Τσιτσάνης στο Μέγαρο, κάποτε θα ήταν ανέκδοτο για σνομ «ταχατεσ-το-μούρηδες».
Κάποτε!
4 και 5 Δεκεμβρίου όμως, 2018 η Δήμητρα Γαλάνη με την ορχήστρα Τσιτσάνη εγγυόνται μια βραδιά μέθεξης με το έργο του λαϊκού καλλιτέχνη. Η δε σύμπραξη της Νατάσας Μποφίλιου είναι το στοίχημα που (νομίζω θα κερδηθεί) κάνει τη βραδιά ακόμη πιο ενδιαφέρουσα!
Θα πάω Μέγαρο γιατι λατρεύω τη Γαλάνη, μου αρέσει ο Τσιτσάνης και δεν έχω δει Live τη Μποφίλιου!
Επίσης θα πάω επειδή πολλοί «κράζουν» τη Μποφίλιου, όχι για την αξία της φωνής της αλλά γιατί έτσι, επειδή το να στοχοποείς και να κράζεις κάνει κάποιους να αισθάνονται καλύτερα.
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr
Ο ρυθμός του καταιγιστικός, η πλοκή δυναμίτης και η γλώσσα του δυνατή.
Το βιβλίο το διάβασα ξεχνώντας ο,τιδήποτε συνέβαινε στο σπίτι μου για ένα απόγευμα και πραγματικά ένιωσα σαν τον δύτη που προσπαθεί να ανέβει στην επιφάνεια αλώβητος, σιγά, σταθερά και με ασφάλεια.
Ακριβώς το αντίθετο από τους ήρωες του βιβλίου που ο Ευσταθιάδης καταδικάζει σε μια άνευ προηγουμένου «κατάδυση» στα σκοτεινά βάθη των πιο μεγάλων μυστικών, των πιο μεγάλων φόβων και μιας ασύλληπτης φρίκης.
Η ιστορία ξεκινάει σήμερα, στο Αμβούργο και ο ξεπεσμένος ιδιωτικός ντετέκτιβ, ελληνογερμανός Κρις Πάπας, μπλέκει σε μια ιστορία που θα τον φέρει αντιμέτωπο με ιστορίες φρίκης της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Η φρίκη όμως είναι τελικά πέρα από πρόσωπα και πατρίδες. Είναι κάτι που διατρέχει την ανθρώπινη ιστορία σε πολλές περιόδους της.
Η Ιστορία είναι παρούσα στο βιβλίο, με έναν τρόπο τραγικό, όπως οι θηριωδίες στον Πόλεμο.
Οι ήρωες ξεσκίζονται. Κυριολεκτικά και μεταφορικά… αλλά καλύτερα να μην παρασυρθώ σε σποϊλεριές!
Πιστός στην «πετριά» μου να μην λέω πολλά για την υπόθεση του βιβλίου αυτό που θέλω να τονίσω είναι η μαεστρία του συγγραφέα να μπλέκει ιστορίες και να φτιάχνει ήρωες που μπορείς να τους φανταστείς. Θα μπορούσες να συνταξιδέψεις μαζί τους ή να βρεθείς σε ένα ΚΤΕΛ δίπλα τους.
Αρετή του βιβλίου είναι το μέγεθός του. Ένα κανονικό, προς το «μικρό» θα έλεγε κανείς. Όμως ο Ευσταθάδης αποδεικνύει ότι δεν χρειάζεται ένα «τούβλο» σε όγκο βιβλίο για να απολαύσεις μια βασική και δευτερεύουσες – εξίσου βασικές – ιστορίες!
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ
Τα φώτα χαμηλώνουν και η Σπείρα-Σπείρα, μουσικοί και τραγουδιστές ανεβαίνουν στη σκηνή και για μια ώρα, μόνοι τους, μας ταξιδεύουν τραγουδώντας και παίζοντας στο μουσικό σύμπαν του Κραουνάκη.
Μπορεί ένα πιάνο, μια κιθάρα, ένα ακορντεόν και ένα τσέλο να μεταδώσουν ένα λαϊκό πρόγραμμα; Ναι είναι η απάντηση και ο κόσμος τραγουδάει από κάτω. Οι τραγουδιστές δίνουν ρυθμό με τα «καχόνε» (τα ξύλινα κούφια σκαμπό που κάθονται και χρησιμοποιούνται ως κρουστά)
Ο Σταμάτης βγαίνει στη σκηνή, αφού έχει αφήσει τους νέους καλλιτέχνες να μας παρασύρουν, και σαν άλλος Διόνυσος σέρνει το χορό σε ένα ξεφάντωμα.
Θέλει μεγάλα κότσια να «βγάζεις μπροστά» νέους και ο Σταμάτης φαίνεται (εδώ και χρόνια με τις επιλογές του) ότι τα έχει.
Παρλάτες χωρίς να χρειάζεται να καταφεύγει στις ευκολίες βρωμόλογων για να μας «πάρει» μαζί του, εύστοχα σχόλια χωρίς εκείνον τον βαρετά ανυπόφορο διδακτισμό – που πολλοί καλλιτέχνες συνηθίζουν, και μια μουσική (και ολίγον θεατρική) παραστάση με σεβασμό στον θεατή γεννιέται τρις εβδομαδιαίως στις Γραμμές.
Κυριακή στις επτά, πήγα με τα παιδιά μου και το απολαύσαμε. Κι αλλοι γονείς ήταν με τα παιδιά τους. Και κόσμος που τραγουδούσε. Και καθόλου δηθενιά.
Εντάξει υπάρχει το σκηνοθετικό εύρημα με τα λουλούδια. Αλλά είπαμε γνήσιο λαϊκό πρόγραμμα! Α, πετάνε και χαρτοπετσέτες!
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ
Είναι ένας απαραίτητος τόμος για τη βιβλιοθήκη κάθε μουσικόφιλου αλλά κι ένα βιβλίο που μπορείς να «ακούς» λίγο πριν κοιμηθείς. Το θες δίπλα στο κρεβάτι, στο κομοδίνο να κρύβει το ενοχλητικό ξυπνητήρι.
Η ανάγνωση των ιστοριών που ανακάλυψε ο Τάσος Βαφειάδης είναι μια απόλαυση. Όσα τραγούδια ξέρεις τα «ακούς» διαβάζοντας, και φυσικά με την ιαματική λειτουργία της μουσικής, μέσα από τις γραμμές κάθε σελίδας ταξιδεύεις στην εποχή που άκουσες το κάθε κομμάτι. Όσα τυχαίνει να μην γνωρίζεις με ένα κλικ – πια – τα βρίσκεις στο δίκτυο και συνεχίζεις την ανακάλυψη.
Έχει κάνει μια σπουδαία δουλειά ο Βαφειάδης που ξεφεύγει από μια τυπική καταγραφή «άχρηστων» πληροφοριών.
Σε μια εποχή που δεν ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις από τις χιλιάδες πληροφορίες που προσφέρονται απλόχερα, «Οι Κρυμμένες Ιστορίες πίσω από τα Τραγούδια» είναι ένα μοναδικό index για τις μουσικές αναζητήσεις.
Ποιο τραγούδι έστειλε η NASA να το ακούσουν οι εξωγήινοι – αν υπάρχουν;
Ποιο τραγούδι απασχόλησε για 31 μήνες τους πράκτορες του FBI;
Ποιος διάσημος αυτόχειρας της ροκ-κουλτούρας έπαιξε live έξω από τη Θεσσαλονίκη πριν αυτοκτονήσει;
Εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενος, ο Τάσος Βαφειάδης με το βιβλίο του έγινε ο ραδιοφωνικός παραγωγός που δεν υπάρχει στα ραδιόφωνα των playlist που εκφωνούν τον χορηγό, τον καιρό, και το κονσερβαρισμένο πρόγραμμά τους.
Σπουδαία τραγούδια και οι ιστορίες τους τροφοδοτούν τις αναμνήσεις μας!
