης Βούρος: Χαίρομαι που ξεκινάμε τη συζήτηση έτσι, με το ότι δεν είμαι ένας τακτοποιημένος, αλλά θα έλεγα ότι είμαι ένας πολύ ανήσυχος καλλιτέχνης, θα μπορούσα να έχω κάνει πολλά περισσότερα πράγματα, αν είχα ενταχθεί σε ένα μόνο είδος, γιατί στην Ελλάδα συνηθίζουμε να βάζουμε τα πράγματα σε στενά «συρταράκια».

 Έχοντας περάσει από όλα τα μήκη και τα πλάτη του χώρου, αυτό που με γοητεύει, όταν ανεβαίνω σε μια σκηνή είναι να μην είμαι ο εαυτός μου. Αυτό που θέλω είναι να μην με αναγνωρίζουν. Επιδιώκω να μην είμαι ο Γιάννης να είμαι κάποιος άλλος με άλλη κίνηση, άλλο σωματότυπο, άλλο ηχόχρωμα φωνής.

Οι συντελεστές της παράστασης "Ελλαδογραφία" πάνω στο ιδιαίτερο σκηνικό του Αντώνη Χαλκιά.

Ν.Κ.: Ποια ανάγκη σας οδήγησε να γράψετε τον μονόλογο «Ελλαδογραφία» και να ανεβείτε μόνος στη σκηνή;

Η «Ελλαδογραφία» προέκυψε, πριν από επτά χρόνια, όταν ξεκινήσαμε μια παρέα η Λουκία Ρικάκη, ο Αντώνης Χαλκιάς και εγώ, να συζητάμε για ένα κείμενο που ήθελα να γράψω και πως αυτό θα μπορούσε να αφορά τον ελληνισμό, χωρίς να είναι σοβινιστικό ή εθνικιστικό, αλλά κάτι που να αφυπνίζει την ψυχή του Έλληνα, η οποία δεν ανήκει ούτε σε κόμματα ούτε σε ιδεολογίες δεν έχει χρώματα. Ξεκίνησα να το γράφω, ο Αντώνης θα περιτύλιγε την παράσταση με το εικαστικό του ταλέντο και η Λουκία που θα το σκηνοθετούσε. Δυστυχώς, όμως,  αρρώστησε και πολύ σύντομα έφυγε από κοντά μας. Έτσι το έργο έμεινε στα συρτάρια. Δώσαμε όμως μια υπόσχεση με τον Αντώνη, πως η παράσταση αυτή κάποια στιγμή πρέπει να ανέβει και να αφιερωθεί σε εκείνη. Αργότερα προέκυψε το ταξίδι μου στην Αυστραλία και η «παραγγελία» της ομογένειας να παρουσιάσω κάτι εκεί. Ερχόμενος εδώ, ήθελε ο Μανώλης να συνεχίσουμε τη συνεργασία στο Θέατρο Αλκμήνη. Μου πρότεινε πέντε έργα, του έδωσα την «Ελλαδογραφία», πέταξε τα άλλα και επέλεξε αυτό! Δεν ξέρω, αν θα έχει εμπορική επιτυχία, εγώ είχα ένα χρέος με τον Αντώνη απέναντι στη Λουκία και ένα χρέος απέναντι στην ομογένεια που το περιμένει.

 Ν.Σ.:  Πως καταλήξατε στον τίτλο «Ελλαδογραφία»; Σας ενέπνευσαν οι στίχοι του Γκάτσου;

Γ.Β.: Καταλήξαμε εκεί, όταν έχοντας γράψει πια, ψάχναμε να βρούμε μια λέξη, μια φράση αυτό το πάζλ τι ασφαλή τίτλο θα μπορούσε να έχει. Το tag line ήταν σαφές, πως θα ήταν το :«Ποιός μου πήρε το όνειρο», του Έλληνα το όνειρο διαχρονικά, δε μιλάμε για τα τελευταία χρόνια της κρίσης αλλά για τα 2500 χρόνια της ύπαρξης του ελληνισμού.

Ν.Κ. : Το δικό σας όνειρο ποιο είναι;

Γ.Β.: Δεν έχω όνειρα. Αν είχα όνειρα θα είχα και στόχους τέτοιους που θα τους περιφρουρούσα και θα ήτανε διαφορετική, η εξέλιξη – ανέλιξη μου, στο χώρο του θεάματος, ίσως με μια εξασφαλισμένη στέγη. Τρεις θεατρικές στέγες δημιούργησα, τις λειτούργησα, τις έδωσα, τις πούλησα. Θα είχα ίσως χρήματα που να εξασφαλίσω και τη σύνταξη μου και την ευμάρεια των παιδιών μου. Δεν είχα ποτέ στόχους. Όπου με πήγαινε το ρεύμα. Ό,τι αγαπούσα έκανα. Ό,τι ερωτευόμουνα σε έργα και όχι σε ρόλους. Οι περισσότερες παραγωγές που έχω κάνει ήταν γιατί αγαπούσα τα έργα.

