Πάντα όμως αναζητούσα μια σκάλα, μια σανίδα, ένα σωσίβιο για να βγω από αυτήν την κατάσταση. Το κάνω ακόμη, τώρα που μεγαλώνοντας τα συμπτώματα είναι συνήθως πιο πυκνά σε συχνότητα και πιο έντονα, και οι αφορμές… χμ μάλλον σοβαρότερες και περισσότερες.
Αδυνατώ να μην μπορώ να δω τη διέξοδο και επουδενί δεν αντέχω τον εαυτό μου σε αυτή την κατάσταση. Ξέρω ότι (μου) κάνει κακό, και κάνει κακό και στους τριγύρω μου.
Ίσως είναι κοινοτυπίες, αλλά να μερικοί λόγοι που μπορούν να κάνουν «πιο ‘κει» την κακή διάθεση, αρκεί να θέλει κανείς να το πετύχει.
Το «Τι ζούμε», που έχει κλέψει τις καρδιές του αθηναϊκού κοινού, είναι μια παράσταση που βγάζει αβίαστο γέλιο, διαπνέεται από μια ευγένεια, δίνει τροφή για σκέψη χωρίς ίχνος διδακτισμού, και με απόλυτο σεβασμό σε όλους τους θεατές που βρίσκονται στην αίθουσα.
Η έναρξη γίνεται με μια σάτιρα της κλασικής επιθεώρησης, αυτής που η παράσταση θέλει να ανατρέψει. Δεν το έγραψα «σωστά». Αυτό που θέλει και κατά τη γνώμη μου καταφέρνει να ανατρέψει η παράσταση του Φισφή και του σκηνοθέτη, Γιάννη Καρακατσάνη, είναι η χυδαιότητα που στα μυαλά πολλών ηθοποιών, συγγραφέων και σκηνοθετών είχε πάρει τη θέση της «κλασικής επιθεώρησης» και κορυφώθηκε με δεκάδες αρπαχτές τη δεκαετία του 90 (τότε που η επίπλαστη ευμάρεια είχε καλύψει τα πάντα).
Καλός οιωνός. Ακόμη κι αυτή η αποδόμηση είχε έξυπνα κείμενα που έβγαζαν γέλιο, είχε όλους τους αναγνωρίσιμους χαρακτήρες της προς σάτιρα «επιθεώρησης» ως καρικατούρες που «έβγαζαν» αυτό το ξεπερασμένο που ήθελε να μας δείξει ο συγγραφέας.
Η παράσταση «Τι ζούμε» είναι μια σπονδυλωτή συρραφή καταστάσεων, γνώριμων από όλους τους θεατές – ανεξαρτήτου ηλικίας με βασικό συνεκτικό ιστό το ταλέντο και τη ζεστασιά του κυρίου Φισφή που ως standup comedian έπαιζε με το κοινό προετοιμάζοντας το επόμενο σκετς.
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr
Διάβασα και τη διευκρινιστική ανακοίνωση της “Σχεδίας” που προσπαθεί να μετακυλήσει τη δαπάνη για τον ΕΦΚΑ στον αγοραστή (και καλά κάνει- και 5 ευρώ να πάει το περιοδικό εγώ θα το αγοράζω). Το δεδομένο όμως είναι ότι σύμφωνα με τα νέα δεδομένα η εισφορά βαρύνει αυτόν που λαμβάνει το ποσό, δηλαδή ΚΑΙ τον άστεγο- πωλητή. Απλώς στην περίπτωση της “Σχεδίας” η λύση που προκρίθηκε για να μην έχουν μείωση στο ποσό που λαμβάνουν οι πωλητές ήταν η αύξηση της τιμή του περιοδικού. Κατά την ταπεινή μου άποψη σε περιπτώσεις όπως αυτή των ανθρώπων της “Σχεδίας” η ασφαλιστική δαπάνη θα έπρεπε να καλύπτεται από το ίδιο το Κράτος. Ας έχουμε στο τέλος του έτους μερικά χιλιάρικα μικρότερα πλεονάσματα, ας μοιράσουμε μερικά χιλιάρικα μικρότερο μέρισμα. Είναι κάτι που δεν έπρεπε καν να το συζητάμε. Αντ’ αυτού όμως συζητάμε, αν είναι σωστή ή όχι η αυτασφάλιση (!!!) των αστέγων.
Επιβάλλεται μία κατ’ επίφαση νομιμότητα, καθώς προτάσσεται το επιχείρημα του ότι η ασφάλιση είναι καθολική και άρα αφορά και τους αστέγους. Οι οποίοι όμως δεν αντιμετωπίζονται ως κοινωνική ομάδα, η οποία χρήζει βοήθειας (αν όχι αυτή, ποιά άλλη;), αλλά ως «επαγγελματικός κλάδος» (δεν ξέρεις αν πρέπει να κλάψεις ή να γελάσεις με τέτοιες αντιλήψεις), στην οποία επιβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές, «όπως σε όλους τους άλλους». Επιβάλλεται έτσι μία «κανονικότητα» εξώφθαλμα μη κανονική.
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr
Οι Έλληνες Nesbomaniacs μπορούν να το αναζητήσουν στα βιβλιοπωλεία από τις 5 Απριλίου 2018.
Ο αρχηγός των μοτοσικλετιστών είχε μήνες να εμφανιστεί, αλλά μόνο ένας άνθρωπος φορούσε κράνος με κέρατα ταύρου και οδηγούσε κόκκινη μοτοσικλέτα Indian Chief. Οι φήμες έλεγαν ότι ήταν μία από τις πενήντα που είχαν κατασκευαστεί κατά παραγγελία της Αστυνομίας της Νέας Υόρκης με απόλυτη μυστικότητα το 1955. Στον δεξιό πλαϊνό προφυλακτήρα της γυάλιζε η κυρτή ατσαλένια θήκη της σπάθας του αναβάτη.
Ο Σβένο.
Μερικοί ισχυρίζονταν ότι ήταν νεκρός και άλλοι ότι το είχε σκάσει από τη χώρα, είχε αλλάξει ταυτότητα, είχε κόψει τις ξανθές κοτσίδες του και απολάμβανε τα γεράματά του και τα αγαπημένα του σιγαρίλος αραχτός σε μια βεράντα κάπου στην Αργεντινή.
Κι όμως να τος. Ο αρχηγός συμμορίας και δολοφόνος αστυνομικών που…Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr
Από τον Γιάννη Καφάτο
Οι ηθοποιοί της παράστασης Αλέξης Βιδαλάκης, Βασίλης Ζαϊφίδης, Ευγενία Μαραγκού, Γιάννης Φιλίππου, Νάνσυ Χρυσικοπούλου και Johnny O καταφέρνουν με τις κινήσεις τους, την ενέργεια, το βλέμμα και τις εκφράσεις του καλομακιγιαρισμένου προσώπου τους να μεταφέρουν στον θεατή το έργο στην ολότητα του.
