Η Τόνια Τσαμούρη είναι από την Θεσσαλονίκη και είναι μητέρα μιας 8χρονης κόρης.
Είναι Θεατρολόγος, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας και Κριτικός Θεάτρου. Αποφοίτησε από το Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές (Drama & Theatre Studies) στο Royal Holloway University του Λονδίνου. Στη διατριβή της ασχολήθηκε με τον Harold Pinter, ενώ η μεταδιδακτορική της έρευνα αφορά στον Edward Albee και το σύγχρονο αμερικάνικο θέατρο (Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας, ΑΠΘ). Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών, της HELAAS, του Harold Pinter Society και του Επιστημονικού Συλλόγου Θεατρολόγων. Διδάσκει θέατρο και θεωρία του Θεάτρου στην Δραματική Σχολή Αθηνών-«Γ. Θεοδοσιάδης» και στο Deree-American College of Greece.
Από την Τόνια Τσαμούρη
3, 2, 1…. Παράσταση!
Κοντεύει χρόνος σχεδόν από την τελευταία φορά που παρακολούθησα παράσταση σε θέατρο. Η, αναγκαστική, αυτή «αποχή» μου από το ζωντανό θέατρο με οδήγησε όλο το προηγούμενο διάστημα σε ημίμετρα (τα οποία στο μέλλον κάθε άλλο παρά ημίμτερα πιστεύω ότι θα θεωρούνται), όπως το live-streaming θέατρο ή οι on-demand παραστάσεις. Ωστόσο, η αδημονία και η ανυπομονησία με την οποία αναμένω την επανεκκίνηση της θεατρικής ζωής και δραστηριότητας δεν περιγράφονται! Η ανάμνηση της μνήμης λειτούργησε μέσα μου μεμιάς και ονειρεύτηκα τον γκιώνη της Επιδαύρου προτού ξεκινήσει η παράσταση, φίλους και συνεργάτες πριν και μετά τις παραστάσεις, αλλά και την απόλαυση της παρακολούθησης μιας παράστασης.
Η ανακοίνωση του προγράμματος του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου με έκαναν να αισθάνομαι σαν μικρό παιδί μπροστά σε βιτρίνα ζαχαροπλαστείου! Ειλικρινά θέλω να τις δω όλες! Θα ξεδιαλέξω όμως την καλύτερη 10άδα, την οποία και σκοπεύω να μοιραστώ με τους αναγνώστες του texnes-plus.
Καλή θέαση και κυρίως καλή απόλαυση σε ζωντανά και γεμάτα θέατρα που περιμένουν να υποδεχτούν και πάλι θεατές, μικρούς και μεγάλους!
Ανέκαθεν θεωρούσα τον Τσέχωφ παρεξηγημένο συγγραφέα. Τα έργα του με γοητεύουν με τη φλεγματική τους ειρωνία και απελπισία. Η πρόταση του Πρόδρομου Τσινικόρη για μια νέα ανάγνωση (με το Somewhere beyond the cherry trees) μου κεντρίζει πολύ το ενδιαφέρον. Στην Πειραιώς 260.
Ακόμα έχω την ανάμνηση της τελευταίας παράστασης του Σίμου Κακάλα που πειραματίστηκε με ένα από τα πιο άγνωστα κείμενα του Μπ. Μπρεχτ, τον χειμώνα του 2018. Οι γεμάτες άποψη και σπιρτάδα σκηνοθεσίες του με ιντριγκάρουν. Έτσι, η πρότασή του για τον Αίαντα του Σοφοκλή, στον κήπο της Πειραιώς 260 είναι από αυτές που δεν θέλω να χάσω.
Ο Ανέστης Αζάς αλλά και ο Παντελής Φλατσούσης είναι δύο εκπρόσωποι της νέας γενιάς. Οι προτάσεις τους είναι συχνά ανατρεπτικές, είτε διαφωνεί κάποιος είτε συμφωνεί. Έτσι, σκοπεύω να παρακολουθήσω τόσο το Εθνικό ντεφιλέ του Φλατσούση, όσο και την Δημοκρατία του Μπακλαβά του Αζά. Και οι δύο παραστάσεις ανήκουν στον «Κύκλο του 1821» και ανεβαίνουν στην Πειραιώς 260.
Η πρόταση του Κωνσταντίνου Χατζή που βασίζεται στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, με την Σοφία Χιλλ στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας και με μουσική δωματίου για ένα όργανο από τον Γιώργο Κουμεντάκη
Παλιός γνώριμος του Φεστιβάλ Αθηνών, αλλά και του αθηναϊκού κοινού, ο Thomas Ostermeier, ο οποίος σκηνοθετεί για την Schaubühne το History of Violence. Ωστόσο, φέτος ο γνωστός σκηνοθέτης θα έχει διττή παρουσία, καθώς θα παρουσιάσει, σε διεθνή συμπαραγωγή της Schaubühne με το Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, ένα έργο της Maja Zade, βασισμένο στο μύθο του Οιδίποδα Τυράννου.
Απολύτως ελκυστική η Μεγάλη Επίδαυρος φέτος. Και οι δύο παραγωγές του Εθνικού Θεάτρου, βρίσκονται στη λίστα μου για διαφορετικούς λόγους. Η πρώτη Αριστοφανική πρόταση του Κωνσταντίνου Ρήγου (ο οποίος ανεβάζει τους Ιππείς του Αριστοφάνη) μου κινούν εξαιρετικά το ενδιαφέρον, ενώ ο Γιάννης Μόσχος επιστρέφει στο Φεστιβάλ με μια από τις λιγότερο παιγμένες τραγωδίες του Ευριπίδη, τις Φοίνισσες
Η εμφάνιση δύο παλιών γνώριμων της Επιδαύρου: η Νικαίτη Κοντούρη με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ιωαννίνων σκηνοθετεί Βάκχες του Ευριπίδη, ενώ ο Μιχαήλ Μαρμαρινός επιστρέφει στο αρχαίο δράμα σκηνοθετώντας τους Ιχνευτές του Σοφοκλή
Η τελευταία παράσταση του Άρη Μπινιάρη που παρακολούθησα ήταν μια αρχαία τραγωδία σε κλειστό χώρο. Φέτος, ανυπομονώ να παρακολουθήσω τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου σε συμπαραγωγή του Θεάτρου Πορεία και του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κρήτης.
Οι Βάτραχοι του Αριστοφάνη που σκηνοθετεί η Αργυρώ Χιώτη είναι μια νέα πρόταση, την οποία αναμένω.
Τέλος, όλος ο κύκλος που εγκαινιάζεται στην Μικρή Επίδαυρο θεωρώ ότι έχει απίστευτο ενδιαφέρον, για δύο λόγους: πρώτον, επειδή προωθεί την νεοελληνική δραματουργία και δεύτερον, επειδή απαρτίζεται από αξιόλογες προτάσεις και συντελεστές. Συγκεκριμένα, αδημονώ να δω Το σπίτι με τα φίδια του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη, την Κρεουργία του Γιάννη Μαυριτσάκη που σκηνοθετεί ο Γιώργος Σκεύας, το Η Φαίδρα καίγεται της Αμάντας Μιχαλοπούλου σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού και το Γάλα, αίμα της Αλεξάνδρας Κ* που σκηνοθετεί ο Γιάννος Περλέγκας.
+1 Καθώς δεν ανυπομονώ μόνον εγώ για το θέατρο, αλλά και η κόρη μου, κράτησα για το τέλος την Ιστορία του γάτου που έμαθε σε ένα γλάρο να πετάει του Λουίς Σεπουλβέδα (που χάθηκε πρόσφατα) σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου
Η προπώληση έχει ξεκινήσει μπορείτε να κλείσετε εδώ τις θέσεις σας.
Διαβάστε επίσης:
Από την Τόνια Τσαμούρη
Όταν οι Fleetwood Mac συνάντησαν τον Ρούπερτ Μπρουκ
Όταν ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού, αυθόρμητα μου ήρθε στο μυαλό ένα θεατρικό έργο που είχα διαβάσει το καλοκαίρι του 2019. Επρόκειτο για το Αυτοί που περπατούν στα σύννεφα του Γιάννη Σκαραγκά. Δεν ήταν μόνον ένα εξαιρετικά καλογραμμένο έργο, αλλά και τρομερά ενδιαφέρον, καθώς φώτιζε ένα κομμάτι της ιστορίας που, προσωπικά, αγνοούσα έως τότε. Ο κεντρικός του ήρωας είναι ένας Άγγλος φιλέλληνας που πολέμησε στη χώρα μας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατέληξε, στη Σκύρο, από σηψαιμία, μετά από το τσίμπημα ενός κουνουπιού. Ο ήρωας, ο Ρούπερτ Μπρουκ, ήταν τότε μόνον 27 ετών.
Ομολογώ ότι το καλοκαίρι του 2019 μου είχε φανεί, τουλάχιστον, αδιανόητο ότι νέοι άνθρωποι έχαναν τη ζωή τους από οποιαδήποτε αρρώστια, πόσω μάλλον από το τσίμπημα ενός κουνουπιού! Όποιος λέει λοιπόν ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, το συγκεκριμένο έργο του Γ. Σκαραγκά αποτελεί περίτρανη απόδειξη για το αντίθετο. Η ιστορία όχι μόνον επαναλαμβάνεται, αλλά και διδάσκει. Έτσι, βρισκόμαστε στο 2021, όπου άνθρωποι κάθε ηλικίας σβήνουν, λόγω ενός ιού…
Τα έργα του Σκαραγκά ακροβατούν μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, αναδεικνύοντας σημαντικές ανθρώπινες στιγμές αληθινών προσώπων συνυπάρχοντας με μυθοπλαστικούς ήρωες. Η Νατάσα Παπαμιχαήλ αποφάσισε να σκηνοθετήσει το συγκεκριμένο έργο. Η παράσταση προοριζόταν αρχικά να ανέβει στη σκηνή του θεάτρου Olvio, αλλά εν τέλει έκανε πρεμιέρα ιντερνετικά. Πρόκειται για μια παράσταση, η οποία…μυρίζει σανίδι: δημιουργεί συναισθήματα και ατμόσφαιρες παίζοντας με την απλότητα ενός λιτού σκηνικού. Άλλωστε τα έργα του Γ. Σκαραγκά προσφέρουν τη δυνατότητα στο κείμενο να αναπνεύσει και να υπάρξει στην σκηνική του πραγμάτωση, χωρίς περιττά αντικείμενα και εντυπωσιακές στιγμές. Αυτό το σεβάστηκε και η σκηνοθέτις, η οποία επέτρεψε στο λόγο να ακουστεί υπογραμμίζοντάς τον με πρωτότυπη και πολύ λυρική, σε σημεία, μουσική επί σκηνής (Θεόδωρος Λεμπέσης) με ένα τσέλο να δίνει τον τόνο ζωντανά πάνω στη σκηνή. Ενδιαφέρουσα επίσης η χορογραφημένη κίνηση των ηθοποιών (Νατάσα Παπαμιχαήλ, Νέλλη Σούρλα), καθώς και το εμπνευσμένο σκηνικό εύρημα του φορέματος, το οποίο μεταμορφώνεται σκηνικά, προκειμένου να αποτελέσει τελικά το κουκούλι από το οποίο αναδύεται το πνεύμα του πρόωρα χαμένου νέου (σκηνικά-κοστούμια: Βαγγέλης Ζιλέλης). Ωστόσο, ατυχής υπήρξε η κειμενική ενσωμάτωση, στην αρχή και το τέλος του έργου. Το σωστά ζυγισμένο κείμενο του Γ. Σκαραγκά, που θυμίζει μουσικό σολφέζ, αρχίζει με τον μετακειμενικό Νεκροθάφτη, κλείνοντας το μάτι στον σαιξπηρικό Άμλετ, ενώ τελειώνει με τη σπαραχτική αφήγηση της Μάνας του Μπρουκ. Έτσι, ο συγγραφέας τονίζει το δισυπόστατο του ήρωά του, Ρούπερτ Μπρουκ: στη λογοτεχνία θα ζει για πάντα σαν ένας άλλος Άμλετ, μέσα και από τα δικά του σονέτα, ενώ για την Μητέρα του θα είναι πάντα ένα μικρό παιδί, σπλάχνο από τα σπλάχνα της. Οποιαδήποτε προσθήκη θεωρώ ότι αδικεί, τόσο ένα ωραίο κείμενο, όσο και μια καλή παράσταση.