Ν.Κ. Υπάρχει κάτι που φοβάστε αυτή τη χρονική στιγμή;

Γ.Β. :Την ανημπόρια. Είναι ένα πλέγμα ανασφαλειών που έχει ο σύγχρονος Έλληνας: «Ανημπόρια-  Εξαθλίωση - Αρρώστιες – Φτωχοποίηση». Όλο αυτό ένα κουβάρι από έννοιες, οι οποίες στη ψυχή του Έλληνα αυτονόητα, μοιραία, ίσως λογικά πια έτσι όπως τον έχουν καταντήσει  δημιουργούν φοβίες. Δεν θα ήθελα να μην μπορώ να προσφέρω στο κοινωνικό σύνολο και να εξαρτώμαι από την όποια σύνταξη μου βγάλει το κράτος ή από το αν τα παιδιά μου έχουν την δυνατότητα να μου δώσουν ένα κατοστάρικο να πάω στο σούπερ μάρκετ. Γιατί τα χρόνια περνάνε, βλέπουμε πια τα πράγματα από την άλλη μεριά του λόφου.

Σπύρος Σιακαντάρης: Από μικρός, ασχοληθήκατε με τα κοινά και εκλεγήκατε βουλευτής το 2009. Πλέον δεν ασχολείστε με τα κοινά, παραμένετε ενεργός πολίτης;

Γ.Β. : Αν δεν παρέμενα ενεργός πολίτης δε θα έγραφα αυτό το κείμενο. Χρέος όλων μας είναι να είμαστε ενεργοί σε αυτή τη φάση, γιατί το ανενεργό του πολίτη δημιούργησε αυτές τις καταστάσεις. Η φοβία του πολίτη να μπει σε ψηφοδέλτια για να προσφέρει ανιδιοτελώς αυτό που θα ήθελε να προσφέρει με τις γνώσεις του, τις εμπειρίες του, τη διάθεση του, δημιούργησε το κενό στα ψηφοδέλτια και έχει παρεισφρήσει στο κοινοβούλιο ό,τι κινείται μεταξύ περιθωρίου και παρανομίας.

Σ.Σ. : Έχετε δηλώσει σε συνέντευξη σας πως «Δεν χωράνε δυο καρπούζια στην ίδια μασχάλη» και οικιοθελώς ασχοληθήκατε μόνο με την πολιτική. 

Γ.Β. :Οι φύλακες στη βουλή, όπου βρισκόμουν από τις εννέα το πρωί μέχρι τις δυο το βράδυ μου έλεγαν : «Κανονικά πρέπει να βάλετε ράντζο να κοιμόσαστε εδώ». Έπρεπε να διαβάζω, να μελετάω για νομοτεχνικές βελτιώσεις, για τροπολογίες για εισηγήσεις. Δε γίνεται να είσαι στο θέατρο και να έχεις ονομαστική ψηφοφορία. Δε γίνεται να πρέπει να διαβάζεις ένα νόμο και να διαβάζεις και τα λόγια για το σίριαλ. Υπάρχουν συνάδελφοι που μπορούν και το κάνουν. Κάτι δε κάνουν καλά πάντως.

Σ.Σ. :Θεωρείτε ότι σας έβλαψε καλλιτεχνικά η ενασχόληση σας με την πολιτική;  

Γ.Β.: Καλλιτεχνικά και οικονομικά με έβλαψε η πολιτική, είναι σαφές αυτό.

Σ.Σ. : Προσωπικά, έχετε μετανιώσει που ασχοληθήκατε με την πολιτική;

Γ.Β. :Είναι τεράστια εμπειρία γνώσης και ψυχής θα έλεγα. Το λέω μάλιστα μέσα στο κείμενο. Υπάρχουν πράγματα που δε θα τα είχα γνωρίσει αν δεν είχα ασχοληθεί με την κεντρική πολιτική σκηνή. Γνώρισα εξαιρετικούς ανθρώπους από όλα τα κόμματα, γιατί υπάρχουν από όλα τα κόμματα φωτισμένοι άνθρωποι καλλιεργημένοι, και με διάθεση ανιδιοτελή και υπάρχουν και αυτοί βεβαίως που μπαίνουν στην πολιτική προς ιδίων όφελος.