Μετά το πρώτο σάστισμα, δεν σου λείπει η ομιλία. Βλέπεις τους ηθοποιούς να τρώνε ένα μήλο και ακούς στ’ αυτιά σου τον θόρυβο που κάνει η σάρκα του μήλου όταν της μπήξεις τα δόντια. Σχεδόν βλέπεις το κατακκόκινο ζουμερό μηλό που …παριστάνουν ότι κρατάνε.
Κι εδώ νομίζω είναι η μαγεία: Οι ηθοποιοί δεν παριστάνουν. Ζουν ό,τι κάνουν. Περνάει σε κάθε μυ του προσώπου και του σώματός τους. Γι’ αυτό και ως θεατής ζεις ό,τι υφίστανται κατά τη διάρκεια της παράστασης.
Α, κάνουν ότι μιλάνε: κουνάνε τα χείλη τους δηλαδή, όπου το απαιτεί η σκηνοθεσία. Δεν κουνάνε απλώς τα χείλη. Μιλάνε τη γλώσσα της ηρωίδας: Γαλλικά.
Η ευρηματική σκηνογραφία του Κωνσταντίνου Οικονόμου που έχει επιμεληθεί και τις βίντεο – προβολές σε συνδυασμό με τους σωστούς για την ατμόσφαιρα φωτισμούς του Αποστόλη Τσατσάκου συμβάλουν στη δημιουργία ενός εξαιρετικού θεάματος, που επαναλαμβάνω ακόμη και η απουσία ομιλίας είναι τελικά μια αμελητέα λεπτομέρεια!
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr
Τόπος συνάντησής τους «ο Παράδεισος, ο ουρανός, η Εδέμ», όπως αναφέρει ο συγγραφέας.
Συμμετέχουν στην φανταστική κουβέντα τους η Καμίγ, αδελφή του Κλωντέλ, η Ροζαλί Βελτς, ερωμένη του Κλωντέλ στο διάστημα που υπηρέτησε ως πρέσβης στην Κίνα, η Μιλένα Γιεσένκα, φίλη του Κάφκα με την οποία διατηρούσε ερωτική αλληλογραφία τουλάχιστον για δυο χρόνια, η νοσοκόμα που παραστάθηκε στον Κάφκα τα τελευταία χρόνια του.
Ως σαφείς αναφορές- επιρροές στις λογοτεχνικές διαδρομές των δύο συνομιλητών ακούγονται οι φωνές του Πωλ Σαρτρ και της Σιμόν ντε Μπωβουάρ, του Άλμπερτ Αϊνστάιν και του Βάλτερ Μπένγιαμιν, του Αλφρέντ ντε Μυσέ και του Τόμας Μαν.
Ποια μπορεί να είναι η σχέση ανάμεσα στις δυο αυτές τόσο διαφορετικές προσωπικότητες;
Κλωντέλ: Εσείς κι εγώ ταξιδέψαμε, πετάξαμε, υπερυψωθήκαμε γράφοντας.
Οι παραδοχές γύρω από τη ζωή τους είναι συγκλονιστικές:
Κλωντέλ: Έως την τελευταία ημέρα της ζωής μου, το θέατρο που έγραφα μου προσέφερε όσα η ζωή δεν μπορούσε πια να μου προσφέρει: τη μέθη του έρωτα, τη μεγαλειώδη φρενίτιδα, όλα όσα είχα θυσιάσει στον βωμό του καθήκοντος, στο βωμό της τεκνοποίησης!
Κάφκα: Όσα έγραψα εγώ έμειναν ημιτελή και προορίζονταν για την πυρά.
Οι διαφορές στον χαρακτήρα τους είναι εμφανείς από τις πρώτες κιόλας ατάκες που ανταλλάσσουν:
Κάφκα: Είμαι ο γιός του Χέρμαν Κάφκα, ιδιοκτήτη του καταστήματος της οδού Τσελεντά στην Πράγα. Το μικρό μου όνομα είναι Φραντς και το επώνυμο Κάφκα. Κάπα, άλφα, φι…
Κλωντέλ: …είμαι η Αυτού Εξοχότης Πωλ Κλωντέλ, ακαδημαϊκός και πρέσβης της Γαλλίας.
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr
“Αποφάσισα να τον πιστέψω, ξέροντας πως η ζημιά θα ’ταν ανεπανόρθωτη. Ο Ντανιέλ, σκυμμένος πάνω από το τραπεζάκι του μπαρ, έδινε τις λεπτομέρειες μιας υπόθεσης που διαγραφόταν ανησυχητική. Θυμάμαι τα λόγια του να πέφτουν αργά από το στόμα του, την κατάπληξη που προκαλούσαν, όχι μόνο επειδή αυτά που έλεγε είχαν να κάνουν με τον Μπόρχες, αλλά και επειδή δε θύμιζαν σε τίποτα τη συνήθη του μετριοπάθεια: Ο Μπόρχες είναι επινόημα, είναι ένα συλλογικό δημιούργημα… ακόμα και η Κοδάμα αγνοούσε όλα αυτά τα χρόνια πως ο συγγραφέας Μπόρχες δεν ήταν παρά μια κατασκευή, βάσει ενός συμφώνου που παρέμεινε σε ισχύ ως το θάνατό του.”
Ο Αργεντινός δημοσιογράφος και πτυχιούχος φιλοσοφίας, Γκαστόν Φιόρδα έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα ψυχολογικό θρίλερ ακροβατώντας σε λογοτεχνικά μονοπάτια κάνοντας ήρωα του βιβλίου τον ίδιο τον αναγνώστη.
Η παράλογη υπόθεσή του είναι ότι ο Χορχέ Λουίς Μπόρχες δεν υπήρξε ποτέ ως αυτός που αναγνωρίζεται παγκοσμίως στη λογοτεχνία. Ήταν ένα δημιούργημα μιας ομάδας γύρω από το περιοδικό Sur, ένας ατάλαντος γραφιάς που υπέγραφε διηγήματα και ποιήματα της ομάδας.
Η αφήγηση του Φιόρδα είναι καταιγιστική ακόμη κι όταν η δράση είναι εσωτερική.
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr
Ένα μέρος της κουβέντας μας σας μεταφέρω σήμερα εδώ για να μάθετε μερικές από τις λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν έναν αληθινό αστέρα.