Ειδικής μνείας χρήζουν οι ηθοποιοί, οι οποίοι, μολονότι βρέθηκαν μόνοι τους, χωρίς κοινό να αλληλεπιδρούν, έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους: η Έλενα Αρβανίτη, η Χριστίνα Δενδρινού, η Καλλιόπη Καραμάνη, ο Δημήτρης Μαύρος, ο Ηλίας Μπαγεώργος, η Γιούλη Μπανούση και ο Χριστόδουλος Στυλιανού κατάφεραν να δημιουργήσουν, έστω και μέσω μιας άψυχης κάμερας, ατμόσφαιρες και συναισθήματα στο κοινό τους, το οποίο αδημονεί να τους απολαύσει και τους χειροκροτήσει και στο θέατρο.
Ο συγγραφέας παρέδωσε ένα κείμενο, το οποίο έχει ιστορικό ενδιαφέρον, σημαντικές παραλληλίες με το σήμερα και έντονο συναίσθημα. Όπως τραγούδησαν και οι Fleetwood Mac, με το υπέροχο κομμάτι τους, Dust, βασισμένο σε ένα από τα σονέτα που έγραψε ο, πρόωρα και άδικα χαμένος, Ρούπερτ Μπρουκ:
When we are dust
When the white flame in us is gone
And we that lost the world's delight
Stiffen in darkness
Left alone
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΠΕΡΠΑΤΟΥΝ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
του Γ. Σκαραγκά
H νέα παραγωγή του θεάτρου OLVIO με ένα εξαίρετο καστ συντελεστών, διαθέσιμη on demand κλείστε τη θέση σας μέσω viva.
Διαθέσιμο από 16/4 - 16/5
Κείμενο: Γιάννης Σκαραγκάς
Ο Δ.Κ. Βυζάντιος έγραψε τη Βαβυλωνία το 1836. Το έργο αποτελεί μια γνήσια κωμωδία, η οποία βασίζεται στην ασυνεννοησία και τους θεατρικούς τύπους: οκτώ Έλληνες, από διαφορετικά μέρη της Ελλάδας, συναντώνται σε ένα πανδοχείο στο Ναύπλιο, την πρώτη πρωτεύουσα της χώρας. Οι γλωσσικές διαφορές τους αποδεικνύονται αξεπέραστες, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια γλωσσική Βαβυλωνία. Ο ίδιος ο θεατρικός συγγραφέας είχε γράψει για το έργο του, ότι «είναι μεν αστείον, αλλά και λυπηρόν εξ΄εναντίας να βλέπη τις εις μίαν συναναστροφήν διαφόρων Ελλήνων, οίον Χίον, Κρητών, Αλβανών, Βυζαντίων, Ανατολιτών, Επτανησίων και λοιπών […] να μη δύνανται να εννοώσιν ο είς τον άλλον χωρίς της ανάγκης μεταφράσεως». Εμφανώς, ο συγγραφέας αναφερόταν όχι μόνον στην γλωσσική ακατανοησία μεταξύ των Ελλήνων.
Εθνικό Θέατρο, 1932
Από την Τόνια Τσαμούρη
Μια φορά και έναν καιρό στον κόσμο του κυρίου Μαριβώ
Ο Πιερ ντε Μαριβώ είναι, μαζί με τον Μολιέρο, από τους σημαντικότερους Γάλλους θεατρικούς συγγραφείς της Αναγέννησης. Η τόσο ιδιαίτερη γλώσσα την οποία χρησιμοποιεί (γνωστή και ως «μαριβοντάζ») περικλείει το παιχνίδι με το οποίο ο συγγραφέας δημιουργεί και αναδεικνύει το θέατρο μέσα στο θέατρο. Επηρεασμένος έντονα από την Κομέντια ντελ’ άρτε, δημιουργεί επί σκηνής κόσμους στους οποίους γύρω από το ερωτικό παιχνίδι στήνεται ένα ολόκληρο ερωτικό γαϊτανάκι. Το παιχνίδι επίσης της μεταμφίεσης, αλλά και της εξαπάτησης είναι πρωτεύον στα έργα του.
Έντονα θεατρικά έργα, με γρήγορο ρυθμό, πολύ χιούμορ και συμπαθείς, γενικά, χαρακτήρες είναι τα κύρια συστατικά ενός έργου του Μαριβώ. Σε αυτά επένδυσε και η παράσταση που αυτό τον καιρό παρουσιάζεται on demand στο διαδίκτυο σε σκηνοθεσία Γιάννη Νταλιάνη. Πρόκειται για ένα νέο ανέβασμα της Κληρονομιάς, ενός από τα λιγότερο παιγμένα έργα του Μαριβώ στη χώρα μας. Μολονότι πρόκειται για μια παράσταση που θα επιθυμούσα να παρακολουθήσω περισσότερο στο φυσικό της χώρο, το θέατρο, ωστόσο κατάφερα να την δω, έστω και διαδικτυακά.
Πριν την έναρξη της παράστασης, ο σκηνοθέτης, αντί θεατρολογικού σημειώματος, παρείχε χρήσιμες και σημαντικές πληροφορίες στον θεατή, μεταξύ των οποίων και η οικονομική κρίση που ταλάνισε την Γαλλία την εποχή του Μαριβώ και από την οποία επλήγη σοβαρά οικονομικά και ο ίδιος ο συγγραφέας. Αναλογίες και αντιστοιχίες με τη σημερινή εποχή, όπως υπογράμμισε και ο ίδιος ο Γ. Νταλιάνης, είναι σχεδόν αναπόφευκτες.
Ωστόσο, προσωπικά, από την παράσταση επέλεξα να κρατήσω την ατμόσφαιρα, τις καταστάσεις και την έντονα ερωτική διάθεση που πλανάται στον αέρα. Όχι επειδή είμαι αδιάφορη ως προς τα τεκταινόμενα στο εδώ και το τώρα. Αλλά ως επιλογή. Η παράσταση της ομάδας Zero Gravity, ορθώς επέλεξε να υπογραμμίσει παραλληλίες με το σήμερα: τόνισε την ηθική ασυδοσία, την οικονομική πλεονεξία, έως και απόσταση που υπαγορεύει η υγειονομική κρίση. Παρόλα αυτά, το τέλος είναι ευτυχισμένο: κερδίζει ο αληθινός έρωτας και η απροσποίητη αγάπη. Μοιάζει με ευχή του Μαριβώ, ο οποίος έζησε σε μία φαύλη κοινωνία. Αυτή τη σχεδόν ευχή που εμπεριέχει τόση αισιοδοξία για το μέλλον προτίμησα να κρατήσω και εγώ από την παράσταση.
Πρόκειται για μια παράσταση που μπορεί να προκαλέσει ψυχική ανάταση και πνευματική διαφυγή, ιδιαίτερα εν καιρώ εγκλεισμού. Ελπίζω να καταφέρει να ξαναβρεί το δρόμο της για το θεατρικό σανίδι, όπου και ανήκει.
Διαβάστε επίσης:
Το Σάββατο, 6 Φεβρουαρίου 2021, το Εθνικό Θέατρο πρόκειται να προβάλλει σε πρώτη παράσταση μέσω live streaming τον Μολιέρο – Εταιρεία Υποκριτών του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού.
Αναπόφευκτα, στον νου μού ήρθε μια άλλη παράσταση του ίδιου έργου, σκηνοθετημένη επίσης από τον Σ. Λιβαθινό, επίσης στο Εθνικό Θέατρο. Πρόκειται για την παράσταση που είχε ετοιμάσει για την, νεοσυσταθείσα ακόμα τότε, Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, κατά τη θεατρική περίοδο 2004-2005. Σε μια άκρως ενδιαφέρουσα παράσταση, την οποία σκηνοθέτησε ο ίδιος, ο οποίος ηγούνταν της Πειραματικής Σκηνής, ενώ στο τιμόνι της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Εθνικού Θεάτρου βρισκόταν τότε ο Νίκος Κούρκουλος.
Ο θίασος αποτελούνταν από νέους, αλλά και πρωτοεμφανιζόμενους τότε ηθοποιούς. Ανάμεσά τους, οι Βασίλης Ανδρέου, Δημήτρης Ήμελλος, Νίκος Καρδώνης, Μαίρη Μπουγά, Ελένη Ρουσσινού, Ναταλία Στυλιανού, Άρης Τρουπάκης, Γιώργος Φριντζήλας και αρκετοί ακόμα που πλαισίωναν τον πολυμελή θίασο. Την μετάφραση υπέγραφε ο Λεωνίδας Καρατζάς, ενώ τα τραγούδια είχε μεταφράσει ο Στρατής Πασχάλης. Την μουσική είχε γράψει ο Θοδωρής Αμπαζής και τα υπέροχα σκηνικά και κοστούμια είχε επιμεληθεί η Θάλεια Ιστικοπούλου.
Πρόκειται για ένα έργο το οποίο όταν πρωτοπαίχτηκε (στις 16 Φεβρουαρίου 1936) στο «Θέατρο Τέχνης» του Κονσταντίν Στανισλάβσκι, λογοκρίθηκε, απαγορεύτηκε και κατέβηκε από τη σταλινική Σοβιετική Ένωση μετά από μόλις 7 παραστάσεις, καθώς θεωρήθηκε ότι ασκούσε κριτική στο τότε πολιτικό καθεστώς της χώρας. Ο Μπουλγάκοφ, είχε δημιουργήσει ένα έργο, το οποίο παρουσιάζοντας την εποχή του Μολιέρου και αναφερόμενο στον Λουδοβίκο, άσκησε δριμύτατη κριτική στο σταλινικό καθεστώς που ήλεγχε και κατέπνιγε τον ίδιο και τους σύγχρονούς του. Ο συγγραφέας είχε ήδη ταλαιπωρηθεί πολλά χρόνια με το συγκεκριμένο έργο, καθώς κάποια χρόνια νωρίτερα του είχε επιτραπεί να ανεβάσει το έργο μόνον στη Μόσχα ή στο Λένινγκραντ, ενώ του είχε επίσης απαγορευτεί να χρησιμοποιήσει τον υπότιτλο, δηλαδή Εταιρεία Υποκριτών.
Ένα έργο το οποίο παίζει με το «θέατρο-μέσα-στο-θέατρο», αποτελεί καθρέφτη όχι μόνον της εκάστοτε πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης μιας χώρας, αλλά και του ίδιου του θεατρικού χώρου, γεγονός το οποίο καθιστά εξαιρετικό επίκαιρο, αν μη τι άλλο.
Ο Σ. Λιβαθινός, καλός γνώστης της Ρωσικής κουλτούρας και πολιτισμού, παρουσίασε το αιρετικό, θα έλεγα, αυτό έργο πριν από 17 χρόνια, με έναν νέο θίασο, ενώ προσπαθούσε να δώσει σάρκα και οστά στο όραμα του Ν. Κούρκουλου. Σήμερα, το ανέβασμα του έργου από τον ίδιο, ο οποίος είναι πλέον πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, μοιάζει σχεδόν με στοίχημα.