Σ.Σ. :Πριν από λίγες μέρες πραγματοποιήθηκαν δυο διαδηλώσεις σε Θεσσαλονίκη και  Αθήνα με αφορμή το Μακεδονικό. Είδαμε μια μαζική συμμετοχή από το λαό. Εσείς πώς την κρίνετε; 

Γ.Β. :Χαρακτηρίστηκε, νομίζω, από τον πρωθυπουργό ως : «ετερόκλητος όχλος». Θα σας απαντήσω με δύο φράσεις: «Καθείς και τα όπλα του» λέει ο ποιητής, και «Έκαστος εφ' ω ετάχθη» επίσης, λέει ο ποιητής.  

Σ.Σ.: Υπήρξατε Καλλιτεχνικός Διευθυντής στο Κ.Θ.Β.Ε σε μια ιδιαιτέρως ταραγμένη περίοδο. Είχατε προβλήματα με τις κρατικές επιχορηγήσεις, με τα χρέη του Κ.Θ.Β.Ε στο ΙΚΑ όπου και περάσατε τη διαδικασία του αυτόφωρου, έχετε επαφές με το Κ.Θ.Β.Ε;

Γ.Β.: Έχω επαφές, με όλους τους εργαζόμενους, εκεί, γιατί είχαμε αναπτύξει μια εξαιρετική σχέση. Θεωρώ, μεγάλο επίτευγμα, το ότι αυτή τη στιγμή έχουν μειωθεί τα χρέη του Κ.Β.Θ.Ε με τη συνδρομή της πολιτείας. Ήταν ένα πάγιο αίτημα όλων των καλλιτεχνικών διευθυντών. Ένας καλλιτεχνικός διευθυντής έχει το βραχνά των χρεών και από την άλλη έχει να υλοποιήσει το καλλιτεχνικό του όραμα για το οποίο και κλήθηκε να αναλάβει τη θέση.

Με την εμπειρία που είχα στο χώρο της παραγωγής καλό θα είναι οι εισπράξεις του Κρατικού να φέρνουν πίσω το 1/3 των πάγιων εξόδων, ώστε να μπορεί να καλύπτει ένα μέρος των αναγκών του. Αυτό εμείς το είχαμε καταφέρει σε πολύ μεγάλο βαθμό με την πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, τη Μένη Λυσαρίδου, που μας άφησε πρόσφατα, με την οποία είχα μια εξαιρετική συνεργασία.

Όταν, ήμουν εγώ καλλιτεχνικός διευθυντής, αγωνιούσα και μοίραζα παράνομα τις εισπράξεις στους εργαζομένους για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Διότι, εμένα την τακτική επιχορήγηση μου την καθυστερούσαν πέντε μήνες, και είχε δημιουργηθεί ένα ασφυκτικό κλίμα.

Σήμερα, το Κρατικό έχει μειώσει τα χρέη του με την αρωγή της πολιτείας και όχι με την οικονομική πολιτική των κρατούντων. Γιατί η οικονομική πολιτική των κρατούντων είναι τραγική, όπως την έχω πληροφορηθεί.  Για παράδειγμα, με εισιτήρια των πέντε ευρώ, δυο και τρεις φορές την εβδομάδα, δε μειώνεις τα χρέη, όταν έχεις συγκεκριμένα πάγια έξοδα, σε αίθουσες με το προσωπικό, ηθοποιούς, τεχνικούς κ.λ.π. Έτσι, δε βγαίνει η εξίσωση! Με την αρωγή της πολιτείας  βρέθηκαν πολλά επιπλέον εκατομμύρια και παρά το γεγονός ότι είμαι αντίθετος στο σύνολο της πολιτικής του ΣΎ.ΡΙ.ΖΑ, σε αυτό θα πω ένα «μπράβο»!

Σ.Σ.: Η κρίση που βιώνουμε είναι μόνο οικονομική;

Γ.Β. : Η οικονομική κρίση είναι και πολιτική και κοινωνική σαφώς. Αλλά είναι αλληλένδετα αυτά, είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Βιώνουμε μια κρίση ταυτότητας αυτή τη στιγμή. Μια κρίση αναγνώρισης των προβλημάτων. Θεωρώ πως ξανασυστηθήκαμε. Τώρα πια γνωριζόμαστε πολύ καλά, έπεσαν πάρα πολλές μάσκες. Βιώνουμε τη φιλανθρωπία, την γενναιοδωρία, βιώνουμε και την κακεντρέχεια, την καχυποψία. Ο,τι πιο δύσμορφο δύσοσμο και σκοτεινό έχει βγει στην επιφάνεια, όπως όμως και η καλή πλευρά του Έλληνα. Θεωρώ πως αυτή η κρίση θα μας κάνει καλό γιατί τώρα πια γνωρίζουμε τον διπλανό μας.