Ο Michael Bolotin, αυτό είναι το πραγματικό του επώνυμο, γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου του 1953 στο New Haven του Κονέκτικατ των ΗΠΑ. Εδώ και πολλά χρόνια θεωρείται ο κατ’ εξοχήν ερωτικός τραγουδιστής σε παγκόσμια κλίμακα. Οι πωλήσεις των άλμπουμ του ξεπερνούν τα 60 εκατομμύρια αντίτυπα. Έχει κερδίσει αμέτρητα βραβεία Grammy και διακρίσεις ως ο καλύτερος άντρας τραγουδιστής. Έχει τραγουδήσει μοναδικές επιτυχίες όπως To Love Somebody, When A man Loves a Woman, How I am Supposed to Live without You?, All for Love, Only A Woman Like You, Said I loved you but I lied, ενώ παράλληλα έχει διασκευάσει με τεράστια επιτυχία τραγούδια που έχει ερμηνεύσει ο Frank Sinatra όπως το «Fly me to the moon», «I’ve Got You Under My Skin», «My Funny Valentine».
Λάτρης της Ελλάδας
Όταν τον συνάντησα με πρόλαβε και άρχισε να μιλάει πρώτος για την Ελλάδα της οποίας δηλώνει λάτρης.
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr
Είδα τη παράσταση «Ζωή μετά χαμηλών πτήσεων» στο Θέατρο Σημείο μέσα στις γιορτές. Με τα παιδιά μου, όπως και πολλοί άλλοι από τους θεατές. Προφανώς δεν είναι μια παράσταση για παιδιά αλλά η διαχρονικότητα του χιούμορ του Αρκά μας κράτησε σε όλη τη διάρκεια της παράστασης σε μια εύθυμη και γλυκόπικρη εγρήγορση.
Οι ηθοποιοί εναλλάσσονταν στη σκηνή που άλλαζε χάρη στο πολυμορφικό σκηνικό και οι ήρωες του Αρκά ήταν εκεί μπροστά μας.
Εκτός όμως από την γλύκα που σου αφήνει η παράσταση (ειδικά όταν έχεις διαβάσει τα κόμικς στην πρώτη τους έκδοση, δηλαδή πριν από περίπου 30 χρόνια) ένα πρόσωπο μου είχε μείνει στο κεφάλι.
Ο ηθοποιός που ενσάρκωσε το ανελέητο σπουργίτι (αλλά και άλλους ρόλους από τους ήρωες του Αρκά), Αλέξης Βιδαλάκης, κέρδισε όλες τις εντυπώσεις με τον τρόπο που έπαιξε, τραγούδησε, και κινήθηκε πάνω στη σκηνή.
Με μια ακρίβεια, έναν εξαιρετικό ρυθμό, με μια φωνή που άλλαζε χρώματα όπως οι διαθέσεις του σπουργιτιού, και με μια αέρινη και συγχρόνως δυναμική κίνηση. Όμως εκείνο που περισσότερο μου έκανε εντύπωση ήταν η ευγένεια που - όταν υπάρχει δεν μπορεί να κρυφτεί και - έντεχνα τρύπωνε σε κάθε πτυχή της ερμηνείας του.
Κι αυτή η ευγένεια, μαζί με μια συστολή που τον διακρίνει «ήρθαν μαζί του» στο ραντεβού μας στο Κουκί, λίγες ώρες πριν ακόμη μια παράσταση.
Πριν σας αφήσω να διαβάστε και να γνωρίσετε τον Αλέξη Βιδαλάκη, επιτρέψτε μου να σας προϊδεάσω λέγοντας ότι είναι ένας άντρας που ενώ σχεδόν έχει πιάσει το όνειρό του, όπως και χιλιάδες άλλοι νέοι στην ηλικία του, σκέφτεται να τα παρατήσει όλα και να γυρέψει την τύχη του στο εξωτερικό. Κι αυτό το κομμάτι της συνέντευξης μαζί του με εξέπληξε.
Όμως, πιστέψτε με: Ο Βιδαλάκης έχει πολλά να προσφέρει στους τυχερούς θεατές που θα τον δουν στο σανίδι. Διαθέτει μια εσωτερική δύναμη και ισορροπία που αν του δοθούν οι ευκαιρίες θα γράψει εξαιρετικές ερμηνείες! Κι αυτό το λέω και ως δημοσιογράφος αλλά και ως επαγγελματίας της τηλεόρασης. Ελπίζω κάποιος να τον δει και να τον συμπεριλάβει σε ένα καστ!
Ώρα όμως να γνωρίσουμε μέσα από τις δικές του κουβέντες, τον Αλέξη Βιδαλάκη:
Είμαι 33 ετών. Είμαι επαρχιώτης, από τα Χανιά. Η μητέρα μου από το Καστέλι, από τον Μπάλο και ο πατέρας μου ήταν από το Αμυγδαλοκεφάλι (στην κορφή του βουνού πηγαίνοντας για το Ελαφονήσι). Είμαι από το βουνό και τη θάλασσα της Κρήτης. Ωραία μέρη. Εκεί μεγάλωσα.
Πέρασα στο Μαθηματικό και ήρθα στην Αθήνα. Και σιγά-σιγά με κέρδισαν άλλα πράγματα.
Είμαι απόφοιτος της σχολής Βεάκη. Αποφοίτησα πριν από δύο χρόνια. Είμαι από τους τυχερούς. Δούλεψα κατευθείαν στο θέατρο. Ήμουν πέντε χρόνια στο θέατρο «Ιλίσια», στην παιδική σκηνή με τις «Μαγικές Σβούρες» και παράλληλα έχω κάνει μουσικές παραστάσεις και χοροθέατρο. Είμαι μέλος στον «Κινητήρα Studio». Ο Αρκάς είναι η πρώτη μου δουλειά μη παιδικού θεάτρου.
Δοκιμάζω τις δυνάμεις μου ως …σκηνοθέτης (δυσκολεύεται να το πει)
Συνήθως ή αντικαθιστώ ηθοποιούς ή φίλοι που θέλουν να κάνουν κάτι αλλά δεν έχουν τον τρόπο (χρήματα και γνωριμίες) για κάποιο λόγο εμπιστεύονται τη ματιά και την οργάνωσή μου. Μέχρι τώρα έχω κάνει τρεις παραστάσεις. (Ο Φον Κουραμπίες και Δον Μελομακαρονος – παιδική Χριστουγεννιάτικη παράσταση, η άλλη είναι στο Θέατρο Καρτέλ το έργο μιας φίλης μου, της Νίκης Μαυροειδή (με αφορμή τις βομβιστικές επιθέσεις στην Ευρώπη ένα έργο πολύ σκληρό) «Who the Fuck is Alice» και η τρίτη παράσταση είναι ένα κείμενο πάλι μιας φίλης-συμμαθήτριας από τη σχολή. Ένα κείμενο για τη σχέση μιας μητέρας και της κόρης της. Ένα σκοτεινό και συμβολικό κείμενο αλλά πολύ ρεαλιστικά δοσμένο. Το έργο λέγεται: «Σιωπή, σε λίγο φεύγουμε», στον Τεχνοχώρο Φάμπρικα. Και σκηνοθέτησα την παράσταση «Nightmare before Christmas» για την εκδοχή της στο bar Vault.