Σε μια εποχή που ό,τι θέλουμε να μάθουμε είναι ένα «κλικ» μακριά, πώς αποφάσισες να γράψεις ένα βιβλίο με πληροφορίες για τα αγαπημένα σου τραγούδια;
Μπορεί η ενημέρωση να είναι ένα κλικ μακριά, αλλά η εμπέδωση είναι περισσότερα.
Αυτό ακριβώς ήταν που με ώθησε να καθίσω, να συγκεντρώσω και να γράψω ένα τέτοιο βιβλίο. Είχα κουραστεί με τους ρυθμούς που καταναλώνουμε την μουσική και γενικότερα την πληροφορία. Αυτό που εν γένει κάνουν τα βιβλία είναι να κατεβάζουν τους καθημερινούς μας ρυθμούς και να μας ταξιδεύουν. Ήθελα λοιπόν να χαμηλώσω λίγο τους ρυθμούς ακρόασης ενός τραγουδιού, γράφοντας μια ιστορία γι’ αυτό.
Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στον Γιάννη Καφάτο και το viewtag.gr
Η παλιά πουτάνα, ανοίγει την καρδιά της σε έναν δημοσιογράφο που συναντά στο gay pride. Και η ιστορία της ξετυλίγεται, μαζί με τη δική της ματιά στην ιστορία της Ελλάδας.
Η κυρία Υρώ Μανέ θέλησε να ανεβάσει το έργο στο σανίδι από τη στιγμή που το διάβασε και ο συγγραφέας της εμπιστεύτηκε την πορεία της ηρωίδας του έξω από τις σελίδες του βιβλίου του.
Μίλησα με την κυρία Μανέ εν μέσω προβών που γίνονται με πυρετώδεις ρυθμούς για την πρεμιέρα της παράστασης στις 10 Δεκεμβρίου.
Πάμε χωρίς πολλά δικά μου λόγια στην εξομολόγηση της ηθοποιού που μιλάει για τον ρόλο αλλά και τη ζωή της.
Όταν είχε βγει το βιβλίο είχα κάνει μια συνέντευξη με τον Αύγουστο Κορτώ και τον είχα ρωτήσει αν η Ρένα είναι μια ελληνική εκδοχή του Φόρεστ Γκαμπ. Για εσάς, τι είναι η Ρένα; – Ποιο είναι το …βιογραφικό της;
Η ηρωίδα μου είναι μια γυναίκα ελευθέρων ηθών. Προσφέρει τις ερωτικές της υπηρεσίες χωρίς καμία τσιγγουνιά. Η ζωή της ξεκινάει λίγο πριν από την καταστροφή της Σμύρνης και την βρίσκουμε σήμερα.
Περνάει δια πυρός και σιδήρου και ζει παράλληλα με τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας της νεότερης Ελλάδας. Τα γεγονότα τα ζει με τον δικό της ξεχωριστό και ιδιαίτερο τρόπο ως άνθρωπος του περιθωρίου. Τα μεγάλα γεγονότα που συμβαίνουν δεν τα έχει σε πρώτο πλάνο αλλά απλώς ζει και μάλιστα πολλές φορές χωρίς να παίρνει χαμπάρι τι ακριβώς συμβαίνει.
Είναι ένας πολύ ενδιαφέρον χαρακτήρας. Η «Ρένα» στη δική μου ανάγνωση, είναι μια γυναίκα με πολύ τσαγανό, με πολύ δύναμη ψυχής. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η μεγάλη της αθωότητα. Η Ρένα είναι μια μεγάλη καρδιά που μπορεί να αγαπά. Κι ακριβώς επειδή έχει σε πρώτο πλάνο τον έρωτα και την αγάπη, για τον λόγο αυτό βιώνει την ιστορία της Ελλάδας μέσα από τα μάτια του ανθρώπου που ερωτεύτηκε που υπήρξε κομμουνιστής με ό,τι συνεπάγεται αυτό την εποχή εκείνη για τους απλούς ανθρώπους.
Ενώ το πεζοδρόμιο, κι αυτή η στάμπα της κοινής, όλο αυτό που έχει καταγραφεί στο σώμα λόγω της δουλειάς της δεν έχει περάσει στην ψυχή της με έναν τρόπο που θα μπορούσε να την αλλοτριώσει και να την κάνει χυδαία. Διατηρεί μέχρι το βαθύ της γήρας ένα σφρίγος της νιότης και της αθωότητας. Βλέπει τον κόσμο με τα μάτια της ερωτευμένης με τον Μάρκο.
Είχατε κάποια επικοινωνία με τον συγγραφέα όταν αποφασίσατε να ανεβάστε την παράσταση;
Μιλήσαμε όταν διάβασα το βιβλίο και του ζήτησα αν μπορώ να το κάνω θεατρικό. Μου το εμπιστεύτηκε με πολύ γενναιοδωρία τον ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό
Ποια υπέρβαση πρέπει να κάνετε για να ερμηνεύσετε κάθε ρόλο σας.
Εξαρτάται κάθε φορά από τον ρόλο και τις απαιτήσεις του χαρακτήρα που πρέπει να υποδυθώ και να ενσαρκώσω.
Η συγκεκριμένη περίπτωση είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο. Το να παίξεις μια ιερόδουλη είναι μια πολύ μεγάλη εσωτερική διαδικασία. Όταν μάλιστα δεν έχεις καμία σχέση με τον κόσμο αυτό. Εγώ τώρα συνάντησα ιερόδουλες. Δεν ήξερα πως ζουν αυτοί οι άνθρωποι.
Δηλαδή, τώρα λόγω της παράστασης επιδιώξατε να συναντηθείτε με ιερόδουλες ώστε να μπορέστε να δουλέψτε τον ρόλο σας;
Ναι, ήθελα να οσμιστώ αυτό που λένε για αυτόν τον ξεχωριστό κόσμο. Όση φαντασία και να έχει κάποιος, και η φαντασία είναι το βασικό μου εργαλείο, δεν αρκεί αν δεν γνωρίσεις έστω και λίγο τον κόσμο αυτό. Προφανώς δεν είμαι της αμερικάνικης σχολής που θέλει ο ηθοποιός να βιώσει τον χαρακτήρα που θα παίξει. Όμως είναι σωστό να έχεις εικόνες, να πάρεις αφορμές, να πλουτίσεις τη φαντασία σου εν τέλει!
Και πώς βρήκατε συνομιλήτριες από τον χώρο αυτό;
Βρήκα. Αμα θέλει κανείς όλα τα βρίσκει. Με δέχτηκαν και κουβεντιάσαμε αρκετά. Την παροπλισμένη γυναίκα που υποδύομαι, αυτή αναζήτησα για να μπορέσω να την κατανοήσω.
Αυτές οι συναντήσεις με βοήθησαν ώστε να εξάψουν τη φαντασία μου ΄με έναν ιδιαίτερο τρόπο στην προσπάθειά μου ν’ αποδώσω το ρόλο με βάση το κείμενο και τη σκηνοθεσία
Όταν φεύγατε από αυτές τις συναντήσεις σας κυρία Μανέ, ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σκεφτήκατε;
Διαβάστε τη υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr
Στη σκηνή του υπογείου η τεράστια σφαίρα που αναλόγως του φωτισμού άλλοτε γίνεται διάφανη, άλλοτε βρώμικη, άλλοτε ένας σκούρος όγκος και η Μυρτώ Αλικάκη που κυκλοφορεί στη σκηνή με τα ρόλερ της μέχρι να αρχίσει η παράσταση αμέσως κεντρίζουν τον θεατή.
Το έργο είναι μια παραβολή, ένα πείραμα που σε όλη του τη διάρκεια μας εξηγεί ο επιστήμονας (Μενέλαος Χαζαράκης) . Ο επιστήμονας μιλάει για τη συμπεριφορά του ηλεκτρονίου που οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι αντιδρά στην παρατήρηση. Μέσα στη σφαίρα όμως κατοικεί μια οικογένεια. Μια υστερική μάνα (Φαίη Ξυλά), ένας παραδομένος πατέρας ( Πέτρος Λαγούτης), κι ένας γιος (Κωνσταντίνος Ελματζίογλου) που φαίνεται ότι ασφυκτιά. Η οικογένεια έχει και την υπηρέτριά της (Μυρτώ Αλικάκη) – ο καταλύτης; Ναι θα μπορούσε με τους «επιστημονικούς όρους να έχει αυτόν τον ρόλο.
