Γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε στη Λάρισα, νιώθει σπίτι της το Πήλιο. Χρωστάει σε ένα φορητό DVD Player, στον Τρίερ, στον Αλμοδοβάρ και στον Φασμπίντερ τις καλύτερες στιγμές της εφηβείας της. Και στο «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» τα πρώτα δάκρυα σε παράσταση. Είναι, πια, ερωτευμένη με το θέατρο και αγαπάει αγιάτρευτα το σινεμά.
Κι αν οι αίθουσες των χειμερινών κινηματογράφων κρυφοκοιτάνε άδειες και ανήσυχες την Πανεπιστημίου ή την Κηφισίας, οι θερινές χαμογελάνε ακόμα, χαρίζοντας μας μερικές –μάλλον τελευταίες- ανάσες καλοκαιριού.
Η κινηματογραφική ,λοιπόν, εβδομάδα αντιστέκεται σθεναρά στα κυβερνητικά και υγειονομικά κακώς κείμενα, προσφέροντας μας δύο επιλογές. Στη μία, "Πόλεμος στο Σπίτι" ο Ρομπερτ Ντε Νίρο υποδύεται έναν παππού σε πόλεμο με τον εγγονό. Κι εμείς εξακολουθούμε να τον αγαπάμε παρά την -ενίοτε- αβάσταχτη φλυαρία της κινηματογραφικής καριέρας του.
Η ταινία, όμως, της εβδομάδας έρχεται από τη Σιγκαπούρη και μιλάει για την ιστορία μιας ιδιαίτερη σχέσης ανάμεσα σε μια καθηγήτρια και έναν μαθητή. Κι αν οι πρώτες αντιδράσεις περιλαμβάνουν πονηρά χαμόγελα και οι πρώτες προσδοκίες, ατέλειωτες ερωτικές σκηνές, ο Anthony Chen θα σας διαψεύσει. Και θα σας προσφέρει μια ταινία που μιλάει για την αστική αποξένωση και για τα όνειρα που –εν είδει μπούμερανγκ- μας χτυπάνε δυνατά στα μούτρα.
Η "Εποχή της Βροχής" πιάνει στα σεναριακά της δίχτυα μια γυναίκα σε ένα γάμο απόντα από κάθε πτυχή της καθημερινότητας της και σε μια διαρκή προσπάθεια να αποκτήσει παιδί. Κι όσο ανατρέχει στο κατεψυγμένο σπέρμα του απόντα συζύγου για να του χαρίσει το πολυπόθητο τέκνο, τόσο ανακαλύπτει τη ζεστή αθωότητα του παρόντα, σε μια ενισχυτική διδασκαλία, μαθητή της. Ενός μαθητή που θα της χαρίσει, τελικά, τη συνειδητοποίηση της προσωπικής της δύναμης να αλλάξει το τώρα και να ξαναφτιάξει το μετά.
Μια ταινία με αργούς ρυθμούς που διαχείριζεται, όμως, υποδειγματικά το στοιχέι της έκπληξης χωρίς ποτέ να μπατάρει στο στρατόπεδο του μελοδραματισμού και των εύκολων συγκινησιακών τρικ. Και εν τέλει ένα έργο τέχνης που κοιτάει στα μάτια το σκληρό πρόσωπο της αναπόδραστης αστικής μοναξιάς.
3,5/5
Μπορεί και να ήταν η δικιά σου γιαγιά που ήταν σίγουρη πως η Ελένη Μενεγάκη γέννησε στο σαλόνι της, αλλά δεν θυμόταν το χωράφι με τις ελιές στο χωριό. Μπορεί και να ήταν η δικιά σου γιαγιά που πέρασε τα κεφτεδάκια για ακουστικά και τα έβαλε στα αυτιά, αλλά θυμόταν ακόμα να φτιάχνει σπανακόπιτα.
Ο κινηματογράφος έχει, λοιπόν, θυμηθεί διαχρονικά να εμπνευστεί από τις πραγματικές ιστορίες όσων ξεχνάνε, χαρίζοντας μας αφηγήσεις για διαφορετικές πτυχές της ζωής με Αλτσχάιμερ.
Memories of Tomorrow
O Masayuki Saeki είναι 49 ετών, επιτυχημένος μπίζνεσμαν στο Τόκιο του 21ου αιώνα. Οι ώρες που εργάζεται και οι οικονομικές συμφωνίες που διαχειρίζεται μοιάζουν αλησμόνητες, μέχρι τη στιγμή που αρχίζει ο ίδιος να τις λησμονεί. Ο Saeki ξεχνά ονόματα, επαγγελματικά ραντεβού και αγοράζει το ίδιο σαμπουάν ξανά και ξανά. Στην ταινία του Yukihiko Tsutsumi παρακολουθούμε την κατακόρυφη και άμεση πτώση του αστού μπροστά στην αδυναμια του μυαλού. Μια ταινία που προσφέρει μια ψύχραιμη ματιά στο Αλτσχάιμερ και μια γροθιά στο στομάχι του καπιταλισμού και της εργασιακής αλλοτρίωσης.
Iris
Η Iris Murdoch διανύοντας την τρίτη ηλικία διαθέτει μεγάλη καριέρα ως συγγραφέας, μυαλό –ακόμα- ξυράφι και έναν σύντροφο φιλόσοφο και αιώνιο θαυμαστή της. Η Iris θα βρεθεί καλεσμένη σε τηλεοπτικό πλατώ και θα βρεθεί αποσβολωμένη να κοιτάζει την κάμερα ανήμπορη να θυμηθεί την ερώτηση που μόλις της είχε κάνει η δημοσιογράφος. Το Χόλιγουντ καταπιένεται, εδώ, με το Αλτσχάιμερ αποδίδοντας του τις κινηματογραφικές συμβάσεις του και στερώντας του κινηματογραφικά το ίδιο το σοκ που επιφέρει. Ό,τι, όμως, του στερεί η σκηνοθεσία, του το χαρίζει η ερμηνεία της Τζούντι Ντεντς που ισορροπεί ιδανικά ανάμεσα στην τραγική και στην κωμική αποτύπωση της απώλειας του μυαλού (μας).
Away from Her
Στην αρτιότερη, μάλλον, κινηματογραφική μεταφορά του Αλτσχάιμερ στην μεγάλη οθόνη, βλέπουμε την ιστορία της Φιόνα (Τζούλι Κρίστι) και του Γκραντ (Γκόρντον Πινσεντ) δια χειρός Σάρα Πόλεϊ. Η Φιόνα και ο Γκραντ έχουν μόλις περάσει τα 70 τους χρόνια και διαθέτουν μια κοινή ζωή, κοντά στην ευτυχία που χαρίζει η ωριμότητα, μακριά, όμως από, κινηματογραφικές αφηγήσεις για τέλειες σχέσεις και παντοτινές αγάπες. Η Φιόνα ,υπό τους ήχους της μουσικής του Νιλ Γιανγκ, θα βυθιστεί στη λήθη περνώντας τις μέρες σε ένα ίδρυμα για ασθενείς με Αλτσχάιμερ. Η Φιόνα, θα ερωτευθεί τη ασφάλεια που της παρέχει ένας ηλικιωμένος ασθενής στο ίδιο ίδρυμα. Και αργά αλλά σταθερά, θα λησμονήσει το παρελθόν και τη ζωή της με τον Γκραντ. Μια ταινία που θα καταφέρει να καθαρίσει τα μάτια σας από κάθε περίσσευμα δακρύων. Μια ιστορία χωρίς κάθαρση. Μια ιστορίας αγάπης κι αφοσίωσης. Και, εν τέλει, μια ιστορία αλήθειας.
Firefly Dreams
Στο μικρό κινηματογραφικό διαμάντι, «Firefly Dreams», ο Βρετανός John Williams, μας αφηγείται την ιστορία της έφηβης Γιαπωνέζας Ναόμι που θα βρεθεί να φροντίζει μια ηλικιωμένη συγγενή για να βρει, τελικά, τη δική της αλήθεια σε όσα η γυναίκα εκείνη ξεχνάει. Μια ταινία για όσα μας ενώνουν και για όσα αναποφευκτά θα μας χωρίσουν που ποτέ δεν βρήκε την προβολή που της άξιζε.
The Savages
H Ταμάρα Τζένκινς, ένα από τα hot ονόματα του αμερικάνικου ανεξάρτητου κινηματογράφου, στην ίσως καλύτερη στιγμή της, αφηγείται την ιστορία δύο αδερφών της Γουέντι (Λόρα Λίνει) και του Τζον (Φίλπ Σέιμουρ Χόφμαν). Ο πατέρας τους διαθέτει κακοποιητικό παρελθόν, κακές σχέσεις με τα παιδιά του και ,προσφάτως αποκτηθέν, Αλτσχάιμερ. Όταν, λοιπόν, τα αδέρφια θα πρέπει ακουσίως να αναλάβουν την φροντίδα του, οι οικογενειακοί δεσμοί θα πρέπει παρά την θέληση τους να βρουν τρόπο να ισορροπήσουν ανάμεσα σε δυσάρεστα παρελθόντα και ευοίωνα μέλλοντα. Μια ιστορία για όσα μας επιλέγουν, για όσα θα επιλέξουμε και για όσα –τελικά- θα (μας) έρθουν.
Αν οι πάσης φύσεως κυκλώνες και τυφώνες έκλεισαν την πόρτα απότομα στο καλοκαίρι και άνοιξαν διάπλατα τις τηλεοράσεις, αυτό επανέρχεται δυναμικά. Ανεβάζει, λοιπόν θερμοκρασίες και ορέξεις απειλώντας να ξαναφέρει στο μπροστινό μέρος της ντουλάπας σορτς και φορέματα. Υπουργοί, όμως, ιοί και κυβερνήσεις ανταπαντούν με νέα μέτρα, αναστολές συναυλιών κι απαγαορεύσεις συναθροίσεων. Η τηλεόραση χαμογελάει χαιρέκακα, σίγουρη πως έχει πάρει την εκδίκηση της από το καλοκαίρι.
Δευτέρα 21/9
ΕΡΤ2 22:50 Still Alice
Για την παγκόσμια ημέρα κατά του Αλτσχάιμερ η ΕΡΤ2 επιφύλαξε την προβολή της ιστορίας της Άλις (Τζουλιαν Μουρ). Μια επιφανής γλωσσολόγος χάνει τις ίδιες τις λέξεις που επι σειρά ετών μελετούσε. Και μια νέα –ακόμα- γυναίκα χάνει μυαλό και μέλλον. Η Τζουλιάν Μουρ σε μια συγκινητική ερμηνεία που της χάρισε το Όσκαρ που -επιτέλους- κράτησε στα χέρια της.
Τρίτη 22/9
STAR 02:45 Ακρωτήρι του Φόβου
Το Star συντονιζόμενο με τις εξαγγελίες περί τηλε-εργασίας μας καλεί σε τεμπέλικα πρωινά ξυπνήματα προβάλλοντας το αριστουργηματικό θρίλερ του Σκορτσέζε, «Το ακρωτήρι του φόβου» στις 02:45. Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο θα σου κόψει τη χολή. Θα τρομάξεις. Δεν θα κοιμάσαι. Θα ξυπνήσεις το πρωί μετά τις 9. Θα σε ψάχνουν από τη δουλειά. Θα πιεις καφέ στο μπαλκόνι.
Τετάρτη 23/9
ΟPEN 22:30 Αληθινό Θράσσος
Οι αδερφοί Κοέν (ξανά) συναντούν τον Τζεφ Μπρίτζες και την νεαρή Hailee Steinfield παραδίδοντας στην κινηματογραφική ιστορία ένα γουέστερν που διαθέτει βία, χιούμορ και all star cast. Ο Τζεφ Μπρίτζες και οι αδερφοί Κοέν μοιάζουν –και εδώ- με τον κινηματογραφικό τέντζερη που βρίσκει πάντα το καπάκι του. Κι αν κανένα κανάλι και καμία τηλεόραση δεν το δείξει άμεσα (ξανά) δείτε την μεγάλη στιγμή των Κοέν και του Μπρίτζες, τον «Μεγάλο Λεμπόφσκι».
Πέμπτη 24/9
OPEN 22:45 Το κορίτσι που εξαφανίστηκε
Η κότα με τα χρυσά αυγά του σύγχρονου Χόλιγουντ, Ντέιβιντ Φίντσερ, το 2014 μας χάρισε μια από τις καλύτερες αμερικάνικες ταινίες του 21ου αιώνα. Εμπνεόμενος από το βιβλίο της Τζίλιαν Φλιν, ο Φίντσερ μας αφηγείται την ιστορία μια εξαφάνισης. Θα φάτε μπολ με πατατάκια, θα βάλετε ουίσκια. Το τέλος θα σας βρει μεθυσμένους. Αλλά ναι, η ταινία θα είχε το ίδιο τέλος. Και ξεμέθυστοι να ήσασταν.
Παρασκευή 25/9
OPEN 22:30 Minority Report
Σε μια εποχή όπου Τομ Κρουζ και Στίβεν Σπίλμεργκ πλέανε σε πελάγη ακατάσχετης δόξας, η συνάντηση τους στο Minority Report έδρεψε κινηματογραφικές δάφνες ποιότητας αλλά και εμπορικής επιτυχίας. Με φόντο ένα δυστοπικό μέλλον και με κεντρική αφήγηση μια ιστορία δολοφονίας, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής μοιάζουν να φτιάξανε από κοινού μια από τις πλέον απολαυστικές ταινίες επιστημονικής φαντασίας του 21ου αιώνα. Φτιάξτε μερικά καλοκαιρινά κοκτέιλ και βγάλτε Σπίλμπεργκ και Σκορτσέζε βόλτα στα μπαλκόνια του περιβόητου endless Greek summer.
Η Σάλι Πότερ επιστρατεύει στην καινούρια της ταινία τον ρεαλισμό στην σκηνοθεσία, το τραγικό στο σενάριο και τον Χαβιέ Μπαρδέμ στην ερμηνεία, ευελπιστώντας, μάλλον, να ανανεώσει το αμερικάνικο μελόδραμα. Κι αν, όμως, προσπαθεί να του προσθέσει την ακατέργαστη σκληράδα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου και να του αφαιρέσει την παραφουσκωμένη γκλαμουριά του Χόλιγουντ, η προσπάθεια μένει στα λιμνάζοντα νερά της σεναριακής σύγχυσης, της σκηνοθετικής κοινοτυπίας και της εύκολης συγκινησιακής φόρτισης.
Το σεναριακό εγχείρημα της Σάλι Πότερ περιλαμβάνει, εδώ, τον συνδυασμό τριών διαφορετικών ημερών από τρεις εναλλακτικές πορείες της ζωής ενός άντρα (Χαβιέ Μπαρδέμ). Κι αν το πολυδαίδαλο των ανθρώπινων επιλογών μοιάζει με την κύρια θεματολογία της ταινίας, το σεναριακό καράβι ξεκινάει νωρίς να μπατάρει μία προς τα όνειρα που χάνονται, μία προς το συγγενικό αίμα που «νερό δεν γίνεται» και μία προς τον έρωτα που φεύγει. Με αποτέλεσμα να προσκρούει αναπόδραστα στο παγόβουνο της σεναριακής τρικυμίας εν κρανίω. Μιας τρικυμίας που, προσπαθώντας να καλύψει την απουσία σεναριακής στόχευσης, επενδύει στο εκβιαστικό δάκρυ που δεν καταφέρνει, όμως, ποτέ να το κάνει να τρέξει κορόμηλο.
Η σκηνοθεσία, απεκδυόμενη την λάμψη των ίδιων της των πρωταγωνιστών, ποντάρει σε έναν συνδυασμό ενός πρώιμου Λαρς Φον Τρίερ με το μεγαλεπήβολο του χολιγουντιανού παρόντος. Για να καταλήξει σε μια αυταρέσκεια που ,αν και διατηρεί ψήγματα ομορφιάς, μοιάζει τελικά αποστραγγισμένη από κάθε πρωτοτυπία.
Συμπερασματικά, η Σάλι Πότερ είναι μια σπουδαία καλλιτέχνης που μοιάζει, εδώ, να πιάστηκε στη φάκα σεναριακών και σκηνοθετικών trends, χάνοντας την δική της προσωπική αισθητική.
2/5
Είναι που κάθε χρόνο νομίζεις ότι οι Αύγουστοι κρατάνε για πάντα κι ότι τα παγωτά δεν λιώνουν ποτέ.
Κι είναι που φτάνει 15 του Σεπτέμβρη. Που " αχ και να 'χαμε ένα καλό γαλακτομπούρεκο". Όλο παγωτό, παγωτό. Βαρέθηκες. Που το νερό δεν λέει να φύγει απ' τα αυτιά σου. Κι όλο πέρα πέρα δώθε, πέρα δώθε, το κεφάλι. Κουράστηκες.
Ένα τέτοιο πρωινό που ο Κεραμεικός ήταν πιο όμορφος από την Ανάφη και τα κλειστά θέατρα αποφάσιζαν -σε πείσμα των καιρών- να ανοίξουν, συναντήσαμε την Φρόσω Τρούσα με αφορμή το 13ο Arc for Dance Festival. Σε μια κουβέντα για φεστιβάλ που γίνονται, για τέχνες που αγνοούνται, για σώματα που επικοινωνούν και για γραφειοκρατίες που "σκοτώνουν".
Υπάρχει η αντίληψη ότι ο χορός έχει πολύ αυστηρά πρότυπα για την εικόνα του σώματος. Είναι, όμως, αυτή η πραγματικότητα;
Στο σύγχρονο χορό δεν υπάρχει συγκεκριμένος σωματότυπος. Αντίθετα, επιδιώκει τη διαφορετικότητα. Έχει να κάνει με το πως είναι το σώμα, πως κινείται, τι κάνει. Δεν έχει να κάνει με το αν είσαι λεπτός, χοντρός, ψηλός, κοντός. Και αυτό είναι που εμένα με συναρπάζει.
Αντίθετα, στο κλασικό μπαλέτο υπάρχει μία συγκεκριμένη εικόνα γιατί απαιτείται ο χορευτής να παρουσιάζει μία ελαφρότητα. Οπότε τα αδύνατα σώματα ,που μπορούσαν να παρουσιάσουν αυτή την αίσθηση, ήταν το ζητούμενο.
Σε ένα παιδί, όμως, που κάνει χορό σε μικρή ηλικία χωρίς να έχει επαγγελματικές βλέψεις, θα πρέπει να του επιτρέψεις να μάθει τη χαρά που προσφέρει αυτή η τέχνη και όχι να το επικρίνεις στη διαδικασία εκμάθησης του.