Κλείστε τις θέσεις σας για την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου εδώ
Ο Γυάλινος Κόσμος του Τεννεσσί Ουίλιαμς, γραμμένος το 1944, αποτελεί το πρώτο, γνωστό και ολοκληρωμένο κείμενο του γνωστού Αμερικανού συγγραφέα. Είχαν προηγηθεί ωστόσο αρκετά πρωτόλεια κείμενά του ήδη από τη δεκαετία του 1930, γεγονός που τον τοποθετεί μεταξύ των συγγραφέων της μεσοπολεμικής περιόδου.
Κερκ Ντάγκλας και Τζέιν Γουάινμαν, 1950
Ήδη από την θεατρική πρεμιέρα του έργου, ο Ουίλιαμς έγινε, εν μία νυκτί, διάσημος. Το 1950, ο Γυάλινος Κόσμος, ένα έργο με έντονους απόηχους τόσο από τους δύο παγκόσμιους πολέμους, όσο και από το Κραχ που ταρακούνησε συθέμελα την αμερικανική κοινωνία του 1929 μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη, με πρωταγωνιστές τους Τζέιν Γουάιμαν και Κερκ Ντάγκλας (σε σκηνοθεσία Έρβινγκ Ράππερ). Αλλά και το 1987, ανέβηκε στον κινηματογράφο, το 1987, αυτή τη φορά σε σκηνοθεσία Πολ Νιούμαν με πρωταγωνιστές την Τζόαν Γούντγουορντ και τον Τζον Μάλκοβιτς.
Κάρεν Άλλεν και Τζον Μάλκοβιτς, 1987
Αμέτρητες είναι βέβαια οι θεατρικές του παραστάσεις. Από τις, εν Ελλάδι, παραστάσεις του συγκεκριμένου έργου, προσωπικά, θυμάμαι πολύ έντονα και κρατώ σαν μια πολύ ωραία ανάμνηση την σκηνοθεσία του Δημήτρη Μαυρίκιου στο ιστορικό, πλέον, «Εμπρός», το 1997. Η Ράνια Οικονομίδου, ως Αμάντα, συνυπήρξε με απόλυτα αρμονικότητα με τους πρωτοεμφανιζόμενους, τότε, Αγγελική Παπαθεμελή, Νίκο Κουρή και Άγη Εμμανουήλ.
Την τελευταία 15ετία, το έργο έχει ανέβει αρκετές ακόμα φορές. Ανάμεσά τους, οι εξής παραστάσεις:
Πιο πρόσφατη, η σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά (2018-2019) στο «Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας» με τους Μπέτυ Αρβανίτη και Χάρη Φραγκούλη
Η Ελένη Σκότη σκηνοθέτησε τον δικό της γυάλινο κόσμο, φέρνοντας επί σκηνής τόσο τον Τομ του Ουίλιαμς, όσο και τον Τομ του «σήμερα», δημιουργώντας ένα εξαίσιο διακειμενικό σύμπαν. Ο Δημήτρης Καταλειφός ερμήνευσε τον Τομ έχοντας δίπλα του μια εξίσου εξαιρετική Θέμιδα Μπαζάκα (2014-2015)
Οι σκηνοθεσίες της Κατερίνας Ευαγγελάτου παρουσιάζουν πάντα, σχεδόν, ενδιαφέρουσα άποψη. Το ίδιο συνέβη με την παράσταση που ανέβηκε το 2011-2012 (συνεχίστηκε και 2η χρονιά, στο θέατρο «Δήμητρης Χορν») με τους Ναταλία Τσαλίκη και Αντίνοο Αλμπάνη
Το 2005, η Άννα Βαγενά πρωταγωνίστησε στο συγκεκριμένο έργο, έχοντας στο πλάι της τον Αλμπέρτο Φάις, τον Γιώργο Χρυσοστόμου αλλά και την κόρη της, Γιασεμί Κηλαηδόνη. Η σκηνοθεσία ήταν του Σέρβου σκηνοθέτη Nebojsa Bradic ( πρώην υπουργός Πολιτισμού και πρώην Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου στο Βελιγράδι).
Φέτος, μεσούσης της πανδημίας που έχει κρατήσει κλειστά τα θέατρα ήδη από τον προηγούμενο Νοέμβριο, δύο παραστάσεις του Γυάλινου Κόσμου παρουσιάζονται διαδικτυακά. Πρόκειται για την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη με τους Άννα Μάσχα,, Κωνσταντίνος Μπιμπή, Λένα Παπαληγούρα και Αναστάση Ροϊλό, αλλά και του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη με τους Στέλλα Καζάζη, Ελένη Μαβίδου, Θανάση Ρέστα και Κωνσταντίνο Λιάρο.
Μοιάζει να αποκτάει ένα ιδιαίτερο και διαφορετικό νόημα ο τίτλος του έργου, Γυάλινος κόσμος, καθώς οι θεατές αυτών των παραστάσεων μοιάζουν να ζουν και αυτοί σε έναν δικό τους, ιδιόμορφο, γυάλινο κόσμο. Την ίδια στιγμή, επίσης, το κοινό των διαδικτυακών παραστάσεων παρακολουθεί θέατρο, πίσω από μια γυάλινη οθόνη υπολογιστή/τάμπλετ/τηλεφώνου.
Διαβάστε επίσης:
Άννα Μάσχα: «Δεν Αντέχω Την Κατάχρηση Εξουσίας Από Τον Σκηνοθέτη»
Από την Τόνια Τσαμούρη
Το 2020 μας έχει εγκαταλείψει πλέον. Το 2021 από την άλλη, έχει έρθει πλέον για τα καλά, επιφορτισμένο με ελπίδες, ευχές, αλλά και, καλά κρυμμένους, ενδόμυχους φόβους για την πορεία του. Στο μεταξύ, ολόκληρος ο πλανήτης βρίσκεται σε κατάσταση αναμονής για την εξέλιξη της πανδημίας. Έχω την εντύπωση ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα κρατάει την αναπνοή της προσδοκώντας την πολυπόθητη επιστροφή στην…καθημερινότητα. Εν τω μεταξύ, η προχθεσινή εισβολή στο Καπιτώλιο, καθώς και η σφοδρή κακοκαιρία που πλήττει την Ευρώπη, ένα πολύνεκρο αεροπορικό δυστύχημα στην Ινδονησία τις προάλλες, αλλά και μια φίλη μου που ετοιμάζεται να γεννήσει στα τέλη του μήνα, αποτελούν αδιάσειστη απόδειξη ότι ενώσο περιμένουμε το εμβόλιο… η γη συνεχίζει να γυρίζει και να συμβαίνουν διάφορα γεγονότα, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικά.
Αναπόφευκτα, στο μυαλό μου λοιπόν έρχονται οι μπεκετικοί ήρωες, Εστραγκόν και Βλαντιμίρ. Το κοινό παρακολουθεί τους δύο ήρωες του Περιμένοντας τον Γκοντό να προσπαθούν να βρουν κάτι για να περάσουν την ώρα τους, μέχρι να έρθει ο Γκοντό. Όσο εξελίσσεται το έργο, καταλαβαίνουμε ότι κανείς από τους δυο τους γνωρίζει τον Γκοντό, δεν τον έχουν ξανασυναντήσει, αλλά δεν είναι και καθόλου σίγουροι για το πότε και για το αν θα έρθει. Είναι όμως απολύτως σίγουροι ότι η ενδεχόμενη έλευσή του θα τους έβγαζε από το τέλμα τους, θα τους γέμιζε το κενό που νιώθουν και θα τους άλλαζε τη ζωή. Ενώ λοιπόν οι δύο άνδρες περιμένουν να εμφανιστεί ο Γκοντό, και παραπονιούνται ότι στη μέχρι τώρα ζωή τους δεν συμβαίνει κάτι, παρακολουθούμε μια σειρά γεγονότων να λαμβάνουν χώρα: ο Εστραγκόν και ο Βλαντιμίρ χωρίζονται και ξανασυναντιούνται, αλλά στο μεσοδιάστημα μαθαίνουμε ότι ο ένας έχει ξυλοκοπηθεί από κάποιους αγνώστους˙ εμφανίζονται οι Πότζο και Λάκι με τους οποίους μιλούν για αρκετή ώρα οι δύο βασικοί ήρωες και στη συνέχεια αποχωρούν και ξαναεμφανίζονται οι Πότζο και Λάκι, αλλά αυτή τη φορά τους βλέπουμε αλλιώτικους, ενώ οι Βλαντιμίρ και Εστραγκόν δεν θυμούνται καν ότι τους έχουν δει˙ έρχεται ένα μικρό παιδί για να ενημερώσει τους Εστραγκόν και Βλαντιμίρ ότι δεν θα έρθει ο Γκοντό˙ έχουν βγει φύλλα στο ξερό δέντρο. Παρόλες τις αλλαγές, τόσο στους ανθρώπους, όσο και στην ίδια τη φύση, οι δύο ήρωες συνεχίζουν να νιώθουν αδρανείς και άδειοι, αφοί ισχυρίζονται ότι δεν συμβαίνει κάτι στη ζωή τους.
Από την παράσταση "Περιμένοντας τον Γκοντό"σε σκηνοθεσία του Otomar Krejca, Φεστιβάλ Αβινιόν, 1978
Ο Μπέκετ, ανάμεσα στα θέματα που θίγει στο έργο του, σχολιάζει την κυκλικότητα του χρόνου, αλλά και την καθημερινή ρουτίνα στη ζωή των ανθρώπων. Διαβάζοντας ξανά το έργο, κατά τη διάρκεια αυτής της δεύτερης καραντίνας, συνειδητοποιώ ότι ο συγγραφέας είναι, και πάλι, πιο επίκαιρος από ποτέ, αποδεικνύοντας περίτρανα την διαχρονικότητα του έργου του. Ο χρόνος, βασικό συστατικό όχι μόνον της μπεκετικής δραματουργίας, αλλά της ανθρώπινης ζωής εν γένει, κυλάει ανεξάρτητα της ύπαρξής μας. Όσο λοιπόν εμείς περιμένουμε, ευχόμαστε ή απευχόμαστε, αδρανούμε, ο χρόνος κυλάει από την κλεψύδρα του καθενός μας. Αυτές οι σκέψεις ομολογώ ότι σχεδόν με στοιχειώνουν, εδώ και αρκετό καιρό. Συνειδητοποίησα ότι ενώ περιμένω να επιστρέψω στην πολυπόθητη καθημερινότητά μου (την οποία, συχνά-πυκνά, βλαστήμαγα στο παρελθόν), μια νέα καθημερινότητα έχει επιβληθεί στη ζωή μου. Και, είτε το θέλω, είτε όχι, πρέπει να συμπορευτώ με αυτήν για κάποιο διάστημα. Ιδανικά, σταματώντας να βλαστημώ την όποια καθημερινότητα και ρουτίνα μου. Επειδή απλούστατα, δεν μου φταίνε αυτές αν εγώ βαριέμαι, δυστυχώ, νιώθω ανία ή τέλμα. Έτσι, και με αφορμή τον νέο χρόνο, αποφάσισα να εκμεταλλευτώ τον χρόνο μου, αντί να περιμένω κάτι που δεν ξέρω πότε θα έρθει και αν θα μου επιστρέψει αυτά που μου πήρε. Μπορεί βέβαια και να μου φέρει καινούρια, καλά ή και δεινά. Σε κάθε περίπτωση πάντως, αποφάσισα να πάρω τον χρόνο «στα χέρια μου» και να είμαι ενεργή και όχι παθητική στη διαχείρισή του. Το μόνο που ζητώ από τον νέο χρόνο, είναι να είμαστε υγιείς!