Η οικογένεια άλλοτε ξέρει ότι την παρακολουθεί ο επιστήμονας άλλοτε όχι. Και η συμπεριφορά της εξαρτάται από την έξωθεν παρατήρηση.
Η παράσταση (Σκηνοθεσία: Ανδρέας Φλουράκης) είναι, όπως ανέφερα και στην εισαγωγή μια οπτική εμπειρία υψηλού επιπέδου και αισθητικής χάρις στη δουλειά των Χριστόφορου Κώνστα – Χρήστου Μαγγανά _Xsquare DesignLab (Σκηνικό|Video Art) και του Γιώργου Τέλλου που έχει κάνει τον σχεδιασμό των φωτισμών.
https://www.viewtag.gr/wp-
Οι δύο άντρες της οικογένειας, Λαγούτης και κυρίως ο Ελματζίοφγλου αποδίδουν πολύ καλά τους ρόλους τους. Το κρεσέντο των συναισθημάτων του γιου μέχρι το φινάλε είναι καλοδουλεμένο και πραγματικά κερδίζει τον θεατή.
Ενώ η ιδέα είναι λαμπρή, το κείμενο (Ζέτη Φίτσιου) βρίσκω ότι είναι αρκετά προσχηματικό και και σε μερικά σημεία – ειδικά στον τρόπο συμπεριφοράς της μητέρας – επιτηδευμένο. Ίσως και αναμενόμενο.
Διαβάστε το υπόλοιπο κείμενο του Γιάννη Καφάτου εδώ.
Η αρχική ιδέα ήταν να βρεθούμε με τον συγγραφέα πριν από μια εκδήλωση για το βιβλίο στα Εξάρχεια, στο βιβλιοπωλείο «Bibliotheque», για να κάνουμε μια συνέντευξη. Άργησα κι έτσι απλώς ήπιαμε καφέ, και πιάσαμε ψιλή κουβέντα χωρίς να γράφει κανένα σύστημα ηχογράφησης.
Ο ήρωάς του βιβλίου, ξέρεις, είναι από αυτούς που παραμονεύουν σε κάθε πιθανή γωνιά της πόλης. Είναι εκεί, αλλά δεν εκδηλώνεται – πάντα… – σε μια δεύτερη ανάγνωση. Ο συγγραφέας μας τον συστήνει ως έναν τύπο με υπερφυσικές ικανότητες.
Περπατήσαμε από τη Μπενάκη ως την Πλατεία συνεχίζοντας την κουβέντα μας. Μια σπουδάστρια σκηνοθεσίας, πολύ νεότερη από εμάς είχε τον καημό της. Πού με έναν τρόπο είναι κοινός: Δεν έχουμε κουλτούρα συνεργασίας και πολλές μονάδες προσπαθούν…
Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στο viewtag.gr
Ο κεντρικός ήρωας, ο Ανατόλ, έχει καταβολές από τον Δον Ζουάν και τον Καζανόβα, όμως είναι πολύ πιο κοντά στον καθημερινό άντρα, ο οποίος ζει καθημερινούς και εφήμερους έρωτες σε μια ατελείωτη σκυταλοδρομία πάντα διψασμένος και ανικανοποίητος.
Οι εφτά γυναίκες που αποτελούν τα «ερωτικά αντικείμενα» του Ανατόλ, έρχονται από κάθε τάξη, επάγγελμα, ψυχικό και πνευματικό περίγυρο. Αλληλοσπαράζονται παίζοντας τον θύτη και το θύμα.
Υπό αυτή τη θεατρική συνθήκη ας ξαναγνωριστούμε με την κυρία Τζούλη Σούμα
Εφτά γυναίκες, εφτά ταυτότητες, και μια η δική σας πάμε στις 8. Πόσες «ταυτότητες» έχει η Τζούλη – Τις έχετε αποκαλύψει όλες;
Είναι αλήθεια ότι σε αυτό το έργο ο συγγραφέας μας παρουσιάζει επτά γυναίκες μιας θηλυκής, ερωτικής πινακοθήκης. Είναι επτά διαφορετικές προσωπικότητες, ψυχοσυνθέσεις. Επτά διαφορετικές ταυτότητες. Έχω πάρα πολλές, θα έλεγα, όπως και όλοι μας. Η καθεμία από τις επτά ηρωίδες έχει μια πολύπλευρη προσωπικότητα. Είναι επτά διαμάντια. Προσπαθήσαμε στις πρόβες να ανακαλύψουμε όλες τις πλευρές τους, όλες τις πτυχές τους και να αποδώσουμε με τον σκηνοθέτη, τον Γιάννη τον Βούρο και τους δυο υπέροχους συναδέλφους μου, τον Πέρη Μιχαηλίδη και τον Λευτέρη Βασιλάκη τις λάμψεις και, ενδεχομένως, τα κρυφά σημεία στις προσωπικότητες αυτών των γυναικών. Προσπαθήσαμε να τις βρούμε και να τις παρουσιάσουμε με όση περισσότερη καθαρότητα και σαφήνεια γίνεται πάνω στην σκηνή. Σε σχέση με το αν η προσωπικότητα μου έχει πολλές διαφορετικές πτυχές θα έλεγα ότι έχει πάμπολλες, όπως και όλων μας.
Ο εαυτός μας είναι πολυδιάστατος, ευτυχώς. Αυτό που φέρουμε στην σκηνή δεν είναι ο ίδιος μας ο εαυτός, αλλά αυτό που προκύπτει από εμάς, όπως έλεγε και ο υπέροχος δάσκαλος, ο Ανδρέας ο Μανωλικάκης, ο οποίος είναι ο διευθυντής του Actor Studio και είχα την τύχη να κάνω επί τρία χρόνια σεμινάρια μαζί του. Έλεγε ότι: «οι ρόλοι δεν είμαστε εμείς, οι ρόλοι είναι από εμάς». Όπως ακριβώς στην περίπτωση που μια γυναίκα γεννάει ένα παιδί, έτσι οι ηρωίδες που υποδύομαι, σαφέστατα έχουν στοιχεία της προσωπικότητάς μου, αλλά όχι μόνο, έχουν και στοιχεία τα οποία δεν είναι δικά μου. Η σύνθεση είναι το απαραίτητο στοιχείο για να δημιουργηθεί ένας ρόλος, δηλαδή το να συνδυάσεις πράγματα από δικά σου βιώματα και να αντλήσεις από τα συστατικά στοιχεία του χαρακτήρα σου, ενώ παράλληλα να χρησιμοποιήσεις την φαντασία σου για να πλάσεις τον ήρωα. Αυτό είναι πολύ γοητευτικό. Είναι μαγικό και για τον ίδιο τον θεατή να δει πολυεπίπεδους χαρακτήρες, σύνθετες και περίπλοκες προσωπικότητες.
Πώς είναι δυνατόν ο έρωτας που περιγράφτηκε έναν αιώνα πριν να έχει σήμερα την ίδια δύναμη και να κάνει τον θεατή να ταυτίζεται. Είναι η μαεστρία του συγγραφέα ή ο έρωτας είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού;
Δεν έχει καμιά σημασία ο έρωτας πότε περιγράφεται, ακόμα και 5 αιώνες πριν. Έχει σαν θέμα πάντα την ίδια δύναμη και κάνει τον θεατή να ταυτίζεται με αυτό. Αυτό που κάνει ο συγγραφέας και είναι πραγματικά αξιοσημείωτο είναι ότι στήνει έναν μεγεθυντικό φακό και παρακολουθεί την ανθρώπινη συμπεριφορά και γράφει για αυτήν με μεγάλη οξυδέρκεια. Βλέπει στον άντρα και την γυναίκα το πόσο έλκονται, το πόσο απωθούνται, την «αρπακτική διάθεση», τις «παγίδες» των αισθημάτων. Το βασικό και καθοριστικό στοιχείο αυτού του έργου είναι το «αχόρταγο» κυνήγι, μια μεγάλη «επιθυμία» του ενός για τον άλλο. Αυτό είναι σαρκοβόρο, αδηφάγο, αλλά και κωμικό. Έχει πάρα πολλές πτυχές. Αλήθεια, στο σήμερα με πόσο διαφορετικό τρόπο βιώνουμε τον έρωτα, ως προς την ουσία των συναισθημάτων; Όλοι έχουμε βιώσει, έχουμε δει σε γνωστούς και φίλους μας τον τρόπο που εξελίσσονται τα ερωτικά πάθη.
Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στον Γιάννη Καφάτο και το viewtag.gr εδώ
Διαβάστε εδώ την κριτική της παράστασης από τη Νατάσα Κωνσταντινίδη
Έντεκα διηγήματα αποτελούν τη συλλογή «Κακή Σπορά» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πνοή» και είναι έντεκα διαμάντια Λαμπερά και συνάμα σκληρά.
Ο συγγραφέας έχει αποφασίσει να μας οδηγήσει σε σκοτεινούς λαβυρίνθους, ακραίες καταστάσεις με ήρωες που είναι μεστοί, ζωντανοί και αναγνωρίσιμοι.
Οι «Αρρυθμίες» είναι το πρώτο διήγημα που ανοίγει το βιβλίο και μας εισάγει στον κόσμο που έχει δομήσει με μαεστρία ο Πασσάς. Μια ιστορία που είναι τόσο οικεία και τόσο σκληρή, όπως η ζωή δεκάδων ανώνυμων πρωταγωνιστών της πόλης, της Αθήνας.
Στις Αρρυθμίες όμως βρίσκεται η ραχοκοκαλιά που, πιστεύω διατρέχει τους εντελώς διαφορετικούς ήρωες των ιστοριών του βιβλίου: Ο θυμός.
Χωρίς καμία διάθεση σπόιλερ, ο «θυμός» είναι το βασικό συναίσθημα των ηρώων του Ανδρέα Πασσά χωρίς βεβαίως να θέλω να φανταστείτε ότι τα άλλα συναισθήματα των χαρακτήρων είναι υποδεέστερα. Αντιθέτως. Η μαγεία του βιβλίου είναι αυτή η έκρηξη συναισθημάτων που οδηγούν στα άκρα τους ήρωες.
Γραμμένο με μαεστρία, και χωρίς την τυποποίηση που συναντά κανείς στα πρώτα βιβλία συγγραφέων, ο Ανδρέας Πασσάς έχει καταφέρει να μιλήσει απλά για δύσκολα πράγματα. Η γλώσσα του είναι δουλεμένη αλλά χωρίς καμία επιτήδευση. Ναι οι ήρωές του, έτσι θα μιλούσαν αν τους συναντούσες – ασχέτως που κάποιους ούτε από μακριά δεν θα ήθελες να τους απαντήσεις!
Το διήγημα «Κάτω από το Βουνό» είναι μια από τις εξαιρετικές στιγμές στο ξεδίπλωμα της πλοκής και το «Σκυλολόι» είναι κορυφαίο στην περιγραφή ενός ήρωα πονεμένου που η μόνη εξιλέωσή του είναι αυτή που επιλέγει ο συγγραφέας να τον βάλει να ζήσει.
Το διήγημα που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο, «Κακή Σπορά» είναι ένα μικρό νουάρ διαμάντι
Διαβάστε την υπόλοιπη βιβλιοκριτική εδώ
Αυτή θα είναι μια εισαγωγική συνάντηση και στη συνέχεια θα δημιουργηθούν ομάδες βιβλιοθεραπείας.
Με αυτή την αφορμή ζήτησα από την κυρία Αναστασοπούλου να μας βάλει στο πνεύμα αυτής της μεθόδου που στην Ελλάδα τώρα εφαρμόζεται.
Ο E.D.Ηirsch στο έργο του Validity in Interpretation (1967), αποδίδει στο λεκτικό νόημα ανθρώπινη βάση: “Μια διαδοχή λέξεων δε σημαίνει τίποτα το συγκεκριμένο ώσπου κάποιος να εννοήσει μέσω της ή να καταλάβει κάτι. Δεν υπάρχει μαγική χώρα νοημάτων έξω από την ανθρώπινη συνείδηση”.
H βιβλιοθεραπεία ξεκίνησε το 2011 στο ιδιωτικό μου γραφείο και αποτέλεσε την ερευνητική μου εργασία για το Πάντειο Παν/μιο με τίτλο:
«Η λογοτεχνική ανάγνωση ως θεραπευτικό μέσο σε ομάδα αυτοβελτίωσης»
Προσπάθησα να αποτυπώσω το βλέμμα των μελών της ομάδας και να σκιαγραφήσω την συμμετοχή τους σε αυτή, με μερικές από τις ερευνητικές υποθέσεις να απαντούν στο κατά πόσο η ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων θα βοηθήσει τα μέλη να ξεκλειδώσουν ευκολότερα, να ενταχθούν γρηγορότερα στην ομάδα μέσα από διαδικασίες ταύτισης και ενόρασης και εν τέλει να βελτιωθούν-εξελιχθούν με τη βοήθεια της λογοτεχνικής ανάγνωσης.
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ
Με οδηγό το “άγιο” rock ‘n roll, οι Dustbowl έχουν χαράξει τον δικό τους δρόμο και με τα live τους που τα σπάνε, οδηγούν σε αυτό που οι ίδιοι αποκαλούν “Mother Earth Rock Music”. Πέραν από τις “ταμπέλες” που θέλει ένα κείμενο, σας προκαλώ να γνωρίστε τους Dustbowl και να αφήστε τη μουσική αλλά και το εξαιρετικό παίξιμο όλων των μελών του γκρουπ να σας “λύσουν” και να χορέψτε επιτέλους – βάλτε το κινητό στην τσέπη και ανακαλύψτε τους – αν δεν τους γνωρίζετε ήδη!
Ραντεβού στο Ζοο στο Χαλάνδρι. Παρασκευή 9 Νοεμβρίου (έχουν κι ένα ακόμη σημαντικό ραντεβού ως support των Steve Wynn & Chris Cacavas την πρώτη μέρα του live τον Νοέμβριο -19 και 20- στο Tiki!!!)
Μέχρι τότε πάμε να γνωριστείτε κι εσείς με την Λυδία, σε μια κουβέντα σαν μια βόλτα στην πόλη.
– Λυδία, πώς μεγαλώνει ένα παιδί με ένα όμορφο μεν αλλά ασυνήθιστο όνομα;
Όπως και ένα παιδί σήμερα, με το ίδιο αλλά πολύ συνηθισμένο πλέον όνομα χαχα..
– Πότε στάθηκες στα πόδια σου και άρχισες να ορίζεις εσύ τη ζωή σου;
Από μικρή, ήμουν αρκετά ανεξάρτητη δουλεύοντας παράλληλα με τις σπουδές. Από την άλλη αναρωτιέμαι βέβαια, από πότε αρχίζει κάποιος να ορίζει την ζωή του ή πότε ήταν η εποχή που δεν την όριζε. Υπήρχε τέτοια εποχή; Πάντως όσο παίρνουμε τα πράγματα στα χέρια μας, όπως λένε, τα πράγματα γίνονται αφόρητα πιο δύσκολα. Αστείο ή τραγικό; Έτσι είναι πάντως.
Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στον Γιάννη Καφάτο και το viewtag.gr
Η σούπερ τραγουδίστρια που μεσουράνησε τη δεκαετία του 90 με την ξεχωριστή φωνή και το απολύτως προσωπικό της ύφος “δεν υπάρχει” πια. Άλλαξε όνομα και ασπάστηκε το Ισλάμ.