Πως συμπεριφέρονται τα σώματα στο χορό σ’ αυτή την ιδιαίτερη συνθήκη του κορωνοιού;
Ανάμεσα στα έργα που επιλέξαμε για το φεστιβάλ αρκετά είναι soli. Υπάρχει ένα έργο με οχτώ κορίτσια και άλλα τρία έργα με τρία άτομα διαμορφωμένα με τέτοιο τρόπο που η επαφή δεν είναι αναγκαία.
Οι χορογράφοι αντιμετώπισαν την απουσία αυτή σαν μια συνθήκη μέσα στην οποία καλούνται, φέτος, να υπολογίσουν στα έργα τους. Όλοι, εξάλλου, καταλαβαίνουμε ότι η δυσκολία στην τήρηση των αποστάσεων και ο ιδρώτας μπορούν να δημιουργήσουν προβλήματα.
Από κει και πέρα, ο χορός είναι το ίδιο το σώμα. Και η αγκαλιά ή το άγγιγμα είναι πρωταρχική ανάγκη της ανθρώπινης ύπαρξης. Παρόλο που είμαι βέβαιη πως πλέον αλλάζουμε εποχή, πιστεύω πως η απουσία, αυτή της ανθρώπινης επαφής θα μας αποξενώσει εάν δεν παλέψουμε για να επανέλθουμε.
Για μένα είναι αδύνατο να ζήσω χωρίς αγκαλιά, χωρίς άγγιγμα.
Τι δυσκολίες υπάρχουν στην οργάνωση και στη διοίκηση ενός φεστιβάλ;
Αρχικά, σε κινεί η επιθυμία να ξεκινήσεις. Όταν, όμως, μπαίνεις σ’ αυτή τη διαδικασία ανακαλύπτεις πράγματα και ανάγκες που δεν αντιλαμβάνεσαι ως θεατής, όπως για παράδειγμα η εύρεση του χώρου ή οι τεχνικές ανάγκες. Εγώ, πλέον, όταν πηγαίνω σε φεστιβάλ, παρακολουθώ την παράσταση αλλά, ταυτόχρονα παρατηρώ στοιχεία γύρω από αυτή, λεπτομέρειας που στο μάτι του θεατή δίνουν ένα αρμονικό περιβάλον. Πέρα από τις δυσκολίες, όμως, η οργάνωση ενός φεστιβάλ είναι συναρπαστική. Δημιουργείς κάτι από την αρχή. Και ταυτόχρονα είσαι μέρος μιας πολύ σοβαρής προσπάθειας για στήριξη της τέχνης σου.
Ο κόσμος θα στηρίξει φέτος την τέχνη;
Νομίζω ναι. Είναι μέρος τη ζωής μας. Είναι ανάγκη μας.
Νομίζω, βέβαια, πως το μεγαλύτερο πρόβλημα θα υπάρξει στον ανεξάρτητο χώρο, στους θιάσους, στις ομάδες και στους μικρούς χώρους που βασίζονται στα έσοδα των εισιτηρίων. Θεωρώ ότι η πολιτεία πρέπει να στηρίξει τον ανεξάρτητο χώρο, γιατί αυτός είναι που γονιμοποιεί την τέχνη και μετά, αυτή, φτάνει στους μεγάλους οργανισμούς.
Στην Ελλάδα ακούμε συχνά ότι η τέχνη είναι χόμπι και όχι πραγματική δουλειά.
Ναι, δεν υπάρχει σεβασμός στην τέχνη. Μας έχουν γαλουχήσει με την νοοτροπία ότι είναι διασκέδαση για τον ελεύθερο χρόνο μας. Η δημιουργία μιας παράστασης αντιμετωπίζεται με μία ελαφρότητα στην γενικότερη αντίληψη του κόσμου αλλά και από την πολιτεία χωρίς να αναγνωρίζονται οι εργατοώρες που χρειάζονται για να ολοκληρωθεί καθώς και η πληθώρα συντελεστών που συντονίζονται μέχρι να φτάσει στα μάτια των θεατών.
Στο εξωτερικό, αντίθετα, υπάρχει μια πολιτιστική πολιτική που επιτρέπει και διαμορφώνει από μικρή ηλικία μια αντίληψη. Είτε ερχόμενα σε ουσιαστική επαφή με διαφορετικές μορφές τέχνης, είτε συζητώντας με τους ίδιους τους καλλιτέχνες, είτε δημιουργώντας μια παράσταση. Είναι μία εκπαιδευτική προσέγγιση για να αντιληφθούν τη σημασία της τέχνης με πρόθεση να πυροδοτηθεί η ευαισθησία, η δημιουργικότητα, η ενσυναίσθηση, η παρατηρητικότητα, η κριτική σκέψη.
Ακούσαμε πολλά για το cheerleading στα σχολεία. Ο χορός έχει θέση στο εκπαιδευτικό μας σύστημα;
Αυτό (ένταξη cheerleading) ήταν μια τεράστια απογοήτευση, γιατί ο κλάδος μας προσπαθεί εδώ και χρόνια να εντάξει τον χορό στα σχολεία και έχει αντιμετωπίσει αν μη τι άλλο πάρα πολλά εμπόδια. Ας υποστηρίξουμε για αρχή τα κλασικά αθλήματα. Εξάλλου, έχουμε γήπεδα και στάδια που φτιαχτήκανε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και έκτοτε είναι σε αδράνεια. Επιπλέον, έχουμε ταλαντούχους αθλητές που το ευρύ κοινό δεν έχει ιδέα και ξαφνικά γίνονται γνωστοί, είναι ‘τα δικά μας παιδιά’ που μέχρι εκείνη την στιγμή το πάλευαν μόνοι τους. Γιατί να μην στηρίξουμε αυτά τα αθλήματα, τους αθλητές και να δώσουμε χώρο να εμπνευστούν κι άλλοι αντί να στηρίζουμε το cheerleading, στο οποίο ,μάλιστα, εντοπίζω και ζητήματα φεμινιστικού χαρακτήρα; Γιατί δεν εντάσσονται στα σχολεία ο χορό και άλλες τέχνες με την σοβαρότητα που τους αρμόζει;
Παρατηρώ ότι υπάρχει ,ακόμα, κόσμος που αντιμετωπίζει τον χορό μόνο ως προβολή της σεξουαλικότητας του γυναικείου σώματος.
Αρχικά, υπάρχει κόσμος που ακόμα θεωρεί τον άντρα χορευτή, ομοφυλόφιλο και τη γυναίκα, χορεύτρια σε στριπτιτζάδικο. Αν δεν είναι πρόθεση της πολιτείας να αλλάξει αυτή η αντίληψη, ο καθένας από μας διατηρεί τις δικές του προσωπικές αντιλήψεις για την τέχνη. Δεν αλλάζει η νοοτροπία μόνο με την προσωπική προσπάθεια. Η ατομική αντίληψη έχει σίγουρα, μία δυναμική, αλλά τους νόμους δεν τους περνάμε εμείς. Η αντίληψη για την φύση της τέχνης είναι, δυστυχώς, πολύ πίσω. Και ενώ βρισκόμαστε στην Ευρώπη και ανήκουμε στον δυτικό κόσμο, σε κάποια πράγματα ζούμε ακόμα σε συνθήκες ανατολίτικες.
Είναι το 13ο Φεστιβάλ. Πως εξελίχθηκε μέσα στα χρόνια;
Ξεκίνησε το 2008 στην αρχή της κρίσης. Ήταν, επομένως, εξαρχής, ενάντια στο ρεύμα, γιατί δεν μας βοηθούσαν, καθόλου, οι συνθήκες.
Ξεκίνησε από την ανάγκη να ζυμωθούν νέες ομάδες του εξωτερικού με ομάδες της Ελλάδας. Έτσι «βγήκε» και το όνομα, Arc. Έχει να κάνει μ’ αυτή τη γέφυρα ανάμεσα στους πολιτισμούς. Και με κάνει πολύ χαρούμενη, το γεγονός ότι στην πορεία οι νέοι, αυτοί, καλλιτέχνες έχουν βρει το χώρο τους και παρουσιάζονται πλέον έργα τους και σε μεγαλύτερους θεσμούς.
Στην πορεία του φεστιβάλ έχουμε φιλοξενήσει αρκετούς καλλιτέχνες που παρουσίασαν την δουλειά τους μέσα από ένα πολύ συμπιεσμένο προγραμματισμό. Κάναμε αυτή την επιλογή γιατί για το buzz που δημιουργεί ο χορός κατα την διάρκεια δύο ή και καμιά φορά τριών συνεχόμενων παραστάσεων είναι τόσο έντονο που επιτρέπει στο μυαλό να ‘απενεργοποιηθεί’ και ο θεατής να αφεθεί στην κινητική διαδικασία που διαδραματίζεται μπροστά του. Όταν βλέπεις δουλειές με μεγάλες αντιθέσεις, η σωματική πληροφορία έρχεται με τέτοια ταχύτητα που μπορεί να σου αφυπνίσει ένα συναίσθημα που έρχεται από το σώμα και όχι από το μυαλό. Επιδιώκουμε το κοινό να έρχεται σε επαφή με διαφορετικές κουλτούρες που όμως, η γλώσσα είναι κοινή και αυτή είναι η σωματική γλώσσα.
Νιώθω ότι συχνά υπάρχουν δάσκαλοι χορού που, τελικά, απομακρύνουν τα παιδιά από τον χορό. Είτε με αυστηρά πρότυπα σώματος. Είτε με αυστηρότητα ως προς την τεχνική.
Ο χορός δεν είναι τεχνική, είναι τέχνη. Η φόρμα θα έρθει σταδιακά. Το παιδί έχει τη φαντασία του και πρέπει να του δώσεις εργαλεία και πατήματα να την καλλιεργήσει Όχι, να την σκοτώσεις. Είναι απαγορευτική αυτή η νοοτροπία. Εξάλλου, στην φαντασία μας γυρνάμε για όλα. Είναι σαν την αναπνοή μας. Μου είναι αδιανόητο ένα να πηγαίνει ένα παιδί να κάνει χορό με φόβο ή οποιαδήποτε τέχνη.
Ο χορός έχει παρουσία στην επαρχία;
Υπάρχει κινητικότητα και τεράστια ανάγκη. Κι εγώ χαίρομαι καλλιτέχνες που έχουν τολμήσει να πάνε στην επαρχία. Για μένα κάνουν σπουδαίο έργο, γιατί έχουν να αντιμετωπίσουν μία πολύ κλειστή κοινωνία, αλλά, και μία μεγάλη δίψα. Νομίζω ότι πρέπει να «ανοίξει» η Αθήνα κι αν υπάρχει μία σύνδεση με μια άλλη περιοχή πρέπει να την καλλιεργούμε. Αξίζει πολύ, αλλά πρέπει να παλέψουμε και να διεκδικήσουμε αυτή την ανάπτυξη.
Η γραφειοκρατία της Ελλάδας προκαλεί προβλήματα στην καλλιτεχνική δημιουργία;
Η γραφειοκρατία, αυτή, δεν έχει λογική. Εγώ δεν έχω πρόβλημα να καταθέσω τα χαρτιά μου και να κάνω όλες τις διαδικασίες. Όμως, υπάρχουν κομβικά σημεία που τα βρίσκω είναι παράλογα και δεν είμαι η μόνη. Θεωρώ οτι είναι η ελλιπής γνώση για το πως λειτουργεί η φύση του επαγγέλματος. Κατά την άποψη μου θα έπρεπε σε τέτοιες θέσεις να βρίσκονται άνθρωποι που γνωρίζουν από πολιτιστική διαχείριση.
.
Υπάρχει κοινό στο χορό πέρα από τον κόσμο που ασχολείται με αυτόν;
Υπάρχει κοινό φυσικά. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι δεν έχουμε τα μέσα για να κάνουμε τις παραστάσεις μας ευρέως γνωστές. Συνήθως το πρόβλημα είναι οικονομικό. Είναι, βέβαια, και ζήτημα του ενδιαφέροντος των δημοσιογράφων για τις δουλειές που γίνονται εκτός των μεγάλων οργανισμών. Γιατί μην ξεχνάμε ότι ο κόσμος χρειάζεται ενημέρωση. Στον χορό, λοιπόν, επειδή συχνά δεν έχουμε αυτή την πρόσβαση είναι πιο αργή η ενημέρωση και κατ επέκταση η ανάπτυξη ενδιαφέροντος του κοινού.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, το φεστιβάλ ,για σένα, έχει κάποια ξεχωριστή σημασία;
Ναι, έχει πολύ μεγάλη σημασία γιατί μετά την καραντίνα είδαμε θέατρο, είδαμε κινηματογράφο, ακούσαμε μουσική, αλλά, χορό δεν είδαμε. Το γεγονός ότι ανοίγουν τα θέατρα και ξεκινάμε με χορό είναι πολύ σημαντικό γιατί το σώμα δηλώνει παρόν. Επιτέλους, υπάρχει δράση πάνω στη σκηνή και ζωντανή επαφή του σώματος με τους θεατές. Ανυπομονώ να δω τον κόσμο και πιστεύω ότι θα είναι εκεί.
Η πολιτεία έχει στηρίξει το Φεστιβάλ;
Ναι, η στήριξη που παίρνουμε από την Περιφέρεια τα τρία τελευταία χρόνια μας έχει βοηθήσει πάρα πολύ να αναπτυχθεί το φεστιβάλ. Το ARC FOR DANCE FESTIVAL υλοποιείται από το 2018 στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «ΑΤΤΙΚΗ 2014-2020»
και συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης) και από εθνικούς πόρους.
Στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά έχετε βρει, επιτέλους, το σπίτι σας;
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Δημοτικού Θεάτρου, ο κύριος Γιοβανίδης ήταν θερμός υποστηρικτής του Φεστιβάλ από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε αυτή τη θέση. Με προσέγγισε, μάλιστα, κατευθείαν για να διοργανωθεί το φεστιβάλ στο θέατρο. Γιατί το ARC δεν είχε σταθερή βάση, σταθερό χώρο που παρουσιάζεται κάθε φορά. Οπότε τώρα που το Δημοτικό Θέατρο μας δίνει αυτή την ευκαιρία μας βοηθάει πάρα πολύ στην καλύτερη διοργάνωση του. Και πέρα από το Φεστιβάλ, έχουμε προγραμματίσει και άλλες συνεργασίες ώστε να υπάρχει περισσότερος χορός στο Δημοτικό Θέατρο.
Το ARCFORDANCEFESTIVAL 13 - Διεθνές Φεστιβάλ Σύγχρονου Χορού της Αθήνας, θα πραγματοποιηθεί αποκλειστικά μέσω live streaming και μέσω των ιστοσελίδων του ΔΘΠ www.dithepi.gr , του ARCFORDANCEFESTIVAL www.arcfordancefestival.grκαθώς και από τη σελίδα Facebook του ARCFORDANCEFESTIVAL. Η live αναμετάδοση θα ξεκινήσει στις 21.00
Τίτλος Έργου: Tonight and Every Night ΠΡΕΜΙΕΡΑ
Σύλληψη - Χορογραφία: Κωνσταντίνος Παπανικολάου
Διάρκεια έργου: 25’
Χορογραφία – Ερμηνεία: Κωνσταντίνος Παπανικολάου
Μουσική: Νικόλας Τζώρτζης
Βίντεο: Μαρία Λουκία Μητράκου
Σκηνικά – Κουστούμια: Κωνσταντίνος Παπανικολάου, Όλγα Σφέτσα
Δραματουργία - Εξωτερικό μάτι: Παρασκευή Τεκτονίδου
Βοηθός κίνησης: Αθηνά Γερανίου
Τίτλος Εργου: Lady R. STAGE PREMIERE
Σύλληψη - Χορογραφία: Σοφία Μαυραγάνη
Διάρκεια έργου: 20’
Ιδέα - δημιουργία: Σοφία Μαυραγάνη
Ερμηνεία: Χαρά Κότσαλη
Φωνητική - Mουσική σύνθεση: Μάρθα Μαυροειδή
Καλλιτεχνικός συνεργάτης: Sanja Ivekovi
Τίτλος έργου: 3 and a Half ΠΡΕΜΙΕΡΑ
Σύλληψη -Χορογραφία: Νικόλας Χατζηβασιλειάδης
Διάρκεια έργου: 17’
Σύλληψη - Χορογραφία: Νικόλας Χατζηβασιλειάδης
Μουσική: Λήδα Δουμουλιάκα
Δραματουργία: Ασπασία-Μαρία Αλεξίου
Σκηνικό-Κοστούμια: Έλλη Παπαδάκη
Φωτισμοί: Ξένια Κοντομανώλη
Φωτογραφίες: Δημήτρης Μαμαλούκος
Trailer: Μαρίνα Σκουτέλα
Γραφιστική επιμέλεια: Βάλλια Μικρομάστορα
Συνδημιουργία: Ιουλία Ζαχαράκη, Ηρώ Κόντη, Χριστίνα Σκουτέλα
Ερμηνεία: Ιουλία Ζαχαράκη, Ηρώ Κόντη, Ναταλία Μπάκα
Τίτλος έργου: SONG GREEK PREMIERE
Σύλληψη - Χορογραφία: Mala Kline
Διάρκεια έργου: 40’
Σύλληψη - Χορογραφία: Mala Kline
Δημιουργία - Ερμηνεία: Ευτυχία Στεφάνου
Σχεδιασμός χώρου & κοστουμιών - Φωτογραφία: Petra Veber
Μουσική & ήχοι: Nenad Sinkauz
Σχεδιασμός φωτισμού και τεχνική διεύθυνση: Jaka Šimenc
Executive production: Ajda Kline
Παραγωγή: ELIAS 2069 και Mercedes Klein
Τίτλος έργου: Cinderella’s ΠΡΕΜΙΕΡΑ
Σύλληψη -Χορογραφία: Αλέξανδρος Σταυρόπουλος
Διάρκεια έργου: 25’
Χορογραφία-Σύλληψη: Αλέξανδρος Σταυρόπουλος
Ερμηνεία: Λαμπρινή Γκόλια, Μαρία Κακολύρη, Ηρώ Κόντη, Δέσποινα Λαγουδάκη, Μαρία Μανουκιάν, Δάφνη Σταθάτου, Στεφανία Σωτηροπούλου, Κατερίνα Χριστοφόρου
Μουσική Σύνθεση/Σχεδιασμός Ήχου: Κωνσταντίνα Πολυχρονοπούλου
Κοστούμια: Francesco Infante
Δραματουργία: Αναστάσιος Κουκουτάς
Φωτογραφία: Σπύρος Χατζηαγγελάκης, Δημήτρης Μαμαλούκος
Τίτλος έργου: KWAIDAN ΠΡΕΜΙΕΡΑ
Σύλληψη -Χορογραφία: Stereo Nero Dance Co.