Γιατί δεν τη λες τη λέξη «σκηνοθετώ» με την καρδιά σου, σε βλέπω διστακτικό…
Και το «ηθοποιός» μου φαίνεται βαριά λέξη, πόσο μάλλον το «σκηνοθέτης» - είναι δύσκολο. Οφείλει κανείς να έχει μια βάση γνώσης και μελέτης. Ηθοποιός έχω σπουδάσει, έχω την πρώτη βάση. Σκηνοθέτης …πώς να δηλώσω, μου φαίνεται περίεργο!
Παιδικό θέατρο ή Θέατρο για παιδιά, τι νομίζεις ότι πρέπει να λέμε;
Δεν πιστεύω στο «παιδικό θέατρο». Για κάποιο λόγο από την εποχή που μπήκα στη σχολή συνειδητοποίησα ότι το θέατρο δεν έχει κατηγορίες. Το Παιδικό θέατρο είναι ένα Σωματικό θέατρο, ένα θέατρο φόρμας. Η θεματολογία του, απλώς, αναφέρεται σε θεατές που δεν είναι ακόμα ενήλικες. Είναι λίγο πιο αθώοι, πιο αγνοί, λιγότερο υποψιασμένοι και θέλουν να κρατήσουν την παιδικότητά τους και την αγνότητά τους λίγο παραπάνω. Δεν χρειάζεται να τους καταργήσουμε αυτές τους τις ιδιότητες που θα τους είναι – κατά τη γνώμη μου – πολύ χρήσιμες για το μέλλον.
Είναι ένα θέατρο φόρμας. Όπως η commedia del’ arte, όπως είναι το θέατρο που κάνει ο Bob Wilson. Φόρμα. Αν παιχτεί με ουσία, αλήθεια και είναι καλά οργανωμένο είναι για όλους. Δεν είναι μόνο για τα παιδιά. Υπ’ αυτή την έννοια θεωρώ λάθος να λέμε «παιδικό θέατρο». Κάθε παράσταση πρέπει να είναι σωστά δομημένη, με στόχο και με όραμα.
Πώς μπήκες ως «σπουργίτης» στην παράσταση του Αρκά;
Με τον Δημήτρη Αγορά (σκηνοθέτης και ηθοποιός της παράστασης) δουλεύαμε μαζί στο παιδικό στο «Ιλίσια». Εκεί στην παράσταση «Δον Κιχώτης» …
Σε διακόπτω: Στον «Δον Κιχώτη» λένε όσοι σε είδαν ότι έκανες πολύ ξεχωριστή ερμηνεία.
Ο σκηνοθέτης μου επέτρεψε να παρέμβω στον ρόλο και να τον πάω εκεί που φανταζόμουν. Δεν πιστεύω ότι ήταν μια παιδική παράσταση. Τον αντιμετώπισα ως παράσταση για ενήλικες.
Εκεί λοιπόν ο Δημήτρης Αγοράς έκανε τον Σάντσο και με επέλεξε για το «σπουργίτη». Με ήθελε γι’ αυτόν ακριβώς τον ρόλο, με είχε φανταστεί. Εγώ του είπα ότι δεν μπορώ να το κάνω, είναι δύσκολος ρόλος. Αλλά ήταν κάθετος. Πίστευε ότι θα τον κάνω καλά. Με αγαπάει τόσο πολύ που θεωρεί ότι μπορώ να αποδώσω καλύτερα από ότι φαντάζεται τον ρόλο. Εκείνος πιστεύει πιο πολύ σε μένα από ότι εγώ για τον εαυτό μου.
Αν και η παράσταση είναι «μη παιδικό θέατρο» εντούτοις είναι γεμάτη παιδιά, πώς το εξηγείς αυτό;
Είναι οικογενειακή παράσταση. Ο Αρκάς δεν κάνει κόμικς για παιδιά. Είναι πολύ σκληρός και καυστικός και άγριος. Θίγει θέματα ταμπού. Για παιδιά πάντως δεν είναι. Είναι σίγουρα για εφήβους. Αλλά αυτό που συμβαίνει νομίζω ότι είναι τόση η αγάπη των γονιών για τις δουλειές του, εδώ και τριάντα χρόνια, που θέλουν να φέρουν τα παιδιά τους σε επαφή με τον «κόσμο» τους.
Ο ρόλος σου, το σπουργίτι, παιδί είναι ο κάτι σαν τον «ορισμό του κυνισμού». Πού συναντάς το κυνισμό σήμερα;
Ο Αρκάς γράφει με έντονο κυνισμό σε όλους τους ήρωες. Το σπουργίτι τον εξυπηρετεί μάλλον επειδή είναι «παιδί» να είναι πιο ευθύ και ο κυνισμός πιο άγριος. Νομίζω η Ελλάδα τα τελευταία 6-7 χρόνια είναι βουτηγμένη στον κυνισμό. Όλοι σαδίζουμε τον άλλον αλλά και την ίδια μας την ύπαρξη. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος χώρος που να μην επικρατεί ο κυνισμός, η απόσταση, η επιθετικότητα, η σκληρότητα. Το αισθάνομαι παντού: είτε μπεις σε ένα μαγαζί, είτε σε κάποιο χώρο εργασίας. Νομίζω ότι τρωγόμαστε μεταξύ μας και ότι αυτός ο κυνισμός βγάζει μια άμυνα και δημιουργεί μια απόσταση.
Εσύ είσαι έτσι στη ζωή σου;
Όχι. Αγαπάω πολύ τους ανθρώπους.
Πες μου αντίθετες έννοιες του κυνισμού που σε χαρακτηρίζουν
Η εμπιστοσύνη, η αποδοχή – δέχομαι πολύ εύκολα τον άλλον όπως είναι και προσπαθώ να τον προσεγγίσω. Και η κατανόηση.
Πολύ σπάνια βγάζω την άμυνα «ποιος είσαι εσύ;» Από μικρός το είχα αλλά και ως ηθοποιός μου αρέσει να παρατηρώ και να «κλέβω» πράγματα από χαρακτήρες. Είναι χρήσιμο.
Δεν έχω ποτέ την «άμυνα»: Γιατί με σκούντησες, γιατί εσύ, κλπ.