H μοναδική Σινέντ Ο’ Κόνορ που μετά από πολλές περιπέτειες με την ψυχική της υγεία ενημέρωσε τους θαυμαστές της σε όλον τον πλανήτη ότι πλέον θα λέγεται “Σουχάντα”
“Είμαι περήφανη που έγινα Μουσουλμάνα. Είναι ο φυσικός προορισμός κάθε έξυπνου θεολογικού ταξιδιού. Όλες οι γραφές και η μελέτη οδηγούν στο Ισλάμ που τελικά κάνει όλες τις γραφές περιττές. Το νέο μου όνομα θα είναι Σουχάντα”, έγραψε η Σινέντ που άλλαξε και το όνομα του λογαριασμού της στο Twitter.
Δημοσιοποίησε μάλιστα κι ένα βίντεο που – αγνώριστη – ψέλνει τον Ισλαμικό ύμνο που λέγεται Αχντάν και μάλιστα ζητά συγγνώμη για την πρόφορά της. Υπόσχεται όμως ότι θα κάνει πολλές πρόβες!
Δείτε το βίντεο στο viewtag.gr
Κρύβει κι αυτός, ο Νικόλας, τα μυστικά του μέχρι που η σχολική παρέα των τωρινών σαραντάρηδων που παίζει μπάσκετ μετατρέπεται σε μια άγρια αρένα.
Η παράσταση παίχτηκε πέρσι και συνεχίζεται φέτος στο «Από Μηχανής Θέατρο» (σε σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη) με πολύ μεγάλη επιτυχία και γεμάτες όλες τις θέσεις.
Καθόλου τυχαίο αφού πρόκειται για ένα σπουδαίο κείμενο και μια ερμηνευτική εμπειρία που συμπαρασύρει το τυχερό κοινό.
Οι φίλοι, οι φιλίες, τα μυστικά, το μίσος, οι ρόλοι, τα προσωπεία που φοράμε όλοι – είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι – η αγριότητα της εποχής και η αναμέτρηση του καθενός με τον εαυτό και τις ευθύνες του είναι κάποια από τα ζητούμενα στο έργο του συγγραφέα Αντώνη Τσιοτσιόπουλου.
Αναζήτησα να γνωρίσω τον Στάθη Σταμουλακάτο, τον Νικόλα, έναν πραγματικό ανεμοστρόβιλο συναισθημάτων και υποκριτικής τέχνης-γεμάτης αλήθεια στη σκηνή του «Από Μηχανής».
Η κουβέντα μας, ένα ηλιόλουστο μεσημέρι στην πλατεία Αυδή λίγο πριν από την απογευματινή παράσταση, μου αποκάλυψε τον Στάθη που γίνεται Νικόλας. Έναν στιβαρό άνθρωπο με καθαρό βλέμμα, έναν άντρα που πατάει γερά στα πόδια του και εξαιρετικό ηθοποιό.
Είπαμε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα – κατά τη γνώμη μου. Τα πιο πολλά δεν θα τα διαβάσετε γιατί τα είπαμε μετά τη συνέντευξη και φυσικά δεν «δίνεις» τον φίλο που σε εμπιστεύεται!
Ο Στάθης άρχισε τη συνέντευξη, χωρίς ερώτηση, αφού του είχα πει τη γνώμη μου για την παράσταση:
Όταν μαζεύονται κάποιοι άνθρωποι και βάζουν πέρα τους εγωισμούς τους μπορούν να χτίσουν κι έναν ουρανοξύστη. Δεν έχει σημασία πώς αλλά μπορούν να τον χτίσουν. Ε, αυτό είναι και η παράσταση «Εθνικός Ελληνορώσων». Αλλά άσε και την παράσταση. Πιο καλά περνάμε όταν μαζευόμαστε και ψήνουμε στην ταράτσα. Έχουμε φύγει σε άλλα επίπεδα. Για να γίνεται κάτι σωστό πρέπει να μαζεύονται άτομα που αγαπιούνται μεταξύ τους. Μόνο με επαγγελματίες δεν γίνεται τίποτα.
Πόσο …παρελθόν μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος;
Αναλόγως πόσο … (το σκέφτεται)…
Ένας άνθρωπος μπορεί να θάψει πολλά μέσα του αλλά κάποια στιγμή με έναν μαγικό τρόπο αυτά βγαίνουν. Πρέπει να είσαι πολύ μεγάλος εγωιστής για να τα θάψεις μέσα σου βαθιά και να μην έχεις το θάρρος να πεις … να τα βγάλεις.
Μιλάω για τον ρόλο σου, τον Νικόλα… αν και όλη η «παρέα» έχει τα μυστικά της. Αλλά και εσύ, ο Στάθης…
Έχω κι εγώ τα κρυμμένα μου μυστικά. Εγώ από τον Νικόλα έχουμε τη διαφορά ότι ο Στάθης έχει κάνει εδώ και πολλά χρόνια την αυτοκριτική του. Και άμα μπορούσα να ζητήσω ένα συγγνώμη θα το έκανα.
Οφείλεις κάπου μια συγγνώμη;
Ναι οφείλω, αλλά δεν έχω βρει την ευκαιρία να το κάνω. Κάποια στιγμή όμως θέλω να την βρω και να τη ζητήσω.
Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη στον Γιάννη Καφάτο και το viewtag.gr εδώ
Η τηλεοπτική, χαρά-της-ζωής, Βούλα της “Μουρμούρας” θα μεταμορφωθεί σε μια γλυκειά, χαρούμενη, πονεμένη γυναίκα-σύμβολο μιας εποχής. Και φυσικά είναι μια μοναδική ευκαιρία για να γνωρίσω από κοντά μια σπουδαία ηθοποιό που αν και οι περισσότεροι τη μάθαμε μέσα από το γυαλί, εκείνη αναμετριέται με τον εαυτό της και την θεατρική τέχνη από τα μέσα της δεκαετίας του 80 και βγαίνει νικήτρια.
Συναντηθήκαμε στο θέατρο Ζήνα, εκεί που γίνονται οι πρόβες για την παράσταση που θα ανέβει στο ανακαινισμένο θέατρο Βεάκη στις 7 Νοεμβρίου.
Η συζήτησή μας για μένα ήταν πραγματική απόλαυση γιατί γνώρισα μια πολύ ευγενική, χαρούμενη και ενδιαφέρουσα γυναίκα, και θέλω να το πω για να σας παρασύρω!
Βούλα – Λωξάντρα. Πόσο δρόμο πρέπει να διανύσετε για να πάτε από τον έναν ρόλο στον άλλον;
Πολύ σύντομος. Σβήνεις τον έναν διακόπτη και ανάβεις τον άλλον. Είναι θέμα τεχνικής. Υπάρχουν κοινά στους δύο ρόλους. Είναι δύο πολύ δυνατές προσωπικότητες .Είναι εξωστρεφείς και γυναίκες με εσωτερικό πλούτο.
(θα ξαναγυρίσω στη Λωξάντρα) Τόσος λίγος χρόνος και χρήμα – τόσες πολλές παραστάσεις. Τι λέτε γι’ αυτή τη συνθήκη;
Μικραίνει ο αριθμός των παραστάσεων που θα δουν οι θεατρόφιλοι. Από την άλλη επειδή η κοινωνία που ζούμε είναι πιο πλουραλιστική , δημιουργούνται και καινούργιοι θεατρόφιλοι. Δεν είναι τυχαίο που έχουμε τόσα πολλά θέατρα και πολλά εργα που παίζονται μέσα σ’ αυτά. Μπορεί να έχεις θέατρο που παίζει πέντε έργα τη βδομάδα. Γεγονός είναι ότι δεν προλαβαίνει να μάθει ο κόσμος τις παραστάσεις που παίζονται. Κάθε τι όμως έχει τη θετική και την αρνητική του πλευρά. Είναι σημείο των καιρών. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να εκφραστούν, ιδιαίτερα σε μια εποχή που ζούμε κοσμοϊστορικές αλλαγές. Ειδικά τα τελευταία δέκα χρόνια η αλλαγή της Ελλάδας είναι τεράστια: από τη θέση της στον κόσμο μέχρι τους ανθρώπους της. Οι άνθρωποι έχουμε αλλάξει πάρα πολύ!