Διάρκεια έργου: 20’
Χορογραφία - Ιδέα - Σύλληψη: Εύη Σούλη
Ερμηνεία- Συνδημιουργία κινητικού υλικού: Κατερίνα Φώτη, Χριστιάνα Κοσιάρη, Θέμις Χατζή
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Jan Van de Engel
Σκηνογραφία: Μαριλένα Γεωργαντζή
Φωτισμός: Μαριέττα Παυλάκη
Φωτογραφίες: Stephie Grape
Παραγωγή: STEREO NERO DANCE CO.
Τίτλος έργου: Unauthorised STAGE PREMIERE
Σύλληψη -Χορογραφία: Ίρις Καραγιάν
Διάρκεια έργου: 40’
Ιδέα - χορογραφία: Ίρις Καραγιάν
Μουσική: Νίκος Βελιώτης
Ερμηνεία: Γιώργος Κοτσιφάκης, Ιωάννα Παρασκευοπούλου, Γιάννης Τσιγκρής
Καλλιτεχνικοί συνεργάτες: Γιώργος Μαραζιώτης, Μπετίνα Παναγιωτάρα
Φωτογραφίες: Ελισάβετ Μωράκη
Παραγωγή: Ομάδα χορού ΖΗΤΑ
Με την οικονομική ενίσχυση του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού (2019)
Ήσουν κάποτε 20 χρονών ή και 40. Τότε τα μάγουλα της κόρης σου μοιάζανε με τσουρέκια ή τα χέρια του σου χάιδευαν μαλακά τα πόδια. Τότε ανοίγατε την τηλεόραση. Κι εσένα σ’ άρεσε η Βουγιουκλάκη ή η Καρέζη. Η κόρη σου φοβότανε το Βουτσά γιατί κάνει Φσστ Μπόινγκ ή εκείνος γελούσε με το που έβγαινε στην οθόνη ο Χατζηχρήστος.
Η κόρη σου ,σήμερα, σε παίρνει τηλέφωνο 2 φορές τη βδομάδα. Εκείνος, μένει στη Σουηδία και χαϊδεύει τα πόδια μιας Νορβηγίδας. Τηλεόραση δεν έχεις. Την πέταξες. Λες δεν έχει τίποτα.
Κι αν η πίστη στην τηλεόραση δεν θα ξανα-ανάψει καμία παλιά φλόγα, οι μεμονωμένες κινηματογραφικές εμπειρίες που μπορεί ακόμα να σου χαρίσει, αρκούν, για να ανάψουν σπίθες από παρελθόντα κι ελπίδες για μέλλοντα.
Δευτέρα 14/09
Pearl Harbor, Open, 20:00
All star cast (Μπεν Άφλεκ, Kέιτ Μπέκινσειλ, Τζος Χάρτνετ) και σκηνοθέτης (Μάικλ Μπέι) σε ένα δυνατό πολεμικό δράμα που υπόσχεται επικές σκηνές μάχης και δάκρυα μέχρι τελικής πτώσεως. Ξαπλώστε αγκαλιά και κλάψτε ελεύθερα. Το καλοκαίρι τελειώνει, το φθινόπωρο έρχεται.
Τρίτη 15/09
Ο Τουρίστας, ΑNT1, 23:30
Οι καναπέδες θα μοιάζουν με τα κανάλια της Βενετίας, τα σουβλάκια με χαβιάρι και η μπύρα με κρασί του Μπορντό. Ο Τζόνι Ντεπ θα σου χαμογελάει. Θα είσαι η Αντζελίνα Τζόλι. Το ξυπνητήρι μπορεί και να μην χτυπήσει.
Τετάρτη 16/09
Το παρελθόν, ΕΡΤ2, 00:50
Ο απόλυτος εκσυγχρονιστής του σύγχρονου μελοδράματος και επάξιο τέκνο του Ιρανικού κινηματογράφου, εδώ, μας χαρίζει την Οδύσσεια μιας επιστροφής στην πατρίδα και ενός –πάντα- οδυνηρού διαζυγίου.
Πέμπτη 17/09
Ο Ταξιτζής, 02:00 Mega
Αυθεντικό αμερικάνικο αιματοκύλισμα. Ένα Ντε Νίρο που θα σας σηκώσει την τρίχα και ένας Σκορτσέζε στη σκληρότερη στιγμή του, υπόσχονται να σας κρατήσουν το μάτι-γαρίδα για μια κλασική ιστορία έρωτα, εκδίκησης και αναπόδραστης παράνοιας.
Παρασκευή 18/09
Godless, ΕΡΤ3, 00:00
Μεταμεσονύχτιο σύγχρονο πολυβραβευμένο βουλγάρικο σινεμά. Ακριβώς τη στιγμή που κλείνουν οι πόρτες των μπαρ, η ΕΡΤ3 μας προσφέρει την ιστορία μιας νοσοκόμας σε αποστολή πώλησης στη μαύρη αγορά των ταυτοτήτων ασθενών με άνοια. Ευρωπαικός κινηματογράφος και τζιν με φρεσκοστυμμένο λεμόνι στον καναπέ.
Αν στα πάσης φύσεως τουριστικά γραφεία των βορειοευραπαϊκών χωρών η Ελλάδα ισοδυναμεί με χρυσή άμμο και τιρκουάζ νερά, με σουβλάκια και τζατζίκια να τρέχουν από πεινασμένα στόματα ή με αξημέρωτες ερωτικές νύχτες κάτω απ’ τα’ αστέρια, οι Έλληνες κινηματογραφικοί δημιουργοί μοιάζουν ικανοί να συστήσουν στο κινηματογραφικό κοινό μια διαφορετική εκδοχή της ίδιας της Ελλάδας και κυρίως του κινηματογραφικού δυναμικού της. Ένα δυναμικό που μοιάζει να βασίζει τις δυνάμεις του σε ταλαντούχους σκηνοθέτες και την αιώνια ένδεια του σε φτωχά σενάρια.
Ο Μίνως Νικολακάκης, εδώ, μοιάζει, λοιπόν, να πέφτει στην καλοστημένη –μάλλον- παγίδα του ελληνικού σινεμά, και να μας παραδίδει μία φρέσκια σκηνοθετική ματιά συνοδευόμενη από ένα σενάριο με αφηγηματικά βελάκια ατάκτως ερριμμένα.
Εκμεταλλευόμενος, αρχικά, το trend που θέλει τις ταινίες φαντασίας και τρόμου να ανέρχονται με γοργούς ρυθμούς στο κινηματογραφικό χρηματιστήριο, μας αφηγείται την ιστορία ενός αγροτικού γιατρού (Προμηθέας Αλειφερόπουλος) σε κάποιο χωριό της ελληνικής επαρχίας που μπλέκει στα ερωτικά πλην –άλυτα- δίχτυα μιας ντόπιας με ένα σπάνιο δερματικό πρόβλημα. Κινούμενος μακριά από κραυγές, ξαφνικά μπαμ και αιματοκυλίσματα, ο Νικολακάκης επιλέγει να επενδύσει στο χτίσιμο μιας ατμόσφαιρας ενός σύγχρονου goth παραμυθιού και όχι μιας ταινίας τρόμου με εύκολα σκηνοθετικά τρικ. Και με το χτίσιμο μιας ατμόσφαιρας μυστηρίου που ξέρει να κλιμακώνει την ίδια της την ένταση με σταθερό –πλην αγωνιώδη- ρυθμό, μοιάζει να δικαιώνεται σκηνοθετικά.
Αντίθετα, η σεναριακή επιλογή της αφήγησης ενός παραμυθιού χωρίς σαφές επιμύθιο αποτελεί μια αφελή επιλογή που μοιάζει να αδικεί απόλυτα τις ίδιες τις σκηνοθετικές δυνατότητες του δημιουργού της. Πρόκειται για ένα σενάριο που μοιάζει να στήνει ορθά τα σεναριακά του πιόνια σε μια παρτίδα, που μοιάζει, όμως, χαμένη από την ακατάσχετη φλυαρία της βεβαιότητας του νικητή. Μιας φλυαρίας που αναλώνεται σε μοτίβα παραμυθιού προσπαθώντας επιμελώς να κρύψει την παντελή απουσία στόχευσης.
Συνολικά, πρόκειται για μια σύγχρονη ματιά πάνω στην ταινία φαντασίας που αξιοποιεί δημιουργικά τα σκηνοθετικά της μέσα. Αφηγείται, όμως, τελικά μια ιστορία με την αφέλεια ενός πρωτάρη παραμυθά.
2,5/5
Αν περάσατε τον Αύγουστο σε κάποια πλατεία, με παιδιά δημοτικού να ανεβαίνουν σε πλατάνια και σε μονόζυγα ή σε κάποια παραλία με 10χρονα να παίζουν μήλα μέσα στη θάλασσα ή να ζητάνε παγωτό, τότε ο Σεπτέμβρης είναι εδώ για να ερημώσει τις πλατείες και τις παραλίες και να γεμίσει τσιριχτές παιδικές φωνές τα –αστικά- μας πάρκα και τις παιδικές χαρές.
Με τις παιδικές χαρές να προσφέρονται πάντα ως η ιδανική διασκέδαση για παιδιά αλλά και με τις πάσης φύσεως οδηγίες να μας καλούν όλους σε αποφυγή των μαζικών συναθροίσεων, οι θερινοί κινηματογράφοι επανέρχονται δυναμικά στο προσκήνιο της παιδικής διασκέδασης με την πολυαναμενόμενη Μουλάν.
Σε παραγωγή, λοιπόν, της Disney, τα κινηματογραφικά στούντιο αποφάσισαν να μας προσφέρουν μια ενήλικη εκδοχή της γνωστής Μουλάν. Εξαλείφοντας την animation αισθητική, χαρίζοντας στους πρωταγωνιστές ανθρώπινο πρόσωπο και στην ίδια την ιστορία επικές μάχες, η Disney προσπάθησε να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, παιδικότητα –δηλαδή- κι ενηλικίωση. Δημιουργώντας, όμως, τελικά μια ταινία αποστραγγισμένη απ’ τη ζωηρή φαντασία του παιδιού αλλά και από την τόλμη της ενήλικης καλλιτεχνικής δημιουργίας. Και παραχωρώντας στην κινηματογραφική ιστορία μία Μουλάν που παλεύει να ενηλικιωθεί μένοντας, όμως, καθηλωμένη στην αφέλεια μιας παιδιάστικης κινηματογραφικής αισθητικής.
Μιας αισθητικής που αφορά τόσο τις συμβάσεις της σκηνοθεσίας (Niki Caro) όσο και αυτά που θέλει διακαώς να μας πει η ίδια η ιστορία της πολεμίστριας Μουλάν. Η τόλμη της Μουλάν να υποδυθεί τον άντρα για να πολεμήσει μετατρέπεται σε ρηχό συμβολισμό μιας αόριστης πατριδολατρίας. Ενώ, ο έρωτας, σε απότοκο ενός ισχυρού αρσενικού που θέλει τη γυναίκα του δυναμική (και τη μπύρα του παγωμένη).
Συνολικά, πρόκειται για μια ταινία που αποδεικνύεται κατώτερη των προσδοκιών που η ίδια η παραγωγός μας είχε καλλιεργήσει. Ενός παραμυθιού που ισορροπεί, τελικά, μετέωρο ανάμεσα στον κόσμο του ρεαλισμού και της φαντασίας.
1,5/5
Είναι 15:30 το μεσημέρι. Σεπτέμβρης. Τέρμα Αλεξάνδρας. Το πρωί που ξυπνάς είναι, πια, νύχτα. Εκείνη η προθεσμία που, αυτή τη φορά θα προλάβαινες, έχει περάσει. Ανάβει πράσινο. Πατάς την κόρνα. Δεν έχεις πουθενά να πας. Το air condition βγάζει ζεστό. Πάλι. Στάζεις ολόκληρος.
Σηκώνεις το κεφάλι. Σινεμά Αθήναιον. Ο Χαβιέ Μπαρδέμ σου χαμογελάει. Ακόμα στάζεις. Είσαι, τώρα, στο Μπιλμπάο ή στη Σεβίλλη. Εσύ και ο Χαβιέ πίνετε λευκό κρασί. Ακόμα στάζεις. Ο Χαβιέ σου λέει «Θα ξανάρθουμε εδώ». Στρίβεις στη Μεσογείων. Ακόμα στάζεις.
Σε 2 εβδομάδες ο Χαβιέ Μπαρδέμ θα μας υποδεχτεί στις σκοτεινές αίθουσες ή στα θερινά σινεμά χάρη στην καινούρια ταινία της Σάλι Πότερ, «Οι ζωές που δεν έζησα». Τα μεσημέρια θα έχει, μάλλον, ακόμα 30 βαθμούς. Αυτή, όμως, τη φορά η εικόνα του δεν θα μας χαμογελάσει από τη χειροποίητη γιγαντοαφίσα του Αθήναιον. Γιατί ο Βασίλης Δημητρίου, ο καλλιτέχνης που εδώ και 35 χρόνια κοσμούσε την πρόσοψη του Αθήναιον με τις μορφές των διάσημων αστέρων δεν είναι πια εδώ.
Πηγή: News247.gr
Ας φανταστούμε τον 11χρονο Βασίλη το καλοκαίρι της έκτης δημοτικού να ζωγραφίζει καραβάκια στα καρπούζια του μανάβικου όπου δούλεψε για δύο καλοκαίρια. Οι κυρίες έρχονται και λένε δυνατά στο μανάβη. «Αυτό το καρπούζι θέλω. Με το καραβάκι.» Ο μανάβης χαμογελάει και ψιθυρίζει στο αυτί του Βασίλη. «Εσύ να καθίσεις εδώ και να ζωγραφίζεις. Μόνο αυτό να κάνεις.».
Ας φανταστούμε τον έφηβο Βασίλη να ανακοινώνει στους γονείς ότι θέλει να γίνει ζωγράφος. Φωνές και κακό. Και απογοητευμένοι γονείς. Κι «έτσι δεν βγαίνει ψωμί». Και «Θα πεινάσεις».
Ας φανταστούμε τον ενήλικο Βασίλη να σχεδιάζει αφίσες για 12 διαφορετικά σινεμά. Να λατρεύει τον Κλιντ Ίστγουντ και να πετυχαίνει το μακρύ του πρόσωπο ίδιο. Κάθε φορά. Και τις 50 φορές που τον ζωγράφισε. Να κάνει την Πενέλοπε Κρουζ κούκλα γιατί τις γυναίκες που του αρέσουν τις κάνει ακόμα πιο όμορφες. Και τον Βουτσά, «Αυτός με δυσκολεύει».
Εδώ και ένα χρόνο, τα χέρια του 84χρονου Βασίλη Δημητρίου τρέμουν. Το Πάρκινσον στραβώνει τη μύτη της Σκάρλετ Γιόχανσον. Οι αφίσες του Αθήναιον, όμως, στέκονται όρθιες. Η θέση άδειασε, μόλις, την προηγούμενη Δευτέρα.
Πηγή: protothema.gr
Ας φανταστούμε, τώρα, πως του χρόνου το Σεπτέμβρη το αεράκι φυσάει δροσερό. Ακόμα χάνεις τις προθεσμίες. Ακόμα τα φανάρια στην Αλεξάνδρας είναι όλα κόκκινα. Η Νάταλι Πόρτμαν βγαίνει από την αφίσα του Αθήναιον και κάθεται στην διπλανή θέση. Οδηγείτε παρέα.
Ας φανταστούμε πως ένας 25χρονος φοράει το μπερέ του. Ζωγραφίζει τη μύτη του Άνταμ Ντράιβερ και τα γαλάζια μάτια της Μαργκό Ρόμπι. Περνάει κάθε Τετάρτη βράδυ έξω από το Αθήναιον. Στήνει τις αφίσες μόνος του. Κάνει πέντε βήματα πίσω. Τις κοιτάζει. Τους γυρνάει την πλάτη. Ρουφάει αργά ένα τσιγάρο. Σκέφτεται τα καραβάκια που ζωγράφιζε ο 11χρονος Βασίλης Δημητρίου στα καρπούζια.
Είναι Σάββατο πρωί, Αύγουστος στην Αθήνα. Γύρω στις 12. Μερικά ροδάκινα έχουν λιώσει στην Καλιδρομίου. Μία κοπέλα με ένα τατουάζ γοργόνα στον ώμο πατάει ένα με την παντόφλα της. Την ώρα που καταλαβαίνω πως τα καλοκαίρια, τελικά, τελειώνουν, συναντώ την Ιώ Βουλγαράκη.
Κάπου, λοιπόν, ανάμεσα σε ζευγάρια πιασμένα χέρι χέρι με σακούλες φρούτα για συνοδεία σε κάποια παραλία και σε ηλικιωμένες κυρίες με άσπρα καπέλα που θα φάνε τα κολοκυθάκια τους μόνο βραστά, κάναμε μια κουβέντα μακριά από ζαρζαβατικά και παραλίες, αλλά πολύ κοντά στη θεατρική επικαιρότητα.
Με αφορμή, το θεατρικό δρώμενο, το «Κοιμητήριο» που θα παρουσιαστει στο Διαχρονικό Μουσείο της Λάρισας, 31 Αυγούστου και 1 Σεπτεμβρίου, η κουβέντα μας ξεκίνησε από τη σχέση της γενιάς μας με το πενθος για να φτάσει στην πάλη του καλλιτέχνη με την εξουσία.