Εσύ το έχεις υποστεί αυτό;
Συνεχώς. Μόλις πας να μιλήσεις σε κάποιον η τάση του είναι να σε βάλει στη θέση σου: «Πρόσεξε είμαι αυτός, τι θα μου πεις γιατί μέχρι εκεί πάω…»
Εμένα μου αρέσει να δέχομαι και να αποδέχομαι τον άλλον.
Πώς δούλεψες λοιπόν για να μας αποδώσεις αυτόν τον ρόλο που είναι τόσο έξω από ‘σένα;
Πήρα την κατεύθυνση από τον σκηνοθέτη. Ήθελε να βρούμε την αλήθεια του ρόλου. Να παίξουμε ανθρώπους και όχι ζώα και δεν ήθελε να πλασάρουμε το αστείο ως αστεία ατάκα. Με αυτές τις οδηγίες, και τη δική μου ματιά – την οποία μου επέτρεψε να εντάξω στο ρόλο – φτάσαμε στο αποτέλεσμα που είδατε. Εγώ δεν παίζω ένα σπουργίτι, παίζω ένα παιδί. Ένα παιδί που έχει μεγάλο πρόβλημα με τον πατέρα του. Ο πατέρας διαβάζει μια εφημερίδα από το πρωί μέχρι το βράδυ και δεν του δίνει καμία σημασία. Δεν έχει μαμά και το παιδί αποζητά την προσοχή, την ασφάλεια και τη σταθερότητα από τον πατέρα του και δεν την έχει. Και όλο αυτό στην ηλικία του το ξεσπάει στον πατέρα του, αλλά επειδή είναι πολύ έντονο, όποιος περνάει από κοντά του υφίσταται τα ίδια.
Παίζω ένα μικρό παιδί που με κάθε τρόπο φωνάζει στον πατέρα του: Κοίτα με, είμαι εδώ! Σε παρακαλώ πολύ σταμάτα να αποφεύγεις τις ευθύνες σου. Σε έχω ανάγκη. Αυτό παίζω εγώ.
Εσύ αυτά τα είχες πει με τον τρόπο σου στον πατέρα σου;
Ναι. Ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ καλός και γλυκός άνθρωπος. Τον αγαπούσαν όλοι. Αλλά σαν μπαμπάς ήταν … απών. Δεν μας διάβασε ποτέ. Σπάνιες φορές μου είχε αφήσει χαρτζιλίκι για το σχολείο. Δεν ήταν δίπλα μου. Πάντα είχα την ανάγκη να του τραβάω την προσοχή. Αλλά επειδή ήμουν το τρίτο παιδί είχα μάθει να είμαι αποστασιοποιημένος. Είχα ελευθερία. Πήγαινα μόνος μου σχολείο, είχα μια αυτονομία.
Και κάποια στιγμή το αποφάσισα: Δεν τον αγαπάω ως «μπαμπά» με την λατρεία που είχαν άλλα παιδιά τον σέβομαι γιατί μου έδωσε Ελευθερία. Ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος, άλλα όχι πατρική φιγούρα. Δεν ήταν «μπαμπάς».
Έτσι το καταλαβαίνω αυτό το σπουργιτάκι που θέλει την προσοχή. Δεν έχω βεβαίως τον χαρακτήρα του. Αλλά το καταλαβαίνω. Είναι πολύ σκληρό να έχεις γονείς που δεν ασχολούνται μαζί σου.
Για πάμε πιο πίσω: Ήθελες να γίνεις ηθοποιός;
Πότε δεν το είχα σκεφτεί. Ήθελα όπως και τα αδέλφια μου να γίνω επιστήμονας. Δεν είχα φανταστεί ότι τραγουδάω ή ότι μπορώ να παίξω.
Αυτά βγήκαν στην επιφάνεια όταν βρέθηκα πρωτοετής στο Μαθηματικό στην Αθήνα. Επαρχιωτόπουλο στην Αθήνα, σε μια δύσκολη σχολή. Και βρέθηκα απέναντι σε ένα μεγάλο κομματικό bullying. Το πανεπιστήμιο ήταν γεμάτο με τα τραπεζάκια των κομμάτων και τους πρωτοετείς μας είχαν λίγο στην πίεση. Αυτή η συμπεριφορά με κλείδωσε. Άρχισα να έχω αγοραφοβία. Έμενα κλεισμένος στο δωμάτιό μου, δεν ήθελα να βγω έξω.
Αλλά από μικρός είχα μια τάση: όταν κάτι αισθανόμουν ότι δεν πάει καλά, ότι κάτι με φοβίζει πήγαινα κόντρα. Φοβόμουν τη θάλασσα, πήγα σε σχολή ναυαγοσωστών. Έτσι πήγα να κάνω ερασιτεχνικό θέατρο. Αφού φοβούμουν να εμφανιστώ στη σχολή, να πάω σε παραδόσεις ή να πάω να δώσω τα μαθήματα μου σκεφτόμουν τι είναι αυτό που μπορεί να με βοηθήσει; Τι μπορώ να κάνω για εμφανίζομαι σε κόσμο χωρίς να έχω πρόβλημα Έπρεπε να εκτεθώ, ώστε να ανοίξει αυτό που είχε «κλειδώσει» μέσα μου! Έτσι ξεκίνησα! Δεν ήθελα να γίνω ηθοποιός. Πήγα σε μια ερασιτεχνική ομάδα στην τότε γειτονιά μου, στον Κολωνό που για καλό δικό μου την διοικούσαν πολύ καλοί άνθρωποι. Ήξεραν την δουλειά τους και μας δώσανε μια διέξοδο. Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Γεράσιμος Σπαθής ήταν αυτός που μας είχε αναλάβει. Κάνει τη θεατρική αγωγή σε ιδιωτικά σχολεία κι έχει φοβερή εμπειρία.
Κι έτσι το αγάπησα. Δεν ήξερα ότι μπορούσα να το κάνω.
Κι έτσι από την πίεση στο Μαθηματικό που ήξερα ότι δεν με ενδιαφέρει να ακολουθήσω αντί να κάνω ψυχοθεραπεία βρέθηκα για εξετάσεις στη δραματική σχολή.
Για κόντρα. Πήρα την υποτροφία και τελείωσα τη σχολή και προχωράω.
Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε πέντε χρόνια;
Η ερώτησή σου είναι δύσκολη. Κι είναι δύσκολη γιατί είμαι στα πρόθυρα να τα παρατήσω. Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα.