Διαβάστε επίσης:
Από την Τόνια Τσαμούρη
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης καραντίνας, είχα την χαρά να παρακολουθήσω τηνΤελευταία Ταινία του Κραππ του Σάμιουελ Μπέκετ από τους Ginger Creepers. Ομολογώ ότι η ραδιοπτική παράσταση που δημιουργήθηκε με γνώμονα τις δεδομένες συνθήκες εγκλεισμού και απόστασης από την συνήθη θεατρική δραστηριότητα, κέρδισε το ενδιαφέρον μου και την προσοχή μου. Κατά συνέπεια, όταν πληροφορήθηκα για την δεύτερη προσπάθεια της ομάδας, θέλησα να παρακολουθήσω και αυτήν. Η δεύτερη παράσταση βασίστηκε στο Το Φως είναι Σαν Νερό του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και οφείλω να ομολογήσω ότι δικαίωσε την επιλογή μου.
Με αφορμή μια παράξενη Χριστουγεννιάτικη ιστορία του διάσημου συγγραφέα, οι Ginger Creepers (Χρήστος Καπενής-Γρηγόρης Χατζάκης) βρήκαν την αφορμή να μιλήσουν για τον εγκλεισμό, τα σπίτια ως οικοδομήματα, τη ζωή των παιδιών μέσα σε αυτά, αλλά και την απαραίτητη φαντασία που νοστιμίζει τη ζωή μας. Δυο μικρά παιδιά ζητούν ως δώρο Χριστουγέννων από τους γονείς τους, μία βάρκα, την οποία φέρνουν μέσα στο διαμέρισμά τους. Ξαφνικά, το αστικό διαμέρισμα μεταμορφώνεται σε ένα ιδιότυπο νησιωτικό σύμπλεγμα, με τα διαφορετικά δωμάτια να μετατρέπονται σε νησάκια, ενώ τα αντικείμενα μετατρέπονται σε χώρους ανακάλυψης.
Η βαθιά και μαγευτική φωνή του Χρήστου Καπενή μετατρέπει την διήγηση σε πραγματική εμπειρία, η οποία οδηγεί τον θεατή στο φανταστικό αυτό ταξίδι που σχεδίασε ο Γκ. Γκαρσία Μάρκες. Η επιλογή της ομάδας για την δημιουργία μιας οπτικής αφήγησης παράλληλα με την ηχητική, αναπόφευκτα φέρνει στο μυαλό το ραδιοφωνικό θέατρο του παρελθόντος. Τα επεξεργασμένα και σύνθετα οπτικά εφέ πλάθουν ένα μοναδικό σύμπαν στην οθόνη του θεατή, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον καθόλη τη διάρκεια της παράστασης. Το αποτέλεσμα είναι, αν μη τι άλλο, ιδιαίτερο και μοναδικό, διατηρώντας παράλληλα έντονα τη θεατρικότητά του.
Ο Γάλλος φαινομενολόγος, Gaston Bachelard, γράφει ότι «το σπίτι μας είναι η γωνιά μας σε αυτό τον κόσμο». Η σημερινή πραγματικότητα μας υποχρεώνει να περάσουμε άπειρες ώρες μέσα σε αυτή τη γωνιά. Ο τρόπος για να διαχειριστούμε αυτή τη συνθήκη διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, καθώς σχετίζεται απόλυτα με τις προσωπικές επιλογές και προτιμήσεις. Η καινούρια παράσταση των Ginger Creepers προτείνει να επαναφεύρουμε και να χρησιμοποιήσουμε τη φαντασία μας σαν να ήμασταν και πάλι μικρά παιδιά. Με ένα όμως υστερόγραφο: να διατηρούμε στο ακέραιο την ατομική μας ευθύνη.
Διαβάστε επίσης:
Από την Τόνια Τσαμούρη
Οι Πυραμίδες είναι το νέο θεατρικό έργο του Ανδρέα Φλουράκη που παρουσιάζει το Θέατρο Τέχνης διαδικτυακά. Πρόκειται για μια προσπάθεια δημιουργίας θέατρο, εν μέσω καραντίνας, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις δυσκολίες και τα προβλήματα που συνεπάγεται η απουσία φυσικής παρουσίας και αλληλεπίδρασης δημιουργών-κοινού. Το συγκεκριμένο έργο ωστόσο αποδεικνύεται ενδεδειγμένο για τη δεδομένη συνθήκη.
Τα άδεια σπίτια, όπως και τα άδεια θέατρα (αλλά και τα άδεια σχολεία) με γέμιζαν ανέκαθεν απέραντη θλίψη. Όλο αυτό το διάστημα προσπαθώ να φανταστώ πώς να είναι χώροι που άλλοτε έσφυζαν από ζωή και δημιουργία. Την απάντηση μου δίνει η σκηνοθεσία του Διαμαντή Καραναστάση: η διαδικτυακή παράσταση αρχίζει με πλάνα από την άδεια σκηνή και πλατεία της οδού Φρυνίχου, με την απόλυτη ησυχία στα καμαρίνια, ακόμα και στο ταμείο. Η ερημία και η ιδιότυπη αναμονή που εμφανίζει ο χώρος μου δημιουργούν ένα περίεργο συναίσθημα, ανάμεικτης λύπης αλλά και αδημονίας να ξαναβρεθώ εκεί!
Από την οθόνη μου περνούν εννέα διαφορετικοί άνθρωποι. Εννέα διαφορετικές ανθρώπινες ιστορίες. Εννέα διαδοχικοί μονόλογοι ανθρώπων, φαινομενικά, καθημερινών. Όσο καθημερινός μπορεί βέβαια να είναι ένας άνθρωπος, ο βίος τους οποίου συνδυάζει την τραγωδία με την ευτυχία, την γέννηση με την απώλεια, τη ζωή με το θάνατο. Πρόκειται για εννέα ιστορίες, οι οποίες ακροβατούν ανάμεσα στο ρεαλισμό και τον υπερρεαλισμό, το αληθινό και το παράλογο. Η πρώτη και η τελευταία ιστορία συνδέονται άμεσα με τον εγκλεισμό και τη συνθήκη στην οποία καλούμαστε να ζήσουμε όλοι τον τελευταίο χρόνο, σχεδόν. Το καινούριο θεατρικό έργο του Α. Φλουράκη έχει συναίσθημα, λυρισμό, αλήθεια. Μοναδική του αδυναμία το γεγονός ότι δεν είναι απολύτως σαφής η δραματουργική ομπρέλα κάτω από την οποία εντάσσονται όλες οι ιστορίες. Παρόλα αυτά όμως, το έργο έχει ενδιαφέρον και κερδίζει τον θεατή του, έστω και διαδικτυακά.
Η σκηνοθεσία του Δ. Καραναστάση καταφέρνει να παίξει με την διττή συνθήκη των ηθοποιών, οι οποίοι, εν μέσω πανδημίας, καλούνται να υποδυθούν θεατρικά κάποιους ρόλους. Ο σκηνοθέτης επιλέγει να αποτυπώσει την δισυπόστατη ύπαρξη της καθημερινότητας των ηθοποιών, η οποία έχει ανασταλεί τους τελευταίους μήνες. Οι καλλιτέχνες και, εν προκειμένω, οι ηθοποιοί στερούνται όχι μόνον των υλικών αναγκών τους, αλλά και του ζωτικού τους χώρου, στον οποίο έχουν μάθει να ζουν και να δημιουργούν. Η σκηνοθετική κάμερα λοιπόν αποτυπώνει τον κάθε ηθοποιό πρώτα κατά την προετοιμασία του, την προθέρμανσή του, την περιδιάβασή του στο άδειο θέατρο, με τις μάσκες ή και χωρίς και στη συνέχεια, εστιάζει στο ρόλο που υποδύεται καθένας από τους εννέα ηθοποιούς.
Οφείλω να ομολογήσω ότι με κέρδισαν ο καταπληκτικός ρεαλισμός του Νίκου Χατζόπουλου, η συγκλονιστική αλήθεια της Λένας Κιτσοπούλου, ο -κατά Σαρτρ- υπαρξισμός του Μανώλη Μαυροματάκη, η απόγνωση της Κωνσταντίνας Τάκαλου,, η θηλυκότητα της Ιωάννας Μαυρέα, η αισθαντικότητα της Ντάνης Γιαννακοπούλου,, η θλίψη της Φαίης Ξυλά, ο παραλογισμός του Μιχάλη Σαράντη, αλλά και η υπερρεαλιστική μαρτυρία του Δημήτρη Πασσά που αποτύπωσε έναν μύχιο φόβο μου: και αν μετά τη λήξη της καραντίνας δε θέλω πια να βγω από το σπίτι μου;
Οι Πυραμίδες είναι μια προσπάθεια για ύπαρξη θεάτρου μέσα στις δύσκολες και, συχνά, δυσβάσταχτες συνθήκες μια πανδημίας. Η επιλογή της σκηνοθετικής γραμμής του Δ. Καραναστάση δεν θυμίζει απλώς την ομορφιά της θεατρικής πραγματικότητας, αλλά την θέτει σε πρώτο πλάνο. Ωστόσο, η συγκεκριμένη διαδικτυακή παράσταση αποτελεί και μια άκρως ενδιαφέρουσα «θεατρική» πρόταση, την οποία αξίζει να παρακολουθήσετε.
Μέχρι της 7 Ιανουαρίου 2021, συνδεθείτε με το
https://vimeo.com/ondemand/theatrotechnis
Διαβάστε επίσης:
Από την Τόνια Τσαμούρη
«Before we start, we need to stop».
Με αυτή τη φράση, η οποία νομίζω ότι συμπυκνώνει στο ακέραιο την κατάσταση που βιώνει ο πλανήτης και η ανθρωπότητα το τελευταίο διάστημα, ξεκινάει, κατ’ ουσίαν, η νέα παράσταση των RootlessRoot. Το Stones and Bones κάνει πρεμιέρα διαδικτυακά στο Youtube Channel της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση και θα είναι διαθέσιμη από την Πρωτοχρονιά του 2021 και για εικοσιτέσσερις ώρες.
Το σώμα, τα κόκκαλα, η σπονδυλική στήλη αποτελεί τη βάση και το λόγο ύπαρξης του κάθε ανθρώπου στη γη. Χωρίς αυτό, δε μπορεί να υπάρξει κάποιος. Αυτό το φθαρτό σώμα, το οποίο είναι το ίδιο για όλους τους ανθρώπους, βρίσκεται για να θυμίζει ότι όλοι είμαστε ίδιοι, αλλά και ότι όλοι δίνουμε την ίδια μάχη, αυτής της φυσικής επιβίωσης. Αυτή τη μάχη έρχονται να θυμίσουν οι RootlessRoot, εκκινώντας από την ιδιότυπη πάλη δύο γυναικών με την οποία ξεκινάει η performance. Αλλά και πιο έντονα, στη συνέχεια, καθώς στη σκηνή υπάρχουν μαρμάρινα γλυπτά που παραπέμπουν σε κόκκαλα ανθρώπινου σώματος. Με αυτά θα έρθουν σε τριβή, θα ταλαιπωρηθούν και θα ιδρώσουν οι πέντε γυναίκες που υπάρχουν στη σκηνή, θυμίζοντάς μας ότι αυτή η μοίρα όλων των ανθρώπινων οστών: να ταλαιπωρούνται και να καταπονούνται.
Πρόκειται για μια παράσταση η οποία συνδυάζει τη μουσική, το χορό και την performance σε ένα θέαμα που στόχο έχει να θυμίσει στον άνθρωπο όχι μόνον την καταγωγή του από τη φύση, αλλά και την επιστροφή του σε αυτήν. Πέντε γυναίκες επί σκηνής, πέντε γυναικεία σώματα, τα οποία κυλιούνται, αγκαλιάζονται, παλεύουν, εξερευνούν εαυτόν για να καταλήξουν όχι στις όποιες επιμέρους διαφορές, αλλά στην ειδοποιό ομοιότητα: της καταγωγικής συγγένειας. Σε αυτό συντείνει και η έντονη εμφανισιακή ανομοιογένεια που χαρακτηρίζει τις πέντε γυναίκες (Λίντα Καπετανέα, Έλενα Τοπαλίδου, Μάρθα Φριντζήλα, Hyaejin Lee, Anna Calsina Forrellad).