Φωτογραφίες: Karol Jarek
Πως προέκυψε η ιδέα να ασχοληθείς με το πένθος σ’ αυτή σου τη δουλειά;
Ξεκίνησε προς το τέλος της καραντίνας, όταν φάνηκε ότι επιστρέφουμε σε αυτή την περίφημη «κανονικότητα». Είχα πάρα πολλή θλίψη. Αρχικά, με επηρέασε το γεγονός ότι οι άνθρωποι, όπως σε κάθε μαζικό χαμό, είχαν μετατραπεί από ονόματα, σε νούμερα. Από την άλλη, εγώ είχα για πρώτη φορά χρόνο μέσα στον οποίο αναδύθηκαν συναισθήματα τα οποία στην κανονική μου καθημερινότητα «μπαζώνω» και πάω παρακάτω. Και όταν σε επίπεδο κοινωνικού τοπίου προέκυψε αυτή η καταναγκαστική επιστροφή, αναρωτήθηκα αν τελικά σήμερα παίρνουμε χρόνο για να βιώσουμε το πένθος. Πραγματικό, όμως, χρόνο αφούγκρασης, όχι χρόνο για να το ποστάρουμε, να το αναρτήσουμε, να το κραυγάσουμε, να το ξεράσουμε πάνω σε κάτι και να συνεχίσουμε. Εγώ, ένιωσα ότι δεν τον παίρνω αυτόν τον χρόνο γιατί ο μηχανισμός επιβίωσης που μου έχουν μάθει, είναι να προχωράω δυναμικά, να φοράω την πανοπλία μου και να συνεχίζω περιχαρής παρακάτω. Και ταυτόχρονα συνειδητοποίησα ότι το προσωπικό αυτό πένθος, έχει, σίγουρα, να κάνει και με τη δουλειά μας και με το γεγονός ότι η συνάντηση ανθρώπων ζωντανά σε ένα τόπο που λέγεται θέατρο, με την ευρεία έννοια, επλήγη και πλήττεται.
Η σχέση μας με το πένθος, σήμερα, σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, έχει μετασχηματιστεί;
Νομίζω πως έχουμε ξεχάσει να θρηνούμε για την απώλεια και πως το πένθος έχει γίνει ταμπού, το φοβόμαστε. Έχει διαμορφωθεί ένα κοινωνικό τοπίο που μας επιβάλλει να είμαστε ελαφρείς και δυναμικοί. Στη σχέση μας με την απώλεια και με το θάνατο κάτι έχει αποσυνδεθεί. Προσωπικά, αποφάσισα ότι αφού το ζήτημα της απώλειας μου δημιουργεί τόσο έντονα συναισθήματα και ταυτόχρονα με κάνει να φοβάμαι την προσωπική μου σχέση μαζί του, θέλω να μιλήσω γι’ αυτό και πρέπει να βρω έναν τρόπο να το κάνω.
Το συνειδητοποίησες από την αρχή ότι το θέατρο πλήττεται;
Όχι. Στην αρχή, όταν έγινε το lockdown, είπα στους ηθοποιούς να πάρουν δυο τρεις μέρες χρόνο και μετά από Δευτέρα να ξεκινήσουμε πάλι πρόβα. Μέρα τη μέρα συνειδητοποιούσα τη μεγάλη εικόνα. Προσωπικά, νιώθω ότι είναι μια κρίση που εργαλειοποιείται με έναν πολύ επικίνδυνο τρόπο. Είμαστε σε μια εξαιρετικά συντηρητική στιγμή παγκοσμίως. Εγώ είμαι πάρα πολύ προσεκτική όλο αυτό το διάστημα, βάζω μάσκα, κρατώ αποστάσεις, όλα τα κάνω αλλά δεν μπορώ να μη διαπιστώσω ότι ο κοινωνικός ιστός αποδυναμώνεται. Οδηγούμαστε σε μια απομόνωση η οποία είναι βούτυρο στο ψωμί για όλες τις μορφές εξουσίας. Αντί να ψάξουμε τον τρόπο και από τον ιό να προστατευτούμε και την κοινωνία να κρατήσουμε ζωντανή και ελεύθερη. Αυτές τις μέρες ακυρώνονται παραστάσεις η μία μετά την άλλη, την στιγμή που το θέατρο είναι ίσως ο μόνος χώρος όπου τηρούνται ευλαβικά τα μέτρα προστασίας. Δεν υπάρχει κλάδος που να προσέχει περισσότερο, κι όμως δεν μπορούμε να δουλέψουμε, την ίδια ώρα που οι αεροπορικές πετάνε. Αδιανόητα πράγματα.
Πιστεύεις ότι έχει νόημα να αναρωτιόμαστε αν το θέατρο θα «πεθάνει»; Ή με την ερώτηση αυτή δίνουμε επιχειρήματα σε όσους το επιβουλεύονται;
Δεν συζητάμε το θάνατο αυτής της μορφής τέχνης. Το θέμα είναι με ποιον τρόπο θα συνεχίσουμε να συναντιόμαστε. Για μένα υπάρχει στο ζωντανό θέατρο μία πράξη πολιτική που λέγεται ντύνομαι, σηκώνομαι και βγαίνω από το σπίτι μου, την ίδια ώρα και μέρα που βγαίνεις κι εσύ από το σπίτι σου, και συναντιόμαστε εκεί με κάποιους άλλους και υπάρχει μία κοινωνία. Υπάρχει κάτι στην συνάντηση το οποίο δεν είναι τόσο αυτονόητο όσο νομίζουμε. Είναι κατάκτηση, είναι δικαίωμά μας. Με το να καθίσω σπίτι μου και να δω κάτι από την οθόνη μου, υιοθετώ ένα σύστημα που μου επιβάλλουν. Εγώ, ο υπολογιστής μου και το σκυλί μου, κλεισμένοι στους τέσσερις τοίχους, ενώ έξω αποφασίζεται η τύχη μου.
Υπάρχει, όμως, πολιτική χροιά και στο θέατρο ως αστικό lifestyle;
Αυτό είναι ένα κομμάτι μίας συνολικής εικόνας. Αυτό που κάνει πολύτιμο το θέατρο, είναι η πολυφωνία του. Αυτό πρέπει να το διασώσουμε. Μόνο έτσι παράγεται ελεύθερη σκέψη. Το πρόβλημα είναι όταν θα καταλήξουμε να έχουμε μόνο το Δελφινάριο ή μόνο τον μεγάλο οργανισμό με το πολύ συγκεκριμένο brand. Όταν χάνεις την πολυφωνία, τότε η τέχνη που παράγεται είναι μονόδρομος και θα εργαλειοποιηθεί σίγουρα. H μαγεία σ’ αυτή τη δουλειά είναι το πόσο διαφορετικά επικοινωνούμε, το ότι είμαστε ο καθένας ένας άλλος κόσμος και συνδιαλεγόμαστε μεταξύ μας. Αυτό είναι υγεία. Το θέατρο είναι η γιορτή της υποκειμενικότητας.
Αντικειμενικότητα στο αν μια παράσταση είναι καλή ή όχι, υπάρχει;
Η ιδιαιτερότητα αυτής της δουλειάς είναι το ότι καταπιανόμαστε με κάτι αόρατο. Αυτό που εγώ μπορώ να αντικειμενικοποιήσω, είναι ο επαγγελματισμός. Και πάλι, όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το θέατρο με το ένα πόδι πατάει στην επιστήμη και με το άλλο πόδι σε κάτι υπερβατικό. Η Κάλας έλεγε σε μια συνέντευξη «Υπάρχουν φορές που το κοινό είναι μαζί μου και πάμε μαζί και τότε συμβαίνει ένα θαύμα. Και άλλες φορές που δεν θα συναντηθούμε και τότε είναι ένα μαρτύριο και για τους δυο». Η μόνη εγγύηση που μπορείς να δημιουργήσεις για τον εαυτό σου, είναι εάν έχεις πετύχει τον στόχο που είχες βάλει. Αυτή είναι η μόνη πυξίδα.
Πέρα από υλικό αντλημένο από το ποίημα του Σολωμού «Η τρελή μάνα ή το Κοιμητήριο», η δραματουργία του «Κοιμητηρίου» τι άλλο περιλαμβάνει;
Πατάει πάνω στο ποίημα του Σολωμού, αλλά και σε μια σειρά από συνεντεύξεις που πήραμε από αγνώστους στην Αθήνα και στη Λάρισα ρωτώντας τους για το πένθος. Συλλέξαμε αυτές τις αφηγήσεις και μετά από μία δραματουργική επεξεργασία κρατήσαμε ό,τι έχει το μεγαλύτερο συγκινησιακό φορτίο. Αυτό το υλικό θα το μοιραστούμε με τον κόσμο μέσα στο δρώμενο, με την ελπίδα κάποιος από το κοινό να θελήσει να αφηγηθεί κι εκείνος μια προσωπική ιστορία, να τη μοιραστεί μαζί μας. Εξαρχής δεν μας ενδιέφερε να χρησιμοποιήσουμε την «υψηλή» λογοτεχνία ως δραματουργικό υλικό, όσο να συζητήσουμε περισσότερο εμπειρικά το τι είναι το πένθος, πώς βιώνεται και πώς επικοινωνείται.
Είδες κάτι στις απαντήσεις των ανθρώπων σε σχέση με το πένθος που να σε εξέπληξε;
Μέσα στις συνεντεύξεις, βλέπω ότι το πένθος δεν τελειώνει. Είναι μέρος της βιογραφίας σου. Υπάρχουν άνθρωποι που μας μιλάνε για απώλειες που είχαν πριν 20 χρόνια. Επίσης αυτό που με εντυπωσίασε είναι η έντονη ανάγκη να επικοινωνηθεί. Μια ανάγκη, όμως, η οποία συνδυάζεται με ένα απίστευτο «μπλοκάρισμα». Οι άνθρωποι πολύ συχνά μας εξέφρασαν τη δυσκολία που βιώνουν στο να εξωτερικεύσουν το πένθος τους. Η δυσκολία αυτή είναι, σίγουρα, και ένας μηχανισμός προστασίας. Οι ισορροπίες, όμως, ανάμεσα στο μηχανισμό προστασίας και στην απώθηση είναι πολύ λεπτές.
Το θεατρικό, αυτό, δρώμενο θα παρουσιαστεί στο Διαχρονικό Μουσείο στη Λάρισα; Πιστεύεις ότι θα έπρεπε η επαρχία να παίζει μεγαλύτερο ρόλο στη θεατρική σκηνή της χώρας;
Το ότι στην Αθήνα παίζονται 1500 παραστάσεις το χρόνο και υπάρχουν 26 δραματικές σχολές είναι μια γιγάντωση παθογενής. Η πραγματική αλλαγή μπορεί να έρθει από την επαρχία. Πρέπει να επενδύσουμε στην αποκέντρωση και στη δημιουργία θεάτρων και δραματικών σχολών στην περιφέρεια. Είναι πολύ παράδοξο σε μια τόσο μικρή χώρα να μην στηρίζεται η καλλιτεχνική παραγωγή σε άλλες πόλεις. Η πολιτεία θα έπρεπε να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι πολλοί ενδιαφέροντες άνθρωποι είναι σε θέσεις διευθυντών ΔΗΠΕΘΕ ανά τη χώρα αυτή την στιγμή. Χρειάζεται χάραξη σοβαρής πολιτιστικής πολιτικής που να δημιουργήσει κίνητρο σε ανθρώπους της δικής μου γενιάς να θέλουν να πάνε στα Γιάννενα ή στη Λάρισα. Να νιώθουν ότι έχουν τα πλαίσια και το χώρο να δημιουργήσουν κάτι που τους αφορά.
Θεωρείς ότι η Αθήνα είναι συνδεδεμένη και με το κομμάτι της διασημότητας; Η νέα γενιά αναζητά, ακόμα, αυτή την αναγνωρισιμότητα;
Προ εικοσαετίας υπήρχε το παραμύθι της τηλεόρασης. Η νέα, όμως, γενιά -το βλέπω στους μαθητές μου- μεγάλωσε στα χρόνια της κρίσης. Είναι μια γενιά πολύ πιο συνειδητοποιημένη και καταρτισμένη που βγαίνει με άλλα ζητούμενα. Αν τους εμφανιστεί το κίνητρο μπορούν να δημιουργήσουν μια νέα κατάσταση στη χώρα και όχι, μόνο, στην πόλη. Ψάχνουν κάτι στη σχέση τους με το θέατρο που δεν είναι ούτε τα χρήματα ούτε η αναγνωρισιμότητα. Πρέπει, ως χώρα, να το αξιοποιήσουμε αυτό το δυναμικό.
Θεωρείς ότι τέχνη είναι μία «τεχνική» ανεξάρτητη από κοινωνικό πρόσημο; Ή μοιραία έχει να κάνει με κοινωνικό πρόσημο;
Ένας καλλιτέχνης δεν πέφτει από τον Άρη, είναι κομμάτι της κοινωνίας στην οποία ζει. Χρησιμοποιεί κάποια εργαλεία για να αφουγκραστεί την κοινωνία και την ύπαρξή του μέσα σ’ αυτή μ’ έναν άλλο από τον συνήθη τρόπο. Η διαδικασία αφούγκρασης είναι σε συνεχή διάλογο με την κοινωνία. Δεν έχει, όμως, να κάνει με ιδεολογικά πρόσημα. Ούτως ή άλλως ο καλλιτέχνης είναι μία αντισυμβατική ύπαρξη, μία ύπαρξη διαρκώς σε αναζήτηση. Οι άνθρωποι «κανονικά» θέλουν να τακτοποιηθούν. Οπότε μία ύπαρξη που θέλει να έχει διαρκώς τα πράγματα ανοιχτά και να συγκρούεται μ’ αυτά είναι μία ανήσυχη περίπτωση που ξεπερνάει την τεχνική και το εργαλείο. Είναι σαν να προσπαθείς να μην ησυχάζεις ποτέ το μέσα σου. Να σε ξεβολεύεις διαρκώς.
Ένας άνθρωπος συντηρητικός μπορεί να δημιουργήσει;
Όχι, δεν μπορεί. Αυτό, όμως, δεν θα το τοποθετούσα με όρους δεξιάς και αριστεράς. Εξάλλου ακόμα και ο συντηρητισμός είναι σχετικός. Σίγουρα δεν έχει να κάνει με το τι ψηφίζεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Χατζηδάκις που ήταν ένας «αναρχικός» δεξιός. Νομίζω ότι δεν καταλαβαίνω τον καλλιτέχνη που δεν δημιουργεί τον αντίλογο σε κάθε μορφή εξουσίας. Από τη στιγμή που δεν την «τσιγκλάς», όποια και να ‘ναι, είναι επικίνδυνο για την καλλιτεχνική σου δημιουργία. Είναι ανάγκη να είσαι σε μια τέτοια επαγρύπνηση. Δεν γίνεται να είσαι καλλιτέχνης χωρίς να είσαι ενεργός πολίτης.
Γιατί θεατρικό δρώμενο και όχι παράσταση;
Δεν είναι παράσταση. Είναι δρώμενο γιατί έχει μια εξωθεατρική λειτουργία. Από τη μία συμβαίνει σε ένα χώρο που δεν είναι θεατρικός και από την άλλη προσπαθεί να φτιάξει μία άλλου τύπου συνάντηση με τον κόσμο. Το ζητούμενο μας είναι να υπάρξει σ’ αυτή τη συνάντηση κάποιος χρόνος στον οποίο όσοι θα είναι παρόντες θα μπορέσουν να έρθουν μέσα τους σε μια επαφή με όποιον και με ό,τι έχουν χάσει. Είναι μια sui generis τελετή και ένα αντάμωμα με τον κόσμο. Είναι μία μάζωξη που θα μπορούσε να συμβεί σε οποιοδήποτε δημόσιο χώρο. Και μακάρι στο μέλλον να παιχτεί και σε σημεία που θα έχει κι ακόμα μεγαλύτερη περαντζάδα. Να περνάει ο κόσμος και να δούμε τι θα γίνει.
Το Κοιμητήριο
31 Αυγούστου, 1 Σεπτεμβρίου, Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας (Περισσότερα εδώ)
Σκηνοθεσία: Ιώ Βουλγαράκη
Ερμηνεύουν: Δημήτρης Γεωργιάδης
Αλεξάνδρα Καζάζου
Από τη Σοφία Γουργουλιάνη
Στη Λάρισα λίγο πριν μπει ο Αύγουστος, τα πεζοδρόμια βγάζουν ατμούς, τα κρέατα σού πέφτουν βαριά και τα τυριά σού φαίνονται πολύ λιπαρά.
Είναι τέλη Ιούλη, ή μπορεί και τελικά να ‘ναι αρχές Αυγούστου. Και εσύ λες, απόψε ίσως, τελικά, να κάνει δροσιά, να φας όλο σου το κοντοσούβλι, να το βουτήξεις σε μια τυροκαυτερή πολύ καυτερή και να κοιμηθείς χωρίς να ιδρώσεις.
Κλείνεις τα μάτια, κουνάς το κεφάλι και συνειδητοποιείς ότι είναι 28 Ιουλίου. Έχουμε 2020 κι αν ήσουνα άγαλμα ίσως να ζεταινόσουνα λιγότερο.
Το μυαλό σου στριφογυρίζει για λίγο στα αγάλματα. Αγγίζεις ένα. Είναι δροσερό. Το φλερτάρεις. Του κάνεις νοήματα. Είσαι σε απόγνωση. Του λες «Ζεσταίνομαι». Δεν σου απαντάει. Σκέφτεσαι πως ήταν ατυχία να ερωτευτείς άγαλμα. Την ώρα που καταλήγεις ότι οι έρωτες είναι πάντα ατυχία, φτάνεις έξω από το Β’ Αρχαίο Θεάτρο της Λάρισας.
Κόσμος περιμένει απ’ έξω. Με αποστάσεις που τηρούνται κι αγκαλιές που –τελικά- δίνονται.
Κόσμος κάθεται μέσα. Σε αρχαία σκαλάκια, σύγχρονες καρέκλες και κατακόκκινες μαξιλάρες. Με μάσκες, με φορέματα, με τακούνια, με σαγιονάρες.
9 και 25 ακριβώς ξεκινάει. Είναι το έργο του Ανδρεά Φλουράκη, «Τα Αγάλματα Περιμένουν» σε σκηνοθεσία Κυριακής Σπανού.
Βγάζεις τα παπούτσια σου, κάθεσαι οκλαδόν και λες αν ήσουν άγαλμα, ίσως, να ήξερες τι να περιμένεις. Απ’ την παράσταση κι απ’ τον Αύγουστο κι απ’ όλο σου το καλοκαίρι. Και τότε, ξαφνικά, δε θες να είσαι άγαλμα γιατί, τώρα, έχεις πάντα κάτι να περιμένεις.
Και τα αγάλματα, της παράστασης, που περιμένουν, είναι αυτό που δεν περίμενες εσύ. Είναι η ιστορία της απόκρυψης των αγαλμάτων από τα μουσεία το ’40, είναι αυτό που θα έκρυβες εσύ σήμερα κι είναι και που δεν είσαι άγαλμα. Που είσαι άνθρωπος, που αυτό είναι θέατρο, που ζεσταίνεσαι στη Λάρισα τα καλοκαίρια, που δεν ερωτεύεσαι αγάλματα.