Όσοι με ξέρουν και τους το λέω εκπλήσσονται, όπως εσύ. Κοίτα τι γίνεται να σου πω την αλήθεια μου: ξεκίνησα μαθηματικά, δεν πήρα πτυχίο δεν κάνω κάτι (παρά μόνο κάτι ιδιαίτερα για βιοπορισμό), είμαι διερμηνέας νοηματικής γλώσσας, έδωσα εξετάσεις δεν πέρασα για το πτυχίο και δεν έχω τα λεφτά για δεύτερη φορά. Είμαι ναυαγοσώστης δεν εξασκώ το επάγγελμα. Το «χορεύω, τραγουδάω, παίζω, κάνω θέατρο» δεν βιοπορίζομαι. Νομίζω ότι σκοπός του ανθρώπου είναι να παράγει έργο. Αν είμαι 33 ετών κι έχω παράξει ελάχιστο έργο και το μέλλον δείχνει τόσο δυσοίωνο όσο είναι και δεν μπορώ να επιβιώσω, δεν μπορώ να κάνω οικογένεια (που θέλω πολύ!), δεν μπορώ στηρίξω ένα σπίτι, η ίδια η δουλειά χάνει την ουσία της. Δηλαδή το να δουλεύεις, να κάνεις αυτό που αγαπάς και να μην μπορείς να ζήσεις και να σε φθείρει και να το βασανίζεις κι εσύ, να μην είσαι χρήσιμος στην κοινωνία … Τι νόημα έχει;
Συζούσα με μια κοπέλα επτά χρόνια. Έφυγε και δουλεύει στην Αγγλία εδώ κι εφτά μήνες. Δεν χωρίσαμε, είπαμε να δούμε πώς θα πάει. Εκείνη βρήκε δουλειά, πήρε προαγωγή, ετοιμάζεται και γι’ άλλη προαγωγή. Εξελίσσεται και ριζώνει σιγά – σιγά. Σκέφτομαι λοιπόν κι εγώ να φύγω αν δεν μπορώ να κάνω κάτι εδώ.
(με την αγωνία της γενιάς του που βιώνει αυτό που δημοσιογραφικά ονομάζουμε «κρίση» μου μιλάει και πραγματικά βλέπω έναν άνθρωπο σε απόγνωση)
Αυτή τη στιγμή κάνω πέντε δουλειές και έχω λεφτά μέχρι για το νοίκι του Μαρτίου. Μετά; Είναι τόσο χαζά όλα. Και πόσα να κάνεις, και πώς να τα κάνεις όλα και πώς να τα κάνεις σωστά; Είναι μια τρέλα.
Και σκέψου εγώ είμαι και τυχερός. Ό,τι κάνω αφορά στο θέατρο (εκτός των ιδιαίτερων) άλλοι συνάδελφοί μου κάνουν από μπαρ και καφέ μέχρι λογιστικά.
Και εδώ και πέντε χρόνια που άρχισα – από το μηδέν – προχωράω κιόλας. Αλλά είναι μια τρέλα.
Σου έλεγα πριν για τον προορισμό μας. Τι κάνουμε. Η ζωή μας είτε είναι 50, 70, 80 χρόνια είναι σαν ένα δευτερόλεπτο για τη Γη, το σύμπαν. Σημασία έχει να έχει μια ουσία και μια αξία. Πρέπει να αφήσει κάτι. Αν περάσω και δεν αφήσω κάτι είναι σαν να μην έζησα.
Και για να μην παρεξηγηθώ δεν εννοώ μια καλλιτεχνική σφραγίδα και φανφάρες. Μιλάω να κάνω κάτι που θα το θυμάται έστω ένας άνθρωπος: ότι του κράτησα το χέρι μια δύσκολη στιγμή. Αυτή είναι η δική μου κινητήριος δύναμη. Αυτό εννοώ.
Παίζοντας δεν πιστεύεις ότι μπορεί εξίσου να κάνεις κάποιον νοερά να σε ευχαριστήσει;
Δεν ξέρω αν μπορώ να το καταφέρω. Μπορεί, δεν ξέρω. Παράτησα πολλά για να το παλέψω, και το δουλεύω το θέατρο. Αλλά μπορεί να μπορώ να κάνω και κάτι άλλο. Δεν ξέρω.
Όταν ξεκίνησα είχα βάλει ένα χρονοδιάγραμμα που έλεγα: ένας ηθοποιός χωρίς γνωριμίες, θέλει δέκα χρόνια για να καθιερωθεί και να κάνει κάτι. Κατέβασα το όριο στα επτά χρόνια, αλλά φοβάμαι θα το πάω στα έξι. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Πρέπει να δω τι θα κάνω; Θέλω να κάνω οικογένεια. Θα μπορώ;
Δυστυχώς το επάγγελμα του ηθοποιού δεν είναι για τη μέση τάξη. Πρέπει να έχεις λεφτά. Να μην έχεις ανάγκη. Το βλέπω κι από τους ανθρώπους που γνωρίζω. Όσοι έχουν μια στήριξη κάνουν και πιο σωστές επιλογές και διαχειρίζονται πιο καλά το ταλέντο τους. Η ανάγκη να δουλέψουμε, όσοι δεν έχουμε κάποια λεφτά πίσω μας να μας στηρίξουν, μας οδηγεί σε λάθος κινήσεις και σε κακή χρήση των ταλέντων που μπορεί να έχει ο καθένας.
Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη που παραχώρησε ο ηθοποιός στον Γιάννη Καφάτο και το viewtag εδώ.
Ο δίσκος άρχισε να ετοιμάζεται το 2014, οι ηχογραφήσεις του ολοκληρώθηκαν τον Ιούλιο του 2017 και κυκλοφορεί πλέον σε CD αλλά και ψηφιακά από τη Feelgood Records. Σε αυτόν περιλαμβάνονται 13 νέα τραγούδια. Τα σκίτσα που φιλοτεχνούν το CD καθώς και το εισαγωγικό σημείωμα στο οποίο περιγράφεται η συνεργασία και η πολύτιμη σχέση των τριών συντελεστών του δίσκου, είναι της Αρλέτας.
Τα 13 τραγούδια του δίσκου είναι 13 διαφορετικές ιστορίες, με διαφορετική θεματολογία και μουσικό ύφος, αλλά με κοινό πάντα παρονομαστή τη μοναδική ερμηνεία της Αρλέτας. 13 ερμηνείες με την ωριμότητα αλλά και την παιδικότητα της φωνής της. Με νοσταλγία, χιούμορ, χαρά και λύπη, όπως όλα στη ζωή.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο και ακούστε το τραγούδι εδώ.
Γνωριστήκαμε σε άσχετο περιβάλλον με το striptease και προφανώς έμεινα με το στόμα ανοιχτό όταν μου είπε τι δουλειά κάνει.