Σ.Σ. :Βλέπετε φως; 

Γ.Β.: Όχι σύντομα, δε βλέπω φως. Είναι η πρώτη φορά στην οικονομική ιστορία των κρατών που η κρίση κρατά τόσα πολλά χρόνια.     

 

Συνέντευξη: Νατάσα Κωνσταντινίδη και Σπύρος Σιακαντάρης

Φωτογράφηση: Αγγελική Κοκκοβέ 

 

Στο θέατρο «Διάνα»  η Ελένη Ράντου ετοιμάζεται να επαναφέρει τη μεγάλη θεατρική επιτυχία που γνώρισε με την πρώτη της συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο. Η ηθοποιός θα ερμηνεύσει την «Φιλουμένα» του Εντουάρντο ντε Φιλίππο, σε δική της διασκευή.  Τη σκηνοθεσία θα αναλάβει και αυτή τη φορά ο Σταμάτης Φασουλής.

 

eleni_rantou_filoumena.jpg

Στο ρόλο του αγαπημένου της Ντομένικο Σοριάνο, που πριν δύο χρόνια είχε ενσαρκώσει ο Άλκις Κούρκουλος, όπως φαίνεται, θα δούμε τον Γιάννη Βούρο και στον ρόλο της Ντιάνας την Κατερίνα Γερονικολού.

Vouros_filoumena.jpg

Τη Ροζαλία Σολιμέντο θα ερμηνεύσει και αυτή τη φορά η μπριόζα Βίλμα Τσακίρη, ενώ στο θίασο, έρχεται να προστεθεί και ο ταλαντούχος Τάσος Γιαννόπουλος

tsakiri_filoumena.jpg

 

 

Η ιστορία είναι λίγο -πολύ γνωστή:

 Στις  φτωχογειτονιές της Νάπολης, ο ευκατάστατος έμπορος Ντομένικο Σοριάνο γνωρίζει σ’ έναν οίκο ανοχής τη νεαρή Φιλουμένα. Την ερωτεύεται, την παίρνει στο σπίτι του και της εμπιστεύεται τη διαχείριση του σπιτιού και της επιχείρησής του. Η Φιλουμένα τον υπηρετεί με πίστη και αφοσίωση, αλλά εκείνος δεν τη θεωρεί άξια να γίνει γυναίκα του. Ύστερα από είκοσι χρόνια συμβίωσης, ο Σοριάνο ετοιμάζεται να παντρευτεί μια πολύ νεότερή του γυναίκα. Η Φιλουμένα, που δεν αντέχει πια την αγνωμοσύνη και τις απιστίες του Σοριάνο, παριστάνει την ετοιμοθάνατη, κι έτσι τον πείθει να την παντρευτεί. Όταν όμως ο Σοριάνο καταλαβαίνει το κόλπο, καταφέρνει να ακυρώσει το γάμο. Τότε η Φιλουμένα χρησιμοποιεί ένα ύστατο όπλο, που οδηγεί τον Σοριάνο σε μια νέα θεώρηση της ζωής  κάτι που μέχρι τότε δεν μπορούσε καν να φανταστεί.

Η Ελένη Ράντου και ο Σταμάτης Φασουλής γνώρισαν μεγάλη επιτυχία και την περασμένη σεζόν στο θέατρο «Διάνα» με την παράσταση "Για μια ανάσα" της Ζίνι Χάρις.

popolaros banner

popolaros banner

lisasmeni mpalarina

Video

 

sample banner

Ροή Ειδήσεων

 

τέχνες PLUS

 

Ποιοι Είμαστε

Το Texnes-plus προέκυψε από τη μεγάλη μας αγάπη, που αγγίζει τα όρια της μανίας, για το θέατρο. Είναι ένας ιστότοπος στον οποίο θα γίνει προσπάθεια να ιδωθούν όλες οι texnes μέσα από την οπτική του θεάτρου. Στόχος η πολύπλευρη και σφαιρική ενημέρωση του κοινού για όλα τα θεατρικά δρώμενα στην Αθήνα και όχι μόνο… Διαβάστε Περισσότερα...

Newsletter

Για να μένετε ενημερωμένοι με τα τελευταία νέα του texnes-plus.gr

Επικοινωνία