Είναι 80 λεπτά θεάτρου που πετάνε ένα ένα τους τα ρούχα και σε ένα μυσταγωγικό θεατρικό στριπτίζ αποκαλύπτουν αυτούσιο τον αυτάρεσκο εαυτό τους. Είναι ένα έργο που θα παρελάσει, τελικά, ολόγυμνο μπροστά σου, ψιθυρίζοντας πως γράφτηκε από τρέλα κι από πάθος. Είναι μια σκηνοθεσία που θα βουτήξει στον πυρήνα της αναπόδραστης κινητικότητας του ανθρώπου-αγάλματος και θα φτύσει επιτυχώς τα πάσης φύσεως μεταμοντέρνα θεατρικά κουκούτσια. Και είναι και 8 ηθοποιοί που είναι άγαλμα κι είναι και άνθρωπος. Και είναι κι άνθρωπος και είναι και άγαλμα. Και είναι κι απ’ αυτό που είσαι φτιαγμένος κι εσύ. Και είσαι φτιαγμένος απ’ αυτό που είναι κι αυτοί
Ήταν ένα βράδυ που τελικά δρόσισε, που τα αρχαία και τα αγάλματα σου ‘πανε «Μείνε άνθρωπος». Τους υποσχέθηκες να τα ξαναερωτευτείς. Χαρήκανε. Τους χαμογέλασες. Έφυγες από το Β’ Αρχαίο Θέατρο. Έφαγες πολύ κοντοσούβλι. Δεν είχε τυροκαυτερή. Οι παραστάσεις συνεχίζονται όλο το καλοκαίρι. Σε άλλους αρχαιολογικούς χώρους. Η τυροκαυτερή δεν τελειώνει ποτέ.
Σκηνοθεσία: Κυριακή Σπανού
Θεατρικό έργο: Ανδρέας Φλουράκης
Διανομή ρόλων: Θανάσης Ζέρβας, Χρήστος Κορδελάς, Μαρσέλα Λένα, Ανδρομάχη Μακρίδου, Αθηνά Σακαλή, Βάνα Σλέιμαν, Ηρακλής Τζαφέτας, Παναγιώτης Τόλιας
Ημερομηνίες & χώροι παραστάσεων:
1/8 Λάρισα – Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας
3/8 Παράλια ν. Λάρισας – Κάστρο Μελιβοίας
25/8 – Ελασσόνα – Πύθιο
29/8 Θεσσαλονίκη – Συκιές
4/9 Τρίκαλα – Φρούριο
8/9 Λάρισα – Α΄ Αρχαίο Θέατρο
Συνέντευξη: Σοφία Γουργουλιάνη
Φωτογραφίες: Χριστίνα Δενδρινού
Είναι απόγευμα 18:30 ή 19:30. Έξω από το μετρό Ακρόπολη συναντάμε τη Νίκη Σερέτη. Στην Πλάκα ακούς κάτι σκόρπια γαλλικά. Μπροστά από το Ηρώδειο ένα κορίτσι με μακριά ξανθά μαλλιά και ένα αγόρι με ένα μεγάλο τατουάζ στον ώμο πιασμένα χέρι-χέρι χαζεύουν τα αρχαία.
Αφήνουμε πίσω μας το Ηρώδειο. Τα δυο παιδιά κοιτιούνται –τώρα- στα μάτια. Σε ένα πεζούλι έχει ίσκιο. Καθόμαστε δίπλα σε ένα αγόρι που παίζει μουσική.
Θα συζητήσουμε για τις Βάκχες του Χρήστου Σουγάρη και για την Αγαύη που ερμηνεύει η Νίκη Σερέτη στην παράσταση. Το αγόρι θα συνεχίσει να παίζει μουσική.
Τώρα έχει ίσκιο παντού. Σηκωνόμαστε. Ανηφορίζουμε προς Φιλοπάππου. Στο λόφο φυσάει λιγάκι. Ανακαλύπτουμε δύο διπλανά βραχάκια με θέα και αεράκι. Η Νίκη Σερέτη μας μιλάει για τον ουρανό της Αφρικής, για την αθωότητα που χάνουμε και για το θέατρο που φανερώνει αυτά που –πάντα- κρύβουμε.
Στη φωτογράφιση της παράστασης σας είδα σε μια παιδική χαρά, κρεμασμένους σε κούνιες…
Το σκηνικό μας αποτελείται από ο, τι εμπεριέχει ο εξοπλισμός μιας παιδικής χαράς. Τραμπάλα, τσουλήθρα, μύλο, κούνιες... Έτσι εμπνεύστηκε ο σκηνοθέτης μας τον σκηνικό χώρο. Αυτό το project το δουλεύει εδώ και 2 χρόνια. Αρχικά η παράσταση ήταν να παρουσιαστεί σε κλειστό χώρο, στο Σύγχρονο Θέατρο Αθηνών. Αλλά λόγω της κατάστασης άλλαξαν τα πλάνα μας. Και τελικά νομίζω ότι όλη αυτή η ιδέα θα γράψει περισσότερο στους ανοιχτούς χώρους.
Γιατί παιδική χαρά; Τι συμβολίζει για ένα σκληρό έργο όπως οι Βάκχες;
Η ανάγνωση του Χρήστου Σουγάρη είναι ποιητική. Το ίδιο το θέατρο είναι ένα παιχνίδι. Η παιδική χαρά είναι σημείο αναφοράς από τα παιδικά μας χρόνια. Είναι μια μικρή ανοιχτή κοινωνία. Είναι το μέρος όπου συναθροίζονται πολλοί και διαφορετικοί τύποι ανθρώπων. Μέσα από το παιχνίδι τα παιδιά συστήνονται, μαθαίνουν το μοίρασμα, την κοινωνικότητα, τις συμπεριφορές, τα όρια. Λειτουργεί ως σχόλιο. Στον δυτικό κόσμο, έχουμε χάσει την αθωότητα μας. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα εμείς γινόμαστε αφηγητές της ιστορίας των Βακχών. Το όραμα του σκηνοθέτη δεν είναι οι αναμενόμενες Βάκχες. Είναι ένας κωμικότραγικός εφιάλτης που όμως παραμένει απόλυτα πιστός σε αυτό που γράφει ο Ευριπίδης. Εχει όμως κάτι από κλοουνερί. Είναι πρόταση.
Η ιστορία σου;
Ο μπαμπάς μου ήταν Έλληνας Μυτιληνιός με επιχειρήσεις στο Βελγικό Κογκό. Εκεί γνώρισε την Κογκολέζα μαμά. Έχω έναν υπέροχο αδελφό, είμαστε δίδυμοι. Όταν ήμασταν 90 ημερών, ήρθαμε στην Ελλάδα. Δεν έχω πάει ποτέ στο Κογκό μιας και έχει εμφύλιο. Ίσως, κάποτε...
Το κομμάτι της Αφρικής ως πατρίδα το νιώθεις καθόλου;
Δεν το έχω καθόλου ως γνώση, μόνο ως πληροφορία. Και δεν ξέρω καν, αν χωρίς το θέατρο θα το ανακάλυπτα. Διάφοροι φωνητικοί και κινησιολογικοί αυτοσχεδιασμοί μου πιστοποιούσαν "υλικά του μίγματος" μου! Πότε μιλούσε κάποιος "φύλαρχος" και άλλοτε η κίνηση μου ήταν κάτι αλλιώτικο, δεν ξέρω πώς να στο περιγράψω. Όμως όλες μου οι αναφορές και τα βιώματα ήταν μόνο από την Ελλάδα. Να φανταστείς, όταν επέστρεψα το 2000 από την Κένυα (είχαμε πάει για τα γυρίσματα του "Μαύρου Ωκεανού" Αnt1) όλοι με ρωτούσαν πώς ένοιωσα μιας και το μισό μου κομμάτι κατάγεται από την Αφρική. "Τίποτα" τους απαντούσα. Μου φαινόταν τόσο παράξενη η ερώτηση... "Ουρανός" τους έλεγα. Ένας υπέροχος ουρανός που νόμιζες ότι θα τον αγγίξεις. Τόσο κοντά στην γή έφτανε. Αυτό ήταν το πιο έντονο συναίσθημα που ένοιωσα. Αργότερα ήρθε η ψυχοθεραπεία και μαζί η συνειδητότητα και η αποδοχή όλης μου της ιστορίας και των προγόνων μου. Με είδα ολόκληρη.
Στην Ελλάδα υπάρχουν φορές που έχεις νιώσει να μην σε αποδέχονται;
Στο παρελθόν το ένοιωθα συχνά. Όμως η μη αποδοχή ξεκινάει πρώτα απ' όλα, από εμάς τους ίδιους. Αν εγώ δεν αποδεχτώ τον εαυτό μου γιατί να με αποδεχτεί ο άλλος; Γιατί να με αγαπήσει ο άλλος; Μεγαλώνοντας, είμαι απολύτως πεπεισμένη ότι έλκουμε αυτά που φοβόμαστε ή όλα τα καλά που πιστεύουμε ότι μας αξίζουν.Ο, τι δεν μου αρέσει σε μένα, αναλαμβάνω την ευθύνη και το μετασχηματίζω.
Ο ιός βγάζει το θέατρο στο δημόσιο χώρο. Έχει αυτό προοπτική;
Είναι ένα στοίχημα καινούριο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, για παράδειγμα, στην παράσταση μας τα φώτα θα είναι φώτα πλατείας. Δεν θα είναι φώτα που αναβοσβήνουν. Νιώθω ότι με αυτή την κατάσταση γυρνάμε σε εποχές που δεν έχω ζήσει, αλλά τις αγαπώ πολύ, όπως τα μπουλούκια ή το ότι οι αρχαίες τραγωδίες παίζονταν με το φως της μέρας. Οπότε έχει πολύ ενδιαφέρον το θέμα του δημόσιου χώρου. Και, νομίζω ότι ο κόσμος τελικά το έχει πολλή ανάγκη. Εξάλλου έχουμε και έναν αβέβαιο χειμώνα. Και ήδη τα όσα ακούω για παραστάσεις είναι πολύ θετικά. Έχει αρκετό κόσμο στους ανοιχτούς χώρους. Και ο Σουγάρης είναι η πρώτη φορά που δίνει τα διαπιστευτήρια του σε ανοιχτό χώρο. Είχαμε ξανακάνει αρχαία τραγωδία, αλλά, μόνο, σε κλειστό χώρο, τον Αίαντα και τον Οιδίποδα.
Μετά την αρχική αδιαφορία της κυβέρνησης για τους καλλιτέχνες, θεωρείς ότι οι κινητοποιήσεις που γίνανε είχανε κάποιο αποτέλεσμα;
Για μας ήταν τεράστιο πλήγμα. Ήμασταν από τους πρώτους που πληγήκαμε. Γίνανε κάποιες κινητοποιήσεις, αλλά τελικά δεν ξέρω αν είχανε κάποιο αποτέλεσμα. Βέβαια, με κάθε κίνηση κάτι μπορεί να κινηθεί. Υπάρχει δράση, υπάρχει αντίδραση. Αλλά τα πράγματα είναι ακόμη πολύ πίσω, στη διεκδίκηση στις πληρωμές, στο ποιοι είμαστε, στο πόσοι είμαστε.
Πώς προσέγγισες το ρόλο της Αγαύης; Είναι δύσκολος ρόλος…
Προτιμώ να μην μιλάω και να λέω πολλά για τον ρόλο που καλούμαι να ερμηνεύσω κάθε φορά. Το θέατρο είναι δράση. Όμως μιας και αγαπάω πολύ την ποίηση θα αναφέρω ένα στίχο του Όσκαρ Γουάϊλντ. "Μα ο καθένας από μας σκοτώνει ο, τι αγαπάει". Είτε από πολλή αγάπη, είτε από αδιαφορία. Είναι μια αέναη μάχη. Κι από την άλλη κυριαρχεί συνήθως το Υπερεγώ. Οι Βάκχες είναι ένα πολύ άγριο και δύσκολο έργο. Με πολλές αναγνώσεις. Την Αγαύη και όλους τους ήρωες, ακόμα τους αφουγκράζομαι. Και σε κάθε παράσταση θα ανακαλύπτω και κάτι καινούριο. Αυτή είναι η μαγεία αυτών των κειμένων. Σε μετακινούν διαρκώς.
Στην Ελλάδα είμαστε έτοιμοι να αγκαλιάσουμε το διαφορετικό;
Είναι τόσο ωραίο και cool να είσαι διαφορετικός! Όμως είμαστε πάντα φοβισμένοι. Δεν δίνουμε τον χώρο να το κατανοήσουμε, να συνομιλήσουμε μαζί του. Λείπει το από κοινού, η έγνοια για τον άλλο. Ο άλλος είναι ο καθρέφτης μας και όχι το μίασμα. Ευτυχώς έρχεται το θέατρο για να υπενθυμίσει όλα αυτά που θέλουμε να ξεχάσουμε.
Στις Βάκχες βλέπουμε μια τραγική σύγκρουση ανάμεσα σε δυο γενιές, μάνα-γιος. Και μια μάνα που, τελικά, πενθεί γιατί σκοτώνει το γιο της. Σήμερα πως αντιμετωπίζουμε τις συγκρούσεις αυτές και το πένθος που τυχόν τις ακολουθεί;
Εδώ υπάρχει ο Πενθέας που είναι ένα μικρομέγαλο και έχει πάρει όλα τα μοτίβα και τις αναφορές από την Αγαύη και λειτουργεί σαν μικρός δικτάτορας. Αν το νέο αίμα δεν μπορεί να δεχτεί το παλαιό, τότε πόσο μάλλον το παλαιό να δεχτεί το νέο. Τον Πενθέα, τελικά, αυτή η έπαρση και ο ξερολισμός, είναι που τον οδηγούν και στο θάνατο. Είναι το πένθος που λέει και το όνομα του. Στις μέρες, νομίζω, δεν μπορούμε να δεχτούμε το πένθος. Κι αυτό ακόμα λέμε να μην το αγγίξουμε. Να πάρουμε, ας πούμε, χάπια για να μην το νιώσουμε. Είμαστε σε ένα φόβο του πένθους. Και του μαζί και της ανάληψης των ευθυνών.
Το θέατρο θα ξαναβρεί τα πατήματα του;
Πρέπει να γίνουν μεγάλες αλλαγές. Κυρίως ως προς την σκέψη και την συνειδητότητα. Ο κορονοϊός είναι μια καλή ευκαιρία να στοχαστούμε τα λάθη του παρελθόντος. Υπάρχουν χάσματα αλλά και γέφυρες. Δεν ξέρω όμως αν θα αλλάξει τελικά προς το καλύτερο. Είμαστε πολύ σαστισμένοι ακόμα και σε μεγάλη αβεβαιότητα.
Φαντάζομαι πως όταν έκανες τηλεόραση, η αναγνωρισιμότητα που κέρδισες ήταν τεράστια. Στόχος σου, όμως, ήταν από πάντα το θέατρο;
Δεν ήταν ποτέ στα σχέδια μου να γίνω ηθοποιός. Μικρότερη ούτε που θα το φανταζόμουν. Παρόλο που πρόσφατα μια φίλη των παιδικών μου χρόνων μου θύμισε ότι τα καλοκαίρια εκεί που παραθερίζαμε πιτσιρίκια, ντυνόμουν με σεντόνια και έπαιζα θέατρο. Το είχα ξεχάσει εντελώς. Μέσα από το θέατρο έμαθα καλύτερα τον εαυτό μου. Από την αρχή δούλευα ταυτόχρονα και στην τηλεόραση και στο θέατρο. Πρόλαβα τις καλές εποχές με ωραία σενάρια, που πληρωνόσουν καλά και σου έφερναν μέχρι και τον καφέ σου. Εχω γλυκές αναμνήσεις από την τηλεόραση. Όμως κάποια στιγμή ένοιωσα ότι έπρεπε να κάνω ένα διάλειμμα.
Η αναγνωρισιμότητα της τηλεόρασης θεωρείς ότι σου έκανε, τελικά, καλό η κακό;
Το νόμισμα έχει πάντα δύο όψεις. Κάτι μου έδωσε κάτι μου πήρε. Πλήττω όμως αφάνταστα με αναφορές σε τηλεοπτικούς μου ρόλους του πάλαι ποτέ, οι οποίοι σώνει και καλά πρέπει να σηματοδοτούν και το τώρα μου.
Μου αρέσει που μεγαλώνω και η αλήθεια είναι ότι δεν στέκομαι στο παρελθόν. Μόνο στο παρόν. Ο κόσμος που με αγάπησε μέσα από κάποιους ρόλους τότε, ας με μάθει κι από αυτά που κάνω τώρα. Πέρυσι την Ιοκάστη και την Τιτάνια, φέτος την Αγαύη... Ο κιτρινισμός όμως των ΜΜΕ δεν βοηθάει ώστε να εκπαιδευτούν οι άνθρωποι. Εκεί πάσχει το πράγμα και γενικότερα στην παιδεία μας. Πάντως σίγουρα δεν ξεπουλιόμαστε όλοι για τα κλικ και τον ντόρο. Ας τιμάμε τους εαυτούς μας και τους άλλους περισσότερο. Είναι πασιφανές ότι έχουμε φτάσει στο τέλος. Ας υπάρξει και μια νέα αρχή.
Ως καλλιτέχνης νιώθεις ότι τη δουλειά σου τη σέβονται;
Παλιότερα είχε μια τελετουργία. Πήγαινες στο θέατρο, έβαζες τα ρούχα σου τα ωραία, το τιμούσες. Τώρα είναι χύμα. Έχει χάσει μία αίγλη που είχε. Αλλά μπορεί αυτό το πράγμα να πρέπει να πεθάνει για να γεννηθεί κάτι καινούριο πιο φρέσκο. Κάτι που να μπορεί να μιλήσει.
Οι μαγνητοσκοπημένες παραστάσεις, τα web plays μπορούν να λειτουργήσουν ως μια τέτοια πρόταση;
Για να πω την αλήθεια σχετικά με τις παραστάσεις μέσω Ίντερνετ ,ως μια φρέσκια πρόταση, ήμουν κάθετη. Είδα μόνο παραστάσεις εξωτερικού που η κινηματογράφηση τους είναι μόνο γι’ αυτό. Είδα κάποιες συγκλονιστικές παραστάσεις από τη Ρωσία όπως «Οι τρεις αδερφές» του Τσέχωφ. Αλλοίμονο αν αρχίσει το θέατρο να είναι μόνο από κει. Το θέατρο δεν είναι δυνατό να πεθάνει.