Πώς το εννοείτε αυτό; Πώς το αντιλαμβάνεστε;
Παλιά είχαμε κάποιες τάξεις ανθρώπων, τώρα είμαστε πια αταξική κοινωνία. Παλιά είχαμε ιδεολογίες που καθόριζαν τους ανθρώπους. Τώρα δεν υπάρχουν. Καθόριζαν οι ιδεολογίες και τον τρόπο που ζούσαν αλλά και τα καλλιτεχνικά δρώμενα.
Εγώ μεγάλωσα στα κρατικά και στα επιχορηγούμενα θέατρα. Υπήρχε ένας συγκεκριμένος κόσμος που ξέραμε ότι θα έρθει στις παραστάσεις. Τώρα που δεν υπάρχουν, εκτός από το Θέατρο του Νότου, ή το Πόρτα, το κοινό έχει αλλάξει. Έχει αλλάξει το κοινό κι εχει μπει καινούργιο. Οι άνθρωποι δεν έχουν την ταυτότητα που είχαν πριν. Οι άνρθωποι έχουν αλλάξει, έχουν χάσει έρμα. Είμαστε μια κοινωνία εν εξελίξει, πάνω σε κινούμενη άμμο. Άρα και η έκφραση γίνεται με διαφορετικό τρόπο και αφορά πολλά διαφορετικά κοινά. Γι’ αυτό και σήμερα είναι «επικίνδυνο» να ανέβει ένα έργο: Δεν ξέρεις πού απευθύνεται. Ποιοι θα έρθουν; Παλιά ήξερες. Σήμερα δεν ξέρεις. Εγώ την αντιλαμβάνομαι τη διασπορά και την αγωνία των ανθρώπων να κάνουν ομάδες και να εκφραστούν. Η κοινωνία πάει μπροστά. Δεν μας ρωτάει.
Ταυτόχρονα δεν υπάρχουν θεσμοί και σχεδιασμός από την πολιτεία να δημιουργήσει σχεδιασμό που θα αφορά τις τέχνες. Η τέχνη είναι απαξιωμένο είδος απέναντι στο κράτος. Οι μηδενικές επιχορηγήσεις το μαρτυρούν. Δεν σχεδιάζεται τίποτα για το μέλλον. Άρα δεν μπορείς να εντάξεις τους ανθρώπους μέσα εκεί. Οι καλλιτέχνες είναι στον αέρα. Από το 1986 που βγήκα στο θέατρο, πρώτη φορά εδώ και πέντε χρόνια νιώθω αυτόν τον διασκορπισμό. Νιώθω ότι είμαστε στον αέρα.
Κι υπάρχει κι άλλη μια πτυχή: Έχουν δημιουργηθεί πολλά μέσα και έχουν αυξηθεί οι δημοσιογράφοι που έχουν την άποψη τους και «στέλνουν» κόσμο στη «χ» παράσταση κι όχι στην «ψ». Δημιουργούν κι αυτοί κοινό. Παλιά είχαμε τρεις βασικούς κριτικούς που επηρέαζαν τον κόσμο. Τώρα οι επιρροές είναι από το ίντερνετ, μια εκπομπή στην τηλεόραση, και φυσικά ο κόσμος που θα γράψει στο Facebook.
Σας φοβίζει η επιρροή που ασκεί το ίντερνετ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
Βλέπω ότι πάμε ολοταχώς σε ένα αμερικάνικο μοντέλο. «Αυτό που πουλάει αυτό θα υπάρχει και τα υπόλοιπα δεν θα υπάρχουν πια».
Έτσι όπως το θέτετε ακούγεται τρομακτικό.
Ε, βέβαια είναι τρομακτικό. Κι εγώ τρομάζω. Έτσι όπως πάει θα επιλέγονται συγκεκριμένοι άνθρωποι που έχουν ένα προφίλ που ταιριάζει σ’ αυτό που θέλουν οι συνεχώς αυξανόμενοι νέοι παραγωγοί στο θέατρο. Και αυτό έχει τη σημασία του. Κάνανε άλλες δουλειές και μπήκανε στο θέατρο γιατί είδανε ότι «υπάρχει ψωμί». Δεν έχουν τη στόφα του παλιού παραγωγού που αγαπούσε το σανίδι, αγαπούσαν τους ηθοποιούς, αγαπούσαν το θέατρο. Οι αδελφοί Τάγαρη που είναι οι παραγωγοί της Λωξάντρας, που είναι από τους παλιούς, μέσα σε αυτή την κρίση πήραν το Θέατρο Βεάκη – που θα ανέβει η παράσταση – και το ανακαινίζουν πλήρως. Είναι παλιάς κοπής παραγωγή. Κι ανακαίνιση είναι αποτέλεσμα όχι μόνο επιχειρηματική κίνηση αλλά επαγγελματική. Παίρνουν αυτό το ρίσκο γιατί αγαπούν αυτό που κάνουν. Ε, αυτού του είδους οι παραγωγοί δεν θα υπάρχουν σε λίγα χρόνια. Θα λένε «ποιος μου τα φέρνει»; και θα βασιστούν σ’ αυτό. Οπότε αν δεν είσαι μέσα στην «γκάμα» που τα φέρνει θα έχεις τελειώσει ως ηθοποιός. Οι ηθοποιοί δεν έχουμε συνδικαλισμό. Στην Αγγλία τα συνδικάτα των ηθοποιών έχουν δύναμη. Αλλά εκεί έχουν θεσμούς που στηρίζουν την τέχνη, εδώ είπαμε: Δεν έχουμε.
Τι χρειάζεται ένας ηθοποιός για να επιβιώσει πάνω στη σκηνή;
Δεν ξέρω πώς να το πω… Χρείαζεται μια ευφύια να καλλιεργεί το ταλέντο του. Να βρεις πώς θα χρησιμοποιείς το ταλέντο που σου έδωσε ο θεός ώστε συνεχώς να αυγατίζει, συνεχώς να εξελίσσεται και να έχει μια πραγματική ανάγκη για να είναι στη σκηνή. Ο ηθοποιός πρέπει να έχει να έχει ανάγκη να ολοκληρώσει την ύπαρξή του πάνω στη σκηνή. Αν βλεπει τη σκηνή ως ένα μέσο να γίνει γνωστός ή θα λύσει ψυχολογικά προβλήματα, ή βρέθηκε εκεί επειδή ήταν όμορφος ή όμορφη η σκηνή δεν μπορεί να τον «κρατήσει». Η φθορά, ο κόπος, και το τάξιμο που χρειάζεται για να παραμείνεις στη σκηνή έχει ένα πολύ βαρύ τίμημα. Αν δεν υπάρχει πραγματική εσωτερική ανάγκη να εκφραστείς μέσα από το θέατρο δεν το αντέξεις και δεν θα σε αντέξει – ειδικά όσο μεγαλώνει κάποιος.
Το θέατρο αν του δωθείς γιατί έχεις ανάγκη να υπάρξεις μέσα από αυτό θα στο γυρίσει πίσω!
Ο καλλιτέχνης πρέπει να κινείται όπως ένας ιός. Να ελίσσεται να εξελίσσεται. Ο ιός αλλάζει αν δεν άλλαζε δε θα είχαμε τόσα αντιβιωτικά. Έτσι και ο ηθοποιός μεγαλώνοντας πρέπει να έχει την ευφυΐα του ιού και να αλλάζει. Πρέπει να έχει τις κεραίες του ανοιχτές, να αντιλαμβάνεται την εποχή και να μετακινείται μέσα του ως προς τον τρόπο έκφρασης. Γιατι κι αυτός αλλάζει μέσα στις εποχές. Και φυσικά να αντέχει την ανασφάλεια αυτής της δουλειάς. Κανένας δε σου χρωστάει τίποτα. Μόνος του ο ηθοποιός χτίζει τη σχέση του με τον κόσμο. Αυτό θέλει πολύ δουλειά, πίστη στον εαυτό του και χάρισμα, και τελικά ευφυΐα!