Διαβάστε τη συνέντευξη εδώ
Το 2017 διάβασα πολλά και ξεχωριστά βιβλία, για πολλά από αυτά σας είπα και τη γνώμη μου, είτε συνομίλησα με τους συγγραφείς τους.
Αντί μιας ακόμη «λίστας» για το 2017 εδώ και πολύ καιρό προσπάθησα να συγκεντρώσω τα αγαπημένα βιβλία που διάβασαν οι άνθρωποι που … διαλέγουν βιβλία για εμάς, τους αναγνώστες.
Πριν σας παρουσιάσω τους φίλους που μπήκαν στον κόπο προχριστουγεννιάτικα, που η εκδοτική κίνηση κορυφώνεται, να ασχοληθούν και να μας γράψουν δύο κουβέντες, θέλω να τους ευχαριστήσω πολύ για την συμμετοχή τους, αλλά και για όλη τη δουλειά που κάνουν με τους συνεργάτες τους ώστε να φτάνουν στα χέρια μας βιβλία με ποιότητα και αισθητική.
Η παρουσίαση γίνεται αλφαβητικά με την ονομασία του εκδοτικού οίκου, οπότε ξεκινάμε..
Διαβάστε τις επιλογές των εκδοτών στο viewtag.gr
Τα έφερε έτσι η ροή των γεγονότων και θα είναι το τελευταίο βιβλίο για το οποίο θα γράψω δύο κουβέντες για το 2017. Ομοίως και η συνέντευξη με τον συγγραφέα του, Νίκο Ξένιο.
Μια γραφή που ξεχωρίζει για την αμεσότητα της, δύο ιστορίες τόσο «ξένες» φαινομενικά μεταξύ τους, αλλά και σε εμάς, που είμαστε στον βολικό καναπέ μας και διαβάζουμε, όσο και οικείες τελικά αλληλεπιδρούν με έναν έξοχο τρόπο και δημιουργούν μια μοναδική ατμόσφαιρα σε ένα συναρπαστικό «μίνι» μυθιστόρημα.
Λέω «μίνι» λόγω της μικρής έκτασης. Μπαίνοντας όμως στις σελίδες του ένας στιβαρός μυθιστορηματικός κόσμος και λόγος προβάλλει και παρασύρει και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη.
Η ιστορία των προσφύγων του σήμερα «ακούει» γύρω από τη φωτιά την ιστορία της Πριγκίπισσας Μερσούδας, που εκτυλίσσεται στον 16 αιώνα και έχουν και οι δύο έναν κοινό παρανομαστή: Τον κατατρεγμό.
Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη εδώ.
Μέχρι πού μπορείς να φτάσεις για να κάνεις τα όνειρά σου πραγματικότητα; Πόσο ανθρωποφάγος μπορεί να γίνει ένας έρωτας;
Ο Σωτάκης έχει γράψει ένα τίμιο βιβλίο. Ένας κανίβαλος τρώει έναν Ρουμάνο. Αυτό που λέει στον τίτλο συμβαίνει, δεν σου λέω κάτι για να χαλάσω την ιστορία. Το μυθιστόρημα είναι ένα μεγάλο ψυχογράφημα, χωρίς διδακτισμούς, χωρίς ενοχές για το πού μπορεί να φτάσει κάποιος για να βρει την ευτυχία του, όπως την φαντάζεται.
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη στο viewtag.gr
Όταν λοιπόν ο Παύλος Παπαχριστοφίλου ανακοίνωσε ότι «επιστρέφουμε» αμέσως μου γεννήθηκε η ανάγκη να τον γνωρίσω.
Η εγκάρδια κουβέντα έγινε αυτή η συνέντευξη, που ακολουθεί.Προσωπικά μου έλυσε κάποιες απορίες και ως φανατικού αναγνώστη μου δημιούργησε την προσμονή για νέες βιβλιοφιλικές περιπέτειες.
Γιατί τώρα τα Ελληνικά Γράμματα;
Το 2010 που μπήκε το λουκέτο, έδωσα μια υπόσχεση στο αναγνωστικό κοινό ότι “τα Ελληνικά Γράμματα Δεν είπαν την τελευταία τους λέξη”. Ως εκ τούτου ήμουν υποχρεωμένος να τηρήσω τον λόγο μου.
Τα Ελληνικά Γράμματα έχουν μια πολύ μακρά ιστορία. Ιδρύθηκαν το 1957 από τον συχωρεμένο τον πατέρα μου. Στη συνέχεια αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα και μεσουράνησαν τη δεκαετία του 1990 και του 2000. Τότε συνεργάστηκα με τον ΔΟΛ που εξαγόρασε ένα ποσοστό της εταιρείας, εν συνεχεία το 2007 με διάφορες πιέσεις που δέχτηκα εκείνα τα χρόνια αναγκάστηκα να αποχωρήσω από τα Ελληνικά Γράμματα και το 2010 ο ΔΟΛ που είχε πλέον το 100% της εταιρείας, έκλεισε τις εκδόσεις. Έτσι 7 χρόνια αργότερα επιστρέφουμε!
Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr
Η σφραγίδα του Κώστα Καζάκου (σκηνοθέτη) είναι έντονη στη διδασκαλία των ηθοποιών και το στήσιμο της παράστασης.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης στο έργο “Ο Δρόμος περνά από μέσα” στήνει ένα στρατευμένο έργο για έναν κόσμο που κατρρέει.
Καταρρέει η μεγαλοαστική τάξη, αλλά παρασέρνει στην παθογένειά της και τον ήρωα μικροαστό καταφερτζή κι εν τέλει μικροαπατεώνα.
Με στιβαρούς χαρακτήρες που παλεύουν να διατηρήσουν ότι χάνουν, αλλά και με έναν διδακτισμό, που γίνεται ακόμη πιο έντονος μέσα από τη σκηνοθεσία του Κώστα Καζάκου.
Ένα κείμενο εξαιρετικό, απαιτητικό, που φλερτάρει με την τραγωδία, και το πικρό χιούμορ. Μέτρο σε όλα τα στοιχεία και έναν ρυθμό που ξεκινάει από τη ραθυμία και καταλήγει σε ένα συναισθηματικό ποδοβολητό.
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr
Γνώρισα πιτσιρικάς στο Παρίσι έναν βρετανό γίγαντα της μουσικής λίγο μετά την απόφαση του να αφήσει πίσω του το κεφάλαιο των Police. Καινούρια δουλειά εκείνες τις μέρες και παγκόσμια κυκλοφορία της για τον πασίγνωστο αρχηγό των «Πολίς», τον Στινγκ, σε συνδυασμό με μια σειρά εμφανίσεων του σε Ευρώπη, Αμερική και Ιαπωνία. Το ξεκίνημα της παγκόσμιας αυτής περιοδείας έγινε με μια εβδομάδα εμφανίσεων του με το συγκρότημά του στο θέατρο Μογκαντόρ στην πρωτεύουσα της Γαλλίας.