Σχέδια για του χρόνου έχεις;
Περιμένουμε όλοι να δούμε πως θα λειτουργήσουν τα θέατρα. Κάποιοι έχουν ήδη ξεκινήσει πρόβες για να είναι, σε κάθε περίπτωση, έτοιμοι από Οκτώβριο. Εγώ ακόμη φοβάμαι αν θα μπει ο κόσμος στα θέατρα.
Κλείστε εδώ τις θέσεις σας και δείτε το αναλυτικό πρόγραμμα.
Βάκχες
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Μετάφραση: Θεόδωρος Στεφανόπουλος
Σκηνοθεσία: Χρήστος Σουγάρης
Μουσική: Στέφανος Κορκολής
Σκηνικά - Κουστούμια: Αριστοτέλης Καρανάνος - Αλεξάνδρα Σιάφκου
Κίνηση: Στέφανι Τσάκωνα
Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Νικόλας Ιωακειμίδης
ΔΙΑΝΟΜΗ
Διόνυσος: Γιώργος Κοψιδάς
Τειρεσίας: Νίκος Καρδώνης
Κάδμος: Δημήτρης Ήμελλος
Πενθέας: Στάθης Κόικας
Θεράπων: Κρις Ραντάνοφ
Α΄ Άγγελος: Χριστόδουλος Στυλιανού
Β΄ Άγγελος: Μανώλης Μαυροματάκης
Αγαύη: Νίκη Σερέτη
Βάκχες: Μυρτώ Αλικάκη, Μαρίζα Τσάρη, Γωγώ Καρτσάνα, Ηλέκτρα Σαρρή, Ξένια Ντάνια, Δέσποινα Μαρία Μαρτσέκη
Γυναίκα: Ρούλα Πατεράκη
Άνδρας: Κώστας Λάσκος
Τυμπανιστής: Άρης Καλλέργης
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2020
ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ
Βάκχες του Ευριπίδη
Σκηνοθεσία Χρήστος Σουγάρης
Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου ΗΡΩΔΕΙΟ
Στο πιάνο επί σκηνής ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΟΡΚΟΛΗΣ
31/8 & 1/9 Σχολείο της Αθήνας - Ειρήνη Παππά
12/9 Βεάκειο
Για τα καλοκαίρια που πίστεψες πως όσα γεννιούνται πεθαίνουν. Και για εκείνα που το ξέρες ότι θα σαι για πάντα.
Για τα ζεστά μεσημέρια που τα πέρασες με ίσκιο και φιλιά κάτω από αρμυρίκια. Και για τον ήλιο που (σου) έκαψε τις πατούσες.
Για κάτι παιχνίδια μέσα στη θάλασσα. Για μπράτσα που φουσκώνανε. Για μάτια που ζωντανεύανε. Για κύματα μπλε που ποτέ δεν τα έκανες πράσινα. Γιατί το πράσινο –εσύ- το αγαπούσες.
Για τον Λέοναρντ Κοένπου ποτέ δεν χόρεψες. Και για την Μαριάν που αποχαιρέτησες -κι εσύ.
Για τα φθινόπωρα που ποτέ δεν (σου) ήρθανε. Και για τη δροσιά που δεν λέει να σε δροσίσει.
Το καλοκαίρι με τη Μόνικα
ΣΟ Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, εν έτει 1953, πριν –ακόμα- αλλάξει τον ρου της κινηματογραφικής ιστορίας, αφηγήθηκε την ιστορία ενός καλοκαιρινού έρωτα που βάλθηκε να τα βάλει με τα φθινόπωρα και τους χειμώνες που –πεισματικά- έρχονται. Η εφηβική ορμή και το αυτονόητο της απόρριψης των πάσης φύσεως χθες ως συστατικό στοιχείο του έρωτα, οδηγούν το κορίτσι και το αγόρι σε μια θερινή απόρριψη των πάσης φύσεως κατεστημένων που, όμως, θα μετατραπεί σε αιώνια επιστροφή στην καθημερινότητα ως οριστική καταδίκη του πάθους.
Ένας –ακόμα- εφηβικός έρωτας που πίστεψε στο για πάντα. Κι ένα για πάντα που αποφάσισε να εκτελέσει στυγνά την αυτονόητη απάντηση του. Κι ένας Μπέργκμαν που βάλθηκε να αποδομήσει τα καλοκαιρινά μας πάθη και να μας ρίξει με δύναμη τη σφαλιάρα του οριστικού τέλους τους.
Η πράσινη αχτίδα
Είναι Ιούλιος και τριγυρνάς μόνη στο Παρίσι. Ο Ερίκ Ρομέρ σε πετυχαίνει στα Ηλύσια Πεδία ή στη Μονμάρτη. Εσύ πλήττεις και ο ήλιος βαράει κατακούτελα. Ο Σηκουάνας είναι όμορφος. Ο Ρομέρ σε έχει πάρει στο κατόπι. Δεν τον βλέπεις. Ούτε και θα τον δεις. Θα σε κάνει ταινία. Είσαι η Ντελφίν και δεν είσαι καλά. Γιατί είναι Ιούλιος και τριγυρνάς μόνη στο Παρίσι.
OΕρίκ Ρομέρ, επιστρέφει, το 1986, με μία ακόμα ταινία αφιερωμένη σε μία από τις τέσσερις εποχές. Και επιλέγοντας, εδώ, το καλοκαίρι, μας αφηγείται την ιστορία της Ντελφίν. Μια ιστορία θερινής ραστώνης και αναζήτησης του έρωτα ως αντίδοτο στην καλοκαιρινή πλήξη.
Αν οι (θερινές) ελπίδες πεθαίνουν πάντα τελευταίες κι αν οι καλοκαιρινοί έρωτες είναι για να γίνονται, ο Ερίκ Ρομέρ και τα παρισινά στενά είναι εδώ για να μας πείσουν πως τα παράλληλα σύμπαντα κάπου συναντιούνται. Και πως οι άδειες πόλεις και οι θερινές μοναξιές υπάρχουν μόνο για να τις μοιράζεσαι.
Το μυστικό του βράχου των κρεμασμένων
Ένας από τους σκηνοθέτες-άρχοντες της εξισορρόπησης του αποκαλούμενου εμπορικού σινεμά με την –όσο το δυνατό- αντικειμενική ποιότητα, ο Peter Weir, το 1975, μας παρέδωσε μία από τις πλέον ατμοσφαιρικές και αινιγματικές του ταινίες. Ξεκινώντας εδώ, από την εξαφάνιση ενός γκρουπ έφηβων μαθητριών σε σχολική εξόρμηση για πικνίκ στη φύση, ο Weir καταλήγει εδώ σε έναν στοχασμό για τη φύση της εφηβικής ψυχής και των ερωτικών (μας) ξυπνημάτων.
Ένα καλοκαιρινό εφηβικό πικνίκ, όμορφα κορίτσια και σεξουαλικότητα που (πρωτο) φουντώνει. Κι όσα δεν πρόδωσαν τα εφηβικά ξυπνήματα, τα κατάπιε –εδώ- η φύση. Τα κορίτσια εξαφανίζονται και ο Peter Weir μας κοιτάζει στα ενήλικα (μας) μάτια και μας μιλάει για το σκληρό πρόσωπο όλων εκείνων των πόθων που –μόνο- κυοφορήσαμε.
Η περιφρόνηση
Το 1963, ο Γκοντάρ αφηγήθηκε στην 7η τέχνη την ιστορία του τραγικού έρωτα της Καμίλ και του Πολ με φόντο την ιταλική ακροθαλασσιά. Ο Πολ (Μισέλ Πικολί) και η Καμίλ (Μπριζίτ Μπαρντό) βρίσκονται στο Κάπρι για τα γυρίσματα ταινίας της οποίας το σενάριο υπογράφει ο Πολ. Και ό,τι ξεκινάει σαν απόλυτο «κούμπωμα» σωμάτων κι επιθυμιών, αποδομείται με διαδικασίες συνοπτικές, όταν ο Πολ θα μπλέξει την τέχνη με τον έρωτα. Και η Καμίλ, το αντικείμενο των παροντικών πόθων, Πολ, με ένα κάποιο ερωτικό μέλλον στα χέρια του παραγωγού της ταινίας.
Ο άντρας, η γυναίκα, ο επίδοξος εραστής, το Κάπρι, η μισοτελειωμένη ταινία και ο Γκοντάρ ως ο απόλυτα ομαλός κινηματογραφικός μπανιστιρτζής. Μισέλ Πικολί και Μπριζίτ Μπαρντό στο ρόλο του ερωτευμένου ζεύγους, προσπαθούν να βγάλουν καθαρό το μέλλον του έρωτα τους σε ένα απόλυτα θερινό σκηνικό. Μια ταινία για το άπειρο της καλοκαιρινής ομορφιάς και το πεπερασμένο του τραγικού έρωτα.
Να με φωνάζεις με το όνομα σου
Ο Λούκα Γκουαντανίνο, τρία χρόνια πριν, με άξιους συμμάχους το σενάριο του Τζέιμς Άιβορι και τους Τιμοτέ Σαλαμέ και Άρμι Χάμερ, μας χάρισε έναν από τους πλέον όμορφους κινηματογραφικούς θερινούς έρωτες. Χρησιμοποιώντας ως ιδανικό σκηνικό ένα περιβάλλον αστικό και μια εκπάγλου καλλονής βίλα, ο σκηνοθέτης, εδώ, μιλά ανοιχτά για τον έρωτα ως θερινή παράδοση άνευ όρων στην αλήθεια (μας).
Έφηβος ερωτεύεται ενήλικο μαθητή του πατέρα του στην απόλυτη ομορφιά της ιταλικής επαρχίας. Ο Λούκα Γκουαντανίνο, εδώ, παρέδωσε στην κινηματογραφική ιστορία ένα ταξίδι σε ένα μπαρόκ ερωτικό σκηνικό. Και έπλασε, τελικά, μια ταινία για όλα τα εκείνα τα θερινά πάθη που ενδώσαμε και τελικά –αναπόδραστα- προδώσαμε.
Στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η γιορτή του πατέρα είναι κινητή και γιορτάζεται πάντα τη τρίτη Κυριακή του Ιουνίου. Φέτος γιορτάζεται την Κυριακή 20 Ιουνίου.
Η Σοφία Γουργουλιάνη είδε πολλές ταινίες με θέμα τη σχέση πατέρα- παιδιών και επέλεξε αυτές που την συγκίνησαν περισσότερο.
Είναι εκείνες οι καλοκαιρινές βόλτες που ήσουν ακόμα πέντε χρονών. Και που σε είχε ο μπαμπάς καθισμένη πάνω στους ώμους. Που άρπαξες μια τυρόπιτα από ένα κύριο. Ο κύριος στη χάρισε. Μια μπουκιά εσύ, μια μπουκιά ο μπαμπάς. Κι είναι που γεμίσατε λαδίλα. Που του γέμισες το πουκάμισο λεκέδες, που τα μουστάκια του γεμίσανε τρίμματα. Που ακόμα δαγκώνετε τα παιδάκια παρέα. Που δε μένει κρέας πάνω στο κόκκαλο. Που δεν ανεβαίνεις πάνω στους ώμους του. Που όλο λέει θα κόψει το μουστάκι. Που δεν νιώθετε νέοι. Που λέτε, «κάποτε ναι». Το ξανασκέφτεστε και λέτε, «όμως και τώρα ναι».
Somewhere
Τα ποτά και τα ξενύχτια κλείσανε, στην ταινία, της Σοφία Κόπολα το «καλύτερο» σπίτι ενός διάσημου ηθοποιού (Στίβεν Ντορφ), ο οποίος έχει έκτοτε αποσυρθεί σε ένα κάστρο- άντρο της υποτιθέμενης ακολασίας. Τα λιμνάζοντα νερά των πάσης φύσεων καταχρήσεων ως απόλυτη κανονικότητα, θα ταράξει η επίσκεψη της προ-έφηβης κόρης του (Ελ Φάνινγκ). Μπαμπάς και κόρη χαμένοι, εδώ, σε μεταφράσεις χαμένων στιγμών και λησμονημένων παρελθόντων και μια Κόπολα που μοιάζει, τελικά, να ξορκίζει προσωπικούς δαίμονες και να σπάει δύσκολα ξόρκια.
Σχετικά με τον Σμιντ
Ο Τζακ Νίκολσον στο ρόλο του 65άρη μπαμπά σε απέλπιδα προσπάθεια ανάκτησης του εδάφους που έχασε –μάλλον εκουσίως- στη σχέση με την κόρη του. Εν έτει 2002, ο Λύκος Τζακ κι αν είχε ήδη γεράσει δίνει ένα –ακόμα- ερμηνευτικό ρεσιτάλ του δύσθυμου πλην –ίσως- τρυφερού πατέρα. Ένα ιδιόρρυθμο road movie με επίκεντρο το αιώνιο συγκρουσιακό δίπολο μπαμπά κόρης, ήρθε από τον Αλεξάντερ Πέιν. Και αποφεύγοντας κάθε πιθανό κλισέ παραδίδει μια ταινία που μιλάει ανοιχτά για ραγισμένα γυαλιά και για τα απίθανα ξανακολλήματα τους.
Prisoners
Η κόρη του Χιου Τζάκμαν μπαμπά εξαφανίζεται και ο Χιου Τζάκμαν μπαμπάς παίρνει το νόμο στα χέρια του. Δια χειρός Ντενί Βιλνέβ ,το 2013, εμφανίστηκε στη σκοτεινή οθόνη μία από τις καλύτερες αστυνομικές ταινίες του 21ου αιώνα. Με πρόφαση, την εξαφάνιση μιας έφηβης, ο Βιλνέβ μιλάει για τη βαρβαρότητα, τις διεξόδους και τα αδιέξοδα της.
Jauja
Στο ιδιοσυγκρασιακό σουρεαλιστικό σύμπαν του Jauja, ο Βίγκο Μόρτενσεν αναζητάει την κόρη του σε μια άγνωστη έρημο κάπου σε κάποιες παρυφές του πολιτισμού. Από τον Λισάντρο Αλόνσο, εδώ, έχουμε να κάνουμε με ένα ιδιότυπο γουέστερν οπτικά ερεθιστικό-πλην βραδυφλεγές- για έναν μπαμπά σε απόγνωση και έναν πολιτισμό σε οριστική σήψη.
The savages
Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν και Λόρα Λίνει σε ένα δίδυμο αδερφών αντιμέτωπων με την απώλεια μνήμης του μπαμπά. Ενός μπαμπά που ίσως και να μην του άξιζε αγάπη, αλλά που –τελικά- στα γεράματα σίγουρα του αξίζει ζωή. Η Ταμάρα Τζένκινς πλάθει, εδώ, μια κωμικοτραγική ιστορία για την αυτονόητη ανθρώπινη σήψη, για το αδυσώπητο του χρόνου και για τον μπαμπά που –να χτυπιέσαι κάτω- θα παραμείνει μπαμπάς.
Ο Θάνατος του Ιερού Ελαφιού
Λίγο από θρίλερ, ψήγματα νέο νουάρ και κυρίως ο φόβος του αγνώστου πιάστηκαν στην κινηματογραφική φάκα του Γιώργου Λάνθιμου. Το 2017, λοιπόν, ο μπαμπάς Κόλιν Φάρελ καλείται να θυσιάσει ένα από τα παιδιά του, στο βωμό της σωτηρίας της υπόλοιπης οικογένειας του. Εκσυγχρονίζοντας εδώ το μοτίβο της αρχαίας τραγωδίας, ο Λάνθιμος ποντάρει σε μια οικογενειακή ιστορία που μιλάει –τελικά- για έναν ατέλειωτο κύκλο αναπόδραστης βαρβαρότητας.
I am Sam
Ένας καθηλωτικός Σον Πεν στο ρόλο του μπαμπά με διανοητική καθυστέρηση που παλεύει να κρατήσει την επιμέλεια της κόρης του. Μια ταινία που αγαπήθηκε από το κοινό και ένας από τους ,πλέον, κινηματογραφικά προσφιλείς μπαμπάδες. Κι αν οικογενειακό δράμα και κλισέ συνορεύουν –κινηματογραφικά- απόλυτα, κι αν η σκηνοθέτης (Τζέσι Νέλσον) ποντάρει στο δάκρυ κορόμηλο, η ιστορία του Σαμ παραμένει σπαρακτική.
Πατέρας και Γιος
Ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες της εποχής μας, ο Χιροκάζου Κορέ-έντα, αψηφά ,εδώ, την κινηματογραφικά βαρυτική έλξη του κλισέ και την αβάσταχτη γοητεία του βραζιλιάνικου μελοδράματος και μας χαρίζει ένα από τα καλύτερα οικογενειακά δράματα του 21ου αιώνα. Από σφάλμα, τα παιδιά ενός ζεύγους διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, θα ανταλλαχθούν στο μαιευτήριο. Όταν το λάθος θα αποδειχθεί, ο εργασιομανής πλην πλούσιος μπαμπάς καλείται να καλύψει του κενό του φτωχού πλην παρόντα τέως μπαμπά. Ο Κορέ-έντα, εδώ, ανάβει τη φωτιά των οικογενειακών δεσμών και μοιάζει να πιστεύει ότι τελικά η προαιώνια φωτιά της οικογένειας δεν σβήνει ποτέ.
Άγριες Φράουλες
Το βάρος της ύπαρξης, το τελεσίδικο του θανάτου και το αναπόφευκτο γήρας aka η σφραγίδα της προβληματικής του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Εδώ, ένας ηλικιωμένος καθηγητής σπεύδει να συναντήσει την κόρη του, σε ένα από τα αρχετυπικά υπαρξιακά road movies με πρωταγωνιστή έναν μπαμπά σε αναζήτηση οικογενειακής και προσωπικής ταυτότητας.
Ψεύτης Ήλιος
Στην, ίσως, καλύτερη κινηματογραφικά στιγμή του, ο Νικίτα Μιχάλκοφ, μπλέκει στα κινηματογραφικά του δίχτυα τη σχέση μπαμπά κόρης και τη Σταλινική Ρωσία. Και μετατρέποντας το συλλογικό σε ατομικό μας αφηγείται μια ιστορία πολιτικής αυταπάρνησης και αιώνιας οικογενειακής αγάπης.