Ας αφήσουμε τη σκηνή. Η καθημερινότητα, πώς αντιμετωπίζεται; Από πού «πιάνεστε» για να την αντιμετωπίσετε;
Επειδή δεν έκανα οικογένεια, η ζωή μου ταυτίζεται με τη δουλειά μου. Όμως υπάρχει μια παιδική «θητεία» στην οικογένεια μου που με κρατάει συνεχώς σε μια υγιή κατάσταση. Αντλώ από εκεί συνεχώς!
Ποια «αλήθεια» πρέπει να κουβαλάτε μέσα σας για να υποδυθείτε κάποια που δεν είστε;
Διαβάστε τη συνέχεια της συνέντευξης στο viewtag.gr
Για τον Richard Bellia η φωτογραφία είναι ο τρόπος που ανασαίνει. Αυτό κατάλαβα κατά τη διάρκεια της συνάντησής μας. Ένα βλέμμα βαθύ και εξερευνητικό, μια φωνή που θα μπορούσε να είναι ενός πετυχημένου ραδιοφωνικού παραγωγού νυχτερινής εκπομπής, και μια ηρεμία που αποπνέει είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του. Αυτά είναι νομίζω που τον έκαναν γκουρού της τέχνης της φωτογραφίας. Επίσης και το χιούμορ, αυτό που κάνει τον κάθε συνομιλητή του να αισθάνεται υπέροχα.
Είναι χαρούμενος που βρίσκεται στην Αθήνα για δεύτερη φορά. Η πρώτη ήταν το καλοκαίρι του 85 για να φωτογραφίσει τις ιστορικές συναυλίες στο Καλλιμάρμαρο.
Από τότε μέχρι σήμερα ο κόσμος μας έχει γίνει ψηφιακός και αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που ήθελα να τον ρωτήσω!
Τι σε φοβίζει στον ψηφιακό κόσμο
Δεν είναι ανάγκη να είσαι αποτέλεσμα της κοινωνίας, αυτού που σε περιβάλλει. Βλέπω τον κόσμο να χρησιμοποιεί τα ψηφιακά μέσα συνεχώς. Αλλά δεν είναι ανάγκη να είσαι κομμάτι του. Όχι, δεν «αντιστέκομαι» απλώς χρησιμοποιώ τα ψηφιακά μέσα εκεί που είναι απαραίτητα και προσφέρουν αποτέλεσμα: αγοράζω εισιτήρια, δημοσιοποιώ τη δουλειά μου, τη διαφημίζω μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αλλά όταν έρχεται η ώρα της δημιουργίας τότε δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να με παρασύρουν. Στη δουλειά μου δεν βρίσκω ούτε ένα λόγο για να παίξω «digital».
Όταν ένας φωτογράφος τραβάει φωτογραφίες είναι θέμα συναισθήματος, ενέργειας. Το υλικό που καταγράφει το συναίσθημα αυτό είναι κομβικό. Η Φωτογραφία είναι ό,τι έχεις τραβήξει, αλλά και το ίδιο το χαρτί πάνω στην οποία είναι τυπωμένη. Μου είπες πριν από λίγο: έπαθα πλάκα με αυτή τη φωτογραφία. Είναι εδώ όμως την είδες στον τοίχο. Είναι λοιπόν δύο διαφορετικά πράγματα: αυτό που είδα και τι έκανα αυτό που είδα μέσα από το φακό μου.
Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη εδώ
Από το 2013 που βρέθηκαν να παίζουν μαζί μας έχουν χαρίσει μερικά δυνατά Live καθώς ένα 7ιντσο (που δόθηκε με το Fractal Press του Παναγιώτη Μπάρλα) κι ένα άλμπουμ που το καλοδεχτήκαμε.
Τώρα είναι έτοιμοι να μπουν στο στούντιο να ηχογραφήσουν τον επόμενο δίσκο τους και θέλουν την ενέργεια ενός Live για να πάρουν «αμπάριζα» (οι νεότεροι απλώς γκουκλίστε παιδιά!)
Ο Νίκος Φυσέκης είναι ο κιθαρίστας των Dustbowl και εν μέσω πρόβας, και κόρης 3,5 ετών μου αφιέωρωσε λίγο χρόνο για κουβέντα.
Ελπίζω να τη βρείτε ενδιαφέρουσα!
Kozmik swamp music, κάντε μια μετάφραση της μουσικής σας κοσμοθεωρίας
Είναι μια παράφραση του «Cosmic American Music» του Gram Parsons. Μας άρεσε ηχητικά – και σε μία εποχή που οι ετικέτες και ταμπέλες δίινουν και παίρνουν, προλάβαμε και βάλαμε την δική μας μόνοι μας. Απλά ακούγεται καλά…αυτό είναι όλο.
Πόσο “αμερικάνικο νότο” αντέχει η ελληνική ξενόγλωσση μουσική;
Δεν ξέρω! Πραγματικά… δεν μου αρέσει η μυθολογία του αμερικάνικου νότου, αλλά από την άλλη μου αρέσει η Country και τα Blues.
Κάνετε μουσική: για την ψυχή σας, γιατί έχετε ανάγκη επικοινωνίας, για να περνάτε καλά;
Όπως το είπες, για την ψυχή μας… για ψυχ – αγωγικούς σκοπούς δηλαδή.
Τον Ηλία Μαλανδρή τον γνωρίζω χρόνια. Είναι ένας από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες της γενιάς του γιατί τολμάει να κάνει πράγματα κόντρα στο κατεστημένο ακολουθώντας το καλλιτεχνικό ένστικτο του.
Έχει συνεργαστεί με κορυφαία ονόματα του χώρου κι έχει αναδείξει μέσα από την εκπομπή «Έστιν Ούν» στην τηλεόραση τεράστια θέματα που αφορούν το θέατρο και την κουλτούρα στα μέρη μας. Έχει σκηνοθετήσει πάνω από 1000 εκπομπές ποικίλου περιεχομένου.
Προσωπικότητα παλαιάς κοπής προσκολλημένος σε ηθικές αξίες που σπανίζουν στις μέρες μας ανήσυχος δυναμικός ανυπόμονος μερικές φορές ζητάει το καλύτερο πάντα από τους συνεργάτες του με ένα «δολοφονικό» χαμόγελο.
Τον γνώρισα πριν από πολλά χρόνια στο ραδιόφωνο του Seven X, στο υπόγειο της Κηφισίας. Εκεί που έχτιζα μαζί του αλλά και παρέα με την πρώτη εθνική τότε των ερτζιανών ένα αλλιώτικο πρότζεκτ ως διευθυντής προγράμματος του σταθμού.
Ο Ηλίας δεν έχει πολλές εμφανισιακές διαφορές από τότε. Μερικά κιλά πήρε αλλά έχει μείνει σχεδόν ίδιος κι απαράλλακτος. Με πρόσωπο παιδικό με πολύ καλή ψυχή όπως πάντα και με διάθεση εφήβου που θέλει να αλλάξει τα πάντα γύρω του.
Με αφορμή την σημαντική παράσταση «Η Θυσία του Αβρααάμ» που ανεβάζει στο αγαπημένο του Ηρώδειο στις 7 Οκτωβρίου 2018, έχοντας δίπλα του πολύ και καλό κόσμο από τον καλλιτεχνικό χώρο, σκέφτηκα να μιλήσουμε. Μου είπε πολλά. Χείμαρρος. Μερικά από αυτά σας τα μεταφέρω σήμερα εδώ.