Μάιος στο Παρίσι με τον Sting να καταφέρνει να ισορροπεί το χρόνο του ανάμεσα στον κινηματογράφο και τη μουσική. Με σπουδές ψυχολογίας και την ικανότητα να γνωρίζει τη «συνύπαρξη» του Καλού και του Κακού. Μια γνώση που τον βοηθάει – λέει – τόσο στη σκηνή όσο και στη ζωή του γενικότερα.
Τον είδα και εντυπωσιάστηκα. Ήταν αποφασισμένος να βάλει κάποια ονοματάκια της σειράς που βαφτίστηκαν από κάποιους σούπερσταρ… να περάσουν απλά στο περιθώριο.
Τον είχα δει με τους Police για πρώτη φορά στο Σπόρτινγ πριν από πολλά χρόνια σε εκείνη την τεράστια από πλευράς επιτυχίας για τα Αθηναϊκά δεδομένα εμφάνιση τους που μπορεί να είχε άθλιο ήχο αλλά χαρακτηρίστηκε από απίστευτο ενθουσιασμό.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 80, λοιπόν, στα πρώτα του σόλο βήματα είχα τη τύχη να απολαύσω δύο συναυλίες του στο Παρίσι. Για να ευλογήσω τα γένια μου ήταν η πρώτη συνέντευξη του σε ελληνικό περιοδικό.
Όταν του έδειξα ένα εξώφυλλο που του είχαμε κάνει στο περιοδικό Και έδειξε λες και δεν πίστευε στα μάτια του.
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ στο viewtag.gr.
Ο συγγραφέας, χάρη και στην άριστη μετάφραση της κυρίας Φωτεινής Ζερβού, μας μεταφέρει το ζοφερό περιβάλλον που κινούνται οι ήρωές του. Και με τον ίδιο έξοχο τρόπο μας μεταφέρει στον δαιδαλώδη ψυχισμό του ήρωά του, του αστυνόμου Λουίτζι Αλφρέντο Ριτσιάρντι. Ένας άνθρωπος με υψηλή αίσθηση του καθήκοντος, απόμακρος, και «κακό σπυρί» για τους ανωτέρους του.
Ο Ιταλός συγγραφέας τολμάει κάτι που κατά τη γνώμη μου του «βγαίνει». Παίζει με τη μεταφυσική. Ένα προνομιακό πεδίο των νοτιοαμερικάνων συγγραφέων, αλλά όπως σας είπα του «βγαίνει». Ένας βασανισμένος άνθρωπος όπως είναι ο αστυνόμος Ριτσιάρντι έχει το δικό του τρόπο να «μιλάει» με τα νεκρά θύματα βίαιων ενεργειών.
Παρ’ όλα αυτά δεν είναι ένας απόμακρος σούπερ- ήρωας. Είναι ένας πονεμένος άνθρωπος με δημοκρατικές αρχές σε μια χώρα που παραλληρεί υπέρ του φασισμού του Ντούτσε με έδρα τη Νάπολη.
Δύσκολο παζλ για να επιβιώσει – κυρίως στην αστυνομία.
Όταν μάλιστα το θύμα της δολοφονίας που πρέπει να εξιχνιάσει είναι ο διάσημος τενόρος, Αρνάλντο Βέτσι – μια μοναδική φωνή επενδεδυμένη από έναν άθλιο χαρακτήρα, που εκτός όλων των άλλων είναι και φίλος του Ντούτσε – τότε τα πράγματα είναι δύσκολα, πολύ δύσκολα για τον ίδιο.
Ήδη είπα πολλά, αφού δεν συνηθίζω να γράφω για την υπόθεση ή την πλοκή του βιβλίου που παρουσιάζω. Με ενδιαφέρει η …αίσθηση!
Το βιβλίο του Ντε Τζοβάνι «Η Αίσθηση του πόνου» είναι αστυνομικό, βαθύτατα υπαρξιακό με έναν ιδιοφυή ρεαλισμό και κυρίως με έναν ουμανισμό που διατρέχει τις σελίδες του.
Ήταν μια καλή ευκαιρία για να γνωρίσουμε τον άνθρωπο που μας το «σύστησε». Η μεταφράστρια, Φωτεινή Ζερβού, έχει αποδώσει τόσο δυνατά τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των ηρώων του βιβλίου, αλλά και τις εικόνες που έχει φανταστεί ο συγγραφέας.
Με αφορμή τον Ντε Τζοβάννι, η κουβέντα μας πήγε και στη δουλειά της.
Υπάρχει μυστικό για μια καλή μετάφραση;
Πιστεύω ότι δεν υπάρχει κάποιο μυστικό, απλά όταν αγαπάς τη δουλειά σου και προσπαθείς συνεχώς να βελτιωθείς το αποτέλεσμα σίγουρα θα είναι καλό. Βέβαια οι γνώσεις και η πείρα παίζουν σημαντικό ρόλο όπως συμβαίνει σε όλα τα επαγγέλματα άλλωστε.
Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr
Τα «παιδιά», η παρέα που παρουσιάζει η συγγραφέας είχαν όνειρα που τα εκπλήρωσαν, τα έζησαν, τα τσαλαπάτησαν αλλά στο τέλος τη λύση – όπως ξέρουμε – τη δίνει η ζωή. Κι έτσι μέσα στην κρίση όλα άλλαξαν.
Και για να αντέξουν πρέπει να αλλάξουν κι αυτοί. Οι ήρωες του βιβλίου της Κολλάρου αντιμετωπίζουν μιια συνεχή αναμέτρηση με τους ίδιους τους τους εαυτούς.
Η αυτοκτονία της ψυχής της παρέας γίνεται ο καταλύτης για μια βαθιά βουτιά στα προηγούμενα με στόχο να αντιμετωπίσουν το αδυσώπητο αύριο.
Το βιβλίο της Ιφιγένειας Κολλάρου είναι η ελεγεία μια γενιάς που χάθηκε μαζί τον ερχομό της κρίσης.
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr
Συνήθως, οι βολές προς τραγουδιστές-συνθέτες κλπ αποφεύγονται, ώστε να μη δημιουργούνται μεταξύ μας κόντρες, αντιπάθειες και εμπλοκές. Απέναντί μας, μη ξεχνάμε, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που μάς παρακολουθεί και του αρέσει να σχολιάζει…
Διαβάστε ολόκληρο ο κείμενο του Νότη Μαυρουδή στο viewtag.gr