Bonjour Tristesse
Κι αν η γοητεία του Χολιγουντιανού μελοδράματος παραμένει άσβεστη, ο Ότο Πρέμινγκερ ποντάρει, εδώ, στην ιστορία ενός μπαμπά πλέιμποι (Ντέιβιντ Νίβεν) σε αιώνια θερινή ραστώνη πολυτελείας σε κάποια γαλλική βίλα ,μετά της νεαρής κόρης του (Ζαν Σεμπεργκ). Η κανονικότητα της αφθονίας ποτού και γυναικών, θα διαταρχθεί από την άφιξη μιας παλιάς φίλης πλην γοητευτικής γυναίκας (Ντέμπορα Κερ). Γιος και κόρη θα κληθούν, τότε, να χωρίσουν τα τσανάκια της αυτοκόλλητης τους ύπαρξης με συνέπειες αμοιβαία καταστροφικές.
The shining
Σε ένα από τα καλύτερα θρίλερ όλων των εποχών, ο Τζακ Νίκολσον πρωταγωνιστεί στο ρόλο του μανιακού δολοφόνου μπαμπά με το τσεκούρι. Όταν, λοιπόν, μπαμπάς, μαμά και γιος θα αναλάβουν τη φύλαξη ενός ξενοδοχείου κλειστού για το χειμώνα, η προβλεπόμενη χειμέρια νάρκη θα ξυπνήσει δολοφονικά ένστικτα και αγνή παράνοια που θα οδηγήσει σε τραγικό αιματοκύλισμα.
Κλέφτης Ποδηλάτων
Στην κλασική ταινία του Βιτόριο ντε Σίκα, μπαμπάς και γιος αναζητούν ένα κλεμμένο ποδήλατο. Με αφορμή μια κλοπή, ο ντε Σίκα δημιουργεί μια ταινία αγωνιώδους αναζήτησης που μιλάει απροκάλυπτα για τη μάστιγα του μοιραίου κοινωνικού αποκλεισμού και για την απόλυτη πίστη στην ισχύ των οικογενειακών δεσμών.
Γροθιές στους Τοίχους
Ο 19χρονος Έρικ βρίσκεται στη φυλακή όπου συναντά τον –επίσης κρατούμενο- πατέρα του. Όταν, ο Έρικ δεν θα διστάσει να προκαλέσει τριγμούς στην όποια κανονικότητα της φυλακής με τις βίαιες του αντιδράσεις, ο πατέρας του θα αναλάβει το ρόλο του αυτονόητου σωτήρα. Ο Ντέιβιντ Μακένζι μας μιλάει ,εδώ, για την οικογενειακή αγάπη ως αναπόδραστη σωτηρία- ακόμα κι εκεί που δεν το περιμένεις.
Φως στο σκοτάδι
Στην ταινία που είδαμε φέτος το χειμώνα στις σκοτεινές αίθουσες, ο Κέισι Άφλεκ μας χάρισε ένα post apocalyptic οικογενειακό δράμα. Μετά τον αποδεκατισμό του ανθρώπινου γένους από κάποια πανδημία, πατέρας και κόρη καλούνται να αντιμετωπίσουν τη σφοδρότητα της μεταξύ τους σχέσης και τη βαρβαρότητα του ανθρώπινου γένους. Εδώ, τα οικογενειακά δεσμά είναι απόλυτη επιλογή και μοναδική διέξοδος από την αναπόφευκτη ωμότητα.
Affliction
Ο Πολ Σράντερ, σε μια ακόμα, ιδιοσυγκρασιακή ταινία παραδίδει, εδώ, την ιστορία μπαμπά (Τζέιμς Κόμπουρν) γιου (Νικ Νόλτε) σε ένα καταχρηστικό γαιτανάκι εκατέρωθεν βίας. Μια ιστορία για την οικογένεια ως αναπόδραστό φόρτωμα στην πλάτη και για τα οικογενειακά δεσμά ως προαιώνιο βάρος.
Αν τα νάτσος ,το καλοκαίρι, χρειάζονται έξτρα δόση από λιωμένο τσένταρ, αν η μπύρα πρέπει να βγαίνει παγωμένη από το ψυγείο και η ζακέτα να σέρνεται εκνευρισμένη από τους ώμους στην τσάντα και πάλι πίσω, τότε τα θερινά σινεμά απαντούν χαμογελαστά και περήφανα «I do» στην πρόταση να συνοδεύσουν –και πάλι- τα καλοκαιρινά μας βράδια. Από την 1η Ιουνίου ,λοιπόν, ανοίγουν τις πόρτες τους και ξανά προς τη δόξα (μας) τραβούν για ένα –ακόμα- καλοκαίρι που μπορεί να μυρίζει θάλασσα και παγωμένα φιλιά.
Τιμώμενος Επισκέπτης
Ο Ατομ Εγκογιάν των περασμένων μεγαλείων επιστρέφει για να προσπαθήσει –άλλη μία φορά- να μας πείσει ότι δεν χρειάζεται να κλαίμε όταν τα θυμόμαστε. Ο κάποτε, λοιπόν, κοσμοαγάπητος σκηνοθέτης των απανταχού φεστιβάλ θέλει να μας αποδείξει ότι τα σπουδαία κινηματογραφικά χαρτιά δεν καίγονται ποτέ. Αυτή τη φορά, διαθέτει σαν όπλα στη σκηνοθετική του φαρέτρα την ιστορία μιας εσφαλμένης καταδίκης για βιασμό και τον σπουδαίο Βρετανό ηθοποιό David Thewlis.
Ημερομηνία πρώτης προβολής: 18 Ιουνίου 2020
Παιχνίδια Ζευγαριών
O Olivier Assayas επανέρχεται με μια κωμωδία αλά γαλλικά που μυρίζει θερινό σινεμά. Με ένα all star γαλλικό κάστ ,με προεξάρχοντες τους Juliette Binoche και Guillaume Canet, σε ερωτικά μπερδέματα με φόντο μια κρίση μέσης ηλικίας, ο Assayas μοιάζει να μας χαρίζει, εδώ, την ιδανική και άξια κωμωδία που θα συνοδεύσει μπύρες, νάτσος και δυνατά γέλια.
Ημερομηνία πρώτης προβολής: 4 Ιουνίου 2020
La Daronne
Μία από τις κορυφαίες ηθοποιούς της γενιάς της, η Isabelle Hupert, στο ρόλο μιας μεταφράστριας της αστυνομίας η οποία θα μπλεχτεί στα πλοκάμια της διακίνησης ναρκωτικών. Ο Jean-Paul Salome απομακρύνεται από το μοτίβο της γαλλικής ρομαντζάδας για να κρατήσει την κωμική χροιά που ουδείς εμίσησε και να μας χαρίσει μια κωμωδία με καλούς και κακούς σε ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι θύτη και θύματος.
Vivarium
Για τους απανταχού λάτρεις των θρίλερ, ο θερινός κινηματογραφικός μπαχτσές διαθέτει Lorcan Finnegan ,πίσω από την κάμερα, και Jesse Eisenberg και Imogen Poots στους ρόλους ενός ζευγαριού που αναζητά το τέλειο σπίτι για να στεγάσει τον έρωτα του. Ό,τι, όμως, λάμπει ,επ’ ουδενί, δεν είναι χρυσός. Και οι δύο πρωταγωνιστές θα βρεθούν μπλεγμένοι σε έναν λαβύρινθο τρόμου και παράνοιας.
Ημερομηνία πρώτης προβολής: Αύγουστος 2020
Η Ελπίδα του Κόσμου
Κι αν αναρωτιέστε αν η ελπίδα πεθαίνει –τελικά- πάντα τελευταία, ο Γάλλος Robert Guediguain έρχεται με θερινή φόρα και ένα οικογενειακό δράμα να απαντήσει με σινεφιλικό και απόλυτα γαλλικό τρόπο σε όσα (μας) βασανίζουν. Κι επειδή, οι οικογενειακές ιστορίες δεν παύουν ποτέ να συγκινούν, η Μασσαλία, εδώ δείχνει το σκληρό της πρόσωπο ως φόντο για την ιστορία δύο νεαρών γονιών-θύματα προσωπικών και οικονομικών κρίσεων.
Ημερομηνία πρώτης προβολής: Σεπτέμβριος 2020
Zombi Child
Γιατί η θερινή παράδοση θέλει τα θερινά σινεμά να μοιάζουν με γαλλική αποικία, ένας ακόμα Γάλλος-αγαπημένος των διεθνών φεστιβάλ, ο Bertrand Bonello, μας συστήνει μία ταινία φαντασίας με χωροχρονικά ταξίδια, επιστροφές από τον κόσμο των νεκρών και ιστορίες εργασιακής εκμετάλλευσης. Ένα πρότζεκτ που φιλοδοξεί να σπάσει κινηματογραφικούς κανόνες, έρχεται με τους καλύτερους οιωνούς από το περασμένο φεστιβάλ των Καννών.
Ημερομηνία πρώτης προβολής: Ιούλιος 2020
Ο απόλυτος κινηματογραφικός πρωταγωνιστής του καλοκαιριού έρχεται διά χειρός Christopher Nolan στις 16 Ιουλίου. Με πρωταγωνιστές τους Robert Pattinson, Aaaron Taylor-Johnson, Kenneth Branagh, John David Washington και Clemence Poesy o Nolan επιστρέφει στις αγαπημένες του εμμονές. Και αφηγείται μια ιστορία διεθνούς κατασκοπείας, χωροχρονικών ταξιδιών και εξέλιξης.
Ημερομηνία πρώτης προβολής: 16 Ιουλίου 2020
Mulan
Η Disney μας σερβίρει μια live action εκδοχή της παραδοασιακής Mulan. Μία νεαρή Κινέζα σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σώσει τον πατέρα της, μεταμφιέζεται σε άντρα πολεμιστή. Κι αν ανήκετε στη γενιά που έπαιζε με κούκλες Mulan ή σ’ εκείνη που έπαιρνε δώρο σε ανήψια και παιδία τις εν λόγω κούκλες, τότε, τα θερινά σινεμά σας αναμένουν με αγκάλες ανοιχτές.
Ημερομηνία πρώτης προβολής: 30 Ιουλίου 2020
Και για τους πιστούς φαν των υπερηρώων, στα θερινά σινεμά θα εισβάλει το σίκουελ της Wonder Woman. Και μ’ ένα all star cast (Pedro Pascal, Gal Gadot, Robin Wright, Chris Pine) υπόσχεται δράση μέχρι τελικής πτώσεως.
Ημερομηνία πρώτης προβολής: 20 Αυγούστου 2020
The night of the hunter (1955): Ο θρησκόληπτος σχιζοφρενής δολοφόνος σουλατσάρει ελεύθερος κρατώντας στο τσεπάκι την κινηματογραφική ουσία της θρησκοληψίας.Συγχωρεμένος που ποτέ δεν μας άδειασε εκούσια τις τσέπες του.
Ψεύτης Ήλιος (1994):Ο Νικίτα Μιχάλκοφ και η μικρο-ιστορία που ξέρει να καθρεφτίζει ένα ολόκληρο κάποτε. Και ένα ρώσικο κάποτε που ξεπροβάλλει δειλά, αλλά αποφασιστικά, για να μετατραπεί σε αιώνιο σήμερα.
The searchers (1956): Αν είχε ο ρατσισμός κώλο, θα έχεζε τον κόσμο όλο. Η ο λευκός Αμερικάνος όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει.
Playtime (1967): Ένα Παρίσι, που δεν είναι Παρίσι. Ένας έρωτας χωρίς σύνορα, που δεν είναι έρωτας. Κι ένας κύριος Ιλό που θέλει να ζήσει εδώ, αλλά θα ‘θελε να ‘ναι και αλλού.
Midosommar (2019): Ξεδιψάστε ελεύθερα. Το θρίλερ-αισθητικό επίτευγμα είναι εδώ.
Tristana (1970): Μπουνιουέλ, γυναικεία ψυχή και έρωτας. Χωρίς φανφάρες και μελοδραματισμούς, ο έρωτας την κάνει για εύκρατα κλίματα και τη θέση του κερδίζει στα σημεία η –επιτέλους- παντοδύναμη γυναίκα.
Αμερικάνικη νύχτα (1973): Αν το σινεμά ήτανε βιολί, θα το παίζανε πολλοί. Ή όταν –ακόμα- δεν έχεις ξεπεράσει τον Τριφώ και τις κινηματογραφικές (του) κάμερες.
Nashville (1975): Ένας (φόνος) για όλους, και όλοι (οι φόνοι) για έναν. Ή η αλλαγή που περιμένεις δεν θα ρθει από τ’ αστέρια και δε θα ‘ναι τα δυο της χέρια γεμάτα χρώματα.
Written on the wind (1956): Χολιγουντιανό μελόδραμα για τις δύσκολες νύχτες της καραντίνας. Homemade πίτσα προαιρετική.
Strangers we meet (1960): Μια φορά ξένοι, για πάντα ξένοι. Κι όλοι οι έρωτες μοιάζουν καταδικασμένοι χωρίς τα πλοκάμια της Ντένης Μαρκορά.
Αν η ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος κρίνεται επιτακτική, η ανάγκη παρουσίας του στις κινηματογραφικές οθόνες κρίνεται –οριακά- περιττή. Αναγνωρίζοντας πλήρως το ρόλο του κινηματογράφου –και- ως κοινωνικού αναμορφωτή, δυστυχώς, τα περιβαλλοντικά ζητήματα μας προσφέρουν συνήθως ταινίες στα όρια της αφέλειας και του διδακτισμού.
Εδώ, λοιπόν, ακόμα και ένας Todd Haynes δεν κατάφερε να φέρει την άνοιξη σε ένα ολόκληρο κινηματογραφικό είδος. Και παρά την «προϋπηρεσία» του σε αντίστοιχες ταινίες με το αριστουργηματικό «Safe», τα «Σκοτεινά Νερά», μοιάζουν να μπάζουν χολιγουντιανά κλισέ και αναίτιους μελοδραματισμούς προσπαθώντας υπέρ του κινηματογραφικά δέοντος να μας ανακοινώσουν πως «πρέπει να προστατεύουμε το περιβάλλον».
Έχοντας, μεν, να κάνουμε με μια τραγική ιστορία συνειδητής μόλυνσης, ο Todd Haynes δεν επιστρατεύει όλα εκείνα τα κινηματογραφικά μέσα τα οποία θα προκαλέσουν πραγματικό σοκ και θα ευαισθητοποιήσουν ουσιαστικά ξεπερνώντας το σκόπελο του διδακτισμού. Η σκηνοθεσία αναδεικνύεται, λοιπόν, σε κύριο πρωταγωνιστή με την κάμερα του Haynes, να τέρπει σινεφιλικά μάτια. Ενώ, ο Marc Ruffalo παραδίδει μια στιβαρή ερμηνεία στο ρόλο του δικηγόρου που εν είδει εμμονής επιστρατεύει κάθε δυνατό μέσο για την αποκάλυψη της αλήθειας. Με τις υπόλοιπες ερμηνείες να κινούνται σε επίπεδα σχεδόν αφάνειας και με το σενάριο να προσπαθεί απεγνωσμένα να συγκινήσει και να κουνήσει το δασκαλίστικο δάχτυλο του, η ταινία μοιάζει τελικά να χάνει πόντους από την κινηματογραφική της αλήθεια.
Συμπερασματικά, τα «Σκοτεινά Νερά» είναι μια ταινία ενός σπουδαίου σκηνοθέτη που μοιάζει, εδώ, να πνίγεται στα ρηχά νερά της χολιγουντιανής συμβατικότητας.
2/5
Από τη Σοφία Γουργουλιάνη
Το έργο του Furio Bordon, «Αγαπημένε Elvis, Αγαπημένη Janis», έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο Θέατρο Μπιπ, κάθε Σάββατο και Κυριακή έως τις 29 Μαρτίου, για να μας μιλήσει για το σκληρό πρόσωπο της ενηλικίωσης μέσα από τα γράμματα της 15χρονης και της 27χρονης Μαρίνας στον Elvis Presley και στη Janis Joplin.
Και η κουβέντα μας με τους τρεις ηθοποιούς (Θοδωρή Γκόγκο, Σεμέλη Παπαοικονόμου, Μαρβίνα Πιτυχούτη) ξεκίνησε από την ενηλικίωση των ροκ σταρ στα ‘60s για φτάσει στην ενηλικίωση της Ελλάδας το 2020.
Σεμέλη, πες μας λίγα λόγια το έργο.
Σεμέλη: Αρχικά, με το Θοδωρή είμαστε ομάδα εδώ και 10 χρόνια στα Γιάννενα και ,σε αυτή τη φάση, θέλαμε να ανεβάσουμε μια παράσταση στην Αθήνα. Και επιλέξαμε αυτό το έργο το οποίο γράφτηκε το ’96 και δεν έχει παιχτεί ποτέ ούτε στην Ιταλία. Το έργο αυτό, λοιπόν, έχει δύο μέρη. Στο πρώτο η Μαρίνα είναι 15 χρονών και στο δεύτερο 27. Από το ξεκίνημα του έχει, ήδη, αυτοκτονήσει και εμφανίζεται στη σκηνή ως «φαντασματάκι» μέσα από τις διηγήσεις των γονιών της οι οποίοι έχουν αποφασίσει μετά το θάνατο της να διαβάσουν το ημερολόγιο της. Στο πρώτο μέρος γράφει γράμματα στον Έλβις Πρίσλει και στο δεύτερο μέρος στη Τζάνις Τζόπλιν. Είναι και οι δύο πρόσωπα που έχουμε στο μυαλό μας ως ροκ σταρ, ως δηλαδή αντιπροσώπους μιας «καλής» ζωής. Στην ουσία, όμως, αν σκεφτεί κανείς ότι και οι δύο αυτοκτονήσανε, μάλλον περνάνε το ίδιο άσχημα όπως και όλοι εμείς. Μέσα, επομένως, από το έργο απομυθοποιείται το ροκ εν ρολ είδωλο της εποχής και αντικαθίσταται από ένα σύνολο κοινών καταπιέσεων. Είναι ένα θέμα που δε σταματάει να απασχολεί. Αναφέρεται στα ‘60s αλλά στέκεται και σήμερα.
Τι είναι –τελικά- η ενηλικίωση; Είναι μια διαδικασία σκληρή ή τόσο αυτονόητη που μοιάζει βαρετή;
Μαρβίνα: Η ενηλικίωση, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι ούτε αυτονόητη, ούτε βαρετή. Είναι μια φυσική διαδικασία περάσματος από μια φάση σε άλλη. Μπορεί να είναι πολύ ενδιαφέρουσα και πολύ ουσιαστική περίοδος. Όμως κάποιοι τη συγχέουν με την επιβολή, την επικράτηση, την οίηση, τη σοβαροφάνεια, την εξουσιομανία, την παντόφλα ή τον καναπέ. Αυτός περίπου είναι ο κόσμος των ενηλίκων που περιγράφει η Μαρίνα στο έργο και στον οποίο αρνείται πεισματικά να μπει.