Η ζωντανή, επί σκηνής μουσική, με τα υπέροχα κομμάτια (Μουσική Σύνθεση: Βασίλης Μαντζούκης) δίνει τον τόνο της παράστασης, η οποία σταδιακά κορυφώνεται προκειμένου να φτάσει στην αποδόμηση και την τελική επανα-σύμπτωση με την μάνα-γη. Είναι αληθινά εξαιρετικό το θέαμα, όταν οι τέσσερις performers παλεύουν με τα χέρια τους και με το χώμα που έχει πέσει πάνω στη σκηνή˙ καταλήγουν κουρασμένες, κάθιδρες και αποκαμωμένες, σαν σύγχρονες Μαινάδες, προτού αναλυθούν σε ένα γέλιο το οποίο σταδιακά θα προσεγγίσει τις ιαχές και άναρθρες κραυγές των ζώων στη ζούγκλα.
Η παράσταση η οποία ξεκίνησε με τον έναρθρο και δομημένο ανθρώπινο λόγο, καταλήγει στη γλώσσα των πρωτόγονων ζώων και των προϊστορικών ανθρώπων.
Πρόκειται για μια παράσταση-ύμνο στην ανθρώπινη φθαρτότητα, αλλά και τη σημασία της συνύπαρξης του ανθρώπου με τη φύση, στην οποία άλλωστε ανήκει.
Live YouTube premiere για κοινό: Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021 | 21:00
Η παραγωγή θα παραμείνει διαθέσιμη στο YouTube του Ιδρύματος Ωνάση για 24 ώρες, έως τις 2 Ιανουαρίου στις 21:00, χωρίς αντίτιμο.
Χριστούγεννα. Πρωτούγεννα. Πρώτη γιορτή του χρόνου.
Παραμονή και ανήμερα των Χριστουγέννων, το Εθνικό Θέατρο έχει προγραμματίσει, μέσα από το Κανάλι της Βουλής, να παρουσιάσει την Χριστουγεννιάτικη Ιστορία, βασισμένη στην ιστορία του Κάρολου Ντίκενς, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου. Πρόκειται για μια παράσταση, η οποία ανέβηκε τα Χριστούγεννα του 2019 στο θέατρο «Ρεξ» και φέτος, ελλέω πανδημίας, θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν όλοι οι Έλληνες, σε όποιο σημείο της χώρας και αν βρίσκονται.
Πρόκειται αρχικά, για μια εξαιρετική πρωτοβουλία, καθώς ο κόσμος χρειάζεται το θέατρο, έστω και με αυτό τον τρόπο, καθώς οι διαδικτυακές παραστάσεις που ήδη προβάλλονται από το πρώτο θέατρο της χώρας, δεν είναι πάντα προσβάσιμο για όλους. Η έναρξη αυτής της σειράς προβολών γίνεται με μια παράσταση που αποπνέει τόσο έντονα, νοσταλγικά και αισθαντικά το πνεύμα των Χριστουγέννων, δείχνοντας στους ανθρώπους ότι η αγάπη και η αλληλεγγύη, όπως αποδεικνύεται και στις ημέρες μας, είναι μονόδρομος! Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γ. Μόσχος, είναι πλημμυρισμένη μουσικές, υπέροχα σκηνικά και κοστούμια, καθώς και καταπληκτικούς ηθοποιούς. Το κυριότερο όμως είναι ότι πλημμυρίζει συναισθήματα. Αυτό είναι πιθανότατα και ο λόγος που υπήρξε sold-out καθόλη τη διάρκεια της.
Τα Χριστούγεννα του Κ. Ντίκενς είναι γεγονός ότι φέρνουν κάποια μελαγχολία, καθώς ο ήρωας της ιστορίας, ο Εμπενίζερ Σκρουτζ, ανακαλεί την ιστορία της ζωής του και με θλίψη διαπιστώνει ότι τον χρόνο που του απομένει να ζήσει, καλείται να τον ζήσει μόνος του και χωρίς χαρά. Αυτή η ματιά του συγγραφέα, έρχεται για να θυμίσει ότι τα Χριστούγεννα είναι η γιορτή της αγάπης, αλλά ενδέχεται να σηματοδοτεί εντελώς διαφορετικά πράγματα για κάποιους ανθρώπους.
H Αμαλία Μουτούση ως Νόρα στο Κουκλόσπιτο
Κάποια διαφορετικά Χριστούγεννα παρουσιάζει και ο Ερρίκος Ίψεν στο Κουκλόσπιτο. Η δράση του έργου τοποθετείται σε ένα γιορτινά στολισμένο σπίτι, με το όμορφο και λαμπερά φωτισμένο έλατο να δεσπόζει στο κέντρο του σπιτιού και, κατ’ επέκταση, της σκηνής. Όσο όμως εξελίσσεται η δράση, το έλατο μαραίνεται, τα φώτα του θαμπώνουν και η ευτυχία που έδειχνε να πλημμυρίζει το σπίτι αποδεικνύεται επίπλαστη. Η ψεύτικα ευτυχισμένη οικογένεια διαλύεται και τα Χριστούγεννα απλώς αναδεικνύουν την έλλειψη αληθινών συναισθημάτων μεταξύ του παντρεμένου ζευγαριού.
Καθόλου συνηθισμένα όμως είναι και τα Χριστούγεννα που θυμάται ο Λέννι από την Επιστροφή του Χάρολντ Πίντερ. Ο πιντερικός ήρωας φέρνει στη μνήμη του ένα περιστατικό από το παρελθόν, κατά το οποίο χτύπησε θανάσιμα μια γυναίκα, χωρίς πραγματικό λόγο. Εξίσου μοναχικά και πασπαλισμένα δυστυχία όμως είναι και τα Χριστούγεννα που φέρνει ως ανάμνηση ο Τζέρρι από την ιστορία του Ζωολογικού κήπου του Έντουαρντ Ώλμπι. Ο Τζέρρι θυμάται τα Χριστούγεννα που έχασε την μητέρα του. Τα Χριστούγεννα, η πιο οικογενειακή γιορτή του χρόνου, υπάρχουν στη ζωή του ήρωα για να σηματοδοτήσουν την αρχή της δυστυχίας και της απελπισίας στη ζωή του.
Τόσο οι λογοτέχνες, όσο και οι θεατρικοί συγγραφείς, ανέκαθεν θύμιζαν στον κόσμο ότι τα Χριστούγεννα θα μπορούσαν να είναι μια ανάπαυλα από την βιαιότητα και βαναυσότητα της ανθρώπινης φύσης. Τα Χριστούγεννα όμως δεν είναι πανάκεια. Και όπως ακριβώς αποδεικνύουν οι γιορτινές ημέρες του 2020, η δυστυχία, η μοναξιά, αλλά και οι αρρώστιες ή οι πόλεμοι δεν εξαφανίζονται μαγικά κατά την περίοδο αυτή. Ίσως μάλιστα τα αρνητικά συναισθήματα να κατακλύζουν τους ανθρώπους μέσα στην παραζάλη της εορταστικής ατμόσφαιρας, κάνοντας τη δυστυχία ή τη μοναξιά να φαίνονται ακόμα μεγαλύτερες. Φέτος λοιπόν, σε αυτά τα τόσο διαφορετικά Χριστούγεννα, η αληθινή μαγεία βρίσκεται, κατά πάσα πιθανότητα, στην προσπάθεια όλων μας να αλλάξει κάτι, για εμάς αλλά και τον πλησίον. Από σήμερα κιόλας!
Καλά Χριστούγεννα!
Διαβάστε επίσης:
Η Στέλλα με την Μελίνα Μερκούρη και τον Γιώργο Φούντα είναι μια ταινία, που ακόμα και αν δεν την έχει δει ποτέ κάποιος, είναι αδύνατον να την αγνοεί. Η δέ φράση, «Στέλλα φύγε, κρατάω μαχαίρι» έχει βρεθεί, κάποια στιγμή, στα χείλη όλων. Αυτό όμως που η πλειονότητα του κόσμου δεν γνωρίζει είναι ότι η ταινία βασίζεται σε ένα από τα πρώτα θεατρικά έργα του Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Γραμμένο μόλις το 1954, ο θεατρικός συγγραφέας το εμπνεύστηκε και το προόριζε εξ αρχής για την Μελίνα. Επιστρέφοντας η ηθοποιός από ένα ταξίδι της στο Παρίσι, όπου ήδη έπαιζε στο θέατρο, διασκέδασε ένα βράδυ μαζί με τον Καμπανέλλη και την γυναίκα του στα ρεμπετάδικα της Αθήνας. Γυρνώντας το ίδιο βράδυ σπίτι του, ο Καμπανέλλης είχε ήδη συλλάβει το έργο, αλλά και τις μουσικές που θα το πλημμύριζαν παρουσιάζοντας τόσο μοναδικά και εύγλωττα αυτό τον κόσμο της νυχτερινής Αθήνας. Όπως αναφέρει ο ίδιος, χρειάστηκε μόλις 2 μήνες νυχθημερούς γραφής προκειμένου να γεννηθεί η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια. Το έργο ενθουσίασε την Μερκούρη και αμέσως σχεδόν έκλεισε η συμφωνία με το θέατρο «Κοτοπούλη» όπου και επρόκειτο να ανέβει.
Στο μεσοδιάστημα, ο Καμπανέλλης παρουσίασε το έργο του και στο ζεύγος, τότε, Λαμπέτη-Χορν, καθώς και στον φίλο τους, Μιχάλη Κακογιάννη. Όπως ομολογεί ο ίδιος ο Καμπανέλλης, πρωτόπειρος (έως εντελώς άπειρος) τότε, δε μπορούσε να φανταστεί ότι η ταινία θα πραγματοποιούνταν πολύ νωρίτερα από το θεατρικό ανέβασμα της παράστασης. Στην πραγματικότητα, η θεατρική Στέλλα άργησε πάρα πολύ να βρει το δρόμο προς την σκηνή, σχεδόν μισό αιώνα…Έτσι, κυριάρχησε η κινηματογραφική εκδοχή σε σκηνοθεσία Μ. Κακογιάννη, η οποία παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Καννών στις 21 Νοεμβρίου του 1955, με μουσική του Μάνου Χατζηδάκι και σκηνικά-κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη, ενώ έπαιζαν, εκτός από την Μ. Μερκούρη και τον Γ. Φούντα, ο πρωτοεμφανιζόμενος τότε Αλέκος Αλεξανδράκης, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, η Βούλα Ζουμπουλάκη, αλλά και η Σοφία Βέμπο.
Φωτογραφία από την παράσταση του Θέμη Μουμουλίδη (2007)
Έκτοτε, ο νεαρός ακόμα Ιάκωβος Καμπανέλλης έχασε το χειρόγραφο κείμενο του πρωτότυπου θεατρικού του έργου. Ήταν μόλις στη δεκαετία του 1990 όταν κατάφερε να βρει και πάλι μέρος του έργου, το οποίο ανασκεύασε και παρέδωσε στο θέατρο. Έτσι, δεν είναι περίεργο που η πρώτη παράσταση της Στέλλας με τα κόκκινα γάντια σημειώνεται μόλις το 1997 σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βόλου, ενώ ο ίδιος σκηνοθέτης ανέβασε και πάλι το έργο το 2007 στο θέατρο «Λαμπέτη», με νέα διανομή και καινούριους συντελεστές. Το 2013 το έργο ανέβηκε σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λάλου στην «Ακαδημία Πλάτωνος», σε έναν χώρο και μια περιοχή της Αθήνας όπου οι μουσικές και η ενέργεια αυτού του έργου έμοιαζαν να βρίσκουν το «σπίτι» τους.