-Πως αποφάσισες να ανεβάσεις τη «Θυσία του Αβραάμ»; Τι λέει για σενα αυτό το έργο;
-Την Θυσία την είχα δει στο Εθνικό το 1989, όταν την είχε ανεβάσει ο Μινωτής. Οπότε είχα την εικόνα και το άκουσμα από μια σπουδαία παράσταση. Στη συνέχεια διάβασα πολλά για αυτό το έργο, εντάχθηκα μέσα στη φιλολογική διαμάχη, για το κατά πόσον το έργο αυτό γραφτηκε για να διαβάζεται κι όχι να παίζεται. Άλλο μεγάλο πρόβλημα αν το έγραψε η όχι ο ποιητής του Ερωτόκριτου ο Βιτσέντζος Κορνάρος.
Όλα αυτά έχουν σημασία και για την ιστορική ακρίβεια και για τον τρόπο της ερμηνείας. Όπως ξέρεις οι παραστάσεις που κάνω στο θέατρο είναι λιγοστές και αυτό συμβαίνει γιατί θέλω να έχω τον απαραίτητο χρόνο για να μελετήσω πολύ αυτό που ανεβάζω. Πρέπει δηλαδή να είναι μια ανάγκη το ανέβασμα κι όχι μια πρόσκαιρη καριερίστικη επιλογή. Δεν υποβαθμίζω τους συναδέρφους, απλά εγώ δεν λειτουργώ έτσι. Κι έπειτα δεν με πολυνοίαζει να κάνω μια παράσταση για να την χρησιμοποιήσω για προβολή του ονόματός μου. Για την ακρίβεια είναι το τελευταίο που με ενδιαφέρει. Βέβαια τελικά στον απολογισμό κοιτώντας προς τα πίσω, βρίσκω πως έχω κάνει περισσότερα από όσα φανταζόμουν. Σε αυτό ευθύνεται ο Φραγκούλης βέβαια, που κακά τα ψέμματα του χρωστάω μια υπέροχη ζωή, όχι μόνο για τις παραστάσεις που κάναμε μαζί αλλά γιατί χάρις σε αυτόν είχα την ευκαιρία να ψάχνω και να ξέρω πως αυτό που θα κάνω θα έχει ένα υψηλό επίπεδο.
-Όμως δεν κάνατε τα τελευταία χρόνια κάποια παράσταση μαζί του;
-Άκόμα κι όταν δεν κάνω παραστάσεις μαζί του, ο Μάριος είναι πάντα μέσα σε αυτό που κάνω, γιατί οι συμβουλες κι ο επαγγελματισμός του, η σοβαρότητα, οι ατελείωτες δημιουργικές πρόβες είναι αποτέλεσμα της μαθητείας κοντά του. Άλλωστε είναι τέτοια η επαφή μας που δεν προλαβαίνω να σκεφτώ για έλλειψη. Κι έπειτα μέλλον υπάρχει κι εδώ είμαστε…
-Τώρα που είπες για παρελθόν, έχεις κάνει πολλές παραστάσεις στο Ηρώδειο;
-Ναι, στα 23 χρόνια που δουλεύω, έχω κάνει αστεία αστεία 19 παραστάσεις, με αυτήν θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος… Παρότι ήμουν κολλημένος με την Επίδαυρο, τελικά το Ηρώδειο νοιώθω σαν σπίτι μου. Απίστευτο πόσες φορές το έχω σχεδιάσει. Πάντα πριν από κάθε παράσταση σχεδιάζω σε χαρτιά το έργο σε σχέση με το χώρο. Ξέρω κάθε πέτρα του. Τα παιδιά που εργάζονται χρόνια τώρα εκεί είναι ένα κομμάτι της ζωής μου και τους νοιώθω σαν οικογένειά μου. Τα πρώτα χρόνια δεν είχα συναίσθηση. Ειδικά στην πρώτη παράσταση που έκανα με τον Μαρκόπουλο, γιατί αυτός με έβαλε και στο Ηρώδειο και σε όλο τον κόσμο δηλαδή, γιατί κάναμε περιοδείες για χρόνια, μόνο όταν τελείωσε η παράσταση και έτσι βοηθούσα να μαζευτούν τα αναλόγια, αναλογίστηκα, τι ιερά τέρατα πέρασαν από εκεί μέσα και μου κόπηκαν τα πόδια. Ευτυχώς είχε τελειώσει η παράσταση.
Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη εδώ.
Ο πρωτοεμφανιζόμενος αμερικανός Ντέιβιντ Τζέιμς Ποϊσάντ με τον «Παράδεισο των Ζώων» (εκδόσεις Οpera, μετάφραση: Όλια Λαγουδάκου) καταφέρνει να σηκώσει ένα κύμα στην γραφή διηγημάτων που ξεκινάει από τον Ατλαντικό και φτάνει με ντελικάτη ορμή μέχρι τα μέρη μας, εδώ στη Μεσόγειο.
Ιστορίες ανθρώπων, συζύγων, γιων, πατεράδων, και ζώων που μερικές φορές στέκονται στο παράθυρο και «μιλάνε» στους ήρωες. Εύθρυπτοι ήρωες! Έντονα συναισθήματα μέσα από ιστορίες που δεν είναι άγνωστες χωρίς την ανάγκη για το ανακουφιστικό και συνάμα «καταπιεστικό» happy end.
Ο Ντέιβιντ Τζέιμς Ποϊσάντ από ένα μελίσσι μπορεί να φτάσει στην «καταστροφή του κόσμου».
Στα 16 διηγημάτα του ο συγγραφέας μας παρουσιάζει ήρωες που τους έχει δώσει ζωή και πνοή και προβλήματα τόσο αναγνωρίσμα. Μέσα από τις ιστορίες του φτιάχνει ένα μωσαϊκό συναισθημάτων που τα κουβαλάς πολύ καιρό αφού κλείσεις την τελευταία σελίδα.
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr
Στο δροσερό πεζοδρόμιο της Ιπποκράτους, μετά την παρουσίαση, η κουβέντα για τους γραφίστες που φτιάχνουν την «εικόνα» που έλκει ή όχι αναγνώστες, τη μουσική και την απόλαυση της ανάγνωσης και την εποχή που τρέχει και μάλλον δεν προλαβαίνουμε έκλεισε μια απολαυστική βραδιά.
Δείτε στο viewtag.gr τα βιβλία που έρχονται να μας γεμίσουν αγωνία και αναγνωστική απόλαυση
Εννέα ιστορίες, που αν και στη μικρή φόρμα του διηγήματος, είναι τόσο πλήρεις που μετά το τέλος της ανάγνωσης έχεις πολλές αφορμές για σκέψεις και κουβέντα.
«Για τον καθένα η ζωή που κάνει είναι πολύτιμη. Την έχει κερδίσει, την έχει αγαπήσει, θα την υπερασπιστεί με κάθε τρόπο. Κι αν μπορέσει θα προσπαθήσει κιόλας να την καλυτερεύσει. Όσο μίζερη κι αν σας φαίνεται είναι δική του, η δική τους ζωή».
(απόσπασμα από το “Προετοιμασία για φόνο”)
Η Μαρία Τζαρδή τοποθετεί τη συλλογή της στο πεδίο της επιστημονικής φαντασίας. Η ουσία των ιστοριών της όμως, κατά τη δική μου γνώμη, είναι πως πρόκειται για ένα βαθιά κοινωνικό και πολιτικό (ας μη τη φοβόμαστε αυτή την λεξούλα ε!) ανάγνωσμα.
Ναι, το περιβάλλον είναι κάπου στο μέλλον, αλλά οι ηρωίδες της και οι ήρωές της είναι πλάσματα απολύτως αναγνωρίσιμα που ζουν ή προσπαθούν να ζήσουν και να επιβιώσουν μέσα σε ένα σκληρό περιβάλλον.
Το βιβλίο είναι βαθύτατα πολιτικό γιατί η καταπιεστική εξουσία δρα και λειτουργεί σε βάρος και της ομάδας αλλά και ενός εκάστου προσώπου που όσο κι αν ανήκει σε κάποια ή κάποιες ομάδες δεν παύει να έχει τη θέληση να διατηρήσει την ατομικότητά του ως το απόλυτο επιστέγασμα της ελευθερίας του.
Διαβάστε τη συνέχεια στο viewtag.gr