Θοδωρής: Η ενηλικίωση που η ηρωίδα του Bordon βιώνει είναι σκληρή και βασανιστική. Για τον καθένα μας, η ενηλικίωση είναι μια διαδικασία επίπονη. Παίρνονται αποφάσεις και διαμορφώνονται απόψεις που μας ακολουθούν σε όλη μας την ζωή. Η Μαρίνα δεν θέλει να μεγαλώσει. Αναρωτιέται αν όλα αυτά που της συμβαίνουν ανήκουν άραγε σε αυτή τη διαδικασία; Η ίδια αναζητά τρόπους να το σταματήσει και να μείνει έξω από τον ‘προσβλητικό’ κόσμο των ενηλίκων όπως η ίδια χαρακτηριστικά αναφέρει.
Όλοι ενηλικιωνόμαστε; Αν αρνηθούμε;
Μαρβίνα: Είναι αλήθεια πως πολλοί δυσκολεύονται ή αρνούνται να ενηλικιωθούν. Όμως με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ναι, όλοι ενηλικιωνόμαστε βιολογικά –όσοι επιβιώνουμε ως τότε, για να είμαι πιο ακριβής. Αν όμως πρόκειται να μπούμε στις λογικές ή τις πρακτικές που περιέγραψα παραπάνω, τότε καλύτερα να μην «ενηλικιωθούμε» ποτέ!
Θοδωρής: Όλοι ενηλικιωνόμαστε αλλά κάπου μέσα μας υπάρχει ένα παιδί που θέλει να έχει λόγο και παρουσία στη ζωή μας. Για τους ανθρώπους που ασχολούνται με τις τέχνες , και ειδικότερα το θέατρο, αυτό το κρυμμένο παιδί έχει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Μπορεί κανείς να βιώσει την ατομικότητα του σε ένα κόσμο που κυριαρχεί η εικόνα και τα αυστηρά πρότυπα; Αν όχι, που μπορεί να οδηγήσει η συνθήκη αυτή της μίμησης προτύπων;
Μαρβίνα: Βεβαίως και μπορεί. Αρκεί η δύναμη του χαρακτήρα του να είναι τέτοια ώστε σταθερά να πορεύεται προς την αυτοπραγμάτωσή του, ανεξάρτητα από τις συνθήκες που επικρατούν γύρω του. Ένα ισχυρό δίκτυο ανθρώπων που σε αγαπούν και σε στηρίζουν και αντίστοιχα εσύ εκείνους, είναι η καλύτερη βάση, πιστεύω. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας έχω εδώ και χρόνια μία και μόνη άποψη: τα πρότυπα δεν είναι κατ’ ανάγκη αρνητικά. Καμιά φορά είναι φάροι που φωτίζουν το δρόμο μας.
Θοδωρής: Η μίμηση των προτύπων (μουσική, αθλητισμός, πολιτική κτλ) είναι κάτι που συμβαίνει συχνά στη ζωή μας. Η ατομικότητα του καθενός συνθλίβεται ανάμεσα σε πρότυπα όπως η ομορφιά, η τήρηση ηθικών κανόνων κτλ και έτσι συχνά προσαρμοζόμαστε σε συνθήκες που τις περισσότερες φορές δεν μας ικανοποιούν.
Βλέπετε ομοιότητες ανάμεσα στη δεκαετία του 1960 και στο σήμερα; Η ομοιότητα έγκειται στα ισχυρά «καλλιτεχνικά» πρότυπα ή και σε κάποια διάθεση επανάστασης;
Μαρβίνα: Δεν έζησα τη δεκαετία του ΄60, αλλά από όσα γνωρίζω, θεωρώ πως μόνο στο προσωπικό και ανθρώπινο επίπεδο εντοπίζονται ομοιότητες. Αυτό που διαφοροποιεί την εποχή εκείνη από τη δική μας είναι, νομίζω, ο θάνατος των ισχυρών «πιστεύω», των ιδεολογιών και του ρομαντισμού. Σε πολιτικό, κοινωνικό αλλά και καλλιτεχνικό επίπεδο δεν βρίσκω ιδιαίτερες ομοιότητες. Επίσης ισχυρά καλλιτεχνικά πρότυπα δεν νομίζω πως υπάρχουν στην εποχή μας. Είναι τέτοια η ταχύτητα εναλλαγής των μηνυμάτων που θεωρώ πως αυτοί οι ρυθμοί είναι ταχύτεροι από τους ρυθμούς με τους οποίους το κοινό μεταβολίζει το κάθε καλλιτέχνημα.
Θοδωρής: Η εποχή της δεκαετίας του ’60 είχε ως χαρακτηριστικό της την αμφισβήτηση, την επαναστατικότητα, την αναζήτηση και την ουτοπία. Σήμερα, τα καλλιτεχνικά πρότυπα είναι περισσότερο κατασκευάσματα ενός συστήματος που δημιουργεί ρέπλικες και αναπαράγει ξανά και ξανά τα ίδια δεδομένα σε όψη και περιεχόμενο. Βέβαια, υπάρχουν πάντοτε οι εξαιρέσεις που βρίσκονται όμως σε δεύτερη γραμμή.
Στην Ελλάδα του σήμερα υπάρχει κάποιο αίτημα αλλαγής της κατάστασης, κάποιας επανάστασης;
Μαρβίνα: Με την έννοια μιας γενικευμένης επανάστασης, δυστυχώς, δεν νομίζω. Και φταίει έχω την εντύπωση το γεγονός του πόσο ξεπουλήθηκαν κάποιοι παλιοί «επαναστάτες». Εκτιμώ ότι ο καθένας μας σήμερα μπορεί να πετύχει σπουδαίες αλλαγές σε μικροκλίμακα. Κι αυτό είναι πολύ σπουδαίο. Πιστεύω στη σύμπραξη υγιών ατομικοτήτων που μπορούν από κοινού να επιτύχουν όμορφα αποτελέσματα. Με αυτόν τον τρόπο συνεργασίας γεννήθηκε αυτή η παράσταση κι ευχαριστώ πολύ τον Θοδωρή, την Σεμέλη και όλους τους συνεργάτες μας γι’ αυτό.
Θοδωρής: Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται σε κατάσταση ύπνωσης. Η αναζήτηση των νέων ιδεών, του οράματος…σήμερα αφορά πολύ λίγους και αυτοί που ευαγγελίζονται την προοδευτικότητα το κάνουν με τόσο παλιά υλικά που γίνονται αντιπαθητικοί και αποκρουστικοί ιδίως για τους νέους ανθρώπους.
Η Ελλάδα ενηλικιώθηκε ποτέ; Ή μιμούμενη κι αυτή ξένα πρότυπα είναι καθηλωμένη σε μια παιδικότητα που δεν της ανήκει;
Μαρβίνα: Η Ελλάδα, πιστεύω, γεννήθηκε ενήλικη σαν τη θεά Αθηνά από το κεφάλι του πατέρα της. Εκτός αν η ερώτησή σας αφορά τους Έλληνες. Θα με συγχωρέσετε αλλά δεν ταυτίζω την Ελλάδα με όλους τους κατοίκους της. Επίσης δουλεύω εδώ και χρόνια με παιδιά και αρνούμαι να συγχέω την έννοια της παιδικότητας με τη γελοιότητα «ενήλικων» ανθρώπων που εδώ και χρόνια καταληστεύουν αυτή τη χώρα, την υποχρεώνουν να δανείζεται κι έτσι να μην μπορεί ποτέ να είναι ανεξάρτητη. Μια δέσμια ενήλικη γυναίκα τη φαντάζομαι την Ελλάδα που εξαντλείται σε πισωγυρίσματα αλλά βιώνει και περιόδους ανάτασης. Νιώθω τυχερή και ευγνώμων που ανατράφηκα και μορφώθηκα σε αυτήν τη χώρα. Νιώθω ελεύθερη.
Θοδωρής: Μια εποχή νομίζαμε ότι πραγματικά η Ελλάδα κατάφερε και ενηλικιώθηκε. Ότι απέκτησε δομές, δημοκρατία, αξίες, ανθρωπισμό….Κάναμε λάθος! Όλα οδήγησαν στην εμπορευματοποίηση, την απαξία και την οπισθοδρόμηση. Η Ελλάδα είναι σαν ένα παιδί που το αφήσαμε αμόρφωτο , ανεκπαίδευτο και χωρίς αξίες για τη ζωή.
Η πρωταγωνίστρια του έργου ψάχνει στήριγμα σε δύο αστέρες της μουσικής, την Τζάνις Τζόπλιν και τον Έλβις Πρίσλεϊ;
Μαρβίνα: Σίγουρα ψάχνει την ελπίδα σε αυτούς. Καμιά φορά η δύναμη της τέχνης είναι τέτοια που σε κάνει να βλέπεις τον αγαπημένο σου καλλιτέχνη σαν έναν πολύ κοντινό σου άνθρωπο, να «συνδιαλέγεσαι» μαζί του, να βιώνεις μέσα από αυτόν στιγμές που εσύ θα ήθελες αλλά δεν θα μπορούσες ποτέ να ζήσεις. Αποδομείται όμως η διασημότητα στο έργο του Furio Bordon. Αλλιώς ονειρεύεται η Μαρίνα τον Έλβις κι αλλιώς ήταν στην πραγματικότητα εκείνος. Ένα μεγάλο ερώτημα που με απασχόλησε επί μακρόν ήταν τελικά αν με ενδιαφέρει η προσωπική ηθική του καλλιτέχνη. Σήμερα έχω καταλήξει πως ναι, με ενδιαφέρει απολύτως.
Θοδωρής: Στο πρώτο μέρος η Μαρίνα αποφασίζει να γράψει γράμματα στον Elvis. Στο δεύτερο μέρος η Μαρίνα, ενήλικη πια…αποφασίζει να κάνει ξανά το ίδιο…αυτή τη φορά όμως χρησιμοποιώντας ως παραλήπτη την Janis!
Ζητάει έναν επώνυμο «εξομολόγο» για να δώσει στη ζωή της την «αξία» που θεωρεί πως δεν έχει ή εξιδανικεύει τα είδωλα της θεωρώντας πως μόνα αυτά μπορούν –τελικά- να την καταλάβουν;
Μαρβίνα: Αν προσέξετε ο λόγος της Μαρίνας υποδεικνύει έναν βαθύ και ουσιαστικά καλλιεργημένο άνθρωπο. Ούτε η επωνυμία ούτε η διασημότητα νομίζω πως την απασχολούν, δεν πλησιάζει ποτέ από κοντά αυτούς τους ανθρώπους, δεν την ενδιαφέρει να πάρει «αξία», όπως λέτε, η ζωή της από εκείνους. Αλλά ναι, εκτιμώ πως πιστεύει ότι θα μπορούσαν να την καταλάβουν γιατί θεωρεί κι εκείνη τον εαυτό της αντισυμβατικό όπως νομίζει πως είναι οι αγαπημένοι της καλλιτέχνες.
Θοδωρής: Η Μαρίνα διοχετεύει το απόθεμα της αγάπης και της τρυφερότητας που έχει μέσα της στα γράμματα που στέλνει στα ινδάλματα της, τον Elvis και την Janis. Είναι οι φίλοι που δεν έχει στην πραγματική ζωή. Είναι το δικό της προσωπικό καταφύγιο.
Αρνείται κάθε βοήθεια από την οικογένεια;
Μαρβίνα: Επί της ουσίας ναι. Θεωρεί πως αν και την αγαπούν οι γονείς της δεν θα την καταλάβουν, θα την κρίνουν, και εν τέλει θα την ισοπεδώσουν όπως όλοι οι άλλοι. Προτιμά να πεθάνει χωρίς καν να προσπαθήσει να ζητήσει τη βοήθειά τους. «Ενηλικιώνεται», κόβοντας με τον πιο άγριο τρόπο τον ομφάλιο λώρο.
Θοδωρής: Δεν αρνείται την βοήθεια από την οικογένεια της, αλλά έχει την πεποίθηση ότι η οικογένεια της δεν την καταλαβαίνει. Η ίδια λέει πως αν μπορούσε να πει στους γονείς της την αλήθεια για όλα όσα της συμβαίνουν, τότε εκείνοι θα την καταλάβαιναν και θα την άφηναν να ζήσει όπως εκείνη θέλει….βέβαια η Μαρίνα δεν φτάνει ποτέ στο σημείο να μιλήσει για όλα όσα την απασχολούν στην πορεία της ζωής της.
Γιατί αυτό το έργο τώρα;
Μαρβίνα: Γιατί γύρω μας υπάρχει ακόμα εκφοβισμός, κοροϊδία, απομόνωση, αλκοολισμός, ψυχικές ασθένειες, ναρκωτικά, απόρριψη, απουσία… Αν θέλετε ένα επιμύθιο συνοψίζοντας είναι: «Μίλα μου για ό,τι σε απασχολεί, δως μου μια ευκαιρία να σε βοηθήσω. Σ’ αγαπώ. Εσύ μη γίνεις μια ακόμη Μαρίνα».
Θοδωρής: Είναι ένα έργο τρυφερό. Πάντα επίκαιρο. Ο Furio Bordon εισχωρεί εις βάθος στα ανθρώπινα συναισθήματα. Αγκαλιάζει με τρυφερότητα τους ήρωες του που μας αποκαλύπτουν σκέψεις που όλοι έχουμε κάνει κάποια στιγμή στη δική μας ζωή. Σκέψεις που μας βασανίζουν. Σκέψεις που πολλές φορές φοβόμαστε να εξωτερικεύσουμε ή να εξομολογηθούμε. Σε αυτόν τον κόσμο που η εικόνα κυριαρχεί , οι αρετές κάθε ανθρώπου φαίνεται να έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Η σκληρή καθημερινότητα που κατακλύζεται από είδωλα και κατασκευασμένα πρότυπα μας αναγκάζει να ψάχνουμε διαρκώς και απεγνωσμένα τη θέση και την υπόσταση μας. Η αγάπη, η τρυφερότητα, η κατανόηση, η αποδοχή, η συντροφικότητα…δεν είναι πια προτεραιότητα μας….Μια μεγάλη μαύρη τρύπα δημιουργείται που μας καταπίνει διαρκώς!
Με αυτές τις σκέψεις, με αγάπη και κατανόηση για τους χαρακτήρες του έργου, προσπαθήσαμε να φωτίσουμε όλες τις πτυχές τους. Να τους καταλάβουμε. Να ταιριάξουμε τις δικές μας σκέψεις με τις δικές τους. Να τους βοηθήσουμε να αποκαλυφθούν και να μας βοηθήσουν κι εκείνοι με τη σειρά τους να γίνουμε έστω και λίγο…καλύτεροι!
«Αγαπημένε Elvis, Αγαπημένη Janis» στο Θέατρο Μπιπ (Αγίου Μελετίου 25 και Κυκλάδων, Κυψέλη) μέχρι τις 29 Μαρτίου, κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 21:00
Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς
Με υποψηφιότητες και βραβεύσεις σε σημαντικά διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ (Φεστιβάλ Βερολίνου, Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), ο Οικονομίδης μοιάζει, τελικά, να έκανε το μεγάλο του εισπρακτικό μπαμ στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου με την παράσταση «Στέλλα Κοιμήσου». Κι αν πριν την παράσταση, το γνωστό αθυρόστομο στυλ του χρησίμευε ως ατάκα σε παρέες κουλ εφήβων ή ως φλέρτ μεταξύ χίπστερ φοιτητών, η παρουσία στο Εθνικό μοιάζει να δημιούργησε ολόκληρη μόδα που τείνει πλέον να εισβάλει στο νεοελληνικό έργο και στις θεατρικές σκηνές.
Έχοντας εισπράξει απανωτά sold out με το διαρκές καλοστημένο και στιβαρό «βρισίδι» του θεατρικού ντεμπούτου του, ο Οικονομίδης γυρνάει στη μεγάλη οθόνη, με τους φαν του να τον περιμένουν πλέον εν είδει κινηματογραφικού καλτ θεού. Με το γνωστό, λοιπόν, στυλ του να έχει πλέον μετατραπεί σε θρησκεία με φανατικούς πιστούς τους απανταχού χίπστερ, ο ίδιος παραδίδει μια ταινία που δεν πέφτει επ’ ουδενί θύμα του μύθου που ο ίδιος έχτισε γύρω από τον εαυτό του. Αλλά, εκμεταλλευόμενος ατάκες και στιγμές που οι οπαδοί του θα βρωντοφωνάζουν σε παρέες ,αναμένοντας τις μετοχές τους στο χρηματιστήριο του coolness να ανέβουν κατακόρυφα, στήνει ένα γαϊτανάκι λουκούμι για τα μάτια και τους ουρανίσκους των απανταχού σινεφίλ.
Μοιάζοντας, λοιπόν, να μην πέφτει θύμα καμίας μόδας πέρα από την προσωπική του αισθητική, ο Οικονομίδης έλκεται αθεράπευτα –και εδώ- από ήρωες του υποκόσμου εκκινώντας από την ιστορία του παράνομου έρωτα της Όλγας (Βίκυς Παπαδοπούλου), συζύγου του Σκυλογιάννη (Γιάννη Τσορτέκη), τοπικού επιχειρηματία της Λαμίας, με τον Μάνο πρώην λαϊκό τροβαδούρο και νυν ιδιοκτήτη μπουζουκερί. Και με τη Λαμία ως άλλο φαρ ουέστ μιλάει για ένα λαβύρινθο από καρδιές τρύπες από βέλη ερώτων, προδοσιών και νέων ζωών. Κι αν νομίζετε πως ο Οικονομίδης σας περιμένει στον κινηματογράφο της γειτονιάς με μια δακρύβρεχτη ιστορία, αυτή τη φορά αποφασίζει να απεκδυθεί το δράμα και να σας χαρίσει μια αμιγώς διασκεδαστική μαύρη κωμωδία.
Χαρίζοντας, λοιπόν, στον ελληνικό κινηματογράφο μια ταινία που είναι ικανή να τον μετατρέψει σε μέσο εισβολής σε παρέες εφήβων σε σχολική χοροεσπερίδα, σε παρέες τριανταπεντάρηδων σε χαλαρή μπίρα μετά το γραφείο, αλλά και σε σαββατόβραδα πενηντάρηδων μπροστά από κοψίδια και κρασί, ο Οικονομίδης εξαργυρώνει τη φήμη που κέρδισε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.