Φωτογραφία από την παράσταση του Δημήτρη Λάλου (2013)
Επίσης, κατά την περσινή χειμερινή σεζόν παρουσιάστηκε από το Θεσσαλικό Θέατρο σε σκηνοθεσία της Καλλιτεχνικής του Διευθύντριας, Κυριακής Σπανού, αλλά αναγκάστηκε να διακόψει τις επιτυχημένες παραστάσεις του λόγω πανδημίας.
Φωτογραφία από την παράσταση της Κυριακής Σπανού (2020)
Φέτος, λίγο πριν την εκπνοή του 2020, η προγραμματισμένη από το Εθνικό Θέατρο παράσταση του έργου ανεβαίνει σε live-streaming το ερχόμενο Σάββατο, σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα.
Φωτογραφία από την παράσταση του Γιάννου Περλέγκα που θα δούμε on line
Πρόκειται για ένα έργο πλημμυρισμένο με ρεμπέτικα αλλά και με την ατμόσφαιρα της παλιάς Αθήνας, της μεταπολεμικής Ελλάδας. Όπως γράφει και ο ίδιος ο Καμπανέλλης, «είχαμε -κυρίως χάρη στον Μάνο Χατζηδάκι- ανακαλύψει την μαγεία του καλού ρεμπέτικου τραγουδιού» (Θέατρο, τομ. Ε΄: 1991). Προσωπικά, θεωρώ ότι πρόκειται για ένα έργο το οποίο δύναται να θυμίσει στους Έλληνες ανάλογες, με αυτές που ζούμε σήμερα, δύσκολες εποχές που βίωσε ο τόπος μας, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει την ανθεκτικότητα, την αντοχή, αλλά και τον χαρακτήρα των Ελλήνων. Πρόκειται για ένα έργο του Καμπανέλλη που μυρίζει Ελλάδα και αναβλύζει καλό ρεμπέτικο.
Διαβάστε επίσης:
Από την Τονία Τσαμούρη
ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΔΙΔΥΜΑ ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ
Το νέο συγγραφικό εγχείρημα των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου παρουσιάστηκε σε live streaming από το Εθνικό Θέατρο την Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020. Είχε ήδη προλάβει να ανέβει, για λίγες παραστάσεις, στην κεντρική σκηνή Rex, τον Φεβρουάριο του 2020, αλλά διακόπηκε λόγω των έκτακτων υγειονομικών μέτρων κατά της πανδημίας. Δυστυχώς, ούτε ο εκ νέου προγραμματισμός του για πρεμιέρα τον περασμένο Οκτώβριο, κατάφερε να οδηγήσει την παράσταση και πάλι στο θεατρικό σανίδι.
Φεγγάρι από χαρτί(2020)
Το νέο αυτό θεατρικό έργο του γνωστού συγγραφικού δίδυμου, γνώριμου στο κοινό του Εθνικού Θεάτρου από παλιά (κατά την θεατρική σεζόν 2003-2004 είχαν παρουσιάσει το Ποια Ελένη;) εξερευνά μια περίοδο αρκετά ταραχώδη στην χώρα μας (1963-1964), η οποία αποτέλεσε τον ιστορικό προθάλαμο για μια περίοδο έντονων και πολλών αναταράξεων μέχρι να οδηγηθεί η Ελλάδα στην στενωπό της επταετίας. Ωστόσο, κατά τον προσφιλή τρόπο των δύο συγγραφέων, το έργο ισορροπεί ανάμεσα στην ιστορική και κοινωνιολογική χαρτογράφηση της περιόδου και την ψυχογραφική απόδοση ηρώων ενδεικτικά επιλεγμένων προκειμένου να αποδώσουν την κοινωνική διαστρωμάτωση. Με έντονες επιρροές από σύγχρονο μεταπολεμικό θέατρο, οι Ρέππας-Παπαθανασίου απέδωσαν γλαφυρά την αέναη συμπόρευση του απλού κόσμου με την σύγχρονή του ιστορία, κάθε φορά.
Η περίπτωση των Ρέππα-Παπαθανασίου φέρνει, συνειρμικά και αναπόφευκτα, στο μυαλό περιπτώσεις άλλων επιτυχημένων και εμπνευσμένων συγγραφικών διδύμων, που άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στο σύγχρονο νεοελληνικό θέατρο. Τα περισσότερα αφορούν σε συγγραφείς οι οποίοι διέπρεψαν στην κωμωδία. Ωστόσο, κανένα συγγραφικό δίδυμο, μολονότι ασχολήθηκε εξαιρετικά επιτυχημένα με το κωμικό είδος, δεν αρκέστηκε μόνον σε αυτό. Όλα φλέρταραν, εξίσου επιτυχώς, και με κοινωνικούς προβληματισμούς, με εντονότερη ενασχόληση γύρω από θεματολογία που άπτεται των εθνικών θεμάτων.
Ένας Ήρωας με Παντούφλες (1958)
Το πρώτο από τα συγγραφικά αυτά δίδυμα αποτέλεσαν ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Χρήστος Γιαννακόπουλος. Αναρίθμητες οι θεατρικές κωμωδίες τις οποίες άφησαν πίσω τους, οι περισσότερες από τις οποίες είναι ευρύτατα γνωστές μέχρι και σήμερα (ενδεικτικά, Ένα βότσαλο στη λίμνη-1952, Δεσποινίς ετών 39-1954, Ο Ηλίας του 16ου-1959, Ο φίλος μου ο Λευτεράκης-1963). Οι δύο θεατρικοί συγγραφείς ωστόσο, αν και δημιούργησαν διαχρονικές και υπέροχες κωμωδίες, δεν σταμάτησαν να έχουν στον πυρήνα της δραματουργίας τους την ανησυχία, αλλά και την πικρία για την χώρα μας που συχνά πλήγωνε τους ανθρώπους της. Έτσι, μέσα από το φάσμα της κωμωδίας πάντα, έδωσαν διαχρονικά έργα όπως, το Θανασάκης ο Πολιτευόμενος-1954 και το γλυκόπικρο, Ένας Ήρωας με Παντούφλες (1958), αλλά και το πρώιμο θεατρικό τους έργο με έντονα αντιπολεμική διάθεση, Οι Γερμανοί Ξανάρχονται (1948). Τα περισσότερα από τα θεατρικά τους έργα βρήκαν το δρόμο για την κινηματογραφική τους απόδοση.
Οι Γερμανοί Ξανάρχονται (1948)
Οι Κώστας Πρετεντέρης και Ασημάκης Γιαλαμάς έπονται χρονικά. Με σειρά επιτυχημένων θεατρικών έργων, τα οποία επίσης αποτυπώθηκαν από τον κινηματογραφικό φακό, άφησαν ως παρακαταθήκη γνωστές και αγαπημένες κωμωδίες. Ανάμεσά τους τα Δεσποινίς Διευθυντής (1964), Τζένη Τζένη (1966) αλλά και ένας Ιππότης για την Βασούλα (1968). Αγαπημένες κωμωδίες, οι οποίες όμως έθιξαν συγκεκριμένα κοινωνικά καρκινώματα της κοινωνίας, με έντονη διάθεση κριτικής σε κακώς κείμενα της εποχής, αλλά και διαχρονικά.
Δημήτρης Κεχαΐδης, Ελένη Χαβιαρά "Με δύναμη από την Κηφισιά" σεσκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά. (Με τις: Λυδία Φωτοπούλου, Έμιλυ Κολιανδρή, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη)
Τζένη Τζένη (1966)
Ο Δημήτρης Κεχαΐδης ανήκει στην μεταπολεμική γενιά του νεοελληνικού θεάτρου. Η πρώιμη θεματολογία του εντοπίζεται στην ελληνική ύπαιθρο, συχνά με λαογραφική ακόμα διάθεση στη γραφή του, ενώ αποτυπώνει επίσης και τα λαϊκότερα στρώματα των αθηναϊκών αυλών του μεσοπολέμου (όπως, Το πανηγύρι-1964, Η βέρα και Το Τάβλι-1972). Στη συνέχεια της πορείας του, ο Κεχαΐδης γίνεται δίδυμο με την Ελένη Χαβιαρά δίνοντας στο κοινό δύο από τα σημαντικότερα και πλέον γνωστά σύγχρονα νεοελληνικά έργα. Πρόκειται για το Δάφνες και Πικροδάφνες (1979), αλλά και για το Με δύναμη από την Κηφισιά (1995). Με έντονα κριτική διάθεση και κοινωνικούς προβληματισμούς και τα δύο κείμενα αποτελούν δύο από τα πιο αγαπημένα κείμενα του νεοελληνικού δραματολογίου. Θίγοντας θέματα τόσο εθνικού, όσο και έντονα κοινωνικού προβληματισμού, οι δύο συγγραφείς δημιούργησαν μια σημαντική παρακαταθήκη για τους νεότερους.
Οι Μιχάλης Ρέππας και Θανάσης Παπαθανασίου ανήκουν σε αυτή τη σειρά συγγραφέων. Ως γνήσιοι κωμωδιογράφοι, με γερή κωμική πένα που γνωρίζει να προσαρμόζεται στις επιταγές των καιρών, ισορροπούν ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα με μοναδική μαεστρία. Το τελευταίο τους έργο, Φεγγάρι από χαρτί, το αποδεικνύει περίτρανα.
Από την Τόνια Τσαμούρη
Με αφορμή την παράσταση Ευριδίκη της Σάρα Ρουλ, που είχα την ευκαιρία, αλλά και την χαρά να παρακολουθήσω ξανά, αν και σε live streaming αυτή την φορά.
Η Ευριδίκη που παρουσίασε το «Πορεία», την οποία ελπίζω και εύχομαι να μπορέσω να δω για άλλη μια φορά και στο θέατρο, είναι μια παράσταση γεμάτη λυρισμό, μουσική και συναίσθημα, αποτυπώνοντας υπέροχα τόσο το εύγλωττο κείμενο της Αμερικανίδος θεατρικής συγγραφέως, όσο και το πνεύμα του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης, σε μετάφραση και σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου. Η Κόρα Καρβούνη σε μια από τις καλύτερες, κατά τη γνώμη μου, στιγμές της καριέρας της, αποδίδει μεστά, ισορροπημένα και με έντονο συναισθηματισμό τον χαρακτήρα της μυθικής ηρωίδας. Αντάξιος στο πλάι της, ο υπέροχος Λαέρτης Μαλκότσης, ως Ορφέας, ο οποίος μαγεύει το κοινό τόσο με την υποκριτική του, όσο και με το καταπληκτικό σαξόφωνο επί σκηνής. Στιβαρή η παρουσία του πάντα καλά δουλεμένου Γιάννη Νταλιάνη στο ρόλο του πατέρα της Ευριδίκης. Χθόνιος και μαύρος ο Ορέστης Χαλκιάς στο ρόλο του Άρχοντα του Κάτω Κόσμου. Μαζί τους, οι Νεφέλη Μαρκάκη, Αρετή Τίλη και ο Μιχάλης Αφολάνιο.
Μια παράσταση στην οποία συνυπάρχουν και δένουν μοναδικά επί σκηνής η μουσική (στίχοι πρωτότυπων τραγουδιών: Στρατής Πασχάλης – Μουσική: Κατερίνα Πολέμη), η χορογραφία (κίνηση: Ζωή Χαζτηαντωνίου), οι τόσο ατμοσφαιρικοί φωτισμοί (Αλέκος Αναστασίου), αλλά και τα έντονα δηλωτικά κοστούμια (σκηνικά-κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου).
Το κείμενο της Σάρα Ρουλ αποτελεί την απόδειξη ότι το σύγχρονο θέατρο του 21ου αιώνα έχει πολλά έργα στα οποία αξίζει να στραφεί και με τα οποία να ασχοληθεί ο σύγχρονος θεατρικός κόσμος. Η Ρουλ αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια του σύγχρονου γυναικείου (και μη) αμερικανικού θεάτρου αυτού του αιώνα. Πολυγραφότατη, με βραβευμένα έργα τα οποία παρουσιάζονται συνέχεια και σημειώνουν πολλές παραστάσεις σε ολόκληρη την Αμερική. Ένα από τα χαρακτηριστικά της γραφής της είναι η ενασχόλησή της με το παρελθόν, τόσο σε επίπεδο θεματολογίας, όσο και σε επίπεδο προσώπων. Καταφέρνει με έναν μοναδικά υπέροχο τρόπο να βάζει το παρελθόν να συνδιαλέγεται με το παρόν, αποδεικνύοντας ότι ο χρόνος είναι μια σχετική έννοια, καθώς τα προβλήματα που απασχολούν τους ανθρώπους είναι διαχρονικά. Εστιάζει περισσότερο στις διαπροσωπικές σχέσεις, με ιδιαίτερη έμφαση στην γυναικεία ψυχολογία και ψυχοσύνθεση.
Η Ευριδίκη αποτελεί περίτρανη απόδειξη της συγγραφικής ευφυίας και οξυδέρκειας της Ρουλ, μιας νέας γυναίκας, η οποία ζει και γράφει εμπνεόμενη από την καθημερινότητα, όπως την βιώνει όχι μόνον η ίδια, αλλά και εκατομμύρια άνθρωποι στη γη, όπως φανερώνει η απίστευτη αποδοχή του έργου της.
Επόμενη παράσταση Τετάρτη 9/12 κλείστε τις θέσεις σας εδώ
Διαβάστε επίσης:
Από την Τόνια Τσαμούρη
Το τελευταίο θεατρικό έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, γραμμένο το 2001, φέρει τον τίτλο Σ’ εσάς που με ακούτε και παρουσιάστηκε στο θέατρο για πρώτη φορά το 2003. Πέρασαν 17 χρόνια έκτοτε και φέτος, το Εθνικό Θέατρο παρουσιάζει και πάλι αυτό το τόσο συμβολικό κείμενο της θεατρικής συγγραφέως σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Αβρανά. Ομολογώ ότι, όταν ανακοινώθηκε η συγκεκριμένη παράσταση, ευελπιστούσα ότι θα είχα την δυνατότητα να την παρακολουθήσω στη φιλόξενη σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου. Οι καιροί όμως επιφυλάσσουν άλλα από αυτά που συχνά σχεδιάζουμε…
Εν τέλει, είδα την παράσταση σε live streaming από το σπίτι μου. Να ξεκαθαρίσω ότι δεν μου αρέσει το live streaming και γενικά το θέατρο από την οθόνη του υπολογιστή μου. Προτιμώ την σκοτεινή θεατρική αίθουσα, στην οποία νιώθω συν-κοινωνός τόσο με τους υπόλοιπους που βρίσκονται καθισμένοι επίσης στο κοινό, όσο και με τους ηθοποιούς που βρίσκονται στη σκηνή. Ωστόσο, η συγκεκριμένη παράσταση, έχω την εντύπωση, ότι άνθισε πολύ περισσότερο στην ιντερνετική της προβολή. Ο λόγος σχετίζεται με την σαφή κινηματογραφική της διάσταση. Ο σκηνοθέτης της, προερχόμενος από τον χώρο της Έβδομης Τέχνης, έστησε μια παράσταση που δεν είχε να ζηλέψει πολλά από μια κινηματογραφική ταινία. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που μια θεατρική παράσταση μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη. Αρκεί να θυμηθεί κανείς το Ντόγκβιλ του Λαρς φον Τρίερ.
Ο Αλέξανδρος Αβρανάς, με ενδιαφέρουσα αισθητική, δημιούργησε έναν κόσμο ζοφερό, ήδη νεκρωμένο εσωτερικά και εξωτερικά. Η σκηνή, σε ασπρόμαυρους χρωματισμούς, τόσο στα σκηνικά, όσο και στα κοστούμια των ηθοποιών (Σκηνικά-Κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου) εναρμονιζόταν με την διάθεση των ηθοποιών που απέπνεαν θάνατο και σαπίλα καθόλη τη διάρκεια της παράστασης. Στο σημείο αυτό όμως, ξεκινούν οι αντιρρήσεις μου: ο σκηνοθέτης έπλασε ένα σύμπαν στο οποίο οι άνθρωποι φώναζαν και κάγχαζαν, θυμίζοντας περισσότερο μηχανικά ρομπότ, παρά αληθινούς ανθρώπους. Τόσο η κίνηση, όσο και ο λόγος τους ήταν απολύτως φορμαλιστικά, φορτωμένα μεν συμβολισμούς, αποστερημένα δέ από την αμεσότητα και τον υπερρεαλιστικό «ρεαλισμό» της Λούλας Αναγνωστάκη. Οι φωνές και οι τόσο υπογραμμισμένοι συμβολισμοί, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και με λιγότερη ένταση. Ενδεικτική η τελευταία σκηνή, όπου η άηχη κραυγή της Τρούντελ έφερε τόση ένταση, όση δεν μπόρεσαν να μεταδώσουν οι κραυγές των υπολοίπων.
Αυτό το φορμαλιστικό και αρκετά «φωνακλάδικο» σύμπαν του Α. Αβρανά, απέδωσαν με συνέπεια όλοι οι ηθοποιοί, οι οποίοι κατάφεραν να κερδίσουν ωστόσο τις εντυπώσεις μέσα από το ιδιαίτερο προσωπικό τους παίξιμο. Πολύ καλός ο Χανς του Γιώργου Μπινιάρη, όπως επίσης η Έλσα της Αγλαΐας Παπά, καθώς επίσης ο Άγης του Γιώργου Στάμου, η Μαρία της Ελένης Ρουσινού, ο Ιβάν του Αλέξανδρου Μαυρόπουλου, η Σοφία της Ξένιας Παυλοπούλου, ο Τζίνο του Μιχάλη Μουλακάκη και ο Κλάους του Στάθη Κόικα, ενώ καθηλωτική ήταν η Τρούντελ της Αρετής Πασχάλη.
Οι φωτισμοί ακολούθησαν την σκηνοθετική γραμμή αποτυπώνοντας ιδιαίτερες ατμόσφαιρες, οι οποίες μάλιστα μεταδόθηκαν και στους διαδικτυακούς θεατές (Φωτισμοί: Ολυμπία Μυτιληναίου). Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο επίσης έπαιξε τόσο η μουσική (Θοδωρής Ρέγκλη), όσο και η χορογραφία (Χορογραφία: Αμαλία Μπένετ) της παράστασης.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα παράσταση κάνοντας μια ιδιαίτερη σκηνοθετική πρόταση, με σαφείς καλλιτεχνικές επιρροές από τον κινηματογράφο. Μοναδική παραφωνία, ο υποβόσκων «ρεαλισμός» της Λ. Αναγνωστάκη, ο οποίος, δυστυχώς, χάθηκε στην διαδρομή.
Κλείνοντας, θα ήθελα, προσωπικά, να εκφράσω τις ευχαριστίες, αλλά και την ευγνωμοσύνη μου τόσο προς το Εθνικό Θέατρο, όσο και προς τους δημιουργούς της παράστασης, οι οποίοι συνέδραμαν τους συνανθρώπους τους σε τόσο δύσκολους καιρούς. Μολονότι επρόκειτο για μια «μοναχική» παράσταση, θα ήθελα να διαβεβαιώσω τους δημιουργούς και συντελεστές της παράστασης, ότι το χειροκρότημά μας, στο τέλος της, ήταν θερμό και παρατεταμένο!
Από την Τόνια Τσαμούρη
Ο Σάμιουελ Μπέκεττ πειραματίστηκε από πολύ νωρίς, στη συγγραφική του πορεία, τόσο με την αποδόμηση της γλώσσας, όσο και με την αποσύνδεση της θεατρικής συγγραφής με την σκηνική απόδοση. Ήδη από το πρώτο του έργο, το Περιμένοντας τον Γκοντό (1952), πειραματίστηκε με το ανοίκειο που φέρει η χρήση της μη μητρικής γλώσσας. Εν προκειμένω, επέλεξε να γράψει το έργο στα Γαλλικά και στη συνέχεια να το μεταφράσει ο ίδιος στα Αγγλικά. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αποδεσμεύτηκε από τις συγγραφικές ευκολίες που επιφυλάσσει η μητρική γλώσσα. Από πολύ νωρίς δοκιμάστηκε επίσης στα έργα που ήταν προορισμένα για το ραδιόφωνο, ενώ θέλησε να σπάσει την θεατρική ψευδαίσθηση και οικειότητα που δημιουργεί μια θεατρική αίθουσα. Το συγγραφικό προφίλ του Μπέκεττ επομένως, μοιάζει ιδανικό, θα τολμούσα να πω, για την επιλογή έργου εν μέσω καραντίνας. Δεν προϋποθέτει θεατρική σκηνή, προορίζεται για το ραδιόφωνο, ενώ θεματικά αναφέρεται συχνά στην μοναξιά και την απομόνωση του σύγχρονου ατόμου.
Μου φάνηκε λοιπόν πολύ λογική, αλλά και ενδιαφέρουσα, η απόφαση των Ginger Creepers να παρουσιάσουν την Τελευταία Ταινία του Κραππ σε δύο ζωντανές μεταδόσεις μέσω διαδικτύου. Ωστόσο, μια ευχάριστη έκπληξη με περίμενε, καθισμένη στην οθόνη του υπολογιστή μου. Η θεατρική ομάδα δεν αρκέστηκε στις «ευκολίες» που δημιουργεί ο Μπέκεττ για μια εκτός σκηνής παρουσίαση. Αντιθέτως, κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα multimedia θέαμα, το οποίο ανέδειξε το έργο του θεατρικού συγγραφέα εναρμονίζοντάς το όχι μόνον στον 21ο αιώνα, αλλά και στις παρούσες ειδικές συνθήκες πανδημίας.
Η ιντερνετική παράσταση αρχίζει, με το τρίτο κουδούνι να κάνει την εμφάνισή του, ακόμα και μέσα από την οθόνη του υπολογιστή. Εικόνες και ήχοι από μια κουζίνα των τελών του 1950 ζωντανεύουν μέσα από την οθόνη μου, ενώ ακούγονται ήχοι από κουζινικά σκεύη ανακατεμένοι με ήχους τζαζ. Και αιφνίδια, εμφανίζεται ο Κραππ. Βλέπουμε μόνον το κεφάλι του, στριμωγμένο μέσα σε ένα ασφυκτικό κουτί. Άλλωστε κάπως έτσι δεν ζει ο σύγχρονος άνθρωπος; Μόνον που το ασφυκτικό αυτό κουτί, που περιορίζει τις κινήσεις του ανθρώπου του 2020, είναι πιο ευρύχωρο… Στη συνέχεια, γραφιστικά και εικόνες διαδέχονται το ένα το άλλο, συνοδεύοντας την αφήγηση του Κραππ, ο οποίος γυρίζει πίσω και ξανά μπρος την κασέτα του μαγνητόφωνού του. Ενώ παρακολουθώ την παράσταση, συνειδητοποιώ πόσο θα ήθελα να μπορούσα να κινούμαι και εγώ, με τον χρόνο αλλά και με τις εμπειρίες μου, όπως κινείται ο Κραππ: να γράφω και να σβήνω δηλαδή, κατά το δοκούν, πράγματα που δεν θέλω να θυμάμαι, ανθρώπους με πλήγωσαν, καταστάσεις που με πόνεσαν.
Η στιβαρή φωνή του Χρήστου Καπενή, με το απόκοσμο βλέμμα του, όταν τελικά ο Κραππ του ανοίγει στο τέλος τα μάτια, με παρασέρνει για όση ώρα παρακολουθώ την ιντερνετική παράσταση. Σε αυτό, σημαντικό ρόλο παίζει και η υπέροχη μουσική του Βύρωνα Κατρίτση. Η σκηνοθεσία του Γρηγόρη Χατζάκη έπλασε ένα μικρό διαμαντάκι, το οποίο εν μέσω πανδημίας μου άνοιξε μια μικρή χαραμάδα ελπίδας. Μολονότι διαφωνώ με τις παραστάσεις που παρουσιάζονται μέσω διαδικτύου, είτε βιντεοσκοπημένες είτε σε live streaming, η συγκεκριμένη παράσταση είναι ενδιαφέρουσα γιατί δεν ακολούθησε κανέναν από τους δύο δρόμους. Αντιθέτως, δημιουργήθηκε για να επικοινωνήσει διαδικτυακά με το κοινό της, στηριζόμενη στην τεχνολογία, σχολιάζοντας έτσι τον ιδιότυπο εγκλεισμό τον οποίο βιώνουν οι σημερινοί άνθρωποι και στον οποίο, αναγκαστικά, μαθαίνουν να ζουν.
Από την Τόνια Τσαμούρη
Ένα παιδικό βιβλίο βγαλμένο από αληθινό παραμύθι
«Το Φανταστικό Ζαχαροπλαστείο της Μόλλυ Ρόουζ»
Της Πόλλυς Αντωνιάδη
Η Πόλλυ Αντωνιάδη ανήκει στους Έλληνες που έφυγαν και ζουν πλέον στο εξωτερικό. Εν προκειμένω, ζει στο Λονδίνο, όπου και έχει δημιουργήσει τον δικό της χώρο, ο οποίος μοιάζει, πραγματικά, σαν βγαλμένος από παραμύθι. Πρόκειται για το «Μόλλυ Ρόουζ», ένα ζαχαροπολαστείο-καφέ, που βρίσκεται στο South Kensington.
Οφείλω να ομολογήσω ότι η ζαχαροπλαστική, όταν μάλιστα πραγματοποιείται τόσο μαγευτικά όμορφα που τείνει να θυμίζει παραμύθι, ανέκαθεν με γοήτευε. Δεν είναι από τους τομείς στους οποίους αριστεύω, αν και τα τελευταία χρόνια, προσπαθώ ολοένα και περισσότερο. Κοιτάζοντας όμως τα υπέροχα εκτελεσμένα γλυκά της Π. Αντωνιάδη, ζήλεψα! Θα ήθελα και εγώ να μπορούσα να φτιάξω κάτι τόσο ωραίο, αλλά και νόστιμο, όπως τα πανέμορφα σοκολατένια κάπκεϊκς ή τα λαχταριστά μακαρόν ή οι φανταστικές τούρτες που μπορεί να βρει κάποιος στο Μόλλυ Ρόουζ στο Λονδίνο.
Μέχρι που λάβαμε, η κόρη μου και εγώ, ένα υπέροχο δώρο! Η Πόλλυ Αντωνιάδη έγραψε ένα βιβλίο, που πρόσφατα κυκλοφόρησε και στα Ελληνικά, με τίτλο, «Το Φανταστικό Ζαχαροπλαστείο της Μόλλυ Ρόουζ». Πρόκειται για ένα παιδικό βιβλίο με ιστορίες οι οποίες συνοδεύονται με εικονογράφηση βγαλμένη από όνειρο!
Το καλύτερο βρίσκεται στο τέλος κάθε ιστορίας… μία συνταγή, ταιριαστή με την κάθε ιστορία. Και πρόκειται για συνταγές που μπορούν να εκτελέσουν παιδιά και γονείς ή και τα παιδιά μόνα τους. Η κόρη μου κα εγώ διαλέξαμε ήδη και φτιάξαμε την πρώτη συνταγή από το βιβλίο και οφείλω να ομολογήσω ότι, γευστικά τουλάχιστον, ήταν από τα πιο ωραία γλυκά που έχω δοκιμάσει, χωρίς ίχνος υπερβολής! Για το οπτικό του θέματος, το αφήνω στην κρίση σας, αν και νομίζω ότι επίσης τα πήγαμε αρκετά καλά…
Το κέικ καρότου-μήλου της κουζίνας των ξωτικών
Επειδή όμως πρόκειται για ένα θέμα που αφορά στα παιδιά, προτίμησα να αφήσω την κόρη μου να μιλήσει για το «Φανταστικό Ζαχαροπλαστείο της Μόλλυ Ρόουζ».
Αλίκη, τί είναι αυτό που σου άρεσε περισσότερο στο βιβλίο;
Μου αρέσει πάρα πολύ που έχει και παραμύθια και συνταγές.
Γιατί; Τί το ιδιαίτερο έχει κάτι τέτοιο;
Κανένα άλλο βιβλίο που έχω, δεν έχει και συνταγές. Και μου αρέσει περισσότερο γιατί οι ιστορίες έρχονται από την φαντασία της συγγραφέα.
Δηλαδή, ποιες ιστορίες σου άρεσαν περισσότερο;
Προτιμώ τις φθινοπωρινές και τις χριστουγεννιάτικες ιστορίες και συνταγές, γιατί τις αγαπώ πολύ αυτές τις δύο εποχές.
Γιατί τις αγαπάς τόσο πολύ;
Το φθινόπωρο μου αρέσει γιατί χαίρομαι με το Χαλοούιν, με το ότι γίνονται κίτρινα τα φύλλα. Τα Χριστούγεννα μου αρέσουν επειδή… είναι Χριστούγεννα.
Πώς σου φάνηκε το γλυκό που έφτιαξες;
Αυτή η εμπειρία μου φάνηκε κάπως… μαγική. Η μαγειρική μερικές φορές μου μοιάζει επικίνδυνη. Αλλά αυτή τη συνταγή μπορούσα να την φτιάξω σχεδόν μόνη μου. Μόνον λίγο με βοήθησες εσύ.
Από την Τόνια Τσαμούρη
Ανάμεσα στις συνέπειες της πανδημίας που συνεχίζει να ταλανίζει την ανθρωπότητα και, κατά συνέπεια, την ανθρώπινη καθημερινότητα συγκαταλέγεται και η σχέση του σημερινού ανθρώπου με το θέατρο. Σε καιρούς πανδημίας, και ενώ το θέατρο προσπαθεί να βρει εκ νέου τον βηματισμό του, θα ήταν ενδιαφέρον να ξαναθυμηθούμε ή ίσως και να γνωρίσουμε σημαντικές και εμβληματικές ταινίες που βασίστηκαν σε θεατρικά έργα. Αποδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο, ότι το θέατρο είναι και παραμένει ένας από τους ισχυρότερους δεσμούς της ανθρώπινης φύσης με την καλλιτεχνία, εν γένει.
ΥΓ Ο Τζον Μάλκοβιτς παίζει στο ρόλο του μεγαλύτερου γιου
΄Υπό την σκηνοθετική μπαγκέτα του Ελίας Καζάν. Πρόκειται για μια ταινία που συγκαταλέγεται πλέον σε αυτές που δεν πρέπει να χάσει κανείς.
Της Τόνιας Τσαμούρη
Τα θέατρα μάλλον ανοίγουν… Κάποια κανονικότητα -ποια κανονικότητα;- με άπειρες προφυλάξεις, δείχνει ότι προσπαθεί να επιστρέψει… Και εμείς ετοιμαζόμαστε να γυρίσουμε στα θέατρα. Στην τέχνη, που τόσο έχει λείψει από τη ζωή. Σε ποια θεατρική πραγματικότητα όμως ετοιμαζόμαστε να επιστρέψουμε; Ποια θεατρική «κανονικότητα» αφήσαμε πίσω μας πριν από μερικούς μήνες; Και ήταν τόσο υπέροχη η «κανονικότητα» αυτή, που μας έχει ήδη λείψει; Ή μήπως τώρα είναι η ώρα για να αλλάξουν, προς το βέλτιστον, κάποια πράγματα, αφού «μηδέν κακόν αμιγές καλού»;
Στα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής μου διαδρομής ως θεατρολόγου, στα τέλη του περασμένου αιώνα, βρέθηκα συχνά αντιμέτωπη με συμπεριφορές εντελώς αντι-επαγγελματικές: από την απαξίωση της σημασίας του χρόνου μου έως τις οικονομικές μου απολαβές. Συχνά άκουσα, από το στόμα καταξιωμένων επαγγελματιών, ότι θα έπρεπε να είμαι ευχαριστημένη που δουλεύω δίπλα τους, ότι είμαι τυχερή που έχω κάνει το χόμπυ μου επάγγελμα και ότι αφού βρισκόμουν στο ξεκίνημα της διαδρομής μου δεν θα έπρεπε να αξιώνω αμοιβή….! Μετά λύπης μου διαπιστώνω, ότι αυτές και ακόμα χειρότερες, είναι οι συνθήκες τις οποίες αντιμετωπίζουν οι νέοι, αλλά και αρκετοί, παλιότεροι, στο χώρο του θεάτρου μέχρι σήμερα. Άνθρωποι κακοπληρωμένοι, που εργάζονται συχνά σε άσχημες συνθήκες, που αναγκάζονται να κάνουν δύο και τρεις και τέσσερις δουλειές για να επιβιώσουν, που αντιμετωπίζονται σαν «εραστές της τέχνης» απαρτίζουν, σε μεγάλο βαθμό, τον χώρο του θέατρου στην χώρα μας.
Μήπως όμως ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσουμε πρώτα εμείς, οι επαγγελματίες του χώρου, με σοβαρότητα την δουλειά μας; Είναι γεγονός ότι νιώθω πολύ τυχερή που μπορώ να βιοπορίζομαι από κάτι που το επέλεξα -δεν με επέλεξε- και το αγαπώ πολύ: το θέατρο. Ταυτόχρονα όμως, δεν ξεχνώ ότι αυτή είναι η δουλειά μου. Μπορεί να κατάφερα να κάνω το χόμπυ μου επάγγελμα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κοπιάζω, δεν αγχώνομαι, δεν απουσιάζω από την οικογένειά μου για να μπορώ να ανταπεξέρχομαι στις επαγγελματικές μου υποχρεώσεις, όπως όλοι οι υπόλοιποι επαγγελματίες. Αξιώνω να αναγνωρίζονται οι κόποι μου, οι γνώσεις μου και οι εμπειρίες μου, όχι μόνον ηθικά, αλλά και υλικά. Το ίδιο λέω συχνά και στους μαθητές μου. Θεωρείται σχεδόν ὃνειδος το να πληρώνεται ένας επαγγελματίας του θεάτρου στη χώρα μας. Ως αποτέλεσμα, πολλοί είναι αυτοί που περιμένουν τις πενιχρές και κατακερματισμένες κρατικές επιχορηγήσεις, προκειμένου να ανεβάσουν μια παράσταση για είκοσι μέρες. Έτσι, καταλήγουμε να έχουμε άπειρους θιάσους, αναρίθμητες παραστάσεις και πένητες επαγγελματίες.
Ενόψει της επανέναρξης της θεατρικής δραστηριότητας στη χώρα μας, εν μέσω πανδημίας, ονειρεύομαι την ανθοφορία του χώρου, αλλά και των ανθρώπων του. Και επειδή δεν μου αρέσουν τα ευχολόγια, πιστεύω ότι αυτή τη φορά κάτι θα αλλάξει επιτέλους….